ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴθι χαίρων· ἡμεῖς δὲ τέως τάδε τὰ σκεύη παραδόντες
730 τοῖς ἀκολούθοις δῶμεν σῴζειν, ὡς εἰώθασι μάλιστα
περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν.
ἀλλὰ φυλάττετε ταῦτ᾽ ἀνδρείως· ἡμεῖς δ᾽ αὖ τοῖσι θεαταῖς
ἣν ἔχομεν ὁδὸν λόγων εἴπωμεν ὅσα τε νοῦς ἔχει.
χρῆν μὲν τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποητὴς
735 αὑτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβὰς ἐν τοῖς ἀναπαίστοις.
εἰ δ᾽ οὖν εἰκός τινα τιμῆσαι, θύγατερ Διός, ὅστις ἄριστος
κωμῳδοδιδάσκαλος ἀνθρώπων καὶ κλεινότατος γεγένηται,
ἄξιος εἶναί φησ᾽ εὐλογίας μεγάλης ὁ διδάσκαλος ἡμῶν.
πρῶτον μὲν γὰρ τοὺς ἀντιπάλους μόνος ἀνθρώπων κατέπαυσεν
740 εἰς τὰ ῥάκια σκώπτοντας ἀεὶ καὶ τοῖς φθειρσὶν πολεμοῦντας·
τούς θ᾽ Ἡρακλέας τοὺς μάττοντας καὶ τοὺς πεινῶντας ἐκείνους
[τοὺς φεύγοντας κἀξαπατῶντας καὶ τυπτομένους ἐπίτηδες,]
ἐξήλασ᾽ ἀτιμώσας πρῶτος, καὶ τοὺς δούλους παρέλυσεν
οὓς ἐξῆγον κλάοντας ἀεί, καὶ τούτους οὕνεκα τουδί,
745 ἵν᾽ ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ᾽ ἀνέροιτο·
«ὦ κακόδαιμον, τί τὸ δέρμ᾽ ἔπαθες; μῶν ὑστριχὶς εἰσέβαλέν σοι
εἰς τὰς πλευρὰς πολλῇ στρατιᾷ κἀδενδροτόμησε τὸ νῶτον;»
τοιαῦτ᾽ ἀφελὼν κακὰ καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ᾽ ἀγεννῆ
ἐπόησε τέχνην μεγάλην ἡμῖν κἀπύργωσ᾽ οἰκοδομήσας
750 ἔπεσιν μεγάλοις καὶ διανοίαις καὶ σκώμμασιν οὐκ ἀγοραίοις,
οὐκ ἰδιώτας ἀνθρωπίσκους κωμῳδῶν οὐδὲ γυναῖκας,
ἀλλ᾽ Ἡρακλέους ὀργήν τιν᾽ ἔχων τοῖσι μεγίστοις ἐπεχείρει,
διαβὰς βυρσῶν ὀσμὰς δεινὰς κἀπειλὰς βορβοροθύμους.
καὶ πρῶτον μὲν μάχομαι πάντων αὐτῷ τῷ καρχαρόδοντι,
755 οὗ δεινόταται μὲν ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν Κύννης ἀκτῖνες ἔλαμπον,
ἑκατὸν δὲ κύκλῳ κεφαλαὶ κολάκων οἰμωξομένων ἐλιχμῶντο
περὶ τὴν κεφαλήν, φωνὴν δ᾽ εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας,
φώκης δ᾽ ὀσμήν, Λαμίας ‹δ᾽› ὄρχεις ἀπλύτους, πρωκτὸν δὲ καμήλου.
τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισ᾽, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν πολεμίζων
760 ἀντεῖχον ἀεὶ καὶ τῶν ἄλλων νήσων. ὧν εἵνεκα νυνὶ
ἀποδοῦναί μοι τὴν χάριν ὑμᾶς εἰκὸς καὶ μνήμονας εἶναι.
καὶ γὰρ πρότερον πράξας κατὰ νοῦν οὐχὶ παλαίστρας περινοστῶν
παῖδας ἐπείρων, ἀλλ᾽ ἀράμενος τὴν σκευὴν εὐθὺς ἐχώρουν,
παῦρ᾽ ἀνιάσας, πόλλ᾽ εὐφράνας, πάντα παρασχὼν τὰ δέοντα.
765 πρὸς ταῦτα χρεὼν εἶναι μετ᾽ ἐμοῦ
καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τοὺς παῖδας·
καὶ τοῖς φαλακροῖσι παραινοῦμεν
ξυσπουδάζειν περὶ τῆς νίκης.
πᾶς γάρ τις ἐρεῖ νικῶντος ἐμοῦ
770 κἀπὶ τραπέζῃ καὶ ξυμποσίοις·
«φέρε τῷ φαλακρῷ, δὸς τῷ φαλακρῷ
τῶν τρωγαλίων, καὶ μἀφαίρει
γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν
ἀνδρὸς τὸ μέτωπον ἔχοντος».
***
ΚΟΡ. Στο καλό, στο καλό· τώρ᾽ ας δώσουμ᾽ εμείς
στους βοηθούς μας αυτά που κρατούμε,
730 να μην πάει και τα χάσουμε· ξέρετε δα,
στις σκηνές τριγυρίζουνε πάντα
πλήθος κλέφτες, ατσίδες, που πάνε σκυφτοί
κι ό,τι βρούνε τ᾽ αρπάζουν και φεύγουν.
Παιδιά, πάρτε τα, ελάτε· πολλή προσοχή·
στους θεατές εμείς τώρα θα πούμε
όσα κρύβουμε στο νου μας και των λόγων τη σειρά.
Αν, ζυγώνοντας ένας ποιητής κωμικός
στο κοινό, παινευτεί μ᾽ αναπαίστους,
οι φρουροί που την τάξη στο θέατρο κρατούν
πρέπει ευθύς να τον στρώνουν στο ξύλο.
Αλλά, ω Μούσα, του Δία θυγατέρα, σωστό,
δίκιο αν είναι κανείς να τιμήσει
έναν που έγινε ο άριστος στο είδος αυτό
και δοξάστηκε πιότερο απ᾽ όλους,
ο δικός μας ο δάσκαλος λέει πως πολλά
και μεγάλα του αξίζουν εγκώμια.
Πρώτα πρώτα, για κάτι κουρέλια διαρκώς
κάναν οι άλλοι, οι αντίζηλοι, αστεία,
740 κι όλο πόλεμο στήναν στις ψείρες· αυτά
τα σταμάτησε· κι ήταν ο μόνος·
και κατόπι εξευτέλισε, πρώτος αυτός,
και ξετόπισε κάτι Ηρακλήδες,
που ζυμώνανε κι όλο φωνάζαν «πεινώ»,
και κατάργησε εκείνους τους δούλους
που κλαμένους τους βγάζαν διαρκώς στη σκηνή,
που όλο το ᾽σκαγαν κι όλο απατούσαν
κι έτσι επίτηδες τρώγανε ξύλο γερό·
και γιατί; για ένα λόγο και μόνο,
άλλος δούλος να λάβει απ᾽ το ξύλο αφορμή
και τ᾽ αστείο του να πει· να ρωτήσει:
«Το τομάρι σου τί έπαθε, βρε φουκαρά;
στα πλευρά σου μην έπεσε απάνω
καμιά ξύστρα μεγάλη με ζόρι πολύ
και σου ρήμαξε, δόλιε, τις πλάτες;»
Σ᾽ όλ᾽ αυτά τα χοντρά, τα χυδαία χωρατά
και τα πρόστυχα τέρμα έχει βάλει,
και μια τέχνη μεγάλη έχει χτίσει για μας·
και για πύργους τής ύψωσε εκείνος
750 λόγια ωραία και τρανά, δυνατούς στοχασμούς,
μα κι αστεία που δεν είναι τριμμένα·
γυναικούλες ποτέ δεν κορόιδεψε αυτός
κι ανθρωπάκους ασήμαντους, όχι·
με μεγάλη, με ηράκλεια στα στήθια του ορμή
στα θεριά τα τεράστια ριχνόταν,
από απαίσιες βαριές μυρωδιές τομαριών
κι από λάσπες φοβέρας περνώντας.
Στο φριχτό ατσαλοδόντικο εκείνο θεριό
πρώτ᾽ απ᾽ όλα τον πόλεμο στήνω,
στο θεριό που απ᾽ τα μάτια μου μέσα φωτιές
ξεπετιόνταν αδιάντροπης κούρβας,
που σκασμένων κολάκων κεφάλια εκατό
στο κεφάλι του σάλευαν γύρω
σαν κεφάλια φιδιών, που η φωνή του φωνή
ρεματιάς ξεριζώτρας, που φώκιας
είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό
κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
Τέτοιο τέρας αντίκρισα, κι όμως ποτέ
δε φοβήθηκα· πόδι πατάω,
760 για νησιά και για σας στήνω αγώνα σκληρό.
Για όλ᾽ αυτά που προσφέρνω, είναι δίκιο
την αντίχαρη εγώ να προσμένω από σας
κι απ᾽ το νου σας αυτά να μη φεύγουν.
Γιατί κι άλλη φορά, που είχα βγει νικητής,
τις παλαίστρες δεν έφερα βόλτα
τους νεαρούς κυνηγώντας· συμμάζεψα ευθύς
τη σκευή μου και σπίτι μου πήγα·
λίγη λύπη είχα δώσει, μεγάλη χαρά,
και το χρέος μου σωστά το ᾽χα κάμει.
Γι᾽ αυτό πρέπει και τώρα μεγάλοι μικροί
το δικό μου πάρουνε μέρος, αλλά
κι όποιος έχει φαλάκρα, συστήνω σ᾽ αυτόν
να συντρέξει, σ᾽ εμέ το βραβείο να δοθεί.
Σα θα βγω νικητής, όλοι τότε θα λεν
770 σε συμπόσια και δείπνα, παντού:
«Πάρε αυτό, φαλακρέ· να κι αυτό, φαλακρέ·
α, δεν πρέπει να λείψει καμιά λιχουδιά
απ᾽ αυτόν που η φαλάκρα του φέγγει, απ᾽ αυτόν
που του πρώτου μας έχει ποιητή την κουτέλα.»
730 τοῖς ἀκολούθοις δῶμεν σῴζειν, ὡς εἰώθασι μάλιστα
περὶ τὰς σκηνὰς πλεῖστοι κλέπται κυπτάζειν καὶ κακοποιεῖν.
ἀλλὰ φυλάττετε ταῦτ᾽ ἀνδρείως· ἡμεῖς δ᾽ αὖ τοῖσι θεαταῖς
ἣν ἔχομεν ὁδὸν λόγων εἴπωμεν ὅσα τε νοῦς ἔχει.
χρῆν μὲν τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποητὴς
735 αὑτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβὰς ἐν τοῖς ἀναπαίστοις.
εἰ δ᾽ οὖν εἰκός τινα τιμῆσαι, θύγατερ Διός, ὅστις ἄριστος
κωμῳδοδιδάσκαλος ἀνθρώπων καὶ κλεινότατος γεγένηται,
ἄξιος εἶναί φησ᾽ εὐλογίας μεγάλης ὁ διδάσκαλος ἡμῶν.
πρῶτον μὲν γὰρ τοὺς ἀντιπάλους μόνος ἀνθρώπων κατέπαυσεν
740 εἰς τὰ ῥάκια σκώπτοντας ἀεὶ καὶ τοῖς φθειρσὶν πολεμοῦντας·
τούς θ᾽ Ἡρακλέας τοὺς μάττοντας καὶ τοὺς πεινῶντας ἐκείνους
[τοὺς φεύγοντας κἀξαπατῶντας καὶ τυπτομένους ἐπίτηδες,]
ἐξήλασ᾽ ἀτιμώσας πρῶτος, καὶ τοὺς δούλους παρέλυσεν
οὓς ἐξῆγον κλάοντας ἀεί, καὶ τούτους οὕνεκα τουδί,
745 ἵν᾽ ὁ σύνδουλος σκώψας αὐτοῦ τὰς πληγὰς εἶτ᾽ ἀνέροιτο·
«ὦ κακόδαιμον, τί τὸ δέρμ᾽ ἔπαθες; μῶν ὑστριχὶς εἰσέβαλέν σοι
εἰς τὰς πλευρὰς πολλῇ στρατιᾷ κἀδενδροτόμησε τὸ νῶτον;»
τοιαῦτ᾽ ἀφελὼν κακὰ καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ᾽ ἀγεννῆ
ἐπόησε τέχνην μεγάλην ἡμῖν κἀπύργωσ᾽ οἰκοδομήσας
750 ἔπεσιν μεγάλοις καὶ διανοίαις καὶ σκώμμασιν οὐκ ἀγοραίοις,
οὐκ ἰδιώτας ἀνθρωπίσκους κωμῳδῶν οὐδὲ γυναῖκας,
ἀλλ᾽ Ἡρακλέους ὀργήν τιν᾽ ἔχων τοῖσι μεγίστοις ἐπεχείρει,
διαβὰς βυρσῶν ὀσμὰς δεινὰς κἀπειλὰς βορβοροθύμους.
καὶ πρῶτον μὲν μάχομαι πάντων αὐτῷ τῷ καρχαρόδοντι,
755 οὗ δεινόταται μὲν ἀπ᾽ ὀφθαλμῶν Κύννης ἀκτῖνες ἔλαμπον,
ἑκατὸν δὲ κύκλῳ κεφαλαὶ κολάκων οἰμωξομένων ἐλιχμῶντο
περὶ τὴν κεφαλήν, φωνὴν δ᾽ εἶχεν χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας,
φώκης δ᾽ ὀσμήν, Λαμίας ‹δ᾽› ὄρχεις ἀπλύτους, πρωκτὸν δὲ καμήλου.
τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ κατέδεισ᾽, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν πολεμίζων
760 ἀντεῖχον ἀεὶ καὶ τῶν ἄλλων νήσων. ὧν εἵνεκα νυνὶ
ἀποδοῦναί μοι τὴν χάριν ὑμᾶς εἰκὸς καὶ μνήμονας εἶναι.
καὶ γὰρ πρότερον πράξας κατὰ νοῦν οὐχὶ παλαίστρας περινοστῶν
παῖδας ἐπείρων, ἀλλ᾽ ἀράμενος τὴν σκευὴν εὐθὺς ἐχώρουν,
παῦρ᾽ ἀνιάσας, πόλλ᾽ εὐφράνας, πάντα παρασχὼν τὰ δέοντα.
765 πρὸς ταῦτα χρεὼν εἶναι μετ᾽ ἐμοῦ
καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τοὺς παῖδας·
καὶ τοῖς φαλακροῖσι παραινοῦμεν
ξυσπουδάζειν περὶ τῆς νίκης.
πᾶς γάρ τις ἐρεῖ νικῶντος ἐμοῦ
770 κἀπὶ τραπέζῃ καὶ ξυμποσίοις·
«φέρε τῷ φαλακρῷ, δὸς τῷ φαλακρῷ
τῶν τρωγαλίων, καὶ μἀφαίρει
γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν
ἀνδρὸς τὸ μέτωπον ἔχοντος».
***
ΚΟΡ. Στο καλό, στο καλό· τώρ᾽ ας δώσουμ᾽ εμείς
στους βοηθούς μας αυτά που κρατούμε,
730 να μην πάει και τα χάσουμε· ξέρετε δα,
στις σκηνές τριγυρίζουνε πάντα
πλήθος κλέφτες, ατσίδες, που πάνε σκυφτοί
κι ό,τι βρούνε τ᾽ αρπάζουν και φεύγουν.
Παιδιά, πάρτε τα, ελάτε· πολλή προσοχή·
στους θεατές εμείς τώρα θα πούμε
όσα κρύβουμε στο νου μας και των λόγων τη σειρά.
Αν, ζυγώνοντας ένας ποιητής κωμικός
στο κοινό, παινευτεί μ᾽ αναπαίστους,
οι φρουροί που την τάξη στο θέατρο κρατούν
πρέπει ευθύς να τον στρώνουν στο ξύλο.
Αλλά, ω Μούσα, του Δία θυγατέρα, σωστό,
δίκιο αν είναι κανείς να τιμήσει
έναν που έγινε ο άριστος στο είδος αυτό
και δοξάστηκε πιότερο απ᾽ όλους,
ο δικός μας ο δάσκαλος λέει πως πολλά
και μεγάλα του αξίζουν εγκώμια.
Πρώτα πρώτα, για κάτι κουρέλια διαρκώς
κάναν οι άλλοι, οι αντίζηλοι, αστεία,
740 κι όλο πόλεμο στήναν στις ψείρες· αυτά
τα σταμάτησε· κι ήταν ο μόνος·
και κατόπι εξευτέλισε, πρώτος αυτός,
και ξετόπισε κάτι Ηρακλήδες,
που ζυμώνανε κι όλο φωνάζαν «πεινώ»,
και κατάργησε εκείνους τους δούλους
που κλαμένους τους βγάζαν διαρκώς στη σκηνή,
που όλο το ᾽σκαγαν κι όλο απατούσαν
κι έτσι επίτηδες τρώγανε ξύλο γερό·
και γιατί; για ένα λόγο και μόνο,
άλλος δούλος να λάβει απ᾽ το ξύλο αφορμή
και τ᾽ αστείο του να πει· να ρωτήσει:
«Το τομάρι σου τί έπαθε, βρε φουκαρά;
στα πλευρά σου μην έπεσε απάνω
καμιά ξύστρα μεγάλη με ζόρι πολύ
και σου ρήμαξε, δόλιε, τις πλάτες;»
Σ᾽ όλ᾽ αυτά τα χοντρά, τα χυδαία χωρατά
και τα πρόστυχα τέρμα έχει βάλει,
και μια τέχνη μεγάλη έχει χτίσει για μας·
και για πύργους τής ύψωσε εκείνος
750 λόγια ωραία και τρανά, δυνατούς στοχασμούς,
μα κι αστεία που δεν είναι τριμμένα·
γυναικούλες ποτέ δεν κορόιδεψε αυτός
κι ανθρωπάκους ασήμαντους, όχι·
με μεγάλη, με ηράκλεια στα στήθια του ορμή
στα θεριά τα τεράστια ριχνόταν,
από απαίσιες βαριές μυρωδιές τομαριών
κι από λάσπες φοβέρας περνώντας.
Στο φριχτό ατσαλοδόντικο εκείνο θεριό
πρώτ᾽ απ᾽ όλα τον πόλεμο στήνω,
στο θεριό που απ᾽ τα μάτια μου μέσα φωτιές
ξεπετιόνταν αδιάντροπης κούρβας,
που σκασμένων κολάκων κεφάλια εκατό
στο κεφάλι του σάλευαν γύρω
σαν κεφάλια φιδιών, που η φωνή του φωνή
ρεματιάς ξεριζώτρας, που φώκιας
είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό
κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
Τέτοιο τέρας αντίκρισα, κι όμως ποτέ
δε φοβήθηκα· πόδι πατάω,
760 για νησιά και για σας στήνω αγώνα σκληρό.
Για όλ᾽ αυτά που προσφέρνω, είναι δίκιο
την αντίχαρη εγώ να προσμένω από σας
κι απ᾽ το νου σας αυτά να μη φεύγουν.
Γιατί κι άλλη φορά, που είχα βγει νικητής,
τις παλαίστρες δεν έφερα βόλτα
τους νεαρούς κυνηγώντας· συμμάζεψα ευθύς
τη σκευή μου και σπίτι μου πήγα·
λίγη λύπη είχα δώσει, μεγάλη χαρά,
και το χρέος μου σωστά το ᾽χα κάμει.
Γι᾽ αυτό πρέπει και τώρα μεγάλοι μικροί
το δικό μου πάρουνε μέρος, αλλά
κι όποιος έχει φαλάκρα, συστήνω σ᾽ αυτόν
να συντρέξει, σ᾽ εμέ το βραβείο να δοθεί.
Σα θα βγω νικητής, όλοι τότε θα λεν
770 σε συμπόσια και δείπνα, παντού:
«Πάρε αυτό, φαλακρέ· να κι αυτό, φαλακρέ·
α, δεν πρέπει να λείψει καμιά λιχουδιά
απ᾽ αυτόν που η φαλάκρα του φέγγει, απ᾽ αυτόν
που του πρώτου μας έχει ποιητή την κουτέλα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου