Νέες έρευνες, δείχνουν ότι η αναμονή της περάτωσης μιας ευχάριστης εμπειρίας είναι ένας αποτελεσματικός – «παράδοξος» – τρόπος για να την απολαύσετε περισσότερο.
Μια τελευταία μπουκιά, ένα τελευταίο κεφάλαιο, μια τελευταία συνάντηση, ένα τελευταίο φιλί – κάθε μέρα, τα καλά πράγματα στη ζωή μας τελειώνουν…
Το τέλος είναι θλιβερό, αλλά εάν συνοδεύεται από κάποιο διαυγές καθαρκτικό αποτέλεσμα, τότε ενισχύει τα οφέλη της κάθε εμπειρίας που τελείωσε. Στις μέρες μας, οι επιστήμονες διερευνούν με ποιο τρόπο το τέλος των εμπειριών μας επηρεάζει την ευημερία μας. Προτείνουν να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα τέλος – σε κάποιο στάδιο της ζωής μας, στο χρόνο που αφιερώνουμε σε ένα μέρος με κάποιους ανθρώπους, σε μια φιλία – και με αυτόν τον τρόπο να εκτιμήσουμε το καθετί περισσότερο πριν το αφήσουμε πίσω μας.
Σε μια μελέτη του 2018 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Positive Psychology, η Kristin Layous και οι συνεργάτες της, συγκέντρωσαν περίπου 140 πρωτοετείς του πανεπιστημίου για ένα παράξενο πείραμα διάρκειας ενός μηνός. Οι μισοί από αυτούς είχαν εκπαιδευτεί να ζήσουν εκείνο το μήνα σαν να ήταν ο τελευταίος τους στην πανεπιστημιούπολη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους καθηγητές, στους συμφοιτητές και στους τόπους που θα χάνονταν όταν έφευγαν. Το άλλο μισό, η ομάδα ελέγχου, απλώς περνούσε τις μέρες του ως συνήθως. Κάθε εβδομάδα, οι μαθητές διηγούνταν πώς είχαν περάσει το χρόνο τους.
Πριν και μετά το πείραμα, όλοι οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σε σχέση με την ευημερία τους: πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τη ζωή τους και πόσα θετικά και αρνητικά συναισθήματα βίωσαν. Αναφέρθηκαν επίσης, πόσο ικανοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις ψυχολογικές ανάγκες τους για αυτονομία, αίσθηση ικανότητας και επικοινωνία, πόσο ελεύθεροι, ικανοί και συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους αισθάνονταν. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η ομάδα που είχε στο μυαλό της ότι θα έφευγε σύντομα δήλωσε ότι ένιωθε περισσότερη ευεξία σε σχέση με την ικανοποίηση των ψυχολογικών αναγκών. Η προοπτική της λήξης του κολλεγίου δεν στεναχωρούσε τους συμμετέχοντες, στην πραγματικότητα έμοιαζε να εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους.
«Η αίσθηση του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να επιδιώξουν να αυξήσουν το αίσθημα της ευημερίας στην καθημερινότητα», γράφει η Layous και οι συνάδελφοί της. «Όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση για να εκτιμήσουν περισσότερο την καθημερινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοντινών τους φίλων, της οικογένειας, των συναδέλφων τους, μπορεί να νιώσουν ότι βρίσκονται ακριβώς εκεί που θέλουν να είναι». Αυτή η μελέτη – μαζί με κάποια προηγούμενη έρευνα – αποτελούν ενδείξεις ότι η σκέψη πως όλα κάποτε τελειώνουν είναι ένας υπολανθάνον τρόπος για ν’ αυξηθεί το αίσθημα της ευτυχίας.
Συνήθως θεωρούμε ότι το τέλος είναι κάτι κακό, αλλά το αντίθετο φαίνεται να είναι αλήθεια, σύμφωνα με τους ερευνητές. Πως, όμως, λειτουργεί αυτή η διαπίστωση;
Παρακάτω θα βρείτε τέσσερεις λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν πως κάτι που τελειώνει μπορεί να κάνει τη ζωή σας καλύτερη:
Το τέλος μας συνδέει περισσότερο με τον παρόντα χρόνο.
Μια εξήγηση για αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, μπορεί να προκύψει από τη «θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας» της Laura Carstensen, η οποία εξετάζει πώς η αίσθηση που έχουμε για το πέρασμα του χρόνου επηρεάζει τους στόχους και τις σχέσεις μας.
Όταν θεωρούμε ότι ο χρόνος εκτείνεται στο άπειρο, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες από τις οποίες θα αποκτήσουμε γνώση: παρακολούθηση σχολείου, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια επένδυση στο μέλλον, η οποία συχνά συνεπάγεται κάποιο βαθμό δυσκολίας και προσπάθεια. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο περιορισμένο – με άλλα λόγια, όταν το τέλος μοιάζει να πλησιάζει – τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες που μας κάνουν να νιώθουμε καλά ή έχουν νόημα στο παρόν, όπως η συναναστροφή με τους πιο κοντινούς μας φίλους ή η κατανάλωση των αγαπημένων μας φαγητών.
«Νέοι ή ηλικιωμένοι, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο ως πεπερασμένο, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην αναζήτηση του νοήματος και ικανοποίησης από τη ζωή και επενδύουν λιγότερους πόρους στη γνώση και την διεύρυνση των οριζόντων τους», εξηγεί η Carstensen.
Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η γνώση ότι όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, να μας οδηγεί προς την κατεύθυνση που θα ενισχύσει το αίσθημα της ευτυχίας μας εδώ και τώρα.
«Το τέλος» μας φέρνει πιο κοντά.
Πώς εκδηλώνεται αυτή η επίδραση; Η μελέτη των τρόπων συμπεριφοράς σε σχέση με πράγματα που φτάνουν στο τέλος φέρνει στην επιφάνεια την προτίμησή μας να θέτουμε ως προτεραιότητα τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, μπορούν να τονώσουν το αίσθημα της ευημερίας μας.
Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν περίπου 400 κατοίκους της Καλιφόρνια και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες ανά ηλικία: νέοι (κατά μέσο όρο 23 ετών), μεσήλικες (μέσος όρος ηλικίας 46 έτη) και ηλικιωμένοι (μέσος όρος ηλικίας 72 έτη). Ρώτησαν τους συμμετέχοντες ποιον θα ήθελαν να συναντήσουν αν είχαν μισή ώρα να διαθέσουν: ένα μέλος της οικογένειας, κάποια πρόσφατη γνωριμία ή το συγγραφέα ενός βιβλίου που είχαν διαβάσει.
Ο χρόνος που περνάμε με την οικογένεια εντάσσεται στην κατηγορία του ευ ζην: μπορεί να μην αφορά σε μια νέα πρόκληση, αλλά (τουλάχιστον σύμφωνα με τις έρευνες) είναι συνήθως σχετικά ευχάριστη εμπειρία. Η συνάντηση με τον γνωστό και τον συγγραφέα, αποτελούν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη και ανήκει στην κατηγορία των δραστηριοτήτων για μάθηση.
Υπό κανονικές συνθήκες, το 65% των νέων αποφάσισαν να περάσουν χρόνο με τον γνωστό ή τον συγγραφέα, ενώ το 65% των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων – με λιγότερες βλέψεις για το μέλλον τους – επέλεξε να περάσει χρόνο με μέλη της οικογένειας τους. Όταν ωστόσο, τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι μετακόμιζαν στην άλλη άκρη της χώρας μέσα σε λίγες εβδομάδες, το 80% των νέων επιλέγει να περάσει χρόνο με ένα μέλος της οικογένειας – ενισχύοντας τη θεωρία της Carstensen, ότι αλλάζουμε τις αποφάσεις μας και θέτουμε άλλους στόχους όταν θεωρούμε ότι μια κατάσταση μπορεί να τερματιστεί. Η εισαγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αλλαγών αναγκάζει τους νεότερους να μιμηθούν τις κοινωνικές επιλογές των μεγαλύτερων, εξηγούν οι ερευνητές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, ενδιαφέρονται κυρίως για τα άμεσα (συναισθηματικά) οφέλη και το κόστος της κάθε αλληλεπίδρασης.
Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ, όπου αυτή η θεωρία είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε εθνικό επίπεδο. Το 1997 το Χονγκ Κονγκ προσαρτήθηκε στην Κίνα. Ήταν το τέλος μιας εποχής, την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά αβέβαιη. Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση, οι νεαροί κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ, που απαντούσαν σε ένα μισάωρο δωρεάν ερωτηματολόγιο, δήλωναν σαφή προτίμηση στη συνάντηση με το συγγραφέα ή το άτομο που είχαν γνωρίσει πρόσφατα όπως και οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην έρευνα. Όμως λίγους μήνες πριν από τη μετάβαση, δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να συναντήσουν ένα μέλος της οικογένειας, συμβαδίζοντας στις απαντήσεις τους με αυτές των νεαρών Καλιφορνέζων που τους είχε ζητηθεί να αντιδράσουν στο σενάριο μιας υποθετικής μετακόμισης. Ένα χρόνο μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, όταν η ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή του «τέλους εποχής», οι νέοι επέστρεψαν στις συνήθεις προτιμήσεις τους.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι ακόμα και αν δεν αφορούν σε προσωπικές μεταβάσεις, κάθε είδους τέλος, ασκεί ψυχολογική επίδραση. Μια ολόκληρη ομάδα μπορεί να βιώσει ένα «τέλος» ταυτόχρονα και οι αξίες και οι συμπεριφορές της να μεταβάλλονται εξαιτίας αυτού ακόμα και αν πρόκειται για τις χαρούμενες και γιορτινές τελευταίες μέρες του χρόνου.
Το τέλος κάθε εμπειρίας βοηθάει να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους στόχους μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Carstensen, η ευτυχία μας στο παρόν έρχεται σε αντίθεση με τις μελλοντικές μας επιδιώξεις, όπως η απόκτηση γνώσης και οι νέες σχέσεις. Αλλά μπορεί επίσης, να έρχεται σε αντίθεση με τις επενδύσεις που κάναμε στο παρελθόν – και εδώ, επίσης, η έρευνα δείχνει ότι η σκέψη ενός φανταστικού επικείμενου «τέλους», θα μας έδινε κάποιες απαντήσεις.
Σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ζητήθηκε από τους νέους να φανταστούν ότι είχαν λίγα χρόνια ζωής, μειώθηκαν οι λανθασμένες αντιλήψεις σε σχέση με τις μελλοντικές τους επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη αντίληψη για το κόστος των επενδύσεων ή των αποφάσεών μας, αφορά στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα το χρόνο ή τα χρήματα που επενδύσαμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ίσως συνεχίζουμε μια σχέση με έναν φίλο που δεν μας ταιριάζει ιδιαίτερα σήμερα επειδή τον γνωρίζουμε πολύ καιρό, ή διστάζουμε να αλλάξουμε σταδιοδρομία επειδή δεν θέλουμε να «ακυρώσουμε» την εκπαίδευσή μας.
Στη μελέτη αυτή, νέοι στους οποίους είχε ζητηθεί να αναλογιστούν το θάνατο ως κάτι επικείμενο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ευτυχία τους στο παρόν και δεν έδιναν σημασία σε πράγματα στα οποία είχαν επενδύσει χρόνο και χρήμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με νέους ανθρώπους των οποίων οι σκέψεις δεν ήταν προσανατολισμένες στο τέλος της ζωής τους. Αναλύοντας μια σειρά σεναρίων, η πρώτη ομάδα ήταν πιο πιθανό να σταματήσει να παρακολουθεί μια κακή ταινία, ακόμη και αν είχε πληρώσει για να τη δει, για παράδειγμα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις σχέσεις στις οποίες είχαν επενδύσει χρόνο.
«Όταν οι χρονικοί ορίζοντες περιορίζονται, οι άνθρωποι παρακινούνται να μεγιστοποιήσουν τις εμπειρίες τους, εδώ και τώρα», εξηγούν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνιας. «Ο χρόνος θεωρείται ως ένας περιορισμένος πόρος που δεν πρέπει να ξοδεύεται σε επιδιώξεις που δεν σας ικανοποιούν».
Στις περιπτώσεις που το «τέλος» παραμονεύει, το μυαλό μας εστιάζει στο παρόν, αγνοώντας περισπασμούς από το παρελθόν και το μέλλον που έχουν μικρή σημασία για την ευτυχία μας στο παρόν.
Το «τέλος» προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και δίνει περισσότερο νόημα στις εμπειρίες.
Το τέλος μπορεί ν’ αφήσει μια γλυκόπικρη – τουλάχιστον – αίσθηση κι έτσι μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της ευτυχίας, αλλά δεν αποτελεί συνταγή ευδαιμονίας.
Πράγματι, σε μια μελέτη του 2008 καταγράφηκε ότι το τέλος επιφέρει μεικτά συναισθήματα. Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες – νέους (κατά μέσο όρο 20 ετών) όσο και μεγαλύτερους ανθρώπους (κατά μέσο όρο 77 ετών) – να φανταστούν ότι βρίσκονται σε μια τοποθεσία που είχε συναισθηματική αξία για αυτούς, όπως το αγαπημένο τους καφέ. Και οι δύο ομάδες ένιωθαν ανάμεικτα συναισθήματα – λιγότερη ευτυχία και περισσότερη θλίψη – όταν φαντάζονταν ότι βρίσκονταν εκεί για τελευταία φορά, σε σύγκριση με το να βρεθούν εκεί όπως συνηθίζουν να κάνουν. Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι φοιτητές ανέφεραν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα όταν τους υπενθύμισαν, ότι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα τους ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο.
Το τέλος φαίνεται να εμπνέει ένα δριμύ ανάμικτο συναίσθημα. Εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είχαμε συνηθίσει, τελείωσε (ή πρόκειται σύντομα να τελειώσει) και είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το τέλος στ’ αλήθεια είναι ακόμα πιο πιθανό από τα σενάρια που σκεφτόμαστε. Τα ανάμεικτα συναισθήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ανοίγουν την πόρτα στο να δώσουμε περισσότερο νόημα στη ζωή μας.
«Ενδεχομένως, επειδή ο χρόνος δεν ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένος για τους συμμετέχοντες μας, να μπορούσαν να αντλήσουν θετικά συναισθήματα από το περιβάλλον τους χωρίς τη δυσκολία ή το άγχος που συνοδεύει κάτι που πρόκειται να τελειώσει στ’ αλήθεια», σημειώνουν η Layous και οι συνεργάτες της για το πείραμα τους που διήρκεσε ένα μήνα.
Κατά μία έννοια, το να φανταζόμαστε το τέλος μιας κατάστασης, μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη και λιγότερα μειονεκτήματα, σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας πραγματικής απώλειας.
«Η σκέψη του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να νιώσουν περισσότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους» καταλήγουν οι Kristin Layous και συνεργάτες.
Μία νοσοκόμα μοιράστηκε τις σκέψεις της για το θάνατο, με βάση τα λεγόμενα ασθενών στο τέλος της ζωής τους: «Ανάμεσά τους είναι η θλίψη τους να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά ώστε να χάνει την επαφή με τους στενούς του φίλους. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό, αισθάνομαι σύγχυση και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν δίνουμε προτεραιότητα στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Γιατί μας καταβάλλει τόσο πολύ το άγχος και η πίεση της καθημερινότητας και δεν είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε;»
Παρόλο που τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία, αυτή η έρευνα προτείνει τουλάχιστον μια πιθανή, λύση: Φανταστείτε πως κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εσάς σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Αντί να σας δυσαρεστήσει, αυτή η άσκηση μπορεί να σας δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσετε καλύτερα το παρόν ώστε να μην έχετε απωθημένα αργότερα.
Μια τελευταία μπουκιά, ένα τελευταίο κεφάλαιο, μια τελευταία συνάντηση, ένα τελευταίο φιλί – κάθε μέρα, τα καλά πράγματα στη ζωή μας τελειώνουν…
Το τέλος είναι θλιβερό, αλλά εάν συνοδεύεται από κάποιο διαυγές καθαρκτικό αποτέλεσμα, τότε ενισχύει τα οφέλη της κάθε εμπειρίας που τελείωσε. Στις μέρες μας, οι επιστήμονες διερευνούν με ποιο τρόπο το τέλος των εμπειριών μας επηρεάζει την ευημερία μας. Προτείνουν να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα τέλος – σε κάποιο στάδιο της ζωής μας, στο χρόνο που αφιερώνουμε σε ένα μέρος με κάποιους ανθρώπους, σε μια φιλία – και με αυτόν τον τρόπο να εκτιμήσουμε το καθετί περισσότερο πριν το αφήσουμε πίσω μας.
Σε μια μελέτη του 2018 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Positive Psychology, η Kristin Layous και οι συνεργάτες της, συγκέντρωσαν περίπου 140 πρωτοετείς του πανεπιστημίου για ένα παράξενο πείραμα διάρκειας ενός μηνός. Οι μισοί από αυτούς είχαν εκπαιδευτεί να ζήσουν εκείνο το μήνα σαν να ήταν ο τελευταίος τους στην πανεπιστημιούπολη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους καθηγητές, στους συμφοιτητές και στους τόπους που θα χάνονταν όταν έφευγαν. Το άλλο μισό, η ομάδα ελέγχου, απλώς περνούσε τις μέρες του ως συνήθως. Κάθε εβδομάδα, οι μαθητές διηγούνταν πώς είχαν περάσει το χρόνο τους.
Πριν και μετά το πείραμα, όλοι οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σε σχέση με την ευημερία τους: πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τη ζωή τους και πόσα θετικά και αρνητικά συναισθήματα βίωσαν. Αναφέρθηκαν επίσης, πόσο ικανοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις ψυχολογικές ανάγκες τους για αυτονομία, αίσθηση ικανότητας και επικοινωνία, πόσο ελεύθεροι, ικανοί και συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους αισθάνονταν. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η ομάδα που είχε στο μυαλό της ότι θα έφευγε σύντομα δήλωσε ότι ένιωθε περισσότερη ευεξία σε σχέση με την ικανοποίηση των ψυχολογικών αναγκών. Η προοπτική της λήξης του κολλεγίου δεν στεναχωρούσε τους συμμετέχοντες, στην πραγματικότητα έμοιαζε να εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους.
«Η αίσθηση του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να επιδιώξουν να αυξήσουν το αίσθημα της ευημερίας στην καθημερινότητα», γράφει η Layous και οι συνάδελφοί της. «Όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση για να εκτιμήσουν περισσότερο την καθημερινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοντινών τους φίλων, της οικογένειας, των συναδέλφων τους, μπορεί να νιώσουν ότι βρίσκονται ακριβώς εκεί που θέλουν να είναι». Αυτή η μελέτη – μαζί με κάποια προηγούμενη έρευνα – αποτελούν ενδείξεις ότι η σκέψη πως όλα κάποτε τελειώνουν είναι ένας υπολανθάνον τρόπος για ν’ αυξηθεί το αίσθημα της ευτυχίας.
Συνήθως θεωρούμε ότι το τέλος είναι κάτι κακό, αλλά το αντίθετο φαίνεται να είναι αλήθεια, σύμφωνα με τους ερευνητές. Πως, όμως, λειτουργεί αυτή η διαπίστωση;
Παρακάτω θα βρείτε τέσσερεις λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν πως κάτι που τελειώνει μπορεί να κάνει τη ζωή σας καλύτερη:
Το τέλος μας συνδέει περισσότερο με τον παρόντα χρόνο.
Μια εξήγηση για αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, μπορεί να προκύψει από τη «θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας» της Laura Carstensen, η οποία εξετάζει πώς η αίσθηση που έχουμε για το πέρασμα του χρόνου επηρεάζει τους στόχους και τις σχέσεις μας.
Όταν θεωρούμε ότι ο χρόνος εκτείνεται στο άπειρο, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες από τις οποίες θα αποκτήσουμε γνώση: παρακολούθηση σχολείου, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια επένδυση στο μέλλον, η οποία συχνά συνεπάγεται κάποιο βαθμό δυσκολίας και προσπάθεια. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο περιορισμένο – με άλλα λόγια, όταν το τέλος μοιάζει να πλησιάζει – τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες που μας κάνουν να νιώθουμε καλά ή έχουν νόημα στο παρόν, όπως η συναναστροφή με τους πιο κοντινούς μας φίλους ή η κατανάλωση των αγαπημένων μας φαγητών.
«Νέοι ή ηλικιωμένοι, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο ως πεπερασμένο, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην αναζήτηση του νοήματος και ικανοποίησης από τη ζωή και επενδύουν λιγότερους πόρους στη γνώση και την διεύρυνση των οριζόντων τους», εξηγεί η Carstensen.
Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η γνώση ότι όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, να μας οδηγεί προς την κατεύθυνση που θα ενισχύσει το αίσθημα της ευτυχίας μας εδώ και τώρα.
«Το τέλος» μας φέρνει πιο κοντά.
Πώς εκδηλώνεται αυτή η επίδραση; Η μελέτη των τρόπων συμπεριφοράς σε σχέση με πράγματα που φτάνουν στο τέλος φέρνει στην επιφάνεια την προτίμησή μας να θέτουμε ως προτεραιότητα τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, μπορούν να τονώσουν το αίσθημα της ευημερίας μας.
Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν περίπου 400 κατοίκους της Καλιφόρνια και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες ανά ηλικία: νέοι (κατά μέσο όρο 23 ετών), μεσήλικες (μέσος όρος ηλικίας 46 έτη) και ηλικιωμένοι (μέσος όρος ηλικίας 72 έτη). Ρώτησαν τους συμμετέχοντες ποιον θα ήθελαν να συναντήσουν αν είχαν μισή ώρα να διαθέσουν: ένα μέλος της οικογένειας, κάποια πρόσφατη γνωριμία ή το συγγραφέα ενός βιβλίου που είχαν διαβάσει.
Ο χρόνος που περνάμε με την οικογένεια εντάσσεται στην κατηγορία του ευ ζην: μπορεί να μην αφορά σε μια νέα πρόκληση, αλλά (τουλάχιστον σύμφωνα με τις έρευνες) είναι συνήθως σχετικά ευχάριστη εμπειρία. Η συνάντηση με τον γνωστό και τον συγγραφέα, αποτελούν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη και ανήκει στην κατηγορία των δραστηριοτήτων για μάθηση.
Υπό κανονικές συνθήκες, το 65% των νέων αποφάσισαν να περάσουν χρόνο με τον γνωστό ή τον συγγραφέα, ενώ το 65% των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων – με λιγότερες βλέψεις για το μέλλον τους – επέλεξε να περάσει χρόνο με μέλη της οικογένειας τους. Όταν ωστόσο, τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι μετακόμιζαν στην άλλη άκρη της χώρας μέσα σε λίγες εβδομάδες, το 80% των νέων επιλέγει να περάσει χρόνο με ένα μέλος της οικογένειας – ενισχύοντας τη θεωρία της Carstensen, ότι αλλάζουμε τις αποφάσεις μας και θέτουμε άλλους στόχους όταν θεωρούμε ότι μια κατάσταση μπορεί να τερματιστεί. Η εισαγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αλλαγών αναγκάζει τους νεότερους να μιμηθούν τις κοινωνικές επιλογές των μεγαλύτερων, εξηγούν οι ερευνητές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, ενδιαφέρονται κυρίως για τα άμεσα (συναισθηματικά) οφέλη και το κόστος της κάθε αλληλεπίδρασης.
Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ, όπου αυτή η θεωρία είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε εθνικό επίπεδο. Το 1997 το Χονγκ Κονγκ προσαρτήθηκε στην Κίνα. Ήταν το τέλος μιας εποχής, την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά αβέβαιη. Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση, οι νεαροί κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ, που απαντούσαν σε ένα μισάωρο δωρεάν ερωτηματολόγιο, δήλωναν σαφή προτίμηση στη συνάντηση με το συγγραφέα ή το άτομο που είχαν γνωρίσει πρόσφατα όπως και οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην έρευνα. Όμως λίγους μήνες πριν από τη μετάβαση, δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να συναντήσουν ένα μέλος της οικογένειας, συμβαδίζοντας στις απαντήσεις τους με αυτές των νεαρών Καλιφορνέζων που τους είχε ζητηθεί να αντιδράσουν στο σενάριο μιας υποθετικής μετακόμισης. Ένα χρόνο μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, όταν η ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή του «τέλους εποχής», οι νέοι επέστρεψαν στις συνήθεις προτιμήσεις τους.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι ακόμα και αν δεν αφορούν σε προσωπικές μεταβάσεις, κάθε είδους τέλος, ασκεί ψυχολογική επίδραση. Μια ολόκληρη ομάδα μπορεί να βιώσει ένα «τέλος» ταυτόχρονα και οι αξίες και οι συμπεριφορές της να μεταβάλλονται εξαιτίας αυτού ακόμα και αν πρόκειται για τις χαρούμενες και γιορτινές τελευταίες μέρες του χρόνου.
Το τέλος κάθε εμπειρίας βοηθάει να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους στόχους μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Carstensen, η ευτυχία μας στο παρόν έρχεται σε αντίθεση με τις μελλοντικές μας επιδιώξεις, όπως η απόκτηση γνώσης και οι νέες σχέσεις. Αλλά μπορεί επίσης, να έρχεται σε αντίθεση με τις επενδύσεις που κάναμε στο παρελθόν – και εδώ, επίσης, η έρευνα δείχνει ότι η σκέψη ενός φανταστικού επικείμενου «τέλους», θα μας έδινε κάποιες απαντήσεις.
Σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ζητήθηκε από τους νέους να φανταστούν ότι είχαν λίγα χρόνια ζωής, μειώθηκαν οι λανθασμένες αντιλήψεις σε σχέση με τις μελλοντικές τους επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη αντίληψη για το κόστος των επενδύσεων ή των αποφάσεών μας, αφορά στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα το χρόνο ή τα χρήματα που επενδύσαμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ίσως συνεχίζουμε μια σχέση με έναν φίλο που δεν μας ταιριάζει ιδιαίτερα σήμερα επειδή τον γνωρίζουμε πολύ καιρό, ή διστάζουμε να αλλάξουμε σταδιοδρομία επειδή δεν θέλουμε να «ακυρώσουμε» την εκπαίδευσή μας.
Στη μελέτη αυτή, νέοι στους οποίους είχε ζητηθεί να αναλογιστούν το θάνατο ως κάτι επικείμενο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ευτυχία τους στο παρόν και δεν έδιναν σημασία σε πράγματα στα οποία είχαν επενδύσει χρόνο και χρήμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με νέους ανθρώπους των οποίων οι σκέψεις δεν ήταν προσανατολισμένες στο τέλος της ζωής τους. Αναλύοντας μια σειρά σεναρίων, η πρώτη ομάδα ήταν πιο πιθανό να σταματήσει να παρακολουθεί μια κακή ταινία, ακόμη και αν είχε πληρώσει για να τη δει, για παράδειγμα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις σχέσεις στις οποίες είχαν επενδύσει χρόνο.
«Όταν οι χρονικοί ορίζοντες περιορίζονται, οι άνθρωποι παρακινούνται να μεγιστοποιήσουν τις εμπειρίες τους, εδώ και τώρα», εξηγούν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνιας. «Ο χρόνος θεωρείται ως ένας περιορισμένος πόρος που δεν πρέπει να ξοδεύεται σε επιδιώξεις που δεν σας ικανοποιούν».
Στις περιπτώσεις που το «τέλος» παραμονεύει, το μυαλό μας εστιάζει στο παρόν, αγνοώντας περισπασμούς από το παρελθόν και το μέλλον που έχουν μικρή σημασία για την ευτυχία μας στο παρόν.
Το «τέλος» προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και δίνει περισσότερο νόημα στις εμπειρίες.
Το τέλος μπορεί ν’ αφήσει μια γλυκόπικρη – τουλάχιστον – αίσθηση κι έτσι μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της ευτυχίας, αλλά δεν αποτελεί συνταγή ευδαιμονίας.
Πράγματι, σε μια μελέτη του 2008 καταγράφηκε ότι το τέλος επιφέρει μεικτά συναισθήματα. Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες – νέους (κατά μέσο όρο 20 ετών) όσο και μεγαλύτερους ανθρώπους (κατά μέσο όρο 77 ετών) – να φανταστούν ότι βρίσκονται σε μια τοποθεσία που είχε συναισθηματική αξία για αυτούς, όπως το αγαπημένο τους καφέ. Και οι δύο ομάδες ένιωθαν ανάμεικτα συναισθήματα – λιγότερη ευτυχία και περισσότερη θλίψη – όταν φαντάζονταν ότι βρίσκονταν εκεί για τελευταία φορά, σε σύγκριση με το να βρεθούν εκεί όπως συνηθίζουν να κάνουν. Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι φοιτητές ανέφεραν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα όταν τους υπενθύμισαν, ότι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα τους ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο.
Το τέλος φαίνεται να εμπνέει ένα δριμύ ανάμικτο συναίσθημα. Εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είχαμε συνηθίσει, τελείωσε (ή πρόκειται σύντομα να τελειώσει) και είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το τέλος στ’ αλήθεια είναι ακόμα πιο πιθανό από τα σενάρια που σκεφτόμαστε. Τα ανάμεικτα συναισθήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ανοίγουν την πόρτα στο να δώσουμε περισσότερο νόημα στη ζωή μας.
«Ενδεχομένως, επειδή ο χρόνος δεν ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένος για τους συμμετέχοντες μας, να μπορούσαν να αντλήσουν θετικά συναισθήματα από το περιβάλλον τους χωρίς τη δυσκολία ή το άγχος που συνοδεύει κάτι που πρόκειται να τελειώσει στ’ αλήθεια», σημειώνουν η Layous και οι συνεργάτες της για το πείραμα τους που διήρκεσε ένα μήνα.
Κατά μία έννοια, το να φανταζόμαστε το τέλος μιας κατάστασης, μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη και λιγότερα μειονεκτήματα, σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας πραγματικής απώλειας.
«Η σκέψη του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να νιώσουν περισσότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους» καταλήγουν οι Kristin Layous και συνεργάτες.
Μία νοσοκόμα μοιράστηκε τις σκέψεις της για το θάνατο, με βάση τα λεγόμενα ασθενών στο τέλος της ζωής τους: «Ανάμεσά τους είναι η θλίψη τους να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά ώστε να χάνει την επαφή με τους στενούς του φίλους. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό, αισθάνομαι σύγχυση και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν δίνουμε προτεραιότητα στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Γιατί μας καταβάλλει τόσο πολύ το άγχος και η πίεση της καθημερινότητας και δεν είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε;»
Παρόλο που τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία, αυτή η έρευνα προτείνει τουλάχιστον μια πιθανή, λύση: Φανταστείτε πως κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εσάς σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Αντί να σας δυσαρεστήσει, αυτή η άσκηση μπορεί να σας δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσετε καλύτερα το παρόν ώστε να μην έχετε απωθημένα αργότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου