Η σχετικότητα έδωσε την ατελή μορφή των σχέσεων, αφήνοντας τον άνθρωπο ακάλυπτο, ανικανοποίητο και πολλές φορές στιγματισμένο, άλλοτε από την ενοχή κι άλλοτε από τραύματα. Είναι γνωστό ότι η λογοτεχνία αντλεί τα θέματά της από το δράμα της ανθρώπινης υπάρξεως, που απορρέει από την αρνητική επέμβαση του άλλου, τη μοναξιά, το αδιέξοδο και το υπαρξιακό κενό.
Η επισήμανση αυτή, εύλογα μας ωθεί στο ερώτημα: ποια είναι η αιτία και ποιο το νόημα του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία;
Η αναζήτηση του νοήματος είναι απαραίτητη και σ’ αυτήν βοηθάει ο φιλοσοφικός στοχασμός. Η περιπέτεια της ανθρώπινης υπάρξεως μέσα στη σχετικότητα μήπως αφορά μια διαδικασία προετοιμασίας ώστε κάποτε η ύπαρξη, που δεν καλύπτεται από τη σχετικότητα, να εκφραστεί με τρόπο απόλυτο;
Το βίωμα που προέρχεται από τη δοκιμασία και την οδύνη είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για την μύηση στη Γνώση. Έτσι, δεχόμεθα το παρελθόν με την προϋπόθεση ότι επεξεργάστηκε την ύπαρξή μας. Για να φτάσει κανείς να κατανοήσει, πόσο ατελείς ήταν οι σχέσεις που προηγήθηκαν, θα πρέπει να κάνει μία αναδρομή, διατρέχοντας το παρελθόν.
Διέρχονταν ο άνθρωπος, πολλά υποσχόμενος, από τη ζωή ενός άλλου και η συνέχεια έδινε την τραγική εικόνα του οδοστρωτήρα ο οποίος πέρασε και συνέτριψε την ψυχή και τη ζωή αυτού που τον εμπιστεύθηκε. Κανείς δεν δέχεται τον απόλυτα κακό, τον απορρίπτει απ’ την αρχή. Σε άλλη περίπτωση υπόσχονταν κανείς την αιώνια φιλία κι αυτή εξαφανίζονταν στις πρώτες δυσκολίες και τα εμπόδια που προέκυπταν.
Οι γονείς που διατείνονται ότι τα παιδιά τους είναι ό,τι σημαντικότερο γι’ αυτούς ωστόσο ποτέ δεν τα πλησίασαν σαν αυτόνομες προσωπικότητες, σαν ξεχωριστές ψυχές. Το μόνο ελαφρυντικό είναι ότι όλοι διαπράττουν αυτά τα αδικήματα υπό το καθεστώς της άγνοιας. Μετέδιδαν το κακό που υπέστησαν, το μεταβίβαζαν ανεπίγνωτα κι έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο διαιωνίζονταν το κακό που επικαλύπτονταν από τη σχετικότητα.
Οι σχέσεις που δεν έφθασαν στην πραγματική επικοινωνία, η αγάπη που μας διέψευσε γιατί δεν ήταν αληθινή, η φιλία που δεν ήταν φιλία, γιατί δεν είχε κι αυτή διάρκεια, το σχετικό ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο, όλες αυτές οι προσεγγίσεις του ενός προς τον άλλον, διαπνέονταν από τη σχετικότητα. Δεν έφθασαν ποτέ στην καθαρότητα της απόλυτης μορφής τους. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος κατέχονταν από τις ανάγκες του και το άγνωστο υποσυνείδητό του.
Ο καθένας θέλει απόλυτα ν’ αγαπηθεί, ζητάει το απόλυτο της κατανόησης και της αποδοχής του. Θέλει την καθαρότητα των συναισθημάτων, την ανιδιοτέλεια μέσα στις σχέσεις, θέλει τη φιλία και τον έρωτα στην ιδανική του μορφή, δεν σκέπτεται, όμως, αν είναι έτοιμος ο ίδιος να τα προσφέρει.
Η Ψυχή μόνον δίνει την εξιδανικευμένη μορφή των σχέσεων. Αυτή κάνει την αγάπη να είναι αληθινή και ανιδιοτελής, τον έρωτα ιδανικό, τη φιλία στην πλήρη της μορφή. Αντίθετα, το εγώ περιορίζεται στις ανάγκες και δεν προχωρεί στην έκφραση αυτών των δυνατοτήτων.
Το κέρδος που επέφερε η εξέλιξη, είναι ότι συντόμευσε τον χρόνο, μέσα στον οποίο εκτιμά κανείς πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν μπορούμε να πούμε, τώρα, πλέον, ότι είναι σχετικά δίκαιος ή σχετικά αφιλοκερδής ένας άνθρωπος ή σχετικά έντιμος. Κάποτε μπορούσε κάποιος να καλυφθεί, τώρα όχι.
Το απόλυτο γίνεται καθοριστική ανάγκη στους ανθρώπους που αναζητούν πάντα την αλήθεια, καθώς μένουν ανυποχώρητοι και οι ίδιοι στην προσπάθειά τους να βιώσουν τη ζωή με τρόπο αυθεντικό. Είναι αυτοί οι λίγοι, το άλας της γης που είναι έτοιμοι να παραδώσουν τη σκυτάλη στους επερχομένους. Είναι αυτοί που παρέμειναν παιδιά και βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους τον άλλον σαν αδελφό.
Η υλιστική κοσμοθεωρία είναι φανερό ότι δόμησε σε σαθρά θεμέλια τα πάντα. Κρατήθηκε, εκ των πραγμάτων, κάποια σχετική συνύπαρξη από τα κατά συνθήκη ψεύδη. Σχέσεις εξάρτησης διατηρήθηκαν, άλλοτε μέσα στην ευδαιμονική ζωή κι άλλοτε μέσα στην τύρβη της βιοπάλης, ωστόσο το υπαρξιακό κενό παραμένει ακάλυπτο και ο άνθρωπος μόνος ως αγνοών και αγνοούμενος.
Οι παγιωμένες απόψεις, οι απολιθωμένες αντιλήψεις, τώρα καταρρέουν, παρουσιάζοντας τραγικά την αλήθεια. Είναι μύθος να λέμε ότι αγαπούμε. Όταν απουσιάζει η ψυχή απουσιάζει και η αγάπη, σ’ όλες ανεξαιρέτως τις σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο είναι έκδηλη και η αποτυχία τους. Πολλές φορές νομίζει ο άνθρωπος ότι αγαπά, ενώ αντιμετωπίζει τον άλλον ως ιδιοκτησία κι όχι ως αυτονομούμενη ύπαρξη.
Είναι αναγκαία και η απόλυτη μορφή της φιλανθρωπίας για να πείσει, τελικά, και να μην είναι υποκριτική. Η απόλυτη μορφή της φιλανθρωπίας, αφορά μια ουσιαστική προσέγγιση στο πρόβλημα του άλλου, προϋποθέτει αυταπάρνηση και ανιδιοτελή αυτοπροσφορά και ασκείται με κάθε τρόπο, μυστικά και προσωπικά, χωρίς να προσδοκά ανταλλάγματα. Επωμίζεται ο άνθρωπος το πρόβλημα του συνανθρώπου του σαν να ήταν δικό του.
Η αίσθηση της μοναξιάς ή και της αδικίας, εκπαιδεύουν ώστε να εισχωρήσει κανείς στην λεπτομέρεια που αφορά την ποιότητα των σχέσεων. Όποιος εξακολουθεί να παραμένει ανήσυχος για την υπαρξιακή του ζωή, τη διεκδικεί, τότε θ’ αναζητήσει την καθαρότητα σ’ όλα τα αισθήματα, θα είναι έτοιμος να τα προσφέρει και να τα δεχθεί. Η αναζήτηση της αλήθειας και η πραγμάτωση της ύπαρξης γίνεται, πάντα, διαμέσου του άλλου κι όταν ο άλλος δεν υπάρχει, τότε αυτό το κενό δεν μπορεί να το διασκεδάσει κανείς με υποκατάστατα.
Ο υπαρξιακός άνθρωπος είναι ανέστιος στον κόσμο αυτόν, εάν δεν βιώνει την πραγματική σχέση.
Στη σχετικότητα δεν μπορεί πλέον να μείνει ο άνθρωπος. Η ζωή είναι κίνηση, ροή συνεχής, συνεπώς τίποτε δεν μπορεί να μείνει στάσιμο, ούτε το καλό, ούτε το κακό. Ήδη, άρχισε να γίνεται ορατή η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων. Οδηγούμεθα στο απόλυτο που είναι οπωσδήποτε η κατάληξη της υπαρξιακής αξίας, που συνιστά την άχρονη υπόσταση της συνειδήσεως και της ψυχής.
Η επισήμανση αυτή, εύλογα μας ωθεί στο ερώτημα: ποια είναι η αιτία και ποιο το νόημα του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία;
Η αναζήτηση του νοήματος είναι απαραίτητη και σ’ αυτήν βοηθάει ο φιλοσοφικός στοχασμός. Η περιπέτεια της ανθρώπινης υπάρξεως μέσα στη σχετικότητα μήπως αφορά μια διαδικασία προετοιμασίας ώστε κάποτε η ύπαρξη, που δεν καλύπτεται από τη σχετικότητα, να εκφραστεί με τρόπο απόλυτο;
Το βίωμα που προέρχεται από τη δοκιμασία και την οδύνη είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για την μύηση στη Γνώση. Έτσι, δεχόμεθα το παρελθόν με την προϋπόθεση ότι επεξεργάστηκε την ύπαρξή μας. Για να φτάσει κανείς να κατανοήσει, πόσο ατελείς ήταν οι σχέσεις που προηγήθηκαν, θα πρέπει να κάνει μία αναδρομή, διατρέχοντας το παρελθόν.
Διέρχονταν ο άνθρωπος, πολλά υποσχόμενος, από τη ζωή ενός άλλου και η συνέχεια έδινε την τραγική εικόνα του οδοστρωτήρα ο οποίος πέρασε και συνέτριψε την ψυχή και τη ζωή αυτού που τον εμπιστεύθηκε. Κανείς δεν δέχεται τον απόλυτα κακό, τον απορρίπτει απ’ την αρχή. Σε άλλη περίπτωση υπόσχονταν κανείς την αιώνια φιλία κι αυτή εξαφανίζονταν στις πρώτες δυσκολίες και τα εμπόδια που προέκυπταν.
Οι γονείς που διατείνονται ότι τα παιδιά τους είναι ό,τι σημαντικότερο γι’ αυτούς ωστόσο ποτέ δεν τα πλησίασαν σαν αυτόνομες προσωπικότητες, σαν ξεχωριστές ψυχές. Το μόνο ελαφρυντικό είναι ότι όλοι διαπράττουν αυτά τα αδικήματα υπό το καθεστώς της άγνοιας. Μετέδιδαν το κακό που υπέστησαν, το μεταβίβαζαν ανεπίγνωτα κι έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο διαιωνίζονταν το κακό που επικαλύπτονταν από τη σχετικότητα.
Οι σχέσεις που δεν έφθασαν στην πραγματική επικοινωνία, η αγάπη που μας διέψευσε γιατί δεν ήταν αληθινή, η φιλία που δεν ήταν φιλία, γιατί δεν είχε κι αυτή διάρκεια, το σχετικό ενδιαφέρον προς τον συνάνθρωπο, όλες αυτές οι προσεγγίσεις του ενός προς τον άλλον, διαπνέονταν από τη σχετικότητα. Δεν έφθασαν ποτέ στην καθαρότητα της απόλυτης μορφής τους. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος κατέχονταν από τις ανάγκες του και το άγνωστο υποσυνείδητό του.
Ο καθένας θέλει απόλυτα ν’ αγαπηθεί, ζητάει το απόλυτο της κατανόησης και της αποδοχής του. Θέλει την καθαρότητα των συναισθημάτων, την ανιδιοτέλεια μέσα στις σχέσεις, θέλει τη φιλία και τον έρωτα στην ιδανική του μορφή, δεν σκέπτεται, όμως, αν είναι έτοιμος ο ίδιος να τα προσφέρει.
Η Ψυχή μόνον δίνει την εξιδανικευμένη μορφή των σχέσεων. Αυτή κάνει την αγάπη να είναι αληθινή και ανιδιοτελής, τον έρωτα ιδανικό, τη φιλία στην πλήρη της μορφή. Αντίθετα, το εγώ περιορίζεται στις ανάγκες και δεν προχωρεί στην έκφραση αυτών των δυνατοτήτων.
Το κέρδος που επέφερε η εξέλιξη, είναι ότι συντόμευσε τον χρόνο, μέσα στον οποίο εκτιμά κανείς πρόσωπα και καταστάσεις. Δεν μπορούμε να πούμε, τώρα, πλέον, ότι είναι σχετικά δίκαιος ή σχετικά αφιλοκερδής ένας άνθρωπος ή σχετικά έντιμος. Κάποτε μπορούσε κάποιος να καλυφθεί, τώρα όχι.
Το απόλυτο γίνεται καθοριστική ανάγκη στους ανθρώπους που αναζητούν πάντα την αλήθεια, καθώς μένουν ανυποχώρητοι και οι ίδιοι στην προσπάθειά τους να βιώσουν τη ζωή με τρόπο αυθεντικό. Είναι αυτοί οι λίγοι, το άλας της γης που είναι έτοιμοι να παραδώσουν τη σκυτάλη στους επερχομένους. Είναι αυτοί που παρέμειναν παιδιά και βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους τον άλλον σαν αδελφό.
Η υλιστική κοσμοθεωρία είναι φανερό ότι δόμησε σε σαθρά θεμέλια τα πάντα. Κρατήθηκε, εκ των πραγμάτων, κάποια σχετική συνύπαρξη από τα κατά συνθήκη ψεύδη. Σχέσεις εξάρτησης διατηρήθηκαν, άλλοτε μέσα στην ευδαιμονική ζωή κι άλλοτε μέσα στην τύρβη της βιοπάλης, ωστόσο το υπαρξιακό κενό παραμένει ακάλυπτο και ο άνθρωπος μόνος ως αγνοών και αγνοούμενος.
Οι παγιωμένες απόψεις, οι απολιθωμένες αντιλήψεις, τώρα καταρρέουν, παρουσιάζοντας τραγικά την αλήθεια. Είναι μύθος να λέμε ότι αγαπούμε. Όταν απουσιάζει η ψυχή απουσιάζει και η αγάπη, σ’ όλες ανεξαιρέτως τις σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο είναι έκδηλη και η αποτυχία τους. Πολλές φορές νομίζει ο άνθρωπος ότι αγαπά, ενώ αντιμετωπίζει τον άλλον ως ιδιοκτησία κι όχι ως αυτονομούμενη ύπαρξη.
Είναι αναγκαία και η απόλυτη μορφή της φιλανθρωπίας για να πείσει, τελικά, και να μην είναι υποκριτική. Η απόλυτη μορφή της φιλανθρωπίας, αφορά μια ουσιαστική προσέγγιση στο πρόβλημα του άλλου, προϋποθέτει αυταπάρνηση και ανιδιοτελή αυτοπροσφορά και ασκείται με κάθε τρόπο, μυστικά και προσωπικά, χωρίς να προσδοκά ανταλλάγματα. Επωμίζεται ο άνθρωπος το πρόβλημα του συνανθρώπου του σαν να ήταν δικό του.
Η αίσθηση της μοναξιάς ή και της αδικίας, εκπαιδεύουν ώστε να εισχωρήσει κανείς στην λεπτομέρεια που αφορά την ποιότητα των σχέσεων. Όποιος εξακολουθεί να παραμένει ανήσυχος για την υπαρξιακή του ζωή, τη διεκδικεί, τότε θ’ αναζητήσει την καθαρότητα σ’ όλα τα αισθήματα, θα είναι έτοιμος να τα προσφέρει και να τα δεχθεί. Η αναζήτηση της αλήθειας και η πραγμάτωση της ύπαρξης γίνεται, πάντα, διαμέσου του άλλου κι όταν ο άλλος δεν υπάρχει, τότε αυτό το κενό δεν μπορεί να το διασκεδάσει κανείς με υποκατάστατα.
Ο υπαρξιακός άνθρωπος είναι ανέστιος στον κόσμο αυτόν, εάν δεν βιώνει την πραγματική σχέση.
Στη σχετικότητα δεν μπορεί πλέον να μείνει ο άνθρωπος. Η ζωή είναι κίνηση, ροή συνεχής, συνεπώς τίποτε δεν μπορεί να μείνει στάσιμο, ούτε το καλό, ούτε το κακό. Ήδη, άρχισε να γίνεται ορατή η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων. Οδηγούμεθα στο απόλυτο που είναι οπωσδήποτε η κατάληξη της υπαρξιακής αξίας, που συνιστά την άχρονη υπόσταση της συνειδήσεως και της ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου