Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Ο αναθεωρητής Θουκυδίδης

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΗΣ; ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ αναθεωρητής ο Θουκυδίδης εφόσον φαίνεται να είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ποιες απόψεις υπήρχαν ήδη ώστε να τις αναθεωρήσει; Κατά μία έννοια, όλοι οι ιστορικοί είναι αναθεωρητές, αφού ο καθένας τους προσπαθεί να συμβάλει σε μια αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αναθεωρητής, πάντως, γενικά εννοούμε κάτι ριζικότερο: ένας συγ­γραφέας ο οποίος προσπαθεί να αλλάξει τη γνώμη του αναγνώστη κατά τα μέγιστα, προτείνοντας μια ολοκληρωτικά νέα ερμηνεία, η οποία επανεξετάζει εκ βάθρων τον καθιερωμένο τρόπο θεώρησης ενός ζητήματος.
 
Με δεδομένο ότι ο Θουκυδίδης πίστευε στην πρακτι­κή σημασία της ιστορίας, θα περίμενε κανείς να είναι πρό­θυμος να διορθώσει κάθε λάθος που βρήκε σχετικά με τα γεγονότα και την ερμηνεία τους. Αλλά το κριτικό του πνεύμα τον οδήγησε να δει πέρα από τις απλές, τεκμη­ριωμένες λεπτομέρειες. Χρησιμοποιεί στοιχεία από τον Όμηρο, για παράδειγμα, για να δείξει ότι έφταιγε η πενία των Ελλήνων και όχι η ανδρεία των Τρώων για τη μεγάλη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας. Από ό, τι φαίνεται, είναι ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη πως ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν μία και μόνη σύγκρου­ση, και όχι αλληλουχία ξεχωριστών πολεμικών συρρά­ξεων. Σε αυτό και στα επόμενα κεφάλαια θα συζητηθούν πολλές άλλες, μεγαλύτερες και πιο αμφιλεγόμενες ανα­θεωρητικές απόψεις του.
 
Αν δεχτούμε ότι ο Θουκυδίδης διέθετε το ένστικτο του αναθεωρητή, άραγε τι υπήρχε ήδη προκειμένου αυτό να αναθεωρηθεί; Η απάντηση είναι: οι απόψεις των συγ­χρόνων του οι οποίες δεν είχαν ακόμη πλήρως διαμορφω­θεί ούτε ήταν καταγεγραμμένες. Στην εποχή μας, είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε ανάλογες απόψεις. Ορισμένοι από εμάς τις θυμόμαστε ακόμη από άμεση εμπειρία, και, σε κάθε περίπτωση, οι σύγχρονοι αναθεωρητές έρχονται αντιμέτωποι με τις αντίθετες απόψεις και επιχειρηματο­λογούν εναντίον τους. Η μέθοδος του Θουκυδίδη διαφέ­ρει. Δεν διαφωνεί με κανέναν ονομαστικά και δεν πα­ρουσιάζει στερεότυπες εναλλακτικές απόψεις, ούτε καν διαψεύδει, αλλά δίνει στον αναγνώστη μόνο τα γεγονότα και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά τα οποία κρίνει απαραίτητα μετά από προσεκτική έρευνα και σκέ­ψη. Αυτή του η προσέγγιση υπήρξε τόσο επιτυχής, ώστε για περισσότερα από δύο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια λί­γοι αναγνώστες γνώριζαν πως υπήρχε και άλλη οπτική γωνία. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του Θου­κυδίδη και άλλων αρχαίων πηγών δείχνει ότι υπήρχαν διαφορετικές απόψεις στην εποχή του και ότι η Ιστορία του αποτελεί ισχυρή και αποτελεσματική επιχειρηματο­λογία εναντίον τους. Ανακτώντας αυτές τις λησμονημέ­νες και άγνωστες απόψεις της εποχής και συγκρίνοντάς τες με τις ερμηνείες του Θουκυδίδη φωτίζονται με τρόπο ενδιαφέροντα η σκέψη του και η σημασία του έργου του.
 
Το μέγεθος του Πολέμου
 
Η Ιστορία ξεκινά ως εξής: «Ο Αθηναίος Θουκυδίδης έγρα­ψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους. Άρχισε να γράφει  μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, επειδή προέβλεψε ότι θα είναι ο μεγαλύτερος και ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους» (1.1.1). Αυτός ο τελευταίος ισχυ­ρισμός τουλάχιστον θα είχε προξενήσει κάποια έκπληξη στους συγχρόνους του. Θα αναλογίστηκαν αμέσως τον Τρωικό Πόλεμο, που τον είχε υμνήσει ο Όμηρος στα έπη του, τα οποία οι Έλληνες -και ο ίδιος ο Θουκυδίδης- θεω­ρούσαν κατά βάση ιστορικά έργα, και θα αναρωτήθηκαν αν οποιοσδήποτε άλλος πόλεμος μπορούσε να συγκριθεί με αυτό τον τιτάνιο αγώνα θεών και ηρώων. Μπορεί και να σκέφτηκαν τους μεγάλους Περσικούς Πολέμους, όταν ο τεράστιος στρατός και το ναυτικό της πελώριας Περσι­κής Αυτοκρατορίας επιτέθηκαν στις ελληνικές πόλεις· κα­τέλαβαν μεγάλο μέρος της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Αττικής· και απείλησαν να την κατακτή­σουν ολόκληρη, υποδουλώνοντας τον πληθυσμό της και πνίγοντας τον λαμπρό πολιτισμό της στο ίδιο του το λίκνο.
 
Προκειμένου να απαντήσει εκ των προτέρων σε τέ­τοιου είδους αντιρρήσεις, ο Θουκυδίδης υπερασπίστηκε και επέκτεινε τον τολμηρό ισχυρισμό του, υποστηρίζο­ντας ότι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο «οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην ακμή της δύναμής τους, ήσαν καλά ετοιμα­σμένοι, και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοι­μοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου. Η ανατα­ραχή αυτή συγκλόνισε τους Έλληνες και μερικούς από τους βαρβάρους και, μπορεί κανείς να πει, ολόκληρο σχε­δόν τον κόσμο» (1.1.1). Αυτή η περιγραφή, που υπαινίσ­σεται μια σχετική αδυναμία των αντιμαχόμενων πλευρών σε προηγούμενους πολέμους, απαιτεί απόδειξη. Ο Θου­κυδίδης παραδέχεται ότι με το πέρασμα του χρόνου ήταν αδύνατο γι’ αυτόν να αντιληφθεί με βεβαιότητα τη φύση αυτών των συγκρούσεων, αλλά η προσεκτικότατη έρευ- νά του τον έπεισε ότι «ούτε πόλεμοι ούτε άλλα γεγονό­τα είχαν πάρει τόσο μεγάλη έκταση» (1.1.2).
 
Οι ενότητες 2-21 του Πρώτου Βιβλίου της Ιστορίας αναφέρονται στο ιστορικό της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας από τους παλαιότατους χρόνους μέχρι το ση­μείο που οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, η Σπάρτη και η Αθή­να, είχαν αποκτήσει ανάλογη δύναμη. Στόχος είναι η υπο­στήριξη του καινοφανούς ισχυρισμού του Θουκυδίδη ότι αυτός ο πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση που είχε γίνει ποτέ. Προσεγγίζει το θέμα με εξαιρετικά εξεζητη­μένο τρόπο, συνάγοντας λογικά συμπεράσματα από υλι­κό που υπήρχε και χρησιμοποιώντας την κριτική ανάλυ­ση των πληροφοριών που παρέχονται από τους ποιητές, ιδιαίτερα από τα έπη του Ομήρου. Αξιοποιεί τα στοιχεία που ανακύπτουν για να προωθήσει μια νέα, εντελώς ορθο­λογική, θεωρία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυ­ξης του Ελληνικού κόσμου.
 
Στα παλαιότερα χρόνια, οι άνθρωποι δεν είχαν μόνιμη κατοικία και μετανάστευαν διαρκώς. Δεν υπήρχε πλεό­νασμα αγροτικών προϊόντων ούτε εμπόριο. Δεν φυτεύο­νταν οπωροφόρα δέντρα, γιατί οι οικισμοί ήταν ατείχι­στοι, και πολύ φτωχοί και αδύναμοι για να αντισταθούν στους επιδρομείς που θα ήθελαν να αρπάξουν τη σοδειά τους. Εφόσον έπρεπε να είναι πάντα έτοιμοι να μετακινη­θούν, σε περίπτωση επίθεσης, προς άλλους τόπους, οι πό­λεις τους δεν ήταν ούτε μεγάλες ούτε πλούσιες. Τα πιο γόνιμα και ελκυστικά εδάφη δέχονταν επίσης επιδρομές, και, επιπλέον, την καλλιέργειά τους την εμπόδιζαν οι εσω­τερικές διαμάχες. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του, ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της Αθήνας - ένας τόπος ο οποίος είχε αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και τις εισβολές ξένων λόγω του σχετικά φτωχού εδάφους του -, «και την κατοικούσαν από πάντα οι ίδιοι άνθρω­ποι». Χάρη σε αυτό τον παράγοντα ο πληθυσμός μπόρε­σε να αυξηθεί, ενώ άλλους λαούς τούς εμπόδιζαν οι με­ταναστεύσεις να πολλαπλασιαστούν. Από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε εκεί μια σταθερά εδραιωμένη κοινότητα η οποία προσείλκυσε τους επιφανέστερους πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μετά από κάποιο χρόνο, η Αθήνα δεν μπορούσε να χωρέσει τον ταχύτατα αυξανό­μενο πληθυσμό της και άρχισε να ιδρύει αποικίες στην Ιωνία, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου (1.2).
 
Μια επιπλέον απόδειξη για τη σχετική έλλειψη ισχύος σε παλαιότερες εποχές αποτελεί το γεγονός ότι, στην επο­χή του Ομήρου, δεν υπήρχε ακόμη ένα συλλογικό όνομα για όλους τους Έλληνες - και την Ελλάδα -, γι’ αυτό στα ποιήματά του δεν χρησιμοποιεί τον όρο βάρβαροί για να διακρίνει άλλους λαούς από τους Έλληνες. Μέχρι να απο­κτήσουν οι Έλληνες ικανότητα ναυσιπλοΐας, δεν ήταν δυνατόν να αναλάβουν κανένα σημαντικό εγχείρημα από κοι­νού, και μόνο αφού την απέκτησαν μπόρεσαν να ξεκινή­σουν τον Τρωικό Πόλεμο (1.3). Αυτή η στιγμή άργησε πο­λύ, γιατί καμία πολιτεία δεν είχε τον πλούτο ούτε τη δύ­ναμη να καταστείλει την πειρατεία, που ήταν πολύ διαδε­δομένη στη θάλασσα, ή τις λεηλασίες και την ανασφάλεια στη στεριά. Πράγματι, η απουσία τειχισμένων οικισμών και η γενική αίσθηση ανασφάλειας καθιστούσαν απαραί­τητη για τους Έλληνες την οπλοφορία όπου κι αν πήγαι­ναν, και ζούσαν ακριβώς όπως οι βάρβαροι. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι, εξαιτίας αυτών των κινδύνων, οι παλαιότεροι ελληνικοί οικισμοί είχαν χτιστεί σε κάποια απόστα­ση από τη θάλασσα προκειμένου να αποφεύγονται οι πει­ρατικές επιδρομές, ενώ, σε όσους ίδρυσαν αργότερα, «όταν η ναυσιπλοΐα έγινε ασφαλέστερη και άρχισαν να αποτα­μιεύουν χρήματα, χτίστηκαν τειχισμένες [πόλεις], στα πα­ράλια και στους ισθμούς, τόσο για να είναι σε κατάλληλη τοποθεσία για το εμπόριο όσο και για να είναι ισχυρότερες από τους γείτονές τους» (1.7). Ήδη ο Θουκυδίδης υπο­δεικνύει ορισμένα στοιχεία-κλειδιά απαραίτητα για τον πολιτισμό, το μεγαλείο και τη στρατιωτική ισχύ: πλού­τος, τειχισμένες πόλεις, και ναυτική δύναμη.
 
Δεχόμενος ότι η ελληνική παράδοση βασίζεται στην πραγματικότητα, αναφέρει τον βασιλιά Μίνωα της Κρή­της ως τον πρώτο που απέκτησε ναυτικό, το οποίο χρησι­μοποίησε για να καταστείλει την πειρατεία όσο καλύτερα μπορούσε, «ώστε να του περιέρχωνται ασφαλέστερα τα ει­σοδήματα των νησιών» (1.4). Ενώ ο Μίνως, με αυτό τον τρόπο, βοήθησε να δημιουργηθούν πιο ασφαλείς συνθήκες που επέτρεψαν στους Έλληνες να αναλάβουν κοινή στρα­τιωτική δράση με τη μορφή του Τρωικού Πολέμου, ακόμη και αυτή η περίφημη σύγκρουση δεν σήμαινε πάρα πολ­λά. Ηγέτης της ήταν ο Αγαμέμνων, βασιλιάς της οχυρω­μένης πόλεως των Μυκηνών, πρωτεύουσας της Αργολί­δας. Η παράδοση αποδίδει την ανάληψη από αυτόν της αρχηγίας της εκστρατείας στο γεγονός ότι ήταν αδελφός του Μενελάου, συζύγου της Ωραίας Ελένης, η οποία το είχε σκάσει στην Τροία με τον γοητευτικό Πάρι. Ο πατέ­ρας της Ελένης, ο Τυνδάρεως, έλεγε η αφήγηση, είχε βά­λει όλους τους επίδοξους μνηστήρες της να ορκιστούν ότι θα προστάτευαν τα γαμήλια δικαιώματα του άνδρα που εκείνη θα επέλεγε. Χωρίς να αρνείται την ιστορικότητα των γεγονότων που περιγράφει, ο Θουκυδίδης απορρίπτει τους όρκους ως πραγματική αιτία για την αρχηγία του Αγαμέμνονα. Αναθεωρώντας τον μύθο με χαρακτηριστικό τρόπο, συμπεραίνει ότι οι Έλληνες αρχηγοί δέχτηκαν να τους διοικεί ο Αγαμέμνων, επειδή «ήταν ισχυρότερος από τους άλλους ηγεμόνες» της εποχής (1.9.1). Τη θέση του στην κορυφή την είχε κληρονομήσει, μαζί με μια μεγάλη περιουσία, από τον πρόγονό του τον Πέλοπα. Αυτός την έφερε από την Ασία και έγινε κυβερνήτης ολόκληρης της Πελοποννήσου, στην οποία έδωσε και το όνομά του. Ο πλούτος και η εξουσία του αυξήθηκαν στον καιρό του γιου του Ατρέα, ο οποίος τα μεταβίβασε στον γιο του, τον Αγαμέμνονα. Με αυτό το κληροδότημα, ο Αγαμέμνων μπό­ρεσε να χτίσει τον μεγαλύτερο στόλο από όλους, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να διοικεί όλους τους άλ­λους ηγεμόνες εναντίον της Τροίας, οι οποίοι «τον ακο­λούθησαν μάλλον από φόβο παρά από προθυμία» (1.9.3).
 
Κάνοντας προσεκτικούς υπολογισμούς από τον κατά­λογο των πλοίων της Ιλιάδας και αξιοποιώντας άλλες λε­πτομέρειες του ομηρικού έπους, ο Θουκυδίδης υπερασπίζεται την περιγραφή του μεγέθους της ελληνικής εκ­στρατείας από τον ποιητή, και ισχυρίζεται ότι ήταν «η με­γαλύτερη από όσες είχαν γίνει» (1.10.3). Συγχρόνως προ­βάλλει το επιχείρημα ότι, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς τους (πιθανόν υπερβολικούς) αριθμούς του Ομήρου, η στρα­τιωτική αυτή δύναμη ήταν μικρή συγκρινόμενη με εκεί­νες της εποχής του Θουκυδίδη. Αν υπολογίσουμε τον αριθ­μό των ανδρών οι οποίοι επέβαιναν στα πλοία για την Τροία βασιζόμενοι στον μέσο όρο πληρωμάτων που αναφέρονται στον κατάλογο του Ομήρου, «η πανελλήνια αυ­τή εκστρατεία δεν φαίνεται να ήταν πολυάριθμη» (1.10.5).
 
Το γεγονός ότι η εκστρατεία δεν ήταν ισχυρή δεν οφείλεται κυρίως σε ανεπάρκεια ανδρών, αλλά μάλλον σε έλ­λειψη κεφαλαίων. Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι υπήρχαν πολλοί διαθέσιμοι άνδρες για να οργανωθεί ένα μεγαλύ­τερο εκστρατευτικό σώμα, αλλά όχι και αρκετά εφόδια προκειμένου να συντηρηθούν, πράγμα που υποχρέωσε τους Έλληνες να πάρουν μαζί μόνον όσους μπορούσαν να τρα­φούν από τα εδάφη γύρω από την Τροία. Αυτές οι δυνά­μεις έπρεπε να διασκορπιστούν, να καλλιεργήσουν και να λεηλατήσουν τα περίχωρα, διευκολύνοντας τους Τρώες να αντέξουν για δέκα χρόνια. «Η έλλειψη χρημάτων εξηγεί το ότι, τα προ των Τρωικών δεν ήσαν σπουδαία γεγονό­τα. Αλλά και τα Τρωικά, αν και φημίστηκαν πολύ περισ­σότερο από οτιδήποτε προηγούμενο, αποδείχνεται ότι ήσαν κατώτερα από την φήμη και την παράδοση που, χά­ρη στους ποιητές, έχει σήμερα επικρατήσει» (1.11.2). Ο Θουκυδίδης ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον μεγάλο πόλεμο της εποχής του - χρήματα και ισχυρό ναυτικό- ήταν σημαντικά επίσης και για τον μεγάλο πόλεμο στη μακρινή Εποχή του Χαλκού.
 
Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, μας πληροφορεί ο Θουκυ­δίδης, δεν εμφανίστηκε καμία άξια λόγου δραστηριότητα. Οι διαμάχες εντός των πόλεων οδήγησαν τους ηττημένους στην εξορία, όπου ορισμένοι ίδρυσαν νέες πόλεις, και οι εκ νέου μεταναστεύσεις έγιναν αιτία για περαιτέρω διάλυση. Μόνο μετά από πολλά χρόνια ηρέμησαν τα πράγματα και η Ελλάδα έγινε αρκετά ασφαλής, με απο­τέλεσμα να αυξηθεί ο πληθυσμός της και να ιδρυθούν αποικίες μέχρι και στη Μικρά Ασία, προς τα ανατολικά, και στην Ιταλία και τη Σικελία, ακόμη και στη Γαλλία και την Ισπανία, προς τα δυτικά. Η επακόλουθη αύξηση του πλούτου και της δύναμης ευνόησε την εμφάνιση τυ­ραννικών καθεστώτων σε πολλές πόλεις, τα οποία φαί­νεται πως αποτέλεσαν και τις πρώτες σημαντικές ναυτι­κές δυνάμεις μετά από αυτή του Μίνωα της Κρήτης. Οι Κορίνθιοι κατείχαν στρατηγική θέση στον ισθμό τους, που τους επέτρεπε να επωφελούνται από το εμπόριο μέ­σω ξηράς και θαλάσσης, και χρησιμοποιούσαν τα έσοδά τους για να ναυπηγήσουν στόλο, να απωθήσουν τους πει­ρατές, και να γίνουν ακόμη πιο πλούσιοι και ισχυροί. Χω­ρίς να κατονομάζει τον Κύψελο, τον ιδρυτή της κορινθια­κής δυναστείας τυράννων, ή κάποιον από τους διαδόχους του, ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται πως, από ό,τι φαίνεται, οι Κορίνθιοι υπήρξαν οι πρώτοι που «οργάνωσαν το ναυτι­κό τους κατά τρόπο περίπου όμοιο με τον σημερινό», και στην Κόρινθο κατασκευάστηκαν οι πρώτες τριήρεις (1.13.2). Οι τριήρεις έγιναν τα χαρακτηριστικά ελληνι­κά πολεμικά πλοία, αήττητα επί αιώνες από κάθε άλλη ναυτική δύναμη, αλλά και τα σκάφη που προτιμήθηκαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
 
Και άλλες ελληνικές πόλεις ανέπτυξαν επίσης σημα­ντική ναυτική δύναμη. Ο Πολυκράτης, ο τύραννος της Σάμου, απέκτησε τόσο μεγάλη δύναμη στη θάλασσα, ώστε κατέλαβε και άλλα νησιά του Αιγαίου και δημιούρ­γησε αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν θαλασσοκρατορία, μια ναυτική αυτοκρατορία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει επίσης τη Φώκαια, μια ιωνική πόλη που ίδρυσε αποικία στη μακρινή Μασσαλία, και νίκησε την ισχυρή Καρχηδόνα σε ναυμαχία όταν προκλήθηκε.
 
Όλες αυτές οι περιπτώσεις ενισχύουν την υπόθεση του Θουκυδίδη ότι το μέγεθος των πολέμων εξαρτάται από τον πλούτο και τη ναυτική δύναμη, και, ενώ περιγράφει την ανάπτυξή τους κατά τους αιώνες που ακολούθησαν μετά τον Τρωικό Πόλεμο, καθιστά επίσης σαφές ότι κα­μία από αυτές τις νέες δυνάμεις της αρχαϊκής περιόδου της ελληνικής ιστορίας δεν διέθετε πραγματική υπεροχή. Μιλά για «τους ισχυρότερους στόλους» (1.14.1) αυτής της περιόδου, αλλά αυτοί χρησιμοποιούσαν μόνο λίγες τριήρεις. Αρχικά οι στόλοι αυτοί αποτελούνταν από πεντηκοντόρους, πλοία με πενήντα κουπιά, και από μακριές λέμ­βους, εννοώντας πολεμικά και όχι εμπορικά πλοία- και οι δύο αυτοί τύποι σύντομα ξεπεράστηκαν και ήταν πλέον οικτρά κατώτεροι από τις τριήρεις, οι οποίες τους διαδέ­χτηκαν. Πριν από την περσική εισβολή στην Ελλάδα, μό­νο κάποιοι Σικελοί τύραννοι και οι Κερκυραίοι στο Ιόνιο πέλαγος είχαν αποκτήσει σημαντικό αριθμό τριήρεων. Ο περίφημος και παρατεταμένος ναυτικός πόλεμος μεταξύ Αθήνας και Αίγινας δεν αποτέλεσε εξαίρεση: οι στόλοι οι οποίοι ενεπλάκησαν στη σύγκρουση αποτελούνταν κυρίως από πεντηκοντόρους. Οι Αθηναίοι δημιούργησαν στόλο από τριήρεις με τον οποίο κέρδισαν τη ναυμαχία της Σα­λαμίνας μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα από τη μεγάλη σύ­γκρουση με τους Πέρσες, αλλά και αυτά τα πλοία δεν εί­χαν ακόμη κατάστρωμα σε όλο τους το μήκος (1.14.3).
 
Η κατάσταση στην ξηρά ήταν περίπου ίδια με αυτή στη θάλασσα. Οι πόλεμοι αποτελούσαν μικρής έκτασης συγκρούσεις μεταξύ γειτόνων για συνοριακές διαμάχες. Δεν γίνονταν κατακτητικές εκστρατείες μακριά από την πατρίδα. Δεν είχε εμφανιστεί ούτε μία δύναμη ικανή να εξουσιάζει μια αυτοκρατορία ή, ακόμη, και να ηγείται ενός συνασπισμού πόλεων. Το πρώτο παράδειγμα σύρραξης όπου ενεπλάκησαν πολλές πόλεις υπήρξε ο πόλεμος για το Ληλάντιο Πεδίο, την πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ των κύριων αντιπάλων πόλεων, της Χαλκίδας και της Ερέ­τριας στην Εύβοια. Αν και δεν χρονολογείται με βεβαιό­τητα, φαίνεται να τερματίζεται περίπου το 700, αφού κάποιες σημαντικές πόλεις προσέτρεξαν σε βοήθεια και των δύο πλευρών, σίγουρα όμως δεν κατατάσσεται στους με­γάλους πολέμους.
 
Με βάση τους οικονομικούς πόρους και τη δύναμή τους, ίσως έπρεπε να περιμένουμε από τους τυράννους να αναλάβουν μεγάλη στρατιωτική δράση, αλλά κανείς τους δεν το έκανε. Στο σύνολό τους υπήρξαν συντηρητικοί κυ­βερνήτες, και τους απασχολούσε κυρίως η προσωπική και οικογενειακή τους ασφάλεια και ευημερία. Όταν ανα­λάμβαναν κάποια αξιοσημείωτη δράση, επρόκειτο πάντα για απάντηση ενός από αυτούς στις προκλήσεις κάποιου γείτονά του. «Έτσι, και για διαφόρους λόγους, η Ελλά­δα, για πολύν καιρό, δεν ήταν σε θέση ν’ αναλάβη καμιά αξιόλογη κοινή δράση και οι ελληνικές πολιτείες, η κα­θεμιά τους χωριστά, ήσαν άτολμες» (1.17).
 
Έπειτα, λέει ο Θουκυδίδης, ήρθαν οι Σπαρτιάτες. Ξεπερνώντας μια μακρά πρώιμη περίοδο εσωτερικών συ­γκρούσεων, υιοθέτησαν ένα ευνοϊκότερο πολίτευμα και ήταν πάντα απαλλαγμένοι από τυράννους. Αυτός ο έξοχος και εξαιρετικά σταθερός τρόπος ζωής και διακυβέρνησης διήρκεσε περισσότερο από τετρακόσια χρόνια, υπολογί­ζοντας προς τα πίσω από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (404). Χάρη σε αυτό το πολίτευμα «κατόρθωσαν να είναι ισχυροί και να επεμβαίνουν και στις άλλες πολι­τείες» (1.18.1). Τέλος, κατόρθωσαν να καταλύσουν τυ­ραννικά καθεστώτα σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η συνο­πτική περιγραφή του Θουκυδίδη για την ανάπτυξη της Σπάρτης είναι ιδιαίτερα απλή και υπερβάλλει ως προς τον ρόλο της για την κατάλυση της τυραννίδας στην Ελλάδα. Οι τυραννίδες αναπτύχθηκαν και κατέρρευσαν στο Άργος, στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, και στην Κόρινθο και τα Μέγαρα, πολύ κοντά της, χωρίς καμία τεκμηριωμένη σπαρτιατική επέμβαση. Αναμφίβολα, η περιώνυμη αντι­παλότητα της Σπάρτης με τους τυράννους την εποχή του Θουκυδίδη και ο κρίσιμος ρόλος της στην ανατροπή της δυναστείας των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα το 510 επη­ρέασαν την εκτίμησή του, αλλά αυτό το απόσπασμα του προσφέρει επίσης το σημείο εκκίνησης για να ερμηνεύσει την κατάκτηση της ηγεμονίας στην Πελοπόννησο από τη Σπάρτη και την ανάδειξή της ως μία από τις κυρίαρχες δυνάμεις του επικείμενου μεγάλου πολέμου.
 
Η Σπάρτη βρισκόταν ήδη σε αυτή τη θέση όταν έγινε η περσική εισβολή το 480. Ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει ότι οι Πέρσες «εξεστράτευσαν με τεράστια προετοιμα­σία» εναντίον της Ελλάδας για να την υποδουλώσουν, ότι η άμυνα των Ελλήνων ήταν μια κοινή προσπάθεια, ότι οι Σπαρτιάτες ανέλαβαν την ηγεσία των πόλεων που επέλεξαν να αντισταθούν, και ότι οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και, «να μπουν, με τα υπάρχοντά τους, στα καράβια τους, εμπιστευόμενοι στο ναυτικό τους» (1.18.2). Ο Περσικός Πόλεμος, λέει, «ήταν το μεγαλύτερο γεγονός» πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- παρ’ όλα αυτά, όμως, τερματίστηκε γρήγορα «με δύο ναυμαχίες και δύο μάχες» (1.23.1). Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, αντίθετα, είχε μεγάλη διάρ­κεια, και ποτέ πριν δεν είχαν συμβεί τόσες πολλές συμ­φορές σε ανάλογο χρονικό διάστημα.
 
Ποτέ άλλοτε δεν κυριεύτηκαν και δεν καταστράφηκαν τόσες πολιτείες είτε από βαρβάρους είτε από Έλληνες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Σε πολλές, μάλιστα, πο­λιτείες, αφού καταστράφηκαν, εγκαταστάθηκε καινούρ­γιος πληθυσμός. Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες εξορίες και δεν σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, είτε στον πόλεμο είτε σ’ εμφυλίους σπαραγμούς. Εκτός απ’ αυτό πολλά από τα όσα αναφέρονται σε παλιές διηγήσεις, τα οποία όμως σπάνια επαληθεύονταν, έγιναν πιστευτά. Γιατί έγιναν πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημο­νευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες ση­μειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λιμούς και τέλος η φοβερή επιδημία, που προξένησε μεγάλες βλά­βες και καταστροφή. Όλα αυτά έγιναν κατά την διάρ­κεια του πολέμου. (1.23.1-3)
 
Με αυτά τα δραματικά λόγια ο Θουκυδίδης κλείνει τη μακρά, αφηγηματική επιχειρηματολογία του με την οποία αντικρούει την κοινή γνώμη και αιτιολογεί τον ισχυρισμό του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη αναταραχή που συγκλόνισε τους Έλληνες και «ο σπου­δαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους». Αλλά προκειμένου να πείσει τους ακροατές ή τους αναγνώστες του απαιτείται κάτι περισσότερο: χρειάζεται να αποδείξει ότι συχνά η κοινή γνώμη είναι λανθασμένη, και ότι πρέ­πει να δοθεί μεγαλύτερη πίστη στη δική του αναφορά.
 
Μετά τη σύντομη περιγραφή της ανάπτυξης της Σπάρ­της και της Αθήνας από την εποχή του Περσικού Πολέ­μου παρατηρεί: «Αυτά είναι τα όσα μπόρεσα να εξακρι­βώσω για τα αρχαιότερα χρόνια. Είναι δύσκολο, όμως, να δώσει κανείς πίστη σ’ όλες τις πληροφορίες, γιατί οι άν­θρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για την δική τους πα­τρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελ­θόν» (1.20.1). Φέρνει ως παράδειγμα το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, στην πλειονότητά τους, εξακολουθούσαν να πι­στεύουν πως ο Ίππαρχος ήταν τύραννος όταν δολοφονήθηκε από τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Δεν γνώριζαν ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που βρισκόταν στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα τους, του Πεισίστρατου, ήταν ο Ιππίας, ο μεγαλύτερος αδελ­φός του, ούτε είχαν σωστή πληροφόρηση για άλλες λε­πτομέρειες του φόνου. Αλλά οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν είναι οι μόνοι παραπλανημένοι. «Υπάρχουν πολλά άλ­λα πράγματα, και σύγχρονα ακόμα, που δεν τα έχει θο­λώσει ο χρόνος, για τα οποία και οι άλλοι Έλληνες έχουν λανθασμένη ιδέα» (1.20.3). Πίστευαν, για παράδειγμα, ότι οι Σπαρτιάτες βασιλείς είχαν διπλή ψήφο, και όχι μία, και ότι υπήρχε κάτι στον σπαρτιατικό στρατό που το αποκαλούσαν λόχο Πιτανάτη, ενώ ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέ­τοιο. Σίγουρα, πρόκειται για ασήμαντες λεπτομέρειες, όμως, στην πραγματικότητα, ο στόχος του Θουκυδίδη εδώ δεν είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Ηρό­δοτος, ο πατέρας της Ιστορίας. «Τέτοια είναι η αδιαφο­ρία των πολλών, που δεν κοπιάζουν να εξακριβώσουν την αλήθεια, αλλά προτιμούν τα έτοιμα σχήματα» (1.20.3).
 
Όχι, όμως, και ο Θουκυδίδης. Ο αναγνώστης του δεν θα κάνει λάθος αν δεχτεί τις ερμηνείες του, γιατί η περι­γραφή του είναι ανώτερη από αυτή των ποιητών, οι οποίοι υπερβάλλουν και εξωραΐζουν το θέμα τους, ή των αφηγη­τών, οι οποίοι είχαν σκοπό να ευχαριστήσουν το κοινό στις δημόσιες απαγγελίες μάλλον παρά να μεταφέρουν την αλήθεια. «Δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν τα γεγονότα αυτά που είναι τόσο παλιά, ώστε βρίσκονται στην περιοχή του μύθου» (1.21.1). Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος, από τη φύ­ση του, όσο βρίσκεται σε εξέλιξη ένας πόλεμος, τον θεω­ρεί τον σπουδαιότερο στην Ιστορία, όταν όμως τελειώσει τον θαμπώνουν περισσότερο οι παλαιότερες συγκρούσεις. Επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό του, πάντως, διαβεβαιώνει τους αναγνώστες του ότι, κρίνοντας τα ίδια τα γεγονό­τα, θα δουν ότι αυτός ο πόλεμος «ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους προηγούμενους» (1.21.2).
 
Για να στηρίξει την άποψή του, ο Θουκυδίδης τώρα ξε­κινά να περιγράφει τις μεθόδους που χρησιμοποίησε στη συγγραφή της Ιστορίας του. Διαχωρίζει το έργο του σε δύο μέρη: στη μεταφορά των αγορεύσεων (λόγοι) και στην περιγραφή των «γεγονότων (έργα) του πολέμου» (1.22.1-2). Από αυτά τα αποσπάσματα γίνεται σαφές ότι ο Θουκυδίδης δηλώνει πως καταβάλλει επιμελή και απαι­τητική προσπάθεια ώστε να είναι ακριβής στην έρευνά του για την αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, και είναι δύσκολο για τον προσεκτικό μελετητή της Ιστορίας να τον αμφισβητήσει.
 
Αλλά γιατί μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει με τόση σα­φήνεια και επιμονή τη μέθοδό του, τη στιγμή που κανείς άλλος ιστορικός της αρχαιότητας δεν έχει κάνει το ίδιο; Η εξήγηση βρίσκεται στον ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο τον οποίο διατυπώνει στη συνέχεια: προορίζει το έργο του να γίνει «αιώνιο κτήμα» με σκοπό να φανεί χρήσιμο σε «όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια». Για να μπορέσει να πετύχει τον στόχο του, η περιγραφή του πρέπει να είναι σχολαστική και σωστή, αφού κάθε λάθος στα γεγονότα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη κατανόηση, η οποία θα παραπλανούσε τον εξειδικευμένο αναγνώστη που χρησιμοποιεί το έργο του προκειμένου να πάρει σωστές αποφάσεις. Δεδομένης της θέσης της, επιπλέον, αυτή η μοναδική περιγραφή των με­θόδων του παρέχει στον Θουκυδίδη το ύστατο επιχείρημα που του επιτρέπει να υποστηρίξει την εκτίμησή του ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτελεί εξέχον ιστορικό γε­γονός.
 
Αλλά τι ακριβώς συνέβη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο; Ενώ κατά πάσα πιθανότητα ο Θουκυδίδης είναι ο πρώτος που ορίζει τα γεγονότα τα οποία εκτυλίχθηκαν από την άνοιξη του 431 μέχρι την άνοιξη του 404 ως αυτά που αποτέλεσαν έναν ξεχωριστό πόλεμο -τον πόλεμο μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων-, ο τρόπος με τον οποίο τα ερ­μηνεύει δεν είναι καν ο μοναδικός. Νωρίτερα, οι δύο πλευ­ρές είχαν πάρει μέρος σε αυτό που οι σύγχρονοι μελετη­τές αποκαλούν Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο περίπου μεταξύ του 460 και του 445, και ορισμένοι τον θεωρούν ως την πραγματικά πρώτη ενέργεια του μακροχρόνιου πολέ­μου που επεκτάθηκε σχεδόν μέχρι το τέλος του αιώνα. Από την άλλη, κάποιοι συγγραφείς σύγχρονοι του Θουκυ­δίδη, και στα χρόνια που ακολούθησαν, αντιμετώπισαν τα διάφορα πολεμικά επεισόδια μεταξύ του 431 και του 404 ως ανεξάρτητους πολέμους. Στο κείμενο που ονομάστη­κε δεύτερη εισαγωγή, αφού αναφέρει τη συνθήκη που έβα­λε τέλος στην πρώτη φάση του πολέμου το 421, ο Θου­κυδίδης δίνει επιχειρήματα υπέρ του ενιαίου χαρακτήρα του πολέμου, καθώς και την άποψή του για την έκτασή του με τόσο καυστικό και εμφαντικό τρόπο, ώστε αναιρεί κάθε αμφιβολία ότι πρόκειται για αναθεώρηση των όσων πίστευε η κοινή γνώμη της εποχής.
 
Ο ίδιος Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε και την ιστορία των γεγονότων αυτών, όπως συνέβησαν διαδοχικά, κατά χειμώνα και καλοκαίρι, μέχρι της στιγμής που οι Λακε­δαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Αθηναίους και κυρίεψαν τα Μακρά Τείχη και τον Πειραιά. Η συ­νολική διάρκεια του πολέμου ήταν είκοσι επτά χρόνια. Θα ήταν σφάλμα να μην περιλάβει κανείς στον πόλεμο και την περίοδο της ανακωχής. (5.26.1-2)
 
Όπως είχε κάνει νωρίτερα για να υποστηρίξει την άπο­ψή του περί του διαμετρήματος του πολέμου, ο Θουκυδί­δης υπερασπίζεται την ερμηνεία του βασιζόμενος σε όσα γεγονότα θεωρεί ότι σχετίζονται με αυτόν. Πώς μπορεί κάποιος να θεωρεί γνήσια την ειρήνη όταν κανένα από τα μερη που συμφώνησαν την ανακωχή δεν εκτέλεσε τους εδαφικούς όρους, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι στη διάρκεια της υποτιθέμενης Νικίειου Ειρήνης σημειώθηκαν εχθροπραξίες μεταξύ των δύο πλευρών στη Μαντίνεια και την Επίδαυρο; Ή όταν οι σύμμαχοι των Πελοποννησίων στη Θράκη παρέμεναν ανοιχτά εχθρικοί προς τους Αθηναίους, και οι Βοιωτοί αρνούνταν να δεχτούν την ειρήνη αλλά συμφωνούσαν μόνο για ανακωχές που τις ανα­νέωναν κάθε δέκα ημέρες; Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι: 
 
«αν προσθέση κανείς στα δέκα πρώτα χρόνια του πολέ­μου την περίοδο της αμφίβολης ανακωχής και τον πόλε­μο που τη διαδέχτηκε, θα βρει ακριβώς όσα χρόνια ανάφερα και μερικές μέρες, αν υπολογίζει το χρονικό διάστη­μα με βάση την φυσική διαίρεση του χρόνου» (5.26.3).
 
Και εδώ, επίσης, έχοντας παρουσιάσει μια νέα και προ­κλητική ερμηνεία, αισθάνεται την ανάγκη να επιχειρη­ματολογήσει για την αξιοπιστία της:
 
Τον έζησα ολόκληρο [τον πόλεμο] και σε ηλικία που μου επέτρεπε να έχω ήρεμη κρίση και να παρακολουθώ τα γεγονότα με προσοχή, ώστε να μαθαίνω τα πράγματα με ακρίβεια. Μετά την στρατηγία μου στην Αμφίπολη, εξο­ρίστηκα είκοσι χρόνια από την πατρίδα μου, σχετίστηκα με τις δύο παρατάξεις, ιδίως με τους Πελοποννησίους, κ’ έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω με ηρεμία τα γεγονό­τα. (5.25.5)
 
Αυτές οι αναθεωρήσεις ήταν σημαντικές για τον Θου­κυδίδη, και τις υποστήριξε σθεναρά. Καμία, ωστόσο, δεν ήταν τόσο αμφιλεγόμενη όσο κάποιες άλλες που θα δού­με στη συνέχεια· δεν απαιτούν λιγότερο σθένος αλλά πο­λύ περισσότερη ευστροφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου