«Προχωρώντας σε κείνο τον κάμπο, ανακάλυψαν τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους και, με το που τους είδε, ο δον Κιχώτης είπε στον ιπποκόμο του: ‘’Η τύχη μας τα φέρνει τα πράγματα καλύτερα απ’ όσο θα θέλαμε` γιατί τους βλέπεις εκεί, φίλε μου Σάντσο, τους τριάντα και βάλε θεόρατους γίγαντες, με τους οποίους σκέφτομαι να δώσω μάχη και ν’ αφαιρέσω απ’ όλους τη ζωή, οπότε με τα λάφυρά τους θ’ αρχίσουμε να πλουτίζουμε, καθώς αυτός είν’ ένας δίκαιος πόλεμος, και είναι μεγάλη υπηρεσία προς τον Θεό μια τόσο κακή σπορά ν’ αφανιστεί από προσώπου γης’’.
» ‘’ Ποιοι γίγαντες;’’ Είπε ο Σάντσος.
» ‘’ Αυτοί που βλέπεις εκεί’’ απάντησε ο κύριός του ‘’με τα μακριά χέρια, κι ορισμένοι τα έχουν σχεδόν ίσα με δύο λεύγες’’.
» ‘’ Κοίτα, κύριέ μου’’ απάντησε ο Σάντσος ‘’αυτά που φαίνονται εκεί πέρα δεν είναι γίγαντες αλλά ανεμόμυλοι, κι εκείνα που μοιάζουν με χέρια είναι οι φτερωτές τους που γυρνάν με τον αέρα και δίνουν φόρα στη μυλόπετρα’’.
» ‘’ Πως φαίνεται’’ απάντησε ο δον Κιχώτης ‘’ότι δεν είσαι μαθημένος σε τέτοιες περιπέτειες: γίγαντες είναι` κι άμα φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη κι αρχίνα τις προσευχές όσο εγώ θα δίνω άγρια και άνιση μάχη μαζί τους’’.
» Κι αμέσως σπιρούνισε το άλογό του τον Ροσινάντε, χωρίς να δώσει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου του που τον προειδοποιούσε πως ήταν σίγουρα ανεμόμυλοι κι όχι γίγαντες αυτά που πήγαινε να τους επιτεθεί. Ήταν τόσο πεπεισμένος πως επρόκειτο για γίγαντες, που ούτε άκουγε τις φωνές του ιπποκόμου του ούτε έβλεπε, παρόλο που βρισκόταν πια πολύ κοντά, ότι ήταν όντως ανεμόμυλοι, αντίθετα προχώραγε φωνάζοντας: ‘’ Μη λακίζετε, δειλά και τιποτένια πλάσματα, ένας είναι ο ιππότης που σας επιτίθεται’’.
» Και τη στιγμή εκείνη σηκώθηκε λίγος αέρας κι οι μεγάλες φτερωτές άρχισαν να κινούνται, οπότε, βλέποντάς το αυτό, ο δον Κιχώτης είπε: ‘’ Ακόμα κι αν κουνήσετε περισσότερα χέρια κι από τον Εκατόγχειρα Βριάρεω, να ξέρετε, θα μου το πληρώσετε’’.
» Κι αυτό λέγοντας, κι αφιερώνοντας ολόψυχα τον εαυτό του στη δέσποινά του τη Δουλσινέα, ζητώντας της σε μια τόσο κρίσιμη μάχη να τον συνδράμει, καλυμμένος καλά από την ασπίδα του, άδραξε το κοντάρι, κι ορμώντας με τον Ροσινάντε σε πλήρη καλπασμό, επιτέθηκε στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του` και, δίνοντας μια κονταριά στη φτερωτή, ο αέρας την έκανε να γυρίσει με τόση φόρα, που κομμάτιασε το κοντάρι και τίναξε μακριά άλογο και καβαλάρη, ο οποίος απόμεινε να κατρακυλάει στον κάμπο κατασακατεμένος. Έτρεξε ο Σάντσος, όσο γρήγορα μπόρεσε να τρέξει ο γάιδαρός του, για να τον βοηθήσει, και τον βρήκε να μην μπορεί να κουνηθεί: τόσο γερό ήταν το χτύπημα πέφτοντας από τον Ροσινάντε.
» ‘’ Μάρτυς μου ο Θεός!’’ είπε ο Σάντστος. ‘’ Δε σου είπα, κύριέ μου, να δεις καλά τι πήγαινες να κάνεις γιατί είναι ανεμόμυλοι κι αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανένας παρά μόνο εκείνος που έχει άλλους ανεμόμυλους μέσα στο κεφάλι;’’
» ‘’ Σώπασε, φίλε Σάντσο ’’απάντησε ο δον Κιχώτης ‘’γιατί τα πράγματα του πολέμου υπόκεινται, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σε διαρκή αλλαγή’’».
Επίσης, αγαπητέ μου αναγνώστη, θα ήμουν και ανέντιμος αν κρατούσα το συμπέρασμα μόνο για τον εαυτό μου.
Λοιπόν, τι λέει ένας κανόνας; Δεν παλεύουμε έξω από τις γραμμές μας. Δεν παλεύουμε έξω από τα όρια της πραγματικότητάς μας, δηλαδή δεν τα βάζουμε με φανταστικούς εχθρούς. Είναι αρκετές οι πραγματικές δυσκολίες της ζωής, οι οποίες όντως την κάνουν να μοιάζει με πόλεμο που διαρκώς αλλάζει, που διαρκώς μετατοπίζεται, και τις οποίες εμείς καλούμαστε κάθε τόσο να υπερνικήσουμε, παίρνοντας ως έπαθλο τη συνήθεια να κρατάμε ψηλά το κεφάλι.
Μιχαήλ Θερβάντες, ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ
» ‘’ Ποιοι γίγαντες;’’ Είπε ο Σάντσος.
» ‘’ Αυτοί που βλέπεις εκεί’’ απάντησε ο κύριός του ‘’με τα μακριά χέρια, κι ορισμένοι τα έχουν σχεδόν ίσα με δύο λεύγες’’.
» ‘’ Κοίτα, κύριέ μου’’ απάντησε ο Σάντσος ‘’αυτά που φαίνονται εκεί πέρα δεν είναι γίγαντες αλλά ανεμόμυλοι, κι εκείνα που μοιάζουν με χέρια είναι οι φτερωτές τους που γυρνάν με τον αέρα και δίνουν φόρα στη μυλόπετρα’’.
» ‘’ Πως φαίνεται’’ απάντησε ο δον Κιχώτης ‘’ότι δεν είσαι μαθημένος σε τέτοιες περιπέτειες: γίγαντες είναι` κι άμα φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη κι αρχίνα τις προσευχές όσο εγώ θα δίνω άγρια και άνιση μάχη μαζί τους’’.
» Κι αμέσως σπιρούνισε το άλογό του τον Ροσινάντε, χωρίς να δώσει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου του που τον προειδοποιούσε πως ήταν σίγουρα ανεμόμυλοι κι όχι γίγαντες αυτά που πήγαινε να τους επιτεθεί. Ήταν τόσο πεπεισμένος πως επρόκειτο για γίγαντες, που ούτε άκουγε τις φωνές του ιπποκόμου του ούτε έβλεπε, παρόλο που βρισκόταν πια πολύ κοντά, ότι ήταν όντως ανεμόμυλοι, αντίθετα προχώραγε φωνάζοντας: ‘’ Μη λακίζετε, δειλά και τιποτένια πλάσματα, ένας είναι ο ιππότης που σας επιτίθεται’’.
» Και τη στιγμή εκείνη σηκώθηκε λίγος αέρας κι οι μεγάλες φτερωτές άρχισαν να κινούνται, οπότε, βλέποντάς το αυτό, ο δον Κιχώτης είπε: ‘’ Ακόμα κι αν κουνήσετε περισσότερα χέρια κι από τον Εκατόγχειρα Βριάρεω, να ξέρετε, θα μου το πληρώσετε’’.
» Κι αυτό λέγοντας, κι αφιερώνοντας ολόψυχα τον εαυτό του στη δέσποινά του τη Δουλσινέα, ζητώντας της σε μια τόσο κρίσιμη μάχη να τον συνδράμει, καλυμμένος καλά από την ασπίδα του, άδραξε το κοντάρι, κι ορμώντας με τον Ροσινάντε σε πλήρη καλπασμό, επιτέθηκε στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του` και, δίνοντας μια κονταριά στη φτερωτή, ο αέρας την έκανε να γυρίσει με τόση φόρα, που κομμάτιασε το κοντάρι και τίναξε μακριά άλογο και καβαλάρη, ο οποίος απόμεινε να κατρακυλάει στον κάμπο κατασακατεμένος. Έτρεξε ο Σάντσος, όσο γρήγορα μπόρεσε να τρέξει ο γάιδαρός του, για να τον βοηθήσει, και τον βρήκε να μην μπορεί να κουνηθεί: τόσο γερό ήταν το χτύπημα πέφτοντας από τον Ροσινάντε.
» ‘’ Μάρτυς μου ο Θεός!’’ είπε ο Σάντστος. ‘’ Δε σου είπα, κύριέ μου, να δεις καλά τι πήγαινες να κάνεις γιατί είναι ανεμόμυλοι κι αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανένας παρά μόνο εκείνος που έχει άλλους ανεμόμυλους μέσα στο κεφάλι;’’
» ‘’ Σώπασε, φίλε Σάντσο ’’απάντησε ο δον Κιχώτης ‘’γιατί τα πράγματα του πολέμου υπόκεινται, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σε διαρκή αλλαγή’’».
Επίσης, αγαπητέ μου αναγνώστη, θα ήμουν και ανέντιμος αν κρατούσα το συμπέρασμα μόνο για τον εαυτό μου.
Λοιπόν, τι λέει ένας κανόνας; Δεν παλεύουμε έξω από τις γραμμές μας. Δεν παλεύουμε έξω από τα όρια της πραγματικότητάς μας, δηλαδή δεν τα βάζουμε με φανταστικούς εχθρούς. Είναι αρκετές οι πραγματικές δυσκολίες της ζωής, οι οποίες όντως την κάνουν να μοιάζει με πόλεμο που διαρκώς αλλάζει, που διαρκώς μετατοπίζεται, και τις οποίες εμείς καλούμαστε κάθε τόσο να υπερνικήσουμε, παίρνοντας ως έπαθλο τη συνήθεια να κρατάμε ψηλά το κεφάλι.
Μιχαήλ Θερβάντες, ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου