Τα όρια. Ας δούμε τη σημασία, αν και σ’ αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να πω τις σημασίες, γιατί υπάρχουν τουλάχιστον δύο. Η πρώτη έχει να κάνει με την ιδέα του σαφούς καθορισμού ενός πεδίου, ενός τομέα, ενός συνόρου που χωρίζει μια ιδιωτική περιοχή από τις υπόλοιπες. Η δεύτερη σημασία συνδέεται με την έννοια της γειτνίασης, ως συνώνυμο του “συνόρου”. Το να θέτεις όρια είναι, τρόπον τινά, το άθροισμα αυτών των δύο εννοιών: ένας συνδυασμός της απόφασης να ορίσω πρώτα έναν δικό μου χώρο, κι από κει κι έπειτα να καθορίσω τη σχέση μου με τους άλλους.
Η έννοια αυτή μας οδηγεί στη σκέψη ότι τα όρια είναι μάλλον αναγκαία για να αισθανθούμε ότι αξίζουμε κι ότι μας σέβονται. Πρέπει να θέσω τα όρια του χώρου που καταλαμβάνω. Πρέπει να προασπίσω το γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη που είναι ιδιωτικά (το δωμάτιό μου, η ντουλάπα μου, το συρτάρι μου στο τραπέζι εργασίας, η αλληλογραφία μου, οι τσέπες μου), κι ότι υπάρχουν άλλα μέρη, αφηρημένα, που μου ανήκουν αποκλειστικά (η ζωή μου, η προσωπική μου ιστορία, τα συναισθήματά μου, η σχέση μου με την οικογένειά μου, η ιδεολογία μου, τα σχέδιά μου, η πίστη μου). Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο άλλος μπορεί, σε σχέση με την απόφασή μου, να υιοθετήσει ορισμένες στάσεις. Μπορεί να πει τη γνώμη του, να ρωτήσει, να διαφωνήσει, να αμφισβητήσει, μέχρι και να εναντιωθεί, αλλά είναι δική μου ευθύνη να του δώσω να καταλάβει ότι θα μπορέσει να μπει σ’ αυτούς τους χώρους μόνο όταν εγώ το εγκρίνω, μέχρι εκεί που εγώ θέλω και με τον τρόπο που εγώ επιτρέπω. Άλλωστε, γι’ αυτό τους αποκαλώ “χώρους μου”.»
«Εμένα μου φαίνεται πως αυτό ισχύει για τις κοινές σχέσεις, όχι όμως και για τους ανθρώπους που αγαπάμε.»
«Μπορώ να καταλάβω γιατί το λες αυτό, είμαι όμως σίγουρος ότι δεν είναι έτσι. Το να ξέρω να βάζω όρια είναι κάτι που αποκτά σημασία ακριβώς με τα πρόσωπα που αγαπάμε, και ιδιαίτερα μ’ εκείνους με τους οποίους συζούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί, ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι με τους οποίους δεν σχετίζομαι ούτε καν σκέφτονται να παραβιάσουν τους χώρους μου. Αντιθέτως, αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά μου και μ’ αγαπάνε, αυτοί είναι που μπορεί να φτάσουν στην παραβίαση, —άλλοτε χωρίς να το καταλαβαίνουν και άλλοτε έχοντας πλήρη συνείδηση του τι κάνουν—, πεπεισμένοι πως το κάνουν “για το καλό μου”.
«Δεν καταλαβαίνω. Τότε, κατά τη γνώμη σου, αν ο σύντροφός μου, που θέλει μ’ όλη του την ψυχή να με βοηθήσει, μου δώσει τη συμβουλή του χωρίς εγώ να τη θέλω ή χωρίς να περιμένει να του τη ζητήσω, η αντίδρασή μου θα πρέπει να είναι να του βάλω τις φωνές λέγοντάς του: Άκου να σου πω, κοίτα τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι, δεν σου ζήτησε κανείς τη γνώμη σου!”.»
«Ξεκινάς από ένα ενδιαφέρον σύνολο προκαταλήψεων. Αφενός δεν χρειάζεται να γίνεις επιθετική για να θέσεις ένα όριο. Δεν είναι ανάγκη να φωνάξεις ούτε να θυμώσεις. Επιπλέον, μπορείς να είσαι πολύ τρυφερή, κι ευγενική ακόμη, και να πεις για παράδειγμα: “Σ’ ευχαριστώ, αναγνωρίζω κι εκτιμώ την πρόθεσή σου, η αλήθεια όμως είναι ότι για την ώρα δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα…” Αφετέρου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σου, όταν μου διευκρινίζεις αυτό που είπες για τον σύντροφό σου “που θέλει μ όλη του την ψυχή να σε βοηθήσει”, μοιάζει να υπαινίσσεσαι ότι, αν το κίνητρό τους είναι ευγενές όσοι είναι κοντά στην ψυχή σου μπορούν να πατάνε πάνω στη ζωή σου σαν να ήταν διάδρομος. Εγώ δεν πιστεύω πως είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, δε μοιάζει να είναι και καμιά φοβερή παραβίαση να σου δώσει κάποιος τη γνώμη του για ένα προσωπικό ζήτημα, αν το κάνει με σεβασμό στη δική σου θέση.
«Εκείνοι που θέτουν σκληρά όρια, αντιδρούν έτσι γιατί δεν ξέρουν να το κάνουν με τρυφερότητα. Ανέχονται, ανέχονται κι ανέχονται… ώσπου έρχεται μια μέρα που δεν αντέχουν άλλο, εξοργίζονται, κάνουν την έκρηξη και θέλουν να τα διαλύσουν όλα. Μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά, όμως, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δείξουν πως δεν ξέρουν να οριοθετήσουν το χώρο τους, αλλά ούτε και μπορούν να ζήσουν έξω από έναν οριοθετημένο χώρο.
Αυτός που φωνάζει και χτυπιέται τη στιγμή που προσπαθεί να θέσει τα όριά του, στην ουσία αμφιβάλλει για το κατά πόσο έχει το δικαίωμα να θέτει όρια. Κι αν λέει αυτά που θέλει φωνάζοντας, το κάνει για να δει αν μπορεί —με κάποιον τρόπο— να πείσει τους άλλους για κάτι που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος.
Βλέπεις ότι όλα αυτά σχετίζονται με τον αυτοσεβασμό, καθώς τότε μόνο (αν διαθέτουμε αυτοσεβασμό) μπορούμε και να εμπνεύσουμε σεβασμό στις σχέσεις μας με τον περίγυρο, και ειδικά σ’ εκείνους που μας αγαπάνε περισσότερο.
Η έννοια αυτή μας οδηγεί στη σκέψη ότι τα όρια είναι μάλλον αναγκαία για να αισθανθούμε ότι αξίζουμε κι ότι μας σέβονται. Πρέπει να θέσω τα όρια του χώρου που καταλαμβάνω. Πρέπει να προασπίσω το γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη που είναι ιδιωτικά (το δωμάτιό μου, η ντουλάπα μου, το συρτάρι μου στο τραπέζι εργασίας, η αλληλογραφία μου, οι τσέπες μου), κι ότι υπάρχουν άλλα μέρη, αφηρημένα, που μου ανήκουν αποκλειστικά (η ζωή μου, η προσωπική μου ιστορία, τα συναισθήματά μου, η σχέση μου με την οικογένειά μου, η ιδεολογία μου, τα σχέδιά μου, η πίστη μου). Είναι οι χώροι μου και μπορώ να τους μοιραστώ, αλλά μόνο με όποιον και όποτε θέλω.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο άλλος μπορεί, σε σχέση με την απόφασή μου, να υιοθετήσει ορισμένες στάσεις. Μπορεί να πει τη γνώμη του, να ρωτήσει, να διαφωνήσει, να αμφισβητήσει, μέχρι και να εναντιωθεί, αλλά είναι δική μου ευθύνη να του δώσω να καταλάβει ότι θα μπορέσει να μπει σ’ αυτούς τους χώρους μόνο όταν εγώ το εγκρίνω, μέχρι εκεί που εγώ θέλω και με τον τρόπο που εγώ επιτρέπω. Άλλωστε, γι’ αυτό τους αποκαλώ “χώρους μου”.»
«Εμένα μου φαίνεται πως αυτό ισχύει για τις κοινές σχέσεις, όχι όμως και για τους ανθρώπους που αγαπάμε.»
«Μπορώ να καταλάβω γιατί το λες αυτό, είμαι όμως σίγουρος ότι δεν είναι έτσι. Το να ξέρω να βάζω όρια είναι κάτι που αποκτά σημασία ακριβώς με τα πρόσωπα που αγαπάμε, και ιδιαίτερα μ’ εκείνους με τους οποίους συζούμε. Αυτό συμβαίνει γιατί, ως επί το πλείστον, οι άνθρωποι με τους οποίους δεν σχετίζομαι ούτε καν σκέφτονται να παραβιάσουν τους χώρους μου. Αντιθέτως, αυτοί που βρίσκονται πιο κοντά μου και μ’ αγαπάνε, αυτοί είναι που μπορεί να φτάσουν στην παραβίαση, —άλλοτε χωρίς να το καταλαβαίνουν και άλλοτε έχοντας πλήρη συνείδηση του τι κάνουν—, πεπεισμένοι πως το κάνουν “για το καλό μου”.
«Δεν καταλαβαίνω. Τότε, κατά τη γνώμη σου, αν ο σύντροφός μου, που θέλει μ’ όλη του την ψυχή να με βοηθήσει, μου δώσει τη συμβουλή του χωρίς εγώ να τη θέλω ή χωρίς να περιμένει να του τη ζητήσω, η αντίδρασή μου θα πρέπει να είναι να του βάλω τις φωνές λέγοντάς του: Άκου να σου πω, κοίτα τη δουλειά σου και μην ανακατεύεσαι, δεν σου ζήτησε κανείς τη γνώμη σου!”.»
«Ξεκινάς από ένα ενδιαφέρον σύνολο προκαταλήψεων. Αφενός δεν χρειάζεται να γίνεις επιθετική για να θέσεις ένα όριο. Δεν είναι ανάγκη να φωνάξεις ούτε να θυμώσεις. Επιπλέον, μπορείς να είσαι πολύ τρυφερή, κι ευγενική ακόμη, και να πεις για παράδειγμα: “Σ’ ευχαριστώ, αναγνωρίζω κι εκτιμώ την πρόθεσή σου, η αλήθεια όμως είναι ότι για την ώρα δεν θα ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα…” Αφετέρου, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σου, όταν μου διευκρινίζεις αυτό που είπες για τον σύντροφό σου “που θέλει μ όλη του την ψυχή να σε βοηθήσει”, μοιάζει να υπαινίσσεσαι ότι, αν το κίνητρό τους είναι ευγενές όσοι είναι κοντά στην ψυχή σου μπορούν να πατάνε πάνω στη ζωή σου σαν να ήταν διάδρομος. Εγώ δεν πιστεύω πως είναι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, δε μοιάζει να είναι και καμιά φοβερή παραβίαση να σου δώσει κάποιος τη γνώμη του για ένα προσωπικό ζήτημα, αν το κάνει με σεβασμό στη δική σου θέση.
«Εκείνοι που θέτουν σκληρά όρια, αντιδρούν έτσι γιατί δεν ξέρουν να το κάνουν με τρυφερότητα. Ανέχονται, ανέχονται κι ανέχονται… ώσπου έρχεται μια μέρα που δεν αντέχουν άλλο, εξοργίζονται, κάνουν την έκρηξη και θέλουν να τα διαλύσουν όλα. Μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά, όμως, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να δείξουν πως δεν ξέρουν να οριοθετήσουν το χώρο τους, αλλά ούτε και μπορούν να ζήσουν έξω από έναν οριοθετημένο χώρο.
Αυτός που φωνάζει και χτυπιέται τη στιγμή που προσπαθεί να θέσει τα όριά του, στην ουσία αμφιβάλλει για το κατά πόσο έχει το δικαίωμα να θέτει όρια. Κι αν λέει αυτά που θέλει φωνάζοντας, το κάνει για να δει αν μπορεί —με κάποιον τρόπο— να πείσει τους άλλους για κάτι που δεν πιστεύει ούτε ο ίδιος.
Βλέπεις ότι όλα αυτά σχετίζονται με τον αυτοσεβασμό, καθώς τότε μόνο (αν διαθέτουμε αυτοσεβασμό) μπορούμε και να εμπνεύσουμε σεβασμό στις σχέσεις μας με τον περίγυρο, και ειδικά σ’ εκείνους που μας αγαπάνε περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου