ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΑ
Τα αρχαία Ελληνικά θέατρα, μέρη μοναδικής αρχιτεκτονικής ομορφιάς και πολιτιστικής αξίας, άνθισαν στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο ως τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξαπλώθηκαν σε κάθε πόλη-κράτος της αρχαιότητας, ως χώροι λατρείας αλλά και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα ζωντάνεψαν μέσα από τις θεατρικές παραστάσεις και τις γιορτές που γίνονταν κάθε χρόνο προς τιμήν του Διονύσου, του Θεού του κρασιού, της χαράς και της έκστασης. Η ορεινή και απομακρυσμένη περιοχή της Ηπείρου φιλοξενεί πέντε μοναδικά αρχαία θέατρα. Της Δωδώνης, ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα αρχαία θέατρα της περιοχής, που χτίστηκε από τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο, κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ., το θέατρο της Κασσώπης, με εξαιρετική θέα στο Ιόνιο, το θέατρο της Νικόπολης, με στοιχεία Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, το πρόσφατα ανασκαμμένο θέατρο των Αρχαίων Γιτάνων και το μικρό θέατρο της Αμβρακίας μέσα στην Άρτα...
Η ανασκαφική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου έφερε στο φως λείψανα θεάτρων, τα οποία μαζί με την αγορά συγκροτούσαν το πολιτικό κέντρο των ηπειρωτικών πόλεων από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι Ηπειρώτες εγκατέλειψαν τον "κατά κώμας" βίον και σχημάτισαν οικιστικές μονάδες ως κέντρα των τοπικών "Κοινών". Το θεατρικό οικοδόμημα ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων συμπλήρωνε τους δημόσιους χώρους συνάθροισης των πολιτών. Παράλληλα, η διασπορά των θεατρικών οικοδομημάτων μαρτυρούσε για τη μεγάλη διάδοση του δραματικού λόγου και στα ηπειρωτικά φύλα.
Βραβευμένα θεατρικά έργα παρουσιάσθηκαν σε όλη την Ελληνική επικράτεια χωρίς απαραίτητα να συνδέονται με τη διονυσιακή λατρεία, αλλά οπωσδήποτε με αναφορά σε κάποια θεότητα, όπως στη Δωδώνη, όπου οι παραστάσεις δίνονταν προς τιμήν του Νάιου Δία. Η ορεινή και "τραχεία" Ήπειρος ήταν χώρα κτηνοτροφική με κατάλληλες πεδιάδες για τη γεωργία, κυρίως στην Κασσωπαία και στην Αμβρακία, στον Βουθρωτό και στον κάτω ρου του Αώου. Οι κλιματολογικές συνθήκες επέβαλαν την εποχιακή μετακίνηση των κτηνοτρόφων από την ενδοχώρα στις δυτικές ακτές και αντίστροφα, ενώ τα ασφαλή λιμάνια, κυρίως στις εκβολές των ποταμών, προσείλκυαν το εμπορικό ενδιαφέρον ήδη από τα Υστεροελλαδικά χρόνια, οπότε ιδρύθηκαν εμπορικοί σταθμοί.
Κατά τον ύστερο 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. ίδρυσαν αποικίες πρώτα οι Ηλείοι και στη συνέχεια οι Κορίνθιοι, με σημαντικότερη την Αμβρακία. Την Ηπειρωτική γη κατοικούσαν 14 μεγάλα φύλα ή έθνη, ανάμεσα τους οι Χάονες και οι Ατιντάνες στη σημερινή ΝΔ και ΝΑ Αλβανία αντίστοιχα, οι Μολοσσοί στην κεντρική και οι Θεσπρωτοί στη δυτική Ήπειρο, οι Κασσωπαίοι βόρεια του Αμβρακικού, στα όρια του σημερινού νομού Πρέβεζας. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα στην Ήπειρο αστικά κέντρα συγκροτήθηκαν στις περιοχές που κατοικούσαν τα μεγάλα φύλα. Για τη Μολοσσία το γεωγραφικό ανάγλυφο και η πολιτική κατάσταση απέτρεψαν την ίδρυση μεγάλων πόλεων.
Στην περιοχή της Κασσωπαίας και της Θεσπρωτίας διακρίθηκαν κύριες πόλεις με πολεοδομική οργάνωση, αλλά και αγροτικά πολισμάτια. Ένας τρίτος τύπος πόλης αντιπροσωπεύθηκε στη Χαονία και στην Ατιντανία. Οι πηγές μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι ο Θαρύπας ήταν εκείνος ο οποίος έδωσε αστική μορφή στην πολιτεία, θέσπισε τους νόμους, εισήγαγε την κοινή Ελληνική γραφή και πιθανότατα έκοψε τα πρώτα χαλκά και αργυρά νομίσματα κατά τα Αττικά πρότυπα. Προϋπόθεση των μεταρρυθμίσεων ήταν ο συνοικισμός των κωμών σε πόλεις και ο περιτειχισμός τους.
Η αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού των Ηπειρωτών και η στροφή τους προς την Αθηναϊκή συμμαχία προκάλεσε ένταση και ανασφάλεια στους αποίκους των Ηπειρωτικών ακτών, τους οποίους οδήγησε βαθμιαία στη συγκρότηση μεγάλων τειχισμένων οικιστικών κέντρων. Συνέπεια της φιλοαθηναϊκής πολιτικής υπήρξε και η επίδραση της Αττικής τέχνης. Η Αττική θεατρική δημιουργία, ιδιαίτερα η δριμύτητα των λόγων του Ευριπίδη, βρήκε μεγάλη απήχηση στη ζωή των Μολοσσών. Εικάζεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ταξίδεψε στην Ήπειρο για τη διδασκαλία της "Ανδρομάχης", η οποία παρουσιάστηκε πιθανώς στην Πασσαρώνα.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το Μολοσσικό κοινό ήταν σε θέση να συνδέσει τις μυθολογικής τάξης αναφορές των ηρώων της τραγωδίας με δικές του ιστορικές και πολιτικές καταστάσεις. Είναι γνωστόν ότι οι Μολοσσοί δανείζονταν Τρωικά ονόματα των ηρώων των τραγωδιών για τα μυθικά και ιστορικά μέλη της δυναστείας, για τους πολίτες καθώς και για τα τοπωνύμια. Το έργο του Ευριπίδη γνώρισε μεγάλη απήχηση και κατά την Ελληνιστική εποχή, αφού σύμφωνα με επιγραφή από την Τεγέα χρονολογούμενη στο β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. διδάχτηκε στο θέατρο της Δωδώνης κατά την εορτή των Ναϊων το αποσπασματικά σωζόμενο έργο του "Αρχέλαος" καθώς και ο "Αχιλλεύς" του Χαιρήμονος.
Ο ηθοποιός που νίκησε στους δραματικούς αγώνες των Ναϊων ήταν ο Απολλογένης από την Αρκαδία. Εξάλλου, την απήχηση της Αττικής τέχνης μαρτυρεί και ο αργυρός δακτύλιος, επίχρυσος κατά τόπους, που βρέθηκε στην Κερασώνα της Πρέβεζας (τέλος του 5ου ή αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) και στον οποίο εικονίζεται μια σκηνή από την Ορέστεια του Σοφοκλή, ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη. Στην κεντρική Ήπειρο η Δωδώνη υπήρξε Θεσπρωτική μέχρι του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., περιέρχεται όμως στους Μολοσσούς στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Το θέατρο είναι ενταγμένο στον φυσικό χώρο του Ιερού και εντυπωσιάζει με τις μεγάλες του διαστάσεις.
Έχει νότιο προσανατολισμό και η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 17000 θεατές περίπου. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις εκ των οποίων η πρώτη συνδέεται με τον Πυρρό, η δεύτερη με την ανοικοδόμηση του Ιερού μετά την Αιτωλική καταστροφή το 219 π.Χ. και η τρίτη με την ανασυγκρότηση του Ιερού μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου το 167 π.Χ. Στην αρχική φάση ανήκει το κοίλο με 55 σειρές εδωλίων, η κυκλική ορχήστρα και η σκηνή με δύο τετράγωνα παρασκήνια και στύλους ενδιάμεσα. Το κοίλο διαιρείται σε τρία τμήματα, ενώ δέκα κλίμακες το διατρέχουν ακτινωτά και το χωρίζουν σε εννέα κερκίδες.
Το επιθέατρο με ενδιάμεσες κλίμακες διαιρείται σε διπλάσιο αριθμό κερκίδων. Δύο κλιμακοστάσια εξωτερικά του κοίλου οδηγούσαν τους θεατές από τις δύο παρόδους στα ανώτερα διαζώματα του θεάτρου. Η αποχώρηση διευκολυνόταν από μια πλατιά έξοδο πάνω από την κεντρική κερκίδα, η οποία έκλεινε με κινητό κιγκλίδωμα. Η βάση του βωμού του Διονύσου διατηρείται στο κέντρο της ορχήστρας. Νότια της σκηνής ακολουθεί Δωρική στοά με δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους, η οποία επικοινωνεί με τη σκηνή με τοξωτή θύρα. Στη δεύτερη περίοδο προστέθηκε στην πρόσοψη της σκηνής λίθινο προσκήνιο με δεκαοκτώ Ιωνικούς ημικίονες, το οποίο επικοινωνούσε παραπλεύρως με δύο μικρά παρασκήνια.
Στις παρόδους κτίσθηκαν δύο Ιωνικά πρόπυλα. Μετά την καταστροφή του 167 π.Χ. ακολούθησαν επισκευές, στα χρόνια όμως του Αυγούστου αφαιρέθηκαν οι δύο πρώτες σειρές των εδωλίων, υψώθηκε τοίχος ο οποίος εξαφάνισε και το Ελληνιστικό προσκήνιο, ώστε να σχηματιστεί μια ωοειδής κονίστρα για τις θηριομαχίες των Ρωμαίων. Η Αμβρακία εκτείνεται κάτω από την πόλη της Άρτας και ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από τον Γοργό, γιο του τυράννου της Κορίνθου Κυψέλου. Κατά την Κλασική περίοδο η πόλη οικοδομήθηκε σύμφωνα με το "Ιπποδάμειο" σύστημα. Ανάμεσα στα δημόσια κτίρια συμπεριλαμβάνονταν το πρυτανείο και τα δύο θέατρα.
Το μικρό θέατρο ή ωδείο επάνω στην κεντρική αρτηρία στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα στη σημερινή οδό Αγ. Κωνσταντίνου. Η χρονολόγηση του προσδιορίζεται στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Διατηρούνται μέρος του κοίλου και των παρόδων, η ορχήστρα, καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο στηρίζεται σε επιχωματωμένο πρανές, έχει νότιο προσανατολισμό και τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από σκληρό ασβεστόλιθο. Τη σφενδόνη διατρέχουν ακτινωτά δύο κλίμακες και τη διαιρούν σε τρεις κερκίδες με τρεις σειρές εδωλίων στις πλάγιες, τέσσερις στην κεντρική με υποδομή και πέμπτης σειράς.
Από τις παρόδους η ανατολική αποκαλύφθηκε σε όλο το πλάτος και το μήκος της, ενώ η δυτική εν μέρει. Η κυκλική ορχήστρα έχει διάμετρο 6,70 μ. Με βάση τα σωζόμενα λείψανα στην πρόσοψη του λίθινου προσκηνίου υπήρχαν έξι Ιωνικοί ημικίονες από πρασινωπό αμμόλιθο με Ιωνικό επιστύλιο. Το μήκος του υπολογίζεται στα 10 μ. και το ύψος στα 2,40 μ. Κοντά στον Υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα, στη σημερινή οδό Τσακάλωφ, αποκαλύφθηκε τμήμα της ορχήστρας διαμέτρου 9 μ., η οποία στηριζόταν σε λίθινο τόξο, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλημματικού τοίχου της ίδιας πλευράς, καθώς και λίγες βάσεις λίθινων εδωλίων του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας (ίσως του τέλους του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.).
Πιθανώς στο κοίλο υπήρχαν και ξύλινα εδώλια που τοποθετούνταν στον κατάλληλα λαξευμένο φυσικό βράχο. Η Κασσώπη, το όνομα της οποίας σχετίζεται με το εθνικό Κασσωπαίος, ιδρύθηκε με συνοικισμό των κωμών της Κασσωπαίας πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και ακολουθούσε τον τύπο της περιτειχισμένης πόλης. Κτίσθηκε με το Ιπποδάμειο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είκοσι παράλληλοι δρόμοι με άξονα από Β προς Ν διασταυρώνονταν με δύο κάθετους δρόμους με άξονα από Α προς Δ και διαιρούσαν την πόλη σε 60 οικοδομικές νησίδες. Στην πολιτική αγορά, η οποία καταλάμβανε έναν ορθογώνιο χώρο στη ΝΑ γωνία της πόλης, νότια της κεντρικής αρτηρίας, οι Κασσωπαίοι οικοδόμησαν τα δημόσια κτίρια τους.
Προς τα δυτικά υπήρχε το πρυτανείο, χρονολογούμενο πιθανώς στο β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ., το οποίο ανοικοδομήθηκε πρόχειρα κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, ενώ ο κάθετος δρόμος μπροστά από το πρυτανείο διαμορφώθηκε σε Δωρική στοά στο α' μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Τη βόρεια πλαισίωση της αγοράς αποτελούσε η Δωρική στοά (τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.) που κτίσθηκε πάνω σε αρχαιότερο στωικό οικοδόμημα (4ος - 3ος αιώνα π.Χ.), η μορφή του οποίου δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Πίσω από τη βόρεια στοά κατασκευάστηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ένα μεγάλο κτίριο το οποίο είχε την κάτοψη μνημειακής οικίας με περίστυλη αυλή στο κέντρο και στέγαζε τον δημόσιο ξενώνα (Καταγώγιο).
Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως κάτω από το Ελληνιστικό Καταγώγιο ένα άλλο οικοδόμημα (του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.), ίσως ένα παλιότερο Καταγώγιο με αυλή στο κέντρο και στοές το οποίο στέγαζε την εμπορική αγορά της πόλης. Ένα μικρό θέατρο που χρησίμευε και ως βουλευτήριο ιδρύθηκε στη ΝΑ πλευρά της αγοράς. Το κοίλο (διαμ. 46 μ.) προσανατολισμένο δυτικά απαρτιζόταν από εικοσιδύο σειρές εδωλίων, ενώ πέντε κλίμακες το διέτρεχαν ακτινωτά σε όλο το ύψος του και το διαιρούσαν σε έξι κερκίδες. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται περίπου σε 2.000 - 2.500 άτομα και οικοδομήθηκε πιθανότατα στον 3ο αιώνα π.Χ.
Η σκηνή στα δυτικά της ορχήστρας ήταν ορθογώνια με δύο παρασκήνια που πρόβαλλαν στην κατεύθυνση της ορχήστρας και πλαισίωναν το λίθινο προσκήνιο. Στην πρόσοψη του προσκηνίου ο ανασκαφέας αποκάλυψε τα θεμέλια τεσσάρων λίθινων πεσσών. Ένα στωικό οικοδόμημα με δεκαπέντε κίονες στο εσωτερικό και δεκατρείς στην πρόσοψη, τα άκρα του οποίου ήταν κλειστά, υπήρχε ανατολικά του μικρού θεάτρου. Στους πρόποδες του υψηλότερου λόφου, πάνω από τα ιδιωτικά σπίτια και στον άξονα της αγοράς οικοδομήθηκε στη ΒΔ γωνία της πόλης το μεγάλο θέατρο. Έχει βορειοανατολικό προσανατολισμό και ο θεατής αποκτά πανοραμική θέα του κόλπου της Νικόπολης και εν μέρει του Ιονίου πελάγους.
Κατολισθήσεις βράχων προκάλεσαν σημαντικές βλάβες στο κοίλο. Η ορχήστρα του θεάτρου δεν σχημάτιζε πλήρη κύκλο, αλλά τόξο μεγαλύτερο από το ημικύκλιο. Δύο πολυγωνικά αναλήμματα ενισχυμένα με αντηρίδες στήριζαν την πρόσοψη του κοίλου, του οποίου η διάμετρος βάσης μετρούσε 19 μ., ενώ η διάμετρος κορυφής υπολογίζεται σε 82 μ. Ένα οριζόντιο διάζωμα διαιρούσε το κοίλο σε δύο τμήματα με εικοσιδύο σειρές εδωλίων το κατώτερο και δώδεκα το ανώτερο. Οι έντεκα κλίμακες που διέτρεχαν ακτινωτά το κοίλο το διαιρούσαν σε δέκα κερκίδες. Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν ορθογώνιο με δύο παρασκήνια που προεξείχαν προς την κατεύθυνση της ορχήστρας. Ανάμεσα τους υπήρχε το προσκήνιο με κιονοστοιχία την οποίαν αποτελούσαν έξι κίονες.
Αναφορικά με τη χωρητικότητα φαίνεται ότι επαρκούσε για 6.000 θεατές. Το θέατρο συγγενεύει τυπολογικά με το θέατρο της Δωδώνης και χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ. Ανατολικά της Βέλιανης στην περιοχή της Παραμυθιάς και στις πλαγιές του βουνού Κορίλας, σε ένα ευρύχωρο επίπεδο, εκτείνονται τα ερείπια της αρχαίας Ελέας, πρωτεύουσας της Ελεάτιδος της Θεσπρωτίας, η οποία οικοδομήθηκε περίπου το 360 - 350 π.Χ. ακολουθώντας το ευθύγραμμο σύστημα. Δύο στωικά κτίρια και ένα μικρό θέατρο των Ελληνιστικών χρόνων εντός του περιβόλου του οικισμού βεβαιώνουν για την ύπαρξη της αγοράς στον ανατολικό τομέα της πόλης και υποδεικνύουν την Ελέα ως πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών.
Από το θέατρο σώζονται λίγα εδώλια του κοίλου, που ήταν προσανατολισμένο δυτικά - νοτιοδυτικά, και ίχνη από την τοιχοδομία της σκηνής. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 3000 - 4000 θεατές. Η αρχαία Γιτάνη (Γκούμανη) στη δεξιά όχθη του Καλαμά κτίσθηκε μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Αποτελούσε το δεύτερο πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών, όταν η περιοχή της Κεστρίνης βόρεια του Καλαμά περιήλθε στους Θεσπρωτούς. Η πολεοδομική ανάπτυξη ακολουθούσε το ευθύγραμμο σύστημα σε συνδυασμό με στενότερους δρόμους και η έκταση της πόλης υπολογίζεται ότι επαρκούσε για 8.000 κατοίκους περίπου.
Στο υπερυψωμένο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης διαμορφώθηκε η αγορά, η οποία απομονώθηκε με εσωτερικό περίβολο. Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες πολιτικές ανάγκες η πόλη οικοδόμησε μικρό θέατρο εκτός του εσωτερικού περιβόλου. Ήταν προσανατολισμένο δυτικά. Σώζονται ελάχιστα λείψανα των εδωλίων και των αναλημματικών τοίχων. Η χωρητικότητα του θα ανερχόταν σε 4.000 - 5.000 θεατές περίπου. Η Βυλλίς, η πρωτεύουσα των Βυλλιόνων, ιδρύθηκε στη δεξιά όχθη του Αώου στη θέση Γράδιστα, κοντά στο Μπέλσι της Νότιας Αλβανίας. Η πόλη ακολουθούσε το Ιπποδάμειο σύστημα και διέθετε στο Β τμήμα της οχυρωμένη ακρόπολη με αγορά, η οποία πλαισιωνόταν με πρυτανείο, νυμφαίο και στοά.
Η αγορά στη δυτική πλαγιά διέθετε θέατρο ψηλότερα και στάδιο στο κατώτερο επίπεδο, ενώ το ΒΔ τμήμα της καταλάμβαναν δύο στωικά κτίρια. Το θέατρο της Βύλλιδος ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. και περιλάμβανε δύο διαζώματα με είκοσι σειρές εδωλίων χωρητικότητας γύρω στους 7000 θεατές. Η ορχήστρα είχε διάμετρο 22 μ. Η σκηνή διαρθρωνόταν με Δωρική κιονοστοιχία στην πρόσοψη και προσκήνιο με Ιωνική στοά. Εκατέρωθεν δύο τοξωτές πύλες κοσμούσαν τις εισόδους των παρόδων. Το θέατρο του Βουθρωτού ιδρύθηκε σε περιτειχισμένο χώρο στην κλιτύ της ακρόπολης στην όχθη της ομώνυμης λίμνης, όπου οργανώθηκε και η αγορά με στοές και άλλα δημόσια οικοδομήματα κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Είχε κοίλο μεγάλης χωρητικότητας και κυκλική ορχήστρα με κιονόσχημη θυμέλη. Στα λίθινα εδώλια και στους τοίχους των παρόδων είχαν αναγραφεί απελευθερωτικά ψηφίσματα. Η διασπορά των θεάτρων στις Ηπειρωτικές πόλεις είτε πρόκειται για μεγάλες κατασκευές, όπως το θέατρο της Δωδώνης, είτε για μικρότερες ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των πόλεων, σε συνδυασμό με τις επιγραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν την επέκταση της θεατρικής δραστηριότητας εκτός της Αττικής. Κατά την Ελληνιστική εποχή ήταν καθιερωμένοι οι δραματικοί αγώνες μεταξύ των ηθοποιών, που έπαιζαν έργα του 5ου αιώνα π.Χ. Η σπουδαιότητα του επαγγέλματος του ηθοποιού καταδεικνύεται και από τη θέσπιση ειδικών βραβείων.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η δημοτικότητα τους ξεπερνούσε εκείνη των ποιητών. Μάλιστα από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι σκηνικοί και οι θυμελικοί τεχνίτες -ποιητές, ηθοποιοί, μουσικοί, μέλη του χορού και χοροδιδάσκαλοι- σχημάτισαν συντεχνίες με το όνομα "τεχνίται Διονύσου" τα μέλη των οποίων προέρχονταν από όλη την Ελλάδα, την οποίαν περιόδευαν και ενίοτε οι αμοιβές τους, κυρίως των ηθοποιών, ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Ο 3ος αιώνας π.Χ. ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής για τους Ηπειρώτες και σημαδεύτηκε από τη δράση των μεγάλων βασιλέων, όπως ο Πυρρός. Η Αμβρακία αναδείχθηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο, ενώ σπουδαίοι Αμβρακιώτες "τεχνίται Διονύσου".
Ανάμεσα τους ο ηθοποιός Ίππασος, οι κωμωδοί Δαμότιμος, Επίτιμος και Φίλων εμφανίσθηκαν και διακρίθηκαν στα Αμφικτυονικά Σωτήρια των Δελφών και σε αγώνες υποκριτών στη Δήλο. Ο Ξενοκράτης, Αμβρακιώτης κιθαρωδός, θαυμάστηκε στη Δήλο για την τέχνη του, ενώ στην Αθήνα διακρίθηκε ο αυλητής χορού ανδρών Νικοκλής. Σε επιγραφή από τη Δωδώνη αναγράφεται το όνομα του τραγωδού Φιλέτα. Οι αρχαίες πηγές μαρτυρούν και άλλους Αμβρακιώτες καλλιτέχνες, όπως ο μουσικός Επίγονος, και ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, Επικράτης.
Ο μεγάλος αριθμός των θεατρικών οικοδομημάτων, οι επιγραφικές μαρτυρίες για τους Διονυσιακούς τεχνίτες, καθώς και άλλα έργα της μικροτεχνίας βεβαιώνουν για την απήχηση και τη σημασία της θεατρικής πράξης και στο βορειοδυτικό τμήμα του Ελληνικού κόσμου. Όταν η πολιτική και οικονομική ζωή αποδυναμώνονται στην αρχαία Ήπειρο εξαιτίας της Ρωμαϊκής κατάκτησης, η θεατρική δραστηριότητα εξακολουθεί να αποτελεί σταθερό στοιχείο των Ηπειρωτών. Μίμοι, μουσικοί, ηθοποιοί, ακροβατιστές συμμετέχουν σε μεγάλες γιορτές, όπως τα Νάια, ενώ στη Νικόπολη η ανέγερση του Ωδείου αύξησε τις δυνατότητες για κάθε είδους παράσταση.
Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Σήμερα ως Ήπειρο εννοούμε το γεωγραφικό διαμέρισμα της Βορειοδυτικής Ελλάδας, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου και την ενδοχώρα μέχρι και τα παράλια του Ιονίου Πελάγους, από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα έως τον Αμβρακικό Κόλπο. Η Ήπειρος της αρχαιότητας διαμορφώθηκε από μικρά και μεγαλύτερα τοπικά φύλα ή έθνη μεταξύ Ιλλυρίας και Αμβρακικού, δυτικά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ισχυρότερα φύλα με πλούσια παράδοση μύθων και λατρειών αναδείχθηκαν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Μολοσσοί.
Η οικονομική και κοινωνική ζωή τους στην ενδοχώρα υπήρξε ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και κατά περιοχές βοοειδών, ενώ στα παράλια με τις καλλιέργειες των αγρών. Τα φύλα αυτά και όσα ενσωματώθηκαν σε αυτά κατέληξαν στη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. σε μία ενσυνείδητη πολιτική σύγκλιση με δύο δημοκρατικής κατεύθυνσης θεσμούς, πρώτα ως Συμμαχία και ύστερα ως Κοινό των Ηπειρωτών. Η ιστορική αυτή πραγματικότητα λειτούργησε συνεκτικά μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.). Βασικά σημεία αναφοράς αυτής της διαδικασίας ενοποίησης των φύλων του χώρου της Ηπείρου θεωρούνται:
α) Το υπόβαθρο των μύθων και των λατρειών, το οποίο συνέβαλε στη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης.
β) Ο Θαρύπας και ο Αλκέτας, οι οποίοι στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. ο πρώτος και στο β΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ο δεύτερος, πολιτογραφήθηκαν Αθηναίοι τιμητικά.
γ) Ο Αλέξανδρος Α' ο Μολοσσός, ο οποίος στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. άνοιξε το δρόμο των Ηπειρωτών προς την Κάτω Ιταλία.
δ) Ο Πύρρος, ο οποίος στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. αναστάτωσε, ακτινοβολώντας, τη Μεσόγειο.
Τα φύλα του Ηπειρωτικού χώρου, με τις προσωπικότητες των ηγεμόνων τους και των πολιτικών μορφωμάτων τους, σφράγισαν την άμεση και δυναμική συμμετοχή στα Ελληνικά πράγματα. Στην εγκατάσταση Ηλείων και Κορινθίων αποίκων στις περιοχές τους, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στην επικράτηση των Μακεδόνων του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ', στη σθεναρή αντίσταση κατά των Ρωμαίων.
Η απαρχή της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής στον Ηπειρωτικό χώρο, χρεώνεται στον Θαρύπα των Μολοσσών, ο οποίος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το 429 π.Χ. εγκαταλείπει τους παλαιούς συμμάχους, τους Σπαρτιάτες, και στρέφεται στους Αθηναίους, συμπαρασύροντας με τους Μολοσσούς τους Θεσπρωτούς και τους Χάονες. Το 410 ο Θαρύπας εδραιώνει τη θέση του ως βασιλιάς των Μολοσσών, με τη βοήθεια των Αθηναίων, στην Πασσαρώνα, στο λεκανοπέδιο της λίμνης Παμβώτιδος, των Ιωαννίνων. Η ένταξη των Ηπειρωτικών φύλων στο άρμα των Αθηναίων, με τον Θαρύπα και τον Αλκέτα, σήμανε παράλληλα την έναρξη μιας αλυσίδας καινοτομιών:
α) Την αστικοποίηση της πολιτείας των Μολοσσών και τους συνοικισμούς.
β) Την εγκατάλειψη του άγραφου φυλετικού δικαίου και την εισαγωγή της νομοθεσίας των πόλεων κρατών.
γ) Τη νομισματοκοπία με Αττικά πρότυπα.
δ) Την επισημοποίηση της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας.
ε) Το Αττικό δράμα, ως αναπόσπαστο μέρος μιας εκσυγχρονισμένης κοινωνίας.
Πώς αντέδρασαν οι κάτοικοι της Πασσαρώνας ή της Δωδώνης, όταν στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. πρωτάκουσαν στίχους του Ευριπίδη να μιλούν για την Ανδρομάχη, τον Νεοπτόλεμο, μετά την Τροία στους Δελφούς, και για τις περιπέτειες οι οποίες θα έφερναν τους Ομηρικούς ήρωες στη δυτική πλευρά της Πίνδου και στη γέννηση του Μολοσσού, τη ρίζα ενός λαού; Φανταζόμαστε τα λόγια του ποιητή να ανακαλούν τις προφορικές παραδόσεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί πίσω από τα βουνά, για τον Αιακό και τον Αχιλλέα, γενάρχες ήρωες, ιερά σύμβολα της ταυτότητας του φύλου των Μολοσσών.
Και πού μπορεί να παρακολούθησαν τότε την πρώτη παράσταση; Μάλλον σε έναν υπαίθριο χώρο, σε μια πλαγιά, όπως υπαίθρια ήταν και τα ιερά τους και οι τόποι των συγκεντρώσεών τους. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, εκατονπενήντα χρόνια μετά, οι απόγονοί τους να είχαν την ευχέρεια να ακούσουν τους ίδιους στίχους από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη στο θέατρο της Δωδώνης. Το θέατρο της Δωδώνης είχαν κατασκευάσει οι νεότεροι των Μολοσσών υπό τον Πύρρο, εκπληρώνοντας το όραμα της Ολυμπιάδας και του γιου της Αλέξανδρου. Δεν έχει καταγραφεί εάν η Ολυμπιάδα επισκέφθηκε ποτέ μαζί τον μικρό Αλέξανδρο τη Δωδώνη.
Η ίδια κατέφυγε στην Ήπειρο και τη Δωδώνη προστατεύοντας τον ανήλικο γιο του Μεγάλου Αλέξανδρου και της Περσίδας Ρωξάνης από τις διαμάχες της διαδοχής. Οι Μολοσσοί, από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, αξιοποίησαν την πανελλήνια φήμη του αρχαιότερου στην Ελλάδα Μαντείου της Δωδώνης, το οποίο ήταν γνωστό από τα έπη της Ιλιάδας, της Οδύσσειας και των Αργοναυτικών και από τα έργα του Πίνδαρου, του Ησίοδου και του Ηρόδοτου. Με ιδιαίτερη συμβολή του βασιλιά Πύρρου, από τον 3ο αιώνα π.Χ., ο περιώνυμος χώρος με το άλσος και το υπαίθριο ιερό του Δία και της Διώνης μετατράπηκε σε ένα αξιοθαύμαστο συγκρότημα θρησκευτικών και διοικητικών οικοδομημάτων, στα χέρια της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και στη συνέχεια του Κοινού των Ηπειρωτών.
Πριν κατασκευαστεί το θέατρο της Δωδώνης, λειτουργούσε προφανώς, άγνωστο σε ποιο σημείο, ίσως νότια ή νοτιοδυτικά της Ιεράς Οικίας, ένα μέρος για τη συγκέντρωση των πιστών για τις τελετές, τα δρώμενα, τις αναπαραστάσεις των μυθικών παραδόσεων, τους αγώνες, τις πανηγύρεις. Κάποιες μέρες του χρόνου, τα πλήθη από τα πέριξ και από πιο μακρινές αποστάσεις κατέφθαναν για να παραστούν στις εορτές της Δωδώνης. Μπορεί να είχαν ορίσει τη συνάντησή τους εκεί, με το τέλος της παγωνιάς, με την «τρέλα» των καιρικών συνθηκών, με την ανθοφορία και τους καλούς οιωνούς των προσδοκιών για ευγονία φυτών και ζώων, πριν μετακινήσουν τα κοπάδια.
Το χορτάρι του ιερού θα ήταν στη διάθεση των εντόπιων κτηνοτρόφων και των ζώων τους, όπως και τώρα. Οι πιστοί μπορεί να συγκεντρώνονταν στη Δωδώνη στην αρχή του καλοκαιριού ή την εποχή που ήθελαν να διασταυρώσουν τα ζώα τους ή με το κούρεμα των προβάτων. Μπορεί να μαζεύονταν στη Δωδώνη το φθινόπωρο, μετά τη συγκομιδή και το θερισμό, την εποχή κατά την οποία τακτοποιούσαν τα περισσεύματα των προϊόντων τους, έκοβαν την ξυλεία τους, όταν επέστρεφαν τα κοπάδια από τα ορεινά στα χειμαδιά. Το πέτρινο θέατρο της Δωδώνης, το μεγαλύτερο της Ηπείρου και από τα μεγαλύτερα του Ελληνικού κόσμου, με διάμετρο του κοίλου 136 μ. και χωρητικότητα 17.000 - 18.000 ατόμων, πρόσθεσε μεγαλείο στο ιερό κάτω από το όρος Τόμαρος.
Το θέατρο της Δωδώνης υπήρξε για τα βόρεια άκρα της Ελλάδας το οργανικό συμπλήρωμα της νέας εποχής, των Ελληνιστικών χρόνων. Σκίαζε, κατά συνέπεια, με κάποιο τρόπο, τους μεγαλοπρεπείς Δελφούς και τη λαμπρή Ολυμπία, τα πασίγνωστα πανελλήνια ιερά, τα οποία είχαν πάρει το προβάδισμα σε κύρος στα χρόνια των αποικισμών και τα κλασικά χρόνια, από τον 8ο στον 4ο αιώνα π.Χ. Το θέατρο της Δωδώνης συμβολίζει, με την αρχιτεκτονική του αρτιότητα, την είσοδο σε μιαν άλλη δημόσια παιδεία, σε ένα πνεύμα δημοκρατίας, παρά την εμβληματική παρουσία του Μολοσσού ηγεμόνα Πύρρου. Εισάγονται κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. νέα ήθη και νέοι πολιτικοί θεσμοί.
Με την ώθηση από τον Πύρρο, η μεγαλόπνοη μνημειοποίηση της Δωδώνης συντελείται με το έργο της οικοδόμησης ναών, στοών, του βουλευτηρίου, του πρυτανείου, του θεάτρου και τέλος του σταδίου. Η σημασία αυτού του αρχιτεκτονικού προγράμματος δεν διακόπτεται ολοσχερώς από τις καταστροφές των Αιτωλών του 219 π.Χ., αλλά αμέσως μετά τα κτήρια ολοκληρώνονται ή ανοικοδομούνται Το δε 167 π.Χ., όταν σαρώνουν οι Ρωμαίοι και υποτάσσουν την Ήπειρο, δεν παύει η περιποίηση των κτιστών χώρων. Μετά το 31 π.Χ. Ρωμαίοι, βετεράνοι, έποικοι και «synipirotae» εγκαθίστανται ή έχουν ενσωματωθεί ανάμεσα στους εντόπιους.
Απολαμβάνουν την pax romana της Αυτοκρατορίας στον ίδιο δομημένο χώρο της Δωδώνης. Εξάλλου, διευκολύνουν την ψυχαγωγία τους μετατρέποντας το θέατρο σε αρένα για θηριομαχίες και μονομαχίες. Το θέατρο της Δωδώνης υπήρξε:
α) Το οργανικό τμήμα του αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού του ευρύτερου χώρου του Ιερού κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
β) Η λειτουργική συνέχεια ενός ανοιχτού χώρου σε μεγέθυνση, λόγω του Πανηπειρωτικού και Πανελλήνιου χαρακτήρα του ιερού, ώστε πλήθος επισκεπτών να συνευρίσκονται σε ένα ειδικό μέρος, για τις επίσημες τελετές και τις εκδηλώσεις, τις εορτές των Ναΐων, τους εθιμικούς αγώνες, τους αθλητικούς, τους μουσικούς, τους δραματικούς.
γ) Η δημοκρατική διάσταση αρχικά του βασιλείου των Μολοσσών, της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και στη συνέχεια του Κοινού των Ηπειρωτών. Αργότερα η διάσταση αυτή μεταμορφώνεται σε δημαγωγική, κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Με κάποιο τρόπο οι πανηγύρεις και οι συναθροίσεις στην «αγορά», στον ανοιχτό χώρο για τη συγκέντρωση του κόσμου, δεν έλειπαν τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ., εάν κρίνουμε από τα χάλκινα αφιερώματα, ευρήματα των ανασκαφών, τα οποία προέρχονταν από εργαστήρια της Πελοποννήσου. Ηλείοι και Κορίνθιοι είχαν εγκατασταθεί σε καίρια σημεία του Ιονίου Πελάγους και της Αδριατικής Θάλασσας, όπως στη Λευκάδα, στον Αμβρακικό Κόλπο, στην Κέρκυρα, στην Καλαυρία και στις Συρακούσες. Από τα παράλια έφθαναν ευκολότερα σε σύγκριση με τα νότια, στην ενδοχώρα και στη Δωδώνη.
Η μορφή των εορτών για τον Δία και τη Διώνη, αλλά και για άλλους Θεούς και ήρωες ημίθεους, οι οποίοι κατά καιρούς συμπλήρωναν τη Θεϊκή ομάδα της Δωδώνης, την Αφροδίτη, τη Θέτιδα, τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, δεν θα ήταν σε κάθε ιστορική περίοδο ίδια. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο ραψωδός Τερψικλής αφιέρωσε έναν τρίποδα χαράσσοντας το όνομά του στο Δία Νάιο, προφανώς ύστερα από τη βράβευσή του στους αγώνες της Δωδώνης. Το όνομά του παραπέμπει στον μυθικό Τερπία , πατέρα του Φήμιου, αοιδού γνωστού από την Οδύσσεια. Ένα άλλο χάλκινο ειδώλιο των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. από τις ανασκαφές του Κ. Καραπάνου παριστάνει έναν ηθοποιό κωμωδίας με ακάλυπτο φαλλό να κινείται τρομαγμένος.
Το αντικείμενο αυτό προσέφερε μάλλον ο ίδιος στον Δία. Και ενός άλλου ηθοποιού τραγωδίας, του Φιλέτα, αναγράφεται το όνομα σε χάλκινο έλασμα, ανάμεσα στα κατάλοιπα των αναθημάτων για το Θεό. Η διαρκής ανανέωση των Ναΐων επιβεβαιώνεται από την ποικιλότητα των αγώνων του σώματος και του πνεύματος και από την πληροφορία ότι έγιναν και αρματοδρομίες με τη συμμετοχή αρμάτων του Πτολεμαίου Σωτήρα από την Αίγυπτο, ευεργέτη και πολιτικού υποστηρικτή του Πύρρου, και της Βερενίκης, πεθεράς του Πύρρου, μητέρα της αγαπημένης του πρώτης συζύγου Αντιγόνης. Χωρίς να μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια τα πώς και τα πότε των Ναΐων και των δραστηριοτήτων στο θέατρο και τον πιθανό χώρο των αρματοδρομιών.
Θεωρούμε ότι γίνονταν γυμνικοί, ιππικοί, μουσικοί και δραματικοί αγώνες, με Πανελλήνια εμβέλεια, τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Τα πήλινα αντικείμενα σε σχήμα καρδιάς και σφήνας τα οποία εντοπίστηκαν στις ανασκαφές της Δωδώνης ερμηνεύτηκαν από τον Σ. Δάκαρη ως «εισιτήρια». Όπως στα Ολύμπια, οι νικητές στεφανώνονταν με κλαδιά ελιάς, στα Νέμεα με αγριοσέλινα, στα Δελφικά με κλαδιά δάφνης, στους «στεφανίτες» αγώνες των Ναΐων κλαδιά της ιερής φηγού πρέπει να στεφάνωναν τους νικητές. Στη Δωδώνη γιόρτασαν, -στο ημιτελές ή στο νεότευκτο θέατρο- τους θριάμβους του Πύρρου, μετά τις νίκες κατά των Μακεδόνων, κατά των Ρωμαίων και κατά των Καρχηδονίων.
Εκεί έκλαψαν τον Πύρρο, αυτόν που για εικοσιπέντε χρόνια συγκλόνισε τη Μεσόγειο, την Ελλάδα και την Ιταλία, όταν αυτός σκοτώθηκε στις οδομαχίες του Άργους, - έκοψαν το κεφάλι του και αποτέφρωσαν το σώμα του με προοπτική να το στείλουν στην Αμβρακία. Ανδριάντες του Πύρρου υπήρχαν στην Ολυμπία, στην Αθήνα, στη Δήλο και στο Κάλλιον της Αιτωλίας. Δεν μάθαμε ποτέ πώς τον τίμησαν στη Δωδώνη. Η Αμβρακία, στα νότια της Ηπείρου, από την ίδρυσή της, το 625 π.Χ., όταν ο Γόργος, νόθο τέκνο του Κύψελου, τυράννου της Κορίνθου, μητρόπολης των αποικιών της Λευκάδας, της Κέρκυρας και των Συρακουσών, έγινε η άλλη όψη των πολιτικών και πολιτειακών προτύπων της τότε Ηπείρου.
Οι Θεσπρωτοί, οι Μολοσσοί και οι Χάονες, συντηρώντας τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, γνώρισαν καλύτερα τον κόσμο των Κορινθίων: τους αποίκους, τους θαλασσοπόρους, τους εμπόρους ναυτικής ξυλείας, των μετάλλων και των κάθε είδους αγαθών, την έννοια της πόλης-κράτους, τον πολιούχο Αγυιέα Απόλλωνα, το άστυ και τη χώρα. Στα κλασικά χρόνια, στον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ. ο χώρος της πόλης οργανώνεται με το Ιπποδάμειο σύστημα. Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Πύρρος αποφασίζει να εγκαθιδρύσει την πρωτεύουσα του στην Αμβρακία. Η Πύρρειος Αμβρακία εμπλουτίζεται με λαμπρά μνημεία και κτήρια.
Κοντά στο ναό του Απόλλωνα χωροθετήθηκε ένα μικρό θέατρο, για τις τρέχουσες διοικητικές και θρησκευτικές συνελεύσεις, ίσως και για ελάσσονα θεατρικά και μουσικά, και ένα μεγάλο θέατρο για μεγάλες συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις. Η Αμβρακία στα Ελληνιστικά χρόνια ανέδειξε τους «τεχνίτες του Διονύσου». Η φήμη των Αμβρακιωτών καλλιτεχνών ξεπέρασε το χρόνο και τον τόπο και αρκεί μια σκηνή σε αρρετινά ανάγλυφα αγγεία του 1ου αιώνα π.Χ. με έναν υποκριτή στο ρόλο του χαρωπού Ηρακλή ανάμεσα στις Μούσες, για να συμβολίζει την παράδοση παιδείας και τέχνης.
Μια υποδειγματική πόλη του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., η Κασσώπη, στα νοτιοδυτικά της Ηπείρου, οργανωμένη από τους εντόπιους με το Ιπποδάμειο σύστημα, είχε επίσης δύο θέατρα. Το μεγάλο θέατρο, συγγενικής τυπολογίας με εκείνο της Δωδώνης, έφτιαξαν οι Κασσωπαίοι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., παρά τους κινδύνους να πέφτουν βράχια από το βουνό, για παραστάσεις σε έναν προνομιακό δροσερό χώρο με πανοραμική άποψη στο Ιόνιο. Προσέβλεπαν σε ένα κοινό μάλλον κοσμοπολίτικο, εάν κρίνουμε από τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία φανερώνουν σχέσεις των Κασσωπαίων με διαφορετικές κοινωνίες της Μεσογείου, την Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Σικελία.
Οι Κασσωπαίοι τιμούσαν στην πόλη τους την Αφροδίτη, παιδί του Δία και της Διώνης, το Δία Σωτήρα και το Διόνυσο. Το μικρό θέατρο των Κασσωπαίων φτιάχτηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. πιθανότατα και ως βουλευτήριο ανάμεσα στα κτήρια της αγοράς, για πρακτικούς κυρίως λόγους λειτουργίας του άστεως. Τα Γίτανα, μια πόλη των Θεσπρωτών στον κάτω ρου του Θύαμι ποταμού, στα όρια της Κεστρίνης και της Θεσπρωτίας, λίγα χιλιόμετρα πριν από τις εκβολές στο Ιόνιο, απέναντι από την Κέρκυρα, απέκτησαν δημόσια κτήρια και θέατρο κατά τον 3ο ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Σε εδώλια του θεάτρου χάραξαν τα ονόματά τους κάποιοι, όπως ο Αντίνοος, ο Κέφαλος, ο Δόκιμος, ο Χαροπίδης και η Φιλίστα.
Ήταν απελεύθεροι, χορηγοί, αντιπρόσωποι οικογενειών ή ομάδων, αξιωματούχοι ή ιερείς. Μπορούσαν να διαβάσουν τα ονόματα κατά τις θερινές συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου ή της βουλής, ή κατά τις δημόσιες τελετές προς τιμήν της Θέμιδας και του Απόλλωνα Αγυιέα, ή κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων. Όσο για την καλλιτεχνική και θεατρική παιδεία των κατοίκων των Γιτάνων και των Θεσπρωτών, αρκεί να αναμοχλεύσει κανείς το αρχείο της πόλης. Τα σωζόμενα σφραγίσματα συχνά παραπέμπουν στο θίασο του Διονύσου, με αποτυπώσεις σατύρων, ηθοποιών και προσωπίδων με τραγικά και κωμικά χαρακτηριστικά.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια, στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. ένας απόγονος των θεατρανθρώπων από τη Θεσπρωτία, ο Φίλων, τέκνο του Αινέα, περιλαμβάνεται στους υποκριτές του Άργους. Ανατολικά των στενών μεταξύ Κέρκυρας και βόρειας αρχαίας Ηπείρου, στις όχθες της γοητευτικής λίμνης του Βουθρωτού, λειτουργούσε ήδη κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. η αγορά της ομώνυμης πόλης, το ιερό του Ασκληπιού και το θέατρο. Σαν μια μικρή Επίδαυρος, ο Βουθρωτός διέθετε το θέατρο, και με τους Ρωμαίους το ωδείο του Ασκληπιείου. Στα εδώλια, οι επιγραφές μνημόνευαν τους πιστούς του Ασκληπιού οι οποίοι συνεισέφεραν στις οικοδομικές εργασίες του θεάτρου.
Επίσης, στα εδώλια και στο υποστύλωμα της πλάγιας εισόδου προς την ορχήστρα του θεάτρου, το Κοινό των Πρασαίβων, στη διάρκεια του δεύτερο μισού του 2ου αιώνα π.Χ., δημοσιοποιούσε, χαράσσοντας στις πέτρες, τις πράξεις παραχώρησης δικαιωμάτων σε δούλους, οι οποίοι απελευθερώνονταν. Οι Χάονες των Ακροκεραυνίων ορέων είχαν τη διοικητική βάση τους στη Φοινίκη, βόρεια του Βουθρωτού. Η πλούσια πόλη με τα κτήριά της οργανώθηκε υποδειγματικά μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. Το θέατρο της Φοινίκης έγινε η κορύφωση των φιλοδοξιών του τρίτου μεγάλου φύλου του ηπειρωτικού χώρου, μετά τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Η αντεκδίκηση των Χαόνων εκδηλώθηκε όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ήπειρο.
Οι Χάονες συνεργάστηκαν με τους κατακτητές προσφέροντας την Φοινίκη στη θέση της Δωδώνης και της Αμβρακίας ως έδρα του Κοινού των Ηπειρωτών. Βορειότερα της Φοινίκης, το θέατρο του 3ου - 2ου αιώνα π.Χ. της Νικαίας υποδηλώνει την εξαιρετική σημασία του ως οργανικό υποσύνολο της αγοράς και της δημόσιας ζωής στην πόλη. Δεκατέσσερις επιγραφές του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. χαράχτηκαν στην ανατολική αντηρίδα του θεάτρου σε κοινή θέαση, ανακοινώνοντας εσαεί τις αποφάσεις για το ποιοι δούλοι απελευθερώνονταν. Όσοι περνούσαν από εκεί ή προσέρχονταν στις εκδηλώσεις του θεάτρου, θα έβλεπαν τα ονόματα αυτών, οι οποίοι για κάποιο λόγο αποκτούσαν ίσα δικαιώμα- τα με τους άλλους πολίτες.
Κοντά στη Νίκαια, στη Βύλλιδα, δίπλα στον ποταμό Αώο, είχε την έδρα του το Κοινό των Βυλλιόνων. Στα χρόνια της ακμής, στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., οι Βυλλίονες έκτισαν στην αγορά της πόλης το θέατρό τους. Επιγραφές, μνημεία δημόσιου λόγου, νόμοι της πολιτείας, ψηφίσματα, αποφάσεις της βουλής και του δήμου στήθηκαν στα αντερείσματα των παρόδων του θεάτρου. Στο θέατρο της Βύλλιδας δεν θα έλειπαν εορτές, πανηγύρια και παραστάσεις, προς τιμήν του Διόνυσου και των Νυμφών, τις οποίες λάτρευαν στις υδροδότες Κρήνες, γειτονικά του θεάτρου και του σταδίου.
Ο υποκριτής σε ρόλο δούλου, ο οποίος στέκεται σταυροπόδι πάνω σε βωμό, ένα έργο από ασβεστόλιθο του 3ου αιώνα π.Χ., συνιστά μια διαχρονική αναφορά στη Νέα Κωμωδία. Ο δούλος βρήκε καταφύγιο πάνω στο βωμό, για να γλιτώσει από το θυμό του κυρίου του. Ο δούλος της Νέας Κωμωδίας προπορεύεται του γελωτοποιού, του παλιάτσου και του πουλτσινέλα των Ευρωπαϊκών κωμωδιών. Ένα ακόμη θέατρο του 3ου αιώνα π.Χ., εκείνο της παλαιάς αποικίας των Κορινθίων της Απολλωνίας, βορειοδυτικά της Βύλλιδας, συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα Αγυιέα, με την περίφημη λατρεία των Νυμφών, με το Μαντείο, την άσβεστη πυρά της ασφάλτου και με αγώνες, τα Νυμφαία, οι οποίοι είχαν υπερβεί κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. τα τοπικά όρια.
Η μαλλιαρή και φτερωτή προσωπίδα (παραπέμπει στον Ερμή υπό την προστασία του οποίου γίνονταν οι γυμνικοί αγώνες), ο διονυσιακός κάνθαρος, το βουκράνιο και ο ρόδακας από τις ανάγλυφες μετόπες του επιστύλιου της σκηνής του θεάτρου υπογραμμίζουν τις διαθέσεις ψυχαγωγίας και πανηγυρισμών για το ευρύ κοινό, με αγωνίσματα στίβου και θεάτρου. Το ωδείο των Απολλωνιατών της Ρωμαϊκής εποχής (2ος αιώνα μ.Χ.) φανερώνει την καλλιτεχνική συνέχεια, στο πλαίσιο των εορτών για τον Απόλλωνα, το Διόνυσο και τις Νύμφες. Οι εορτές αυτές είχαν καθιερωθεί στο πανελλήνιο, παράλληλα με το ορυκτό προϊόν του μονοπωλίου των Απολλλωνιατών, την πίσσα.
Η Νικόπολη, η πόλη της νίκης του Οκταβιανού, ο οποίος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. έγινε Αύγουστος και εγκαινίασε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διέθετε ένα μεγάλο θέατρο και ένα μικρό θέατρο ή ωδείο. Η Νικόπολη συνέχει τις δημιουργικές αρετές των Ελληνιστικών χρόνων στον τομέα της τέχνης και τις επιβλητικές εορτές των θριαμβευτών Ρωμαίων. Υποθέτω ότι οι πιο μεγάλες επίσημες εκδηλώσεις στα θέατρα της Νικόπολης συνδέονταν με την επέτειο της νίκης και τη λατρεία του Απόλλωνα και των Αυτοκρατόρων, οι οποίοι φρόντιζαν, για «άρτον και θεάματα» των υπηκόων τους, πατρικίων, πληβείων και προλετάριων (οι πολίτες με μόνη περιουσία τα παιδιά τους).
Τα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου, της Δωδώνης, της Αμβρακίας, της Κασσώπης, των Γιτάνων, της Νίκαιας, της Βύλλιδας, της Απολλωνίας, του Βουθρωτού, της Φοινίκης, της Νικόπολης, του Δυρραχίου και της Αδριανούπολης, φαντάζουν ως οι ωριμότερες μαθηματικές και αρχιτεκτονικές εκφάνσεις, με εμπνευσμένες λύσεις τεχνικής, στο πλαίσιο της αττικής και ευρύτερα της Ελληνικής παιδείας. Το θέατρο της Επιδαύρου κατασκεύασε, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Πολύκλειτος. Ανώνυμοι, όμως, θα παραμείνουν οι αρχιτέκτονες των θεάτρων της αρχαίας Ηπείρου. Συνδύασαν ισορροπημένα την ακρίβεια, το απέριττο, την πληρότητα, την ωραιότητα της φύσης και του τοπίου. Τα θέατρα της Ηπείρου συνόψισαν:
α) Τη μυθική παράδοση των αρχαιότερων λατρευτικών δρωμένων και των κατοπινών δραμάτων.
β) Τις πολιτικές αξίες περισσότερων εποχών με έμφαση στη συμμετοχή των πολιτών σε συγκεκριμένους δομημένους χώρους.
γ) Τις εμπειρίες προφητικού, μαγικού και ποιητικού λόγου και την καλλιέργεια της ποιότητας της ανθρώπινης φωνής, παρακαταθήκη στους αιώνες.
δ) Τον κυριότερο θεσμό για την αποτελεσματική επικοινωνία με εργαλεία τη θέαση και την ακουστική.
Ανάμεσα στα θέατρα του ευρύτερου Ηπειρωτικού χώρου ξεχωρίζει με τις διαστάσεις του εκείνο της Δωδώνης, το οποίο υπαγόταν στο ιερό του Δία, ενώ τα υπόλοιπα θέατρα ανήκαν σε πόλεις. Η Δωδώνη ήταν θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο των εθνών τα οποία συγκρότησαν την Ήπειρο και παράλληλα ένα Πανελλήνιο ιερό. Στα αρχαία θέατρα των πόλεων της Ηπείρου και του ιερού της Δωδώνης ακούγονται ακόμη υπόκωφα τα λόγια των ηθοποιών, των υποκριτών, των ιερέων και του πλήθους, ανάκατα με τους ήχους της υπαίθρου, με τα καιρικά φαινόμενα, τους κεραυνούς, το χαλάζι, τη βροχή και τους ανέμους.
Η ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΗΠΕΙΡΟ
Η πόλις ως πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής εμφανίζεται στον Ηπειρωτικό χώρο από τον 4ο αιώνα π.Χ. με εξαίρεση την Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων, που ιδρύθηκε περί το 625 π.Χ. Οι πόλεις που ιδρύθηκαν στα όρια της σημερινής Ηπείρου ήταν η Κασσώπη στο Νομό Πρέβεζας, η Ελέα και τα Γίτανα στη Θεσπρωτία. Η Φοινίκη και η Αντιγόνεια της Χαονίας στη σημερινή Νότια Αλβανία υπήρξαν επίσης σημαντικά αστικά κέντρα, που ικανοποιούσαν πολύπλοκες ανάγκες, τόσο διοικητικής, πολιτικής και οικονομικής φύσεως, όσο και αμυντικής στρατηγικής. Ο Βουθρωτός, στην παραλία απέναντι από την Κέρκυρα, κατείχε θέση κλειδί για τη θαλάσσια επικοινωνία και υπήρξε ένα σημαντικό αστικό κέντρο.
Χάρη στην πλεονεκτική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον πολιτιστικό και πολιτικό τομέα. Οι πόλεις αυτές απέκτησαν μια δυναμική που αντανακλάται στην οικιστική τους ανάπτυξη και στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου. Όταν παγιώνεται ο πολεοδομικός ιστός των Ηπειρωτικών πόλεων, διαμορφώνεται η πολιτική αγορά που έχει παράλληλα θρησκευτικό και οικονομικό χαρακτήρα. Η εξέταση που ακολουθεί επικεντρώνεται στην τοπογραφία των αγορών εντός του πολεοδομικού συστήματος κάθε πόλης και τη λειτουργία που χαρακτηρίζει τα οικοδομήματα τα οποία πλαισιώνουν τη δημόσια πλατεία.
Στις Ελληνικές πόλεις η αγορά καταλαμβάνει ένα χώρο στο αστικό κέντρο που τον πλαισιώνουν δημόσια οικοδομήματα και πλήθος μνημείων. Κάλυπτε ποικίλες ανάγκες της αστικής ζωής καταδεικνύοντας τον λειτουργικό ρόλο του κέντρου, που αναδείχτηκε ως ο σημαντικότερος χώρος δημόσιων εκδηλώσεων και κοινωνικής συναναστροφής.
Τοπογραφία των Αγορών και των Θεάτρων
Η Αμβρακία ακολούθησε την Κλασική περίοδο το Ιπποδάμειο σύστημα οργάνωσης και κατά την Ελληνιστική εποχή ο ιδιωτικός χώρος περιορίστηκε προς όφελος του δημοσίου. Ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες περιελάμβαναν πλέγμα αραιών λεωφόρων με κατεύθυνση Α-Δ και άλλων πυκνότερων οδών με κατεύθυνση Β-Ν. Αποχετευτικός αγωγός διαιρούσε κάθε νησίδα κατά μήκος του άξονά της σε δύο σειρές των δέκα σπιτιών η καθεμία. Η αγορά κατέλαβε την έκταση ανατολικά και βόρεια του Αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στο δυτικό τμήμα της πόλης, όπου κτίστηκαν το πρυτανείο, στοές και άλλα μνημειακά οικοδομήματα.
Επάνω στην κεντρική αρτηρία της αρχαίας πόλης κατασκευάστηκε το λεγόμενο μικρό θέατρο, περί το τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Η θεμελίωση του κοίλου έγινε πάνω σε παλαιότερες εγκαταστάσεις με ψηφιδωτά δάπεδα, που χρονολογούνται στον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. Το κοίλο στηρίζεται σε επιχωματωμένο πρανές και έχει νότιο προσανατολισμό, που υπαγορεύεται από τον προϋπάρχοντα ναό του Απόλλωνα. Σε κοντινή απόσταση κτίστηκε το μεγάλο θέατρο του οποίου αποκαλύφθηκαν τμήματα της ορχήστρας, της δυτικής παρόδου, του αναλημματικού τοίχου και λίγα λίθινα εδώλια.
Τα οικοδομικά κατάλοιπα δεν εξασφαλίζουν την απόδοση της αρχιτεκτονικής δομής του θεάτρου, το οποίο εκτιμάται ότι κτίστηκε περί το τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Όταν η Αμβρακία έγινε η πρωτεύουσα του βασιλείου του Πύρρου, αυξήθηκαν τα δημόσια κτήρια και είναι πιθανόν ολόκληρη η δυτική περιοχή της πόλης να αποκαλείτο Πύρρειος συνοικία. Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για τον καλλιτεχνικό πλούτο, μέρος του οποίου μετέφερε ο M. Fulvius Nobilior στη Ρώμη, ανάμεσά τους το εντυπωσιακό σύνταγμα με τα αγάλματα των Μουσών. Επιπλέον, ονόματα τραγικών ή κωμικών υποκριτών, χορευτών και μουσικών που έπαιζαν κιθάρα ή αυλό από την Αμβρακία αναφέρονται σε επιγραφές ή μνημονεύονται στις φιλολογικές πηγές.
Βέβαιο είναι ότι ο καλλιτεχνικός πλούτος μας δείχνει ξεκάθαρα την αισθητική εκλέπτυνση των κατοίκων. Η Κασσώπη ιδρύθηκε με συνοικισμό κωμών της Κασσωπαίας στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και αποτέλεσε το πολιτικό, διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο του φύλου των Κασσωπαίων. Η πόλη είναι χτισμένη σε ευρύχωρο οροπέδιο στις νότιες πλαγιές του Ζαλόγγου. Η χάραξη εντός του περιβόλου παράλληλων οδών (στενωπών) με άξονα Β-Ν, που διασταυρώνονται κάθετα με δύο «πλατείες οδούς», όπως τις αποκαλούσαν, με άξονα Α-Δ, σχηματίζει εξήντα περίπου στενόμακρες οικοδομικές νησίδες με μήκος που ποικίλλει στη βόρεια (112 μ.), στην κεντρική (128 μ.) και στη νότια ζώνη (70 - 160 μ.).
Η αγορά της Κασσώπης δεν βρίσκεται στο κέντρο, αλλά νότια της κύριας οδού και καταλαμβάνει ορθογώνιο χώρο διαστάσεων περίπου 70 x 60 μέτρα. Τα περισσότερα δημόσια κτήρια οικοδομήθηκαν την περίοδο της ευημερίας της πόλης, στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., και ο πληθυσμός της υπολογίζεται σε 8.000 - 10.000 κατοίκους. Αυτή την περίοδο εκτελούνται έργα μεγάλης κλίμακας στην αγορά, που πλαισιώθηκε στις τρεις πλευρές της με οικοδομήματα. Το ωδείο - βουλευτήριο ορίζει από ανατολικά τη μία πλευρά της πλατείας, τις υπόλοιπες πλευρές πλαισιώνουν από μία στοά στα δυτικά και βόρεια.
Η δυτική στοά, με 13 Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, κτίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καταλαμβάνοντας τμήμα του κάθετου δρόμου. Ο υπαίθριος ορθογώνιος χώρος εμπρός από τη στοά καλύπτει επιφάνεια 35,50 x 6,80 μ., είναι πλακοστρωμένος και περιβάλλεται από χαμηλούς λίθινους ορθοστάτες. Ο χώρος αυτός ερμηνεύθηκε ως τέμενος και εμπρός του υπήρχαν βάθρα χάλκινων ανδριάντων και αγαλμάτων. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε μονολιθική βάση την οποία ο ανασκαφέας ερμήνευσε ως βάθρο κάποιου σημαντικού μνημείου της πόλης. Ένας μεγάλος λίθινος βωμός αφιερωμένος στο Δία Σωτήρα και άλλοι δύο συνεχόμενοι μικρότεροι βωμοί βρίσκονται έκκεντρα στον χώρο της αγοράς μπροστά από το τέμενος.
Το διοικητικό κέντρο της πόλης στεγαζόταν στο Πρυτανείο, ένα κτήριο διαστάσεων 27,30 x 14,40 μ. πίσω από τη δυτική στοά, το οποίο χρονολογείται πιθανώς στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Η αναγνώριση του οικοδομήματος βασίζεται στην αρχιτεκτονική του που έχει τη μορφή σπιτιού· επιπλέον, διαθέτει περιστύλιο με Δωρικούς κίονες στις πλευρές σε σχήμα Π και πρόστυλη εξέδρα όπου εντοπίστηκαν ίχνη λατρείας. Εδώ σιτίζονταν οι πρυτάνεις και τα τιμώμενα πρόσωπα, και από την αψιδωτή εξέδρα οι άρχοντες παρακολουθούσαν τα λατρευτικά δρώμενα στους βωμούς και στο τέμενος.
Η βόρεια στοά, με διαστάσεις 62,70 x 11,40 μ. στη σημερινή της μορφή, χρονολογήθηκε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., όμως τεκμηριώθηκε ανασκαφικά και προγενέστερη φάση στενόμακρου κτίσματος με δωμάτια που είχαν ψηφιδωτό δάπεδο, πιθανώς του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Η πρόσοψη του οικοδομήματος είχε συνολικό ύψος 4,12 μ., έφερε 23 Δωρικούς κίονες και στα άκρα της διαμορφώνονται δύο κλειστοί χώροι. Στο εσωτερικό της στοάς υπήρχε Ιωνική κιονοστοιχία με 13 κίονες που εδράζονταν επάνω σε ορθογώνιες βάσεις. Στην πρόσοψη και στα ανατολικά της στοάς αποκαλύφθηκαν κατά χώρα βάθρα χάλκινων αγαλμάτων και ανδριάντων, ορισμένα από τα οποία διατηρούν τις αναθηματικές αφιερώσεις και τις τιμητικές αναγραφές.
Το ωδείο ή βουλευτήριο έχει προσανατολισμό προς τα ΒΔ και αποκλίνει από τον άξονα της Αγοράς. Η αναγνώριση του κτιριακού συγκροτήματος βασίζεται στην αρχιτεκτονική του μορφή που ακολουθεί τον τύπο του θεάτρου. Το κοίλο, με διάμετρο 46 μ., περικλείεται από ορθογώνιο περίβολο, ο οποίος έχει στα ανατολικά μία στενόμακρη αίθουσα και συνεχόμενη στοά με δεκαπέντε οκτάπλευρους στύλους στο εσωτερικό, δεκατρείς στην πρόσοψη και κλειστά τα άκρα της. Τρεις κλίμακες διαιρούν το κοίλο σε τέσσερις κερκίδες με εικοσιένα σειρές λίθινων εδωλίων. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 2.000 περίπου θέσεις και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.
Η ορθογώνια σκηνή έχει διαστάσεις 15,40 x 7,60 μ. με προεξέχοντα παρασκήνια που προβάλλουν στην ορχήστρα και πλαισιώνουν το προσκήνιο. Το μεγάλο διώροφο κτήριο βόρεια της αγοράς με διαστάσεις 30 x 32,60 μ. ερμηνεύθηκε από τον ανασκαφέα ως «καταγώγιον», δηλαδή δημόσιος ξενώνας της πόλης. Σύμφωνα όμως με άλλη εκδοχή το κτήριο στέγασε την εμπορική αγορά της πόλης. Το οικοδόμημα καταλαμβάνει το πλάτος μιας πολεοδομικής νησίδας και κτίστηκε πιθανώς στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Η είσοδος στη νότια πλευρά του κτηρίου, επί της κύριας οδού της πόλης, είχε τη μορφή προπύλου.
Η αυλή στο κέντρο του οικοδομήματος έχει διαστάσεις 14,12 x 11,64 μ. και περιβάλλεται από στοά με 26 οκτάπλευρους λίθινους πεσσούς που επιστέφονται με Δωρικά επίκρανα. Το κτιριακό συγκρότημα της εμπορικής αγοράς περιλαμβάνει δεκαοκτώ ανεξάρτητους χώρους που αναπτύσσονται περιμετρικά της στοάς, ενώ στον όροφο διαμορφώνονται δεκαεπτά δωμάτια αντίστοιχα με αυτά του ισογείου, με εξαίρεση την είσοδο, τα οποία είχαν εξώστη προς την αυλή. Ξύλινη κλίμακα στον ανατολικό τοίχο του προπύλου οδηγούσε στον όροφο. Το οικοδόμημα κατέλαβε την έκταση παλαιότερων οικιών με βοτσαλωτό δάπεδο και ενός στενόμακρου κτηρίου που είχε στοά σε σχήμα Π και αύλειο χώρο με άνοιγμα προς την κύρια οδό.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα τοποθετούν την κατασκευή του προγενέστερου κτηρίου μέσα στον 4ο ή στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα π.Χ. Στη βορειοδυτική γωνία της πόλης, στον άξονα της αγοράς κάτω από την ΒΔ ακρόπολη κατασκευάστηκε το θέατρο. Η ορθογώνια σκηνή έχει δύο στενόμακρα παρασκήνια στα άκρα και ανάμεσά τους διαμορφώνεται το προσκήνιο με έξι κίονες στην πρόσοψη. Η χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 6.000 άτομα και εκτιμάται ότι κτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ.. Η Ελέα είναι κτισμένη σε καίρια θέση στην περιοχή της κοιλάδας της Παραμυθιάς και υπήρξε η πολιτική έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών.
Ιδρύθηκε με συνοικισμό κωμών πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. επάνω σε φυσικό πλάτωμα έκτασης 105 στρεμμάτων και περιβάλλεται βόρεια, δυτικά και ανατολικά από απόκρημνα βραχώδη πρανή. Η πόλη οχυρώθηκε με τείχος κατά το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας στα ανατολικά και βορειοανατολικά και κατά τόπους στις υπόλοιπες πλευρές. Η Ελέα ήταν η έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μέχρι το 335 π.Χ. - 330 / 325 π.Χ. Η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. και η κατοίκηση στη συνέχεια ήταν περιορισμένης έκτασης και μικρής διάρκειας. Η πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού διαμορφώνεται σε επάλληλα άνδηρα ακολουθώντας σε γενικές γραμμές το Ιπποδάμειο σύστημα, ωστόσο οι οικοδομικές νησίδες δεν έχουν σταθερές διαστάσεις.
Το βορειοανατολικό τμήμα του οικισμού παρουσιάζει αραιή δόμηση, αντίθετα το υπόλοιπο τμήμα του οικισμού είναι πυκνότερα δομημένο. Καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση της αγοράς είχε το επίπεδο τμήμα στο κέντρο του οικισμού, νότια της κύριας οδού. Μια ανοιχτή έκταση 3.000 τ.μ. διαμορφώνεται σε τρία επάλληλα άνδηρα και πλαισιώνεται από τρεις στοές στην ανατολική, δυτική και βόρεια πλευρά, οι οποίες κατασκευάστηκαν τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.. Ο αμφιθεατρικός χώρος νότια της αγοράς θεωρήθηκε παλαιότερα ότι αποτελούσε το κοίλο ενός θεάτρου. Όμως, οι πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν ότι πρόκειται για τέσσερις οικοδομικές νησίδες ενταγμένες στο επικλινές ανάγλυφο.
Η ανατολική στοά (κτήριο 23) διαστάσεων 40 x 10 μ. έχει πρόσωπο προς δυσμάς και είναι κατασκευασμένη κατά το πολυγωνικό σύστημα με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης. Εσωτερικά αναπτύσσεται μια σειρά ένδεκα πεσσών ή κιόνων σύμφωνα με τις τετράγωνες βάσεις που βρέθηκαν κατά χώρα και λίθινο θρανίο που διέτρεχε τους τοίχους. Η βόρεια στοά (κτήριο 24) σε άμεση γειτνίαση με την ανατολική έχει διαστάσεις 17,50 x 6.30 / 7 μ., λίθινο θρανίο εσωτερικά και πιθανώς ξύλινους κίονες στην πρόσοψη. Το δυτικό τμήμα της αγοράς πλαισιώνει στωικό οικοδόμημα (κτήριο 25) διαστάσεων 30,80 x 13 μ., τα άκρα του οποίου απολήγουν σε παραστάδες με ένδεκα κίονες δωρικού ρυθμού ανάμεσά τους.
Εσωτερικά της δυτικής στοάς διαμορφώνονται επτά ορθογώνιοι χώροι που ταυτίστηκαν με αίθουσες συμποσίων και τους περιτρέχει διάδρομος πλάτους 2,50 - 2,80 μ. Τα δωμάτια έχουν έκκεντρη είσοδο και ανά δύο επικοινωνούν με τον διάδρομο και μεταξύ τους. Η ακριβέστερη χρονολόγηση των στοών δεν εξάγεται από τα ανασκαφικά δεδομένα, τα οποία όμως τεκμηριώνουν την καταστροφής τους το 167 π.Χ.. Με βάση την αρχιτεκτονική μορφή και την ιστορική συγκυρία δεχόμαστε ότι κτίσθηκαν στον 3ο αιώνα π.Χ.. Το βορειοδυτικό τμήμα της αγοράς οριοθετείται από ένα δημόσιο οικοδόμημα (κτήριο 26) διαστάσεων 10 x 16 μ. αποτελούμενο από έξι χώρους διαμορφωμένους σε δύο επάλληλα επίπεδα με άξονα Β-Ν.
Σε έναν από τους χώρους στο βόρειο τμήμα του κτηρίου λειτουργούσε πιθανώς ένα μικρό ιερό, λαμβάνοντας υπόψη τα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν επάνω σε λίθινο θρανίο. Τέλος, μικρά κτίσματα με ανοικτή πρόσοψη που αναπτύσσονται σε επάλληλα άνδηρα ανατολικά του δημόσιου οικοδομήματος που περιγράψαμε, εξυπηρετούσαν πιθανώς τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της πόλης. Τα αρχαία Γίτανα, τα ερείπια των οποίων εντοπίζονται στα όρια του Δήμου Φιλιατών, ιδρύθηκαν στις παρυφές του δέλτα, βόρεια της κοίτης του Καλαμά, λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Υπήρξαν η έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μετά τη μεταφορά από την Ελέα του πολιτικού τους κέντρο.
Την ονομασία Γίτανα μνημονεύει ο Πολύβιος και ο Τίτος Λίβιος. Χάλκινη αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε σε μικρό ναό στο δυτικό τμήμα του οικισμού, και τουλάχιστον 14 σφραγίσματα με την επιγραφή ΓΙΤΑΝΑ που αποκαλύφθηκαν στο Πρυτανείο - Αρχείο της πόλης, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταύτιση της ορθής ονομασίας της πόλης. Ο οχυρωμένος κατά το πολυγωνικό σύστημα οικισμός εκτείνεται στο μεγαλύτερο τμήμα του σε χαμηλό ασβεστολιθικό πλάτωμα, περιβαλλόμενος στις τρεις πλευρές του από την κοίτη του Καλαμά. Στα βορειοανατολικά η οχύρωση καταλαμβάνει το ΝΔ άκρο του όγκου του υψώματος της Βρυσέλλας. Η πόλη εκτείνεται σε έκταση 287 στρεμμάτων και είχε στην περίοδο ακμής της από 6.000 - 8.000 κατοίκους.
Ακολουθεί με αποκλίσεις από την κανονικότητα το Ιπποδάμειο σύστημα με προσανατολισμό Β/ΒΑ-Ν/ΝΔ. Λόγω των υψομετρικών διαφορών σχηματίστηκαν άνδηρα από βορρά προς νότο και ενίοτε από Α-Δ ή Δ-Α. Σημειωτέον ότι τα αναλήμματα των ανδήρων αποτελούν τους εξωτερικούς τοίχους των κτισμάτων. Τα δημόσια κτήρια κατελάμβαναν ολόκληρη πολεοδομική νησίδα, όπως συμβαίνει με το πρυτανείο. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική μονάδα ενσωματωμένη απόλυτα στον πολεοδομικό κάνναβο της πόλης. Η κατοίκηση απλώνεται σε όλη την τειχισμένη έκταση, ενώ εκτός των τειχών αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα ενός κτηρίου, πιθανώς για δημόσια χρήση, το θέατρο, και άλλα λείψανα κτισμάτων των οποίων δεν γνωρίζουμε τη λειτουργία τους.
Η κατασκευή του θεάτρου και η αρχιτεκτονική πλαισίωση της αγοράς προσδιορίζεται γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.. Η αγορά βρίσκεται ανατολικά της κύριας πύλης του οικισμού σε επίπεδη έκταση και έχει τη μορφή ανοιχτής πλατείας. Περιβάλλεται βόρεια από μία στοά (κτήριο 72) και στη νότια πλευρά, που ορίζει πλακόστρωτος δρόμος, ένα κτήριο με δεκαέξι καταστήματα, που εξυπηρετούσε τις οικονομικές δραστηριότητες της πόλης, αναπτύσσεται σε μήκος 100 μέτρων. Η ακριβής χρονολόγηση του συγκροτήματος δεν εξάγεται προς το παρόν. Η βόρεια στοά (κτήριο 72) ακολουθεί τον χαρακτηριστικό τύπο με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης, έχει διαστάσεις 76 x 13 μ. και στο εσωτερικό της φέρει 14 κίονες Ιωνικού τύπου και στην πρόσοψη 26 κίονες Δωρικού τύπου.
Στο εσωτερικό της στοάς διαμορφώνεται λίθινο θρανίο κατά μήκος του τοιχοβάτη. Την πρόσοψη της στοάς πλαισιώνουν ένδεκα βάθρα αγαλμάτων και μία τοξοειδής εξέδρα. Στη δυτική πλευρά της στοάς κτίστηκε ορθογώνιο οικοδόμημα με δύο χώρους, «κτήριο Ε» (κτήριο 73), το οποίο έχει διαστάσεις 20 x 16 μ. και ερμηνεύθηκε ως σκευοθήκη και ιερό του Απόλλωνα Αγυιέα. Στην πλατεία της αγοράς ο χώρος διαστάσεων 100 x 30 μ. παρέμεινε αδέσμευτος από κατασκευές. Η ανέγερση οικοδομημάτων στο δυτικό τμήμα του οικισμού και η κατασκευή ενός διατειχίσματος, που άφησε απέξω την αγορά, τροποποίησαν τον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Το διατείχισμα ορίζει τον ανατολικό και δυτικό οικιστικό τομέα, όπου βρίσκονται δημόσια κτήρια και ιερά, και η κατασκευή του προσδιορίστηκε χρονολογικά μετά τον 4ο αιώνα π.Χ.. Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες όμως έφεραν στο φως θεμελιώσεις αρχαιότερων κατασκευών, επάνω από τις οποίες διέρχεται το διατείχισμα που τέμνει διαγώνια πολεοδομικά τετράγωνα και δρόμους. Η χρονολόγηση του διατειχίσματος, μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή το 167 π.Χ., φαίνεται πολύ πιθανή. Σύμφωνα με τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα ο οικισμός περιορίζεται στον τομέα εντός του διατειχίσματος και επιβιώνει μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. (167 - 27 π.Χ.).
Κοντά στην κύρια πύλη του διατειχίσματος βρίσκεται το «κτήριο Β» (κτήριο 1), που εξυπηρετούσε τις συγκεντρώσεις μεγάλου πλήθους ή και τις ανάγκες σίτισης. Τα πέταλα νομισμάτων που βρέθηκαν στο χώρο υποδεικνύουν ότι το κτήριο λειτούργησε σε κάποια φάση και ως νομισματοκοπείο. Στο νοτιοδυτικό τομέα του οικισμού βρίσκεται το «κτήριο Α» (κτήριο 32) που ταυτίζεται με το Πρυτανείο - Αρχείο της πόλης και καταλαμβάνει οικοδομική νησίδα έκτασης 1500 τ.μ. Εδώ λειτουργούσαν αίθουσες συμποσίων που είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, μαγειρεία και αποθηκευτικοί χώροι. Χάλκινα εξαρτήματα ανακλίντρων (fulcra) που εικονίζουν Αμαζόνα, Διόνυσο και Άρτεμη προέρχονται από το Πρυτανείο.
Στο κτηριακό συγκρότημα στεγαζόταν και το αρχείο της πόλης σύμφωνα με το μεγάλο πλήθος πήλινων σφραγισμάτων (περισσότερα από 3.000), που απεικονίζουν μεταξύ άλλων αγαλματικούς και εικονιστικούς τύπους. Η προσωποποίηση της βουλής των Γιτάνων αποτυπώνεται σε ένα από τα σφραγίσματα. Μικρός ναός (κτήριο 25) βρίσκεται στη βόρεια οικοδομική νησίδα που ορίζεται από τους δρόμους 7 και 9. Έχει διαστάσεις 13 x 7 μ., ήταν πιθανώς πρόστυλος και περιλαμβάνει τον πρόναο και το σηκό. Το λίθινο θέατρο, βόρεια του Πρυτανείου, κατασκευάστηκε εξωτερικά του οικισμού, ανάμεσα στη δυτική οχύρωση και τον ποταμό και χρονολογείται με ασφάλεια στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
Οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν στη βραχώδη πλαγιά τμήμα του κοίλου, την ορχήστρα και τμήμα της σκηνής, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες που αφορούν την αποκάλυψη των αναλημμάτων του κοίλου, των παρασκηνίων και των παρόδων. Ονόματα πολιτών που βρίσκονται χαραγμένα στα λίθινα εδώλια του θεάτρου των Γιτάνων δείχνουν ότι αυτή η ταξιθεσία θα ίσχυε όχι μόνο για τις θεατρικές παραστάσεις αλλά και για τις πολιτικές συναθροίσεις. Την εικόνα των οργανωμένων αστικών κέντρων συμπληρώνουν πόλεις της Χαονίας, η Φοινίκη, έδρα του Κοινού των Χαόνων, και η Αντιγόνεια, ίδρυμα του Πύρρου, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Η Φοινίκη, πρωτεύουσα των Χαόνων διέθετε ακρόπολη με δημόσια οικοδομήματα ήδη από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ήταν επίσης η έδρα του ''κοινοῦ τῶν Ἠπειρωτῶν τῶν περὶ Φοινίκην'' μετά το 167 π.Χ. Η πόλη επεκτάθηκε στους πρόποδες του λόφου με την επιβολή της Pax Romana. Στην ανατολική πλευρά της οχυρωμένης ακρόπολης αναπτύχθηκε η αγορά με τα δημόσια οικοδομήματα και το θέατρο, η κύρια οικοδομική φάση του οποίου χρονολογείται στη μέση Ελληνιστική περίοδο. Η Αντιγόνεια, κοντά στο χωριό Σαρακίνιστα στην περιοχή Γέρμα, νότια του Αργυροκάστρου, αναπτύχθηκε κατά το Ιπποδάμειο σύστημα σε τρεις ζώνες που χωρίζονται με διατειχίσματα και καταλαμβάνει έκταση 35 εκταρίων.
Η αγορά, ενταγμένη στο ορθογώνιο σύστημα, βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και περιλαμβάνει στοά και περίστυλο οικοδόμημα, αντίστοιχο προς το «Καταγώγιο» της Κασσώπης. Η ομοιότητα της πόλης προς την Κασσώπη είναι αξιοπαρατήρητη. Ο Βουθρωτός βρίσκεται σε λόφο στην όχθη της ομώνυμης λίμνης και οργανώθηκε κατά τον 5ο αιώνα γύρω από την ακρόπολη των Αρχαϊκών χρόνων. Σε περιτειχισμένο χώρο, μεταξύ του κατώτερου τείχους και του ιερού του Ασκληπιού, οργανώθηκε την Ελληνιστική περίοδο η αγορά με πρυτανείο, στοές και θέατρο, χωρητικότητας 2.000 περίπου θέσεων και γυμνάσιο.
Υπήρξε η έδρα του Κοινού των Πρασαίβων, που οργανώθηκε πιθανώς το 164 π.Χ. και επέζησε για μισό αιώνα τουλάχιστον, ως την ίδρυση της Ρωμαϊκής αποικίας επί Καίσαρος. Το ιερό της Δωδώνης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιερού αποτελεί η θέση του στην πλαγιά του λόφου που διατρέχει την κοιλάδα της Δωδώνης. Οι εδαφολογικές συνθήκες, το φυσικό περιβάλλον και η υπαίθρια λατρεία προσδιόρισαν την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του τοπίου με τον προς Ν-ΝΑ προσανατολισμό των κτηρίων. Τον πυρήνα αποτέλεσε η ιερά οικία του Διός στο βόρειο τμήμα του Ιερού, η οποία πλαισιώθηκε κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. από μικρούς ναούς.
Από ανατολικά προς τα δυτικά αναπτύχθηκαν οι ναοί του Ηρακλή, που καλύπτεται εν µέρει σήμερα από τα ερείπια της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, ο παλαιότερος και ο νεότερος ναός της Διώνης, οι ναοί της Θέμιδος και της Αφροδίτης. Δυτικά των λατρευτικών κτισμάτων βρίσκονται το βουλευτήριο και το οικοδόμημα . Στο νότιο τμήμα κατασκευάστηκαν το πρυτανείο και δύο στοές που πλαισίωναν εσωτερικά το ανατολικό και δυτικό σκέλος του περιβόλου. Η πρόσβαση γινόταν από το ΝΔ τμήμα του περιβόλου που είχε τη μορφή μνημειακού προπύλου. Στη σημερινή κατάσταση η είσοδος στο ιερό γίνεται από τα δυτικά, διαμέσου της κονίστρας του αρχαίου σταδίου.
Ανατολικά του θεάτρου βρίσκεται το βουλευτήριο όπου συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτικών φύλων στη Συμμαχία των Ηπειρωτών και αργότερα στο Κοινό των Ηπειρωτών. Πρόκειται για υπόστυλη αίθουσα ορθογώνιας κάτοψης διαστάσεων 43,60 x 32,35 µ. με έξι εσωτερικούς κίονες στην πρώτη οικοδομική φάση και οκτώ στην ανοικοδόμηση του κτηρίου. Ο χώρος του συνεδρίου αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα µε τον επιµήκη άξονα από Β-Ν και τα έδρανα του συνεδρίου βρίσκονταν στο κεκλιμένο βόρειο τμήμα. Η ακριβής μορφή της διάταξης των εδράνων δεν είναι σαφής, επειδή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ανασκαφικές έρευνες στο κτήριο.
Ο ενεπίγραφος βωμός, η λίθινη κάλπη και το βήμα των ομιλητών βρίσκονται στο νότιο επίπεδο τμήμα . Η αναγνώριση του κτηρίου έγινε με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή και τις επιγραφικές μαρτυρίες των τιμητικών ανδριάντων που ήταν στημένοι ανατολικά του κτίσματος. Ο βωμός αφιερωμένος από τον Χάροπα τον πρεσβύτερο περί το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. στο Δία Νάιο, τη Διώνη και το Δία Βουλέα, που βρέθηκε εντός του κτηρίου, επιβεβαιώνει τη λειτουργία του οικοδομήματος ως βουλευτήριο. Σημειωτέον ότι ο Δίας είναι ο Θεός που λατρεύεται στις αγορές με το προσωνύμιο Βουλεύς ή Σωτήρ, όπως μαρτυρεί ο ενεπίγραφος βωμός στην αγορά της Κασσώπης.
Στο βουλευτήριο της Δωδώνης ο Δίας προσδιορίζεται και με το τοπογραφικό προσωνύμιο Νάιος. Οι πολιτικές λειτουργίες τίθενται υπό την προστασία του Διός Βουλαίου και η σύνδεση του παραδοσιακού θρησκευτικού αισθήματος (Νάιος Δίας - Διώνη) με την πολιτική πράξη εγγυάται το σεβασμό των ανθρώπων στους θεσμούς και περιορίζει την αμφισβήτηση οποιασδήποτε πολιτικής απόφασης. Η οικοδόμηση του βουλευτηρίου χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου ανάμεσα στο 297 π.Χ.- 272 π.Χ. Η είσδος στο βουλευτήριο γίνεται µέσω της Δωρικής στοάς στη νότια στενή πλευρά του. Η στοά διαστάσεων 32,40 x 5,50 μ. είχε 15 κίονες στην πρόσοψη και σε δεύτερη οικοδομική φάση κτίστηκε ένα χαμηλό θωράκειο μεταξύ των κιόνων.
Ανάλογο στωικό κτίσμα έχει το θέατρο της Δωδώνης και το γειτονικό πρυτανείο στην ανατολική του πλευρά. Το βουλευτήριο καταστράφηκε από τους Ρωµαίους το 167 π.Χ. και επισκευάστηκε μετά το 148 π.Χ. για να επαναλειτουργήσει έως τα χρόνια του Αυγούστου. Ένα δημόσιου χαρακτήρα κτήριο, που βρίσκεται ανάμεσα στον ανατολικό πύργο του θεάτρου και στο βουλευτήριο, χρησίμευσε στην αρχική του φάση ως δημόσιο ενδιαίτημα. Απέναντι από το βουλευτήριο προς νότο βρίσκεται το πρυτανείο κτισμένο σε επίπεδο χώρο, το οποίο παρουσιάζει πέντε οικοδομικές φάσεις χρονολογούμενες από το τέλος του 4ου ή αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. έως το τέλος του 4ου αιώνα µ.Χ.
Αρχικά κατασκευάστηκε το κτήριο, διαστάσεων 31,45 x 13 µ. με δύο εισόδους στα βόρεια προς την ιερά οδό, και το αποτελούσαν η αίθουσα με την εστία, η περίστυλη αυλή στο κέντρο και εκατέρωθεν οι δημόσιοι ξενώνες. Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, που προσδιορίζεται χρονολογικά στη λειτουργία του Κοινού των Ηπειρωτών και πριν από το 219 π.Χ. προστέθηκαν βόρεια και νότια οι πτέρυγες Ο1 και Ο2 αντίστοιχα, έγιναν εσωτερικές μετατροπές και η είσοδος μεταφέρθηκε στην ανατολική πλευρά της περίστυλης αίθουσας. Η συνολική έκταση του κτηρίου ήταν στη φάση αυτή 34 x 34 µ. περίπου.
Στην πτέρυγα Ο2 στεγάζονταν πιθανώς το αρχείο και το νομισματοκοπείο, λειτουργία συμβατή με το πρυτανείο. Τότε η πρόσοψη του κτηρίου απέκτησε ιωνική στοά που είχε κλειστό το βόρειο άκρο. Μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή το 167 π.Χ. και την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων το 148 π.Χ. ανοικοδομείται πρόχειρα μόνο ο αρχικός πυρήνας του κτηρίου Ο. Ο περιορισμός του πρυτανείου ερμηνεύεται από τη συρρίκνωση της ακτινοβολίας του Κοινού των Ηπειρωτών, τη δυσλειτουργία του γειτονικού βουλευτηρίου και τη συνακόλουθη υποβάθμιση του ιερού από πολιτικό κέντρο. Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. κατασκευάζονται επί του πρυτανείου ιδιωτικά σπίτια αλλοιώνοντας έτσι το δημόσιο χαρακτήρα του κτηρίου.
Μνημειακή στοά συνεχόμενη της ανατολικής στοάς του πρυτανείου εκτεινόταν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του εξωτερικού περιβόλου του ιερού. Το μήκος της δυτικής στοάς είναι 80 μ. και το πλάτος 10,50 μ., είχε εσωτερική κιονοστοιχία από δεκατέσσερις κίονες και το δυτικό τοίχο της αποτελούσε ο αρχαιότερος περίβολος του ιερού. Η δυτική στοά είναι νεότερη του στωικού μετώπου του πρυτανείου και κατασκευάστηκε στην περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών, πιθανώς όταν επεκτάθηκε το πρυτανείο πριν από το 219 π.Χ. Ανατολικά της στοάς του βουλευτηρίου και κατά μήκος της ανατολικής στοάς του πρυτανείου και της δυτικής στοάς του ιερού ήταν στημένοι ανδριάντες επιφανών προσώπων.
Ένα άλλο στωικό οικοδόμημα που πλαισίωνε εσωτερικά το ανατολικό σκέλος του εξωτερικού περιβόλου αποτύπωσε ο Καραπάνος κατά τη διενέργεια των πρώτων ανασκαφών και στην πρόσοψη του κτηρίου υπήρχε κατά μήκος σειρά βάθρων αναθημάτων και αγαλμάτων. Το θέατρο οικοδομήθηκε σε φυσική κοιλότητα του εδάφους στο δυτικό άκρο του λόφου και έχει νότιο προσανατολισµό προς τον άξονα της κοιλάδας. Στο θέατρο ανιχνεύονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις, η πρώτη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., τότε που κατασκευάζονται το κοίλο, η ορχήστρα και η σκηνή. Τοξωτή πυλίδα µε δύο πλευρικά παράθυρα οδηγούσε νότια έξω από τη σκηνή σε µία Δωρική στοά µε δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους.
Το ανατολικό άκρο της στοάς ήταν κλειστό µε τοίχο, όπως και το βόρειο άκρο της ανατολικής στοάς του πρυτανείου. Επισκευές πραγματοποιήθηκαν στο θέατρο μετά την καταστροφή από τους Αιτωλούς (219 π.Χ.). Το θέατρο καταστράφηκε από της Ρωμαίους το 167 π.Χ. και επισκευάστηκε μετά το 148 π.Χ. Περί το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. η ορχήστρα διαμορφώθηκε σε ωοειδή κονίστρα, αφαιρέθηκαν οι δύο πρώτες σειρές εδωλίων και η προεδρία και στη θέση της κατασκευάστηκε ένα στηθαίο για να προστατεύει της θεατές κατά τη διεξαγωγή των θηριομαχιών. Καταργήθηκε, επίσης, το προσκήνιο και τα παρασκήνια διαμορφώθηκαν σε χώρους φύλαξης των ζώων.
Αριστερά της δυτικής παρόδου του θεάτρου κτίσθηκε αναληµµατικός τοίχος, οργανικά συνδεδεμένος µε το πρόπυλο του θεάτρου για να συγκρατήσει την τεχνητή επίχωση επί της οποίας κατασκευάστηκαν οι 21 ή 22 σειρές λίθινων εδωλίων του σταδίου. Στη νότια πλευρά του σταδίου κτίστηκε αναληµµατικός τοίχος για να συγκρατήσει τα αντίστοιχα εδώλια. Μεταξύ των εδωλίων υπήρχαν κλίµακες για την ανάβαση των θεατών. Στην ανατολική πλευρά του σταδίου η κονίστρα ήταν ωοειδής και στο βορειοανατολικό άκρο υπήρχε διπλή τοξωτή είσοδος που οδηγούσε προς το θέατρο και τους ναούς.
Κατά τις πρόσφατες ανασκαφές εντοπίστηκε η βόρεια πλευρά ενός κτίσματος, πιθανότατα στωικού, εκτός του αρχαιότερου νότιου περιβόλου, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα ενός Γυµνασίου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Παυσανίας προσδιορίζει μια πόλη από την ύπαρξη αρχείου, γυμνασίου, θεάτρου, αγοράς. Οι πολίτες στην πόλιν επικοινωνούσαν με τους συμπολίτες τους στις δημόσιες συναθροίσεις, οι οποίες πραγματοποιούνταν στον πολιτικό τους χώρο, δηλαδή στην εκκλησία του δήμου και τη βουλή, στα δικαστήρια, στην αγορά και το θέατρο. Οι κοινόχρηστοι χώροι προσδιορίζουν το δημόσιο, που ερμηνεύεται με εδαφικούς όρους και αναφέρεται επομένως στο αστικό σκηνικό. Το δημόσιο, όμως, αναφέρεται και στις σχέσεις που το προσδιορίζουν και συγκροτούνται μέσα σε αυτό το σκηνικό.
Ο κοινωνικός χώρος της αγοράς είναι δυναμικός και μέσα σε αυτόν εξελίσσονται ποικίλες δραστηριότητες, αποτελεί σημείο συνάντησης και συνάθροισης ιδιαίτερων στοιχείων και εκεί διαμορφώνεται ένα κράμα ποικίλων κοινωνικών σχέσεων. Εν κατακλείδι, «η πόλις αποτελεί ένα είδος οργανωμένης μνήμης» και η κατανόηση του χαρακτήρα της επικοινωνίας στους δημόσιους χώρους δυνητικά αποκαλύπτει τη σύνθεση του μαζικού ακροατηρίου. Η σύνδεση της κοινωνικής και χωροταξικής δομής λαμβάνει υπόψη, κατά το σχεδιασμό των πόλεων στην αρχαία Ήπειρο, τις εδαφικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλουν τη διακοπή της κανονικότητας της γεωμετρικής χάραξης του οικισμού, όπως στην Ελέα και στα Γίτανα.
Εδώ, η χάραξη αποκλίνει από την κανονικότητα του συστήματος, προκειμένου να δημιουργηθούν μέσω ανδήρων μεγάλες επίπεδες επιφάνειες κατάλληλες για τα δημόσια οικοδομήματα. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό των αγορών των Ηπειρωτικών πόλεων είναι ότι δεν αποτέλεσαν ένα κλειστό αρχιτεκτονικό σύνολο, όπως ήταν η ιωνική αγορά, αλλά ο κεντρικός χώρος τους παρέμεινε ακάλυπτος και η πρόσβαση στο εσωτερικό του ήταν ελεύθερη. Ο υπαίθριος χώρος δεν καταλαμβάνει το κέντρο του πολεοδομικού ιστού, όπως ήδη παρατηρήσαμε στην αγορά της Κασσώπης και των Γιτάνων.
Η κεντρική οδική αρτηρία δεν διατρέχει το εσωτερικό της πλατείας, αλλά βρίσκεται σε επαφή με την κύρια οδό (Κασσώπη, Ελέα) ή οριοθετεί μία πλευρά της, όπως ο πλακόστρωτος δρόμος στη νότια πλευρά της αγοράς των Γιτάνων. Η αγορά της Κασσώπης αφήνει αδέσμευτη από κατασκευές τη μία πλευρά της έχοντας πανοραμική θέα. Δηλαδή, στη χωροταξική οργάνωση υπολογίζεται όχι μόνο η λειτουργικότητα, αλλά και η αισθητική παράμετρος του χώρου. Έτσι, η αγορά διατήρησε τον ανοικτό χαρακτήρα και το οπτικό πεδίο του επισκέπτη δεν εγκλωβίστηκε στο εσωτερικό της πλατείας. Στις πόλεις που προέκυψαν στον ηπειρωτικό χώρο από τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρξε εξ αρχής η αναγκαιότητα του πολιτικού κέντρου με τα δημόσια κτίσματα, που θα στέγαζαν πολιτικά όργανα και αξιωματούχους ή άλλες δημόσιες λειτουργίες.
Η πολιτική δομή, οι καθημερινές ανάγκες, η γενικότερη αρχιτεκτονική έκφραση, σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση, υπαγόρευσαν και την αρχιτεκτονική μορφή αυτών των κτηρίων. Στην Κασσώπη το βουλευτήριο - ωδείο, που όριζε λίγο έκκεντρα τη μία πλευρά της πλατείας, εξυπηρετούσε θεατρικές παραστσεις και μαζικές συγκεντρώσεις και είναι εύλογη η χωροθέτηση στην αγορά της πόλης. Ένα ανάλογο παράδειγμα συναντούμε στην πόλη της Επιδαύρου, που είχε το θέατρο στην αγορά και φιλοξενούσε τις θεατρικές παραστάσεις, αλλά και τις πολιτικές συγκεντρώσεις και πιθανώς τη διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.
Η διάκριση εμπορικών και πολιτικών αγορών άλλοτε είναι σαφής, λόγου χάριν στην Κασσώπη, όπου στην πολιτική αγορά βρίσκονται το πρυτανείο και το βουλευτήριο. Αντίθετα, η εμπορική αγορά εντάσσεται σε άλλη οικοδομική νησίδα με μνημειακή είσοδο επί της κύριας οδού και έχει τη μορφή του κλειστού χώρου με εσωτερική περίστυλη αυλή, απομονωμένου από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της πόλης. Άλλοτε πάλι, η αγορά συνδυάζει οικονομικές και πολιτικές υπηρεσίες, πρακτική προφανής για ακόμη μικρότερες πόλεις, επί παραδείγματι η Ελέα και τα Γίτανα, στις οποίες τα δημόσια κτήρια δεν ήταν όλα συγκεντρωμένα στον χώρο της αγοράς.
Ορισμένα κτήρια έχουν πολλαπλές λειτουργίες καλύπτοντας ταυτόχρονα βασικές υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, όπως το πρυτανείο στα Γίτανα που περιελάμβανε χώρους συμποσίων, τα μαγειρεία και τα δωμάτια αποθήκευσης δημόσιων αγαθών της πόλης, εργαστηριακούς χώρους, καθώς και το αρχείο. Ως δημόσιος χώρος συνάθροισης και σίτισης λειτουργούσε και το μεγάλο κτήριο κοντά στην κύρια πύλη του διατειχίσματος επάνω από την αγορά των Γιτάνων, παράλληλα με τη λειτουργία του και ως νομισματοκοπείου. Οι στοές αποτελούν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που πλαισιώνουν με εδαφολογικά προσαρμοσμένη διάταξη τον υπαίθριο χώρο της αγοράς (Κασσώπη, Ελέα, Γίτανα) και είναι παράλληλες προς το οδικό δίκτυο (Ελέα, Γίτανα).
Οι στοές μπορεί να εξυπηρετούν ποικίλες ανάγκες. Για παράδειγμα, εδώ κατέφευγαν οι επισκέπτες για να προστατευτούν από τα καιρικά φαινόμενα, διεξάγονταν εμπορικές συναλλαγές, αλλά και οι πολιτικές συναθροίσεις αποτελούσαν μία από τις βασικές λειτουργίες των στοών. Παράλληλα, βελτιώνουν την εντύπωση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης διακόπτοντας τη μονοτονία των μεγάλων επιφανειών των δημόσιων κτηρίων και προσέθεταν προοπτικό βάθος, όπως οι στοές στο ιερό της Δωδώνης. Ο θρησκευτικός προσδιορισμός της αγοράς παρέμεινε διαρκής παρά τις όποιες μεταβολές σημειώθηκαν ιδιαίτερα κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο.
Μικροί λατρευτικοί χώροι, όπως το δημόσιο κτήριο στη ΒΔ γωνία της αγοράς στην Ελέα (κτήριο 26), όπου ένας χώρος λειτουργούσε ως ιερό, ή ο μικρός ναός επί της κεντρικής αρτηρίας στα Γίτανα, τεκμηριώνουν τη σύνδεση της κρατικής υπόστασης με τη θρησκευτική παράδοση. Επίσης, απαντούν βωμοί και τέμενος όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις, όπως στην αγορά της Κασσώπης. Έτσι, ο προστάτης της πόλεως που εκφράζει τον κοινό κόσμο είναι ο Δίας Βουλεύς ή Δίας Σωτήρ, ο οποίος εγγυάται την ορθοκρισία, την πολιτική ελευθερία και το εὖ ζῆν μέσα στην πόλιν. Τέλος, ποικιλία τιμητικών μνημείων στήνονται εμπρός από τις στοές που λειτουργούν ως σκηνικό για την αγαλματική χορογραφία που ξεδιπλώνεται στην Κασσώπη, τη Δωδώνη και τα Γίτανα.
Η πυκνή διάταξη των βάθρων αποσπά προσωρινά το βλέμμα του θεατή από το κάθε μνημείο και παρατηρεί τον χορό των αγαλμάτων ως σύνολο, αμέσως όμως το βλέμμα του επιστρέφει και σε κάθε μνημείο χωριστά. Τα αγάλματα αποκτούν συνάφεια, όχι μόνο επειδή μοιράζονται τον ίδιο χώρο, αλλά και μέσω των στερεότυπων λεκτικών διατυπώσεων που παρουσιάζουν οι αναθέσεις. Η πυκνή ανάπτυξη τιμητικών μνημείων σε μια ισονομική αντίληψη ως προς τη διάταξή τους αντικατοπτρίζει τη σημασία του δημόσιου χώρου στην ατομική και κοινωνική αντίληψη της ελίτ των πόλεων.
Από το σύνολο των αναθηματικών αγαλμάτων και των τιμητικών ανδριάντων συνάγεται ότι η αγορά δεν αποτελούσε μόνο χώρο συναθροίσεων, αλλά λειτουργούσε και ως τόπος διατήρησης της συλλογικής μνήμης, ένα υπαίθριο μουσείο στο οποίο η τοπική ελίτ αφήνει τα ίχνη της. Άλλωστε, η δημόσια σφαίρα προοριζόταν για την ατομικότητα και τα μέλη της κοινότητας αποδείκνυαν ότι κάθε δραστηριότητα που διεξαγόταν δημόσια, μπορούσε να προσεγγίσει το εξαίρετο και έξοχο. Συνεπώς, οι τιμητικές αναθέσεις επιδίωκαν να συλλάβουν την αιωνιότητα, τα πρόσωπα να μείνουν ζωντανά μέσα στην εικόνα και διά της εικόνας, εν τέλει η πόλις εγγυάτο τη διάρκεια της μνήμης των θνητών.
Την αγορά ορίζουν όχι μόνο τα δημόσια κτήρια, αλλά και το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που περικλείει η πόλις. Για παράδειγμα, η Κασσώπη είναι όρος γεωγραφικός, ενώ την πόλιν συγκροτούν οι Κασσωπαίοι. Αντίθετα, η εδαφική αντίληψη της πολιτικής κοινότητας είναι σύγχρονη προσέγγιση. Στην αγορά διαμορφώνεται με τη συνομιλία και την κοινή πράξη η δημόσια σφαίρα, εκεί εκτυλίσσεται ο Αριστοτελικός πολιτικός βίος. Η Hannah Arendt σημειώνει: Το να είναι κανείς πολιτικό ον, το να ζει στην πόλιν, σήμαινε ότι κάθε τι αποφασιζόταν διά των λόγων και της πειθούς.
Όσοι βρίσκονταν εκτός πόλεως -δούλοι και βάρβαροι- ήταν άνευ λόγου, στερημένοι όχι φυσικά της ικανότητας της ομιλίας, αλλά ενός τρόπου ζωής όπου η ομιλία, και μόνο αυτή, έχει νόημα και όπου το κύριο ενδιαφέρον όλων των πολιτών ήταν να συνομιλούν μεταξύ τους. Η αρχαία πολιτική σκέψη στηριζόταν στη διάκριση του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, δηλαδή ανάμεσα στη σφαίρα της πόλεως και στη σφαίρα του οίκου. Στον δημόσιο χώρο ο αρχαίος Έλληνας παρακολουθεί θρησκευτικά δρώμενα, πολιτικές εκδηλώσεις και εξοικειώνεται με τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς.
Απαραίτητο στοιχείο του πολιτικού βίου ήταν και το θέατρο, το οποίο αποτελούσε δημόσιο και πολιτικό γεγονός προοριζόμενο για όλους τους πολίτες. Οι Ηπειρώτες είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν κατά τη διάρκεια των εορτών των Ναΐων θεατρικές παραστάσεις και άλλους αγώνες. Επιγραφικές πηγές μαρτυρούν τη διδασκαλία στη Δωδώνη των δραμάτων Αρχέλαος του Ευριπίδη και Αχιλλεύς του Χαιρήμονος (IG II3,1319· IG V118). Σε αυτούς τους σκηνικούς αγώνες νικητής αναδείχθηκε ο τραγικός υποκριτής και παλαιστής Απολλογένης, πιθανώς από την Τεγέα, η δράση του οποίου τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.
Ο συσχετισμός μιας επιγραφικής μαρτυρίας του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. χαραγμένης σε ανάγλυφο με παράσταση που εικονίζει τον Δία εποχούμενο σε άρμα συρόμενο από λιοντάρια ''Ἀρὰ/ τῷ Διί οὗ /βέλο[ς] / διίπτατ[αι] και ενός στίχου από τις Ικέτιδες του Ευριπίδη (ὁρᾷς τὸ λάβρον οὗ βέλος διέπτατο;'' δείχνει θεατρική εικόνα. Η επιγραφή του αναγλύφου, που εμπνέεται από λατρευτικό ύμνο των Μολοσσών, δεν αποκλείεται να είναι εμπνευ- σμένη από δράμα του Ευριπίδη. Είναι πιθανόν ο Ευριπίδης να ταξίδεψε στην Ήπειρο για τη διδασκαλία της Ανδρομάχης, η οποία ανέβηκε περί το 425 π.Χ., και οι Μολοσσοί να δανείσθηκαν τον στίχο παραλλάσσοντάς τον για τις ανάγκες του λατρευτικού τους ύμνου.
Στην περίπτωση αυτή τίθεται το εύλογο ερώτημα του χώρου διδασκαλίας της τραγωδίας. Την παράσταση θα μπορούσαν να την παρακολουθήσουν οι Μολοσσοί σε ένα χώρο κατάλληλο να καλύψει τις περιστασιακές ανάγκες. Έναν τέτοιο χώρο με ήπια κλίση, που θα χρησίμευε ως κοίλο, και μια επίπεδη επιφάνεια για την ορχήστρα υπέδειξε ο Δάκαρης μπροστά από τη βόρεια πύλη της ακρόπολης στην Πασσαρώνα, στη σημερινή θέση Καστρί του Μεγάλου Γαρδικίου. Ανασκαφικά στοιχεία, όμως, για την ύπαρξη θεατρικής κατασκευής, έστω και υποτυπωδώς διαμορφωμένης, δεν έχουν εντοπιστεί.
Τα θέατρα δεν γέμιζαν μόνο την εποχή των εορτών και των αγώνων, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έτους διοργανώνονταν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις πιθανώς και με τη συμμετοχή επαγγελματιών σε βασικούς ρόλους, καθώς και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η χωρητικότητα των θεάτρων που αντιστοιχεί με τον πληθυσμό των πόλεων ή μιας τοπικής ή ευρύτερης ομοσπονδίας, όπως το Κοινό των Θεσπρωτών ή το Κοινό των Ηπειρωτών, δείχνει ότι τα θεατρικά κτίσματα αποτέλεσαν το κέντρο του δημόσιου βίου. Όπως παραδίδει ο Τίτος Λίβιος, τα Γίτανα φιλοξένησαν στο θέατρο τη συνέλευση των Ηπειρωτών το 172 π.Χ. δεδομένου ότι η πόλη δεν διέθετε χωριστό εκκλησιαστήριο.
Τα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου κατατάσσονται σε μικρής, μεσαίας και μεγάλης χωρητικότητας, ανάλογα με τα άτομα που μπορούσαν να φιλοξενήσουν. Στην Αμβρακία και την Κασσώπη (αλλά και στο Βουθρωτό και τη Νίκαια στη σημερινή Νότια Αλβανία) συγκεντρώνονταν στα μικρά θέατρα χωρητικότητας μέχρι και 2.500 ατόμων περίπου. Τα μεγάλα θέατρα της Κασσώπης και των Γιτάνων εντάσσονται σε μεσαίας κλίμακας χωρητικότητα μέχρι 6.000 ατόμων (ανάλογης κλίμακας ήταν και τα θέατρα της Βύλλιδος και της Φοινίκης στη Νότια Αλβανία).
Το θέατρο της Δωδώνης και το μεγάλο θέατρο της Αμβρακίας (καθώς και το θέατρο της Κορινθιακής αποικίας της Απολλωνίας στα παράλια της Ιλλυρίας) φιλοξενούσαν από 12.000 - 17.000 θεατές. Το θέατρο λοιπόν αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο των συνελεύσεων των πολιτών (θέατρα - βουλευτήρια στην Αμβρακία, Κασσώπη) ή των Κοινών (Κοινό των Κασσωπαίων - Κασσώπη, Κοινό Θεσπρωτών - Γίτανα, Κοινό των Ηπειρωτών - Φοινίκη, Κοινό των Βυλλιόνων αρχικά στη Νίκαια και στη συνέχεια στη Βύλλιδα, Κοινό των Πρασαίβων - Βουθρωτός).
Mutatis mutandis δεν αποκλείονται τακτικές πολιτικές συγκεντρώσεις του Κοινού των Ηπειρωτών στο Θέατρο της Δωδώνης, που μπορούσε να φιλοξενήσει 17.000 θεατές, δεδομένου ότι το βουλευτήριο του ιερού δεν προσέφερε χώρο σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Βασική λειτουργία του θεάτρου στο δημόσιο βίο ήταν η δημοσιοποίηση εγγράφων και απονομής τιμών σε βασιλείς και επιφανείς πολίτες. Στο ανάλημμα της δυτικής παρόδου και στα λίθινα εδώλια του θεάτρου του Βουθρωτού υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός απελεθερωτικών πράξεων που τίθενται υπό την προστασία του Ασκληπιού.
Επίσης, στο ανάλημμα του θεάτρου της Νίκαιας, που βρίσκεται κοντά στο σημερινό Klos της Νότιας Αλβανίας, αποκαλύφθηκαν επιγραφές που παραχωρούν πολιτικά δικαιώματα και την ελευθερία σε δούλους, όπως υπαγόρευε η νόμιμη παράδοση (κατά τον νόμον). Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν μας οδηγούν στo argumentum ex silentio ότι ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές πράξεις πιθανώς να δημοσιοποιούνταν και σε άλλα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου. Επιπλέον, σε περιόδους σκληρών αντιπαραθέσεων και εύθραυστων ισορροπιών ο πληθυσμός συγκεντρωνόταν στο θέατρο για να ενημερωθεί για κρίσιμα γεγονότα.
Η απουσία, λοιπόν, λαϊκών συνελεύσεων στο θέατρο, δηλαδή το ἀνεκκλησίαστον θέατρον, αποτελούσε ένδειξη αναρχίας σύμφωνα με τον Αθήναιο. Γι’ αυτό, αγορά και θέατρο ήταν απαραίτητα για την πόλη και τον πολιτικό βίο. Ο Κικέρων (Pro Sestio) αναφέρει ότι το λαϊκό αίσθημα στην εποχή του μπορούσε να εκφρασθεί στις λαϊκές συναθροίσεις (contiones), στις συνελεύσεις του Ρωμαϊκού λαού (comitia) και στο θέατρο, όπου καταθέτονταν απόψεις για πολιτικά θέματα και πολιτικές πράξεις προσώπων. Ο δημόσιος χώρος, όμως, καταλύεται όταν σταματούν οι άνθρωποι να συναθροίζονται, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις καταστροφών, ή όταν αναστέλλονται οι δραστηριότητες των ανθρώπων, με άλλα λόγια όταν έχουν αποχωριστεί η ζώσα πράξη και ο ειπωμένος λόγος.
Για τις αντιδράσεις του Ηπειρωτικού θεατρικού κοινού, αν μπορούσε να αναγνωρίζει τους φανταστικούς σκηνικούς χώρους και να θαυμάζει τη θεατρική τέχνη, δεν έχουμε καμία πληροφορία. Η σύνθεση του θεατρικού κοινού πρέπει να είναι παρεμφερής προς αυτό που παρακολουθούσε τις δημόσιες αγορεύσεις στην τοπική βουλή ή στις μαζικές συναθροίσεις των τοπικών κοινών και του Κοινού των Ηπειρωτών. Έμμεσες μαρτυρίες μπορούν να μας δείξουν την αυξανόμενη δημοτικότητα των θεατρικών παραστάσεων και την καλλιτεχνική ευαισθησία του ηπειρωτικού κοινού, με την παρατήρηση, βέβαια, ότι αυτό δεν αποτελούσε κατά κανένα τρόπο ομοιογενή ομάδα.
Λόγου χάριν, σε αργυρό δακτύλιο με κινητή σφενδόνη - σφραγίδα του τέλους του 5ου ή αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. εικονίζεται η μητροκτονία του Ορέστη. Ο δακτύλιος βρέθηκε σε τάφο στην Κερασώνα της Πρεβέζης. Στην πρόσθια επιφάνεια απεικονίζεται γυναικεία μορφή θανάσιμα χτυπημένη από τον νέο άνδρα που στέκεται δίπλα της κρατώντας ξίφος. Η επιγραφή ΚΛΥΤΑΜ/ΗΣΤΡ, δηλαδή Κλυτα[ι]μ[ν]ήστρ[α], δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ταυτότητα της γυναικείας μορφής. Η παράσταση ανακαλεί σκηνή από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σύμφωνα με την οποία η Ηλέκτρα παροτρύνει τον Ορέστη να ξανακτυπήσει την λαβωμένη Κλυταιμνήστρα: παῖσον εἰ σθένεις, διπλῆν.
Επίσης, χάλκινο αγαλματίδιο υποκριτή από τη Δωδώνη στη Συλλογή Καραπάνου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, παρωδεί ήρωα τραγωδίας που προσπαθεί να αποφύγει κάποιον κίνδυνο. Οι χειρονομίες και η κίνηση του εικονιζόμενου ανακαλούν τη σκηνή από τους Βατράχους του Αριστοφάνη, στην οποία ο Διόνυσος και ο Ξανθίας κατά την περιπέτειά τους στον Άδη ξαφνιάζονται, όταν βλέπουν τη φρικιαστική Έμπουσα. Το ειδώλιο μας δείχνει τη γεωγραφική διασπορά και τη δημοτικότητα των θεατρικών παραστάσεων και έμμεσα την εξοικείωση του ηπειρωτικού κοινού με την κωμωδία.
Άλλο παράδειγμα αισθητικής εκλέπτυνσης αποτελούν τα σφραγίσματα από το αρχείο της πόλης των Γιτάνων στα οποία εικονίζονται μορφές υποκριτών, μάσκες τραγωδίας ή κωμωδίας και άλλων θεμάτων που συσχετίζονται με το διονυσιακό κύκλο. Τα θεατρικά στοιχεία των εικονιστικών παραστάσεων επιβεβαιώνουν εν μέρει την αισθητική εκλέπτυνση συνυφασμένη με το καλλιτεχνικό ερέθισμα και υπαινίσσονται την κοινωνική αποδοχή που βρήκαν οι θεατρικές παραστάσεις. Η εισβολή του θεάματος στους Ηπειρώτες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως άλλωστε υπονοεί και η έντονη παρουσία των περί Διόνυσον τεχνιτῶν από την Αμβρακία, οι οποίοι θα κάλυπταν τις ποικίλες εκδηλώσεις και τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των θεατών στη μητρόπολη και την ευρύτερη περιοχή.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΔΩΝΗ
Η ΞΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Δωδώνη βρίσκεται στην καρδιά της ηπειρωτικής ενδοχώρας, σε απόσταση 15 χλμ. από τα Ιωάννινα, σε μια μικρή κοιλάδα. Η κοιλάδα ορίζεται δυτικά από τον Τόμαρο και ανατολικά από τον ορεινό όγκο του Αγίου Νικολάου - Μανωλιάσσας, στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το ιερό. Περιοχή εύφορη λόγω των αναρίθμητων πηγών που αναβλύζουν στις παρυφές των παρακειμένων βουνών, η κοιλάδα της Δωδώνης βρίσκεται στο κέντρο φυσικών διαδρομών, που διαμορφώνονται είτε κατά μήκος της κοίτης ποταμών, όπως ο Λούρος και ο Αχέροντας στα νότια και νοτιοδυτικά, είτε μέσω ήπιων φυσικών σχηματισμών προς βόρεια και ανατολικά.
Οι διαδρομές οδηγούν στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, και από εκεί στην Αλβανία, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Ο αρχαίος οικισμός και το ιερό ήταν στραμμένα προς το νότο, στο σημείο όπου η κοιλάδα ενώνεται με την φυσική διάβαση του ποταμού Λούρου, η οποία αποτελούσε και την κύρια οδό επικοινωνίας του Ιερού με τον Αμβρακικό και τη Νότια Ελλάδα. Η ταύτιση του χώρου με τη Δωδώνη οφείλεται στον Άγγλο λόγιο και μετέπειτα επίσκοπο του Lincoln, C. Wordsworth (1807 - 1885), ο οποίος στις 12 Σεπτεμβρίου του 1832 αναγνώρισε τα ερείπια της Δωδώνης κοντά στους Δραμεσιούς.
Έως τότε η Δωδώνη είχε αναζητηθεί στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, στην περιοχή των Τζουμέρκων, στα Κατσανοχώρια, αλλά και βορειότερα στο Βουθρωτό και τη Φοινίκη. Τα ερείπια είχαν εσφαλμένως ταυτιστεί με τo κάστρο των Ρωγών και την Πασσαρώνα. Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν το καλοκαίρι του 1875 από τον Ηπειρώτη λόγιο, τραπεζίτη και πολιτικό Κωνσταντίνο Καραπάνο, o οποίος δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του στη μονογραφία Dodone et ses ruines, Paris 1878. Συνεργάτης του Καραπάνου ήταν αρχικά ο Πολωνός μηχανικός σιδηροδρόμων Sigismund Menejko. Ο Menejko ήλθε τελικά σε σύγκρουση με τον Καραπάνο, από τον οποίο απέκρυψε μέρος των ευρημάτων των ανασκαφών.
Τα ευρήματα αυτά κατέληξαν στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα τους πουλήθηκε στο Μουσείο του Βερολίνου, από τον γαμπρό του Menejko, τον Πολωνό κόμη Alfred Potocki, που τα είχε πάρει ως προίκα από τον πεθερό του. Με την πάροδο του χρόνου, ο ανεσκαμμένος χώρος καλύφθηκε εξ αιτίας προσχώσεων και δεν ήταν ορατός. Έτσι, όταν τον Σεπτέμβριο του 1899 επισκέφθηκε τη Δωδώνη ο Alfred Schiff, δεν διακρινόταν κανένα από τα οικοδομήματα που είχε ανασκάψει ο Καραπάνος. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, την ανασκαφική έρευνα του χώρου ανέλαβε η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Δύο καθηγητές, ο Γ. Σωτηριάδης, το 1920, και ο ηπειρώτης Δ. Ευαγγελίδης, από το 1929 έως το 1932, αποκάλυψαν ένα μεγάλο μέρος των οικοδομημάτων του ιερού. Εξ αιτίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η έρευνα συνεχίστηκε από τον Ευαγγελίδη το 1952, ο οποίος συνεργάστηκε από το 1955 έως το 1959, με τον Σ. Δακάρη. Ο Δάκαρης, αρχικά ως Έφορος Αρχαιοτήτων και αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συνέχισε τις ανασκαφές για λογαριασμό της Εταιρείας έως το 1996. Έκτοτε η ανασκαφική έρευνα διεξάγεται από τις συνεργάτριές του, Χρ. Σούλη, Αμαλία Βλαχοπούλου και Κωνσταντίνα Γραβάνη.
Η προστασία του χώρου υπήρξε κύριο μέλημα της 10ης Αρχαιολογικής Περιφέρειας και από το 1977 της ΙΒ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Κατά το διάστημα αυτό, επισκευάστηκαν τα ήδη υφιστάμενα κτήρια, τα οποία λειτουργούν ως γραφεία, κατασκευάστηκαν κτήρια εξυπηρέτησης επισκεπτών (φυλακείο - εκδοτήριο με πωλητήριο, αναψυκτήριο και χώροι υγιεινής) και σχεδιάστηκε ένα δίκτυο διαδρομών με στάσεις θέασης σε επιλεγμένα σημεία, με καθίσματα και ενημερωτικές πινακίδες. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αποκατάσταση του μεγαλύτερου τμήματος του πρώτου διαζώματος του θεάτρου, καθώς και εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης της δυτικής στοάς του ιερού.
Το Μαντείο της Δωδώνης αναφέρεται για πρώτη φορά στα Ομηρικά Έπη. Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας απευθύνει έκκληση στον Δωδωναίο, Πελασγικό Δία για τον Πάτροκλο, ενώ ο Οδυσσέας φέρεται να επισκέπτεται τη Δωδώνη, για να ρωτήσει την ''ὑψίκομο δρύ'' για την επιστροφή του στην Ιθάκη (Οδύσσεια). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη το Μαντείο υπήρχε ήδη την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού (Μετεωρολογικά). Ο Δευκαλίωνας, όταν έφτασε εκεί, πήρε γυναίκα του την Ωκεανίδα Δωδώνη, η οποία έδωσε και το όνομά της στο ιερό, ενώ κατά μια άλλη εκδοχή ο ίδιος ίδρυσε το ιερό (Πλούταρχος, Πύρρος).
Η αρχαιότητα της Δωδώνης, την οποία σημειώνει και ο Ηρόδοτος, επιβεβαιώνεται από μια πληθώρα ευρημάτων, τα οποία χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού (3100 - 1100 π.Χ). Τα πρωιμότερα ευρήματα χρονολογούνται στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. και είναι χειροποίητα αγγεία, μερικά και με πλαστική διακόσμηση. Ίχνη κατοίκησης, κυρίως λείψανα ορθογώνιων και κυκλικών κατασκευών αναγνωρίζονται μόλις από την ύστερη εποχή του χαλκού και μαρτυρούν για τη χρήση του χώρου από εγχώρια, ορεινά φύλα. Ο κτηνοτροφικός χαρακτήρας των πληθυσμών αυτών διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτος για αιώνες.
Βεβαιώνεται μάλιστα από το απόσπασμα ενός χαμένου σήμερα έργου του Ησιόδου (7ος αιώνα π.Χ.), σύμφωνα με το οποίο η Δωδώνη βρίσκεται στην Ἐλλοπία, μια περιοχή με εύφορη γη, πολλά πρόβατα και γελάδια (Ἠοῖες). Οι κτηνοτρόφοι της Δωδώνης δεν είναι παρά οι μετέπειτα ''πολύρρηνες'' και ''πολυβοῦται ἄνδρες'' του Ησιόδου, οι άνδρες με τα αναρίθμητα πρόβατα και τα πολλά βόδια οι οποίοι, αν και στις εσχατιές του Ελληνικού κόσμου, διατηρούσαν επαφές με τον Μυκηναϊκό νότο, όπως συνάγεται από τα θραύσματα εισηγμένων αγγείων, τα χάλκινα όπλα και τους διπλούς πελέκεις, αλλά και με τον Βαλκανικό βορρά.
Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό με τη θέση των οικιστικών καταλοίπων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο μέσον σχεδόν της κοιλάδας, τοποθετούν τον πρώιμο οικισμό της Δωδώνης στο επίκεντρο δραστηριοτήτων και δράσεων, όχι μόνον παραγωγικού-οικονομικού χαρακτήρα. Η εύρεση μη χρηστικών αντικειμένων, όπως οι μικροί αναθηματικής χρήσης και σημασίας πελέκεις, υπαινίσσονται άγνωστες λατρευτικές πρακτικές, ο απόηχος των οποίων ανιχνεύεται στα Ομηρικά Έπη. Στη Δωδώνη κατοικούσαν φύλα Θεσπρωτικά, τα οποία ταυτίζονται με τους Σελλούς ή Ελλούς, οι οποίοι αναφέρονται από τον Όμηρο ως γένος ιερατικό και προφητικό στην υπηρεσία του Διός της Δωδώνης.
Οι ίδιοι αποκαλούνται από τον τραγικό Σοφοκλή ''ὀρεῖοι'' (Τραχίνιαι), ενώ συχνά αναφέρονται και ως ''Τομοῦροι'', εύγλωττη υπόμνηση του ομώνυμου όρους Τόμαρος (Στράβων). Οι Σελλοί ή Ελλοί, χαρακτηρίζονται ως ''ἀνιπτόποδες'' και ''χαμαιεῦναι'', δεν ένιπταν τα πόδια τους και κοιμόνταν κατάχαμα, στο έδαφος. Τα χαρακτηριστικά αυτά, μοναδικά για τα έως τώρα δεδομένα, τονίζουν τον αρχέγονο χαρακτήρα της λατρείας, η οποία συνδύαζε χθόνια και υπαίθρια στοιχεία. Στο επίκεντρο της λατρείας βρισκόταν η ιερή βαλανιδιά, η φηγός, η οποία, όπως συνάγεται από πλήθος αναφορών στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, είχε μαντικές ιδιότητες.
Χαρακτηρίζεται ομιλητικότατη, προσήγορος (Αἰσχύλου, Προμηθεύς) και πολύγλωσσος (Σοφοκλέους, Τραχίνιαι). Ακόμα και το ξύλο της περιγράφεται ως ''ξύλον φωνῆεν'', ξύλο που μιλάει, αφού ένα κομμάτι του ιερού δένδρου βρισκόταν στην πρώρα του μυθικού πλοίου της ''Ἀργοῦς'' (Σχόλια στον Ἀπoλλώνιο Ρόδιο). Σύμφωνα με μεταγενέστερους Λατίνους συγγραφείς, στις ρίζες της υπήρχε η Ναΐα πηγή, από την οποία ανέβλυζε το ''ἀναπαυόμενον ὕδωρ'', το νερό που κοιμάται, που είχε προφητικές και μαντικές ιδιότητες ( Πλίνιος, Naturalis Historia. Με τη φηγό συνδέθηκε η λατρεία του Δία, ο οποίος στη Δωδώνη προσέλαβε χθόνιο χαρακτήρα. Εκλήθη Νάιος και Φηγωνάιος ή ''Φηγωναῖος''.
Το επίθετο Νάιος, διατηρήθηκε σε επιγραφές, χαράχθηκε σε μολύβδινα πινάκια και τυπώθηκε σε σφραγίσματα κεραμίδων. Για το επίθετο αυτό έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες: έχει θεωρηθεί ότι προέρχεται από το ρήμα ναίω (κατοικώ), αφού, σύμφωνα με μια ερμηνεία του προβληματικού χωρίου του Ησιόδου, ο Δίας κατοικούσε στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται με τη λέξη ''ναῦς'' (πλοίο) και ακόμη ότι σχηματίζεται από τη ρίζα Να-, η οποία απαντάται σε παράγωγα που έχουν σχέση με το νερό. Μεταγενέστεροι σχολιαστές του Ομήρου, θεώρησαν ότι o Δίας ονομάστηκε έτσι, επειδή η περιοχή είχε πολλές πηγές, ερμηνεία η οποία επιτρέπει τη σύνδεσή του με τα πηγαία ύδατα, αλλά και με τη βροχή που γονιμοποιεί τη γη.
Μαζί με το Δία στη Δωδώνη λατρεύτηκε και η Διώνη. Έχει υποστηριχθεί ότι η λατρεία της αποτελεί επιβίωση προγενέστερης λατρείας γυναικείας θεότητας, όπως συνάγεται από ένα αρχαίο ύμνο που έψαλλαν οι ιέρειες στη Δωδώνη. Η Διώνη η οποία αποκαλείται σύνναος (Στράβων) και φέρει το ίδιο επίθετο, Νάια, ενώθηκε με τον Δία, Θεό των πηγαίων υδάτων και της βροχής σε ιερό γάμο. Η Θεϊκή ένωση συνδέθηκε με τη γονιμική λατρεία και είχε ως επίκεντρο τη βελανιδιά. Σύμφωνα με τον Ατθιδογράφο Δήμωνα, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ. την ιερή βελανιδιά περιέβαλλαν χάλκινοι τριποδικοί λέβητες, οι οποίοι σχημάτιζαν ένα ιδιότυπο τέμενος (Δήμων στον Στέφανο Βυζάντιο, λήμμα Δωδώνη).
Χάλκινοι κρατήρες με «Τρωικές» επιγραφές ''πάνυ ἀρχαίαις'' μαρτυρούνται στη Δωδώνη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα. Τα παλαιότερα θραύσματα χάλκινων λεβήτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές του ιερού, χρονολογούνται στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. και είχαν αναθηματική σημασία. Την ίδια περίπου περίοδο, εμφανίζονται και άλλα χάλκινα αναθήματα, κυρίως ειδώλια, κοσμήματα και όπλα, η παρουσία των οποίων έχει συσχετισθεί με την παρουσία αποίκων από την Ήλιδα στα ηπειρωτικά παράλια, και αργότερα από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., από την Κόρινθο.
Η σύνδεση της Κορίνθου με το Μαντείο της Δωδώνης βεβαιώνεται και από αρχαίους σχολιαστές, οι οποίοι αποδίδουν την ίδρυση της πόλεως σε χρησμό του Μαντείου (Σχόλια στον Πίνδαρο Γι΄ αυτό και κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. αυξάνονται τα αναθήματα, κυρίως από την Πελοπόννησο και τις αποικίες της Κορίνθου κατά μήκος των ακτών του Ιονίου και της Αδριατικής. Την περίοδο αυτή χρονολογούνται και οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες: πρόκειται για μολύβδινα ενεπίγραφα πινάκια που φέρουν επιγραφές γραμμένες με χαρακτήρες του αλφαβήτου των Κορινθιακών αποικιών της Κέρκυρας, της Αμβρακίας και της Επιδάμνου, καθώς και των Δωρικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας.
Η ακτινοβολία του ιερού κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. βεβαιώνεται και από τη γνωστή ιστορία που παραθέτει ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με οποία ο Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας, ζήτησε χρησμό από διάφορα μαντεία, μεταξύ των οποίων και η Δωδώνη. Μολονότι η πληροφορία αυτή θεωρήθηκε χαλκευμένη, η εύρεση ενός περίτμητου χρυσού ελάσματος με μορφή λιονταριού, των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., έργου πιθανώς Περσικής ή Λυδικής τέχνης, προσδίδει στη μαρτυρία του Ηροδότου αληθοφάνεια και επιτρέπει έστω και μερική αποδοχή. Το συγκεκριμένο έλασμα το οποίο θα ήταν αναρτημένο σε μια μετάλλινη επιφάνεια ήταν πιθανώς ανάθημα από τα λάφυρα των Περσικών Πολέμων.
Μια άλλη σύνδεση της Δωδώνης με τους Αχαιμενίδες επιχειρήθηκε από τον Πλούταρχο, στο βίο του Θεμιστοκλή, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι έφθασε στην αυλή του βασιλιά των Περσών εξ αιτίας ενός χρησμού του Μαντείου της Δωδώνης (Θεμιστοκλής). Μολονότι ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, είχε φθάσει έως την Ήπειρο για να ζητήσει άσυλο από τον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών (Θουκυδίδης), είναι αμφίβολο ότι επισκέφθηκε τη Δωδώνη. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι όχι μόνο γνώριζαν τη Δωδώνη, όπως μαρτυρεί επιγραφή σε χάλκινη ταινία, όπου αναγράφεται νίκη τους επί των Πελοποννησίων σε ναυμαχία, αλλά ζήτησαν και τη γνώμη του Μαντείου σχετικά με την εισαγωγή της λατρείας της Βενδίδος από τη Θράκη.
Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι από τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τους Μολοσσούς, το κυριότερο φύλο της κεντρικής Ηπείρου. Οι σχέσεις έγιναν στενότερες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θαρύπα (423 - 404 π.Χ.). Η μακρινή Δωδώνη έγινε γνωστή στους Αθηναίους, οι οποίοι φέρονται να ζήτησαν χρησμό ακόμη και για τη Σικελική εκστρατεία. Την ίδια περίοδο πληθαίνουν τα στοιχεία για το ίδιο το ιερό, το οποίο μνημονεύεται συχνά από τους αρχαίους τραγικούς: στη Δωδώνη βρίσκονται οι ομιλητικές βελανιδιές, το ιερό άλσος των Σελλών με την αρχέγονη βελανιδιά, που μπορεί και μιλά γλώσσες πολλές, οι ιεροί βωμοί της Δωδώνης.
Εκεί λατρεύεται και η Διώνη που έχει το ίδιο όνομα με τον Δία. Στον 5ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται και ο ιδρυτικός μύθος του Ιερού, τον οποίο σώζει ο Ηρόδοτος, ο οποίος φέρεται να επισκέφθηκε τη Δωδώνη. Σύμφωνα με το μύθο δύο μαύρα περιστέρια, μέλαιναι πελειάδες, πέταξαν από τις Θήβες της Αιγύπτου στην Λιβυή και στη Δωδώνη και ίδρυσαν τα δύο ιερά. Επιπλέον στον ίδιο οφείλουμε την πληροφορία ότι εκτός από τους ιερείς, υπήρχαν και ιέρειες, η Προμένεια, η Τιμαρέτη και η Νικάνδρη (Ηρόδοτος) οι οποίες αποκαλούνταν και Πελειάδες, από τα περιστέρια που ίδρυσαν το Μαντείο.
Αλλά και μετά το πέρας του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να συμβουλεύονται το Μαντείο. Από τις αρχές του 4ου αιώνα άρχισαν να ζητούν χρησμοδοσία και οι Σπαρτιάτες. Στην ιστορία μάλιστα που παραθέτει ο Καλλισθένης, περιγράφεται για πρώτη φορά η διαδικασία της χρησμοδοσίας, η οποία στηριζόταν σε κάποιο είδος κληρομαντείας. Το περιστατικό έλαβε χώρα στα χρόνια της βασιλείας του Αλκέτα, λίγο πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Την περίοδο αυτή οι Μολοσσοί συγκρότησαν την πρώτη πολιτική κοινοπραξία, το Κοινό των Μολοσσών, έδρα το οποίου έγινε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η Δωδώνη. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν στη Δωδώνη τα πρώτα κτήρια.
Πρόκειται για ένα μικρό ναϊκό οικοδόμημα βορειοδυτικά της ιερής βελανιδιάς (Ε1) και δυτικότερα για το κτήριο (Μ). Αργότερα, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. προστέθηκε ένας λίθινος περίβολος γύρω από την ιερή βελανιδιά και κατασκευάστηκε ένα μικρό ναόσχημο οικοδόμημα (Γ), το οποίο ταυτίστηκε με το ναό της Διώνης, καθώς και ένας μεγαλύτερος περίβολος, ο οποίος περιέκλεισε το ιερό από βόρεια, νότια και δυτικά. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν η κατασκευή των πρώτων κτισμάτων στο χώρο συνδέεται με τον Αλέξανδρο Α' τον Μολοσσό (342 - 330 π.Χ) ή με την περίοδο μετά τη βασιλεία του, δηλαδή από το 330 έως το 324 π.Χ..
Στον 4ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται ανάγλυφο του Διός Ναΐου και της Διώνης, το οποίο θα πρέπει να έφερε ψήφισμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας για το Μαντείο της Δωδώνης και θα ήταν στημένο στην Ακρόπολη. Την περίοδο αυτή η επιρροή των Αθηναίων στο ιερό υπήρξε αυξημένη: σύμφωνα με τον Υπερείδη (Υπέρ Εὐξενίππου), οι Αθηναίοι κατασκεύασαν, ύστερα από χρησμό του Διός, το πρόσωπο του ακρόλιθου αγάλματος της Διώνης, πράξη που προκάλεσε την οργή της Ολυμπιάδος, η οποία θεώρησε ότι οι Αθηναίοι ενήργησαν χωρίς την άδειά της. Δεδομένου ότι η Ολυμπιάδα διαδέχθηκε στο θρόνο των Μολοσσών της Ηπείρου τον Αλέξανδρο, το 331 π.Χ., η κατασκευή του αγάλματος θα πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 332 - 331 π.Χ.
Είναι ωστόσο γεγονός ότι η οικοδομική ανάπτυξη του ιερού συνδέθηκε και με την αύξηση των αναθημάτων, τα οποία καταδεικνύουν σχέσεις με τη Θεσσαλία και τα Ιόνια νησιά, όπως η κύλικα του Παναίτιου από τη Φάρσαλο (330 π.Χ.) και η χάλκινη ενεπίγραφη στήλη του Αγάθωνος Εχεφύλου από τη Ζάκυνθο (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.). Ένα ανάθημα μάλιστα, η περιώνυμη Κερκυραίων μάστιξ, για το οποίο οι αρχαίες πηγές προσφέρουν εκτενή περιγραφή, αποτέλεσε πιθανότατα μέρος της χρησμοδοσίας.
Την πληροφορία για την προέλευση του αναθήματος, το οποίο πήρε το όνομά του από το μαστίγιο με αστραγάλους, που κρατούσε στο χέρι του ένα αγαλμάτιο παιδιού τοποθετημένο δίπλα σε χάλκινο λέβητα, ο οποίος αντηχούσε όταν οι ιμάντες της μάστιγος, ''σειόμενοι ὑπ’ ἀνέμου'', προσέκρουαν στα μεταλλικά του τοιχώματα, την οφείλουμε στον Στράβωνα. Ο ίδιος μάλιστα συμφωνεί με τον Πολέμωνα, περιηγητή του 3ου αιώνα π.Χ., ότι επρόκειτο για το περίφημο ''Δωδωναῖον χαλκεῖον'', το οποίο έμελλε να καθιερωθεί ως έκφραση για αυτούς που μιλούσαν ακατάπαυστα.
Φαίνεται ωστόσο ότι η παροιμία αυτή, την οποία συναντούμε για πρώτη φορά σε κωμωδία του Μενάνδρου (Αρρηφόρος), προσιδιάζει σε λέβητα, ο οποίος είτε μαζί με άλλους λέβητες, είτε ως συμπλήρωμα αφιερώματος, είχε, λόγω του ήχου του, εκτός από αναθηματική και αποτροπαϊκή αξία. Η σύσταση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού της Απείρου ή της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, μεταξύ του 342 και του 330 π.Χ., η οποία διατηρήθηκε έως την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών το 233 π.Χ., δημιούργησε νέες ανάγκες σε διοικητικό και πολιτικό επίπεδο.
Για το λόγο αυτό, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκαν δύο δημόσια κτίρια, το βουλευτήριο και το πρυτανείο, τα οποία αποτέλεσαν μέρος της γενικότερης αναμόρφωσης του ιερού, το οποίο ολοκληρώθηκε, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.. Μολονότι το εγχείρημα αυτό αποτέλεσε μέρος ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου του Αλεξάνδρου του Γ' της Μακεδονίας για την ανάδειξη της Δωδώνης, καθώς και άλλων πέντε ιερών (Διόδωρος Σικελιώτης), η ανοικοδόμηση του ιερού, έμελλε να ολοκληρωθεί όχι από τον γιο του Φιλίππου Β' και της Μολοσσής πριγκίπισσας Ολυμπιάδας, αλλά από τον Πύρρο.
Πράγματι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., εκτός από το βουλευτήριο και το πρυτανείο ανακατασκευάστηκε ο ναός του Διός, ιδρύθηκαν τρία νέα ναϊσκόμορφα κτήρια, τα οποία ταυτίστηκαν με τους ναούς της Θέμιδος (Ζ), της Αφροδίτης (Λ) και του Ηρακλέους (Α), και κατασκευάστηκαν το θέατρο και το στάδιο. Η ιδιαίτερη αυτή οικοδομική δραστηριότητα έχει συσχετισθεί με τον Πύρρο και τη θρησκευτική πολιτική που άσκησε στη Δωδώνη, στο πλαίσιο των πολιτικών και στρατιωτικών του επιδιώξεων. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής βρισκόταν η ενίσχυση των Μολοσσικών Τρωικών μύθων, οι οποίοι εξασφάλιζαν ηρωική καταγωγή και προέβαλλαν την Ελληνικότητα των Μολοσσών.
Οι οποίοι κατάγονταν από τον Αχιλλέα δια μέσου του Νεοπτολέμου και τον Τρώα Δάρδανο δια μέσου της Ανδρομάχης, χήρας του Έκτορος. Στο πλαίσιο μάλιστα της διεκδίκησης από τους Ρωμαίους των κληρονομικών δικαιωμάτων των Μολοσσών επί της Τροίας, συγχωνεύθηκε η λατρεία της Αφροδίτης Αινειάδος με την Αφροδίτη της Δωδώνης και αναβίωσαν μύθοι που έφερναν τον Αινεία μέσω Αμβρακίας στο ηπειρωτικό ιερό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πύρρος, πριν από την εκστρατεία στην Ιταλία, ζήτησε και έλαβε χρησμό από το Μαντείο της Δωδώνης (Δίων Κάσσιος).
Δεν γνωρίζουμε εάν το χρησμό αυτό τον έδωσε η Φαεννίδα, η οποία σύμφωνα με τον Παυσανία, καταγόταν από τη βασιλική γενιά των Χαόνων (Παυσανίας) και έζησε στη Δωδώνη, γύρω στο 280 π.Χ., τη χρονιά δηλαδή που ο Πύρρος ανήρτησε τα λάφυρα από την αναμέτρησή με τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια, στους κίονες των στοών που περιέβαλαν το ναό του Διός. Στον Δία Νάιο και τη Διώνη αφιέρωσε μέρος των Μακεδονικών ασπίδων από τη νίκη του εναντίον του Αντίγονου Γονατά στα Στενά το 274 π.Χ. Ο Πύρρος έφερε στη Δωδώνη τη λατρεία του Ηρακλή, προκειμένου να ενισχυθούν οι γενεαλογικές σχέσεις με το Μακεδονικό οίκο των Αργεαδών, την κυριαρχία επί του οποίου είχε επανειλημμένως διεκδικήσει.
Με τον Πύρρο συνδέθηκε το θέατρο, καθώς και η ανανέωση της εορτής των Ναΐων, που περιελάμβαναν δραματικούς, μουσικούς, γυμνικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Στις αρματοδρομίες των Ναΐων θα πρέπει να συμμετείχαν ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ και η Βερενίκη, οι οποίοι στεφανώθηκαν με χρυσά στεφάνια (Αθήναιος). Περισσότερες πληροφορίες για τα Νάια αντλούμε από επιγραφές στις οποίες κατονομάζονται άρχοντες και λειτουργοί των αγώνων, όπως ο Μαχατάς Παρθαίος, που υπήρξε αγωνοθέτης. Το 219 π.Χ. η Δωδώνη καταστράφηκε από τους Αιτωλούς του Δωρίμαχου, ο οποίος πυρπόλησε ολόκληρο το ιερό, εκτός από την ιερά οικία, την οποία κατέστρεψε συθέμελα.
Ακολούθησε η εισβολή των Ηπειρωτών με τους Μακεδόνες του Φιλίππου Ε' στο Θέρμο, κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπου και προέβησαν σε αντίστοιχες ακρότητες. Οι Ηπειρώτες, εκμεταλλευόμενοι τα λάφυρα που απέδωσε η αντεπίθεσή τους στο Θέρμο, προχώρησαν σε ανακατασκευές κτηρίων και στην ανέγερση νέων οικοδομημάτων. Η περίοδος που ακολούθησε συμπίπτει με τη δεύτερη περίοδο ακμής του ιερού, η οποία διήρκησε από το τελευταίο τρίτο του 3ου αιώνα π.Χ. έως το 168 π.Χ.. Την περίοδο αυτή ανακατασκευάστηκε η ιερά οικία, ιδρύθηκε νέος ναός της Διώνης, επεκτάθηκε το πρυτανείο και κατασκευάστηκε η δυτική στοά.
Την εποχή αυτή, δηλαδή από το 219 έως το 168 π.Χ. τα Νάια έγιναν ''ἀγών ἱερός και στεφανίτης''. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τα χρόνια του Κοινού των Ηπειρωτών, του ομοσπονδιακού κράτους που προέκυψε μετά την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών το 234 - 233 π.Χ. και σφράγισε την πολιτική ζωή της Ηπείρου έως το 167 π.Χ. Στρατηγοί του Κοινού, όπως ο Θεσπρωτός Μίλων και οι Κυεστοί Μολοσσοί, Κρίσων και Μενέλαος, πατέρας και γιος, τιμήθηκαν με χάλκινους ανδριάντες, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες τους στις πολεμικές δραστηριότητες του Κοινού, κυρίως με τα βόρεια Ιλλυρικά φύλα.
Η κατασκευή των έργων αυτών μαρτυρεί τη δραστηριοποίηση στη Δωδώνη ξένων καλλιτεχνών, όπως ο Αθηνογένης από το Άργος, ο οποίος εργάστηκε και στην Επίδαυρο και ο Κερκυραίος Μέλισσος. Η ακμή του ιερού διεκόπη όταν πυρπολήθηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Τα Νάια, ωστόσο, εξακολούθησαν να τελούνται και μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., καθώς μαρτυρούν επιγραφές Αθηναίων αθλητών, όπως ο Μηνόδωρος, που νίκησε στην πάλη και τα παγκράτιο και έλαβε ως έπαθλο στεφάνι βελανιδιάς, στα χρόνια ανάμεσα στο 135 και 130 π.Χ. Το ιερό ωστόσο δεν εγκαταλείφθηκε, αφού η φήμη του έφθανε έως και τον 1ο αιώνα π.Χ. την Μ. Ασία, όπως μαρτυρεί μια ενεπίγραφη στλεγγίδα, ανάθημα του πειρατή Ζηνικέτη, ο οποίος τρομοκρατούσε τα παράλια της Λυκίας έως το 74 π.Χ.
Μετά το 167 π.Χ. η Δωδώνη έκοψε, όπως και όλα τα ιερά της ηπειρωτικής Ελλάδος, νομίσματα. Πρόκειται για χαλκές εκδόσεις βραχείας διάρκειας, όπου αναγράφεται το όνομα ενός ιερέως, του Μενεδήμου, από τη γενιά των Αργεαδών. Η έκδοση των νομισμάτων αυτών συνεχίστηκε έως το 148 π.Χ., όταν δημιουργήθηκε η επαρχία της Μακεδονίας, στην οποία περιήλθε και η Ήπειρος. Το 86 π.Χ. η Δωδώνη καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Μιθριδάτη (Δίων ο Κάσσιος). Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, πιθανότατα στα χρόνια του Αυγούστου, το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα. Το μαντείο εξακολουθούσε να λειτουργεί, αφού έκοψε μια σειρά μικρών χάλκινων νομισμάτων.
Όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., ο Παυσανίας έγραφε ότι το ιερό ήταν ''θέας ἄξιον'' (Παυσανίας). Τα Νάια συνεχίστηκαν έως το 241 - 242 μ.Χ., όπως συνάγεται από λίθινη επιγραφή που είχε δει στο κάστρο των Ιωαννίνων ο Κυριακός ο Αγκωνίτης (1434) και αναφέρεται στον Πόπλιο Μέμμιο Λέοντα, ο οποίος υπήρξε αγωνοθέτης κατά την 68η Ακτιάδα. Το μαντείο βρισκόταν σε λειτουργία και κατά τον 4ο αιώνα , αφού το 362 μ.Χ, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης ζήτησε χρησμό για την εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Το 391 ένας ιερόσυλος Ιλλυριός, έκοψε το μαντικό δέντρο.
Η διακοπή της λειτουργίας του μαντείου στο β' μισό του 4ου αιώνα δεν φαίνεται να επηρέασε τη ζωή του οικισμού της Δωδώνης, ο οποίος σύμφωνα με το Συνέκδημο του Ιεροκλέους, έναν κατάλογο των πόλεων της Αυτοκρατορίας της εποχής του Ιουστινιανού (527 - 528), συγκαταλεγόταν στις δέκα πόλεις της Παλαιάς Ηπείρου. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η Δωδώνη έγινε έδρα επισκόπου. Τον 5ο αιώνα κτίστηκε μια τρίκλιτη βασιλική, ενώ στο χώρο του βουλευτηρίου λειτούργησαν εργαστήρια πορφύρας. Ο χώρος εγκαταλείφθηκε βαθμιαία από τον 6ο αιώνα και έπειτα, ίσως λόγω αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας, κυρίως όμως εξ αιτίας των εισβολών του Σλάβων στους χρόνους του Ιουστινιανού.
Ο Προκόπιος μάλιστα αναφέρει ότι τα αμφί Δωδώνην χωρία, λεηλατήθηκαν από τους Οστρογότθους το 551 μ.Χ. (Υπέρ των πολέμων). Η ανάμνηση του αρχαίου μαντείου, διατηρήθηκε στο Σλαβικό όνομα που απέκτησε η περιοχή «Τσαρακοβίτσα» ή «Τσαρακοβίστα», που σημαίνει «τόπος ιερών». Επρόκειτο άλλωστε για έναν τόπο που υπήρξε ανέκαθεν ιερός για τους κατοίκους της περιοχής, είτε επρόκειτο για κτηνοτρόφους της ύστερης εποχής του χαλκού είτε για εκπροσώπους του Κοινού των Ηπειρωτών. Στο πέρασμα των αιώνων βρέθηκε διαδοχικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος Ηλείων, Κορινθίων, Αθηναίων, Μακεδόνων και Ρωμαίων, υπήρξε όμως πάντοτε το βασικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Ηπειρωτών.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης περιλαμβάνει το ιερό του Δία, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου και ορίζεται από περίβολο, και την ακρόπολη του οικισμού, που καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου. Το ιερό, παρά τη σημασία του, δεν εμφανίζει πλούσια οικοδομική δραστηριότητα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσε ως υπαίθριο, με έναν απλό οίκο για τις ανάγκες της λατρείας. Αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και κυρίως στον 3ο αιώνα π.Χ., με την κατασκευή μεγάλων κτηρίων, τα ερείπια των οποίων είναι σήμερα κυρίως ορατά. Το ιερό ορίζεται από περίβολο, που στην ανατολική πλευρά αποτελεί συνέχεια του περιβόλου της ακρόπολης.
Στην ανατολική πλευρά ήταν και η είσοδός του. Δίπλα της βρίσκονται ο δωρικός ναός και ο βωμός του Ηρακλή (κτήριο Α) και οι δύο μικροί Ιωνικοί ναοί της Διώνης, συζύγου του Δία, ο αρχαίος (κτήριο Γ) και ο νέος (κτήριο Θ), ο οποίος κτίσθηκε μετά την καταστροφή του πρώτου από τους Αιτωλούς. Επάνω στο βόρειο τμήμα του ναού του Ηρακλή σώζονται τα ερείπια μιας βασιλικής, που παρουσιάζουν δύο οικοδομικές φάσεις. Στα δυτικά των αρχαίων ναών δεσπόζει το σημαντικότερο κτίσμα του ιερού, η Ιερά Οικία ή ναός του Δία (κτήριο Ε1), τετράγωνο οικοδόμημα με τέσσερις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις.
Ο πρώτος μικρός ναός κτίσθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και ακολούθησαν επεκτάσεις και διορθωτικές επεμβάσεις του κατά τον 4ο, 3ο και 2ο αι. π.Χ. Το κεντρικό σημείο, στο οποίο βρισκόταν η ιερή βελανιδιά με το ναό του Δία, έκανε μάλλον τον Παυσανία να τα χαρακτηρίσει «θέας άξια». Ο ναός του Δία πλαισιωνόταν στα δυτικά από τους ναούς της Θέμιδος (κτήριο Ζ) και της Αφροδίτης (κτήριο Λ). Βόρεια του ναού της Θέμιδος ο Ευαγγελίδης είχε ανασκάψει παλαιότερα ένα συλημένο κιβωτιόσχημο τάφο, του οποίου ο χρόνος κατασκευής και η σημασία είναι άγνωστα. Νοτιοδυτικά του ναού της Αφροδίτης έχουν επισημανθεί δύο άλλα οικοδομήματα, πιθανώς ναοί, που δεν έχουν ανασκαφεί (σήμερα δεν είναι ορατά), τα οποία έκλειναν από δυτικά την αμφιθεατρική διάταξη των λατρευτικών κτηρίων.
Τα υπόλοιπα οικοδομήματα στο δυτικό μέρος του ιερού παραπέμπουν στη μνημειακή μορφή που απέκτησε ο χώρος στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με το οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Πρόκειται για το βουλευτήριο (κτήριο Ε2), όπου συνεδρίαζε το Κοινό των Ηπειρωτών, το πρυτανείο (κτήριο Ο), το θέατρο και το στάδιο. Μεταξύ βουλευτηρίου και θεάτρου βρισκόταν και η οικία των ιερέων (κτήριο Μ), το αρχαιότερο κτίσμα του ιερού μετά την ιερή οικία, που χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Βόρεια του ιερού, στην κορυφή του λόφου δεσπόζει η αρχαία ακρόπολη, που φαίνεται ότι χρησίμευε ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη.
Η ακρόπολη περιβάλλεται από ισοδομικό τείχος του 4ου αιώνα π.Χ., με περίμετρο γύρω στα 750 μ., το οποίο κατά διαστήματα ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά, που ήταν πιο βατές. Είχε μία μεγάλη πύλη στη νοτιοδυτική πλευρά, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, μία μικρότερη στο μέσο του νότιου τείχους, και μία ανατολικά, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδατοστεγές κονίαμα.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Το θέατρο της Δωδώνης
Το θέατρο της Δωδώνης είναι από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα αρχαία Ελληνικά θέατρα, με χωρητικότητα περίπου 18.000 ατόμων. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ιερού της Δωδώνης και για τον επισκέπτη, που έφθανε από το νότο, ήταν το εμφανέστερο μνημείο, που δέσποζε στο χώρο με τις καμπύλες επιφάνειες και τους επιβλητικούς αναλημματικούς τοίχους του. Κατασκευάσθηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα, στο πλαίσιο του φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος που πραγματοποίησε ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, προκειμένου να αναμορφώσει το πανελλήνιο ιερό και να του δώσει μνημειακό χαρακτήρα. Το τεράστιο κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε σε φυσική κοιλότητα στους πρόποδες του όρους Τόμαρος.
Επειδή ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις, δημιουργήθηκε επίχωση, την οποία συγκρατούσαν αναλημματικοί τοίχοι, κτισμένοι κατά το ισοδομικό σύστημα και ενισχυμένοι με έξι πύργους, που προσδίδουν στην πρόσοψη του θεάτρου μνημειακό χαρακτήρα. Οι δύο πλησιέστεροι προς την ορχήστρα πύργοι ήταν μεγαλύτεροι από τους άλλους, καθώς χρησίμευαν και ως κλίμακες για την άνοδο των θεατών στο άνω διάζωμα. Το κοίλο χωριζόταν με τέσσερις οριζόντιους διαδρόμους σε τρία τμήματα (19 σειρές εδωλίων το κάτω, 15 το μεσαίο και 21 το επάνω) και με δέκα κλίμακες σε εννέα κερκίδες. Η κατώτερη σειρά εδωλίων ήταν η λεγόμενη προεδρία, είχε λίθινα καθίσματα και προοριζόταν για τα επίσημα ή τιμώμενα πρόσωπα.
Η πρόσβαση των θεατών στο κοίλο γινόταν με μεγάλες κλίμακες, που ξεκινούσαν από τις παρόδους, και η αποχώρησή τους από πλατιά έξοδο στην κορυφή της κεντρικής κερκίδας. Η ορχήστρα δεν αποτελούσε ολόκληρο κύκλο και είχε διάμετρο 18,70 μ. Στο κέντρο της ένας λαξευμένος βράχος αποτελούσε τη βάση του βωμού του Διονύσου, της θυμέλης. Η σκηνή του θεάτρου ήταν διώροφο, ορθογώνιο κτήριο με ισοδομική τοιχοποιία και διαστάσεις 31,20 x 9,10 μ. Στις άκρες του υπήρχαν δύο τετράγωνες αίθουσες, τα παρασκήνια, και μεταξύ αυτών τέσσερις πεσσοί. Στη νότια και βόρεια πλευρά της σκηνής διαμορφώθηκαν δωρικές στοές, οι οποίες περιέβαλλαν το δρόμο που οδηγούσε προς το ιερό.
Ενώ στο ανατολικό και δυτικό άκρο υπήρχαν οι πάροδοι, από τις οποίες εισέρχονταν οι θεατές και οι ηθοποιοί στην ορχήστρα. Μετά την καταστροφή του ιερού της Δωδώνης από τους Αιτωλούς, το 219 π.Χ., το θέατρο, όπως και τα άλλα οικοδομήματα του ιερού, επανακατασκευάσθηκαν. Τότε το προσκήνιο έγινε λίθινο και μπροστά από τα παρασκήνια προστέθηκαν δύο μικρότερα δωμάτια, στην εξωτερική πλευρά των οποίων κτίσθηκαν δύο μνημειακά πρόπυλα με Ιωνικούς ημικίονες. Με τη μορφή αυτή διατηρήθηκε το θέατρο ως το 167 π.Χ., όταν πλέον η Μακεδονία και η Ήπειρος καταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος) και το ιερό καταστράφηκε πάλι.
Η σκηνή του θεάτρου πυρπολήθηκε, όπως δείχνουν ίχνη φωτιάς, που διαπιστώθηκαν κατά τις ανασκαφές, και ανοικοδομήθηκε με την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών το 148 π.Χ. Στη θέση των κιόνων, που βρίσκονταν μεταξύ των παρασκηνίων, κτίσθηκαν πλέον τοίχοι με ασβέστη και λιθάρια. Η κανονική μορφή του θεάτρου, όμως, δεν διατηρήθηκε για πολύ, αφού στα χρόνια του Αυγούστου, τον 1ο αιώνα π.Χ., το μνημείο διαμορφώθηκε σε αρένα. Αφαιρέθηκαν οι πρώτες σειρές εδωλίων και κτίστηκε ένας τοίχος ύψους 2,80 μ. για την προστασία των θεατών από τα άγρια ζώα, ενώ η ορχήστρα και η σκηνή καλύφθηκαν με επιχώσεις ύψους 0,50 μ.
Η αρένα έφθανε μέχρι τη σκηνή και είχε ωοειδές σχήμα. Σε δύο τριγωνικά δωμάτια, που σχηματίσθηκαν από τον τοίχο προστασίας και τον τοίχο της σκηνής, φυλάσσονταν τα άγρια ζώα. Το θέατρο διατηρήθηκε με αυτή τη μορφή έως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί. Το μνημείο ανασκάφηκε αρχικά από τον αρχαιολόγο Κ. Καραπάνο, το 1875 - 1878. Αργότερα, ερεύνησαν το χώρο ο καθηγητής αρχαιολογίας Δ. Ευαγγελίδης με τον Σ. Δάκαρη (1929 - 1932), οι οποίοι συνέχισαν την ανασκαφική τους δραστηριότητα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμβάλλοντας και στην αναστήλωση του θεάτρου.
Το Μαντείο
Η πανάρχαια Δωδώνη ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Πελασγών της Προϊστορικής εποχής. Το ιερό Μαντείο είναι το αρχαιότερο και αγαπητότερο στους Θεούς, αφού ο ίδιος ο Δίας το όρισε δικό του Μαντείο, πανέντιμο στους ανθρώπους. Όπως σήμερα τα Ιεροσόλυμα θεωρούνται "Αγιοι Τόποι" των Χριστιανών και η Μέκκα των Μωαμεθανών έτσι και η Δωδώνη, τόσο κατά την Προϊστορική περίοδο, όσο και κατά τους Ιστορικούς χρόνους υπήρξε ιερός χώρος και κατ' εξοχήν πνευματικό κέντρο του απανταχού Ελληνισμού της αρχαιότητας. Για το όνομα Δωδώνη, η πιθανότερη άποψη είναι. ότι προέρχεται από το ρήμα "δίδωμι" δηλαδή "Δόστρα" ή παραγωγό, γιατί η μητέρα Γη έδινε τους καρπούς της.
Η αφετηρία της λατρείας βρίσκεται στην τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ. (πρώτη εποχή τους χαλκού 2.500 π.Χ.) με τη λατρεία της Θεάς Γης, της Μεγάλης Μητέρας και δύει με την επικράτηση του Χριστιανισμού στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Για το ιερό τούτο μαντείο μιλάει η αρχαιότερη γραπτή παράδοση, τα Ομηρικά Έπη. Στο Δία το Δωδωναίο και το Πελασγικό απευθύνει επίκληση ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Αχιλλέας για το φίλο του Πάτροκλο. Στη δεύτερη εποχή του Χαλκού (Μεσοελλαδική περίοδο 1900 - 1550 π.Χ.) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπως και σε όλη την Ελλάδα οι πρώτοι Έλληνες, οι Θεσπρωτοί.
Ένας κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών ήταν οι Έλλοπες, οι Έλλοι, ή Σέλλοι, που κατοίκησαν την περιοχή της Δωδώνης καθώς και την ευρύτερη περιοχή, την αρχαία Ελλόπια. Οι Έλλοι ήταν ιερείς και μάντεις αφιερωμένοι στην λατρεία του Δία. Συνήθιζαν, μάλιστα, να μην πλένουν τα πόδια τους και να ξαπλώνουν στη γή (λεροπόδαροι και χαμόστρτοι μάντεις), για να παίρνουν δύναμη για τις προφητείες και τις μαντείες. Μετά τους Θεσπρωτούς στην Ήπειρο εμφανίζονται νέα φύλα με ισχυρότερο των Μολοσσών και τον 4ο αιώνα π.Χ. επικρατούν στην Ήπειρο και στην περιοχή της Δωδώνης. Ως σύμμαχοι των Αθηναίων επικρατεί ο Αττικός πολιτισμός στην περιοχή.
Ιδρύεται το "Κοινόν των Μολοσσών", που το διαδέχτηκε το "Δωδωναίων Κοινόν" (κηδεμονία Σέλλων) και στην συνέχεια η συμμαχία των Ηπειρωτών -με επικρατέστερο και σπουδαιότερο βασιλιά τον Πύρρο- που διατηρήθηκε εκατό, περίπου, χρόνια ως την ανακήρυξη της δημοκρατίας (340 - 234 π.Χ.), οπότε και δημιουργείται το "Κοινόν των Ηπειρωτών" με έδρα την Δωδώνη.
Ιερά Οικία
Η Ιερά Οικία, ο ναός του Δία, είναι ένα απλό, μικρό οικοδόμημα αλλά πολύ σημαντικό για το ιερό του Δία, καθώς περίκλειε την προφητική βελανιδιά. Πρόκειται για το κεντρικό τεράγωνο κτήριο Ε1 διαστάσεων 20,80 x 19,20 μ., το οποίο παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδομικές φάσεις και μία ή δύο τουλάχιστον προοικοδομικές. Ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Ζευς της Δωδώνης δεν είχε ναό. Η λατρεία του τελούνταν στο ύπαιθρο και ο Θεός, κατά τρόπο σπάνιο, κατοικούσε (έναιε) "εν πυθμένι φηγού" (Ησίοδος), στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, που την περιστοίχιζε μια σειρά από χάλκινους τρίποδες με λέβητες.
Γύρω του κατοικούσαν οι Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς του Δία, με γυμνά πόδια και κοιμώμενοι καταγής, για να έρχονται σε επαφή με τη Μητέρα Γη, απ' όπου αντλούσαν τις μυστηριακές δυνάμεις της μαντείας. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε ένας απλός μικρός ναός, διαστάσεων 4 x 6,50 μ., με πρόναο και σηκό. Έτσι, στο ιερό του Δία, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., υπήρχαν μόνον ένας μικρός ναός χωρίς κίονες και η ιερή βελανιδιά, που την περιέκλειναν κυκλικά χάλκινοι τρίποδες με λέβητες. Ο ναός δεν προοριζόταν για κατοικία του Θεού και για τη λατρεία, αλλά για στέγαση των αφιερωμάτων. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. επήλθε κάποια σοβαρή μεταβολή στο ιερό.
Ένας ευρύχωρος ισοδομικός περίβολος (13 x 11,80 μ.) με είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, που περιέκλειε τη φηγό (την ιερή βελανιδιά) και ενώθηκε με την πρόσοψη του μικρού ναού, αντικατέστησε τον περίβολο με τους χάλκινους τρίποδες και τους λέβητες. Στη θέση των μαντικών λεβήτων τοποθετήθηκε το χαλκείον, ανάθημα των Κερκυραίων. Τη συσκευή αυτή αποτελούσαν δύο κιονίσκοι. Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε έβνα μαστίγιο με τρεις ουρές από χάλκινους αστραγάλους, ο άλλος ένα χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες, καθώς αιωρούνταν από τον άνεμο, χτυπούσαν στο λέβητα και παρήγαγαν έναν ήχο, με τη βοήθεια του οποίου οι μάντεις χρησμοδοτούσαν.
Ο ήχος του λέβητα διαρκούσε πολύ, ώσπου να μετρήσει κανείς ως το τετρακόσια και όχι σπάνια ήταν αδιάκοπος, γιατί στη Δωδώνη οι άνεμοι είναι συχνοί. Για το λόγο τούτο παρέμεινε η παροιμιώδης φράση "Κερκυραίων μάστιξ", που σήμαινε το φλύαρο, όπως ο ήχος του χαλκείου. Μερικά κομμάτια από τα μαστίγια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ένα στο Μουσείο Ιωαννίνων. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπεριλάβει στο σχέδιο ανοικοδόμησης έξι Ελληνικών ιερών και τη Δωδώνη, με το υπέρογκο ποσό των 1.500 ταλάντων (9.000.000 αρχαίες δραχμές). Όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε το έργο απραγματοποίητο.
Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο βασιλιάς Πύρρος, που στην εύνοια του μαντείου έβλεπε ένα σπουδαίο ηθικό έρεισμα για τα πολιτικά του σχέδια. Ο παλαιός ισοδομικός περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο περίβολο με τρεις ιωνικές στοές στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Η υπαίθρια αυλή και η δρυς περιβλήθηκαν με ένα στωικό πλαίσιο με κατεύθυνση ανατολική. Η ανατολική πλευρά της αυλής έμενε ελεύθερη, χωρίς στοά, γιατί εκεί υψωνόταν η μαντική δρυς, η ιερή κατοικία του Δία και της Διώνης. Στη νότια πλευρά υπήρχε είσοδος, μεταξύ των δύο παραστάδων.
Στις στοές, θα φυλάσσονταν οι διάφορες συμφωνίες και τα ψηφίσματα των Ηπειρωτών, όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν αιφνίδια το ιερό (219 π.Χ.) και το πυρπόλησαν. Κατά τον Πολύβιο, οι Αιτωλοί δεν έκαψαν την Ιερά Οικία, αλλά την κατεδάφισαν, "για να μην υπάρχουν τα διάφορα σύμφωνα των Ηπειρωτών" που είχαν κατατεθεί εκεί. Την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου ανταπέδωσαν οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, ύστερα από την αιφνιδιαστική κατάληψη του Θέρμου (218 π.Χ.). Από τα λάφυρα ο Φίλιππος ο Ε' και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα ιερά. Ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε ένας μεγαλύτερος ναός, πρόστυλος Ιωνικός, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη.
Οι στοές ξαναχτίστηκαν. Το παλιό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τα θεμέλια του Ελληνιστικού ναού. Έτσι, το οικοδόμημα απέκτησε μνημειακότητα και αυστηρή συμμετρία. Το όλο σχήμα του οικοδομήματος έμοιαζε με ένα αρχαίο Ελληνικό σπίτι. Έτσι κατανοούμε για ποιο λόγο ο Πολύβιος το ονομάζει ιερά οικία.
Ναός της Διώνης στη Δωδώνη
Σημαντική θέση στο ιερό της Δωδώνης κατείχε η λατρεία της θεάς Διώνης, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητέρα της Αφροδίτης. Μαζί με τη Θέμιδα ονομάζονταν «Νάιοι Θέοι, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία». Ο αρχαιότερος ναός, που αφιερώθηκε στη Διώνη βρισκόταν κοντά στην Ιερή Οικία, προς τα βόρεια, στο κεντρικό τμήμα του ιερού. Κατασκευάσθηκε στο β' μισό του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Ο ναός είχε προσανατολισμό Α-Δ, σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και σε διαστάσεις (9,80 x 9,40 μ.) ήταν περίπου μισός από το γειτονικό ναό του Δία.
Διέθετε σηκό και πρόναο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες από αμμόλιθο στην πρόσοψη, και η ανωδομή του ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίνθους. Στον ενδιάμεσο τοίχο, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται το λίθινο κατώφλι της εισόδου, που έκλεινε με δίφυλλη θύρα, πλάτους 1,20 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρούνται λείψανα ενός βάθρου, που θα χρησίμευε για το λατρευτικό άγαλμα της Διώνης, το λεγόμενο «έδος». Αυτό το σεβάσμιο «έδος» κοσμούσαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι, στέλνοντας θεωρία και πλούσια δώρα, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης. Με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά το 219 π.Χ., κατασκευάσθηκε νέος ναός αφιερωμένος στη Διώνη, λίγο νοτιότερα, με αισθητή απόκλιση από το ναό του Δία.
Ήταν Ιωνικός πρόστυλος, τετράστυλος, με πρόναο και σηκό, συνολικών διαστάσεων 9,60 x 6,35 μ. Οι κίονές του ήταν κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο και εξωτερικά καλύπτονταν με λεπτό ασβεστοκονίαμα ή μαρμαροκονία, που έδινε στις επιφάνειες τη λευκότητα και τη λειότητα του μαρμάρου. Οι αναβαθμοί στην πρόσοψη ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο καλής ποιότητας, όμοιο με τους κίονες των παρόδων του θεάτρου. Στον τοίχο, που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό, διατηρείται το λίθινο κατώφλι με τα ίχνη της δίφυλλης θύρας, πλάτους 1,30 μ., ενώ στο βάθος του σηκού διατηρείται το βάθρο, όπου στεκόταν το άγαλμα της Διώνης.
Ναός της Θέμιδας στη Δωδώνη
Ο ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς του ιερού της Δωδώνης, που βρίσκονταν γύρω από την ιερή βελανιδιά του Δία, μαζί με την Ιερή Οικία και το ναό της Διώνης, ήταν αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία, κόρη του Ουρανού και της Γης. Η λατρεία της, που ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ήπειρο, φαίνεται ότι συνέχισε τη λατρεία της Προϊστορικής Μεγάλης Θεάς και ιδιαίτερα στη Δωδώνη είναι ευνόητη, γιατί σχετίζεται με τη λατρεία της Γης. Η ταύτιση του ναού (κτήριο Ζ) έγινε με τη βοήθεια μιας μολύβδινης επιγραφής, που βρέθηκε στη στοά του βουλευτηρίου, και στην οποία αναφέρονται μαζί με το Δία, η Θέμις και η Διώνη ως «Νάιοι Θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία.
Ήταν, επομένως, οι δύο θεές οι σπουδαιότερες μετά το Δία, πάρεδροι του Θεού. Για τη χρονολόγηση του ναού, το μόνο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη, είναι η χρήση του μαλακού αμμόλιθου για τις παραστάδες του πρόναου, ενός υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στον αρχαίο ναό της Διώνης, στην Ιερή Οικία των χρόνων του Πύρρου και στη δωρική στοά του βουλευτηρίου. Πιθανότερα χρονολογείται στην περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (340 - 232 π.Χ.). Ο ναός είχε προσανατολισμό ΒΔ - ΝΑ και ήταν απλός στην κατασκευή του, με διαστάσεις 10,30 x 6,25 μ.
Ήταν πρόστυλος με τέσσερις Ιωνικούς κίονες, και διέθετε πρόναο και σηκό. Μπροστά από το ναό διατηρείται η θεμελίωση μεγάλου βωμού (διαστάσεων 4,20 x 3,30 μ.) και αμέσως ανατολικότερα ένα τετράγωνο βάθρο, όπου θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ανάθημα. Όπως δείχνουν τα λαξεύματα, οι ορθοστάτες περιέβαλλαν από τις τέσσερις πλευρές το βωμό, με είσοδο από το μέρος του ναού. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ήταν 2,60 x 1,80 μ. Προς τα νοτιοδυτικά του ναού υπάρχει ένα ακόμη μικρό τετράγωνο κτίσμα (κτήριο Η), το οποίο ωστόσο δεν έχει ταυτισθεί ακόμη, και παραμένει άγνωστη η σημασία του, καθώς και ο χρόνος κατασκευής του.
Ναός του Ηρακλή στη Δωδώνη
Στο ανατολικό άκρο του ιερού του Δία στη Δωδώνη, περίπου 30 μ. δυτικά από την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, βρίσκεται ο ναός του Ηρακλή, εν μέρει κάτω από τη χριστιανική βασιλική Β. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει το γένος του με το μυθικό ήρωα, ιδιαίτερα ύστερα από το δεύτερο γάμο του με τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, που καταγόταν από τον Ηρακλή. Ο ναός είναι ο μεγαλύτερος μετά το ναό του Δία, και ο μοναδικός γνωστός Δωρικού ρυθμού στο ιερό.
Έχει προσανατολισμό ΒΔ - ΝΑ και διαστάσεις 16,50 x 9,50 μ. Αποτελείται από πρόναο και σηκό, και διαθέτει τέσσερις ή έξι Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη (τετράστυλος ή εξάστυλος πρόστυλος). Μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., ανοικοδομήθηκε και τα κατεστραμμένα αρχιτεκτονικά μέλη από μαλακό αμμόλιθο (τρίγλυφα, κιονόκρανα, γείσο) εντοιχίσθηκαν στον τοίχο που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό. Ανατολικά του προνάου σώζεται ένα μεγάλο βάθρο, με διαστάσεις 5,70 x 3,20 μ., που ανήκε στο βωμό του ναού.
Τη σχέση του ναού με τη λατρεία του Ηρακλή βεβαιώνουν μερικά Αρχαϊστικά χάλκινα ελάσματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, παραγναθίδες από κράνη, με ανάγλυφη παράσταση της φιλονεικίας του Απόλλωνα και του Ηρακλή για την κατοχή του Δελφικού τρίποδα, και ιδίως μία μετόπη από ασβεστόλιθο του 3ου αιώνα π.Χ., με ανάγλυφη παράσταση του αγώνα του Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Στο ανάγλυφο παριστάνεται ο ήρωας να πατεί δυνατά με το δεξί γόνατο το σώμα του θηρίου, που εικονιζόταν δεξιά του, ενώ ένα πλοκάμι της Ύδρας, αριστερά του, προσπαθεί να κάψει με το δαυλό ο Ιόλαος, που βρίσκεται αριστερά του Ηρακλή (διακρίνεται ο δεξιός μηρός του). Κοντά στο δεξιό μηρό του Ηρακλή ένας καρκίνος υπαινίσσεται το έλος της Λέρνας, όπου διαδραματίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή.
Ναός της Αφροδίτης στη Δωδώνη
Ο ναός της Αφροδίτης βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του ιερού της Δωδώνης, κοντά στο ναό της Θέμιδας. Η ταύτισή του έγινε με βάση τα πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από αυτόν και παριστάνουν μία γυναικεία μορφή να κρατεί με το δεξί της χέρι μπροστά στο στήθος περιστέρι, σύμβολο της Θεάς. Με βάση ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα ευρήματα που προήλθαν από το εσωτερικό του, ο ναός μπορεί να χρονολογηθεί στον 4ο ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., η ύπαρξη, όμως, στη θέση αυτή μιας αρχαιότερης λατρείας δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η λατρεία της Αφροδίτης στη Δωδώνη επιβεβαιώνεται από επιγραφική μαρτυρία, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο καθιερώθηκε.
Πιθανώς είναι παλαιότερη των χρόνων του Πύρρου, αλλά είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. συγχωνεύθηκε με τη λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της δυτικής Σικελίας. Η θεότητα αυτή συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους Τρωικούς μύθους, που ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στους Μολοσσούς, γιατί, σύμφωνα με τις αρχαιότερες παραδόσεις, οι Μολοσσοί κατάγονταν από την Τροία μέσω της Ανδρομάχης. Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., Δωρικού ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης.
Είναι απλός, με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος.
Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα, περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού Αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.
Πρυτανείο Δωδώνης
Από τα σημαντικότερα οικοδομήματα διοικητικού χαρακτήρα στο ιερό της Δωδώνης ήταν το Πρυτανείο. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα με περιστύλιο. Διαθέτει μνημειακή μορφή και εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Τοπογραφικά βρίσκεται σε κεντρική θέση στο ιερό, ανατολικά από το θέατρο και νότια από το Βουλευτήριο. Πρόκειται για το μεγάλο οικοδόμημα Ο-Ο1 (Πρυτανείο), με πρόσοψη 31,45 μ., όσο περίπου και η πρόσοψη του Βουλευτηρίου (32,35 μ.). Κατά την κατασκευή των δύο οικοδομημάτων διαλύθηκε στο σημείο αυτό ο εξωτερικός ισοδομικός περίβολος του ιερού και μετατέθηκε δυτικότερα.
Στη νοτιοανατολική γωνία του οικοδομήματος Ο διακρίνεται η διακλάδωση του νέου περιβόλου, που κατευθύνεται δυτικά και ύστερα βόρεια για να ενωθεί με το οικοδόμημα Μ, μπροστά από το νοτιοανατολικό πύργο του θεάτρου. Κάτω από το δάπεδο της στοάς βρέθηκαν τα ίχνη του αρχαιότερου περιβόλου και η δυτική πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό του ιερού. Η ανασκαφή του οικοδομήματος Ο δεν έχει ακόμα περατωθεί. Η κατασκευή του είναι σύγχρονη με αυτή του Βουλευτηρίου, τοποπθετείται δηλαδή χρονολογικά στις αρχές του 3ου ή στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ, κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (232 - 168 π.Χ.), προστέθηκε στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος Ο μία νέα πτέρυγα 33,35 μ. με 6 δωμάτια (κτίσμα Ο1), τρεις βοηθητικοί χώροι δυτικά και τρία εννεάκλινα δωμάτια διαστάσεων 5,50 x 5,20 μ., που χρησίμευαν για την εστίαση και διαμονή των αρχόντων του Κοινού. Δυτικά της περίστυλης αυλής δεσπόζει η μεγάλη αίθουσα Ο με λείψανα λίθινων εδωλίων σε όλο το πλάτος της αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν δύο φάσεις μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Τα αρχαιότερα εδώλια του 3ου αι. π.Χ. ήταν πιθανώς ξύλινα.
Ο ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι τμήμα της αρχαιότερης δυτικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου του 4ου αιώνα π.Χ., που διατηρήθηκε κατά την κατασκευή του πρώτου Ελληνιστικού οικοδομήματος, αφού ανοίχθηκε είσοδος στην αίθουσα των εδωλίων. Μπροστά από την είσοδο βρέθηκε η βάση βωμού και λίγο πιο αριστερά, μπροστά από την πρόσοψη της αίθουσας, αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη κυκλική βάση θόλου, διαμέτρου 2 μέτρων, η οποία θόλος θα χρησίμευε ως μαγειρείο για την παρασκευή τροφής για τη σίτιση των αρχόντων που συνέρχονταν στην αίθουσα του συνεδρίου.
Στην ανατολική πλευρά η νέα προσθήκη είχε διαμορφωθεί σε ιωνική στοά, με μια σειρά βάθρων στην πρόσοψη, που εκτείνεται σχεδόν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του ιερού. Το οικοδόμημα Ο-Ο1 καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε ασφαλώς από τους Ρωμαίους, διότι σε όλη την έκταση της βόρειας πτέρυγας Ο1 βρέθηκε στο δάπεδο στρώμα φωτιάς από την πυρπόληση του έτους 167 π.Χ. Αλλά, ενώ η βόρεια πτέρυγα Ο1 δεν ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή αυτή, στο κύριο οικοδόμημα Ο διαπιστώνονται δύο φάσεις ανακατασκευής των τοίχων με μικρά λιθάρια και ασβέστη.
Το οικοδόμημα θα έπαψε να λειτουργεί στο β' μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βόρεια του Ο1 διατηρούνται σε υψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν λείψανα Ρωμαϊκών χρόνων από την πλακόστρωτη ιερά οδό, που οδηγούσε προς την ιερά οικία, και ένα λίθινο ρείθρο που αποχέτευε τα νερά έξω από το χώρο του ιερού. Η γειτνίαση του οικοδομήματος Ο-Ο1 με το Βουλευτήριο, η αίθουσα των συνέδρων, ο τύπος του κτηρίου, που ακολουθεί τον τύπο του σπιτιού με περίστυλη αυλή, μας οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι πρυτάνεις ή σύνεδροι.
Σε μία χρηστήρια μολύβδινη επιγραφή του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., οι διαιτοί (κριτές) ρωτούν το Νάιο Δία και τη Διώνη αν πρέπει να διαθέσουν για το πρυτανείο τα χρήματα που έλαβαν από την πόλη. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης. Η παράλειψη όμως του ονόματος είναι ευνόητη, εφόσον πρόκειται για τη Δωδώνη.
Βουλευτήριο Δωδώνης
Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό - πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων.
Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230 - 220 π.Χ.).
Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις Ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε.
Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών. Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία. Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου.
Άλλες δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα λιθάρια. Με την αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου.
Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168 - 148 ως το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα). Στον 4ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός.
Αρχαίο στάδιο Δωδώνης
Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες. Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα.
Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22 σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές.
Από τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό. Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.
Ακρόπολη Δωδώνης
Εκτός από τα μνημεία που βρίσκονταν μέσα στην περίβολο του ιερού του Διός και εκτείνονταν στους πρόποδες του λόφου, αναπτύσσεται στην κορυφή του η ακρόπολη του οικισμού της Δωδώνης. Η κορυφή του λόφου, ύψους 23 μ. περίπου, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4 αιώνα π.Χ. Η νότια πλευρά παρουσιάζει σε μεγάλη έκταση επισκευές. Η περίμετρός του, 750 μέτρα περίπου, περιέκλειε εμβαδόν 3,4 εκτάρια, που, σύμφωνα με την οικιστική πυκνότητα της Αρχαίας Ηπείρου, θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμό περίπου 1000 κατοίκων.
Ασφαλώς όμως ο πληθυσμός της Δωδώνης ήταν μεγαλύτερος και θα κατοικούσε στη γύρω περιοχή, στις υπώρειες του Τόμαρου και ιδίως της ανατολικής βουνοσειράς, όπως δείχνουν μερικά αρχαία λείψανα κτηρίου, 1 χλμ. ανατολικά του ιερού. Επομένως, το τείχος χρησίμευε πιο πολύ ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη. Κατά διαστήματα το τείχος ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά που ήταν πιο βατές. Τρεις πύργοι υπήρχαν και στη νότια πλευρά. Οι δύο προστάτευαν τη νοτιοδυτική μεγάλη πύλη, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, και ο τρίτος τη μικρή πυλίδα στο μέσο του νότιου τείχους.
Στο κατώφλι της νοτιοδυτικής πύλης σώζονται οι ορθογώνιες ορειχάλκινες θήκες, όπου περιστρέφονταν οι ορειχάλκινοι επίσης ολμίσκοι μαζί με τους άξονες της πύλης. Ένας τέτοιος ολμίσκος βρέθηκε επιτόπου και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ιωαννίνων. Η ανατολική πύλη του τείχους, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Έχει πλάτος 3,50 μ., αλλά το άνοιγμα περιορίζεται με τις δύο παραστάδες της θύρας σε 2,50 μ. Στη βάση των παραστάδων διατηρούνται, δεξιά και αριστερά, δύο ορθογώνιοι τόρμοι για τις μεταλλικές θήκες και τους δύο ολμίσκους που περιστρέφονταν μαζί με τους άξονες της πύλης, όπως στο νοτιοδυτικό πυλώνα του κάστρου.
Η πύλη ασφαλιζόταν εσωτερικά με μια ισχυρή δοκό, όπως δείχνει ένα βαθύ ορθογώνιο αυλάκι που εισχωρούσε στο νότιο πύργο. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδροστεγές κονίαμα. Η χρονολόγηση του τείχους στον 4ο αιώνα π.Χ. προκύπτει από το γεγονός ότι ο κάτω ισοδομικός περίβολος του ιερού, που περιέκλεινε τα λατρευτικά οικοδομήματα, είναι αρχαιότερος του βουλευτηρίου και του θεάτρου που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Επειδή ο ισοδομικός περίβολος του ιερού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το τείχος, προκύπτει ότι τούτο είναι σύγχρονο ή αρχαιότερο του περιβόλου και θα ανάγεται επομένως στον 4ο αιώνα π.Χ., και πιθανότερα στο β' μισό του αιώνα, λόγω της εξελιγμένης μορφής των πύργων, οι οποίοι στο ισόγειο είναι κενοί και χρησίμευαν για τη διαμονή φρουράς.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Το θέατρο της Δωδώνης είναι ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας με χωρητικότητα 15.000 17.000 περίπου θεατών. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., επί βασιλείας Πύρρου (297 272 π.Χ.) και συνδέεται με την τέλεση των Ναΐων, γιορτή προς τιμήν του Ναΐου Διός. Τα Νάια τελούνταν πιθανότατα κάθε τέσσερα χρόνια και περιλάμβαναν αγώνες γυμνικούς (αθλητικούς), δραματικούς (παραστάσεις τραγωδίας και κωμωδίας), πιθανότατα μουσικούς και ιππικούς καθώς και αρματοδρομίες. Το θέατρο είναι χτισμένο σε φυσική κοιλότητα του εδάφους.
Το υλικό δόμησης του κοίλου είναι κυρίως ο μικριτικός υπόλευκος ασβεστόλιθος αλλά εντοπίζεται και ο φαιός ασβεστόλιθος στην κατασκευή των παρόδων, της σκηνής και ορισμένων εδωλίων του κοίλου. Για τη δημιουργία μεγαλύτερου κοίλου (135 μ. διάμετρος) κατασκευάστηκε περιμετρικά αναλημματικός τοίχος με πύργους στην πρόσοψη που υπολογίζεται ότι κατά την αρχαιότητα ήταν τουλάχιστον κατά 10 μ. ψηλότεροι. Τέσσερις οριζόντιοι διάδρομοι χωρίζουν το κοίλο σε τρία τμήματα με 55 σειρές καθισμάτων (εδωλίων) συνολικά. Τα δύο κατώτερα τμήματα διαιρούνται με κλίμακες σε 9 κερκίδες και το ανώτερο σε 18. Οι πύργοι στα άκρα του κοίλου έφεραν κλίμακες για την προσέλευση και αποχώρηση των θεατών.
Στο κατώτερο διάζωμα υπήρχαν καθίσματα για επίσημα και τιμώμενα πρόσωπα (προεδρία). Η ορχήστρα, κατασκευασμένη με ένα κέντρο, έχει σχήμα ελλιπούς κύκλου (διαμ. 18,70 μ.). Στην περιφέρειά της υπάρχει οχετός αποχέτευσης ομβρίων υδάτων που οδηγούνται έξω από το θέατρο στο καρστικό υπέδαφος της περιοχής . Στο κέντρο διατηρείται η βάση του βωμού του Διονύσου (θυμέλη). Η ορθογώνια σκηνή (31,20 μ. x 9,10 μ.) αρχικά είχε δύο τετράγωνα παρασκήνια και τέσσερις πεσσούς ενδιάμεσα για τη στήριξη ξύλινου προσκηνίου. Εκατέρωθεν ήταν οι είσοδοι στην ορχήστρα (πάροδοι).
Μετά την καταστροφή των Αιτωλών (219 π.Χ.), η σκηνή αποκτά λίθινο προσκήνιο με 18 Ιωνικά ημικιόνια και δύο βοηθητικά προσκτίσματα στα άκρα των παρασκηνίων. Στις παρόδους κατασκευάζονται δύο μνημειακά πρόπυλα με διπλές εισόδους από ιωνικούς ημικίονες. Τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος προς τα νότια αποτελεί δωρική στοά με οκτάπλευρους στύλους, η οποία επικοινωνούσε με τη σκηνή με τοξωτή πύλη. Στα χρόνια του Αυγούστου το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα για θηριομαχίες και μονομαχίες.
Στο κατώτερο τμήμα του κατασκευάστηκε τοίχος για την προστασία των θεατών, ο οποίος απέκοψε το προσκήνιο και τη σκηνή και δημιούργησε ωοειδή κονίστρα. Τα παρασκήνια μετατράπηκαν σε τριγωνικά δωμάτια φύλαξης ζώων, ενώ στο κέντρο του τοίχου της αρένας κατασκευάστηκε ορθογώνια κόγχη για καταφύγιο των αγωνιζομένων.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Ονομασία Μνημείου: Θέατρο Δωδώνης
Κατηγορία: Θέατρο
Σύντομη περιγραφή: Θεατρική κατασκευή αποτελούμενη από τη χωμάτινη ορχήστρα στην περιφέρεια της οποίας διατηρείται υπόγειος λίθινος αγωγός αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων, κοίλο χωρισμένο από δύο ομόκεντρους διαδρόμους - διαζώματα σε τρία μέρη κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο και ορθογώνια λίθινη σκηνή με επιμελημένη ισοδομική τοιχοποιία.
Θέση: Αρχαιολογικός χώρος Δωδώνης, Δήμος Δωδώνης, Νομού Ιωαννίνων.
Χρονολόγηση: Η κατασκευή του θεάτρου συνδέεται με την περίοδο βασιλείας του Πύρρου (297 - 272 π.Χ.) και με την τέλεση των Ναΐων που πιθανά καθιερώθηκαν επί της βασιλείας του.
Γενική περιγραφή Μνημείου: Το θέατρο της Δωδώνης είναι κατασκευασμένο στο ΝΔ άκρο του λοφώδους βραχίονα που διατρέχει την ομώνυμη κοιλάδα, εντός των ορίων του Δήμου Δωδώνης με προσανατολισμένο άξονα προς τα ΝΑ. Η ανέγερση ενός μνημειακού θεάτρου χωρητικότητας 15.000 - 17.000 θεατών σε ένα Ιερό που εκτός του Πανηπειρωτικού του χαρακτήρα αποκτούσε σταδιακά και πανελλήνιο ήταν αναγκαία. Η κατασκευή του θεάτρου συνδέεται με την περίοδο βασιλείας του Πύρρου (297 - 272 π.Χ.) και με την τέλεση των Ναΐων που πιθανά καθιερώθηκαν επί της βασιλείας του.
Α' Οικοδομική Περίοδος: Αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Το ημικυκλικό κοίλο χωρίζεται με δέκα κλίμακες σε εννιά κερκίδες. Δύο ομόκεντροι διάδρομοι -διαζώματα χωρίζουν το κοίλο σε τρία μέρη εκ τον οποίων το ψηλότερο αποτελούσε το επιθέατρο. Διαθέτει συνολικά 55 σειρές εδωλίων εκ των οποίων οι 19 ανήκουν στο κατώτερο τμήμα, 16 στο μεσαίο και 20 στο ανώτερο. Το επιθέατρο χωρίζεται με κλίμακες σε 18 κερκίδες ενώ τα δύο κατώτερα τμήματα σε 9 κερκίδες. Στην περίοδο αυτή ανήκε και η πρώτη σειρά εδράνων, η προεδρία, για τα τιμώμενα πρόσωπα κατασκευασμένη από απλά έδρανα με κοίλη κατατομή στην πρόσοψη.
Όλα τα έδρανα είναι μονολιθικά με αρχικό ύψος 0,387 μ. εκτός των εδράνων του επιθεάτρου που ανέρχεται σε 0,391 μ. Η άνοδος των θεατών στο πρώτο διάζωμα γινόταν από την ορχήστρα μέσω των 10 κλιμάκων ενώ η πρόσβαση στο μεσαίο διάζωμα γινόταν μέσω των εξωτερικών κλιμακοστασίων κατασκευασμένων κατά το ισόδομο σύστημα στα άκρα του αναλήμματος. Η ορχήστρα (διαμέτρου 18,72 μ.) διαμορφωμένη στο λαξευμένο βράχο με χωμάτινο δάπεδο σχηματίζει στην κάτοψη πλήρη κύκλο. Στο κέντρο σώζεται η βάση του βωμού του Διονύσου, η Θυμέλη.
Την περιέβαλε λίθινος κυκλικός αποχετευτικό αγωγός για τα όμβρια ύδατα τα οποία οδηγούνταν κάτω από το δάπεδο του σκηνικού οικοδομήματος και εξέρεαν στο καρστικό υπόβαθρο της περιοχής. Η ορθογώνια σκηνή διώροφη σύμφωνα με τον Σ. Δάκαρη, κατασκευασμένη κατά το ισόδομο σύστημα έφερε πεσσοστοιχία στην ανοιχτή πρόσθια πλευρά και δύο τετράγωνες αίθουσες στα άκρα, τα παρασκήνια. Στο νότιο τοίχο της σκηνής ένα θυραίο άνοιγμα με τοξωτό υπέρθυρο οδηγούσε σε μία ισομήκη Δωρική στοά με 13 οκτάπλευρους στύλους στην πρόσοψη.
Β' Οικοδομική Περίοδος
Μετά την Αιτωλική καταστροφή το 219 π.Χ. το σκηνικό οικοδόμημα αποκτά χαρακτηριστικά Ελληνιστικής τυπολογίας ώστε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες της θεατρικής πράξης. Κατασκευάστηκε λίθινο προσκήνιο με 18 Ιωνικά ημικιόνια στην πρόσοψη που ενώνει τα δύο πρόσθετα μικρότερα ορθογώνια διαμερίσματα στα άκρα του σκηνικού οικοδομήματος. Αυτή την περίοδο κατασκευάζονται και τα δύο μνημειακά πρόπυλα που πλαισιώνουν τις παρόδους με δίδυμες εισόδους και ιωνικούς ημικίονες. Επίσης διαμορφώνονται πρανή με αναλήμματα κατά το ισόδομο σύστημα ΝΑ του θεάτρου για τη συγκράτηση της Αιτωλικής επίχωσης και ΝΔ για την κατασκευή του σταδίου.
Η διαμόρφωση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την κατάχωση τμήματος των εξωτερικών κλιμάκων την αφαίρεση βαθμίδων από τις παρόδους και την ανακατασκευή των ακραίων αναλημματικών τοίχων. Η πρόσβαση των θεατών στο δεύτερο διάζωμα γινόταν στα δυτικά μέσω των κλιμάκων και βαθμίδων του σταδίου ενώ ανατολικά μέσω λοξής κλίμακας στο άνδηρο.
Γ' Οικοδομική Περίοδος
Σύμφωνα με τον ανασκαφέα εντοπίζονται κάποιες επισκευές στο σκηνικό οικοδόμημα αρχαιότερες των χρόνων του Αυγούστου που συνδέονται με τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Ίχνη τοίχων στην πρόσοψη της σκηνής πρόχειρης κατασκευής από αργούς λίθους αντικατέστησαν κάποιους από τους ημικίονες του προσκηνίου.
Δ' Οικοδομική Περίοδος
Κατά τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα, στα χρόνια του Αυγούστου, αφαιρέθηκαν οι πρώτες σειρές καθισμάτων μαζί με την προεδρία και υψώθηκε προστατευτικός τοίχος για την προστασία των θεατών. Ο τοίχος απέκοψε όλο το προσκήνιο του σκηνικού οικοδομήματος και ενώθηκε με το νότιο τοίχο του σχηματίζοντας ελλειπτική κονίστρα διαμέτρου 33,10 μ. και δημιουργώντας δύο τριγωνικά διαμερίσματα στα άκρα της σκηνής που φυλάσσονταν τα ζώα (ταύροι και αγριόχοιροι) για τους αγώνες. Το δάπεδο της ορχήστρας ανυψώθηκε με τεχνητή επίχωση που σκέπασε τη θυμέλη τον οχετό και τα εναπομείναντα τμήματα του προσκηνίου.
Υπάρχουσα κατάσταση: Η σημερινή του μορφή του αρχαίου θεάτρου οφείλεται σε εκτεταμένες αναστηλώσεις που έγιναν στις δεκαετίες 1960 - 1970.
Έρευνες - Επεμβάσεις: Το θέατρο ανασκάφηκε από τους Καραπάνο (1875), Ευαγγελίδη (1955) και Δάκαρη (1959). Το 1960, προκειμένου το θέατρο να παραχωρηθεί για παραστάσεις αρχαίου δράματος, πραγματοποιήθηκε από τον Δάκαρη προσωρινή επανατοποθέτηση των εδωλίων στα δύο κατώτερα διαζώματα του κοίλου, αποκαταστάθηκαν οι ορθοστάτες του στηθαίου στο μεσαίο διάζωμα και διευθετήθηκαν οι αναβαθμοί των δέκα κλιμάκων. Πριν από την επέμβαση αυτή, εξαιτίας της κατολίσθησης και της ανατροπής των εδωλίων, η όλη εικόνα του θεάτρου έδινε την εντύπωση βίαιης καταστροφής.
Ακολούθησε η απομάκρυνση των επιχώσεων γύρω από το θέατρο και η εκπόνηση μελέτης το 1961 από τον αρχιτέκτονα Β. Χαρίση, προκειμένου να στερεωθούν οι αναλημματικοί τοίχοι. Από το 1961 έως το 1974, έγιναν στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες που αφορούσαν κυρίως στο ανατολικό και δυτικό περιμετρικό ανάλημμα του θεάτρου, στους πύργους αντιστήριξης της προσόψεως του κοίλου, στον αναλημματικό τοίχο του ανδήρου της δυτικής παρόδου, στα εδώλια του σταδίου, καθώς και στο επιθέατρο.
Από τον γλύπτη Σ. Τριάντη πραγματοποιήθηκε συγκόλληση των Ιωνικών ημικιόνων στις εισόδους των δύο παρόδων και των ημικιόνων του λίθινου προσκηνίου, ενώ συμπληρώθηκε με νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης του σκηνικού οικοδομήματος. Αναστηλωτικές εργασίες έγιναν επίσης στο άνδηρο μπροστά από τον ανατολικό αναλημματικό πύργο του θεάτρου. Με την ένταξη του έργου στο Τ. Δ. Π. Ε. Α. Ε. και τη σύσταση Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, ξεκίνησε το νεώτερο αναστηλωτικό έργο στο θέατρο της Δωδώνης. Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες συντηρήσεις επιφανειών σε ολόκληρο το πρώτο και δεύτερο διάζωμα του κοίλου.
Οι εργασίες είχαν ως βασικό στόχο τη συγκόλληση όλων, κατά το δυνατόν, των αποκολλημένων θραυσμάτων ή και τμημάτων από το σώμα των εδωλίων των κερκίδων και την πλήρωση των μεγάλων ρωγμών. Πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες στις τοιχοποιίες της αρένας εντός του σκηνικού οικοδομήματος καθώς και στην ακραία ανατολική κερκίδα του πρώτου διαζώματος του κοίλου του θεάτρου. Αποκατάσταση του ακραίου κλιμακοστασίου καθώς και του αντίστοιχου τμήματος του αναλημματικού τοίχου.
Η κακή κατάσταση και η εκ φύσεως παθογένεια του δομικού υλικού, οι εκτεταμένες παρατοποθετήσεις αρχιτεκτονικών μελών, οι σημαντικές αποκλίσεις από την αρμόζουσα για θέατρο γεωμετρία, ο κίνδυνος απώλειας χαρακτηριστικών στοιχείων του μνημείου λόγω φθοράς και η λανθασμένη εντύπωση και αισθητική της υφιστάμενης κατάστασης, οδήγησαν στην πιλοτική αποκατάσταση της ακραίας ανατολικής κερκίδας του α΄ διαζώματος και του νοτιανατολικού αναλημματικού τοίχου.
ΚΕΡΚΙΔΑ 1Α
Πραγματοποιήθηκε αποξήλωση των εδράνων και μέρους του υποβάθρου, ανασκαφική διερεύνηση και τεκμηρίωση μέχρι το φυσικό βράχο. Έγινε διαλογή των αναστηλούμενων λίθων του υποβάθρου, διαλογή μέρους του αφαιρεθέντος υποβάθρου για επανάχρηση και τακτοποίηση των μη επαναχρησιμοποιούμενων λίθων του υποβάθρου. Στο υπόβαθρο της κερκίδας απομακρύνθηκε το γαιώδες υλικό μέχρι τον φυσικό βράχο, συντηρήθηκαν τμήματα του φυσικού βράχου που είχαν παρουσιάσει διαφορικές καθιζήσεις και αποκολλήσεις.
Τοποθετήθηκε υδατοποιητικό διάφραγμα και ειδικό γεωύφασμα και δημιουργήθηκε υποδομή για την υποδοχή των λίθινων εδωλίων και διαδρόμων, με την ανακατασκευή αδιατάρακτης και στατικά αυτόνομης λιθοδομής. Τοποθετήθηκε αποστραγγιστικός αγωγός. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση των αρχαίων εδράνων και των αρχαίων πλακών διαδρόμου, λάξευση (από τοπικό ασβεστόλιθο) και τοποθέτηση των νέων εδράνων και πλακών όπου έλλειπαν τα αρχαία μέλη. Τέλος ανασύνθεση - αποκατάσταση των αποσυναρμολογημένων περιοχών στις όμορες υφιστάμενες ανά περίπτωση στάθμες.
Επιτρεπόμενες χρήσεις: Το καλοκαίρι του 1960, προκειμένου το θέατρο να παραχωρηθεί για παραστάσεις αρχαίου δράματος, πραγματοποιήθηκε από τον Δάκαρη «προσωρινή επανατοποθέτηση» των εδωλίων στα δύο κατώτερα διαζώματα του κοίλου, αποκαταστάθηκαν οι ορθοστάτες του στηθαίου στο μεσαίο διάζωμα και διευθετήθηκαν οι αναβαθμοί των δέκα κλιμάκων. Στις 5 και 6 Αυγούστου του ίδιου χρόνου με πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών διδάχτηκαν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους και οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου.
Το 1999, μετά την πτώση ενός ορθοστάτη του β' διαζώματος, με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), απαγορεύτηκαν οι παραστάσεις και γενικότερα η άνοδος των επισκεπτών στο κοίλο για την προστασία των θεατών. Το μνημείο ωστόσο παραμένει ανοιχτό για επίσκεψη όπως και ολόκληρος ο αρχαιολογικός χώρος.
Πρόσθετες πληροφορίες: Το μνημείο ανήκει στη χωρική αρμοδιότητα της ΙΒ' Εφορείας Προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων και ως εκτελούμενο αναστηλωτικό έργο είναι ενταγμένο στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πνευματικά δικαιώματα: ΥΠ.ΠΟ.Τ./ ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Δικαιοδοσία: ΥΠ.ΠΟ.Τ./ ΙΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Γεωγραφικό Πλάτος: 39'' 32' 47.37'' Β
Γεωγραφικό Μήκος: 20'' 47' 15.72'' Α
Google Earth: 39.546491 / 20.787833
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΝΙΚΑ
Τα αρχαία Ελληνικά θέατρα, μέρη μοναδικής αρχιτεκτονικής ομορφιάς και πολιτιστικής αξίας, άνθισαν στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο ως τον 2ο αιώνα π.Χ. και εξαπλώθηκαν σε κάθε πόλη-κράτος της αρχαιότητας, ως χώροι λατρείας αλλά και καλλιτεχνικής έκφρασης. Η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα ζωντάνεψαν μέσα από τις θεατρικές παραστάσεις και τις γιορτές που γίνονταν κάθε χρόνο προς τιμήν του Διονύσου, του Θεού του κρασιού, της χαράς και της έκστασης. Η ορεινή και απομακρυσμένη περιοχή της Ηπείρου φιλοξενεί πέντε μοναδικά αρχαία θέατρα. Της Δωδώνης, ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα αρχαία θέατρα της περιοχής, που χτίστηκε από τον βασιλιά της Ηπείρου, Πύρρο, κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ., το θέατρο της Κασσώπης, με εξαιρετική θέα στο Ιόνιο, το θέατρο της Νικόπολης, με στοιχεία Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, το πρόσφατα ανασκαμμένο θέατρο των Αρχαίων Γιτάνων και το μικρό θέατρο της Αμβρακίας μέσα στην Άρτα...
Η ανασκαφική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου έφερε στο φως λείψανα θεάτρων, τα οποία μαζί με την αγορά συγκροτούσαν το πολιτικό κέντρο των ηπειρωτικών πόλεων από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι Ηπειρώτες εγκατέλειψαν τον "κατά κώμας" βίον και σχημάτισαν οικιστικές μονάδες ως κέντρα των τοπικών "Κοινών". Το θεατρικό οικοδόμημα ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων συμπλήρωνε τους δημόσιους χώρους συνάθροισης των πολιτών. Παράλληλα, η διασπορά των θεατρικών οικοδομημάτων μαρτυρούσε για τη μεγάλη διάδοση του δραματικού λόγου και στα ηπειρωτικά φύλα.
Βραβευμένα θεατρικά έργα παρουσιάσθηκαν σε όλη την Ελληνική επικράτεια χωρίς απαραίτητα να συνδέονται με τη διονυσιακή λατρεία, αλλά οπωσδήποτε με αναφορά σε κάποια θεότητα, όπως στη Δωδώνη, όπου οι παραστάσεις δίνονταν προς τιμήν του Νάιου Δία. Η ορεινή και "τραχεία" Ήπειρος ήταν χώρα κτηνοτροφική με κατάλληλες πεδιάδες για τη γεωργία, κυρίως στην Κασσωπαία και στην Αμβρακία, στον Βουθρωτό και στον κάτω ρου του Αώου. Οι κλιματολογικές συνθήκες επέβαλαν την εποχιακή μετακίνηση των κτηνοτρόφων από την ενδοχώρα στις δυτικές ακτές και αντίστροφα, ενώ τα ασφαλή λιμάνια, κυρίως στις εκβολές των ποταμών, προσείλκυαν το εμπορικό ενδιαφέρον ήδη από τα Υστεροελλαδικά χρόνια, οπότε ιδρύθηκαν εμπορικοί σταθμοί.
Κατά τον ύστερο 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. ίδρυσαν αποικίες πρώτα οι Ηλείοι και στη συνέχεια οι Κορίνθιοι, με σημαντικότερη την Αμβρακία. Την Ηπειρωτική γη κατοικούσαν 14 μεγάλα φύλα ή έθνη, ανάμεσα τους οι Χάονες και οι Ατιντάνες στη σημερινή ΝΔ και ΝΑ Αλβανία αντίστοιχα, οι Μολοσσοί στην κεντρική και οι Θεσπρωτοί στη δυτική Ήπειρο, οι Κασσωπαίοι βόρεια του Αμβρακικού, στα όρια του σημερινού νομού Πρέβεζας. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα στην Ήπειρο αστικά κέντρα συγκροτήθηκαν στις περιοχές που κατοικούσαν τα μεγάλα φύλα. Για τη Μολοσσία το γεωγραφικό ανάγλυφο και η πολιτική κατάσταση απέτρεψαν την ίδρυση μεγάλων πόλεων.
Στην περιοχή της Κασσωπαίας και της Θεσπρωτίας διακρίθηκαν κύριες πόλεις με πολεοδομική οργάνωση, αλλά και αγροτικά πολισμάτια. Ένας τρίτος τύπος πόλης αντιπροσωπεύθηκε στη Χαονία και στην Ατιντανία. Οι πηγές μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι ο Θαρύπας ήταν εκείνος ο οποίος έδωσε αστική μορφή στην πολιτεία, θέσπισε τους νόμους, εισήγαγε την κοινή Ελληνική γραφή και πιθανότατα έκοψε τα πρώτα χαλκά και αργυρά νομίσματα κατά τα Αττικά πρότυπα. Προϋπόθεση των μεταρρυθμίσεων ήταν ο συνοικισμός των κωμών σε πόλεις και ο περιτειχισμός τους.
Η αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού των Ηπειρωτών και η στροφή τους προς την Αθηναϊκή συμμαχία προκάλεσε ένταση και ανασφάλεια στους αποίκους των Ηπειρωτικών ακτών, τους οποίους οδήγησε βαθμιαία στη συγκρότηση μεγάλων τειχισμένων οικιστικών κέντρων. Συνέπεια της φιλοαθηναϊκής πολιτικής υπήρξε και η επίδραση της Αττικής τέχνης. Η Αττική θεατρική δημιουργία, ιδιαίτερα η δριμύτητα των λόγων του Ευριπίδη, βρήκε μεγάλη απήχηση στη ζωή των Μολοσσών. Εικάζεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ταξίδεψε στην Ήπειρο για τη διδασκαλία της "Ανδρομάχης", η οποία παρουσιάστηκε πιθανώς στην Πασσαρώνα.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το Μολοσσικό κοινό ήταν σε θέση να συνδέσει τις μυθολογικής τάξης αναφορές των ηρώων της τραγωδίας με δικές του ιστορικές και πολιτικές καταστάσεις. Είναι γνωστόν ότι οι Μολοσσοί δανείζονταν Τρωικά ονόματα των ηρώων των τραγωδιών για τα μυθικά και ιστορικά μέλη της δυναστείας, για τους πολίτες καθώς και για τα τοπωνύμια. Το έργο του Ευριπίδη γνώρισε μεγάλη απήχηση και κατά την Ελληνιστική εποχή, αφού σύμφωνα με επιγραφή από την Τεγέα χρονολογούμενη στο β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. διδάχτηκε στο θέατρο της Δωδώνης κατά την εορτή των Ναϊων το αποσπασματικά σωζόμενο έργο του "Αρχέλαος" καθώς και ο "Αχιλλεύς" του Χαιρήμονος.
Ο ηθοποιός που νίκησε στους δραματικούς αγώνες των Ναϊων ήταν ο Απολλογένης από την Αρκαδία. Εξάλλου, την απήχηση της Αττικής τέχνης μαρτυρεί και ο αργυρός δακτύλιος, επίχρυσος κατά τόπους, που βρέθηκε στην Κερασώνα της Πρέβεζας (τέλος του 5ου ή αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) και στον οποίο εικονίζεται μια σκηνή από την Ορέστεια του Σοφοκλή, ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη. Στην κεντρική Ήπειρο η Δωδώνη υπήρξε Θεσπρωτική μέχρι του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ., περιέρχεται όμως στους Μολοσσούς στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Το θέατρο είναι ενταγμένο στον φυσικό χώρο του Ιερού και εντυπωσιάζει με τις μεγάλες του διαστάσεις.
Έχει νότιο προσανατολισμό και η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 17000 θεατές περίπου. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις εκ των οποίων η πρώτη συνδέεται με τον Πυρρό, η δεύτερη με την ανοικοδόμηση του Ιερού μετά την Αιτωλική καταστροφή το 219 π.Χ. και η τρίτη με την ανασυγκρότηση του Ιερού μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ηπείρου το 167 π.Χ. Στην αρχική φάση ανήκει το κοίλο με 55 σειρές εδωλίων, η κυκλική ορχήστρα και η σκηνή με δύο τετράγωνα παρασκήνια και στύλους ενδιάμεσα. Το κοίλο διαιρείται σε τρία τμήματα, ενώ δέκα κλίμακες το διατρέχουν ακτινωτά και το χωρίζουν σε εννέα κερκίδες.
Το επιθέατρο με ενδιάμεσες κλίμακες διαιρείται σε διπλάσιο αριθμό κερκίδων. Δύο κλιμακοστάσια εξωτερικά του κοίλου οδηγούσαν τους θεατές από τις δύο παρόδους στα ανώτερα διαζώματα του θεάτρου. Η αποχώρηση διευκολυνόταν από μια πλατιά έξοδο πάνω από την κεντρική κερκίδα, η οποία έκλεινε με κινητό κιγκλίδωμα. Η βάση του βωμού του Διονύσου διατηρείται στο κέντρο της ορχήστρας. Νότια της σκηνής ακολουθεί Δωρική στοά με δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους, η οποία επικοινωνεί με τη σκηνή με τοξωτή θύρα. Στη δεύτερη περίοδο προστέθηκε στην πρόσοψη της σκηνής λίθινο προσκήνιο με δεκαοκτώ Ιωνικούς ημικίονες, το οποίο επικοινωνούσε παραπλεύρως με δύο μικρά παρασκήνια.
Στις παρόδους κτίσθηκαν δύο Ιωνικά πρόπυλα. Μετά την καταστροφή του 167 π.Χ. ακολούθησαν επισκευές, στα χρόνια όμως του Αυγούστου αφαιρέθηκαν οι δύο πρώτες σειρές των εδωλίων, υψώθηκε τοίχος ο οποίος εξαφάνισε και το Ελληνιστικό προσκήνιο, ώστε να σχηματιστεί μια ωοειδής κονίστρα για τις θηριομαχίες των Ρωμαίων. Η Αμβρακία εκτείνεται κάτω από την πόλη της Άρτας και ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από τον Γοργό, γιο του τυράννου της Κορίνθου Κυψέλου. Κατά την Κλασική περίοδο η πόλη οικοδομήθηκε σύμφωνα με το "Ιπποδάμειο" σύστημα. Ανάμεσα στα δημόσια κτίρια συμπεριλαμβάνονταν το πρυτανείο και τα δύο θέατρα.
Το μικρό θέατρο ή ωδείο επάνω στην κεντρική αρτηρία στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα στη σημερινή οδό Αγ. Κωνσταντίνου. Η χρονολόγηση του προσδιορίζεται στα τέλη του 4ου ή αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Διατηρούνται μέρος του κοίλου και των παρόδων, η ορχήστρα, καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο στηρίζεται σε επιχωματωμένο πρανές, έχει νότιο προσανατολισμό και τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από σκληρό ασβεστόλιθο. Τη σφενδόνη διατρέχουν ακτινωτά δύο κλίμακες και τη διαιρούν σε τρεις κερκίδες με τρεις σειρές εδωλίων στις πλάγιες, τέσσερις στην κεντρική με υποδομή και πέμπτης σειράς.
Από τις παρόδους η ανατολική αποκαλύφθηκε σε όλο το πλάτος και το μήκος της, ενώ η δυτική εν μέρει. Η κυκλική ορχήστρα έχει διάμετρο 6,70 μ. Με βάση τα σωζόμενα λείψανα στην πρόσοψη του λίθινου προσκηνίου υπήρχαν έξι Ιωνικοί ημικίονες από πρασινωπό αμμόλιθο με Ιωνικό επιστύλιο. Το μήκος του υπολογίζεται στα 10 μ. και το ύψος στα 2,40 μ. Κοντά στον Υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα, στη σημερινή οδό Τσακάλωφ, αποκαλύφθηκε τμήμα της ορχήστρας διαμέτρου 9 μ., η οποία στηριζόταν σε λίθινο τόξο, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλημματικού τοίχου της ίδιας πλευράς, καθώς και λίγες βάσεις λίθινων εδωλίων του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας (ίσως του τέλους του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.).
Πιθανώς στο κοίλο υπήρχαν και ξύλινα εδώλια που τοποθετούνταν στον κατάλληλα λαξευμένο φυσικό βράχο. Η Κασσώπη, το όνομα της οποίας σχετίζεται με το εθνικό Κασσωπαίος, ιδρύθηκε με συνοικισμό των κωμών της Κασσωπαίας πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και ακολουθούσε τον τύπο της περιτειχισμένης πόλης. Κτίσθηκε με το Ιπποδάμειο σύστημα σύμφωνα με το οποίο είκοσι παράλληλοι δρόμοι με άξονα από Β προς Ν διασταυρώνονταν με δύο κάθετους δρόμους με άξονα από Α προς Δ και διαιρούσαν την πόλη σε 60 οικοδομικές νησίδες. Στην πολιτική αγορά, η οποία καταλάμβανε έναν ορθογώνιο χώρο στη ΝΑ γωνία της πόλης, νότια της κεντρικής αρτηρίας, οι Κασσωπαίοι οικοδόμησαν τα δημόσια κτίρια τους.
Προς τα δυτικά υπήρχε το πρυτανείο, χρονολογούμενο πιθανώς στο β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ., το οποίο ανοικοδομήθηκε πρόχειρα κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, ενώ ο κάθετος δρόμος μπροστά από το πρυτανείο διαμορφώθηκε σε Δωρική στοά στο α' μισό του 2ου αιώνα π.Χ. Τη βόρεια πλαισίωση της αγοράς αποτελούσε η Δωρική στοά (τέλη του 3ου αιώνα π.Χ.) που κτίσθηκε πάνω σε αρχαιότερο στωικό οικοδόμημα (4ος - 3ος αιώνα π.Χ.), η μορφή του οποίου δεν προσδιορίζεται επακριβώς. Πίσω από τη βόρεια στοά κατασκευάστηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ένα μεγάλο κτίριο το οποίο είχε την κάτοψη μνημειακής οικίας με περίστυλη αυλή στο κέντρο και στέγαζε τον δημόσιο ξενώνα (Καταγώγιο).
Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως κάτω από το Ελληνιστικό Καταγώγιο ένα άλλο οικοδόμημα (του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.), ίσως ένα παλιότερο Καταγώγιο με αυλή στο κέντρο και στοές το οποίο στέγαζε την εμπορική αγορά της πόλης. Ένα μικρό θέατρο που χρησίμευε και ως βουλευτήριο ιδρύθηκε στη ΝΑ πλευρά της αγοράς. Το κοίλο (διαμ. 46 μ.) προσανατολισμένο δυτικά απαρτιζόταν από εικοσιδύο σειρές εδωλίων, ενώ πέντε κλίμακες το διέτρεχαν ακτινωτά σε όλο το ύψος του και το διαιρούσαν σε έξι κερκίδες. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται περίπου σε 2.000 - 2.500 άτομα και οικοδομήθηκε πιθανότατα στον 3ο αιώνα π.Χ.
Η σκηνή στα δυτικά της ορχήστρας ήταν ορθογώνια με δύο παρασκήνια που πρόβαλλαν στην κατεύθυνση της ορχήστρας και πλαισίωναν το λίθινο προσκήνιο. Στην πρόσοψη του προσκηνίου ο ανασκαφέας αποκάλυψε τα θεμέλια τεσσάρων λίθινων πεσσών. Ένα στωικό οικοδόμημα με δεκαπέντε κίονες στο εσωτερικό και δεκατρείς στην πρόσοψη, τα άκρα του οποίου ήταν κλειστά, υπήρχε ανατολικά του μικρού θεάτρου. Στους πρόποδες του υψηλότερου λόφου, πάνω από τα ιδιωτικά σπίτια και στον άξονα της αγοράς οικοδομήθηκε στη ΒΔ γωνία της πόλης το μεγάλο θέατρο. Έχει βορειοανατολικό προσανατολισμό και ο θεατής αποκτά πανοραμική θέα του κόλπου της Νικόπολης και εν μέρει του Ιονίου πελάγους.
Κατολισθήσεις βράχων προκάλεσαν σημαντικές βλάβες στο κοίλο. Η ορχήστρα του θεάτρου δεν σχημάτιζε πλήρη κύκλο, αλλά τόξο μεγαλύτερο από το ημικύκλιο. Δύο πολυγωνικά αναλήμματα ενισχυμένα με αντηρίδες στήριζαν την πρόσοψη του κοίλου, του οποίου η διάμετρος βάσης μετρούσε 19 μ., ενώ η διάμετρος κορυφής υπολογίζεται σε 82 μ. Ένα οριζόντιο διάζωμα διαιρούσε το κοίλο σε δύο τμήματα με εικοσιδύο σειρές εδωλίων το κατώτερο και δώδεκα το ανώτερο. Οι έντεκα κλίμακες που διέτρεχαν ακτινωτά το κοίλο το διαιρούσαν σε δέκα κερκίδες. Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν ορθογώνιο με δύο παρασκήνια που προεξείχαν προς την κατεύθυνση της ορχήστρας. Ανάμεσα τους υπήρχε το προσκήνιο με κιονοστοιχία την οποίαν αποτελούσαν έξι κίονες.
Αναφορικά με τη χωρητικότητα φαίνεται ότι επαρκούσε για 6.000 θεατές. Το θέατρο συγγενεύει τυπολογικά με το θέατρο της Δωδώνης και χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ. Ανατολικά της Βέλιανης στην περιοχή της Παραμυθιάς και στις πλαγιές του βουνού Κορίλας, σε ένα ευρύχωρο επίπεδο, εκτείνονται τα ερείπια της αρχαίας Ελέας, πρωτεύουσας της Ελεάτιδος της Θεσπρωτίας, η οποία οικοδομήθηκε περίπου το 360 - 350 π.Χ. ακολουθώντας το ευθύγραμμο σύστημα. Δύο στωικά κτίρια και ένα μικρό θέατρο των Ελληνιστικών χρόνων εντός του περιβόλου του οικισμού βεβαιώνουν για την ύπαρξη της αγοράς στον ανατολικό τομέα της πόλης και υποδεικνύουν την Ελέα ως πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών.
Από το θέατρο σώζονται λίγα εδώλια του κοίλου, που ήταν προσανατολισμένο δυτικά - νοτιοδυτικά, και ίχνη από την τοιχοδομία της σκηνής. Η χωρητικότητα του υπολογίζεται σε 3000 - 4000 θεατές. Η αρχαία Γιτάνη (Γκούμανη) στη δεξιά όχθη του Καλαμά κτίσθηκε μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Αποτελούσε το δεύτερο πολιτικό κέντρο των Θεσπρωτών, όταν η περιοχή της Κεστρίνης βόρεια του Καλαμά περιήλθε στους Θεσπρωτούς. Η πολεοδομική ανάπτυξη ακολουθούσε το ευθύγραμμο σύστημα σε συνδυασμό με στενότερους δρόμους και η έκταση της πόλης υπολογίζεται ότι επαρκούσε για 8.000 κατοίκους περίπου.
Στο υπερυψωμένο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης διαμορφώθηκε η αγορά, η οποία απομονώθηκε με εσωτερικό περίβολο. Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες πολιτικές ανάγκες η πόλη οικοδόμησε μικρό θέατρο εκτός του εσωτερικού περιβόλου. Ήταν προσανατολισμένο δυτικά. Σώζονται ελάχιστα λείψανα των εδωλίων και των αναλημματικών τοίχων. Η χωρητικότητα του θα ανερχόταν σε 4.000 - 5.000 θεατές περίπου. Η Βυλλίς, η πρωτεύουσα των Βυλλιόνων, ιδρύθηκε στη δεξιά όχθη του Αώου στη θέση Γράδιστα, κοντά στο Μπέλσι της Νότιας Αλβανίας. Η πόλη ακολουθούσε το Ιπποδάμειο σύστημα και διέθετε στο Β τμήμα της οχυρωμένη ακρόπολη με αγορά, η οποία πλαισιωνόταν με πρυτανείο, νυμφαίο και στοά.
Η αγορά στη δυτική πλαγιά διέθετε θέατρο ψηλότερα και στάδιο στο κατώτερο επίπεδο, ενώ το ΒΔ τμήμα της καταλάμβαναν δύο στωικά κτίρια. Το θέατρο της Βύλλιδος ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. και περιλάμβανε δύο διαζώματα με είκοσι σειρές εδωλίων χωρητικότητας γύρω στους 7000 θεατές. Η ορχήστρα είχε διάμετρο 22 μ. Η σκηνή διαρθρωνόταν με Δωρική κιονοστοιχία στην πρόσοψη και προσκήνιο με Ιωνική στοά. Εκατέρωθεν δύο τοξωτές πύλες κοσμούσαν τις εισόδους των παρόδων. Το θέατρο του Βουθρωτού ιδρύθηκε σε περιτειχισμένο χώρο στην κλιτύ της ακρόπολης στην όχθη της ομώνυμης λίμνης, όπου οργανώθηκε και η αγορά με στοές και άλλα δημόσια οικοδομήματα κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
Είχε κοίλο μεγάλης χωρητικότητας και κυκλική ορχήστρα με κιονόσχημη θυμέλη. Στα λίθινα εδώλια και στους τοίχους των παρόδων είχαν αναγραφεί απελευθερωτικά ψηφίσματα. Η διασπορά των θεάτρων στις Ηπειρωτικές πόλεις είτε πρόκειται για μεγάλες κατασκευές, όπως το θέατρο της Δωδώνης, είτε για μικρότερες ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των πόλεων, σε συνδυασμό με τις επιγραφικές μαρτυρίες βεβαιώνουν την επέκταση της θεατρικής δραστηριότητας εκτός της Αττικής. Κατά την Ελληνιστική εποχή ήταν καθιερωμένοι οι δραματικοί αγώνες μεταξύ των ηθοποιών, που έπαιζαν έργα του 5ου αιώνα π.Χ. Η σπουδαιότητα του επαγγέλματος του ηθοποιού καταδεικνύεται και από τη θέσπιση ειδικών βραβείων.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η δημοτικότητα τους ξεπερνούσε εκείνη των ποιητών. Μάλιστα από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι σκηνικοί και οι θυμελικοί τεχνίτες -ποιητές, ηθοποιοί, μουσικοί, μέλη του χορού και χοροδιδάσκαλοι- σχημάτισαν συντεχνίες με το όνομα "τεχνίται Διονύσου" τα μέλη των οποίων προέρχονταν από όλη την Ελλάδα, την οποίαν περιόδευαν και ενίοτε οι αμοιβές τους, κυρίως των ηθοποιών, ήταν ιδιαίτερα υψηλές. Ο 3ος αιώνας π.Χ. ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής για τους Ηπειρώτες και σημαδεύτηκε από τη δράση των μεγάλων βασιλέων, όπως ο Πυρρός. Η Αμβρακία αναδείχθηκε σε καλλιτεχνικό κέντρο, ενώ σπουδαίοι Αμβρακιώτες "τεχνίται Διονύσου".
Ανάμεσα τους ο ηθοποιός Ίππασος, οι κωμωδοί Δαμότιμος, Επίτιμος και Φίλων εμφανίσθηκαν και διακρίθηκαν στα Αμφικτυονικά Σωτήρια των Δελφών και σε αγώνες υποκριτών στη Δήλο. Ο Ξενοκράτης, Αμβρακιώτης κιθαρωδός, θαυμάστηκε στη Δήλο για την τέχνη του, ενώ στην Αθήνα διακρίθηκε ο αυλητής χορού ανδρών Νικοκλής. Σε επιγραφή από τη Δωδώνη αναγράφεται το όνομα του τραγωδού Φιλέτα. Οι αρχαίες πηγές μαρτυρούν και άλλους Αμβρακιώτες καλλιτέχνες, όπως ο μουσικός Επίγονος, και ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, Επικράτης.
Ο μεγάλος αριθμός των θεατρικών οικοδομημάτων, οι επιγραφικές μαρτυρίες για τους Διονυσιακούς τεχνίτες, καθώς και άλλα έργα της μικροτεχνίας βεβαιώνουν για την απήχηση και τη σημασία της θεατρικής πράξης και στο βορειοδυτικό τμήμα του Ελληνικού κόσμου. Όταν η πολιτική και οικονομική ζωή αποδυναμώνονται στην αρχαία Ήπειρο εξαιτίας της Ρωμαϊκής κατάκτησης, η θεατρική δραστηριότητα εξακολουθεί να αποτελεί σταθερό στοιχείο των Ηπειρωτών. Μίμοι, μουσικοί, ηθοποιοί, ακροβατιστές συμμετέχουν σε μεγάλες γιορτές, όπως τα Νάια, ενώ στη Νικόπολη η ανέγερση του Ωδείου αύξησε τις δυνατότητες για κάθε είδους παράσταση.
Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Σήμερα ως Ήπειρο εννοούμε το γεωγραφικό διαμέρισμα της Βορειοδυτικής Ελλάδας, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα της οροσειράς της Πίνδου και την ενδοχώρα μέχρι και τα παράλια του Ιονίου Πελάγους, από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα έως τον Αμβρακικό Κόλπο. Η Ήπειρος της αρχαιότητας διαμορφώθηκε από μικρά και μεγαλύτερα τοπικά φύλα ή έθνη μεταξύ Ιλλυρίας και Αμβρακικού, δυτικά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Ισχυρότερα φύλα με πλούσια παράδοση μύθων και λατρειών αναδείχθηκαν οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Μολοσσοί.
Η οικονομική και κοινωνική ζωή τους στην ενδοχώρα υπήρξε ιδιαίτερα συνδεδεμένη με την κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και κατά περιοχές βοοειδών, ενώ στα παράλια με τις καλλιέργειες των αγρών. Τα φύλα αυτά και όσα ενσωματώθηκαν σε αυτά κατέληξαν στη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. σε μία ενσυνείδητη πολιτική σύγκλιση με δύο δημοκρατικής κατεύθυνσης θεσμούς, πρώτα ως Συμμαχία και ύστερα ως Κοινό των Ηπειρωτών. Η ιστορική αυτή πραγματικότητα λειτούργησε συνεκτικά μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (167 π.Χ.). Βασικά σημεία αναφοράς αυτής της διαδικασίας ενοποίησης των φύλων του χώρου της Ηπείρου θεωρούνται:
α) Το υπόβαθρο των μύθων και των λατρειών, το οποίο συνέβαλε στη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης.
β) Ο Θαρύπας και ο Αλκέτας, οι οποίοι στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. ο πρώτος και στο β΄ τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ο δεύτερος, πολιτογραφήθηκαν Αθηναίοι τιμητικά.
γ) Ο Αλέξανδρος Α' ο Μολοσσός, ο οποίος στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. άνοιξε το δρόμο των Ηπειρωτών προς την Κάτω Ιταλία.
δ) Ο Πύρρος, ο οποίος στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. αναστάτωσε, ακτινοβολώντας, τη Μεσόγειο.
Τα φύλα του Ηπειρωτικού χώρου, με τις προσωπικότητες των ηγεμόνων τους και των πολιτικών μορφωμάτων τους, σφράγισαν την άμεση και δυναμική συμμετοχή στα Ελληνικά πράγματα. Στην εγκατάσταση Ηλείων και Κορινθίων αποίκων στις περιοχές τους, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στην επικράτηση των Μακεδόνων του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ', στη σθεναρή αντίσταση κατά των Ρωμαίων.
Η απαρχή της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής στον Ηπειρωτικό χώρο, χρεώνεται στον Θαρύπα των Μολοσσών, ο οποίος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, το 429 π.Χ. εγκαταλείπει τους παλαιούς συμμάχους, τους Σπαρτιάτες, και στρέφεται στους Αθηναίους, συμπαρασύροντας με τους Μολοσσούς τους Θεσπρωτούς και τους Χάονες. Το 410 ο Θαρύπας εδραιώνει τη θέση του ως βασιλιάς των Μολοσσών, με τη βοήθεια των Αθηναίων, στην Πασσαρώνα, στο λεκανοπέδιο της λίμνης Παμβώτιδος, των Ιωαννίνων. Η ένταξη των Ηπειρωτικών φύλων στο άρμα των Αθηναίων, με τον Θαρύπα και τον Αλκέτα, σήμανε παράλληλα την έναρξη μιας αλυσίδας καινοτομιών:
α) Την αστικοποίηση της πολιτείας των Μολοσσών και τους συνοικισμούς.
β) Την εγκατάλειψη του άγραφου φυλετικού δικαίου και την εισαγωγή της νομοθεσίας των πόλεων κρατών.
γ) Τη νομισματοκοπία με Αττικά πρότυπα.
δ) Την επισημοποίηση της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας.
ε) Το Αττικό δράμα, ως αναπόσπαστο μέρος μιας εκσυγχρονισμένης κοινωνίας.
Πώς αντέδρασαν οι κάτοικοι της Πασσαρώνας ή της Δωδώνης, όταν στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. πρωτάκουσαν στίχους του Ευριπίδη να μιλούν για την Ανδρομάχη, τον Νεοπτόλεμο, μετά την Τροία στους Δελφούς, και για τις περιπέτειες οι οποίες θα έφερναν τους Ομηρικούς ήρωες στη δυτική πλευρά της Πίνδου και στη γέννηση του Μολοσσού, τη ρίζα ενός λαού; Φανταζόμαστε τα λόγια του ποιητή να ανακαλούν τις προφορικές παραδόσεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί πίσω από τα βουνά, για τον Αιακό και τον Αχιλλέα, γενάρχες ήρωες, ιερά σύμβολα της ταυτότητας του φύλου των Μολοσσών.
Και πού μπορεί να παρακολούθησαν τότε την πρώτη παράσταση; Μάλλον σε έναν υπαίθριο χώρο, σε μια πλαγιά, όπως υπαίθρια ήταν και τα ιερά τους και οι τόποι των συγκεντρώσεών τους. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, εκατονπενήντα χρόνια μετά, οι απόγονοί τους να είχαν την ευχέρεια να ακούσουν τους ίδιους στίχους από την Ανδρομάχη του Ευριπίδη στο θέατρο της Δωδώνης. Το θέατρο της Δωδώνης είχαν κατασκευάσει οι νεότεροι των Μολοσσών υπό τον Πύρρο, εκπληρώνοντας το όραμα της Ολυμπιάδας και του γιου της Αλέξανδρου. Δεν έχει καταγραφεί εάν η Ολυμπιάδα επισκέφθηκε ποτέ μαζί τον μικρό Αλέξανδρο τη Δωδώνη.
Η ίδια κατέφυγε στην Ήπειρο και τη Δωδώνη προστατεύοντας τον ανήλικο γιο του Μεγάλου Αλέξανδρου και της Περσίδας Ρωξάνης από τις διαμάχες της διαδοχής. Οι Μολοσσοί, από τον 5ο αιώνα π.Χ. και μετά, αξιοποίησαν την πανελλήνια φήμη του αρχαιότερου στην Ελλάδα Μαντείου της Δωδώνης, το οποίο ήταν γνωστό από τα έπη της Ιλιάδας, της Οδύσσειας και των Αργοναυτικών και από τα έργα του Πίνδαρου, του Ησίοδου και του Ηρόδοτου. Με ιδιαίτερη συμβολή του βασιλιά Πύρρου, από τον 3ο αιώνα π.Χ., ο περιώνυμος χώρος με το άλσος και το υπαίθριο ιερό του Δία και της Διώνης μετατράπηκε σε ένα αξιοθαύμαστο συγκρότημα θρησκευτικών και διοικητικών οικοδομημάτων, στα χέρια της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και στη συνέχεια του Κοινού των Ηπειρωτών.
Πριν κατασκευαστεί το θέατρο της Δωδώνης, λειτουργούσε προφανώς, άγνωστο σε ποιο σημείο, ίσως νότια ή νοτιοδυτικά της Ιεράς Οικίας, ένα μέρος για τη συγκέντρωση των πιστών για τις τελετές, τα δρώμενα, τις αναπαραστάσεις των μυθικών παραδόσεων, τους αγώνες, τις πανηγύρεις. Κάποιες μέρες του χρόνου, τα πλήθη από τα πέριξ και από πιο μακρινές αποστάσεις κατέφθαναν για να παραστούν στις εορτές της Δωδώνης. Μπορεί να είχαν ορίσει τη συνάντησή τους εκεί, με το τέλος της παγωνιάς, με την «τρέλα» των καιρικών συνθηκών, με την ανθοφορία και τους καλούς οιωνούς των προσδοκιών για ευγονία φυτών και ζώων, πριν μετακινήσουν τα κοπάδια.
Το χορτάρι του ιερού θα ήταν στη διάθεση των εντόπιων κτηνοτρόφων και των ζώων τους, όπως και τώρα. Οι πιστοί μπορεί να συγκεντρώνονταν στη Δωδώνη στην αρχή του καλοκαιριού ή την εποχή που ήθελαν να διασταυρώσουν τα ζώα τους ή με το κούρεμα των προβάτων. Μπορεί να μαζεύονταν στη Δωδώνη το φθινόπωρο, μετά τη συγκομιδή και το θερισμό, την εποχή κατά την οποία τακτοποιούσαν τα περισσεύματα των προϊόντων τους, έκοβαν την ξυλεία τους, όταν επέστρεφαν τα κοπάδια από τα ορεινά στα χειμαδιά. Το πέτρινο θέατρο της Δωδώνης, το μεγαλύτερο της Ηπείρου και από τα μεγαλύτερα του Ελληνικού κόσμου, με διάμετρο του κοίλου 136 μ. και χωρητικότητα 17.000 - 18.000 ατόμων, πρόσθεσε μεγαλείο στο ιερό κάτω από το όρος Τόμαρος.
Το θέατρο της Δωδώνης υπήρξε για τα βόρεια άκρα της Ελλάδας το οργανικό συμπλήρωμα της νέας εποχής, των Ελληνιστικών χρόνων. Σκίαζε, κατά συνέπεια, με κάποιο τρόπο, τους μεγαλοπρεπείς Δελφούς και τη λαμπρή Ολυμπία, τα πασίγνωστα πανελλήνια ιερά, τα οποία είχαν πάρει το προβάδισμα σε κύρος στα χρόνια των αποικισμών και τα κλασικά χρόνια, από τον 8ο στον 4ο αιώνα π.Χ. Το θέατρο της Δωδώνης συμβολίζει, με την αρχιτεκτονική του αρτιότητα, την είσοδο σε μιαν άλλη δημόσια παιδεία, σε ένα πνεύμα δημοκρατίας, παρά την εμβληματική παρουσία του Μολοσσού ηγεμόνα Πύρρου. Εισάγονται κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. νέα ήθη και νέοι πολιτικοί θεσμοί.
Με την ώθηση από τον Πύρρο, η μεγαλόπνοη μνημειοποίηση της Δωδώνης συντελείται με το έργο της οικοδόμησης ναών, στοών, του βουλευτηρίου, του πρυτανείου, του θεάτρου και τέλος του σταδίου. Η σημασία αυτού του αρχιτεκτονικού προγράμματος δεν διακόπτεται ολοσχερώς από τις καταστροφές των Αιτωλών του 219 π.Χ., αλλά αμέσως μετά τα κτήρια ολοκληρώνονται ή ανοικοδομούνται Το δε 167 π.Χ., όταν σαρώνουν οι Ρωμαίοι και υποτάσσουν την Ήπειρο, δεν παύει η περιποίηση των κτιστών χώρων. Μετά το 31 π.Χ. Ρωμαίοι, βετεράνοι, έποικοι και «synipirotae» εγκαθίστανται ή έχουν ενσωματωθεί ανάμεσα στους εντόπιους.
Απολαμβάνουν την pax romana της Αυτοκρατορίας στον ίδιο δομημένο χώρο της Δωδώνης. Εξάλλου, διευκολύνουν την ψυχαγωγία τους μετατρέποντας το θέατρο σε αρένα για θηριομαχίες και μονομαχίες. Το θέατρο της Δωδώνης υπήρξε:
α) Το οργανικό τμήμα του αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού του ευρύτερου χώρου του Ιερού κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.
β) Η λειτουργική συνέχεια ενός ανοιχτού χώρου σε μεγέθυνση, λόγω του Πανηπειρωτικού και Πανελλήνιου χαρακτήρα του ιερού, ώστε πλήθος επισκεπτών να συνευρίσκονται σε ένα ειδικό μέρος, για τις επίσημες τελετές και τις εκδηλώσεις, τις εορτές των Ναΐων, τους εθιμικούς αγώνες, τους αθλητικούς, τους μουσικούς, τους δραματικούς.
γ) Η δημοκρατική διάσταση αρχικά του βασιλείου των Μολοσσών, της Συμμαχίας των Ηπειρωτών και στη συνέχεια του Κοινού των Ηπειρωτών. Αργότερα η διάσταση αυτή μεταμορφώνεται σε δημαγωγική, κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Με κάποιο τρόπο οι πανηγύρεις και οι συναθροίσεις στην «αγορά», στον ανοιχτό χώρο για τη συγκέντρωση του κόσμου, δεν έλειπαν τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ., εάν κρίνουμε από τα χάλκινα αφιερώματα, ευρήματα των ανασκαφών, τα οποία προέρχονταν από εργαστήρια της Πελοποννήσου. Ηλείοι και Κορίνθιοι είχαν εγκατασταθεί σε καίρια σημεία του Ιονίου Πελάγους και της Αδριατικής Θάλασσας, όπως στη Λευκάδα, στον Αμβρακικό Κόλπο, στην Κέρκυρα, στην Καλαυρία και στις Συρακούσες. Από τα παράλια έφθαναν ευκολότερα σε σύγκριση με τα νότια, στην ενδοχώρα και στη Δωδώνη.
Η μορφή των εορτών για τον Δία και τη Διώνη, αλλά και για άλλους Θεούς και ήρωες ημίθεους, οι οποίοι κατά καιρούς συμπλήρωναν τη Θεϊκή ομάδα της Δωδώνης, την Αφροδίτη, τη Θέτιδα, τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, δεν θα ήταν σε κάθε ιστορική περίοδο ίδια. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο ραψωδός Τερψικλής αφιέρωσε έναν τρίποδα χαράσσοντας το όνομά του στο Δία Νάιο, προφανώς ύστερα από τη βράβευσή του στους αγώνες της Δωδώνης. Το όνομά του παραπέμπει στον μυθικό Τερπία , πατέρα του Φήμιου, αοιδού γνωστού από την Οδύσσεια. Ένα άλλο χάλκινο ειδώλιο των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. από τις ανασκαφές του Κ. Καραπάνου παριστάνει έναν ηθοποιό κωμωδίας με ακάλυπτο φαλλό να κινείται τρομαγμένος.
Το αντικείμενο αυτό προσέφερε μάλλον ο ίδιος στον Δία. Και ενός άλλου ηθοποιού τραγωδίας, του Φιλέτα, αναγράφεται το όνομα σε χάλκινο έλασμα, ανάμεσα στα κατάλοιπα των αναθημάτων για το Θεό. Η διαρκής ανανέωση των Ναΐων επιβεβαιώνεται από την ποικιλότητα των αγώνων του σώματος και του πνεύματος και από την πληροφορία ότι έγιναν και αρματοδρομίες με τη συμμετοχή αρμάτων του Πτολεμαίου Σωτήρα από την Αίγυπτο, ευεργέτη και πολιτικού υποστηρικτή του Πύρρου, και της Βερενίκης, πεθεράς του Πύρρου, μητέρα της αγαπημένης του πρώτης συζύγου Αντιγόνης. Χωρίς να μπορούμε να ορίσουμε με ακρίβεια τα πώς και τα πότε των Ναΐων και των δραστηριοτήτων στο θέατρο και τον πιθανό χώρο των αρματοδρομιών.
Θεωρούμε ότι γίνονταν γυμνικοί, ιππικοί, μουσικοί και δραματικοί αγώνες, με Πανελλήνια εμβέλεια, τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Τα πήλινα αντικείμενα σε σχήμα καρδιάς και σφήνας τα οποία εντοπίστηκαν στις ανασκαφές της Δωδώνης ερμηνεύτηκαν από τον Σ. Δάκαρη ως «εισιτήρια». Όπως στα Ολύμπια, οι νικητές στεφανώνονταν με κλαδιά ελιάς, στα Νέμεα με αγριοσέλινα, στα Δελφικά με κλαδιά δάφνης, στους «στεφανίτες» αγώνες των Ναΐων κλαδιά της ιερής φηγού πρέπει να στεφάνωναν τους νικητές. Στη Δωδώνη γιόρτασαν, -στο ημιτελές ή στο νεότευκτο θέατρο- τους θριάμβους του Πύρρου, μετά τις νίκες κατά των Μακεδόνων, κατά των Ρωμαίων και κατά των Καρχηδονίων.
Εκεί έκλαψαν τον Πύρρο, αυτόν που για εικοσιπέντε χρόνια συγκλόνισε τη Μεσόγειο, την Ελλάδα και την Ιταλία, όταν αυτός σκοτώθηκε στις οδομαχίες του Άργους, - έκοψαν το κεφάλι του και αποτέφρωσαν το σώμα του με προοπτική να το στείλουν στην Αμβρακία. Ανδριάντες του Πύρρου υπήρχαν στην Ολυμπία, στην Αθήνα, στη Δήλο και στο Κάλλιον της Αιτωλίας. Δεν μάθαμε ποτέ πώς τον τίμησαν στη Δωδώνη. Η Αμβρακία, στα νότια της Ηπείρου, από την ίδρυσή της, το 625 π.Χ., όταν ο Γόργος, νόθο τέκνο του Κύψελου, τυράννου της Κορίνθου, μητρόπολης των αποικιών της Λευκάδας, της Κέρκυρας και των Συρακουσών, έγινε η άλλη όψη των πολιτικών και πολιτειακών προτύπων της τότε Ηπείρου.
Οι Θεσπρωτοί, οι Μολοσσοί και οι Χάονες, συντηρώντας τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, γνώρισαν καλύτερα τον κόσμο των Κορινθίων: τους αποίκους, τους θαλασσοπόρους, τους εμπόρους ναυτικής ξυλείας, των μετάλλων και των κάθε είδους αγαθών, την έννοια της πόλης-κράτους, τον πολιούχο Αγυιέα Απόλλωνα, το άστυ και τη χώρα. Στα κλασικά χρόνια, στον 5ο και τον 4ο αιώνα π.Χ. ο χώρος της πόλης οργανώνεται με το Ιπποδάμειο σύστημα. Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Πύρρος αποφασίζει να εγκαθιδρύσει την πρωτεύουσα του στην Αμβρακία. Η Πύρρειος Αμβρακία εμπλουτίζεται με λαμπρά μνημεία και κτήρια.
Κοντά στο ναό του Απόλλωνα χωροθετήθηκε ένα μικρό θέατρο, για τις τρέχουσες διοικητικές και θρησκευτικές συνελεύσεις, ίσως και για ελάσσονα θεατρικά και μουσικά, και ένα μεγάλο θέατρο για μεγάλες συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις. Η Αμβρακία στα Ελληνιστικά χρόνια ανέδειξε τους «τεχνίτες του Διονύσου». Η φήμη των Αμβρακιωτών καλλιτεχνών ξεπέρασε το χρόνο και τον τόπο και αρκεί μια σκηνή σε αρρετινά ανάγλυφα αγγεία του 1ου αιώνα π.Χ. με έναν υποκριτή στο ρόλο του χαρωπού Ηρακλή ανάμεσα στις Μούσες, για να συμβολίζει την παράδοση παιδείας και τέχνης.
Μια υποδειγματική πόλη του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., η Κασσώπη, στα νοτιοδυτικά της Ηπείρου, οργανωμένη από τους εντόπιους με το Ιπποδάμειο σύστημα, είχε επίσης δύο θέατρα. Το μεγάλο θέατρο, συγγενικής τυπολογίας με εκείνο της Δωδώνης, έφτιαξαν οι Κασσωπαίοι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., παρά τους κινδύνους να πέφτουν βράχια από το βουνό, για παραστάσεις σε έναν προνομιακό δροσερό χώρο με πανοραμική άποψη στο Ιόνιο. Προσέβλεπαν σε ένα κοινό μάλλον κοσμοπολίτικο, εάν κρίνουμε από τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία φανερώνουν σχέσεις των Κασσωπαίων με διαφορετικές κοινωνίες της Μεσογείου, την Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Σικελία.
Οι Κασσωπαίοι τιμούσαν στην πόλη τους την Αφροδίτη, παιδί του Δία και της Διώνης, το Δία Σωτήρα και το Διόνυσο. Το μικρό θέατρο των Κασσωπαίων φτιάχτηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. πιθανότατα και ως βουλευτήριο ανάμεσα στα κτήρια της αγοράς, για πρακτικούς κυρίως λόγους λειτουργίας του άστεως. Τα Γίτανα, μια πόλη των Θεσπρωτών στον κάτω ρου του Θύαμι ποταμού, στα όρια της Κεστρίνης και της Θεσπρωτίας, λίγα χιλιόμετρα πριν από τις εκβολές στο Ιόνιο, απέναντι από την Κέρκυρα, απέκτησαν δημόσια κτήρια και θέατρο κατά τον 3ο ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Σε εδώλια του θεάτρου χάραξαν τα ονόματά τους κάποιοι, όπως ο Αντίνοος, ο Κέφαλος, ο Δόκιμος, ο Χαροπίδης και η Φιλίστα.
Ήταν απελεύθεροι, χορηγοί, αντιπρόσωποι οικογενειών ή ομάδων, αξιωματούχοι ή ιερείς. Μπορούσαν να διαβάσουν τα ονόματα κατά τις θερινές συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου ή της βουλής, ή κατά τις δημόσιες τελετές προς τιμήν της Θέμιδας και του Απόλλωνα Αγυιέα, ή κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων. Όσο για την καλλιτεχνική και θεατρική παιδεία των κατοίκων των Γιτάνων και των Θεσπρωτών, αρκεί να αναμοχλεύσει κανείς το αρχείο της πόλης. Τα σωζόμενα σφραγίσματα συχνά παραπέμπουν στο θίασο του Διονύσου, με αποτυπώσεις σατύρων, ηθοποιών και προσωπίδων με τραγικά και κωμικά χαρακτηριστικά.
Στα Ρωμαϊκά χρόνια, στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. ένας απόγονος των θεατρανθρώπων από τη Θεσπρωτία, ο Φίλων, τέκνο του Αινέα, περιλαμβάνεται στους υποκριτές του Άργους. Ανατολικά των στενών μεταξύ Κέρκυρας και βόρειας αρχαίας Ηπείρου, στις όχθες της γοητευτικής λίμνης του Βουθρωτού, λειτουργούσε ήδη κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. η αγορά της ομώνυμης πόλης, το ιερό του Ασκληπιού και το θέατρο. Σαν μια μικρή Επίδαυρος, ο Βουθρωτός διέθετε το θέατρο, και με τους Ρωμαίους το ωδείο του Ασκληπιείου. Στα εδώλια, οι επιγραφές μνημόνευαν τους πιστούς του Ασκληπιού οι οποίοι συνεισέφεραν στις οικοδομικές εργασίες του θεάτρου.
Επίσης, στα εδώλια και στο υποστύλωμα της πλάγιας εισόδου προς την ορχήστρα του θεάτρου, το Κοινό των Πρασαίβων, στη διάρκεια του δεύτερο μισού του 2ου αιώνα π.Χ., δημοσιοποιούσε, χαράσσοντας στις πέτρες, τις πράξεις παραχώρησης δικαιωμάτων σε δούλους, οι οποίοι απελευθερώνονταν. Οι Χάονες των Ακροκεραυνίων ορέων είχαν τη διοικητική βάση τους στη Φοινίκη, βόρεια του Βουθρωτού. Η πλούσια πόλη με τα κτήριά της οργανώθηκε υποδειγματικά μέσα στον 4ο αιώνα π.Χ. Το θέατρο της Φοινίκης έγινε η κορύφωση των φιλοδοξιών του τρίτου μεγάλου φύλου του ηπειρωτικού χώρου, μετά τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Η αντεκδίκηση των Χαόνων εκδηλώθηκε όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ήπειρο.
Οι Χάονες συνεργάστηκαν με τους κατακτητές προσφέροντας την Φοινίκη στη θέση της Δωδώνης και της Αμβρακίας ως έδρα του Κοινού των Ηπειρωτών. Βορειότερα της Φοινίκης, το θέατρο του 3ου - 2ου αιώνα π.Χ. της Νικαίας υποδηλώνει την εξαιρετική σημασία του ως οργανικό υποσύνολο της αγοράς και της δημόσιας ζωής στην πόλη. Δεκατέσσερις επιγραφές του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. χαράχτηκαν στην ανατολική αντηρίδα του θεάτρου σε κοινή θέαση, ανακοινώνοντας εσαεί τις αποφάσεις για το ποιοι δούλοι απελευθερώνονταν. Όσοι περνούσαν από εκεί ή προσέρχονταν στις εκδηλώσεις του θεάτρου, θα έβλεπαν τα ονόματα αυτών, οι οποίοι για κάποιο λόγο αποκτούσαν ίσα δικαιώμα- τα με τους άλλους πολίτες.
Κοντά στη Νίκαια, στη Βύλλιδα, δίπλα στον ποταμό Αώο, είχε την έδρα του το Κοινό των Βυλλιόνων. Στα χρόνια της ακμής, στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., οι Βυλλίονες έκτισαν στην αγορά της πόλης το θέατρό τους. Επιγραφές, μνημεία δημόσιου λόγου, νόμοι της πολιτείας, ψηφίσματα, αποφάσεις της βουλής και του δήμου στήθηκαν στα αντερείσματα των παρόδων του θεάτρου. Στο θέατρο της Βύλλιδας δεν θα έλειπαν εορτές, πανηγύρια και παραστάσεις, προς τιμήν του Διόνυσου και των Νυμφών, τις οποίες λάτρευαν στις υδροδότες Κρήνες, γειτονικά του θεάτρου και του σταδίου.
Ο υποκριτής σε ρόλο δούλου, ο οποίος στέκεται σταυροπόδι πάνω σε βωμό, ένα έργο από ασβεστόλιθο του 3ου αιώνα π.Χ., συνιστά μια διαχρονική αναφορά στη Νέα Κωμωδία. Ο δούλος βρήκε καταφύγιο πάνω στο βωμό, για να γλιτώσει από το θυμό του κυρίου του. Ο δούλος της Νέας Κωμωδίας προπορεύεται του γελωτοποιού, του παλιάτσου και του πουλτσινέλα των Ευρωπαϊκών κωμωδιών. Ένα ακόμη θέατρο του 3ου αιώνα π.Χ., εκείνο της παλαιάς αποικίας των Κορινθίων της Απολλωνίας, βορειοδυτικά της Βύλλιδας, συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα Αγυιέα, με την περίφημη λατρεία των Νυμφών, με το Μαντείο, την άσβεστη πυρά της ασφάλτου και με αγώνες, τα Νυμφαία, οι οποίοι είχαν υπερβεί κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. τα τοπικά όρια.
Η μαλλιαρή και φτερωτή προσωπίδα (παραπέμπει στον Ερμή υπό την προστασία του οποίου γίνονταν οι γυμνικοί αγώνες), ο διονυσιακός κάνθαρος, το βουκράνιο και ο ρόδακας από τις ανάγλυφες μετόπες του επιστύλιου της σκηνής του θεάτρου υπογραμμίζουν τις διαθέσεις ψυχαγωγίας και πανηγυρισμών για το ευρύ κοινό, με αγωνίσματα στίβου και θεάτρου. Το ωδείο των Απολλωνιατών της Ρωμαϊκής εποχής (2ος αιώνα μ.Χ.) φανερώνει την καλλιτεχνική συνέχεια, στο πλαίσιο των εορτών για τον Απόλλωνα, το Διόνυσο και τις Νύμφες. Οι εορτές αυτές είχαν καθιερωθεί στο πανελλήνιο, παράλληλα με το ορυκτό προϊόν του μονοπωλίου των Απολλλωνιατών, την πίσσα.
Η Νικόπολη, η πόλη της νίκης του Οκταβιανού, ο οποίος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. έγινε Αύγουστος και εγκαινίασε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, διέθετε ένα μεγάλο θέατρο και ένα μικρό θέατρο ή ωδείο. Η Νικόπολη συνέχει τις δημιουργικές αρετές των Ελληνιστικών χρόνων στον τομέα της τέχνης και τις επιβλητικές εορτές των θριαμβευτών Ρωμαίων. Υποθέτω ότι οι πιο μεγάλες επίσημες εκδηλώσεις στα θέατρα της Νικόπολης συνδέονταν με την επέτειο της νίκης και τη λατρεία του Απόλλωνα και των Αυτοκρατόρων, οι οποίοι φρόντιζαν, για «άρτον και θεάματα» των υπηκόων τους, πατρικίων, πληβείων και προλετάριων (οι πολίτες με μόνη περιουσία τα παιδιά τους).
Τα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου, της Δωδώνης, της Αμβρακίας, της Κασσώπης, των Γιτάνων, της Νίκαιας, της Βύλλιδας, της Απολλωνίας, του Βουθρωτού, της Φοινίκης, της Νικόπολης, του Δυρραχίου και της Αδριανούπολης, φαντάζουν ως οι ωριμότερες μαθηματικές και αρχιτεκτονικές εκφάνσεις, με εμπνευσμένες λύσεις τεχνικής, στο πλαίσιο της αττικής και ευρύτερα της Ελληνικής παιδείας. Το θέατρο της Επιδαύρου κατασκεύασε, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Πολύκλειτος. Ανώνυμοι, όμως, θα παραμείνουν οι αρχιτέκτονες των θεάτρων της αρχαίας Ηπείρου. Συνδύασαν ισορροπημένα την ακρίβεια, το απέριττο, την πληρότητα, την ωραιότητα της φύσης και του τοπίου. Τα θέατρα της Ηπείρου συνόψισαν:
α) Τη μυθική παράδοση των αρχαιότερων λατρευτικών δρωμένων και των κατοπινών δραμάτων.
β) Τις πολιτικές αξίες περισσότερων εποχών με έμφαση στη συμμετοχή των πολιτών σε συγκεκριμένους δομημένους χώρους.
γ) Τις εμπειρίες προφητικού, μαγικού και ποιητικού λόγου και την καλλιέργεια της ποιότητας της ανθρώπινης φωνής, παρακαταθήκη στους αιώνες.
δ) Τον κυριότερο θεσμό για την αποτελεσματική επικοινωνία με εργαλεία τη θέαση και την ακουστική.
Ανάμεσα στα θέατρα του ευρύτερου Ηπειρωτικού χώρου ξεχωρίζει με τις διαστάσεις του εκείνο της Δωδώνης, το οποίο υπαγόταν στο ιερό του Δία, ενώ τα υπόλοιπα θέατρα ανήκαν σε πόλεις. Η Δωδώνη ήταν θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο των εθνών τα οποία συγκρότησαν την Ήπειρο και παράλληλα ένα Πανελλήνιο ιερό. Στα αρχαία θέατρα των πόλεων της Ηπείρου και του ιερού της Δωδώνης ακούγονται ακόμη υπόκωφα τα λόγια των ηθοποιών, των υποκριτών, των ιερέων και του πλήθους, ανάκατα με τους ήχους της υπαίθρου, με τα καιρικά φαινόμενα, τους κεραυνούς, το χαλάζι, τη βροχή και τους ανέμους.
Η ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΗΠΕΙΡΟ
Η πόλις ως πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής εμφανίζεται στον Ηπειρωτικό χώρο από τον 4ο αιώνα π.Χ. με εξαίρεση την Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων, που ιδρύθηκε περί το 625 π.Χ. Οι πόλεις που ιδρύθηκαν στα όρια της σημερινής Ηπείρου ήταν η Κασσώπη στο Νομό Πρέβεζας, η Ελέα και τα Γίτανα στη Θεσπρωτία. Η Φοινίκη και η Αντιγόνεια της Χαονίας στη σημερινή Νότια Αλβανία υπήρξαν επίσης σημαντικά αστικά κέντρα, που ικανοποιούσαν πολύπλοκες ανάγκες, τόσο διοικητικής, πολιτικής και οικονομικής φύσεως, όσο και αμυντικής στρατηγικής. Ο Βουθρωτός, στην παραλία απέναντι από την Κέρκυρα, κατείχε θέση κλειδί για τη θαλάσσια επικοινωνία και υπήρξε ένα σημαντικό αστικό κέντρο.
Χάρη στην πλεονεκτική του θέση έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον πολιτιστικό και πολιτικό τομέα. Οι πόλεις αυτές απέκτησαν μια δυναμική που αντανακλάται στην οικιστική τους ανάπτυξη και στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου. Όταν παγιώνεται ο πολεοδομικός ιστός των Ηπειρωτικών πόλεων, διαμορφώνεται η πολιτική αγορά που έχει παράλληλα θρησκευτικό και οικονομικό χαρακτήρα. Η εξέταση που ακολουθεί επικεντρώνεται στην τοπογραφία των αγορών εντός του πολεοδομικού συστήματος κάθε πόλης και τη λειτουργία που χαρακτηρίζει τα οικοδομήματα τα οποία πλαισιώνουν τη δημόσια πλατεία.
Στις Ελληνικές πόλεις η αγορά καταλαμβάνει ένα χώρο στο αστικό κέντρο που τον πλαισιώνουν δημόσια οικοδομήματα και πλήθος μνημείων. Κάλυπτε ποικίλες ανάγκες της αστικής ζωής καταδεικνύοντας τον λειτουργικό ρόλο του κέντρου, που αναδείχτηκε ως ο σημαντικότερος χώρος δημόσιων εκδηλώσεων και κοινωνικής συναναστροφής.
Τοπογραφία των Αγορών και των Θεάτρων
Η Αμβρακία ακολούθησε την Κλασική περίοδο το Ιπποδάμειο σύστημα οργάνωσης και κατά την Ελληνιστική εποχή ο ιδιωτικός χώρος περιορίστηκε προς όφελος του δημοσίου. Ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες περιελάμβαναν πλέγμα αραιών λεωφόρων με κατεύθυνση Α-Δ και άλλων πυκνότερων οδών με κατεύθυνση Β-Ν. Αποχετευτικός αγωγός διαιρούσε κάθε νησίδα κατά μήκος του άξονά της σε δύο σειρές των δέκα σπιτιών η καθεμία. Η αγορά κατέλαβε την έκταση ανατολικά και βόρεια του Αρχαϊκού ναού του Απόλλωνα στο δυτικό τμήμα της πόλης, όπου κτίστηκαν το πρυτανείο, στοές και άλλα μνημειακά οικοδομήματα.
Επάνω στην κεντρική αρτηρία της αρχαίας πόλης κατασκευάστηκε το λεγόμενο μικρό θέατρο, περί το τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Η θεμελίωση του κοίλου έγινε πάνω σε παλαιότερες εγκαταστάσεις με ψηφιδωτά δάπεδα, που χρονολογούνται στον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ. Το κοίλο στηρίζεται σε επιχωματωμένο πρανές και έχει νότιο προσανατολισμό, που υπαγορεύεται από τον προϋπάρχοντα ναό του Απόλλωνα. Σε κοντινή απόσταση κτίστηκε το μεγάλο θέατρο του οποίου αποκαλύφθηκαν τμήματα της ορχήστρας, της δυτικής παρόδου, του αναλημματικού τοίχου και λίγα λίθινα εδώλια.
Τα οικοδομικά κατάλοιπα δεν εξασφαλίζουν την απόδοση της αρχιτεκτονικής δομής του θεάτρου, το οποίο εκτιμάται ότι κτίστηκε περί το τέλος του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Όταν η Αμβρακία έγινε η πρωτεύουσα του βασιλείου του Πύρρου, αυξήθηκαν τα δημόσια κτήρια και είναι πιθανόν ολόκληρη η δυτική περιοχή της πόλης να αποκαλείτο Πύρρειος συνοικία. Οι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν για τον καλλιτεχνικό πλούτο, μέρος του οποίου μετέφερε ο M. Fulvius Nobilior στη Ρώμη, ανάμεσά τους το εντυπωσιακό σύνταγμα με τα αγάλματα των Μουσών. Επιπλέον, ονόματα τραγικών ή κωμικών υποκριτών, χορευτών και μουσικών που έπαιζαν κιθάρα ή αυλό από την Αμβρακία αναφέρονται σε επιγραφές ή μνημονεύονται στις φιλολογικές πηγές.
Βέβαιο είναι ότι ο καλλιτεχνικός πλούτος μας δείχνει ξεκάθαρα την αισθητική εκλέπτυνση των κατοίκων. Η Κασσώπη ιδρύθηκε με συνοικισμό κωμών της Κασσωπαίας στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και αποτέλεσε το πολιτικό, διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο του φύλου των Κασσωπαίων. Η πόλη είναι χτισμένη σε ευρύχωρο οροπέδιο στις νότιες πλαγιές του Ζαλόγγου. Η χάραξη εντός του περιβόλου παράλληλων οδών (στενωπών) με άξονα Β-Ν, που διασταυρώνονται κάθετα με δύο «πλατείες οδούς», όπως τις αποκαλούσαν, με άξονα Α-Δ, σχηματίζει εξήντα περίπου στενόμακρες οικοδομικές νησίδες με μήκος που ποικίλλει στη βόρεια (112 μ.), στην κεντρική (128 μ.) και στη νότια ζώνη (70 - 160 μ.).
Η αγορά της Κασσώπης δεν βρίσκεται στο κέντρο, αλλά νότια της κύριας οδού και καταλαμβάνει ορθογώνιο χώρο διαστάσεων περίπου 70 x 60 μέτρα. Τα περισσότερα δημόσια κτήρια οικοδομήθηκαν την περίοδο της ευημερίας της πόλης, στο τέλος του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., και ο πληθυσμός της υπολογίζεται σε 8.000 - 10.000 κατοίκους. Αυτή την περίοδο εκτελούνται έργα μεγάλης κλίμακας στην αγορά, που πλαισιώθηκε στις τρεις πλευρές της με οικοδομήματα. Το ωδείο - βουλευτήριο ορίζει από ανατολικά τη μία πλευρά της πλατείας, τις υπόλοιπες πλευρές πλαισιώνουν από μία στοά στα δυτικά και βόρεια.
Η δυτική στοά, με 13 Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη, κτίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καταλαμβάνοντας τμήμα του κάθετου δρόμου. Ο υπαίθριος ορθογώνιος χώρος εμπρός από τη στοά καλύπτει επιφάνεια 35,50 x 6,80 μ., είναι πλακοστρωμένος και περιβάλλεται από χαμηλούς λίθινους ορθοστάτες. Ο χώρος αυτός ερμηνεύθηκε ως τέμενος και εμπρός του υπήρχαν βάθρα χάλκινων ανδριάντων και αγαλμάτων. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε μονολιθική βάση την οποία ο ανασκαφέας ερμήνευσε ως βάθρο κάποιου σημαντικού μνημείου της πόλης. Ένας μεγάλος λίθινος βωμός αφιερωμένος στο Δία Σωτήρα και άλλοι δύο συνεχόμενοι μικρότεροι βωμοί βρίσκονται έκκεντρα στον χώρο της αγοράς μπροστά από το τέμενος.
Το διοικητικό κέντρο της πόλης στεγαζόταν στο Πρυτανείο, ένα κτήριο διαστάσεων 27,30 x 14,40 μ. πίσω από τη δυτική στοά, το οποίο χρονολογείται πιθανώς στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Η αναγνώριση του οικοδομήματος βασίζεται στην αρχιτεκτονική του που έχει τη μορφή σπιτιού· επιπλέον, διαθέτει περιστύλιο με Δωρικούς κίονες στις πλευρές σε σχήμα Π και πρόστυλη εξέδρα όπου εντοπίστηκαν ίχνη λατρείας. Εδώ σιτίζονταν οι πρυτάνεις και τα τιμώμενα πρόσωπα, και από την αψιδωτή εξέδρα οι άρχοντες παρακολουθούσαν τα λατρευτικά δρώμενα στους βωμούς και στο τέμενος.
Η βόρεια στοά, με διαστάσεις 62,70 x 11,40 μ. στη σημερινή της μορφή, χρονολογήθηκε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., όμως τεκμηριώθηκε ανασκαφικά και προγενέστερη φάση στενόμακρου κτίσματος με δωμάτια που είχαν ψηφιδωτό δάπεδο, πιθανώς του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Η πρόσοψη του οικοδομήματος είχε συνολικό ύψος 4,12 μ., έφερε 23 Δωρικούς κίονες και στα άκρα της διαμορφώνονται δύο κλειστοί χώροι. Στο εσωτερικό της στοάς υπήρχε Ιωνική κιονοστοιχία με 13 κίονες που εδράζονταν επάνω σε ορθογώνιες βάσεις. Στην πρόσοψη και στα ανατολικά της στοάς αποκαλύφθηκαν κατά χώρα βάθρα χάλκινων αγαλμάτων και ανδριάντων, ορισμένα από τα οποία διατηρούν τις αναθηματικές αφιερώσεις και τις τιμητικές αναγραφές.
Το ωδείο ή βουλευτήριο έχει προσανατολισμό προς τα ΒΔ και αποκλίνει από τον άξονα της Αγοράς. Η αναγνώριση του κτιριακού συγκροτήματος βασίζεται στην αρχιτεκτονική του μορφή που ακολουθεί τον τύπο του θεάτρου. Το κοίλο, με διάμετρο 46 μ., περικλείεται από ορθογώνιο περίβολο, ο οποίος έχει στα ανατολικά μία στενόμακρη αίθουσα και συνεχόμενη στοά με δεκαπέντε οκτάπλευρους στύλους στο εσωτερικό, δεκατρείς στην πρόσοψη και κλειστά τα άκρα της. Τρεις κλίμακες διαιρούν το κοίλο σε τέσσερις κερκίδες με εικοσιένα σειρές λίθινων εδωλίων. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 2.000 περίπου θέσεις και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.
Η ορθογώνια σκηνή έχει διαστάσεις 15,40 x 7,60 μ. με προεξέχοντα παρασκήνια που προβάλλουν στην ορχήστρα και πλαισιώνουν το προσκήνιο. Το μεγάλο διώροφο κτήριο βόρεια της αγοράς με διαστάσεις 30 x 32,60 μ. ερμηνεύθηκε από τον ανασκαφέα ως «καταγώγιον», δηλαδή δημόσιος ξενώνας της πόλης. Σύμφωνα όμως με άλλη εκδοχή το κτήριο στέγασε την εμπορική αγορά της πόλης. Το οικοδόμημα καταλαμβάνει το πλάτος μιας πολεοδομικής νησίδας και κτίστηκε πιθανώς στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Η είσοδος στη νότια πλευρά του κτηρίου, επί της κύριας οδού της πόλης, είχε τη μορφή προπύλου.
Η αυλή στο κέντρο του οικοδομήματος έχει διαστάσεις 14,12 x 11,64 μ. και περιβάλλεται από στοά με 26 οκτάπλευρους λίθινους πεσσούς που επιστέφονται με Δωρικά επίκρανα. Το κτιριακό συγκρότημα της εμπορικής αγοράς περιλαμβάνει δεκαοκτώ ανεξάρτητους χώρους που αναπτύσσονται περιμετρικά της στοάς, ενώ στον όροφο διαμορφώνονται δεκαεπτά δωμάτια αντίστοιχα με αυτά του ισογείου, με εξαίρεση την είσοδο, τα οποία είχαν εξώστη προς την αυλή. Ξύλινη κλίμακα στον ανατολικό τοίχο του προπύλου οδηγούσε στον όροφο. Το οικοδόμημα κατέλαβε την έκταση παλαιότερων οικιών με βοτσαλωτό δάπεδο και ενός στενόμακρου κτηρίου που είχε στοά σε σχήμα Π και αύλειο χώρο με άνοιγμα προς την κύρια οδό.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα τοποθετούν την κατασκευή του προγενέστερου κτηρίου μέσα στον 4ο ή στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα π.Χ. Στη βορειοδυτική γωνία της πόλης, στον άξονα της αγοράς κάτω από την ΒΔ ακρόπολη κατασκευάστηκε το θέατρο. Η ορθογώνια σκηνή έχει δύο στενόμακρα παρασκήνια στα άκρα και ανάμεσά τους διαμορφώνεται το προσκήνιο με έξι κίονες στην πρόσοψη. Η χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 6.000 άτομα και εκτιμάται ότι κτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ.. Η Ελέα είναι κτισμένη σε καίρια θέση στην περιοχή της κοιλάδας της Παραμυθιάς και υπήρξε η πολιτική έδρα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών.
Ιδρύθηκε με συνοικισμό κωμών πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. επάνω σε φυσικό πλάτωμα έκτασης 105 στρεμμάτων και περιβάλλεται βόρεια, δυτικά και ανατολικά από απόκρημνα βραχώδη πρανή. Η πόλη οχυρώθηκε με τείχος κατά το πολυγωνικό σύστημα τειχοποιίας στα ανατολικά και βορειοανατολικά και κατά τόπους στις υπόλοιπες πλευρές. Η Ελέα ήταν η έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μέχρι το 335 π.Χ. - 330 / 325 π.Χ. Η πόλη καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. και η κατοίκηση στη συνέχεια ήταν περιορισμένης έκτασης και μικρής διάρκειας. Η πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού διαμορφώνεται σε επάλληλα άνδηρα ακολουθώντας σε γενικές γραμμές το Ιπποδάμειο σύστημα, ωστόσο οι οικοδομικές νησίδες δεν έχουν σταθερές διαστάσεις.
Το βορειοανατολικό τμήμα του οικισμού παρουσιάζει αραιή δόμηση, αντίθετα το υπόλοιπο τμήμα του οικισμού είναι πυκνότερα δομημένο. Καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση της αγοράς είχε το επίπεδο τμήμα στο κέντρο του οικισμού, νότια της κύριας οδού. Μια ανοιχτή έκταση 3.000 τ.μ. διαμορφώνεται σε τρία επάλληλα άνδηρα και πλαισιώνεται από τρεις στοές στην ανατολική, δυτική και βόρεια πλευρά, οι οποίες κατασκευάστηκαν τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.. Ο αμφιθεατρικός χώρος νότια της αγοράς θεωρήθηκε παλαιότερα ότι αποτελούσε το κοίλο ενός θεάτρου. Όμως, οι πρόσφατες ανασκαφές αποκάλυψαν ότι πρόκειται για τέσσερις οικοδομικές νησίδες ενταγμένες στο επικλινές ανάγλυφο.
Η ανατολική στοά (κτήριο 23) διαστάσεων 40 x 10 μ. έχει πρόσωπο προς δυσμάς και είναι κατασκευασμένη κατά το πολυγωνικό σύστημα με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης. Εσωτερικά αναπτύσσεται μια σειρά ένδεκα πεσσών ή κιόνων σύμφωνα με τις τετράγωνες βάσεις που βρέθηκαν κατά χώρα και λίθινο θρανίο που διέτρεχε τους τοίχους. Η βόρεια στοά (κτήριο 24) σε άμεση γειτνίαση με την ανατολική έχει διαστάσεις 17,50 x 6.30 / 7 μ., λίθινο θρανίο εσωτερικά και πιθανώς ξύλινους κίονες στην πρόσοψη. Το δυτικό τμήμα της αγοράς πλαισιώνει στωικό οικοδόμημα (κτήριο 25) διαστάσεων 30,80 x 13 μ., τα άκρα του οποίου απολήγουν σε παραστάδες με ένδεκα κίονες δωρικού ρυθμού ανάμεσά τους.
Εσωτερικά της δυτικής στοάς διαμορφώνονται επτά ορθογώνιοι χώροι που ταυτίστηκαν με αίθουσες συμποσίων και τους περιτρέχει διάδρομος πλάτους 2,50 - 2,80 μ. Τα δωμάτια έχουν έκκεντρη είσοδο και ανά δύο επικοινωνούν με τον διάδρομο και μεταξύ τους. Η ακριβέστερη χρονολόγηση των στοών δεν εξάγεται από τα ανασκαφικά δεδομένα, τα οποία όμως τεκμηριώνουν την καταστροφής τους το 167 π.Χ.. Με βάση την αρχιτεκτονική μορφή και την ιστορική συγκυρία δεχόμαστε ότι κτίσθηκαν στον 3ο αιώνα π.Χ.. Το βορειοδυτικό τμήμα της αγοράς οριοθετείται από ένα δημόσιο οικοδόμημα (κτήριο 26) διαστάσεων 10 x 16 μ. αποτελούμενο από έξι χώρους διαμορφωμένους σε δύο επάλληλα επίπεδα με άξονα Β-Ν.
Σε έναν από τους χώρους στο βόρειο τμήμα του κτηρίου λειτουργούσε πιθανώς ένα μικρό ιερό, λαμβάνοντας υπόψη τα γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν επάνω σε λίθινο θρανίο. Τέλος, μικρά κτίσματα με ανοικτή πρόσοψη που αναπτύσσονται σε επάλληλα άνδηρα ανατολικά του δημόσιου οικοδομήματος που περιγράψαμε, εξυπηρετούσαν πιθανώς τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της πόλης. Τα αρχαία Γίτανα, τα ερείπια των οποίων εντοπίζονται στα όρια του Δήμου Φιλιατών, ιδρύθηκαν στις παρυφές του δέλτα, βόρεια της κοίτης του Καλαμά, λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Υπήρξαν η έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μετά τη μεταφορά από την Ελέα του πολιτικού τους κέντρο.
Την ονομασία Γίτανα μνημονεύει ο Πολύβιος και ο Τίτος Λίβιος. Χάλκινη αναθηματική επιγραφή που βρέθηκε σε μικρό ναό στο δυτικό τμήμα του οικισμού, και τουλάχιστον 14 σφραγίσματα με την επιγραφή ΓΙΤΑΝΑ που αποκαλύφθηκαν στο Πρυτανείο - Αρχείο της πόλης, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταύτιση της ορθής ονομασίας της πόλης. Ο οχυρωμένος κατά το πολυγωνικό σύστημα οικισμός εκτείνεται στο μεγαλύτερο τμήμα του σε χαμηλό ασβεστολιθικό πλάτωμα, περιβαλλόμενος στις τρεις πλευρές του από την κοίτη του Καλαμά. Στα βορειοανατολικά η οχύρωση καταλαμβάνει το ΝΔ άκρο του όγκου του υψώματος της Βρυσέλλας. Η πόλη εκτείνεται σε έκταση 287 στρεμμάτων και είχε στην περίοδο ακμής της από 6.000 - 8.000 κατοίκους.
Ακολουθεί με αποκλίσεις από την κανονικότητα το Ιπποδάμειο σύστημα με προσανατολισμό Β/ΒΑ-Ν/ΝΔ. Λόγω των υψομετρικών διαφορών σχηματίστηκαν άνδηρα από βορρά προς νότο και ενίοτε από Α-Δ ή Δ-Α. Σημειωτέον ότι τα αναλήμματα των ανδήρων αποτελούν τους εξωτερικούς τοίχους των κτισμάτων. Τα δημόσια κτήρια κατελάμβαναν ολόκληρη πολεοδομική νησίδα, όπως συμβαίνει με το πρυτανείο. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική μονάδα ενσωματωμένη απόλυτα στον πολεοδομικό κάνναβο της πόλης. Η κατοίκηση απλώνεται σε όλη την τειχισμένη έκταση, ενώ εκτός των τειχών αποκαλύφθηκαν οικοδομικά κατάλοιπα ενός κτηρίου, πιθανώς για δημόσια χρήση, το θέατρο, και άλλα λείψανα κτισμάτων των οποίων δεν γνωρίζουμε τη λειτουργία τους.
Η κατασκευή του θεάτρου και η αρχιτεκτονική πλαισίωση της αγοράς προσδιορίζεται γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.. Η αγορά βρίσκεται ανατολικά της κύριας πύλης του οικισμού σε επίπεδη έκταση και έχει τη μορφή ανοιχτής πλατείας. Περιβάλλεται βόρεια από μία στοά (κτήριο 72) και στη νότια πλευρά, που ορίζει πλακόστρωτος δρόμος, ένα κτήριο με δεκαέξι καταστήματα, που εξυπηρετούσε τις οικονομικές δραστηριότητες της πόλης, αναπτύσσεται σε μήκος 100 μέτρων. Η ακριβής χρονολόγηση του συγκροτήματος δεν εξάγεται προς το παρόν. Η βόρεια στοά (κτήριο 72) ακολουθεί τον χαρακτηριστικό τύπο με τοίχους στα άκρα της πρόσοψης, έχει διαστάσεις 76 x 13 μ. και στο εσωτερικό της φέρει 14 κίονες Ιωνικού τύπου και στην πρόσοψη 26 κίονες Δωρικού τύπου.
Στο εσωτερικό της στοάς διαμορφώνεται λίθινο θρανίο κατά μήκος του τοιχοβάτη. Την πρόσοψη της στοάς πλαισιώνουν ένδεκα βάθρα αγαλμάτων και μία τοξοειδής εξέδρα. Στη δυτική πλευρά της στοάς κτίστηκε ορθογώνιο οικοδόμημα με δύο χώρους, «κτήριο Ε» (κτήριο 73), το οποίο έχει διαστάσεις 20 x 16 μ. και ερμηνεύθηκε ως σκευοθήκη και ιερό του Απόλλωνα Αγυιέα. Στην πλατεία της αγοράς ο χώρος διαστάσεων 100 x 30 μ. παρέμεινε αδέσμευτος από κατασκευές. Η ανέγερση οικοδομημάτων στο δυτικό τμήμα του οικισμού και η κατασκευή ενός διατειχίσματος, που άφησε απέξω την αγορά, τροποποίησαν τον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Το διατείχισμα ορίζει τον ανατολικό και δυτικό οικιστικό τομέα, όπου βρίσκονται δημόσια κτήρια και ιερά, και η κατασκευή του προσδιορίστηκε χρονολογικά μετά τον 4ο αιώνα π.Χ.. Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες όμως έφεραν στο φως θεμελιώσεις αρχαιότερων κατασκευών, επάνω από τις οποίες διέρχεται το διατείχισμα που τέμνει διαγώνια πολεοδομικά τετράγωνα και δρόμους. Η χρονολόγηση του διατειχίσματος, μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή το 167 π.Χ., φαίνεται πολύ πιθανή. Σύμφωνα με τα νεότερα αρχαιολογικά δεδομένα ο οικισμός περιορίζεται στον τομέα εντός του διατειχίσματος και επιβιώνει μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ. (167 - 27 π.Χ.).
Κοντά στην κύρια πύλη του διατειχίσματος βρίσκεται το «κτήριο Β» (κτήριο 1), που εξυπηρετούσε τις συγκεντρώσεις μεγάλου πλήθους ή και τις ανάγκες σίτισης. Τα πέταλα νομισμάτων που βρέθηκαν στο χώρο υποδεικνύουν ότι το κτήριο λειτούργησε σε κάποια φάση και ως νομισματοκοπείο. Στο νοτιοδυτικό τομέα του οικισμού βρίσκεται το «κτήριο Α» (κτήριο 32) που ταυτίζεται με το Πρυτανείο - Αρχείο της πόλης και καταλαμβάνει οικοδομική νησίδα έκτασης 1500 τ.μ. Εδώ λειτουργούσαν αίθουσες συμποσίων που είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, μαγειρεία και αποθηκευτικοί χώροι. Χάλκινα εξαρτήματα ανακλίντρων (fulcra) που εικονίζουν Αμαζόνα, Διόνυσο και Άρτεμη προέρχονται από το Πρυτανείο.
Στο κτηριακό συγκρότημα στεγαζόταν και το αρχείο της πόλης σύμφωνα με το μεγάλο πλήθος πήλινων σφραγισμάτων (περισσότερα από 3.000), που απεικονίζουν μεταξύ άλλων αγαλματικούς και εικονιστικούς τύπους. Η προσωποποίηση της βουλής των Γιτάνων αποτυπώνεται σε ένα από τα σφραγίσματα. Μικρός ναός (κτήριο 25) βρίσκεται στη βόρεια οικοδομική νησίδα που ορίζεται από τους δρόμους 7 και 9. Έχει διαστάσεις 13 x 7 μ., ήταν πιθανώς πρόστυλος και περιλαμβάνει τον πρόναο και το σηκό. Το λίθινο θέατρο, βόρεια του Πρυτανείου, κατασκευάστηκε εξωτερικά του οικισμού, ανάμεσα στη δυτική οχύρωση και τον ποταμό και χρονολογείται με ασφάλεια στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
Οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν στη βραχώδη πλαγιά τμήμα του κοίλου, την ορχήστρα και τμήμα της σκηνής, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες που αφορούν την αποκάλυψη των αναλημμάτων του κοίλου, των παρασκηνίων και των παρόδων. Ονόματα πολιτών που βρίσκονται χαραγμένα στα λίθινα εδώλια του θεάτρου των Γιτάνων δείχνουν ότι αυτή η ταξιθεσία θα ίσχυε όχι μόνο για τις θεατρικές παραστάσεις αλλά και για τις πολιτικές συναθροίσεις. Την εικόνα των οργανωμένων αστικών κέντρων συμπληρώνουν πόλεις της Χαονίας, η Φοινίκη, έδρα του Κοινού των Χαόνων, και η Αντιγόνεια, ίδρυμα του Πύρρου, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Η Φοινίκη, πρωτεύουσα των Χαόνων διέθετε ακρόπολη με δημόσια οικοδομήματα ήδη από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Ήταν επίσης η έδρα του ''κοινοῦ τῶν Ἠπειρωτῶν τῶν περὶ Φοινίκην'' μετά το 167 π.Χ. Η πόλη επεκτάθηκε στους πρόποδες του λόφου με την επιβολή της Pax Romana. Στην ανατολική πλευρά της οχυρωμένης ακρόπολης αναπτύχθηκε η αγορά με τα δημόσια οικοδομήματα και το θέατρο, η κύρια οικοδομική φάση του οποίου χρονολογείται στη μέση Ελληνιστική περίοδο. Η Αντιγόνεια, κοντά στο χωριό Σαρακίνιστα στην περιοχή Γέρμα, νότια του Αργυροκάστρου, αναπτύχθηκε κατά το Ιπποδάμειο σύστημα σε τρεις ζώνες που χωρίζονται με διατειχίσματα και καταλαμβάνει έκταση 35 εκταρίων.
Η αγορά, ενταγμένη στο ορθογώνιο σύστημα, βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης και περιλαμβάνει στοά και περίστυλο οικοδόμημα, αντίστοιχο προς το «Καταγώγιο» της Κασσώπης. Η ομοιότητα της πόλης προς την Κασσώπη είναι αξιοπαρατήρητη. Ο Βουθρωτός βρίσκεται σε λόφο στην όχθη της ομώνυμης λίμνης και οργανώθηκε κατά τον 5ο αιώνα γύρω από την ακρόπολη των Αρχαϊκών χρόνων. Σε περιτειχισμένο χώρο, μεταξύ του κατώτερου τείχους και του ιερού του Ασκληπιού, οργανώθηκε την Ελληνιστική περίοδο η αγορά με πρυτανείο, στοές και θέατρο, χωρητικότητας 2.000 περίπου θέσεων και γυμνάσιο.
Υπήρξε η έδρα του Κοινού των Πρασαίβων, που οργανώθηκε πιθανώς το 164 π.Χ. και επέζησε για μισό αιώνα τουλάχιστον, ως την ίδρυση της Ρωμαϊκής αποικίας επί Καίσαρος. Το ιερό της Δωδώνης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιερού αποτελεί η θέση του στην πλαγιά του λόφου που διατρέχει την κοιλάδα της Δωδώνης. Οι εδαφολογικές συνθήκες, το φυσικό περιβάλλον και η υπαίθρια λατρεία προσδιόρισαν την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του τοπίου με τον προς Ν-ΝΑ προσανατολισμό των κτηρίων. Τον πυρήνα αποτέλεσε η ιερά οικία του Διός στο βόρειο τμήμα του Ιερού, η οποία πλαισιώθηκε κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. από μικρούς ναούς.
Από ανατολικά προς τα δυτικά αναπτύχθηκαν οι ναοί του Ηρακλή, που καλύπτεται εν µέρει σήμερα από τα ερείπια της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, ο παλαιότερος και ο νεότερος ναός της Διώνης, οι ναοί της Θέμιδος και της Αφροδίτης. Δυτικά των λατρευτικών κτισμάτων βρίσκονται το βουλευτήριο και το οικοδόμημα . Στο νότιο τμήμα κατασκευάστηκαν το πρυτανείο και δύο στοές που πλαισίωναν εσωτερικά το ανατολικό και δυτικό σκέλος του περιβόλου. Η πρόσβαση γινόταν από το ΝΔ τμήμα του περιβόλου που είχε τη μορφή μνημειακού προπύλου. Στη σημερινή κατάσταση η είσοδος στο ιερό γίνεται από τα δυτικά, διαμέσου της κονίστρας του αρχαίου σταδίου.
Ανατολικά του θεάτρου βρίσκεται το βουλευτήριο όπου συνεδρίαζαν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτικών φύλων στη Συμμαχία των Ηπειρωτών και αργότερα στο Κοινό των Ηπειρωτών. Πρόκειται για υπόστυλη αίθουσα ορθογώνιας κάτοψης διαστάσεων 43,60 x 32,35 µ. με έξι εσωτερικούς κίονες στην πρώτη οικοδομική φάση και οκτώ στην ανοικοδόμηση του κτηρίου. Ο χώρος του συνεδρίου αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα µε τον επιµήκη άξονα από Β-Ν και τα έδρανα του συνεδρίου βρίσκονταν στο κεκλιμένο βόρειο τμήμα. Η ακριβής μορφή της διάταξης των εδράνων δεν είναι σαφής, επειδή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ανασκαφικές έρευνες στο κτήριο.
Ο ενεπίγραφος βωμός, η λίθινη κάλπη και το βήμα των ομιλητών βρίσκονται στο νότιο επίπεδο τμήμα . Η αναγνώριση του κτηρίου έγινε με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή και τις επιγραφικές μαρτυρίες των τιμητικών ανδριάντων που ήταν στημένοι ανατολικά του κτίσματος. Ο βωμός αφιερωμένος από τον Χάροπα τον πρεσβύτερο περί το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. στο Δία Νάιο, τη Διώνη και το Δία Βουλέα, που βρέθηκε εντός του κτηρίου, επιβεβαιώνει τη λειτουργία του οικοδομήματος ως βουλευτήριο. Σημειωτέον ότι ο Δίας είναι ο Θεός που λατρεύεται στις αγορές με το προσωνύμιο Βουλεύς ή Σωτήρ, όπως μαρτυρεί ο ενεπίγραφος βωμός στην αγορά της Κασσώπης.
Στο βουλευτήριο της Δωδώνης ο Δίας προσδιορίζεται και με το τοπογραφικό προσωνύμιο Νάιος. Οι πολιτικές λειτουργίες τίθενται υπό την προστασία του Διός Βουλαίου και η σύνδεση του παραδοσιακού θρησκευτικού αισθήματος (Νάιος Δίας - Διώνη) με την πολιτική πράξη εγγυάται το σεβασμό των ανθρώπων στους θεσμούς και περιορίζει την αμφισβήτηση οποιασδήποτε πολιτικής απόφασης. Η οικοδόμηση του βουλευτηρίου χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου ανάμεσα στο 297 π.Χ.- 272 π.Χ. Η είσδος στο βουλευτήριο γίνεται µέσω της Δωρικής στοάς στη νότια στενή πλευρά του. Η στοά διαστάσεων 32,40 x 5,50 μ. είχε 15 κίονες στην πρόσοψη και σε δεύτερη οικοδομική φάση κτίστηκε ένα χαμηλό θωράκειο μεταξύ των κιόνων.
Ανάλογο στωικό κτίσμα έχει το θέατρο της Δωδώνης και το γειτονικό πρυτανείο στην ανατολική του πλευρά. Το βουλευτήριο καταστράφηκε από τους Ρωµαίους το 167 π.Χ. και επισκευάστηκε μετά το 148 π.Χ. για να επαναλειτουργήσει έως τα χρόνια του Αυγούστου. Ένα δημόσιου χαρακτήρα κτήριο, που βρίσκεται ανάμεσα στον ανατολικό πύργο του θεάτρου και στο βουλευτήριο, χρησίμευσε στην αρχική του φάση ως δημόσιο ενδιαίτημα. Απέναντι από το βουλευτήριο προς νότο βρίσκεται το πρυτανείο κτισμένο σε επίπεδο χώρο, το οποίο παρουσιάζει πέντε οικοδομικές φάσεις χρονολογούμενες από το τέλος του 4ου ή αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. έως το τέλος του 4ου αιώνα µ.Χ.
Αρχικά κατασκευάστηκε το κτήριο, διαστάσεων 31,45 x 13 µ. με δύο εισόδους στα βόρεια προς την ιερά οδό, και το αποτελούσαν η αίθουσα με την εστία, η περίστυλη αυλή στο κέντρο και εκατέρωθεν οι δημόσιοι ξενώνες. Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, που προσδιορίζεται χρονολογικά στη λειτουργία του Κοινού των Ηπειρωτών και πριν από το 219 π.Χ. προστέθηκαν βόρεια και νότια οι πτέρυγες Ο1 και Ο2 αντίστοιχα, έγιναν εσωτερικές μετατροπές και η είσοδος μεταφέρθηκε στην ανατολική πλευρά της περίστυλης αίθουσας. Η συνολική έκταση του κτηρίου ήταν στη φάση αυτή 34 x 34 µ. περίπου.
Στην πτέρυγα Ο2 στεγάζονταν πιθανώς το αρχείο και το νομισματοκοπείο, λειτουργία συμβατή με το πρυτανείο. Τότε η πρόσοψη του κτηρίου απέκτησε ιωνική στοά που είχε κλειστό το βόρειο άκρο. Μετά τη ρωμαϊκή καταστροφή το 167 π.Χ. και την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων το 148 π.Χ. ανοικοδομείται πρόχειρα μόνο ο αρχικός πυρήνας του κτηρίου Ο. Ο περιορισμός του πρυτανείου ερμηνεύεται από τη συρρίκνωση της ακτινοβολίας του Κοινού των Ηπειρωτών, τη δυσλειτουργία του γειτονικού βουλευτηρίου και τη συνακόλουθη υποβάθμιση του ιερού από πολιτικό κέντρο. Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. κατασκευάζονται επί του πρυτανείου ιδιωτικά σπίτια αλλοιώνοντας έτσι το δημόσιο χαρακτήρα του κτηρίου.
Μνημειακή στοά συνεχόμενη της ανατολικής στοάς του πρυτανείου εκτεινόταν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του εξωτερικού περιβόλου του ιερού. Το μήκος της δυτικής στοάς είναι 80 μ. και το πλάτος 10,50 μ., είχε εσωτερική κιονοστοιχία από δεκατέσσερις κίονες και το δυτικό τοίχο της αποτελούσε ο αρχαιότερος περίβολος του ιερού. Η δυτική στοά είναι νεότερη του στωικού μετώπου του πρυτανείου και κατασκευάστηκε στην περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών, πιθανώς όταν επεκτάθηκε το πρυτανείο πριν από το 219 π.Χ. Ανατολικά της στοάς του βουλευτηρίου και κατά μήκος της ανατολικής στοάς του πρυτανείου και της δυτικής στοάς του ιερού ήταν στημένοι ανδριάντες επιφανών προσώπων.
Ένα άλλο στωικό οικοδόμημα που πλαισίωνε εσωτερικά το ανατολικό σκέλος του εξωτερικού περιβόλου αποτύπωσε ο Καραπάνος κατά τη διενέργεια των πρώτων ανασκαφών και στην πρόσοψη του κτηρίου υπήρχε κατά μήκος σειρά βάθρων αναθημάτων και αγαλμάτων. Το θέατρο οικοδομήθηκε σε φυσική κοιλότητα του εδάφους στο δυτικό άκρο του λόφου και έχει νότιο προσανατολισµό προς τον άξονα της κοιλάδας. Στο θέατρο ανιχνεύονται τέσσερις οικοδομικές φάσεις, η πρώτη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., τότε που κατασκευάζονται το κοίλο, η ορχήστρα και η σκηνή. Τοξωτή πυλίδα µε δύο πλευρικά παράθυρα οδηγούσε νότια έξω από τη σκηνή σε µία Δωρική στοά µε δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους.
Το ανατολικό άκρο της στοάς ήταν κλειστό µε τοίχο, όπως και το βόρειο άκρο της ανατολικής στοάς του πρυτανείου. Επισκευές πραγματοποιήθηκαν στο θέατρο μετά την καταστροφή από τους Αιτωλούς (219 π.Χ.). Το θέατρο καταστράφηκε από της Ρωμαίους το 167 π.Χ. και επισκευάστηκε μετά το 148 π.Χ. Περί το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. η ορχήστρα διαμορφώθηκε σε ωοειδή κονίστρα, αφαιρέθηκαν οι δύο πρώτες σειρές εδωλίων και η προεδρία και στη θέση της κατασκευάστηκε ένα στηθαίο για να προστατεύει της θεατές κατά τη διεξαγωγή των θηριομαχιών. Καταργήθηκε, επίσης, το προσκήνιο και τα παρασκήνια διαμορφώθηκαν σε χώρους φύλαξης των ζώων.
Αριστερά της δυτικής παρόδου του θεάτρου κτίσθηκε αναληµµατικός τοίχος, οργανικά συνδεδεμένος µε το πρόπυλο του θεάτρου για να συγκρατήσει την τεχνητή επίχωση επί της οποίας κατασκευάστηκαν οι 21 ή 22 σειρές λίθινων εδωλίων του σταδίου. Στη νότια πλευρά του σταδίου κτίστηκε αναληµµατικός τοίχος για να συγκρατήσει τα αντίστοιχα εδώλια. Μεταξύ των εδωλίων υπήρχαν κλίµακες για την ανάβαση των θεατών. Στην ανατολική πλευρά του σταδίου η κονίστρα ήταν ωοειδής και στο βορειοανατολικό άκρο υπήρχε διπλή τοξωτή είσοδος που οδηγούσε προς το θέατρο και τους ναούς.
Κατά τις πρόσφατες ανασκαφές εντοπίστηκε η βόρεια πλευρά ενός κτίσματος, πιθανότατα στωικού, εκτός του αρχαιότερου νότιου περιβόλου, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα ενός Γυµνασίου.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Παυσανίας προσδιορίζει μια πόλη από την ύπαρξη αρχείου, γυμνασίου, θεάτρου, αγοράς. Οι πολίτες στην πόλιν επικοινωνούσαν με τους συμπολίτες τους στις δημόσιες συναθροίσεις, οι οποίες πραγματοποιούνταν στον πολιτικό τους χώρο, δηλαδή στην εκκλησία του δήμου και τη βουλή, στα δικαστήρια, στην αγορά και το θέατρο. Οι κοινόχρηστοι χώροι προσδιορίζουν το δημόσιο, που ερμηνεύεται με εδαφικούς όρους και αναφέρεται επομένως στο αστικό σκηνικό. Το δημόσιο, όμως, αναφέρεται και στις σχέσεις που το προσδιορίζουν και συγκροτούνται μέσα σε αυτό το σκηνικό.
Ο κοινωνικός χώρος της αγοράς είναι δυναμικός και μέσα σε αυτόν εξελίσσονται ποικίλες δραστηριότητες, αποτελεί σημείο συνάντησης και συνάθροισης ιδιαίτερων στοιχείων και εκεί διαμορφώνεται ένα κράμα ποικίλων κοινωνικών σχέσεων. Εν κατακλείδι, «η πόλις αποτελεί ένα είδος οργανωμένης μνήμης» και η κατανόηση του χαρακτήρα της επικοινωνίας στους δημόσιους χώρους δυνητικά αποκαλύπτει τη σύνθεση του μαζικού ακροατηρίου. Η σύνδεση της κοινωνικής και χωροταξικής δομής λαμβάνει υπόψη, κατά το σχεδιασμό των πόλεων στην αρχαία Ήπειρο, τις εδαφικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλουν τη διακοπή της κανονικότητας της γεωμετρικής χάραξης του οικισμού, όπως στην Ελέα και στα Γίτανα.
Εδώ, η χάραξη αποκλίνει από την κανονικότητα του συστήματος, προκειμένου να δημιουργηθούν μέσω ανδήρων μεγάλες επίπεδες επιφάνειες κατάλληλες για τα δημόσια οικοδομήματα. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό των αγορών των Ηπειρωτικών πόλεων είναι ότι δεν αποτέλεσαν ένα κλειστό αρχιτεκτονικό σύνολο, όπως ήταν η ιωνική αγορά, αλλά ο κεντρικός χώρος τους παρέμεινε ακάλυπτος και η πρόσβαση στο εσωτερικό του ήταν ελεύθερη. Ο υπαίθριος χώρος δεν καταλαμβάνει το κέντρο του πολεοδομικού ιστού, όπως ήδη παρατηρήσαμε στην αγορά της Κασσώπης και των Γιτάνων.
Η κεντρική οδική αρτηρία δεν διατρέχει το εσωτερικό της πλατείας, αλλά βρίσκεται σε επαφή με την κύρια οδό (Κασσώπη, Ελέα) ή οριοθετεί μία πλευρά της, όπως ο πλακόστρωτος δρόμος στη νότια πλευρά της αγοράς των Γιτάνων. Η αγορά της Κασσώπης αφήνει αδέσμευτη από κατασκευές τη μία πλευρά της έχοντας πανοραμική θέα. Δηλαδή, στη χωροταξική οργάνωση υπολογίζεται όχι μόνο η λειτουργικότητα, αλλά και η αισθητική παράμετρος του χώρου. Έτσι, η αγορά διατήρησε τον ανοικτό χαρακτήρα και το οπτικό πεδίο του επισκέπτη δεν εγκλωβίστηκε στο εσωτερικό της πλατείας. Στις πόλεις που προέκυψαν στον ηπειρωτικό χώρο από τον 4ο αιώνα π.Χ. υπήρξε εξ αρχής η αναγκαιότητα του πολιτικού κέντρου με τα δημόσια κτίσματα, που θα στέγαζαν πολιτικά όργανα και αξιωματούχους ή άλλες δημόσιες λειτουργίες.
Η πολιτική δομή, οι καθημερινές ανάγκες, η γενικότερη αρχιτεκτονική έκφραση, σε συνδυασμό με την τοπική παράδοση, υπαγόρευσαν και την αρχιτεκτονική μορφή αυτών των κτηρίων. Στην Κασσώπη το βουλευτήριο - ωδείο, που όριζε λίγο έκκεντρα τη μία πλευρά της πλατείας, εξυπηρετούσε θεατρικές παραστσεις και μαζικές συγκεντρώσεις και είναι εύλογη η χωροθέτηση στην αγορά της πόλης. Ένα ανάλογο παράδειγμα συναντούμε στην πόλη της Επιδαύρου, που είχε το θέατρο στην αγορά και φιλοξενούσε τις θεατρικές παραστάσεις, αλλά και τις πολιτικές συγκεντρώσεις και πιθανώς τη διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.
Η διάκριση εμπορικών και πολιτικών αγορών άλλοτε είναι σαφής, λόγου χάριν στην Κασσώπη, όπου στην πολιτική αγορά βρίσκονται το πρυτανείο και το βουλευτήριο. Αντίθετα, η εμπορική αγορά εντάσσεται σε άλλη οικοδομική νησίδα με μνημειακή είσοδο επί της κύριας οδού και έχει τη μορφή του κλειστού χώρου με εσωτερική περίστυλη αυλή, απομονωμένου από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της πόλης. Άλλοτε πάλι, η αγορά συνδυάζει οικονομικές και πολιτικές υπηρεσίες, πρακτική προφανής για ακόμη μικρότερες πόλεις, επί παραδείγματι η Ελέα και τα Γίτανα, στις οποίες τα δημόσια κτήρια δεν ήταν όλα συγκεντρωμένα στον χώρο της αγοράς.
Ορισμένα κτήρια έχουν πολλαπλές λειτουργίες καλύπτοντας ταυτόχρονα βασικές υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, όπως το πρυτανείο στα Γίτανα που περιελάμβανε χώρους συμποσίων, τα μαγειρεία και τα δωμάτια αποθήκευσης δημόσιων αγαθών της πόλης, εργαστηριακούς χώρους, καθώς και το αρχείο. Ως δημόσιος χώρος συνάθροισης και σίτισης λειτουργούσε και το μεγάλο κτήριο κοντά στην κύρια πύλη του διατειχίσματος επάνω από την αγορά των Γιτάνων, παράλληλα με τη λειτουργία του και ως νομισματοκοπείου. Οι στοές αποτελούν τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που πλαισιώνουν με εδαφολογικά προσαρμοσμένη διάταξη τον υπαίθριο χώρο της αγοράς (Κασσώπη, Ελέα, Γίτανα) και είναι παράλληλες προς το οδικό δίκτυο (Ελέα, Γίτανα).
Οι στοές μπορεί να εξυπηρετούν ποικίλες ανάγκες. Για παράδειγμα, εδώ κατέφευγαν οι επισκέπτες για να προστατευτούν από τα καιρικά φαινόμενα, διεξάγονταν εμπορικές συναλλαγές, αλλά και οι πολιτικές συναθροίσεις αποτελούσαν μία από τις βασικές λειτουργίες των στοών. Παράλληλα, βελτιώνουν την εντύπωση της αρχιτεκτονικής σύνθεσης διακόπτοντας τη μονοτονία των μεγάλων επιφανειών των δημόσιων κτηρίων και προσέθεταν προοπτικό βάθος, όπως οι στοές στο ιερό της Δωδώνης. Ο θρησκευτικός προσδιορισμός της αγοράς παρέμεινε διαρκής παρά τις όποιες μεταβολές σημειώθηκαν ιδιαίτερα κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο.
Μικροί λατρευτικοί χώροι, όπως το δημόσιο κτήριο στη ΒΔ γωνία της αγοράς στην Ελέα (κτήριο 26), όπου ένας χώρος λειτουργούσε ως ιερό, ή ο μικρός ναός επί της κεντρικής αρτηρίας στα Γίτανα, τεκμηριώνουν τη σύνδεση της κρατικής υπόστασης με τη θρησκευτική παράδοση. Επίσης, απαντούν βωμοί και τέμενος όπου τελούνταν λατρευτικές πράξεις, όπως στην αγορά της Κασσώπης. Έτσι, ο προστάτης της πόλεως που εκφράζει τον κοινό κόσμο είναι ο Δίας Βουλεύς ή Δίας Σωτήρ, ο οποίος εγγυάται την ορθοκρισία, την πολιτική ελευθερία και το εὖ ζῆν μέσα στην πόλιν. Τέλος, ποικιλία τιμητικών μνημείων στήνονται εμπρός από τις στοές που λειτουργούν ως σκηνικό για την αγαλματική χορογραφία που ξεδιπλώνεται στην Κασσώπη, τη Δωδώνη και τα Γίτανα.
Η πυκνή διάταξη των βάθρων αποσπά προσωρινά το βλέμμα του θεατή από το κάθε μνημείο και παρατηρεί τον χορό των αγαλμάτων ως σύνολο, αμέσως όμως το βλέμμα του επιστρέφει και σε κάθε μνημείο χωριστά. Τα αγάλματα αποκτούν συνάφεια, όχι μόνο επειδή μοιράζονται τον ίδιο χώρο, αλλά και μέσω των στερεότυπων λεκτικών διατυπώσεων που παρουσιάζουν οι αναθέσεις. Η πυκνή ανάπτυξη τιμητικών μνημείων σε μια ισονομική αντίληψη ως προς τη διάταξή τους αντικατοπτρίζει τη σημασία του δημόσιου χώρου στην ατομική και κοινωνική αντίληψη της ελίτ των πόλεων.
Από το σύνολο των αναθηματικών αγαλμάτων και των τιμητικών ανδριάντων συνάγεται ότι η αγορά δεν αποτελούσε μόνο χώρο συναθροίσεων, αλλά λειτουργούσε και ως τόπος διατήρησης της συλλογικής μνήμης, ένα υπαίθριο μουσείο στο οποίο η τοπική ελίτ αφήνει τα ίχνη της. Άλλωστε, η δημόσια σφαίρα προοριζόταν για την ατομικότητα και τα μέλη της κοινότητας αποδείκνυαν ότι κάθε δραστηριότητα που διεξαγόταν δημόσια, μπορούσε να προσεγγίσει το εξαίρετο και έξοχο. Συνεπώς, οι τιμητικές αναθέσεις επιδίωκαν να συλλάβουν την αιωνιότητα, τα πρόσωπα να μείνουν ζωντανά μέσα στην εικόνα και διά της εικόνας, εν τέλει η πόλις εγγυάτο τη διάρκεια της μνήμης των θνητών.
Την αγορά ορίζουν όχι μόνο τα δημόσια κτήρια, αλλά και το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που περικλείει η πόλις. Για παράδειγμα, η Κασσώπη είναι όρος γεωγραφικός, ενώ την πόλιν συγκροτούν οι Κασσωπαίοι. Αντίθετα, η εδαφική αντίληψη της πολιτικής κοινότητας είναι σύγχρονη προσέγγιση. Στην αγορά διαμορφώνεται με τη συνομιλία και την κοινή πράξη η δημόσια σφαίρα, εκεί εκτυλίσσεται ο Αριστοτελικός πολιτικός βίος. Η Hannah Arendt σημειώνει: Το να είναι κανείς πολιτικό ον, το να ζει στην πόλιν, σήμαινε ότι κάθε τι αποφασιζόταν διά των λόγων και της πειθούς.
Όσοι βρίσκονταν εκτός πόλεως -δούλοι και βάρβαροι- ήταν άνευ λόγου, στερημένοι όχι φυσικά της ικανότητας της ομιλίας, αλλά ενός τρόπου ζωής όπου η ομιλία, και μόνο αυτή, έχει νόημα και όπου το κύριο ενδιαφέρον όλων των πολιτών ήταν να συνομιλούν μεταξύ τους. Η αρχαία πολιτική σκέψη στηριζόταν στη διάκριση του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, δηλαδή ανάμεσα στη σφαίρα της πόλεως και στη σφαίρα του οίκου. Στον δημόσιο χώρο ο αρχαίος Έλληνας παρακολουθεί θρησκευτικά δρώμενα, πολιτικές εκδηλώσεις και εξοικειώνεται με τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς.
Απαραίτητο στοιχείο του πολιτικού βίου ήταν και το θέατρο, το οποίο αποτελούσε δημόσιο και πολιτικό γεγονός προοριζόμενο για όλους τους πολίτες. Οι Ηπειρώτες είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν κατά τη διάρκεια των εορτών των Ναΐων θεατρικές παραστάσεις και άλλους αγώνες. Επιγραφικές πηγές μαρτυρούν τη διδασκαλία στη Δωδώνη των δραμάτων Αρχέλαος του Ευριπίδη και Αχιλλεύς του Χαιρήμονος (IG II3,1319· IG V118). Σε αυτούς τους σκηνικούς αγώνες νικητής αναδείχθηκε ο τραγικός υποκριτής και παλαιστής Απολλογένης, πιθανώς από την Τεγέα, η δράση του οποίου τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.
Ο συσχετισμός μιας επιγραφικής μαρτυρίας του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. χαραγμένης σε ανάγλυφο με παράσταση που εικονίζει τον Δία εποχούμενο σε άρμα συρόμενο από λιοντάρια ''Ἀρὰ/ τῷ Διί οὗ /βέλο[ς] / διίπτατ[αι] και ενός στίχου από τις Ικέτιδες του Ευριπίδη (ὁρᾷς τὸ λάβρον οὗ βέλος διέπτατο;'' δείχνει θεατρική εικόνα. Η επιγραφή του αναγλύφου, που εμπνέεται από λατρευτικό ύμνο των Μολοσσών, δεν αποκλείεται να είναι εμπνευ- σμένη από δράμα του Ευριπίδη. Είναι πιθανόν ο Ευριπίδης να ταξίδεψε στην Ήπειρο για τη διδασκαλία της Ανδρομάχης, η οποία ανέβηκε περί το 425 π.Χ., και οι Μολοσσοί να δανείσθηκαν τον στίχο παραλλάσσοντάς τον για τις ανάγκες του λατρευτικού τους ύμνου.
Στην περίπτωση αυτή τίθεται το εύλογο ερώτημα του χώρου διδασκαλίας της τραγωδίας. Την παράσταση θα μπορούσαν να την παρακολουθήσουν οι Μολοσσοί σε ένα χώρο κατάλληλο να καλύψει τις περιστασιακές ανάγκες. Έναν τέτοιο χώρο με ήπια κλίση, που θα χρησίμευε ως κοίλο, και μια επίπεδη επιφάνεια για την ορχήστρα υπέδειξε ο Δάκαρης μπροστά από τη βόρεια πύλη της ακρόπολης στην Πασσαρώνα, στη σημερινή θέση Καστρί του Μεγάλου Γαρδικίου. Ανασκαφικά στοιχεία, όμως, για την ύπαρξη θεατρικής κατασκευής, έστω και υποτυπωδώς διαμορφωμένης, δεν έχουν εντοπιστεί.
Τα θέατρα δεν γέμιζαν μόνο την εποχή των εορτών και των αγώνων, αλλά σε όλη τη διάρκεια του έτους διοργανώνονταν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις πιθανώς και με τη συμμετοχή επαγγελματιών σε βασικούς ρόλους, καθώς και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Η χωρητικότητα των θεάτρων που αντιστοιχεί με τον πληθυσμό των πόλεων ή μιας τοπικής ή ευρύτερης ομοσπονδίας, όπως το Κοινό των Θεσπρωτών ή το Κοινό των Ηπειρωτών, δείχνει ότι τα θεατρικά κτίσματα αποτέλεσαν το κέντρο του δημόσιου βίου. Όπως παραδίδει ο Τίτος Λίβιος, τα Γίτανα φιλοξένησαν στο θέατρο τη συνέλευση των Ηπειρωτών το 172 π.Χ. δεδομένου ότι η πόλη δεν διέθετε χωριστό εκκλησιαστήριο.
Τα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου κατατάσσονται σε μικρής, μεσαίας και μεγάλης χωρητικότητας, ανάλογα με τα άτομα που μπορούσαν να φιλοξενήσουν. Στην Αμβρακία και την Κασσώπη (αλλά και στο Βουθρωτό και τη Νίκαια στη σημερινή Νότια Αλβανία) συγκεντρώνονταν στα μικρά θέατρα χωρητικότητας μέχρι και 2.500 ατόμων περίπου. Τα μεγάλα θέατρα της Κασσώπης και των Γιτάνων εντάσσονται σε μεσαίας κλίμακας χωρητικότητα μέχρι 6.000 ατόμων (ανάλογης κλίμακας ήταν και τα θέατρα της Βύλλιδος και της Φοινίκης στη Νότια Αλβανία).
Το θέατρο της Δωδώνης και το μεγάλο θέατρο της Αμβρακίας (καθώς και το θέατρο της Κορινθιακής αποικίας της Απολλωνίας στα παράλια της Ιλλυρίας) φιλοξενούσαν από 12.000 - 17.000 θεατές. Το θέατρο λοιπόν αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο των συνελεύσεων των πολιτών (θέατρα - βουλευτήρια στην Αμβρακία, Κασσώπη) ή των Κοινών (Κοινό των Κασσωπαίων - Κασσώπη, Κοινό Θεσπρωτών - Γίτανα, Κοινό των Ηπειρωτών - Φοινίκη, Κοινό των Βυλλιόνων αρχικά στη Νίκαια και στη συνέχεια στη Βύλλιδα, Κοινό των Πρασαίβων - Βουθρωτός).
Mutatis mutandis δεν αποκλείονται τακτικές πολιτικές συγκεντρώσεις του Κοινού των Ηπειρωτών στο Θέατρο της Δωδώνης, που μπορούσε να φιλοξενήσει 17.000 θεατές, δεδομένου ότι το βουλευτήριο του ιερού δεν προσέφερε χώρο σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Βασική λειτουργία του θεάτρου στο δημόσιο βίο ήταν η δημοσιοποίηση εγγράφων και απονομής τιμών σε βασιλείς και επιφανείς πολίτες. Στο ανάλημμα της δυτικής παρόδου και στα λίθινα εδώλια του θεάτρου του Βουθρωτού υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός απελεθερωτικών πράξεων που τίθενται υπό την προστασία του Ασκληπιού.
Επίσης, στο ανάλημμα του θεάτρου της Νίκαιας, που βρίσκεται κοντά στο σημερινό Klos της Νότιας Αλβανίας, αποκαλύφθηκαν επιγραφές που παραχωρούν πολιτικά δικαιώματα και την ελευθερία σε δούλους, όπως υπαγόρευε η νόμιμη παράδοση (κατά τον νόμον). Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν μας οδηγούν στo argumentum ex silentio ότι ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές πράξεις πιθανώς να δημοσιοποιούνταν και σε άλλα θέατρα της αρχαίας Ηπείρου. Επιπλέον, σε περιόδους σκληρών αντιπαραθέσεων και εύθραυστων ισορροπιών ο πληθυσμός συγκεντρωνόταν στο θέατρο για να ενημερωθεί για κρίσιμα γεγονότα.
Η απουσία, λοιπόν, λαϊκών συνελεύσεων στο θέατρο, δηλαδή το ἀνεκκλησίαστον θέατρον, αποτελούσε ένδειξη αναρχίας σύμφωνα με τον Αθήναιο. Γι’ αυτό, αγορά και θέατρο ήταν απαραίτητα για την πόλη και τον πολιτικό βίο. Ο Κικέρων (Pro Sestio) αναφέρει ότι το λαϊκό αίσθημα στην εποχή του μπορούσε να εκφρασθεί στις λαϊκές συναθροίσεις (contiones), στις συνελεύσεις του Ρωμαϊκού λαού (comitia) και στο θέατρο, όπου καταθέτονταν απόψεις για πολιτικά θέματα και πολιτικές πράξεις προσώπων. Ο δημόσιος χώρος, όμως, καταλύεται όταν σταματούν οι άνθρωποι να συναθροίζονται, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις καταστροφών, ή όταν αναστέλλονται οι δραστηριότητες των ανθρώπων, με άλλα λόγια όταν έχουν αποχωριστεί η ζώσα πράξη και ο ειπωμένος λόγος.
Για τις αντιδράσεις του Ηπειρωτικού θεατρικού κοινού, αν μπορούσε να αναγνωρίζει τους φανταστικούς σκηνικούς χώρους και να θαυμάζει τη θεατρική τέχνη, δεν έχουμε καμία πληροφορία. Η σύνθεση του θεατρικού κοινού πρέπει να είναι παρεμφερής προς αυτό που παρακολουθούσε τις δημόσιες αγορεύσεις στην τοπική βουλή ή στις μαζικές συναθροίσεις των τοπικών κοινών και του Κοινού των Ηπειρωτών. Έμμεσες μαρτυρίες μπορούν να μας δείξουν την αυξανόμενη δημοτικότητα των θεατρικών παραστάσεων και την καλλιτεχνική ευαισθησία του ηπειρωτικού κοινού, με την παρατήρηση, βέβαια, ότι αυτό δεν αποτελούσε κατά κανένα τρόπο ομοιογενή ομάδα.
Λόγου χάριν, σε αργυρό δακτύλιο με κινητή σφενδόνη - σφραγίδα του τέλους του 5ου ή αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. εικονίζεται η μητροκτονία του Ορέστη. Ο δακτύλιος βρέθηκε σε τάφο στην Κερασώνα της Πρεβέζης. Στην πρόσθια επιφάνεια απεικονίζεται γυναικεία μορφή θανάσιμα χτυπημένη από τον νέο άνδρα που στέκεται δίπλα της κρατώντας ξίφος. Η επιγραφή ΚΛΥΤΑΜ/ΗΣΤΡ, δηλαδή Κλυτα[ι]μ[ν]ήστρ[α], δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ταυτότητα της γυναικείας μορφής. Η παράσταση ανακαλεί σκηνή από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σύμφωνα με την οποία η Ηλέκτρα παροτρύνει τον Ορέστη να ξανακτυπήσει την λαβωμένη Κλυταιμνήστρα: παῖσον εἰ σθένεις, διπλῆν.
Επίσης, χάλκινο αγαλματίδιο υποκριτή από τη Δωδώνη στη Συλλογή Καραπάνου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, παρωδεί ήρωα τραγωδίας που προσπαθεί να αποφύγει κάποιον κίνδυνο. Οι χειρονομίες και η κίνηση του εικονιζόμενου ανακαλούν τη σκηνή από τους Βατράχους του Αριστοφάνη, στην οποία ο Διόνυσος και ο Ξανθίας κατά την περιπέτειά τους στον Άδη ξαφνιάζονται, όταν βλέπουν τη φρικιαστική Έμπουσα. Το ειδώλιο μας δείχνει τη γεωγραφική διασπορά και τη δημοτικότητα των θεατρικών παραστάσεων και έμμεσα την εξοικείωση του ηπειρωτικού κοινού με την κωμωδία.
Άλλο παράδειγμα αισθητικής εκλέπτυνσης αποτελούν τα σφραγίσματα από το αρχείο της πόλης των Γιτάνων στα οποία εικονίζονται μορφές υποκριτών, μάσκες τραγωδίας ή κωμωδίας και άλλων θεμάτων που συσχετίζονται με το διονυσιακό κύκλο. Τα θεατρικά στοιχεία των εικονιστικών παραστάσεων επιβεβαιώνουν εν μέρει την αισθητική εκλέπτυνση συνυφασμένη με το καλλιτεχνικό ερέθισμα και υπαινίσσονται την κοινωνική αποδοχή που βρήκαν οι θεατρικές παραστάσεις. Η εισβολή του θεάματος στους Ηπειρώτες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως άλλωστε υπονοεί και η έντονη παρουσία των περί Διόνυσον τεχνιτῶν από την Αμβρακία, οι οποίοι θα κάλυπταν τις ποικίλες εκδηλώσεις και τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των θεατών στη μητρόπολη και την ευρύτερη περιοχή.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΔΩΝΗ
Η ΞΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Δωδώνη βρίσκεται στην καρδιά της ηπειρωτικής ενδοχώρας, σε απόσταση 15 χλμ. από τα Ιωάννινα, σε μια μικρή κοιλάδα. Η κοιλάδα ορίζεται δυτικά από τον Τόμαρο και ανατολικά από τον ορεινό όγκο του Αγίου Νικολάου - Μανωλιάσσας, στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένο το ιερό. Περιοχή εύφορη λόγω των αναρίθμητων πηγών που αναβλύζουν στις παρυφές των παρακειμένων βουνών, η κοιλάδα της Δωδώνης βρίσκεται στο κέντρο φυσικών διαδρομών, που διαμορφώνονται είτε κατά μήκος της κοίτης ποταμών, όπως ο Λούρος και ο Αχέροντας στα νότια και νοτιοδυτικά, είτε μέσω ήπιων φυσικών σχηματισμών προς βόρεια και ανατολικά.
Οι διαδρομές οδηγούν στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, και από εκεί στην Αλβανία, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Ο αρχαίος οικισμός και το ιερό ήταν στραμμένα προς το νότο, στο σημείο όπου η κοιλάδα ενώνεται με την φυσική διάβαση του ποταμού Λούρου, η οποία αποτελούσε και την κύρια οδό επικοινωνίας του Ιερού με τον Αμβρακικό και τη Νότια Ελλάδα. Η ταύτιση του χώρου με τη Δωδώνη οφείλεται στον Άγγλο λόγιο και μετέπειτα επίσκοπο του Lincoln, C. Wordsworth (1807 - 1885), ο οποίος στις 12 Σεπτεμβρίου του 1832 αναγνώρισε τα ερείπια της Δωδώνης κοντά στους Δραμεσιούς.
Έως τότε η Δωδώνη είχε αναζητηθεί στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, στην περιοχή των Τζουμέρκων, στα Κατσανοχώρια, αλλά και βορειότερα στο Βουθρωτό και τη Φοινίκη. Τα ερείπια είχαν εσφαλμένως ταυτιστεί με τo κάστρο των Ρωγών και την Πασσαρώνα. Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν το καλοκαίρι του 1875 από τον Ηπειρώτη λόγιο, τραπεζίτη και πολιτικό Κωνσταντίνο Καραπάνο, o οποίος δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του στη μονογραφία Dodone et ses ruines, Paris 1878. Συνεργάτης του Καραπάνου ήταν αρχικά ο Πολωνός μηχανικός σιδηροδρόμων Sigismund Menejko. Ο Menejko ήλθε τελικά σε σύγκρουση με τον Καραπάνο, από τον οποίο απέκρυψε μέρος των ευρημάτων των ανασκαφών.
Τα ευρήματα αυτά κατέληξαν στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα τους πουλήθηκε στο Μουσείο του Βερολίνου, από τον γαμπρό του Menejko, τον Πολωνό κόμη Alfred Potocki, που τα είχε πάρει ως προίκα από τον πεθερό του. Με την πάροδο του χρόνου, ο ανεσκαμμένος χώρος καλύφθηκε εξ αιτίας προσχώσεων και δεν ήταν ορατός. Έτσι, όταν τον Σεπτέμβριο του 1899 επισκέφθηκε τη Δωδώνη ο Alfred Schiff, δεν διακρινόταν κανένα από τα οικοδομήματα που είχε ανασκάψει ο Καραπάνος. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, την ανασκαφική έρευνα του χώρου ανέλαβε η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Δύο καθηγητές, ο Γ. Σωτηριάδης, το 1920, και ο ηπειρώτης Δ. Ευαγγελίδης, από το 1929 έως το 1932, αποκάλυψαν ένα μεγάλο μέρος των οικοδομημάτων του ιερού. Εξ αιτίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η έρευνα συνεχίστηκε από τον Ευαγγελίδη το 1952, ο οποίος συνεργάστηκε από το 1955 έως το 1959, με τον Σ. Δακάρη. Ο Δάκαρης, αρχικά ως Έφορος Αρχαιοτήτων και αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, συνέχισε τις ανασκαφές για λογαριασμό της Εταιρείας έως το 1996. Έκτοτε η ανασκαφική έρευνα διεξάγεται από τις συνεργάτριές του, Χρ. Σούλη, Αμαλία Βλαχοπούλου και Κωνσταντίνα Γραβάνη.
Η προστασία του χώρου υπήρξε κύριο μέλημα της 10ης Αρχαιολογικής Περιφέρειας και από το 1977 της ΙΒ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Κατά το διάστημα αυτό, επισκευάστηκαν τα ήδη υφιστάμενα κτήρια, τα οποία λειτουργούν ως γραφεία, κατασκευάστηκαν κτήρια εξυπηρέτησης επισκεπτών (φυλακείο - εκδοτήριο με πωλητήριο, αναψυκτήριο και χώροι υγιεινής) και σχεδιάστηκε ένα δίκτυο διαδρομών με στάσεις θέασης σε επιλεγμένα σημεία, με καθίσματα και ενημερωτικές πινακίδες. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αποκατάσταση του μεγαλύτερου τμήματος του πρώτου διαζώματος του θεάτρου, καθώς και εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης της δυτικής στοάς του ιερού.
Το Μαντείο της Δωδώνης αναφέρεται για πρώτη φορά στα Ομηρικά Έπη. Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας απευθύνει έκκληση στον Δωδωναίο, Πελασγικό Δία για τον Πάτροκλο, ενώ ο Οδυσσέας φέρεται να επισκέπτεται τη Δωδώνη, για να ρωτήσει την ''ὑψίκομο δρύ'' για την επιστροφή του στην Ιθάκη (Οδύσσεια). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη το Μαντείο υπήρχε ήδη την εποχή του μεγάλου κατακλυσμού (Μετεωρολογικά). Ο Δευκαλίωνας, όταν έφτασε εκεί, πήρε γυναίκα του την Ωκεανίδα Δωδώνη, η οποία έδωσε και το όνομά της στο ιερό, ενώ κατά μια άλλη εκδοχή ο ίδιος ίδρυσε το ιερό (Πλούταρχος, Πύρρος).
Η αρχαιότητα της Δωδώνης, την οποία σημειώνει και ο Ηρόδοτος, επιβεβαιώνεται από μια πληθώρα ευρημάτων, τα οποία χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού (3100 - 1100 π.Χ). Τα πρωιμότερα ευρήματα χρονολογούνται στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. και είναι χειροποίητα αγγεία, μερικά και με πλαστική διακόσμηση. Ίχνη κατοίκησης, κυρίως λείψανα ορθογώνιων και κυκλικών κατασκευών αναγνωρίζονται μόλις από την ύστερη εποχή του χαλκού και μαρτυρούν για τη χρήση του χώρου από εγχώρια, ορεινά φύλα. Ο κτηνοτροφικός χαρακτήρας των πληθυσμών αυτών διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτος για αιώνες.
Βεβαιώνεται μάλιστα από το απόσπασμα ενός χαμένου σήμερα έργου του Ησιόδου (7ος αιώνα π.Χ.), σύμφωνα με το οποίο η Δωδώνη βρίσκεται στην Ἐλλοπία, μια περιοχή με εύφορη γη, πολλά πρόβατα και γελάδια (Ἠοῖες). Οι κτηνοτρόφοι της Δωδώνης δεν είναι παρά οι μετέπειτα ''πολύρρηνες'' και ''πολυβοῦται ἄνδρες'' του Ησιόδου, οι άνδρες με τα αναρίθμητα πρόβατα και τα πολλά βόδια οι οποίοι, αν και στις εσχατιές του Ελληνικού κόσμου, διατηρούσαν επαφές με τον Μυκηναϊκό νότο, όπως συνάγεται από τα θραύσματα εισηγμένων αγγείων, τα χάλκινα όπλα και τους διπλούς πελέκεις, αλλά και με τον Βαλκανικό βορρά.
Τα ευρήματα αυτά, σε συνδυασμό με τη θέση των οικιστικών καταλοίπων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στο μέσον σχεδόν της κοιλάδας, τοποθετούν τον πρώιμο οικισμό της Δωδώνης στο επίκεντρο δραστηριοτήτων και δράσεων, όχι μόνον παραγωγικού-οικονομικού χαρακτήρα. Η εύρεση μη χρηστικών αντικειμένων, όπως οι μικροί αναθηματικής χρήσης και σημασίας πελέκεις, υπαινίσσονται άγνωστες λατρευτικές πρακτικές, ο απόηχος των οποίων ανιχνεύεται στα Ομηρικά Έπη. Στη Δωδώνη κατοικούσαν φύλα Θεσπρωτικά, τα οποία ταυτίζονται με τους Σελλούς ή Ελλούς, οι οποίοι αναφέρονται από τον Όμηρο ως γένος ιερατικό και προφητικό στην υπηρεσία του Διός της Δωδώνης.
Οι ίδιοι αποκαλούνται από τον τραγικό Σοφοκλή ''ὀρεῖοι'' (Τραχίνιαι), ενώ συχνά αναφέρονται και ως ''Τομοῦροι'', εύγλωττη υπόμνηση του ομώνυμου όρους Τόμαρος (Στράβων). Οι Σελλοί ή Ελλοί, χαρακτηρίζονται ως ''ἀνιπτόποδες'' και ''χαμαιεῦναι'', δεν ένιπταν τα πόδια τους και κοιμόνταν κατάχαμα, στο έδαφος. Τα χαρακτηριστικά αυτά, μοναδικά για τα έως τώρα δεδομένα, τονίζουν τον αρχέγονο χαρακτήρα της λατρείας, η οποία συνδύαζε χθόνια και υπαίθρια στοιχεία. Στο επίκεντρο της λατρείας βρισκόταν η ιερή βαλανιδιά, η φηγός, η οποία, όπως συνάγεται από πλήθος αναφορών στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, είχε μαντικές ιδιότητες.
Χαρακτηρίζεται ομιλητικότατη, προσήγορος (Αἰσχύλου, Προμηθεύς) και πολύγλωσσος (Σοφοκλέους, Τραχίνιαι). Ακόμα και το ξύλο της περιγράφεται ως ''ξύλον φωνῆεν'', ξύλο που μιλάει, αφού ένα κομμάτι του ιερού δένδρου βρισκόταν στην πρώρα του μυθικού πλοίου της ''Ἀργοῦς'' (Σχόλια στον Ἀπoλλώνιο Ρόδιο). Σύμφωνα με μεταγενέστερους Λατίνους συγγραφείς, στις ρίζες της υπήρχε η Ναΐα πηγή, από την οποία ανέβλυζε το ''ἀναπαυόμενον ὕδωρ'', το νερό που κοιμάται, που είχε προφητικές και μαντικές ιδιότητες ( Πλίνιος, Naturalis Historia. Με τη φηγό συνδέθηκε η λατρεία του Δία, ο οποίος στη Δωδώνη προσέλαβε χθόνιο χαρακτήρα. Εκλήθη Νάιος και Φηγωνάιος ή ''Φηγωναῖος''.
Το επίθετο Νάιος, διατηρήθηκε σε επιγραφές, χαράχθηκε σε μολύβδινα πινάκια και τυπώθηκε σε σφραγίσματα κεραμίδων. Για το επίθετο αυτό έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες: έχει θεωρηθεί ότι προέρχεται από το ρήμα ναίω (κατοικώ), αφού, σύμφωνα με μια ερμηνεία του προβληματικού χωρίου του Ησιόδου, ο Δίας κατοικούσε στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται με τη λέξη ''ναῦς'' (πλοίο) και ακόμη ότι σχηματίζεται από τη ρίζα Να-, η οποία απαντάται σε παράγωγα που έχουν σχέση με το νερό. Μεταγενέστεροι σχολιαστές του Ομήρου, θεώρησαν ότι o Δίας ονομάστηκε έτσι, επειδή η περιοχή είχε πολλές πηγές, ερμηνεία η οποία επιτρέπει τη σύνδεσή του με τα πηγαία ύδατα, αλλά και με τη βροχή που γονιμοποιεί τη γη.
Μαζί με το Δία στη Δωδώνη λατρεύτηκε και η Διώνη. Έχει υποστηριχθεί ότι η λατρεία της αποτελεί επιβίωση προγενέστερης λατρείας γυναικείας θεότητας, όπως συνάγεται από ένα αρχαίο ύμνο που έψαλλαν οι ιέρειες στη Δωδώνη. Η Διώνη η οποία αποκαλείται σύνναος (Στράβων) και φέρει το ίδιο επίθετο, Νάια, ενώθηκε με τον Δία, Θεό των πηγαίων υδάτων και της βροχής σε ιερό γάμο. Η Θεϊκή ένωση συνδέθηκε με τη γονιμική λατρεία και είχε ως επίκεντρο τη βελανιδιά. Σύμφωνα με τον Ατθιδογράφο Δήμωνα, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ. την ιερή βελανιδιά περιέβαλλαν χάλκινοι τριποδικοί λέβητες, οι οποίοι σχημάτιζαν ένα ιδιότυπο τέμενος (Δήμων στον Στέφανο Βυζάντιο, λήμμα Δωδώνη).
Χάλκινοι κρατήρες με «Τρωικές» επιγραφές ''πάνυ ἀρχαίαις'' μαρτυρούνται στη Δωδώνη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα. Τα παλαιότερα θραύσματα χάλκινων λεβήτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές του ιερού, χρονολογούνται στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. και είχαν αναθηματική σημασία. Την ίδια περίπου περίοδο, εμφανίζονται και άλλα χάλκινα αναθήματα, κυρίως ειδώλια, κοσμήματα και όπλα, η παρουσία των οποίων έχει συσχετισθεί με την παρουσία αποίκων από την Ήλιδα στα ηπειρωτικά παράλια, και αργότερα από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., από την Κόρινθο.
Η σύνδεση της Κορίνθου με το Μαντείο της Δωδώνης βεβαιώνεται και από αρχαίους σχολιαστές, οι οποίοι αποδίδουν την ίδρυση της πόλεως σε χρησμό του Μαντείου (Σχόλια στον Πίνδαρο Γι΄ αυτό και κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. αυξάνονται τα αναθήματα, κυρίως από την Πελοπόννησο και τις αποικίες της Κορίνθου κατά μήκος των ακτών του Ιονίου και της Αδριατικής. Την περίοδο αυτή χρονολογούνται και οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες: πρόκειται για μολύβδινα ενεπίγραφα πινάκια που φέρουν επιγραφές γραμμένες με χαρακτήρες του αλφαβήτου των Κορινθιακών αποικιών της Κέρκυρας, της Αμβρακίας και της Επιδάμνου, καθώς και των Δωρικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας.
Η ακτινοβολία του ιερού κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. βεβαιώνεται και από τη γνωστή ιστορία που παραθέτει ο Ηρόδοτος, σύμφωνα με οποία ο Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας, ζήτησε χρησμό από διάφορα μαντεία, μεταξύ των οποίων και η Δωδώνη. Μολονότι η πληροφορία αυτή θεωρήθηκε χαλκευμένη, η εύρεση ενός περίτμητου χρυσού ελάσματος με μορφή λιονταριού, των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., έργου πιθανώς Περσικής ή Λυδικής τέχνης, προσδίδει στη μαρτυρία του Ηροδότου αληθοφάνεια και επιτρέπει έστω και μερική αποδοχή. Το συγκεκριμένο έλασμα το οποίο θα ήταν αναρτημένο σε μια μετάλλινη επιφάνεια ήταν πιθανώς ανάθημα από τα λάφυρα των Περσικών Πολέμων.
Μια άλλη σύνδεση της Δωδώνης με τους Αχαιμενίδες επιχειρήθηκε από τον Πλούταρχο, στο βίο του Θεμιστοκλή, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι έφθασε στην αυλή του βασιλιά των Περσών εξ αιτίας ενός χρησμού του Μαντείου της Δωδώνης (Θεμιστοκλής). Μολονότι ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, είχε φθάσει έως την Ήπειρο για να ζητήσει άσυλο από τον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών (Θουκυδίδης), είναι αμφίβολο ότι επισκέφθηκε τη Δωδώνη. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι όχι μόνο γνώριζαν τη Δωδώνη, όπως μαρτυρεί επιγραφή σε χάλκινη ταινία, όπου αναγράφεται νίκη τους επί των Πελοποννησίων σε ναυμαχία, αλλά ζήτησαν και τη γνώμη του Μαντείου σχετικά με την εισαγωγή της λατρείας της Βενδίδος από τη Θράκη.
Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι από τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αθηναίοι συμμάχησαν με τους Μολοσσούς, το κυριότερο φύλο της κεντρικής Ηπείρου. Οι σχέσεις έγιναν στενότερες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θαρύπα (423 - 404 π.Χ.). Η μακρινή Δωδώνη έγινε γνωστή στους Αθηναίους, οι οποίοι φέρονται να ζήτησαν χρησμό ακόμη και για τη Σικελική εκστρατεία. Την ίδια περίοδο πληθαίνουν τα στοιχεία για το ίδιο το ιερό, το οποίο μνημονεύεται συχνά από τους αρχαίους τραγικούς: στη Δωδώνη βρίσκονται οι ομιλητικές βελανιδιές, το ιερό άλσος των Σελλών με την αρχέγονη βελανιδιά, που μπορεί και μιλά γλώσσες πολλές, οι ιεροί βωμοί της Δωδώνης.
Εκεί λατρεύεται και η Διώνη που έχει το ίδιο όνομα με τον Δία. Στον 5ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται και ο ιδρυτικός μύθος του Ιερού, τον οποίο σώζει ο Ηρόδοτος, ο οποίος φέρεται να επισκέφθηκε τη Δωδώνη. Σύμφωνα με το μύθο δύο μαύρα περιστέρια, μέλαιναι πελειάδες, πέταξαν από τις Θήβες της Αιγύπτου στην Λιβυή και στη Δωδώνη και ίδρυσαν τα δύο ιερά. Επιπλέον στον ίδιο οφείλουμε την πληροφορία ότι εκτός από τους ιερείς, υπήρχαν και ιέρειες, η Προμένεια, η Τιμαρέτη και η Νικάνδρη (Ηρόδοτος) οι οποίες αποκαλούνταν και Πελειάδες, από τα περιστέρια που ίδρυσαν το Μαντείο.
Αλλά και μετά το πέρας του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Αθηναίοι εξακολούθησαν να συμβουλεύονται το Μαντείο. Από τις αρχές του 4ου αιώνα άρχισαν να ζητούν χρησμοδοσία και οι Σπαρτιάτες. Στην ιστορία μάλιστα που παραθέτει ο Καλλισθένης, περιγράφεται για πρώτη φορά η διαδικασία της χρησμοδοσίας, η οποία στηριζόταν σε κάποιο είδος κληρομαντείας. Το περιστατικό έλαβε χώρα στα χρόνια της βασιλείας του Αλκέτα, λίγο πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Την περίοδο αυτή οι Μολοσσοί συγκρότησαν την πρώτη πολιτική κοινοπραξία, το Κοινό των Μολοσσών, έδρα το οποίου έγινε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η Δωδώνη. Την εποχή αυτή κατασκευάστηκαν στη Δωδώνη τα πρώτα κτήρια.
Πρόκειται για ένα μικρό ναϊκό οικοδόμημα βορειοδυτικά της ιερής βελανιδιάς (Ε1) και δυτικότερα για το κτήριο (Μ). Αργότερα, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. προστέθηκε ένας λίθινος περίβολος γύρω από την ιερή βελανιδιά και κατασκευάστηκε ένα μικρό ναόσχημο οικοδόμημα (Γ), το οποίο ταυτίστηκε με το ναό της Διώνης, καθώς και ένας μεγαλύτερος περίβολος, ο οποίος περιέκλεισε το ιερό από βόρεια, νότια και δυτικά. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα εάν η κατασκευή των πρώτων κτισμάτων στο χώρο συνδέεται με τον Αλέξανδρο Α' τον Μολοσσό (342 - 330 π.Χ) ή με την περίοδο μετά τη βασιλεία του, δηλαδή από το 330 έως το 324 π.Χ..
Στον 4ο αιώνα π.Χ. χρονολογείται ανάγλυφο του Διός Ναΐου και της Διώνης, το οποίο θα πρέπει να έφερε ψήφισμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας για το Μαντείο της Δωδώνης και θα ήταν στημένο στην Ακρόπολη. Την περίοδο αυτή η επιρροή των Αθηναίων στο ιερό υπήρξε αυξημένη: σύμφωνα με τον Υπερείδη (Υπέρ Εὐξενίππου), οι Αθηναίοι κατασκεύασαν, ύστερα από χρησμό του Διός, το πρόσωπο του ακρόλιθου αγάλματος της Διώνης, πράξη που προκάλεσε την οργή της Ολυμπιάδος, η οποία θεώρησε ότι οι Αθηναίοι ενήργησαν χωρίς την άδειά της. Δεδομένου ότι η Ολυμπιάδα διαδέχθηκε στο θρόνο των Μολοσσών της Ηπείρου τον Αλέξανδρο, το 331 π.Χ., η κατασκευή του αγάλματος θα πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 332 - 331 π.Χ.
Είναι ωστόσο γεγονός ότι η οικοδομική ανάπτυξη του ιερού συνδέθηκε και με την αύξηση των αναθημάτων, τα οποία καταδεικνύουν σχέσεις με τη Θεσσαλία και τα Ιόνια νησιά, όπως η κύλικα του Παναίτιου από τη Φάρσαλο (330 π.Χ.) και η χάλκινη ενεπίγραφη στήλη του Αγάθωνος Εχεφύλου από τη Ζάκυνθο (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.). Ένα ανάθημα μάλιστα, η περιώνυμη Κερκυραίων μάστιξ, για το οποίο οι αρχαίες πηγές προσφέρουν εκτενή περιγραφή, αποτέλεσε πιθανότατα μέρος της χρησμοδοσίας.
Την πληροφορία για την προέλευση του αναθήματος, το οποίο πήρε το όνομά του από το μαστίγιο με αστραγάλους, που κρατούσε στο χέρι του ένα αγαλμάτιο παιδιού τοποθετημένο δίπλα σε χάλκινο λέβητα, ο οποίος αντηχούσε όταν οι ιμάντες της μάστιγος, ''σειόμενοι ὑπ’ ἀνέμου'', προσέκρουαν στα μεταλλικά του τοιχώματα, την οφείλουμε στον Στράβωνα. Ο ίδιος μάλιστα συμφωνεί με τον Πολέμωνα, περιηγητή του 3ου αιώνα π.Χ., ότι επρόκειτο για το περίφημο ''Δωδωναῖον χαλκεῖον'', το οποίο έμελλε να καθιερωθεί ως έκφραση για αυτούς που μιλούσαν ακατάπαυστα.
Φαίνεται ωστόσο ότι η παροιμία αυτή, την οποία συναντούμε για πρώτη φορά σε κωμωδία του Μενάνδρου (Αρρηφόρος), προσιδιάζει σε λέβητα, ο οποίος είτε μαζί με άλλους λέβητες, είτε ως συμπλήρωμα αφιερώματος, είχε, λόγω του ήχου του, εκτός από αναθηματική και αποτροπαϊκή αξία. Η σύσταση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού της Απείρου ή της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, μεταξύ του 342 και του 330 π.Χ., η οποία διατηρήθηκε έως την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών το 233 π.Χ., δημιούργησε νέες ανάγκες σε διοικητικό και πολιτικό επίπεδο.
Για το λόγο αυτό, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκαν δύο δημόσια κτίρια, το βουλευτήριο και το πρυτανείο, τα οποία αποτέλεσαν μέρος της γενικότερης αναμόρφωσης του ιερού, το οποίο ολοκληρώθηκε, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.. Μολονότι το εγχείρημα αυτό αποτέλεσε μέρος ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου του Αλεξάνδρου του Γ' της Μακεδονίας για την ανάδειξη της Δωδώνης, καθώς και άλλων πέντε ιερών (Διόδωρος Σικελιώτης), η ανοικοδόμηση του ιερού, έμελλε να ολοκληρωθεί όχι από τον γιο του Φιλίππου Β' και της Μολοσσής πριγκίπισσας Ολυμπιάδας, αλλά από τον Πύρρο.
Πράγματι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., εκτός από το βουλευτήριο και το πρυτανείο ανακατασκευάστηκε ο ναός του Διός, ιδρύθηκαν τρία νέα ναϊσκόμορφα κτήρια, τα οποία ταυτίστηκαν με τους ναούς της Θέμιδος (Ζ), της Αφροδίτης (Λ) και του Ηρακλέους (Α), και κατασκευάστηκαν το θέατρο και το στάδιο. Η ιδιαίτερη αυτή οικοδομική δραστηριότητα έχει συσχετισθεί με τον Πύρρο και τη θρησκευτική πολιτική που άσκησε στη Δωδώνη, στο πλαίσιο των πολιτικών και στρατιωτικών του επιδιώξεων. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής βρισκόταν η ενίσχυση των Μολοσσικών Τρωικών μύθων, οι οποίοι εξασφάλιζαν ηρωική καταγωγή και προέβαλλαν την Ελληνικότητα των Μολοσσών.
Οι οποίοι κατάγονταν από τον Αχιλλέα δια μέσου του Νεοπτολέμου και τον Τρώα Δάρδανο δια μέσου της Ανδρομάχης, χήρας του Έκτορος. Στο πλαίσιο μάλιστα της διεκδίκησης από τους Ρωμαίους των κληρονομικών δικαιωμάτων των Μολοσσών επί της Τροίας, συγχωνεύθηκε η λατρεία της Αφροδίτης Αινειάδος με την Αφροδίτη της Δωδώνης και αναβίωσαν μύθοι που έφερναν τον Αινεία μέσω Αμβρακίας στο ηπειρωτικό ιερό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πύρρος, πριν από την εκστρατεία στην Ιταλία, ζήτησε και έλαβε χρησμό από το Μαντείο της Δωδώνης (Δίων Κάσσιος).
Δεν γνωρίζουμε εάν το χρησμό αυτό τον έδωσε η Φαεννίδα, η οποία σύμφωνα με τον Παυσανία, καταγόταν από τη βασιλική γενιά των Χαόνων (Παυσανίας) και έζησε στη Δωδώνη, γύρω στο 280 π.Χ., τη χρονιά δηλαδή που ο Πύρρος ανήρτησε τα λάφυρα από την αναμέτρησή με τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια, στους κίονες των στοών που περιέβαλαν το ναό του Διός. Στον Δία Νάιο και τη Διώνη αφιέρωσε μέρος των Μακεδονικών ασπίδων από τη νίκη του εναντίον του Αντίγονου Γονατά στα Στενά το 274 π.Χ. Ο Πύρρος έφερε στη Δωδώνη τη λατρεία του Ηρακλή, προκειμένου να ενισχυθούν οι γενεαλογικές σχέσεις με το Μακεδονικό οίκο των Αργεαδών, την κυριαρχία επί του οποίου είχε επανειλημμένως διεκδικήσει.
Με τον Πύρρο συνδέθηκε το θέατρο, καθώς και η ανανέωση της εορτής των Ναΐων, που περιελάμβαναν δραματικούς, μουσικούς, γυμνικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Στις αρματοδρομίες των Ναΐων θα πρέπει να συμμετείχαν ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ και η Βερενίκη, οι οποίοι στεφανώθηκαν με χρυσά στεφάνια (Αθήναιος). Περισσότερες πληροφορίες για τα Νάια αντλούμε από επιγραφές στις οποίες κατονομάζονται άρχοντες και λειτουργοί των αγώνων, όπως ο Μαχατάς Παρθαίος, που υπήρξε αγωνοθέτης. Το 219 π.Χ. η Δωδώνη καταστράφηκε από τους Αιτωλούς του Δωρίμαχου, ο οποίος πυρπόλησε ολόκληρο το ιερό, εκτός από την ιερά οικία, την οποία κατέστρεψε συθέμελα.
Ακολούθησε η εισβολή των Ηπειρωτών με τους Μακεδόνες του Φιλίππου Ε' στο Θέρμο, κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπου και προέβησαν σε αντίστοιχες ακρότητες. Οι Ηπειρώτες, εκμεταλλευόμενοι τα λάφυρα που απέδωσε η αντεπίθεσή τους στο Θέρμο, προχώρησαν σε ανακατασκευές κτηρίων και στην ανέγερση νέων οικοδομημάτων. Η περίοδος που ακολούθησε συμπίπτει με τη δεύτερη περίοδο ακμής του ιερού, η οποία διήρκησε από το τελευταίο τρίτο του 3ου αιώνα π.Χ. έως το 168 π.Χ.. Την περίοδο αυτή ανακατασκευάστηκε η ιερά οικία, ιδρύθηκε νέος ναός της Διώνης, επεκτάθηκε το πρυτανείο και κατασκευάστηκε η δυτική στοά.
Την εποχή αυτή, δηλαδή από το 219 έως το 168 π.Χ. τα Νάια έγιναν ''ἀγών ἱερός και στεφανίτης''. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τα χρόνια του Κοινού των Ηπειρωτών, του ομοσπονδιακού κράτους που προέκυψε μετά την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών το 234 - 233 π.Χ. και σφράγισε την πολιτική ζωή της Ηπείρου έως το 167 π.Χ. Στρατηγοί του Κοινού, όπως ο Θεσπρωτός Μίλων και οι Κυεστοί Μολοσσοί, Κρίσων και Μενέλαος, πατέρας και γιος, τιμήθηκαν με χάλκινους ανδριάντες, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες τους στις πολεμικές δραστηριότητες του Κοινού, κυρίως με τα βόρεια Ιλλυρικά φύλα.
Η κατασκευή των έργων αυτών μαρτυρεί τη δραστηριοποίηση στη Δωδώνη ξένων καλλιτεχνών, όπως ο Αθηνογένης από το Άργος, ο οποίος εργάστηκε και στην Επίδαυρο και ο Κερκυραίος Μέλισσος. Η ακμή του ιερού διεκόπη όταν πυρπολήθηκε το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Τα Νάια, ωστόσο, εξακολούθησαν να τελούνται και μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., καθώς μαρτυρούν επιγραφές Αθηναίων αθλητών, όπως ο Μηνόδωρος, που νίκησε στην πάλη και τα παγκράτιο και έλαβε ως έπαθλο στεφάνι βελανιδιάς, στα χρόνια ανάμεσα στο 135 και 130 π.Χ. Το ιερό ωστόσο δεν εγκαταλείφθηκε, αφού η φήμη του έφθανε έως και τον 1ο αιώνα π.Χ. την Μ. Ασία, όπως μαρτυρεί μια ενεπίγραφη στλεγγίδα, ανάθημα του πειρατή Ζηνικέτη, ο οποίος τρομοκρατούσε τα παράλια της Λυκίας έως το 74 π.Χ.
Μετά το 167 π.Χ. η Δωδώνη έκοψε, όπως και όλα τα ιερά της ηπειρωτικής Ελλάδος, νομίσματα. Πρόκειται για χαλκές εκδόσεις βραχείας διάρκειας, όπου αναγράφεται το όνομα ενός ιερέως, του Μενεδήμου, από τη γενιά των Αργεαδών. Η έκδοση των νομισμάτων αυτών συνεχίστηκε έως το 148 π.Χ., όταν δημιουργήθηκε η επαρχία της Μακεδονίας, στην οποία περιήλθε και η Ήπειρος. Το 86 π.Χ. η Δωδώνη καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Μιθριδάτη (Δίων ο Κάσσιος). Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, πιθανότατα στα χρόνια του Αυγούστου, το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα. Το μαντείο εξακολουθούσε να λειτουργεί, αφού έκοψε μια σειρά μικρών χάλκινων νομισμάτων.
Όταν ο Αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., ο Παυσανίας έγραφε ότι το ιερό ήταν ''θέας ἄξιον'' (Παυσανίας). Τα Νάια συνεχίστηκαν έως το 241 - 242 μ.Χ., όπως συνάγεται από λίθινη επιγραφή που είχε δει στο κάστρο των Ιωαννίνων ο Κυριακός ο Αγκωνίτης (1434) και αναφέρεται στον Πόπλιο Μέμμιο Λέοντα, ο οποίος υπήρξε αγωνοθέτης κατά την 68η Ακτιάδα. Το μαντείο βρισκόταν σε λειτουργία και κατά τον 4ο αιώνα , αφού το 362 μ.Χ, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης ζήτησε χρησμό για την εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Το 391 ένας ιερόσυλος Ιλλυριός, έκοψε το μαντικό δέντρο.
Η διακοπή της λειτουργίας του μαντείου στο β' μισό του 4ου αιώνα δεν φαίνεται να επηρέασε τη ζωή του οικισμού της Δωδώνης, ο οποίος σύμφωνα με το Συνέκδημο του Ιεροκλέους, έναν κατάλογο των πόλεων της Αυτοκρατορίας της εποχής του Ιουστινιανού (527 - 528), συγκαταλεγόταν στις δέκα πόλεις της Παλαιάς Ηπείρου. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η Δωδώνη έγινε έδρα επισκόπου. Τον 5ο αιώνα κτίστηκε μια τρίκλιτη βασιλική, ενώ στο χώρο του βουλευτηρίου λειτούργησαν εργαστήρια πορφύρας. Ο χώρος εγκαταλείφθηκε βαθμιαία από τον 6ο αιώνα και έπειτα, ίσως λόγω αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας, κυρίως όμως εξ αιτίας των εισβολών του Σλάβων στους χρόνους του Ιουστινιανού.
Ο Προκόπιος μάλιστα αναφέρει ότι τα αμφί Δωδώνην χωρία, λεηλατήθηκαν από τους Οστρογότθους το 551 μ.Χ. (Υπέρ των πολέμων). Η ανάμνηση του αρχαίου μαντείου, διατηρήθηκε στο Σλαβικό όνομα που απέκτησε η περιοχή «Τσαρακοβίτσα» ή «Τσαρακοβίστα», που σημαίνει «τόπος ιερών». Επρόκειτο άλλωστε για έναν τόπο που υπήρξε ανέκαθεν ιερός για τους κατοίκους της περιοχής, είτε επρόκειτο για κτηνοτρόφους της ύστερης εποχής του χαλκού είτε για εκπροσώπους του Κοινού των Ηπειρωτών. Στο πέρασμα των αιώνων βρέθηκε διαδοχικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος Ηλείων, Κορινθίων, Αθηναίων, Μακεδόνων και Ρωμαίων, υπήρξε όμως πάντοτε το βασικό πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Ηπειρωτών.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Δωδώνης περιλαμβάνει το ιερό του Δία, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου και ορίζεται από περίβολο, και την ακρόπολη του οικισμού, που καταλαμβάνει την κορυφή του λόφου. Το ιερό, παρά τη σημασία του, δεν εμφανίζει πλούσια οικοδομική δραστηριότητα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσε ως υπαίθριο, με έναν απλό οίκο για τις ανάγκες της λατρείας. Αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα παρατηρείται από τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και κυρίως στον 3ο αιώνα π.Χ., με την κατασκευή μεγάλων κτηρίων, τα ερείπια των οποίων είναι σήμερα κυρίως ορατά. Το ιερό ορίζεται από περίβολο, που στην ανατολική πλευρά αποτελεί συνέχεια του περιβόλου της ακρόπολης.
Στην ανατολική πλευρά ήταν και η είσοδός του. Δίπλα της βρίσκονται ο δωρικός ναός και ο βωμός του Ηρακλή (κτήριο Α) και οι δύο μικροί Ιωνικοί ναοί της Διώνης, συζύγου του Δία, ο αρχαίος (κτήριο Γ) και ο νέος (κτήριο Θ), ο οποίος κτίσθηκε μετά την καταστροφή του πρώτου από τους Αιτωλούς. Επάνω στο βόρειο τμήμα του ναού του Ηρακλή σώζονται τα ερείπια μιας βασιλικής, που παρουσιάζουν δύο οικοδομικές φάσεις. Στα δυτικά των αρχαίων ναών δεσπόζει το σημαντικότερο κτίσμα του ιερού, η Ιερά Οικία ή ναός του Δία (κτήριο Ε1), τετράγωνο οικοδόμημα με τέσσερις τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις.
Ο πρώτος μικρός ναός κτίσθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και ακολούθησαν επεκτάσεις και διορθωτικές επεμβάσεις του κατά τον 4ο, 3ο και 2ο αι. π.Χ. Το κεντρικό σημείο, στο οποίο βρισκόταν η ιερή βελανιδιά με το ναό του Δία, έκανε μάλλον τον Παυσανία να τα χαρακτηρίσει «θέας άξια». Ο ναός του Δία πλαισιωνόταν στα δυτικά από τους ναούς της Θέμιδος (κτήριο Ζ) και της Αφροδίτης (κτήριο Λ). Βόρεια του ναού της Θέμιδος ο Ευαγγελίδης είχε ανασκάψει παλαιότερα ένα συλημένο κιβωτιόσχημο τάφο, του οποίου ο χρόνος κατασκευής και η σημασία είναι άγνωστα. Νοτιοδυτικά του ναού της Αφροδίτης έχουν επισημανθεί δύο άλλα οικοδομήματα, πιθανώς ναοί, που δεν έχουν ανασκαφεί (σήμερα δεν είναι ορατά), τα οποία έκλειναν από δυτικά την αμφιθεατρική διάταξη των λατρευτικών κτηρίων.
Τα υπόλοιπα οικοδομήματα στο δυτικό μέρος του ιερού παραπέμπουν στη μνημειακή μορφή που απέκτησε ο χώρος στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με το οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Πρόκειται για το βουλευτήριο (κτήριο Ε2), όπου συνεδρίαζε το Κοινό των Ηπειρωτών, το πρυτανείο (κτήριο Ο), το θέατρο και το στάδιο. Μεταξύ βουλευτηρίου και θεάτρου βρισκόταν και η οικία των ιερέων (κτήριο Μ), το αρχαιότερο κτίσμα του ιερού μετά την ιερή οικία, που χρησίμευε ως κατάλυμα των ιερέων του Δία ή των ηγεμόνων του Κοινού των Μολοσσών. Βόρεια του ιερού, στην κορυφή του λόφου δεσπόζει η αρχαία ακρόπολη, που φαίνεται ότι χρησίμευε ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη.
Η ακρόπολη περιβάλλεται από ισοδομικό τείχος του 4ου αιώνα π.Χ., με περίμετρο γύρω στα 750 μ., το οποίο κατά διαστήματα ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά, που ήταν πιο βατές. Είχε μία μεγάλη πύλη στη νοτιοδυτική πλευρά, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, μία μικρότερη στο μέσο του νότιου τείχους, και μία ανατολικά, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδατοστεγές κονίαμα.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Το θέατρο της Δωδώνης
Το θέατρο της Δωδώνης είναι από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα αρχαία Ελληνικά θέατρα, με χωρητικότητα περίπου 18.000 ατόμων. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ιερού της Δωδώνης και για τον επισκέπτη, που έφθανε από το νότο, ήταν το εμφανέστερο μνημείο, που δέσποζε στο χώρο με τις καμπύλες επιφάνειες και τους επιβλητικούς αναλημματικούς τοίχους του. Κατασκευάσθηκε τον 3ο π.Χ. αιώνα, στο πλαίσιο του φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος που πραγματοποίησε ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, προκειμένου να αναμορφώσει το πανελλήνιο ιερό και να του δώσει μνημειακό χαρακτήρα. Το τεράστιο κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε σε φυσική κοιλότητα στους πρόποδες του όρους Τόμαρος.
Επειδή ήταν μεγαλύτερο σε διαστάσεις, δημιουργήθηκε επίχωση, την οποία συγκρατούσαν αναλημματικοί τοίχοι, κτισμένοι κατά το ισοδομικό σύστημα και ενισχυμένοι με έξι πύργους, που προσδίδουν στην πρόσοψη του θεάτρου μνημειακό χαρακτήρα. Οι δύο πλησιέστεροι προς την ορχήστρα πύργοι ήταν μεγαλύτεροι από τους άλλους, καθώς χρησίμευαν και ως κλίμακες για την άνοδο των θεατών στο άνω διάζωμα. Το κοίλο χωριζόταν με τέσσερις οριζόντιους διαδρόμους σε τρία τμήματα (19 σειρές εδωλίων το κάτω, 15 το μεσαίο και 21 το επάνω) και με δέκα κλίμακες σε εννέα κερκίδες. Η κατώτερη σειρά εδωλίων ήταν η λεγόμενη προεδρία, είχε λίθινα καθίσματα και προοριζόταν για τα επίσημα ή τιμώμενα πρόσωπα.
Η πρόσβαση των θεατών στο κοίλο γινόταν με μεγάλες κλίμακες, που ξεκινούσαν από τις παρόδους, και η αποχώρησή τους από πλατιά έξοδο στην κορυφή της κεντρικής κερκίδας. Η ορχήστρα δεν αποτελούσε ολόκληρο κύκλο και είχε διάμετρο 18,70 μ. Στο κέντρο της ένας λαξευμένος βράχος αποτελούσε τη βάση του βωμού του Διονύσου, της θυμέλης. Η σκηνή του θεάτρου ήταν διώροφο, ορθογώνιο κτήριο με ισοδομική τοιχοποιία και διαστάσεις 31,20 x 9,10 μ. Στις άκρες του υπήρχαν δύο τετράγωνες αίθουσες, τα παρασκήνια, και μεταξύ αυτών τέσσερις πεσσοί. Στη νότια και βόρεια πλευρά της σκηνής διαμορφώθηκαν δωρικές στοές, οι οποίες περιέβαλλαν το δρόμο που οδηγούσε προς το ιερό.
Ενώ στο ανατολικό και δυτικό άκρο υπήρχαν οι πάροδοι, από τις οποίες εισέρχονταν οι θεατές και οι ηθοποιοί στην ορχήστρα. Μετά την καταστροφή του ιερού της Δωδώνης από τους Αιτωλούς, το 219 π.Χ., το θέατρο, όπως και τα άλλα οικοδομήματα του ιερού, επανακατασκευάσθηκαν. Τότε το προσκήνιο έγινε λίθινο και μπροστά από τα παρασκήνια προστέθηκαν δύο μικρότερα δωμάτια, στην εξωτερική πλευρά των οποίων κτίσθηκαν δύο μνημειακά πρόπυλα με Ιωνικούς ημικίονες. Με τη μορφή αυτή διατηρήθηκε το θέατρο ως το 167 π.Χ., όταν πλέον η Μακεδονία και η Ήπειρος καταλήφθηκαν από τους Ρωμαίους (Αιμίλιος Παύλος) και το ιερό καταστράφηκε πάλι.
Η σκηνή του θεάτρου πυρπολήθηκε, όπως δείχνουν ίχνη φωτιάς, που διαπιστώθηκαν κατά τις ανασκαφές, και ανοικοδομήθηκε με την ανασύσταση του Κοινού των Ηπειρωτών το 148 π.Χ. Στη θέση των κιόνων, που βρίσκονταν μεταξύ των παρασκηνίων, κτίσθηκαν πλέον τοίχοι με ασβέστη και λιθάρια. Η κανονική μορφή του θεάτρου, όμως, δεν διατηρήθηκε για πολύ, αφού στα χρόνια του Αυγούστου, τον 1ο αιώνα π.Χ., το μνημείο διαμορφώθηκε σε αρένα. Αφαιρέθηκαν οι πρώτες σειρές εδωλίων και κτίστηκε ένας τοίχος ύψους 2,80 μ. για την προστασία των θεατών από τα άγρια ζώα, ενώ η ορχήστρα και η σκηνή καλύφθηκαν με επιχώσεις ύψους 0,50 μ.
Η αρένα έφθανε μέχρι τη σκηνή και είχε ωοειδές σχήμα. Σε δύο τριγωνικά δωμάτια, που σχηματίσθηκαν από τον τοίχο προστασίας και τον τοίχο της σκηνής, φυλάσσονταν τα άγρια ζώα. Το θέατρο διατηρήθηκε με αυτή τη μορφή έως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., οπότε και σταμάτησε να λειτουργεί. Το μνημείο ανασκάφηκε αρχικά από τον αρχαιολόγο Κ. Καραπάνο, το 1875 - 1878. Αργότερα, ερεύνησαν το χώρο ο καθηγητής αρχαιολογίας Δ. Ευαγγελίδης με τον Σ. Δάκαρη (1929 - 1932), οι οποίοι συνέχισαν την ανασκαφική τους δραστηριότητα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμβάλλοντας και στην αναστήλωση του θεάτρου.
Το Μαντείο
Η πανάρχαια Δωδώνη ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των Πελασγών της Προϊστορικής εποχής. Το ιερό Μαντείο είναι το αρχαιότερο και αγαπητότερο στους Θεούς, αφού ο ίδιος ο Δίας το όρισε δικό του Μαντείο, πανέντιμο στους ανθρώπους. Όπως σήμερα τα Ιεροσόλυμα θεωρούνται "Αγιοι Τόποι" των Χριστιανών και η Μέκκα των Μωαμεθανών έτσι και η Δωδώνη, τόσο κατά την Προϊστορική περίοδο, όσο και κατά τους Ιστορικούς χρόνους υπήρξε ιερός χώρος και κατ' εξοχήν πνευματικό κέντρο του απανταχού Ελληνισμού της αρχαιότητας. Για το όνομα Δωδώνη, η πιθανότερη άποψη είναι. ότι προέρχεται από το ρήμα "δίδωμι" δηλαδή "Δόστρα" ή παραγωγό, γιατί η μητέρα Γη έδινε τους καρπούς της.
Η αφετηρία της λατρείας βρίσκεται στην τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ. (πρώτη εποχή τους χαλκού 2.500 π.Χ.) με τη λατρεία της Θεάς Γης, της Μεγάλης Μητέρας και δύει με την επικράτηση του Χριστιανισμού στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Για το ιερό τούτο μαντείο μιλάει η αρχαιότερη γραπτή παράδοση, τα Ομηρικά Έπη. Στο Δία το Δωδωναίο και το Πελασγικό απευθύνει επίκληση ο ήρωας του Τρωικού πολέμου Αχιλλέας για το φίλο του Πάτροκλο. Στη δεύτερη εποχή του Χαλκού (Μεσοελλαδική περίοδο 1900 - 1550 π.Χ.) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπως και σε όλη την Ελλάδα οι πρώτοι Έλληνες, οι Θεσπρωτοί.
Ένας κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών ήταν οι Έλλοπες, οι Έλλοι, ή Σέλλοι, που κατοίκησαν την περιοχή της Δωδώνης καθώς και την ευρύτερη περιοχή, την αρχαία Ελλόπια. Οι Έλλοι ήταν ιερείς και μάντεις αφιερωμένοι στην λατρεία του Δία. Συνήθιζαν, μάλιστα, να μην πλένουν τα πόδια τους και να ξαπλώνουν στη γή (λεροπόδαροι και χαμόστρτοι μάντεις), για να παίρνουν δύναμη για τις προφητείες και τις μαντείες. Μετά τους Θεσπρωτούς στην Ήπειρο εμφανίζονται νέα φύλα με ισχυρότερο των Μολοσσών και τον 4ο αιώνα π.Χ. επικρατούν στην Ήπειρο και στην περιοχή της Δωδώνης. Ως σύμμαχοι των Αθηναίων επικρατεί ο Αττικός πολιτισμός στην περιοχή.
Ιδρύεται το "Κοινόν των Μολοσσών", που το διαδέχτηκε το "Δωδωναίων Κοινόν" (κηδεμονία Σέλλων) και στην συνέχεια η συμμαχία των Ηπειρωτών -με επικρατέστερο και σπουδαιότερο βασιλιά τον Πύρρο- που διατηρήθηκε εκατό, περίπου, χρόνια ως την ανακήρυξη της δημοκρατίας (340 - 234 π.Χ.), οπότε και δημιουργείται το "Κοινόν των Ηπειρωτών" με έδρα την Δωδώνη.
Ιερά Οικία
Η Ιερά Οικία, ο ναός του Δία, είναι ένα απλό, μικρό οικοδόμημα αλλά πολύ σημαντικό για το ιερό του Δία, καθώς περίκλειε την προφητική βελανιδιά. Πρόκειται για το κεντρικό τεράγωνο κτήριο Ε1 διαστάσεων 20,80 x 19,20 μ., το οποίο παρουσιάζει όχι λιγότερες από τέσσερις οικοδομικές φάσεις και μία ή δύο τουλάχιστον προοικοδομικές. Ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ο Ζευς της Δωδώνης δεν είχε ναό. Η λατρεία του τελούνταν στο ύπαιθρο και ο Θεός, κατά τρόπο σπάνιο, κατοικούσε (έναιε) "εν πυθμένι φηγού" (Ησίοδος), στις ρίζες της ιερής βελανιδιάς, που την περιστοίχιζε μια σειρά από χάλκινους τρίποδες με λέβητες.
Γύρω του κατοικούσαν οι Ελλοί ή Σελλοί, οι ιερείς του Δία, με γυμνά πόδια και κοιμώμενοι καταγής, για να έρχονται σε επαφή με τη Μητέρα Γη, απ' όπου αντλούσαν τις μυστηριακές δυνάμεις της μαντείας. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε ένας απλός μικρός ναός, διαστάσεων 4 x 6,50 μ., με πρόναο και σηκό. Έτσι, στο ιερό του Δία, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., υπήρχαν μόνον ένας μικρός ναός χωρίς κίονες και η ιερή βελανιδιά, που την περιέκλειναν κυκλικά χάλκινοι τρίποδες με λέβητες. Ο ναός δεν προοριζόταν για κατοικία του Θεού και για τη λατρεία, αλλά για στέγαση των αφιερωμάτων. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. επήλθε κάποια σοβαρή μεταβολή στο ιερό.
Ένας ευρύχωρος ισοδομικός περίβολος (13 x 11,80 μ.) με είσοδο στη νοτιοανατολική πλευρά, που περιέκλειε τη φηγό (την ιερή βελανιδιά) και ενώθηκε με την πρόσοψη του μικρού ναού, αντικατέστησε τον περίβολο με τους χάλκινους τρίποδες και τους λέβητες. Στη θέση των μαντικών λεβήτων τοποθετήθηκε το χαλκείον, ανάθημα των Κερκυραίων. Τη συσκευή αυτή αποτελούσαν δύο κιονίσκοι. Ο ένας στήριζε ένα χάλκινο αγαλμάτιο παιδιού που κρατούσε έβνα μαστίγιο με τρεις ουρές από χάλκινους αστραγάλους, ο άλλος ένα χάλκινο λέβητα. Οι μάστιγες, καθώς αιωρούνταν από τον άνεμο, χτυπούσαν στο λέβητα και παρήγαγαν έναν ήχο, με τη βοήθεια του οποίου οι μάντεις χρησμοδοτούσαν.
Ο ήχος του λέβητα διαρκούσε πολύ, ώσπου να μετρήσει κανείς ως το τετρακόσια και όχι σπάνια ήταν αδιάκοπος, γιατί στη Δωδώνη οι άνεμοι είναι συχνοί. Για το λόγο τούτο παρέμεινε η παροιμιώδης φράση "Κερκυραίων μάστιξ", που σήμαινε το φλύαρο, όπως ο ήχος του χαλκείου. Μερικά κομμάτια από τα μαστίγια αυτά φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ένα στο Μουσείο Ιωαννίνων. Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπεριλάβει στο σχέδιο ανοικοδόμησης έξι Ελληνικών ιερών και τη Δωδώνη, με το υπέρογκο ποσό των 1.500 ταλάντων (9.000.000 αρχαίες δραχμές). Όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε το έργο απραγματοποίητο.
Την εκτέλεσή του πραγματοποίησε ο βασιλιάς Πύρρος, που στην εύνοια του μαντείου έβλεπε ένα σπουδαίο ηθικό έρεισμα για τα πολιτικά του σχέδια. Ο παλαιός ισοδομικός περίβολος αντικαταστάθηκε από έναν πιο ευρύχωρο περίβολο με τρεις ιωνικές στοές στη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά. Η υπαίθρια αυλή και η δρυς περιβλήθηκαν με ένα στωικό πλαίσιο με κατεύθυνση ανατολική. Η ανατολική πλευρά της αυλής έμενε ελεύθερη, χωρίς στοά, γιατί εκεί υψωνόταν η μαντική δρυς, η ιερή κατοικία του Δία και της Διώνης. Στη νότια πλευρά υπήρχε είσοδος, μεταξύ των δύο παραστάδων.
Στις στοές, θα φυλάσσονταν οι διάφορες συμφωνίες και τα ψηφίσματα των Ηπειρωτών, όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν αιφνίδια το ιερό (219 π.Χ.) και το πυρπόλησαν. Κατά τον Πολύβιο, οι Αιτωλοί δεν έκαψαν την Ιερά Οικία, αλλά την κατεδάφισαν, "για να μην υπάρχουν τα διάφορα σύμφωνα των Ηπειρωτών" που είχαν κατατεθεί εκεί. Την καταστροφή της Δωδώνης και του Δίου ανταπέδωσαν οι Ηπειρώτες και οι Μακεδόνες, ύστερα από την αιφνιδιαστική κατάληψη του Θέρμου (218 π.Χ.). Από τα λάφυρα ο Φίλιππος ο Ε' και οι Ηπειρώτες ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα ιερά. Ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε ένας μεγαλύτερος ναός, πρόστυλος Ιωνικός, με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη.
Οι στοές ξαναχτίστηκαν. Το παλιό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τα θεμέλια του Ελληνιστικού ναού. Έτσι, το οικοδόμημα απέκτησε μνημειακότητα και αυστηρή συμμετρία. Το όλο σχήμα του οικοδομήματος έμοιαζε με ένα αρχαίο Ελληνικό σπίτι. Έτσι κατανοούμε για ποιο λόγο ο Πολύβιος το ονομάζει ιερά οικία.
Ναός της Διώνης στη Δωδώνη
Σημαντική θέση στο ιερό της Δωδώνης κατείχε η λατρεία της θεάς Διώνης, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μητέρα της Αφροδίτης. Μαζί με τη Θέμιδα ονομάζονταν «Νάιοι Θέοι, σύνοικοι και σύνναιοι του Δία». Ο αρχαιότερος ναός, που αφιερώθηκε στη Διώνη βρισκόταν κοντά στην Ιερή Οικία, προς τα βόρεια, στο κεντρικό τμήμα του ιερού. Κατασκευάσθηκε στο β' μισό του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. πυρπολήθηκε από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Ο ναός είχε προσανατολισμό Α-Δ, σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και σε διαστάσεις (9,80 x 9,40 μ.) ήταν περίπου μισός από το γειτονικό ναό του Δία.
Διέθετε σηκό και πρόναο, με τέσσερις ιωνικούς κίονες από αμμόλιθο στην πρόσοψη, και η ανωδομή του ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίνθους. Στον ενδιάμεσο τοίχο, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται το λίθινο κατώφλι της εισόδου, που έκλεινε με δίφυλλη θύρα, πλάτους 1,20 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρούνται λείψανα ενός βάθρου, που θα χρησίμευε για το λατρευτικό άγαλμα της Διώνης, το λεγόμενο «έδος». Αυτό το σεβάσμιο «έδος» κοσμούσαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι, στέλνοντας θεωρία και πλούσια δώρα, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου της Δωδώνης. Με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά το 219 π.Χ., κατασκευάσθηκε νέος ναός αφιερωμένος στη Διώνη, λίγο νοτιότερα, με αισθητή απόκλιση από το ναό του Δία.
Ήταν Ιωνικός πρόστυλος, τετράστυλος, με πρόναο και σηκό, συνολικών διαστάσεων 9,60 x 6,35 μ. Οι κίονές του ήταν κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο και εξωτερικά καλύπτονταν με λεπτό ασβεστοκονίαμα ή μαρμαροκονία, που έδινε στις επιφάνειες τη λευκότητα και τη λειότητα του μαρμάρου. Οι αναβαθμοί στην πρόσοψη ήταν κατασκευασμένοι από ασβεστόλιθο καλής ποιότητας, όμοιο με τους κίονες των παρόδων του θεάτρου. Στον τοίχο, που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό, διατηρείται το λίθινο κατώφλι με τα ίχνη της δίφυλλης θύρας, πλάτους 1,30 μ., ενώ στο βάθος του σηκού διατηρείται το βάθρο, όπου στεκόταν το άγαλμα της Διώνης.
Ναός της Θέμιδας στη Δωδώνη
Ο ένας από τους τρεις αρχαιότερους ναούς του ιερού της Δωδώνης, που βρίσκονταν γύρω από την ιερή βελανιδιά του Δία, μαζί με την Ιερή Οικία και το ναό της Διώνης, ήταν αφιερωμένος στη Θέμιδα, σύζυγο του Δία, κόρη του Ουρανού και της Γης. Η λατρεία της, που ήταν αρκετά διαδεδομένη στην Ήπειρο, φαίνεται ότι συνέχισε τη λατρεία της Προϊστορικής Μεγάλης Θεάς και ιδιαίτερα στη Δωδώνη είναι ευνόητη, γιατί σχετίζεται με τη λατρεία της Γης. Η ταύτιση του ναού (κτήριο Ζ) έγινε με τη βοήθεια μιας μολύβδινης επιγραφής, που βρέθηκε στη στοά του βουλευτηρίου, και στην οποία αναφέρονται μαζί με το Δία, η Θέμις και η Διώνη ως «Νάιοι Θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναοι του Δία.
Ήταν, επομένως, οι δύο θεές οι σπουδαιότερες μετά το Δία, πάρεδροι του Θεού. Για τη χρονολόγηση του ναού, το μόνο στοιχείο, που μπορεί να αποτελέσει ένδειξη, είναι η χρήση του μαλακού αμμόλιθου για τις παραστάδες του πρόναου, ενός υλικού που είχε χρησιμοποιηθεί επίσης στον αρχαίο ναό της Διώνης, στην Ιερή Οικία των χρόνων του Πύρρου και στη δωρική στοά του βουλευτηρίου. Πιθανότερα χρονολογείται στην περίοδο της Συμμαχίας των Ηπειρωτών (340 - 232 π.Χ.). Ο ναός είχε προσανατολισμό ΒΔ - ΝΑ και ήταν απλός στην κατασκευή του, με διαστάσεις 10,30 x 6,25 μ.
Ήταν πρόστυλος με τέσσερις Ιωνικούς κίονες, και διέθετε πρόναο και σηκό. Μπροστά από το ναό διατηρείται η θεμελίωση μεγάλου βωμού (διαστάσεων 4,20 x 3,30 μ.) και αμέσως ανατολικότερα ένα τετράγωνο βάθρο, όπου θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ανάθημα. Όπως δείχνουν τα λαξεύματα, οι ορθοστάτες περιέβαλλαν από τις τέσσερις πλευρές το βωμό, με είσοδο από το μέρος του ναού. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ήταν 2,60 x 1,80 μ. Προς τα νοτιοδυτικά του ναού υπάρχει ένα ακόμη μικρό τετράγωνο κτίσμα (κτήριο Η), το οποίο ωστόσο δεν έχει ταυτισθεί ακόμη, και παραμένει άγνωστη η σημασία του, καθώς και ο χρόνος κατασκευής του.
Ναός του Ηρακλή στη Δωδώνη
Στο ανατολικό άκρο του ιερού του Δία στη Δωδώνη, περίπου 30 μ. δυτικά από την πύλη του εξωτερικού περιβόλου, βρίσκεται ο ναός του Ηρακλή, εν μέρει κάτω από τη χριστιανική βασιλική Β. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου, ο οποίος προσπάθησε να συνδέσει το γένος του με το μυθικό ήρωα, ιδιαίτερα ύστερα από το δεύτερο γάμο του με τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή, που καταγόταν από τον Ηρακλή. Ο ναός είναι ο μεγαλύτερος μετά το ναό του Δία, και ο μοναδικός γνωστός Δωρικού ρυθμού στο ιερό.
Έχει προσανατολισμό ΒΔ - ΝΑ και διαστάσεις 16,50 x 9,50 μ. Αποτελείται από πρόναο και σηκό, και διαθέτει τέσσερις ή έξι Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη (τετράστυλος ή εξάστυλος πρόστυλος). Μετά την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., ανοικοδομήθηκε και τα κατεστραμμένα αρχιτεκτονικά μέλη από μαλακό αμμόλιθο (τρίγλυφα, κιονόκρανα, γείσο) εντοιχίσθηκαν στον τοίχο που χωρίζει τον πρόναο από το σηκό. Ανατολικά του προνάου σώζεται ένα μεγάλο βάθρο, με διαστάσεις 5,70 x 3,20 μ., που ανήκε στο βωμό του ναού.
Τη σχέση του ναού με τη λατρεία του Ηρακλή βεβαιώνουν μερικά Αρχαϊστικά χάλκινα ελάσματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό του, παραγναθίδες από κράνη, με ανάγλυφη παράσταση της φιλονεικίας του Απόλλωνα και του Ηρακλή για την κατοχή του Δελφικού τρίποδα, και ιδίως μία μετόπη από ασβεστόλιθο του 3ου αιώνα π.Χ., με ανάγλυφη παράσταση του αγώνα του Ηρακλή εναντίον της Λερναίας Ύδρας, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.
Στο ανάγλυφο παριστάνεται ο ήρωας να πατεί δυνατά με το δεξί γόνατο το σώμα του θηρίου, που εικονιζόταν δεξιά του, ενώ ένα πλοκάμι της Ύδρας, αριστερά του, προσπαθεί να κάψει με το δαυλό ο Ιόλαος, που βρίσκεται αριστερά του Ηρακλή (διακρίνεται ο δεξιός μηρός του). Κοντά στο δεξιό μηρό του Ηρακλή ένας καρκίνος υπαινίσσεται το έλος της Λέρνας, όπου διαδραματίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή.
Ναός της Αφροδίτης στη Δωδώνη
Ο ναός της Αφροδίτης βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του ιερού της Δωδώνης, κοντά στο ναό της Θέμιδας. Η ταύτισή του έγινε με βάση τα πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν μέσα και γύρω από αυτόν και παριστάνουν μία γυναικεία μορφή να κρατεί με το δεξί της χέρι μπροστά στο στήθος περιστέρι, σύμβολο της Θεάς. Με βάση ορισμένες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα ευρήματα που προήλθαν από το εσωτερικό του, ο ναός μπορεί να χρονολογηθεί στον 4ο ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., η ύπαρξη, όμως, στη θέση αυτή μιας αρχαιότερης λατρείας δεν πρέπει να αποκλεισθεί. Η λατρεία της Αφροδίτης στη Δωδώνη επιβεβαιώνεται από επιγραφική μαρτυρία, αλλά είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο καθιερώθηκε.
Πιθανώς είναι παλαιότερη των χρόνων του Πύρρου, αλλά είναι βέβαιο ότι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. συγχωνεύθηκε με τη λατρεία της Αινειάδας Αφροδίτης, που εισήγαγε ο Πύρρος από την Έγεστα της δυτικής Σικελίας. Η θεότητα αυτή συνδέεται με τον Τρώα ήρωα Αινεία και τους Τρωικούς μύθους, που ήταν εξαιρετικά αγαπητοί στους Μολοσσούς, γιατί, σύμφωνα με τις αρχαιότερες παραδόσεις, οι Μολοσσοί κατάγονταν από την Τροία μέσω της Ανδρομάχης. Ο ναός είναι μικρός, με διαστάσεις 8,50 x 4,70 μ., Δωρικού ρυθμού, αλλά διαφέρει κάπως από τον καθιερωμένο τύπο της Δωδώνης.
Είναι απλός, με πρόναο και σηκό, δίστυλος εν παραστάσι, έχει, δηλαδή, μεταξύ των παραστάδων του πρόναου δύο οκτάπλευρους δωρικούς κίονες, αντί για τέσσερις ιωνικούς κίονες που έχουν οι άλλοι ναοί. Δύο σπόνδυλοι αυτών των κιόνων είναι εντοιχισμένοι στο τετράγωνο κτίσμα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται αμέσως ανατολικά. Στο μέσο του τοίχου, που χωρίζει το σηκό από τον πρόναο, διατηρείται σπασμένο το κατώφλι της εισόδου με μονόφυλλη θύρα, πλάτους 1 μ. Οι τοίχοι του ναού ήταν κατασκευασμένοι με μικρά λιθάρια, όπως και στο οικοδόμημα Μ, ενώ για τα επίκρανα των κιόνων είχε χρησιμοποιηθεί μαλακός αμμόλιθος.
Στα ευρήματα που σχετίζονται με το κτίσμα, περιλαμβάνονται μολύβδινες επιγραφές και ειδώλια, που παριστάνουν γυναικεία μορφή, ένα πήλινο λεοντόκρανο, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ., καθώς και ένα μαρμάρινο κομμάτι γυναικείου κορμού Αρχαϊστικής τέχνης, σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού, που πιθανώς προέρχεται από το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.
Πρυτανείο Δωδώνης
Από τα σημαντικότερα οικοδομήματα διοικητικού χαρακτήρα στο ιερό της Δωδώνης ήταν το Πρυτανείο. Πρόκειται για ένα σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα με περιστύλιο. Διαθέτει μνημειακή μορφή και εντάσσεται στο οικοδομικό πρόγραμμα του Πύρρου. Τοπογραφικά βρίσκεται σε κεντρική θέση στο ιερό, ανατολικά από το θέατρο και νότια από το Βουλευτήριο. Πρόκειται για το μεγάλο οικοδόμημα Ο-Ο1 (Πρυτανείο), με πρόσοψη 31,45 μ., όσο περίπου και η πρόσοψη του Βουλευτηρίου (32,35 μ.). Κατά την κατασκευή των δύο οικοδομημάτων διαλύθηκε στο σημείο αυτό ο εξωτερικός ισοδομικός περίβολος του ιερού και μετατέθηκε δυτικότερα.
Στη νοτιοανατολική γωνία του οικοδομήματος Ο διακρίνεται η διακλάδωση του νέου περιβόλου, που κατευθύνεται δυτικά και ύστερα βόρεια για να ενωθεί με το οικοδόμημα Μ, μπροστά από το νοτιοανατολικό πύργο του θεάτρου. Κάτω από το δάπεδο της στοάς βρέθηκαν τα ίχνη του αρχαιότερου περιβόλου και η δυτική πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό του ιερού. Η ανασκαφή του οικοδομήματος Ο δεν έχει ακόμα περατωθεί. Η κατασκευή του είναι σύγχρονη με αυτή του Βουλευτηρίου, τοποπθετείται δηλαδή χρονολογικά στις αρχές του 3ου ή στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ, κατά την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών (232 - 168 π.Χ.), προστέθηκε στη βόρεια πλευρά του οικοδομήματος Ο μία νέα πτέρυγα 33,35 μ. με 6 δωμάτια (κτίσμα Ο1), τρεις βοηθητικοί χώροι δυτικά και τρία εννεάκλινα δωμάτια διαστάσεων 5,50 x 5,20 μ., που χρησίμευαν για την εστίαση και διαμονή των αρχόντων του Κοινού. Δυτικά της περίστυλης αυλής δεσπόζει η μεγάλη αίθουσα Ο με λείψανα λίθινων εδωλίων σε όλο το πλάτος της αίθουσας, που αντιπροσωπεύουν δύο φάσεις μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Τα αρχαιότερα εδώλια του 3ου αι. π.Χ. ήταν πιθανώς ξύλινα.
Ο ανατολικός τοίχος της αίθουσας είναι τμήμα της αρχαιότερης δυτικής πλευράς του εξωτερικού περιβόλου του 4ου αιώνα π.Χ., που διατηρήθηκε κατά την κατασκευή του πρώτου Ελληνιστικού οικοδομήματος, αφού ανοίχθηκε είσοδος στην αίθουσα των εδωλίων. Μπροστά από την είσοδο βρέθηκε η βάση βωμού και λίγο πιο αριστερά, μπροστά από την πρόσοψη της αίθουσας, αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη κυκλική βάση θόλου, διαμέτρου 2 μέτρων, η οποία θόλος θα χρησίμευε ως μαγειρείο για την παρασκευή τροφής για τη σίτιση των αρχόντων που συνέρχονταν στην αίθουσα του συνεδρίου.
Στην ανατολική πλευρά η νέα προσθήκη είχε διαμορφωθεί σε ιωνική στοά, με μια σειρά βάθρων στην πρόσοψη, που εκτείνεται σχεδόν μέχρι τη νοτιοδυτική κύρια πύλη του ιερού. Το οικοδόμημα Ο-Ο1 καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς και πυρπολήθηκε ασφαλώς από τους Ρωμαίους, διότι σε όλη την έκταση της βόρειας πτέρυγας Ο1 βρέθηκε στο δάπεδο στρώμα φωτιάς από την πυρπόληση του έτους 167 π.Χ. Αλλά, ενώ η βόρεια πτέρυγα Ο1 δεν ανοικοδομήθηκε μετά την καταστροφή αυτή, στο κύριο οικοδόμημα Ο διαπιστώνονται δύο φάσεις ανακατασκευής των τοίχων με μικρά λιθάρια και ασβέστη.
Το οικοδόμημα θα έπαψε να λειτουργεί στο β' μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βόρεια του Ο1 διατηρούνται σε υψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν λείψανα Ρωμαϊκών χρόνων από την πλακόστρωτη ιερά οδό, που οδηγούσε προς την ιερά οικία, και ένα λίθινο ρείθρο που αποχέτευε τα νερά έξω από το χώρο του ιερού. Η γειτνίαση του οικοδομήματος Ο-Ο1 με το Βουλευτήριο, η αίθουσα των συνέδρων, ο τύπος του κτηρίου, που ακολουθεί τον τύπο του σπιτιού με περίστυλη αυλή, μας οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το πρυτανείο, όπου συνεδρίαζαν οι πρυτάνεις ή σύνεδροι.
Σε μία χρηστήρια μολύβδινη επιγραφή του 4ου ή αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., οι διαιτοί (κριτές) ρωτούν το Νάιο Δία και τη Διώνη αν πρέπει να διαθέσουν για το πρυτανείο τα χρήματα που έλαβαν από την πόλη. Στην επιγραφή δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης. Η παράλειψη όμως του ονόματος είναι ευνόητη, εφόσον πρόκειται για τη Δωδώνη.
Βουλευτήριο Δωδώνης
Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό - πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων.
Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230 - 220 π.Χ.).
Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις Ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε.
Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών. Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία. Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου.
Άλλες δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα λιθάρια. Με την αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου.
Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168 - 148 ως το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα). Στον 4ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός.
Αρχαίο στάδιο Δωδώνης
Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες. Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα.
Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22 σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές.
Από τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό. Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.
Ακρόπολη Δωδώνης
Εκτός από τα μνημεία που βρίσκονταν μέσα στην περίβολο του ιερού του Διός και εκτείνονταν στους πρόποδες του λόφου, αναπτύσσεται στην κορυφή του η ακρόπολη του οικισμού της Δωδώνης. Η κορυφή του λόφου, ύψους 23 μ. περίπου, περιβάλλεται από ένα ισοδομικό τείχος του 4 αιώνα π.Χ. Η νότια πλευρά παρουσιάζει σε μεγάλη έκταση επισκευές. Η περίμετρός του, 750 μέτρα περίπου, περιέκλειε εμβαδόν 3,4 εκτάρια, που, σύμφωνα με την οικιστική πυκνότητα της Αρχαίας Ηπείρου, θα αντιστοιχούσε σε πληθυσμό περίπου 1000 κατοίκων.
Ασφαλώς όμως ο πληθυσμός της Δωδώνης ήταν μεγαλύτερος και θα κατοικούσε στη γύρω περιοχή, στις υπώρειες του Τόμαρου και ιδίως της ανατολικής βουνοσειράς, όπως δείχνουν μερικά αρχαία λείψανα κτηρίου, 1 χλμ. ανατολικά του ιερού. Επομένως, το τείχος χρησίμευε πιο πολύ ως καταφύγιο των περιοίκων σε ώρα κινδύνου και ως μόνιμη κατοικία των αρχών, που είχαν την έδρα τους στη Δωδώνη. Κατά διαστήματα το τείχος ενισχύεται με ορθογώνιους πύργους, ιδίως στη δυτική και βόρεια πλευρά που ήταν πιο βατές. Τρεις πύργοι υπήρχαν και στη νότια πλευρά. Οι δύο προστάτευαν τη νοτιοδυτική μεγάλη πύλη, που επικοινωνούσε απευθείας με το θέατρο και το ιερό, και ο τρίτος τη μικρή πυλίδα στο μέσο του νότιου τείχους.
Στο κατώφλι της νοτιοδυτικής πύλης σώζονται οι ορθογώνιες ορειχάλκινες θήκες, όπου περιστρέφονταν οι ορειχάλκινοι επίσης ολμίσκοι μαζί με τους άξονες της πύλης. Ένας τέτοιος ολμίσκος βρέθηκε επιτόπου και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο Ιωαννίνων. Η ανατολική πύλη του τείχους, που οδηγούσε προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Έχει πλάτος 3,50 μ., αλλά το άνοιγμα περιορίζεται με τις δύο παραστάδες της θύρας σε 2,50 μ. Στη βάση των παραστάδων διατηρούνται, δεξιά και αριστερά, δύο ορθογώνιοι τόρμοι για τις μεταλλικές θήκες και τους δύο ολμίσκους που περιστρέφονταν μαζί με τους άξονες της πύλης, όπως στο νοτιοδυτικό πυλώνα του κάστρου.
Η πύλη ασφαλιζόταν εσωτερικά με μια ισχυρή δοκό, όπως δείχνει ένα βαθύ ορθογώνιο αυλάκι που εισχωρούσε στο νότιο πύργο. Στην ακρόπολη διακρίνονται μερικά θεμέλια κτηρίων που δεν έχουν ερευνηθεί, όπως και μία υπόγεια δεξαμενή νερού, λαξευμένη στο βράχο, που χρησίμευε για την ύδρευση των κατοίκων σε περίοδο ανάγκης. Η στέγη της δεξαμενής στηριζόταν σε δύο πεσσούς και τα τοιχώματά της καλύπτονταν με υδροστεγές κονίαμα. Η χρονολόγηση του τείχους στον 4ο αιώνα π.Χ. προκύπτει από το γεγονός ότι ο κάτω ισοδομικός περίβολος του ιερού, που περιέκλεινε τα λατρευτικά οικοδομήματα, είναι αρχαιότερος του βουλευτηρίου και του θεάτρου που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Επειδή ο ισοδομικός περίβολος του ιερού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το τείχος, προκύπτει ότι τούτο είναι σύγχρονο ή αρχαιότερο του περιβόλου και θα ανάγεται επομένως στον 4ο αιώνα π.Χ., και πιθανότερα στο β' μισό του αιώνα, λόγω της εξελιγμένης μορφής των πύργων, οι οποίοι στο ισόγειο είναι κενοί και χρησίμευαν για τη διαμονή φρουράς.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Το θέατρο της Δωδώνης είναι ένα από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας με χωρητικότητα 15.000 17.000 περίπου θεατών. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., επί βασιλείας Πύρρου (297 272 π.Χ.) και συνδέεται με την τέλεση των Ναΐων, γιορτή προς τιμήν του Ναΐου Διός. Τα Νάια τελούνταν πιθανότατα κάθε τέσσερα χρόνια και περιλάμβαναν αγώνες γυμνικούς (αθλητικούς), δραματικούς (παραστάσεις τραγωδίας και κωμωδίας), πιθανότατα μουσικούς και ιππικούς καθώς και αρματοδρομίες. Το θέατρο είναι χτισμένο σε φυσική κοιλότητα του εδάφους.
Το υλικό δόμησης του κοίλου είναι κυρίως ο μικριτικός υπόλευκος ασβεστόλιθος αλλά εντοπίζεται και ο φαιός ασβεστόλιθος στην κατασκευή των παρόδων, της σκηνής και ορισμένων εδωλίων του κοίλου. Για τη δημιουργία μεγαλύτερου κοίλου (135 μ. διάμετρος) κατασκευάστηκε περιμετρικά αναλημματικός τοίχος με πύργους στην πρόσοψη που υπολογίζεται ότι κατά την αρχαιότητα ήταν τουλάχιστον κατά 10 μ. ψηλότεροι. Τέσσερις οριζόντιοι διάδρομοι χωρίζουν το κοίλο σε τρία τμήματα με 55 σειρές καθισμάτων (εδωλίων) συνολικά. Τα δύο κατώτερα τμήματα διαιρούνται με κλίμακες σε 9 κερκίδες και το ανώτερο σε 18. Οι πύργοι στα άκρα του κοίλου έφεραν κλίμακες για την προσέλευση και αποχώρηση των θεατών.
Στο κατώτερο διάζωμα υπήρχαν καθίσματα για επίσημα και τιμώμενα πρόσωπα (προεδρία). Η ορχήστρα, κατασκευασμένη με ένα κέντρο, έχει σχήμα ελλιπούς κύκλου (διαμ. 18,70 μ.). Στην περιφέρειά της υπάρχει οχετός αποχέτευσης ομβρίων υδάτων που οδηγούνται έξω από το θέατρο στο καρστικό υπέδαφος της περιοχής . Στο κέντρο διατηρείται η βάση του βωμού του Διονύσου (θυμέλη). Η ορθογώνια σκηνή (31,20 μ. x 9,10 μ.) αρχικά είχε δύο τετράγωνα παρασκήνια και τέσσερις πεσσούς ενδιάμεσα για τη στήριξη ξύλινου προσκηνίου. Εκατέρωθεν ήταν οι είσοδοι στην ορχήστρα (πάροδοι).
Μετά την καταστροφή των Αιτωλών (219 π.Χ.), η σκηνή αποκτά λίθινο προσκήνιο με 18 Ιωνικά ημικιόνια και δύο βοηθητικά προσκτίσματα στα άκρα των παρασκηνίων. Στις παρόδους κατασκευάζονται δύο μνημειακά πρόπυλα με διπλές εισόδους από ιωνικούς ημικίονες. Τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος προς τα νότια αποτελεί δωρική στοά με οκτάπλευρους στύλους, η οποία επικοινωνούσε με τη σκηνή με τοξωτή πύλη. Στα χρόνια του Αυγούστου το θέατρο μετατράπηκε σε αρένα για θηριομαχίες και μονομαχίες.
Στο κατώτερο τμήμα του κατασκευάστηκε τοίχος για την προστασία των θεατών, ο οποίος απέκοψε το προσκήνιο και τη σκηνή και δημιούργησε ωοειδή κονίστρα. Τα παρασκήνια μετατράπηκαν σε τριγωνικά δωμάτια φύλαξης ζώων, ενώ στο κέντρο του τοίχου της αρένας κατασκευάστηκε ορθογώνια κόγχη για καταφύγιο των αγωνιζομένων.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
Ονομασία Μνημείου: Θέατρο Δωδώνης
Κατηγορία: Θέατρο
Σύντομη περιγραφή: Θεατρική κατασκευή αποτελούμενη από τη χωμάτινη ορχήστρα στην περιφέρεια της οποίας διατηρείται υπόγειος λίθινος αγωγός αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων, κοίλο χωρισμένο από δύο ομόκεντρους διαδρόμους - διαζώματα σε τρία μέρη κατασκευασμένο από ασβεστόλιθο και ορθογώνια λίθινη σκηνή με επιμελημένη ισοδομική τοιχοποιία.
Θέση: Αρχαιολογικός χώρος Δωδώνης, Δήμος Δωδώνης, Νομού Ιωαννίνων.
Χρονολόγηση: Η κατασκευή του θεάτρου συνδέεται με την περίοδο βασιλείας του Πύρρου (297 - 272 π.Χ.) και με την τέλεση των Ναΐων που πιθανά καθιερώθηκαν επί της βασιλείας του.
Γενική περιγραφή Μνημείου: Το θέατρο της Δωδώνης είναι κατασκευασμένο στο ΝΔ άκρο του λοφώδους βραχίονα που διατρέχει την ομώνυμη κοιλάδα, εντός των ορίων του Δήμου Δωδώνης με προσανατολισμένο άξονα προς τα ΝΑ. Η ανέγερση ενός μνημειακού θεάτρου χωρητικότητας 15.000 - 17.000 θεατών σε ένα Ιερό που εκτός του Πανηπειρωτικού του χαρακτήρα αποκτούσε σταδιακά και πανελλήνιο ήταν αναγκαία. Η κατασκευή του θεάτρου συνδέεται με την περίοδο βασιλείας του Πύρρου (297 - 272 π.Χ.) και με την τέλεση των Ναΐων που πιθανά καθιερώθηκαν επί της βασιλείας του.
Α' Οικοδομική Περίοδος: Αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Το ημικυκλικό κοίλο χωρίζεται με δέκα κλίμακες σε εννιά κερκίδες. Δύο ομόκεντροι διάδρομοι -διαζώματα χωρίζουν το κοίλο σε τρία μέρη εκ τον οποίων το ψηλότερο αποτελούσε το επιθέατρο. Διαθέτει συνολικά 55 σειρές εδωλίων εκ των οποίων οι 19 ανήκουν στο κατώτερο τμήμα, 16 στο μεσαίο και 20 στο ανώτερο. Το επιθέατρο χωρίζεται με κλίμακες σε 18 κερκίδες ενώ τα δύο κατώτερα τμήματα σε 9 κερκίδες. Στην περίοδο αυτή ανήκε και η πρώτη σειρά εδράνων, η προεδρία, για τα τιμώμενα πρόσωπα κατασκευασμένη από απλά έδρανα με κοίλη κατατομή στην πρόσοψη.
Όλα τα έδρανα είναι μονολιθικά με αρχικό ύψος 0,387 μ. εκτός των εδράνων του επιθεάτρου που ανέρχεται σε 0,391 μ. Η άνοδος των θεατών στο πρώτο διάζωμα γινόταν από την ορχήστρα μέσω των 10 κλιμάκων ενώ η πρόσβαση στο μεσαίο διάζωμα γινόταν μέσω των εξωτερικών κλιμακοστασίων κατασκευασμένων κατά το ισόδομο σύστημα στα άκρα του αναλήμματος. Η ορχήστρα (διαμέτρου 18,72 μ.) διαμορφωμένη στο λαξευμένο βράχο με χωμάτινο δάπεδο σχηματίζει στην κάτοψη πλήρη κύκλο. Στο κέντρο σώζεται η βάση του βωμού του Διονύσου, η Θυμέλη.
Την περιέβαλε λίθινος κυκλικός αποχετευτικό αγωγός για τα όμβρια ύδατα τα οποία οδηγούνταν κάτω από το δάπεδο του σκηνικού οικοδομήματος και εξέρεαν στο καρστικό υπόβαθρο της περιοχής. Η ορθογώνια σκηνή διώροφη σύμφωνα με τον Σ. Δάκαρη, κατασκευασμένη κατά το ισόδομο σύστημα έφερε πεσσοστοιχία στην ανοιχτή πρόσθια πλευρά και δύο τετράγωνες αίθουσες στα άκρα, τα παρασκήνια. Στο νότιο τοίχο της σκηνής ένα θυραίο άνοιγμα με τοξωτό υπέρθυρο οδηγούσε σε μία ισομήκη Δωρική στοά με 13 οκτάπλευρους στύλους στην πρόσοψη.
Β' Οικοδομική Περίοδος
Μετά την Αιτωλική καταστροφή το 219 π.Χ. το σκηνικό οικοδόμημα αποκτά χαρακτηριστικά Ελληνιστικής τυπολογίας ώστε να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες της θεατρικής πράξης. Κατασκευάστηκε λίθινο προσκήνιο με 18 Ιωνικά ημικιόνια στην πρόσοψη που ενώνει τα δύο πρόσθετα μικρότερα ορθογώνια διαμερίσματα στα άκρα του σκηνικού οικοδομήματος. Αυτή την περίοδο κατασκευάζονται και τα δύο μνημειακά πρόπυλα που πλαισιώνουν τις παρόδους με δίδυμες εισόδους και ιωνικούς ημικίονες. Επίσης διαμορφώνονται πρανή με αναλήμματα κατά το ισόδομο σύστημα ΝΑ του θεάτρου για τη συγκράτηση της Αιτωλικής επίχωσης και ΝΔ για την κατασκευή του σταδίου.
Η διαμόρφωση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την κατάχωση τμήματος των εξωτερικών κλιμάκων την αφαίρεση βαθμίδων από τις παρόδους και την ανακατασκευή των ακραίων αναλημματικών τοίχων. Η πρόσβαση των θεατών στο δεύτερο διάζωμα γινόταν στα δυτικά μέσω των κλιμάκων και βαθμίδων του σταδίου ενώ ανατολικά μέσω λοξής κλίμακας στο άνδηρο.
Γ' Οικοδομική Περίοδος
Σύμφωνα με τον ανασκαφέα εντοπίζονται κάποιες επισκευές στο σκηνικό οικοδόμημα αρχαιότερες των χρόνων του Αυγούστου που συνδέονται με τη ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ. Ίχνη τοίχων στην πρόσοψη της σκηνής πρόχειρης κατασκευής από αργούς λίθους αντικατέστησαν κάποιους από τους ημικίονες του προσκηνίου.
Δ' Οικοδομική Περίοδος
Κατά τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα, στα χρόνια του Αυγούστου, αφαιρέθηκαν οι πρώτες σειρές καθισμάτων μαζί με την προεδρία και υψώθηκε προστατευτικός τοίχος για την προστασία των θεατών. Ο τοίχος απέκοψε όλο το προσκήνιο του σκηνικού οικοδομήματος και ενώθηκε με το νότιο τοίχο του σχηματίζοντας ελλειπτική κονίστρα διαμέτρου 33,10 μ. και δημιουργώντας δύο τριγωνικά διαμερίσματα στα άκρα της σκηνής που φυλάσσονταν τα ζώα (ταύροι και αγριόχοιροι) για τους αγώνες. Το δάπεδο της ορχήστρας ανυψώθηκε με τεχνητή επίχωση που σκέπασε τη θυμέλη τον οχετό και τα εναπομείναντα τμήματα του προσκηνίου.
Υπάρχουσα κατάσταση: Η σημερινή του μορφή του αρχαίου θεάτρου οφείλεται σε εκτεταμένες αναστηλώσεις που έγιναν στις δεκαετίες 1960 - 1970.
Έρευνες - Επεμβάσεις: Το θέατρο ανασκάφηκε από τους Καραπάνο (1875), Ευαγγελίδη (1955) και Δάκαρη (1959). Το 1960, προκειμένου το θέατρο να παραχωρηθεί για παραστάσεις αρχαίου δράματος, πραγματοποιήθηκε από τον Δάκαρη προσωρινή επανατοποθέτηση των εδωλίων στα δύο κατώτερα διαζώματα του κοίλου, αποκαταστάθηκαν οι ορθοστάτες του στηθαίου στο μεσαίο διάζωμα και διευθετήθηκαν οι αναβαθμοί των δέκα κλιμάκων. Πριν από την επέμβαση αυτή, εξαιτίας της κατολίσθησης και της ανατροπής των εδωλίων, η όλη εικόνα του θεάτρου έδινε την εντύπωση βίαιης καταστροφής.
Ακολούθησε η απομάκρυνση των επιχώσεων γύρω από το θέατρο και η εκπόνηση μελέτης το 1961 από τον αρχιτέκτονα Β. Χαρίση, προκειμένου να στερεωθούν οι αναλημματικοί τοίχοι. Από το 1961 έως το 1974, έγιναν στερεωτικές και αναστηλωτικές εργασίες που αφορούσαν κυρίως στο ανατολικό και δυτικό περιμετρικό ανάλημμα του θεάτρου, στους πύργους αντιστήριξης της προσόψεως του κοίλου, στον αναλημματικό τοίχο του ανδήρου της δυτικής παρόδου, στα εδώλια του σταδίου, καθώς και στο επιθέατρο.
Από τον γλύπτη Σ. Τριάντη πραγματοποιήθηκε συγκόλληση των Ιωνικών ημικιόνων στις εισόδους των δύο παρόδων και των ημικιόνων του λίθινου προσκηνίου, ενώ συμπληρώθηκε με νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης του σκηνικού οικοδομήματος. Αναστηλωτικές εργασίες έγιναν επίσης στο άνδηρο μπροστά από τον ανατολικό αναλημματικό πύργο του θεάτρου. Με την ένταξη του έργου στο Τ. Δ. Π. Ε. Α. Ε. και τη σύσταση Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, ξεκίνησε το νεώτερο αναστηλωτικό έργο στο θέατρο της Δωδώνης. Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες συντηρήσεις επιφανειών σε ολόκληρο το πρώτο και δεύτερο διάζωμα του κοίλου.
Οι εργασίες είχαν ως βασικό στόχο τη συγκόλληση όλων, κατά το δυνατόν, των αποκολλημένων θραυσμάτων ή και τμημάτων από το σώμα των εδωλίων των κερκίδων και την πλήρωση των μεγάλων ρωγμών. Πραγματοποιήθηκαν αναστηλωτικές εργασίες στις τοιχοποιίες της αρένας εντός του σκηνικού οικοδομήματος καθώς και στην ακραία ανατολική κερκίδα του πρώτου διαζώματος του κοίλου του θεάτρου. Αποκατάσταση του ακραίου κλιμακοστασίου καθώς και του αντίστοιχου τμήματος του αναλημματικού τοίχου.
Η κακή κατάσταση και η εκ φύσεως παθογένεια του δομικού υλικού, οι εκτεταμένες παρατοποθετήσεις αρχιτεκτονικών μελών, οι σημαντικές αποκλίσεις από την αρμόζουσα για θέατρο γεωμετρία, ο κίνδυνος απώλειας χαρακτηριστικών στοιχείων του μνημείου λόγω φθοράς και η λανθασμένη εντύπωση και αισθητική της υφιστάμενης κατάστασης, οδήγησαν στην πιλοτική αποκατάσταση της ακραίας ανατολικής κερκίδας του α΄ διαζώματος και του νοτιανατολικού αναλημματικού τοίχου.
ΚΕΡΚΙΔΑ 1Α
Πραγματοποιήθηκε αποξήλωση των εδράνων και μέρους του υποβάθρου, ανασκαφική διερεύνηση και τεκμηρίωση μέχρι το φυσικό βράχο. Έγινε διαλογή των αναστηλούμενων λίθων του υποβάθρου, διαλογή μέρους του αφαιρεθέντος υποβάθρου για επανάχρηση και τακτοποίηση των μη επαναχρησιμοποιούμενων λίθων του υποβάθρου. Στο υπόβαθρο της κερκίδας απομακρύνθηκε το γαιώδες υλικό μέχρι τον φυσικό βράχο, συντηρήθηκαν τμήματα του φυσικού βράχου που είχαν παρουσιάσει διαφορικές καθιζήσεις και αποκολλήσεις.
Τοποθετήθηκε υδατοποιητικό διάφραγμα και ειδικό γεωύφασμα και δημιουργήθηκε υποδομή για την υποδοχή των λίθινων εδωλίων και διαδρόμων, με την ανακατασκευή αδιατάρακτης και στατικά αυτόνομης λιθοδομής. Τοποθετήθηκε αποστραγγιστικός αγωγός. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση των αρχαίων εδράνων και των αρχαίων πλακών διαδρόμου, λάξευση (από τοπικό ασβεστόλιθο) και τοποθέτηση των νέων εδράνων και πλακών όπου έλλειπαν τα αρχαία μέλη. Τέλος ανασύνθεση - αποκατάσταση των αποσυναρμολογημένων περιοχών στις όμορες υφιστάμενες ανά περίπτωση στάθμες.
Επιτρεπόμενες χρήσεις: Το καλοκαίρι του 1960, προκειμένου το θέατρο να παραχωρηθεί για παραστάσεις αρχαίου δράματος, πραγματοποιήθηκε από τον Δάκαρη «προσωρινή επανατοποθέτηση» των εδωλίων στα δύο κατώτερα διαζώματα του κοίλου, αποκαταστάθηκαν οι ορθοστάτες του στηθαίου στο μεσαίο διάζωμα και διευθετήθηκαν οι αναβαθμοί των δέκα κλιμάκων. Στις 5 και 6 Αυγούστου του ίδιου χρόνου με πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών διδάχτηκαν η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους και οι «Χοηφόροι» του Αισχύλου.
Το 1999, μετά την πτώση ενός ορθοστάτη του β' διαζώματος, με απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.), απαγορεύτηκαν οι παραστάσεις και γενικότερα η άνοδος των επισκεπτών στο κοίλο για την προστασία των θεατών. Το μνημείο ωστόσο παραμένει ανοιχτό για επίσκεψη όπως και ολόκληρος ο αρχαιολογικός χώρος.
Πρόσθετες πληροφορίες: Το μνημείο ανήκει στη χωρική αρμοδιότητα της ΙΒ' Εφορείας Προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων και ως εκτελούμενο αναστηλωτικό έργο είναι ενταγμένο στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πνευματικά δικαιώματα: ΥΠ.ΠΟ.Τ./ ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Δικαιοδοσία: ΥΠ.ΠΟ.Τ./ ΙΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Γεωγραφικό Πλάτος: 39'' 32' 47.37'' Β
Γεωγραφικό Μήκος: 20'' 47' 15.72'' Α
Google Earth: 39.546491 / 20.787833
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το θέατρο δεσπόζει στο νοτιοδυτικό άκρο της χαμηλής λοφοσειράς που στεφανώνει και οριοθετεί από βορρά το ιερό της Δωδώνης. Το τεράστιο κοίλο, που καθιστά το θέατρο ένα από τα μεγαλύτερα του Ελληνιστικού κόσμου, έχει κτιστεί σε κατάλληλα διαμορφωμένη φυσική κοιλότητα στην πλαγιά του λόφου, η κορυφή του οποίου χρειάστηκε να συμπληρωθεί με τεχνητή επίχωση για να συγκρατήσει την απόληξη του επιθεάτρου. Η σημερινή μορφή του θεάτρου οφείλεται σε ευρείας κλίμακας εργασίες αποκατάστασης, που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του έτους 1959 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Μετά από χρόνια εγκατάλειψη, η φθορά είχε διαταράξει δραματικά την τελευταία οικοδομική φάση του μνημείου, όταν πλέον λειτουργούσε ως χώρος Ρωμαϊκών θεαμάτων. Η εικόνα που παρουσίαζε το θέατρο πριν από τις ανασκαφικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις μπορεί να ανασυσταθεί από παλαιά φωτογραφικά αρχεία, πλήθος ταξιδιωτικών περιγραφών και σποραδικά σκαριφήματα που συμπληρώνουν τις κάθε είδους λόγιες προσεγγίσεις του «θαυμαστού» αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης. Η ορχήστρα με τη σκηνή, οι πάροδοι και οι τρεις κατώτερες σειρές εδωλίων του κοίλου, ήταν καλυμμένα από επιχώσεις ύψους τριών και πλέον μέτρων, και αποτελούσαν καλλιεργήσιμο αγρό.
Βαθείς επιχώσεις εκτείνονταν, εξάλλου, σε ολόκληρη την περιοχή του ιερού. Λίθινες μάντρες, καλύβες, καλλιεργημένες εκτάσεις και κάθε λογής αγροτική δραστηριότητα είχαν δημιουργηθεί, μηδέ της λατομικής εξαιρουμένης. Ανάμεσα στους εκτεταμένους αγρούς εξείχε έντονα η λοφοσειρά, στην πλαγιά της οποίας αναποδογυρισμένοι και κυλισμένοι οι λίθοι των εδωλίων και των αναλημμάτων, δύσκολα διακρίνονταν από τη μορφή μιας φυσικής σχεδόν κατολίσθησης. Αυτή την εικόνα πρέπει να αντίκρισε ο Άγγλος λόγιος C. Wordsworth όταν επισκέφθηκε την περιοχή το 1832 και πρότεινε για πρώτη φορά ορθά την ταύτιση των ερειπίων ως το ιερό της Δωδώνης.
Παρόμοιες περιγραφές διέσωσαν στα κείμενά τους και άλλοι ξένοι περιηγητές κατά το α' ήμισυ του 19ου αιώνα, εποχή που τα εντυπωσιακά ερείπια που επισκέπτονταν στην περιοχή «Παλαιόκαστρο» Δραμεσιών, δεν είχαν ακόμη αποδοθεί στο ιερό του Δωδωναίου Διός. Μισοθαμμένο και σε ερειπιώδη κατάσταση, το θέατρο έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1875, οπότε ο Ηπειρώτης πολιτικός και αρχαιόφιλος Κ. Καραπάνος, επιβεβαίωσε την ταύτιση του ιερού και ανέσκαψε για πρώτη φορά στο μνημείο. Ο ίδιος διατύπωσε και την πρώτη μετρική υπόθεση για τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του θεάτρου, την αρχιτεκτονική του ανατολικού προπύλου και μέρους του σκηνικού οικοδομήματος.
Παρά την επισφαλή ερμηνεία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, η έρευνα είχε ξεκινήσει. Συστηματικά πλέον άρχισε να ερευνάται ο χώρος του θεάτρου από το 1955 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δ. Ευαγγελίδη, ο οποίος με δοκιμαστικές τομές αποκάλυψε τμήμα της ορχήστρας και του κοίλου και περιέγραψε την κατάσταση του δομικού υλικού. Τα επόμενα έτη αποκαλύφθηκε το κυκλικό στηθαίο της αρένας. Μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη, το 1959, η έρευνα στο θέατρο συνεχίστηκε από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Σ. Δάκαρη, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Δωδώνη.
Απομακρύνθηκαν οι επιχώσεις από το κοίλο και την ορχήστρα και αποκαλύφθηκαν εξ ολοκλήρου η σκηνή με τη συνεχόμενη νότια στοά και οι μεγάλοι αναλημματικοί τοίχοι με τους υποστηρικτικούς πύργους. Το 1960, ο Δάκαρης δημοσιεύει την πρώτη συνθετική μελέτη για το αρχιτεκτονικό σύνολο. Την ίδια χρονιά επιχειρούνται και οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες που συνεχίστηκαν ολόκληρη την δεκαετία. Το αποτέλεσμα των επεμβάσεων αυτών είναι η διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του θεάτρου.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Το κοίλο του θεάτρου διαιρείται με δύο διαζώματα (διαδρόμους) σε τρεις ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη αποτελεί το επιθέατρο. Δύο επιπλέον διάδρομοι για την κυκλοφορία των θεατών υπήρχαν στη βάση του κοίλου, πίσω από την προεδρία, και στην κορυφή του. Η κατώτερη ζώνη του κοίλου περιελάμβανε στην αρχική μορφή της την προεδρία και δεκαεννέα ακόμη σειρές μονολιθικών εδωλίων, με τους ενδιάμεσους πλακοστρωμένους διαδρόμους, σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο. Κατά την τρίτη οικοδομική φάση του μνημείου, η προεδρία και οι τρεις πρώτες σειρές εδωλίων αφαιρέθηκαν και το δομικό υλικό τους, όπως και των ενδιάμεσων διαδρόμων, χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του αναλημματικού τοίχου της αρένας.
Έτσι σήμερα έχουν απομείνει οι δεκαέξι σειρές εδωλίων, η κατώτερη από τις οποίες είναι ενσωματωμένη στον διάδρομο που περιβάλλει την αρένα. Στην περιφέρεια της ορχήστρας διακρίνεται η «ευθυντηρία» της προεδρίας. Αρχιτεκτονικά μέλη της είναι ενσωματωμένα στον τοίχο της αρένας και διάσπαρτα σε άλλα σημεία του θεάτρου. Η μελέτη των καταλοίπων αυτών κατέστησε δυνατή την ανασύσταση της μορφής της προεδρίας, τα εδώλια της οποίας φαίνεται ότι έφεραν βαθύ κοίλο κυμάτιο στην εμφανή εμπρόσθια όψη τους, χωρίς ερεισίνωτα και ερεισίχειρα. Η δεύτερη ζώνη του κοίλου περιλαμβάνει δεκαέξι σειρές εδωλίων και το επιθέατρο είκοσι σειρές.
Οι δύο κατώτερες ζώνες διαιρούνται με δέκα ακτινωτές κλίμακες σε εννέα κερκίδες, ενώ διπλάσιος αριθμός κερκίδων μεταξύ δεκαεννέα κλιμάκων, διαμορφώνεται στο επιθέατρο. Οι μικροδιαφορές που παρουσιάζονται ως προς τη γωνία κλίσης μεταξύ των δύο κατώτερων ζωνών και του επιθεάτρου, πιθανόν να οφείλονται στις πολλαπλές μετακινήσεις, τόσο του υποστρώματος, όσο και της τελικής επιφάνειας του κοίλου. Τα δύο διαζώματα, οι οριζόντιοι διάδρομοι για την κυκλοφορία των θεατών, συμπεριλαμβάνουν στο πλάτος τους την ανώτερη σειρά εδωλίων της χαμηλότερης ζώνης και οριοθετούνται με ορθοστάτες στη βάση της επόμενης.
Οι ορθοστάτες εδράζονται σε πόδιο και επιστέφονται με επίθημα, ενώ με ιδιαίτερη κατασκευή έχουν διαμορφωθεί τα ανοίγματα προς τις κλίμακες. Το ανώτερο άκρο του επιθεάτρου ορίζεται περιμετρικά από διάδρομο πλάτους άνω των τριών μέτρων, την «περίοδο», η οποία περικλείεται επίσης από ψηλό ορθοστάτη εδραζόμενο επάνω σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην «περίοδο» οδηγούσαν οι δευτερεύουσες είσοδοι προς το θέατρο, από βορρά και βορειοανατολικά. Οι κλίμακες σχηματίζονται από μονολιθικές βαθμίδες, πλάτους ενός περίπου μέτρου και ύψους 19 εκατοστών.
Σε κάθε σειρά εδωλίων αντιστοιχούν δύο βαθμίδες, εκ των οποίων εκείνη που αναλογεί στον ενδιάμεσο διάδρομο έχει μεγαλύτερο μήκος και εισχωρεί σε αυτόν, σε αντίθεση με την επόμενη που περιορίζεται μεταξύ των εδωλίων. Ενίοτε τα μεγαλύτερα σε μήκος εδώλια έχουν λαξευτεί, ώστε να μετατραπούν σε τμήμα βαθμίδας, η οποία συμπληρώθηκε με τμήμα λίθου προκειμένου να αποκτήσει το κανονικό της μήκος. Η ορχήστρα του θεάτρου περιτρέχεται σε τόξο 214ο από λίθινο αγωγό απορροής των ομβρίων και έχει διάμετρο 21,88 μ. συμπεριλαμβανομένου του αγωγού και 18,72 μ. χωρίς αυτόν. Ο αγωγός οδηγεί τα όμβρια υπόγεια προς νότο, κάτω από τη σκηνή.
Η διάμετρος της Ρωμαϊκής αρένας που διαμορφώθηκε αργότερα είναι 25,00 μ. περίπου. Σήμερα η σκηνή έχει τη μορφή που απέκτησε κατά την τελευταία οικοδομική φάση του θεάτρου, με την κατάργηση του προσκηνίου και των παρασκηνίων και την κατασκευή της ωοειδούς κονίστρας. Εκατέρωθεν της σκηνής, οι πάροδοι διαμορφώνονται με μνημειακά Ιωνικά πρόπυλα και επιμελημένους αναλημματικούς τοίχους κατά το ισόδομο σύστημα, κάθετους στα νότια αναλήμματα του κοίλου. Το κοίλο εδράζεται εν μέρει στο φυσικό βράχο, ο οποίος κατά τόπους στο κεντρικό τμήμα του λαξεύτηκε επιμελώς και είναι ορατός με τη μορφή εδράνου ή διαδρόμου.
Η μέγιστη διάμετρος στο ανώτερο αδιατάρακτο σημείο του επιθεάτρου ανέρχεται σε 136 μέτρα. Λόγω των ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων του κοίλου που υπερέβαινε το πλάτος της φυσικής κοιλότητας του λόφου, για την έδρασή του συμπληρώθηκε στα άκρα τεχνητή επίχωση που συγκρατείται από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους ανατολικά, δυτικά και νότια. Το ανατολικό ανάλημμα περιτρέχει την εξωτερική κυκλική πλευρά σχεδόν παράλληλα με την «περίοδο» του επιθεάτρου και διαμορφώνεται σε πτυχωτή μορφή ώστε να ενισχύεται η κατασκευή και να διασπάται αισθητικά η μεγάλη επιφάνεια.
Στο δυτικό ανάλημμα, μικρότερου ύψος και μήκους από το ανατολικό, δεν σχηματίζονται πτυχώσεις. Στις όψεις των νότιων αναλημματικών τοίχων που συγκρατούν τα δύο άκρα του κοίλου, η κατασκευή ενισχύεται με 4 μεγάλους ορθογώνιους πύργους σε κάθε πλευρά εκατέρωθεν της ορχήστρας. Οι δύο γωνιακοί πύργοι προεκτείνονται βόρεια με τη μορφή οχυρωματικού «προμαχώνα». Στα νότια αναλήμματα του κοίλου κυρίαρχη θέση κατέχουν οι δύο εξωτερικές μεγάλες κλίμακες που αναπτύσσονται μεταξύ των δύο διαζωμάτων. Εκτός της αντερεισματικής τους λειτουργίας, οι κλίμακες οδηγούσαν από το χαμηλότερο επίπεδο στο δεύτερο διάζωμα.
Στη συμβολή των κλιμάκων με τα διαζώματα υπάρχει πλατύσκαλο, που αρχικά έφερε περιμετρικό στηθαίο, ανάλογο με εκείνο που υπήρχε στις κλίμακες. Ο τρόπος χάραξης του θεάτρου αποτέλεσε αντικείμενο επισταμένης έρευνας ήδη από τη δεκαετία του 1960. Στη συζήτηση για την εξεύρεση της αρχικής γεωμετρίας του μνημείου, συνέβαλαν σημαντικά οι πρόσφατα εκπονηθείσες μελέτες για την αποκατάστασή του. Οι εργασίες αποκατάστασης του κοίλου, που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη, συνεισφέρουν πλέον -με ακριβέστερες μετρήσεις και λεπτομερείς παρατηρήσεις- στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη προσέγγιση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του θεάτρου.
Η κυκλική ορχήστρα και οι οριζόντιοι κυκλικοί τομείς των σειρών εδωλίων ορίζονται από το γεωμετρικό κέντρο του κύκλου, που ταυτίζεται με τη θυμέλη. Η περιφέρεια του κύκλου τέμνει την πρόσοψη του λίθινου προσκηνίου στο μέσον των 6ου 7ου και 12ου 13ου μεταξονίου. Ωστόσο, φαίνεται ότι για τη χάραξη των όμοιων κυκλικών τομέων των κερκίδων χρησιμοποιήθηκε ένα διαφορετικό κέντρο, μετατοπισμένο νοτιότερα, προς το σημείο τομής του άξονα συμμετρίας του θεάτρου και της νοητής ευθείας που ενώνει ομοεπίπεδα τις όψεις των μεγάλων νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου.
Η αποκατεστημένη κατά το 1960 μορφή του θεάτρου δυσχεραίνει τον ορισμό αυτού του κέντρου, κυρίως ως προς την αξονική μέτρηση των κλιμάκων μεταξύ των κερκίδων. Με αρκετά μετρικά δεδομένα, θεωρούμε πολύ πιθανόν ότι ως κέντρο χάραξης των κλιμάκων και κατ΄ επέκταση των κερκίδων χρησιμοποιήθηκε η νοητή προέκταση των δεξιών παρειών των κλιμάκων στο ανατολικό τμήμα του κοίλου, και των αριστερών παρειών τους στο δυτικό αντίστοιχα, οι οποίες συγκλίνουν στο ίδιο σημείο. Η παραπάνω προσέγγιση φαίνεται να ενισχύεται και από τα κατασκευαστικά στοιχεία.
Οι προαναφερόμενες παρειές των κλιμάκων εμφανίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερη επιμέλεια στην προσαρμογή τους με τα όμορα εδώλια, η οποία έχει επιτευχθεί με τη λάξευση των άκρων των εδωλίων και τη διαμόρφωσή τους σε τμήμα του σκαλοπατιού. Το δεύτερο αυτό κέντρο, που ορίζεται όπως περιγράψαμε παραπάνω, βρίσκεται σε απόσταση περίπου 2,05 - 2,08 μ. επί του άξονα συμμετρίας νοτιότερα του γεωμετρικού κέντρου. Η χάραξη βάσει δύο διαφορετικών κέντρων φαίνεται ότι επιβλήθηκε στον αρχαίο κατασκευαστή από την ανάγκη εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα της αλληλοτομίας του κύκλου της ορχήστρας και των οριζόντιων ομόκεντρων κύκλων των εδωλίων με τους αναλημματικούς τοίχους, που είναι τοποθετημένοι κάθετα στον άξονα συμμετρίας του κοίλου.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Τα ανασκαφικά δεδομένα του θεάτρου συνέβαλαν στη διάκριση των οικοδομικών περιόδων του μνημείου και στην απόδοση των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων στις διαδοχικές φάσεις κατασκευών και επισκευών. Ο Δάκαρης αναγνώρισε τέσσερις οικοδομικές φάσεις στο μνημείο, η χρονολόγηση των οποίων στηρίχθηκε στα αρχαιολογικά ευρήματα, κατά κύριο λόγο στις μαρτυρίες των νομισματικών ανασκαφικών συνόλων, και στη χρονολογική τους σύνδεση με τους σημαντικούς σταθμούς της ιστορικής εξέλιξης της Ηπείρου.
Η οικοδόμηση του θεάτρου, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., εντάσσεται στο ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα που σχεδίασε και εφάρμοσε στη Δωδώνη ο βασιλεύς Πύρρος, με στόχο τη μνημειακή διαμόρφωση και την πανελλήνια προβολή του ιερού. Εξάλλου, ο Πύρρος θεωρείται ο ιδρυτής ή αναμορφωτής των εορτών των Ναΐων, η τέλεση των οποίων προϋπέθετε την ύπαρξη θεάτρου και σταδίου στο ιερό της Δωδώνης. Κατά την πρώτη οικοδομική φάση κατασκευάστηκαν ολόκληρο το κοίλο, με την προεδρία στη βάση της κατώτερης ζώνης των εδωλίων και το επιθέατρο, οι περιμετρικοί αναλημματικοί τοίχοι με τα εξωτερικά κλιμακοστάσια, που θεωρείται ότι ξεκινούσαν από τη στάθμη των παρόδων, η ορχήστρα με τον αποχετευτικό αγωγό και η αρχική σκηνή.
Η σκηνή αποτελείτο από μία ορθογώνια αίθουσα, μήκους 31,00 μ. και πλάτους 9,00 μ., με ανοιχτή την πρόσθια πλευρά. Εσωτερικά των εγκάρσιων τοίχων είχαν διαμορφωθεί δύο τετράγωνα παρασκήνια. Τέσσερις τετράγωνοι πεσσοί στην πρόσοψη, ισομοίραζαν το διάστημα μεταξύ των παρασκηνίων. Ορθογώνιες εγκοπές στον στυλοβάτη, μπροστά στις βάσεις έδρασης των πεσσών, σχετίζονται πιθανότατα με την υποδοχή ζωγραφικών πινάκων για τη σκηνογραφική διαμόρφωση της πρόσοψης. Στο μέσον του νότιου τοίχου της σκηνής υπήρχε θυραίο άνοιγμα με τοξωτό υπέρθυρο.
Τα υπόλοιπα ανοίγματα, που υπάρχουν εκατέρωθεν της τοξωτής εισόδου, φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν αργότερα ή έχουν υποστεί μεταγενέστερες τροποποιήσεις, που δεν διευκολύνουν στην ανασύσταση της αρχικής τους μορφής και λειτουργίας. Στην εσωτερική όψη του νότιου τοίχου είναι ευκρινή ίχνη παραστάδων, κατ’ αντιστοιχία με τους τετράγωνους πεσσούς, οι οποίες φαίνεται ότι ενίσχυαν την κατασκευή και υποβοηθούσαν τη γεφύρωση μεταξύ των πεσσών και του νότιου τοίχου της σκηνής. Στην αρχική κατασκευαστική φάση της σκηνής εντάσσεται και η ισομήκης Δωρική στοά που αναπτύσσεται στα νότιά της.
Η στοά έφερε δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους στη νότια πλευρά της και πλαισίωνε από βορρά την Ιερά Οδό, που οδηγούσε στο κυρίως ιερό με τα λατρευτικά οικοδομήματα. Κατά την άποψη του Δάκαρη, το σκηνικό οικοδόμημα ήταν διώροφο και η άνοδος στον όροφο γινόταν με κλίμακα που υπήρχε στα δυτικά του τοξωτού ανοίγματος. Ο ίδιος υποθέτει ότι ένα ξύλινο προσκήνιο που απομακρυνόταν μετά την διδασκαλία, εξυπηρετούσε τις εκάστοτε δραματουργικές ανάγκες. Σύμφωνα με νεότερες επιστημονικές απόψεις, η σκηνή στην πρώτη αυτή οικοδομική φάση δεν θα πρέπει να διέθετε όροφο, ενώ επιπλέον συζήτηση έχει γίνει για το ξύλινο προσκήνιο και για την αρχική μορφή της εξωτερικής στοάς.
Οι αρχικές πάροδοι του θεάτρου δεν είναι δυνατόν να ανασυσταθούν, λόγω της ριζικής αναμόρφωσης του σημείου αυτού κατά την επόμενη οικοδομική φάση του μνημείου. Ωστόσο, η υπόθεση ύπαρξης προπύλων, μεταξύ των παρασκηνίων και των νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, με δεδομένη την ύπαρξη εντορμιών και απολαξευμάτων στο βραχώδες έδαφος και στο χαμηλότερο τμήμα των αναλημμάτων, στοιχείων που χρήζουν ασφαλώς περαιτέρω έρευνας και ερμηνείας. Η δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου συνδέθηκε με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά από την καταστροφή του από τους Αιτωλούς, στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ.
Στη φάση αυτή αποδίδονται επισκευές και προσθήκες στο σκηνικό οικοδόμημα και η κατασκευή μνημειακών προπύλων στις παρόδους του θεάτρου. Οι αναλημματικοί τοίχοι των παρόδων κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο. Το σκηνικό οικοδόμημα διευρύνθηκε, ενσωματώνοντας τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία, και απέκτησε όροφο. Στην πρόσοψη της αρχικής σκηνής προστέθηκαν δύο μικρότερα ορθογώνια δωμάτια στα άκρα και λίθινο προσκήνιο με δεκαοχτώ Ιωνικά ημικιόνια. Σώζονται οι Ιωνικές βάσεις με τα κατώτερα τμήματα των ημικιόνων, οι οποίοι διαμορφώνονται σε συμφυή ορθογώνιο πεσσό στο πίσω μέρος.
Στην πίσω πλευρά τους οι πεσσοί φέρουν κατά μήκος των ακμών ανά μία εγκοπή, για την τοποθέτηση πινάκων. Τα ημικιόνια, που στήριζαν το επιστύλιο του προσκηνίου, έχουν εννέα πλήρεις Ιωνικές ραβδώσεις και δύο μισές στα άκρα και επιστέφονταν από ημίτομα Ιωνικά κιονόκρανα με κοιλόκυρτο εχίνο και ευθύ επίθημα, που απέληγε σε δύο εκατέρωθεν σπείρες. Η μορφή του επιστυλίου, με γεισήποδες και κυμάτιο, μπορεί να ανασυντεθεί από την ύπαρξη ενός διατηρημένου κατά χώραν τμήματός του. Ο όροφος της σκηνής φαίνεται ότι διαμορφωνόταν με θυρώματα στην πρόσοψη, μεταξύ των οποίων τοποθετούντο ζωγραφικοί πίνακες.
Σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα ανασκαφικά δεδομένα, η διώροφη σκηνή καλυπτόταν με αμφικλινή στέγη με κλίση προς το κοίλο και τη στοά. Η άποψη που έχει διατυπωθεί, ότι η σκηνή γνώρισε μία και μόνο οικοδομική φάση, δεν φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή. Στην αρχή των παρόδων, κατασκευάστηκαν δύο διπλές είσοδοι με τη μορφή συνεπτυγμένων Ιωνικών προπύλων. Οι παραστάδες κάθε προπύλου κοσμούνται αμφίπλευρα με Ιωνικά ημικιόνια, που περιβάλλονται στο εξωτερικό τους άκρο από κυμάτιο και αστράγαλο. Η διάμετρος των ημικιόνων και οι σπείρες των βάσεων διαφέρουν σε μέγεθος και σε μορφολογικές λεπτομέρειες, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι φέρουν ίχνη ημιτελούς επεξεργασίας.
Κατά την ίδια περίοδο, εγκάρσια στους νότιους αναλημματικούς τοίχους του κοίλου και παράλληλα στις στενές όψεις της σκηνής κατασκευάστηκαν κατά το ισόδομο σύστημα ισχυροί τοίχοι που αποτέλεσαν τα αναλήμματα των παρόδων. Για το λόγο αυτό φαίνεται ότι καταργήθηκαν οι κατώτερες βαθμίδες των μεγάλων εξωτερικών κλιμάκων, περιορίζοντας ίσως την πρόσβαση σε αυτές μόνον μέσω των επικλινών ανδήρων που διαμορφώθηκαν εκατέρωθεν των παρόδων, μπροστά από το κοίλο του θεάτρου, για να συγκρατήσουν τις επιχώσεις της αιτωλικής καταστροφής. Περισσότερο πιθανόν φαίνεται τα κλιμακοστάσια να διατήρησαν μόνον την αντερεισματική τους λειτουργία και οι θεατές να οδηγούνταν πλέον στο πρώτο διάζωμα μέσω των εσωτερικών κλιμάκων της πρώτης ζώνης.
Τα επιμέρους στοιχεία της σκηνής, των προπύλων και των αναλημματικών τοίχων των παρόδων συνδέονται οργανικά και εντάσσονται με σαφήνεια σε ενιαία αρχιτεκτονική σύλληψη και διαμόρφωση, που συνιστά δημιούργημα της δεύτερης αυτής οικοδομικής φάσης. Μολονότι η κατάκτηση της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. και η καταστροφή που ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα έχουν αφήσει σαφή ίχνη στα περισσότερα οικοδομήματα του ιερού, φαίνεται ότι το θέατρο παρέμεινε σχετικά αλώβητο. Τα σαφή ίχνη πυρπολήσεως, που ο Δάκαρης διαπίστωσε ανασκαφικά στο δάπεδο της σκηνής έως τη δυτική πάροδο και απέδωσε στη Ρωμαϊκή καταστροφή, δεν συνδέονται με ανάλογες ενδείξεις ανοικοδόμησης των αρχιτεκτονικών μερών του μνημείου.
Η τρίτη οικοδομική φάση του θεάτρου, εάν πρέπει να μιλήσουμε για τρίτη οικοδομική φάση όπως επισημάνθηκε, περιορίζεται στην κατασκευή πρόχειρου τοίχου από αργούς λίθους και ασβέστη, ο οποίος αντικατέστησε τους κατεστραμμένους ημικίονες και πεσσούς της σκηνής, και στην αντικατάσταση των κεράμων της στέγης. Σύμφωνα με το Δάκαρη, η επισκευή μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά περίπου στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.. Έμμεσες ενδείξεις, όπως ο συσχετισμός με την αντίστοιχη οικοδομική φάση του παρακείμενου κτηρίου του Πρυτανείου, η οποία είναι ακριβέστερα χρονολογημένη, μπορούν να υποστηρίξουν μια ανάλογη χρονολόγηση της επισκευής του θεάτρου προς το τέλος του 2ου αιώνα αρχές 1ου αιώνα π.Χ., αλλά πριν από την επιδρομή των Θρακών στο ιερό, το 88 π.Χ..
Η τέταρτη οικοδομική φάση του θεάτρου της Δωδώνης (30 π.Χ.- 4ος αιώνας μ.Χ.) ταυτίζεται με την τύχη πολλών Ελληνικών θεάτρων, που δεν ήταν άλλη από την μετατροπή του χώρου της διδασκαλίας του θεατρικού λόγου, σε χώρο Ρωμαϊκών θηριομαχιών. Η αρχή της Ρωμαϊκής φάσης μπορεί να τοποθετηθεί στην εποχή του Αυγούστου και να συνδεθεί με το ενδιαφέρον του για το ιερό της Δωδώνης. Για την κατασκευή της αρένας, οι δύο πρώτες σειρές των καθισμάτων με την προεδρία και τους ενδιάμεσους διαδρόμους αφαιρέθηκαν και στη θέση του τρίτου εδωλίου υψώθηκε τοίχος ύψους 2,80 μ. για την προστασία των θεατών από τα θηρία.
Ο τοίχος δεν περιορίστηκε μόνον στον κύκλο του θεάτρου αλλά επεκτάθηκε νότια, απέκοψε το προσκήνιο και την πρόσοψη της σκηνής για να απολήξει στο νότιο τοίχο της. Έτσι δημιουργήθηκε μία ωοειδής κονίστρα, η αρένα. Τα δύο τριγωνικά διαμερίσματα, που σχηματίστηκαν από τον καμπύλο τοίχο της αρένας και τους στενούς πλάγιους τοίχους της σκηνής και επικοινωνούσαν με την κονίστρα μέσω ανεξάρτητων θυρών, εικάζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη των ζώων. Ένα επιπλέον άνοιγμα, στο στηθαίο μπροστά από την κεντρική κερκίδα, διασφάλιζε πιθανώς καταφύγιο στους αγωνιζόμενους. Τα υπολείμματα της ορχήστρας και της σκηνής καλύφθηκαν με επίχωση μισού μέτρου περίπου και ο αγωγός αχρηστεύθηκε.
Στις επιχώσεις αυτές βρέθηκαν διάσπαρτα μέλη όλων των προηγουμένων κατασκευαστικών φάσεων. Από την εποχή του Αυγούστου έως και τον 2ο μ.Χ. αιώνα οι πληροφορίες είναι λιγοστές. Με μικρή αναλαμπή το ενδιαφέρον του Αυτοκράτορα Αδριανού, που είναι πιθανόν να επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., φαίνεται ότι είχε αρχίσει ήδη η παρακμή του ιερού. Η επιγραφή μαρτυρία για την τέλεση των Ναΐων στα μέσα του 3ου αιώνα συνηγορεί για την πιθανή χρήση του θεάτρου έως την εποχή αυτή. Η συνεχιζόμενη φθορά του υλικού κατασκευής, οι μεγάλες επιχώσεις της περιοχής, η ανθρώπινη δραστηριότητα, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο ιστορικό πλαίσιο, κατέστησαν όχι μόνον το θέατρο αλλά και τα υπόλοιπα μνημεία του χώρου δύσκολα αναγνωρίσιμα, μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε και αναγνωρίστηκαν εκ νέου.
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗΣ
Δύο είδη Ηπειρωτικού ασβεστόλιθου έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του θεάτρου. Και τα δύο, ιζηματογενούς προέλευσης, από πετρολογική άποψη είναι παρόμοια, αλλά εμφανίζουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ο μικριτικός υπόλευκος ασβεστόλιθος έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του μεγαλυτέρου μέρους του μνημείου, ενώ ο φαιός έχει χρησιμοποιηθεί στις παρόδους, στους ημικίονες, στις παραστάδες, στα επιστύλια, στη σκηνή και σε ορισμένα εδώλια. Ο υπόλευκος ασβεστόλιθος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ασυνέχεια, λόγω της παρουσίας οριζόντιων και κατακόρυφων στυλόλιθων καθώς και εγκλεισμάτων κερατόλιθου με τη μορφή κονδύλων και φακών, και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κανόνα με τη στρώση και τους στυλόλιθους σε οριζόντια διάταξη.
Οι λίθοι των εδωλίων τοποθετήθηκαν με τρόπο ώστε στην επιφάνειά τους να εμφανίζεται μία λεπτή στρώση κερατόλιθου πάχους 1 - 1,5 εκατοστά. Ο συγκεκριμένος τρόπος δόμησης φαίνεται ότι επιλέχθηκε από τους αρχαίους κατασκευαστές, όχι μόνον λόγω της δυνατότητας ευχερέστερης διαμόρφωσης των λίθων, αλλά και για την προστασία της ασβεστιτικής μάζας: ο κερατόλιθος έχει μεγάλη σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση. Οι διακοσμητικοί λόγοι για την επίτευξη χρωματικής ομοιογένειας δεν θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν. Η απώλεια της υποκείμενης του κερατόλιθου ασβεστιτικής μάζας στους λίθους του θεάτρου παρατηρήθηκε ήδη από τους πρώτους χρόνους της συστηματικής έρευνας.
Η προέλευση των λίθων του θεάτρου θα πρέπει να αναζητηθεί στα ασβεστολιθικά στρώματα της περιοχής. Η ύπαρξη αρχαίου λατομείου μαρτυρείται σε περιοχή βορείως του ιερού. Οι σειρές των μονολιθικών εδωλίων με τον πλακόστρωτο ελαφρά χαμηλωμένο διάδρομο έχουν πλάτος περίπου 0,77 μ. Οι λίθοι των εδωλίων, με διαφορετικό μήκος έκαστος και ύψος περίπου 0,39 μ., έχουν προσαρμοστεί στον εκάστοτε κύκλο με τη δημιουργία ανάλογης κυκλικής λάξευσης. Για τις πλάκες των διαδρόμων έχουν χρησιμοποιηθεί ενίοτε συμπαγείς λίθοι μεγάλων διαστάσεων και πάχους από 0,12 μ. έως 0,15 μ., ίδιας προέλευσης με τους λίθους των εδωλίων, και άλλοτε πλακοειδείς λίθοι προερχόμενοι από τη λάξευση για τη διαμόρφωση του βραχώδους υποστρώματος του κοίλου.
Ορυκτολογικά ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Οι αναστηλωτικές εργασίες των τελευταίων ετών, που περιλαμβάνουν, μετακίνηση των εδωλίων για τη συμπλήρωσή τους, έφεραν στο φως κάθε λεπτομέρεια σχετική με τον τρόπο κατασκευής του κοίλου. Ο φυσικός βράχος, με «ορίζοντες» μικρού ύψους κατανεμημένους κυματιστά και σε διάφορες κατευθύνσεις, άλλοτε λαξευόταν και άλλοτε επιχωνόταν με φερτά υλικά και λατύπη, ώστε να δημιουργηθεί το επιθυμητό ύψος για την έδραση των αρχιτεκτονικών μελών. Τοποθετούντο κατ’ αρχάς οι πλάκες διαδρόμου και στη συνέχεια οι μεγάλοι λίθοι των εδωλίων.
Η επεξεργασία της επιφάνειας των πλακών, που ενίοτε φαίνεται να έχουν υποστεί επιπλέον λάξευση με σκοπό τη βέλτιστη πρόσφυση των εδράνων, παρακολουθεί με ακρίβεια τη γεωμετρία των προς τοποθέτηση εδωλίων, τα οποία φέρουν βαθιά μασχαλιαία εγκοπή στην πίσω άνω ακμή, για την υποδοχή της υπερκείμενης πλάκας διαδρόμου. Στις περιπτώσεις όπου ο φυσικός βράχος ήταν επιφανειακός, λαξευόταν επιμελώς, ώστε να δεχθεί τις αντίστοιχες πλάκες διαδρόμου, όπως βεβαιώνουν αρχαίες απολαξεύσεις στις περιοχές όπου έχει γίνει ανασκαφική έρευνα.
Η λάξευση του φυσικού βράχου και η κατά περίπτωση τοποθέτηση της πλάκας διαδρόμου διαμόρφωναν μια ποικιλία από ύψη, ούτως ώστε τα εδώλια να εδράζονται άλλοτε εξ ολοκλήρου στις πλάκες διαδρόμου και άλλοτε, τόσο σε πλάκες, όσο και σε φυσικό βράχο. Σε ορισμένες περιοχές του κοίλου ήταν απαραίτητη η πλήρωση των κενών του βράχου με επιχώσεις, επάνω στις οποίες τοποθετούντο τα αρχιτεκτονικά μέλη. Οι επιχώσεις έχουν διαμορφωθεί με χωμάτινα υπολείμματα και λατύπη και ενισχύονταν ενίοτε με αδρολαξευμένες ατελείς λιθοδομές. Στο πρώτο διάζωμα, πλάτους 1,58 μ. μαζί με το όμορο εδώλιο, έχουν χρησιμοποιηθεί μονοκόμματες πλάκες, που φέρουν, προς τη δεύτερη ζώνη, μικρή εγκοπή για την έδραση της βαθμίδας του ορθοστάτη.
Ο ορθοστάτης ύψους 0,48 μ. δεχόταν επίθημα με αστραγαλοειδή απόληξη. Το δάπεδο του δεύτερου διαζώματος, πλάτους περίπου 2,80 μ., αποτελείται από δύο σειρές πλακών, εκ των οποίων αυτή προς το επιθέατρο φέρει επίσης εγκοπή για την έδραση της βαθμίδας του ορθοστάτη του. Ο ορθοστάτης στη βάση του επιθεάτρου, έχει συνολικό ύψος, μαζί με τη βαθμίδα, 1,30 μέτρων. Τα ισχυρά αναλήμματα που συγκρατούν το κοίλο και οι εξωτερικοί πύργοι είναι κατασκευασμένοι κατά το ισόδομο σύστημα, με επιλεγμένης ποιότητας λιθοπλίνθους ύψους 50 - 65 εκατοστών. Οι στενές πλευρές των λίθων ανά μία ή δύο σειρές σχηματίζουν τραπέζιο, ενώ η όψη τους διαμορφώνεται με ισχυρή ένταση της επιφάνειας και ταυτόχρονη μείωση της περιοχής γύρω από τους αρμούς.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ
Πριν από τις επεμβάσεις του 1960 το θέατρο παρουσίαζε την εικόνα βίαιης καταστροφής από σεισμό ή ανθρώπινη δραστηριότητα. Η απώλεια μεγάλου μέρους της έδρασης των λίθων των εδωλίων, η διατάραξη των τεχνητών αποστραγγίσεων, η υποχώρηση του χωμάτινου εν μέρει υποστρώματος, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η δράση της χλωρίδας, φαίνεται ότι αποτέλεσαν συμπληρωματικά στοιχεία της φθοράς. Πέραν της κύλισης των λίθων στην περιοχή του κοίλου, οι μεγάλοι αναλληματικοί τοίχοι είχαν καταρρεύσει συμπαρασύροντας και τις αντίστοιχες επιχώσεις. Η ορχήστρα και η σκηνή δεν διακρίνονταν, καθώς επίχωση άνω των τριών μέτρων είχε μετατρέψει την περιοχή σε αγρό.
Όταν ο Κ. Καραπάνος διενήργησε τις πρώτες ανασκαφές στο μνημείο, δεν κατόρθωσε να υπολογίσει το συνολικό αριθμό των σειρών των εδωλίων, ούτε τον αριθμό των διαζωμάτων. Ο Δ. Ευαγγελίδης σημειώνει στην ανασκαφική του έκθεση το 1955, ότι «τα εδώλια έχουν κατολισθήσει (εκτός τμήματος μικρού της Δ. πλευράς) εκ της αρχικής των θέσεως και έχει αποσαθρωθεί το υπόβαθρον αυτών εξ ασβεστολίθου κατεσκευασμένον». Η φθορά της βάσης των εδωλίων οφείλεται κυρίως στην ποιότητα του ασβεστόλιθου, ο οποίος αποσαθρώνεται εξαιτίας των καιρικών συνθηκών της περιοχής.
Το γεγονός άλλωστε ότι οι τέσσερις κατώτερες σειρές υπεράνω του τοίχου της αρένας, οι οποίες είχαν παραμείνει επιχωσμένες για να αποκαλυφθούν κατά την ανασκαφή του 1959, διατηρούνται σε καλή κατάσταση, επιβεβαιώνει τα παραπάνω, περιορίζοντας τη σημασία άλλων εξωγενών παραγόντων φθοράς. Τα καλοκαίρι του 1959, με δαπάνες της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Σ. Δάκαρης ανέσκαψε στο κοίλο και την ορχήστρα μέχρι τη στάθμη του φυσικού βράχου, αποκάλυψε ολόκληρη τη σκηνή και τις παρόδους και απελευθέρωσε από τις επιχώσεις τα περιμετρικά αναλήμματα. Η πλήρης αποχωμάτωση ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Την επόμενη χρονιά συντελέστηκε «κατόπιν εντολής της Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως του Υπουργείου Προεδρίας, η προσωρινή τοποθέτησις των εδωλίων εις τα δύο κατώτερα διαζώματα και των αναβαθμών 10 κλιμάκων», σημειώνει ο ανασκαφέας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, έγινε δυνατή η διοργάνωση εορτών στη Δωδώνη την 5η και 6η Αυγούστου 1960, στις οποίες διδάχτηκαν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή και οι Χοηφόροι - Ευμενίδες του Αισχύλου.
Εκτός από την τακτοποίηση των εδωλίων, με την προσωρινή τοποθέτηση των λίθων που είχαν απολέσει το αρχικό ύψος τους, επάνω σε αργούς λίθους, αποκαταστάθηκαν οι ελάχιστοι ορθοστάτες του στηθαίου στο πρώτο διάζωμα και αργότερα τοποθετήθηκαν τα δύο ή τρία επιθήματα. Η τοποθέτηση των εδωλίων έγινε με ταυτόχρονη μερική οριζοντιοποίηση του κεκλιμένου χωμάτινου υποστρώματος. Τα κενά του στηθαίου συμπληρώθηκαν με νέους ορθοστάτες, οι οποίοι τοποθετήθηκαν χωρίς κοίλανση της όψης τους, με γνώμονα, όπως σημειώνεται, να «διαφοροποιηθούν τα αρχαία μέλη από τις συμπληρώσεις».
Χρησιμοποιήθηκε εγχώριος ασβεστόλιθος όμοιας περίπου σύστασης με τον παλαιό. Η γήρανση του υλικού και η πάροδος αρκετών ετών από την τοποθέτηση των νέων λίθων έχει επιφέρει σχετική χρωματική ομοιογένεια μεταξύ των αρχαίων και νέων μελών. Η επίσπευση για την ολοκλήρωση και συμπλήρωση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του θεάτρου φαίνεται ότι οδήγησε εν μέρει στην παρατοποθέτηση αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και μερικών απολαξεύσεων αρχαίου υλικού. Η πάροδος πενήντα και πλέον ετών από τη συγκεκριμένη αποκατάσταση και η συνεχιζόμενη φθορά του υλικού, που οδήγησε σε περαιτέρω απομειώσεις, έχουν καταστήσει την ακριβή περιγραφή της επέμβασης σχεδόν αδύνατη.
Την ίδια περίοδο, η σχετική αλληλογραφία αποκαλύπτει τον προβληματισμό και την κριτική για τις συγκεκριμένες επεμβάσεις. Φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί μια τάση επίσπευσης των αναστηλωτικών εργασιών προκειμένου να φιλοξενηθούν οι θεατρικές παραστάσεις. Η ίδια αυτή βούληση οδήγησε ακόμη και στη διατύπωση απόψεων για την κατ’ εικασία κλασική εμφάνιση του μνημείου, γεγονός που αποφεύχθηκε από την ορθή επιμονή του αναστηλωτή. Παρά την εργώδη προσπάθεια να διαφυλαχθεί κατά το δυνατόν το αρχαίο υλικό, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί πάντοτε το επιθυμητό αποτέλεσμα, οι ελάχιστοι μήνες που απαιτήθηκαν για την επανατοποθέτηση μερικών χιλιάδων αρχαίων λίθων, κρίνεται εντυπωσιακή.
Παράλληλα, με τη συμβολή του γλύπτη Σ. Τριάντη συγκολλήθηκαν τα υπάρχοντα τεμάχια των Ιωνικών ημικιονίων των προπύλων των δύο παρόδων και των ημικιονίων του λίθινου προσκηνίου και συμπληρώθηκε με τρεις νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης της σκηνής. Η αποκατάσταση των νότιων αναλημμάτων άρχισε το 1964 από το ανατολικότερο τμήμα τους και συγκεκριμένα από το μεσαίο πύργο. Οι αναστηλωτικές επεμβάσεις συνεχίστηκαν στον ανατολικό αναλημματικό τοίχο και ολοκληρώθηκαν το 1965, με μελέτη και επίβλεψη του αρχιτέκτονα Β. Χαρίση.
Σύμφωνα με το Χαρίση, έγινε αποτύπωση της υφιστάμενης ανωδομής, ταξινόμηση του διάσπαρτου αρχαίου υλικού, αφαίρεση εσωτερικών επιχώσεων, επανατοποθέτηση ικανού αριθμού αρχαίων δόμων και συμπλήρωση των σειρών -όπου ήταν απαραίτητο- με νέο δομικό υλικό τοπικού λατομείου, αλλά και με λίθους διασπαρμένους κατά μήκος κατασκευαζόμενης οδού. Η απόληξη του αποκατεστημένου αναλήμματος απασχόλησε ιδιαίτερα το μελετητή και επιβλέποντα αρχιτέκτονα, ο οποίος σημειώνει: «έκρινα ότι η μορφή που θα αποκτούσε ο νέος τοίχος έπρεπε να είναι ομόλογη με το αποτέλεσμα της φυσικής κατάρρευσής του, ώστε να συνάδει με τη μορφή των ερειπίων των άλλων μελών του θεάτρου».
Στο πρώτο αυτό στάδιο εργασιών φαίνεται ότι εντάσσεται και η μικρής κλίμακας αποκατάσταση μέρους των ακραίων τμημάτων των νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου, που αντιστοιχούν στις παρόδους. Ανάλογες επεμβάσεις στο νοτιοδυτικό πύργο έγιναν αμέσως μετά, με παρόμοια τεχνική. Οι επεμβάσεις στην πλευρά αυτή και σε τμήματα του δυτικού αναλήμματος ολοκληρώθηκαν το 1966. Την επόμενη χρονιά συμπληρώθηκε η άνω στάθμη του δυτικού αναλήμματος με την τοποθέτηση 2-3 σειρών αρχαίων λίθων, που ταυτοποιήθηκαν από το κατά χώραν πεσμένο υλικό. Αποκαταστάθηκαν επίσης οι εγκάρσιοι εσωτερικοί τοίχοι του ίδιου αναλήμματος με πλήρωση των κενών με λατύπη.
Την ίδια περίοδο άρχισε και η αποκατάσταση του αναλήμματος της δυτικής παρόδου, που ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, μεταξύ των ετών 1971 και 1973. Χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχος λευκός ασβεστόλιθος, αρκετά ομοιογενής χωρίς εγκλείσεις κερατόλιθου, όμοιας πετρογραφικής σύνθεσης, άγνωστης προέλευσης. Η τελική επεξεργασία της ορατής επιφάνειας έγινε με επιμελημένη λάξευση, μιμούμενη την εκτιμούμενη τελική επιφάνεια των αρχαίων λίθων. Παρά τη σταδιακή χρωματική ομογενοποίηση, εξαιτίας των βιολογικών επικαθίσεων, η επέμβαση είναι ορατή.
Παράλληλα, προστέθηκαν βαθμίδες από πλακοειδείς ημίεργους λίθους στα δύο εξωτερικά κλιμακοστάσια, που φαίνεται ότι διευκόλυναν την κίνηση των θεατών κατά την πρώτη σύγχρονη λειτουργία του θεάτρου. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε το βόρειο τμήμα των ορθοστατών της «περιόδου» του επιθεάτρου. Στο επιθέατρο έγιναν επίσης μικροεπεμβάσεις κατά τα έτη 1972 - 1973. Την επόμενη χρονιά καταγράφονται μικροστερεώσεις στα κατώτερα μέρη του κοίλου, οπότε διευθετήθηκαν και οι ορθοστάτες του δευτέρου διαζώματος.
Κατά τα έτη 1974 - 1975 έγιναν εργασίες στήριξης του αναλήμματος του ανατολικού εξωτερικού κλιμακοστασίου και αναστήλωση του ανατολικού αναλήμματος της «Αιτωλικής επιχώσεως» με επανατοποθέτηση των αρχαίων πεσμένων λίθων. Μετά το 1975 στο χώρο του θεάτρου πραγματοποιήθηκαν μόνον σημειακές επεμβάσεις και συνεχείς καθαρισμοί, ενώ ο χώρος παραχωρείτο για παραστάσεις αρχαίου δράματος και ενίοτε για άλλες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις ρεπερτορίων έως το 1999, οπότε με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού απαγορεύτηκε πλέον η παραχώρηση του θεάτρου.
Η μεγάλη επισκεψιμότητα και η εντατική χρήση του για εκδηλώσεις είχαν φέρει την κατάσταση του ούτως ή άλλως ευπαθούς αρχαίου δομικού υλικού σε οριακό σημείο φθοράς. Το έτος 2000, με απόφαση του ΥΠΠΟ και εν όψει πραγματοποίησης εργασιών αποκατάστασης, ορίσθηκε Επιστημονική Επιτροπή παρακολούθησης και ελέγχου των προβλεπόμενων επεμβάσεων. Το έργο «Αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου και των άλλων μνημείων του ιερού της Δωδώνης», για το οποίο οι χρηματοδοτήσεις προήλθαν από κοινοτικές επιχορηγήσεις με εθνική συμμετοχή (Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των έργων που εκτελούνται μέσω του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πρωταρχική μέριμνα της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης ήταν η ανάθεση των μελετών για την τεκμηρίωση, συντήρηση και αναστήλωση του θεάτρου. Έως τώρα έχουν ανατεθεί και ολοκληρωθεί οι κάτωθι μελέτες:
Η οριστική μελέτη αφορούσε στην πιλοτική αποκατάσταση των δύο πρώτων ανατολικών κερκίδων της κατώτερης ζώνης του κοίλου και του αντίστοιχου τμήματος του ανατολικού αναλήμματος, «πυξίδα» για τις μελλοντικές επεμβάσεις. Στο πλαίσιο της εν λόγω μελέτης έχουν συνταχθεί τρεις συμπληρωματικές μελέτες, στις οποίες περιλαμβάνεται η μελέτη σύστασης τεχνητού λίθου που θα χρησιμοποιείται στις επεμβάσεις συντήρησης και δομικής αποκατάστασης των μελών του μνημείου (2007). Κατά την έναρξη του έργου, προτεραιότητα δόθηκε στις εργασίες συντήρησης που περιέλαβαν ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου, με εξαίρεση το επιθέατρο, καθώς και τα αρχιτεκτονικά μέλη του σκηνικού οικοδομήματος.
Οι εργασίες είχαν ως κύριο στόχο τη συγκόλληση όλων των αποκολλημένων θραυσμάτων ή και τμημάτων των εδωλίων και την πλήρωση των μεγάλων ρωγμών. Πριν από τις επεμβάσεις έγινε λεπτομερής καθαρισμός των θραυσμάτων, του ασβεστολιθικού υλικού των εδωλίων και της επιφανειακής επίστρωσης του κερατολίθου με χρήση μηχανικών μέσων και με χρήση ήπιων χημικών μέσων. Πραγματοποιήθηκε, επίσης, καθαρισμός στο εσωτερικό των διαδρόμων μεταξύ των εδωλίων, όπου το ποσοστό των διατηρημένων κατά χώραν πλακών ήταν μικρό και το υλικό τους καλυμμένο από φερτά υλικά (γαίες, λατύπη και φυτά).
Το έτος 2007 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης στον τοίχο της αρένας, με έμφαση στα τμήματα που ενσωματώνονται στο σκηνικό οικοδόμημα. Έγινε καθαρισμός και διάνοιξη των αρμών, συμπλήρωση των μεγάλων κενών με λίθους ασβεστολιθικής σύστασης, αντικατάσταση των αποσαθρωμένων λίθων με υγιείς και αρμολόγηση με κατάλληλο κονίαμα. Τέλος, πραγματοποιήθηκε αποσυναρμολόγηση της άνω σειράς των λίθων, τοποθέτηση μεταλλικών συνδέσμων για την ενίσχυση της στέψης και επανατοποθέτηση των αποσυναρμολογημένων λίθων.
Παράλληλα, μετά την ολοκλήρωση των υποστηρικτικών μελετών και ιδιαίτερα της οριστικής μελέτης αποκατάστασης των δύο ακραίων ανατολικών κερκίδων του θεάτρου, κρίθηκε αναγκαίο (λόγω της πολυπλοκότητας του προβλήματος αποκατάστασης του επισφαλούς αρχαίου υλικού και της επίλυσης των γεωμετρικών και αρχαιολογικών προβλημάτων του μνημείου) να εφαρμοστεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα αποκατάστασης της πρώτης, κατ΄ αρχάς, ανατολικής κερκίδας και του αντίστοιχου αναλημματικού τοίχου, καθώς και των εκατέρωθεν κλιμάκων. Κατά τις εργασίες υλοποίησης του εγκεκριμένου πιλοτικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε αφαίρεση των εδωλίων και μέρους του υποβάθρου της πρώτης κερκίδας.
Ακολούθησε ανασκαφική διερεύνηση και πλήρης αρχαιολογική και σχεδιαστική τεκμηρίωση, μέχρι το φυσικό βράχο. Έγινε διαλογή των αναστηλωνόμενων λίθων και μέρους του αφαιρεθέντος υποβάθρου που κρίθηκε κατάλληλο για επαναχρησιμοποίηση και τακτοποίηση των υπόλοιπων λίθων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο απόθεσης. Στο υπόβαθρο της κερκίδας απομακρύνθηκε το γαιώδες υλικό μέχρι τον φυσικό βράχο, συντηρήθηκαν τμήματα του φυσικού βράχου που είχαν παρουσιάσει αποκολλήσεις, τοποθετήθηκε υδατοστεγανό διάφραγμα και ειδικό γεωύφασμα σε συνδυασμό με αποστραγγιστικό αγωγό. Δημιουργήθηκε υποδομή για την υποδοχή των λίθινων εδωλίων και διαδρόμων, με την ανακατασκευή αδιατάρακτης και στατικά αυτόνομης λιθοδομής.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση των εδωλίων και των αρχαίων πλακών διαδρόμου με τεχνητό λίθο. Στις περιοχές όπου έλειπαν τα αρχαία μέλη έγινε τοποθέτηση νέων λίθων και πλακών από τοπικό ασβεστόλιθο. Στο αντίστοιχο ανάλημμα και στην κλίμακα ανόδου πραγματοποιήθηκε καθαίρεση των λιθοπλίνθων μέχρι την 3η από το έδαφος σειρά και αφαίρεση των βαθμίδων της εσωτερικής κλίμακας, εξασφαλίστηκαν τα εκτεθειμένα τμήματα του υποβάθρου του 1960, όπου απαιτήθηκε, και έγινε τακτοποίηση των παρατοποθετημένων μη επαναχρησιμοποιούμενων λίθων.
Ακολούθησε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση και επανατοποθέτηση των αρχαίων λίθων και των βαθμίδων, καθώς και τοποθέτηση νέων μελών όπου έλειπε το αρχαίο δομικό υλικό. Τέλος, πραγματοποιήθηκε τμηματική αποκατάσταση της επίστεψης του νότιου αναλήμματος, για διδακτικούς λόγους, με την τοποθέτηση τεσσάρων καταληπτήρων και δύο στηθαίων από νέο λίθο. Η συνέχιση των εργασιών αποκατάστασης ολόκληρης της κατώτερης ζώνης του κοίλου έχει ενταχθεί στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 - 2013 (ΕΣΠΑ). Το πιλοτικό πρόγραμμα συνεχίζεται με την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης της δεύτερης ανατολικής κερκίδας.
Η μελέτη για την αποκατάσταση των υπόλοιπων κερκίδων της πρώτης ζώνης του κοίλου, εκπονείται τμηματικά από το Γραφείο Στήριξης του έργου της αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου, με την επίβλεψη της Επιστημονικής Επιτροπής.
ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό - πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη Δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων.
Το θέατρο δεσπόζει στο νοτιοδυτικό άκρο της χαμηλής λοφοσειράς που στεφανώνει και οριοθετεί από βορρά το ιερό της Δωδώνης. Το τεράστιο κοίλο, που καθιστά το θέατρο ένα από τα μεγαλύτερα του Ελληνιστικού κόσμου, έχει κτιστεί σε κατάλληλα διαμορφωμένη φυσική κοιλότητα στην πλαγιά του λόφου, η κορυφή του οποίου χρειάστηκε να συμπληρωθεί με τεχνητή επίχωση για να συγκρατήσει την απόληξη του επιθεάτρου. Η σημερινή μορφή του θεάτρου οφείλεται σε ευρείας κλίμακας εργασίες αποκατάστασης, που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του έτους 1959 και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Μετά από χρόνια εγκατάλειψη, η φθορά είχε διαταράξει δραματικά την τελευταία οικοδομική φάση του μνημείου, όταν πλέον λειτουργούσε ως χώρος Ρωμαϊκών θεαμάτων. Η εικόνα που παρουσίαζε το θέατρο πριν από τις ανασκαφικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις μπορεί να ανασυσταθεί από παλαιά φωτογραφικά αρχεία, πλήθος ταξιδιωτικών περιγραφών και σποραδικά σκαριφήματα που συμπληρώνουν τις κάθε είδους λόγιες προσεγγίσεις του «θαυμαστού» αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης. Η ορχήστρα με τη σκηνή, οι πάροδοι και οι τρεις κατώτερες σειρές εδωλίων του κοίλου, ήταν καλυμμένα από επιχώσεις ύψους τριών και πλέον μέτρων, και αποτελούσαν καλλιεργήσιμο αγρό.
Βαθείς επιχώσεις εκτείνονταν, εξάλλου, σε ολόκληρη την περιοχή του ιερού. Λίθινες μάντρες, καλύβες, καλλιεργημένες εκτάσεις και κάθε λογής αγροτική δραστηριότητα είχαν δημιουργηθεί, μηδέ της λατομικής εξαιρουμένης. Ανάμεσα στους εκτεταμένους αγρούς εξείχε έντονα η λοφοσειρά, στην πλαγιά της οποίας αναποδογυρισμένοι και κυλισμένοι οι λίθοι των εδωλίων και των αναλημμάτων, δύσκολα διακρίνονταν από τη μορφή μιας φυσικής σχεδόν κατολίσθησης. Αυτή την εικόνα πρέπει να αντίκρισε ο Άγγλος λόγιος C. Wordsworth όταν επισκέφθηκε την περιοχή το 1832 και πρότεινε για πρώτη φορά ορθά την ταύτιση των ερειπίων ως το ιερό της Δωδώνης.
Παρόμοιες περιγραφές διέσωσαν στα κείμενά τους και άλλοι ξένοι περιηγητές κατά το α' ήμισυ του 19ου αιώνα, εποχή που τα εντυπωσιακά ερείπια που επισκέπτονταν στην περιοχή «Παλαιόκαστρο» Δραμεσιών, δεν είχαν ακόμη αποδοθεί στο ιερό του Δωδωναίου Διός. Μισοθαμμένο και σε ερειπιώδη κατάσταση, το θέατρο έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1875, οπότε ο Ηπειρώτης πολιτικός και αρχαιόφιλος Κ. Καραπάνος, επιβεβαίωσε την ταύτιση του ιερού και ανέσκαψε για πρώτη φορά στο μνημείο. Ο ίδιος διατύπωσε και την πρώτη μετρική υπόθεση για τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του θεάτρου, την αρχιτεκτονική του ανατολικού προπύλου και μέρους του σκηνικού οικοδομήματος.
Παρά την επισφαλή ερμηνεία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, η έρευνα είχε ξεκινήσει. Συστηματικά πλέον άρχισε να ερευνάται ο χώρος του θεάτρου από το 1955 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δ. Ευαγγελίδη, ο οποίος με δοκιμαστικές τομές αποκάλυψε τμήμα της ορχήστρας και του κοίλου και περιέγραψε την κατάσταση του δομικού υλικού. Τα επόμενα έτη αποκαλύφθηκε το κυκλικό στηθαίο της αρένας. Μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη, το 1959, η έρευνα στο θέατρο συνεχίστηκε από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Σ. Δάκαρη, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Δωδώνη.
Απομακρύνθηκαν οι επιχώσεις από το κοίλο και την ορχήστρα και αποκαλύφθηκαν εξ ολοκλήρου η σκηνή με τη συνεχόμενη νότια στοά και οι μεγάλοι αναλημματικοί τοίχοι με τους υποστηρικτικούς πύργους. Το 1960, ο Δάκαρης δημοσιεύει την πρώτη συνθετική μελέτη για το αρχιτεκτονικό σύνολο. Την ίδια χρονιά επιχειρούνται και οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες που συνεχίστηκαν ολόκληρη την δεκαετία. Το αποτέλεσμα των επεμβάσεων αυτών είναι η διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του θεάτρου.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Το κοίλο του θεάτρου διαιρείται με δύο διαζώματα (διαδρόμους) σε τρεις ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη αποτελεί το επιθέατρο. Δύο επιπλέον διάδρομοι για την κυκλοφορία των θεατών υπήρχαν στη βάση του κοίλου, πίσω από την προεδρία, και στην κορυφή του. Η κατώτερη ζώνη του κοίλου περιελάμβανε στην αρχική μορφή της την προεδρία και δεκαεννέα ακόμη σειρές μονολιθικών εδωλίων, με τους ενδιάμεσους πλακοστρωμένους διαδρόμους, σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο. Κατά την τρίτη οικοδομική φάση του μνημείου, η προεδρία και οι τρεις πρώτες σειρές εδωλίων αφαιρέθηκαν και το δομικό υλικό τους, όπως και των ενδιάμεσων διαδρόμων, χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του αναλημματικού τοίχου της αρένας.
Έτσι σήμερα έχουν απομείνει οι δεκαέξι σειρές εδωλίων, η κατώτερη από τις οποίες είναι ενσωματωμένη στον διάδρομο που περιβάλλει την αρένα. Στην περιφέρεια της ορχήστρας διακρίνεται η «ευθυντηρία» της προεδρίας. Αρχιτεκτονικά μέλη της είναι ενσωματωμένα στον τοίχο της αρένας και διάσπαρτα σε άλλα σημεία του θεάτρου. Η μελέτη των καταλοίπων αυτών κατέστησε δυνατή την ανασύσταση της μορφής της προεδρίας, τα εδώλια της οποίας φαίνεται ότι έφεραν βαθύ κοίλο κυμάτιο στην εμφανή εμπρόσθια όψη τους, χωρίς ερεισίνωτα και ερεισίχειρα. Η δεύτερη ζώνη του κοίλου περιλαμβάνει δεκαέξι σειρές εδωλίων και το επιθέατρο είκοσι σειρές.
Οι δύο κατώτερες ζώνες διαιρούνται με δέκα ακτινωτές κλίμακες σε εννέα κερκίδες, ενώ διπλάσιος αριθμός κερκίδων μεταξύ δεκαεννέα κλιμάκων, διαμορφώνεται στο επιθέατρο. Οι μικροδιαφορές που παρουσιάζονται ως προς τη γωνία κλίσης μεταξύ των δύο κατώτερων ζωνών και του επιθεάτρου, πιθανόν να οφείλονται στις πολλαπλές μετακινήσεις, τόσο του υποστρώματος, όσο και της τελικής επιφάνειας του κοίλου. Τα δύο διαζώματα, οι οριζόντιοι διάδρομοι για την κυκλοφορία των θεατών, συμπεριλαμβάνουν στο πλάτος τους την ανώτερη σειρά εδωλίων της χαμηλότερης ζώνης και οριοθετούνται με ορθοστάτες στη βάση της επόμενης.
Οι ορθοστάτες εδράζονται σε πόδιο και επιστέφονται με επίθημα, ενώ με ιδιαίτερη κατασκευή έχουν διαμορφωθεί τα ανοίγματα προς τις κλίμακες. Το ανώτερο άκρο του επιθεάτρου ορίζεται περιμετρικά από διάδρομο πλάτους άνω των τριών μέτρων, την «περίοδο», η οποία περικλείεται επίσης από ψηλό ορθοστάτη εδραζόμενο επάνω σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην «περίοδο» οδηγούσαν οι δευτερεύουσες είσοδοι προς το θέατρο, από βορρά και βορειοανατολικά. Οι κλίμακες σχηματίζονται από μονολιθικές βαθμίδες, πλάτους ενός περίπου μέτρου και ύψους 19 εκατοστών.
Σε κάθε σειρά εδωλίων αντιστοιχούν δύο βαθμίδες, εκ των οποίων εκείνη που αναλογεί στον ενδιάμεσο διάδρομο έχει μεγαλύτερο μήκος και εισχωρεί σε αυτόν, σε αντίθεση με την επόμενη που περιορίζεται μεταξύ των εδωλίων. Ενίοτε τα μεγαλύτερα σε μήκος εδώλια έχουν λαξευτεί, ώστε να μετατραπούν σε τμήμα βαθμίδας, η οποία συμπληρώθηκε με τμήμα λίθου προκειμένου να αποκτήσει το κανονικό της μήκος. Η ορχήστρα του θεάτρου περιτρέχεται σε τόξο 214ο από λίθινο αγωγό απορροής των ομβρίων και έχει διάμετρο 21,88 μ. συμπεριλαμβανομένου του αγωγού και 18,72 μ. χωρίς αυτόν. Ο αγωγός οδηγεί τα όμβρια υπόγεια προς νότο, κάτω από τη σκηνή.
Η διάμετρος της Ρωμαϊκής αρένας που διαμορφώθηκε αργότερα είναι 25,00 μ. περίπου. Σήμερα η σκηνή έχει τη μορφή που απέκτησε κατά την τελευταία οικοδομική φάση του θεάτρου, με την κατάργηση του προσκηνίου και των παρασκηνίων και την κατασκευή της ωοειδούς κονίστρας. Εκατέρωθεν της σκηνής, οι πάροδοι διαμορφώνονται με μνημειακά Ιωνικά πρόπυλα και επιμελημένους αναλημματικούς τοίχους κατά το ισόδομο σύστημα, κάθετους στα νότια αναλήμματα του κοίλου. Το κοίλο εδράζεται εν μέρει στο φυσικό βράχο, ο οποίος κατά τόπους στο κεντρικό τμήμα του λαξεύτηκε επιμελώς και είναι ορατός με τη μορφή εδράνου ή διαδρόμου.
Η μέγιστη διάμετρος στο ανώτερο αδιατάρακτο σημείο του επιθεάτρου ανέρχεται σε 136 μέτρα. Λόγω των ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων του κοίλου που υπερέβαινε το πλάτος της φυσικής κοιλότητας του λόφου, για την έδρασή του συμπληρώθηκε στα άκρα τεχνητή επίχωση που συγκρατείται από ισχυρούς αναλημματικούς τοίχους ανατολικά, δυτικά και νότια. Το ανατολικό ανάλημμα περιτρέχει την εξωτερική κυκλική πλευρά σχεδόν παράλληλα με την «περίοδο» του επιθεάτρου και διαμορφώνεται σε πτυχωτή μορφή ώστε να ενισχύεται η κατασκευή και να διασπάται αισθητικά η μεγάλη επιφάνεια.
Στο δυτικό ανάλημμα, μικρότερου ύψος και μήκους από το ανατολικό, δεν σχηματίζονται πτυχώσεις. Στις όψεις των νότιων αναλημματικών τοίχων που συγκρατούν τα δύο άκρα του κοίλου, η κατασκευή ενισχύεται με 4 μεγάλους ορθογώνιους πύργους σε κάθε πλευρά εκατέρωθεν της ορχήστρας. Οι δύο γωνιακοί πύργοι προεκτείνονται βόρεια με τη μορφή οχυρωματικού «προμαχώνα». Στα νότια αναλήμματα του κοίλου κυρίαρχη θέση κατέχουν οι δύο εξωτερικές μεγάλες κλίμακες που αναπτύσσονται μεταξύ των δύο διαζωμάτων. Εκτός της αντερεισματικής τους λειτουργίας, οι κλίμακες οδηγούσαν από το χαμηλότερο επίπεδο στο δεύτερο διάζωμα.
Στη συμβολή των κλιμάκων με τα διαζώματα υπάρχει πλατύσκαλο, που αρχικά έφερε περιμετρικό στηθαίο, ανάλογο με εκείνο που υπήρχε στις κλίμακες. Ο τρόπος χάραξης του θεάτρου αποτέλεσε αντικείμενο επισταμένης έρευνας ήδη από τη δεκαετία του 1960. Στη συζήτηση για την εξεύρεση της αρχικής γεωμετρίας του μνημείου, συνέβαλαν σημαντικά οι πρόσφατα εκπονηθείσες μελέτες για την αποκατάστασή του. Οι εργασίες αποκατάστασης του κοίλου, που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη, συνεισφέρουν πλέον -με ακριβέστερες μετρήσεις και λεπτομερείς παρατηρήσεις- στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη προσέγγιση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του θεάτρου.
Η κυκλική ορχήστρα και οι οριζόντιοι κυκλικοί τομείς των σειρών εδωλίων ορίζονται από το γεωμετρικό κέντρο του κύκλου, που ταυτίζεται με τη θυμέλη. Η περιφέρεια του κύκλου τέμνει την πρόσοψη του λίθινου προσκηνίου στο μέσον των 6ου 7ου και 12ου 13ου μεταξονίου. Ωστόσο, φαίνεται ότι για τη χάραξη των όμοιων κυκλικών τομέων των κερκίδων χρησιμοποιήθηκε ένα διαφορετικό κέντρο, μετατοπισμένο νοτιότερα, προς το σημείο τομής του άξονα συμμετρίας του θεάτρου και της νοητής ευθείας που ενώνει ομοεπίπεδα τις όψεις των μεγάλων νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου.
Η αποκατεστημένη κατά το 1960 μορφή του θεάτρου δυσχεραίνει τον ορισμό αυτού του κέντρου, κυρίως ως προς την αξονική μέτρηση των κλιμάκων μεταξύ των κερκίδων. Με αρκετά μετρικά δεδομένα, θεωρούμε πολύ πιθανόν ότι ως κέντρο χάραξης των κλιμάκων και κατ΄ επέκταση των κερκίδων χρησιμοποιήθηκε η νοητή προέκταση των δεξιών παρειών των κλιμάκων στο ανατολικό τμήμα του κοίλου, και των αριστερών παρειών τους στο δυτικό αντίστοιχα, οι οποίες συγκλίνουν στο ίδιο σημείο. Η παραπάνω προσέγγιση φαίνεται να ενισχύεται και από τα κατασκευαστικά στοιχεία.
Οι προαναφερόμενες παρειές των κλιμάκων εμφανίζουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερη επιμέλεια στην προσαρμογή τους με τα όμορα εδώλια, η οποία έχει επιτευχθεί με τη λάξευση των άκρων των εδωλίων και τη διαμόρφωσή τους σε τμήμα του σκαλοπατιού. Το δεύτερο αυτό κέντρο, που ορίζεται όπως περιγράψαμε παραπάνω, βρίσκεται σε απόσταση περίπου 2,05 - 2,08 μ. επί του άξονα συμμετρίας νοτιότερα του γεωμετρικού κέντρου. Η χάραξη βάσει δύο διαφορετικών κέντρων φαίνεται ότι επιβλήθηκε στον αρχαίο κατασκευαστή από την ανάγκη εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα της αλληλοτομίας του κύκλου της ορχήστρας και των οριζόντιων ομόκεντρων κύκλων των εδωλίων με τους αναλημματικούς τοίχους, που είναι τοποθετημένοι κάθετα στον άξονα συμμετρίας του κοίλου.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Τα ανασκαφικά δεδομένα του θεάτρου συνέβαλαν στη διάκριση των οικοδομικών περιόδων του μνημείου και στην απόδοση των επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων στις διαδοχικές φάσεις κατασκευών και επισκευών. Ο Δάκαρης αναγνώρισε τέσσερις οικοδομικές φάσεις στο μνημείο, η χρονολόγηση των οποίων στηρίχθηκε στα αρχαιολογικά ευρήματα, κατά κύριο λόγο στις μαρτυρίες των νομισματικών ανασκαφικών συνόλων, και στη χρονολογική τους σύνδεση με τους σημαντικούς σταθμούς της ιστορικής εξέλιξης της Ηπείρου.
Η οικοδόμηση του θεάτρου, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., εντάσσεται στο ενιαίο οικοδομικό πρόγραμμα που σχεδίασε και εφάρμοσε στη Δωδώνη ο βασιλεύς Πύρρος, με στόχο τη μνημειακή διαμόρφωση και την πανελλήνια προβολή του ιερού. Εξάλλου, ο Πύρρος θεωρείται ο ιδρυτής ή αναμορφωτής των εορτών των Ναΐων, η τέλεση των οποίων προϋπέθετε την ύπαρξη θεάτρου και σταδίου στο ιερό της Δωδώνης. Κατά την πρώτη οικοδομική φάση κατασκευάστηκαν ολόκληρο το κοίλο, με την προεδρία στη βάση της κατώτερης ζώνης των εδωλίων και το επιθέατρο, οι περιμετρικοί αναλημματικοί τοίχοι με τα εξωτερικά κλιμακοστάσια, που θεωρείται ότι ξεκινούσαν από τη στάθμη των παρόδων, η ορχήστρα με τον αποχετευτικό αγωγό και η αρχική σκηνή.
Η σκηνή αποτελείτο από μία ορθογώνια αίθουσα, μήκους 31,00 μ. και πλάτους 9,00 μ., με ανοιχτή την πρόσθια πλευρά. Εσωτερικά των εγκάρσιων τοίχων είχαν διαμορφωθεί δύο τετράγωνα παρασκήνια. Τέσσερις τετράγωνοι πεσσοί στην πρόσοψη, ισομοίραζαν το διάστημα μεταξύ των παρασκηνίων. Ορθογώνιες εγκοπές στον στυλοβάτη, μπροστά στις βάσεις έδρασης των πεσσών, σχετίζονται πιθανότατα με την υποδοχή ζωγραφικών πινάκων για τη σκηνογραφική διαμόρφωση της πρόσοψης. Στο μέσον του νότιου τοίχου της σκηνής υπήρχε θυραίο άνοιγμα με τοξωτό υπέρθυρο.
Τα υπόλοιπα ανοίγματα, που υπάρχουν εκατέρωθεν της τοξωτής εισόδου, φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν αργότερα ή έχουν υποστεί μεταγενέστερες τροποποιήσεις, που δεν διευκολύνουν στην ανασύσταση της αρχικής τους μορφής και λειτουργίας. Στην εσωτερική όψη του νότιου τοίχου είναι ευκρινή ίχνη παραστάδων, κατ’ αντιστοιχία με τους τετράγωνους πεσσούς, οι οποίες φαίνεται ότι ενίσχυαν την κατασκευή και υποβοηθούσαν τη γεφύρωση μεταξύ των πεσσών και του νότιου τοίχου της σκηνής. Στην αρχική κατασκευαστική φάση της σκηνής εντάσσεται και η ισομήκης Δωρική στοά που αναπτύσσεται στα νότιά της.
Η στοά έφερε δεκατρείς οκτάπλευρους στύλους στη νότια πλευρά της και πλαισίωνε από βορρά την Ιερά Οδό, που οδηγούσε στο κυρίως ιερό με τα λατρευτικά οικοδομήματα. Κατά την άποψη του Δάκαρη, το σκηνικό οικοδόμημα ήταν διώροφο και η άνοδος στον όροφο γινόταν με κλίμακα που υπήρχε στα δυτικά του τοξωτού ανοίγματος. Ο ίδιος υποθέτει ότι ένα ξύλινο προσκήνιο που απομακρυνόταν μετά την διδασκαλία, εξυπηρετούσε τις εκάστοτε δραματουργικές ανάγκες. Σύμφωνα με νεότερες επιστημονικές απόψεις, η σκηνή στην πρώτη αυτή οικοδομική φάση δεν θα πρέπει να διέθετε όροφο, ενώ επιπλέον συζήτηση έχει γίνει για το ξύλινο προσκήνιο και για την αρχική μορφή της εξωτερικής στοάς.
Οι αρχικές πάροδοι του θεάτρου δεν είναι δυνατόν να ανασυσταθούν, λόγω της ριζικής αναμόρφωσης του σημείου αυτού κατά την επόμενη οικοδομική φάση του μνημείου. Ωστόσο, η υπόθεση ύπαρξης προπύλων, μεταξύ των παρασκηνίων και των νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, με δεδομένη την ύπαρξη εντορμιών και απολαξευμάτων στο βραχώδες έδαφος και στο χαμηλότερο τμήμα των αναλημμάτων, στοιχείων που χρήζουν ασφαλώς περαιτέρω έρευνας και ερμηνείας. Η δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου συνδέθηκε με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά από την καταστροφή του από τους Αιτωλούς, στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ.
Στη φάση αυτή αποδίδονται επισκευές και προσθήκες στο σκηνικό οικοδόμημα και η κατασκευή μνημειακών προπύλων στις παρόδους του θεάτρου. Οι αναλημματικοί τοίχοι των παρόδων κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο. Το σκηνικό οικοδόμημα διευρύνθηκε, ενσωματώνοντας τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά στοιχεία, και απέκτησε όροφο. Στην πρόσοψη της αρχικής σκηνής προστέθηκαν δύο μικρότερα ορθογώνια δωμάτια στα άκρα και λίθινο προσκήνιο με δεκαοχτώ Ιωνικά ημικιόνια. Σώζονται οι Ιωνικές βάσεις με τα κατώτερα τμήματα των ημικιόνων, οι οποίοι διαμορφώνονται σε συμφυή ορθογώνιο πεσσό στο πίσω μέρος.
Στην πίσω πλευρά τους οι πεσσοί φέρουν κατά μήκος των ακμών ανά μία εγκοπή, για την τοποθέτηση πινάκων. Τα ημικιόνια, που στήριζαν το επιστύλιο του προσκηνίου, έχουν εννέα πλήρεις Ιωνικές ραβδώσεις και δύο μισές στα άκρα και επιστέφονταν από ημίτομα Ιωνικά κιονόκρανα με κοιλόκυρτο εχίνο και ευθύ επίθημα, που απέληγε σε δύο εκατέρωθεν σπείρες. Η μορφή του επιστυλίου, με γεισήποδες και κυμάτιο, μπορεί να ανασυντεθεί από την ύπαρξη ενός διατηρημένου κατά χώραν τμήματός του. Ο όροφος της σκηνής φαίνεται ότι διαμορφωνόταν με θυρώματα στην πρόσοψη, μεταξύ των οποίων τοποθετούντο ζωγραφικοί πίνακες.
Σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τα ανασκαφικά δεδομένα, η διώροφη σκηνή καλυπτόταν με αμφικλινή στέγη με κλίση προς το κοίλο και τη στοά. Η άποψη που έχει διατυπωθεί, ότι η σκηνή γνώρισε μία και μόνο οικοδομική φάση, δεν φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή. Στην αρχή των παρόδων, κατασκευάστηκαν δύο διπλές είσοδοι με τη μορφή συνεπτυγμένων Ιωνικών προπύλων. Οι παραστάδες κάθε προπύλου κοσμούνται αμφίπλευρα με Ιωνικά ημικιόνια, που περιβάλλονται στο εξωτερικό τους άκρο από κυμάτιο και αστράγαλο. Η διάμετρος των ημικιόνων και οι σπείρες των βάσεων διαφέρουν σε μέγεθος και σε μορφολογικές λεπτομέρειες, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι φέρουν ίχνη ημιτελούς επεξεργασίας.
Κατά την ίδια περίοδο, εγκάρσια στους νότιους αναλημματικούς τοίχους του κοίλου και παράλληλα στις στενές όψεις της σκηνής κατασκευάστηκαν κατά το ισόδομο σύστημα ισχυροί τοίχοι που αποτέλεσαν τα αναλήμματα των παρόδων. Για το λόγο αυτό φαίνεται ότι καταργήθηκαν οι κατώτερες βαθμίδες των μεγάλων εξωτερικών κλιμάκων, περιορίζοντας ίσως την πρόσβαση σε αυτές μόνον μέσω των επικλινών ανδήρων που διαμορφώθηκαν εκατέρωθεν των παρόδων, μπροστά από το κοίλο του θεάτρου, για να συγκρατήσουν τις επιχώσεις της αιτωλικής καταστροφής. Περισσότερο πιθανόν φαίνεται τα κλιμακοστάσια να διατήρησαν μόνον την αντερεισματική τους λειτουργία και οι θεατές να οδηγούνταν πλέον στο πρώτο διάζωμα μέσω των εσωτερικών κλιμάκων της πρώτης ζώνης.
Τα επιμέρους στοιχεία της σκηνής, των προπύλων και των αναλημματικών τοίχων των παρόδων συνδέονται οργανικά και εντάσσονται με σαφήνεια σε ενιαία αρχιτεκτονική σύλληψη και διαμόρφωση, που συνιστά δημιούργημα της δεύτερης αυτής οικοδομικής φάσης. Μολονότι η κατάκτηση της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. και η καταστροφή που ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα έχουν αφήσει σαφή ίχνη στα περισσότερα οικοδομήματα του ιερού, φαίνεται ότι το θέατρο παρέμεινε σχετικά αλώβητο. Τα σαφή ίχνη πυρπολήσεως, που ο Δάκαρης διαπίστωσε ανασκαφικά στο δάπεδο της σκηνής έως τη δυτική πάροδο και απέδωσε στη Ρωμαϊκή καταστροφή, δεν συνδέονται με ανάλογες ενδείξεις ανοικοδόμησης των αρχιτεκτονικών μερών του μνημείου.
Η τρίτη οικοδομική φάση του θεάτρου, εάν πρέπει να μιλήσουμε για τρίτη οικοδομική φάση όπως επισημάνθηκε, περιορίζεται στην κατασκευή πρόχειρου τοίχου από αργούς λίθους και ασβέστη, ο οποίος αντικατέστησε τους κατεστραμμένους ημικίονες και πεσσούς της σκηνής, και στην αντικατάσταση των κεράμων της στέγης. Σύμφωνα με το Δάκαρη, η επισκευή μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά περίπου στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.. Έμμεσες ενδείξεις, όπως ο συσχετισμός με την αντίστοιχη οικοδομική φάση του παρακείμενου κτηρίου του Πρυτανείου, η οποία είναι ακριβέστερα χρονολογημένη, μπορούν να υποστηρίξουν μια ανάλογη χρονολόγηση της επισκευής του θεάτρου προς το τέλος του 2ου αιώνα αρχές 1ου αιώνα π.Χ., αλλά πριν από την επιδρομή των Θρακών στο ιερό, το 88 π.Χ..
Η τέταρτη οικοδομική φάση του θεάτρου της Δωδώνης (30 π.Χ.- 4ος αιώνας μ.Χ.) ταυτίζεται με την τύχη πολλών Ελληνικών θεάτρων, που δεν ήταν άλλη από την μετατροπή του χώρου της διδασκαλίας του θεατρικού λόγου, σε χώρο Ρωμαϊκών θηριομαχιών. Η αρχή της Ρωμαϊκής φάσης μπορεί να τοποθετηθεί στην εποχή του Αυγούστου και να συνδεθεί με το ενδιαφέρον του για το ιερό της Δωδώνης. Για την κατασκευή της αρένας, οι δύο πρώτες σειρές των καθισμάτων με την προεδρία και τους ενδιάμεσους διαδρόμους αφαιρέθηκαν και στη θέση του τρίτου εδωλίου υψώθηκε τοίχος ύψους 2,80 μ. για την προστασία των θεατών από τα θηρία.
Ο τοίχος δεν περιορίστηκε μόνον στον κύκλο του θεάτρου αλλά επεκτάθηκε νότια, απέκοψε το προσκήνιο και την πρόσοψη της σκηνής για να απολήξει στο νότιο τοίχο της. Έτσι δημιουργήθηκε μία ωοειδής κονίστρα, η αρένα. Τα δύο τριγωνικά διαμερίσματα, που σχηματίστηκαν από τον καμπύλο τοίχο της αρένας και τους στενούς πλάγιους τοίχους της σκηνής και επικοινωνούσαν με την κονίστρα μέσω ανεξάρτητων θυρών, εικάζεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη των ζώων. Ένα επιπλέον άνοιγμα, στο στηθαίο μπροστά από την κεντρική κερκίδα, διασφάλιζε πιθανώς καταφύγιο στους αγωνιζόμενους. Τα υπολείμματα της ορχήστρας και της σκηνής καλύφθηκαν με επίχωση μισού μέτρου περίπου και ο αγωγός αχρηστεύθηκε.
Στις επιχώσεις αυτές βρέθηκαν διάσπαρτα μέλη όλων των προηγουμένων κατασκευαστικών φάσεων. Από την εποχή του Αυγούστου έως και τον 2ο μ.Χ. αιώνα οι πληροφορίες είναι λιγοστές. Με μικρή αναλαμπή το ενδιαφέρον του Αυτοκράτορα Αδριανού, που είναι πιθανόν να επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., φαίνεται ότι είχε αρχίσει ήδη η παρακμή του ιερού. Η επιγραφή μαρτυρία για την τέλεση των Ναΐων στα μέσα του 3ου αιώνα συνηγορεί για την πιθανή χρήση του θεάτρου έως την εποχή αυτή. Η συνεχιζόμενη φθορά του υλικού κατασκευής, οι μεγάλες επιχώσεις της περιοχής, η ανθρώπινη δραστηριότητα, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο ιστορικό πλαίσιο, κατέστησαν όχι μόνον το θέατρο αλλά και τα υπόλοιπα μνημεία του χώρου δύσκολα αναγνωρίσιμα, μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε και αναγνωρίστηκαν εκ νέου.
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΔΟΜΗΣΗΣ
Δύο είδη Ηπειρωτικού ασβεστόλιθου έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του θεάτρου. Και τα δύο, ιζηματογενούς προέλευσης, από πετρολογική άποψη είναι παρόμοια, αλλά εμφανίζουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ο μικριτικός υπόλευκος ασβεστόλιθος έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του μεγαλυτέρου μέρους του μνημείου, ενώ ο φαιός έχει χρησιμοποιηθεί στις παρόδους, στους ημικίονες, στις παραστάδες, στα επιστύλια, στη σκηνή και σε ορισμένα εδώλια. Ο υπόλευκος ασβεστόλιθος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ασυνέχεια, λόγω της παρουσίας οριζόντιων και κατακόρυφων στυλόλιθων καθώς και εγκλεισμάτων κερατόλιθου με τη μορφή κονδύλων και φακών, και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κανόνα με τη στρώση και τους στυλόλιθους σε οριζόντια διάταξη.
Οι λίθοι των εδωλίων τοποθετήθηκαν με τρόπο ώστε στην επιφάνειά τους να εμφανίζεται μία λεπτή στρώση κερατόλιθου πάχους 1 - 1,5 εκατοστά. Ο συγκεκριμένος τρόπος δόμησης φαίνεται ότι επιλέχθηκε από τους αρχαίους κατασκευαστές, όχι μόνον λόγω της δυνατότητας ευχερέστερης διαμόρφωσης των λίθων, αλλά και για την προστασία της ασβεστιτικής μάζας: ο κερατόλιθος έχει μεγάλη σκληρότητα και αντοχή στη διάβρωση. Οι διακοσμητικοί λόγοι για την επίτευξη χρωματικής ομοιογένειας δεν θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν. Η απώλεια της υποκείμενης του κερατόλιθου ασβεστιτικής μάζας στους λίθους του θεάτρου παρατηρήθηκε ήδη από τους πρώτους χρόνους της συστηματικής έρευνας.
Η προέλευση των λίθων του θεάτρου θα πρέπει να αναζητηθεί στα ασβεστολιθικά στρώματα της περιοχής. Η ύπαρξη αρχαίου λατομείου μαρτυρείται σε περιοχή βορείως του ιερού. Οι σειρές των μονολιθικών εδωλίων με τον πλακόστρωτο ελαφρά χαμηλωμένο διάδρομο έχουν πλάτος περίπου 0,77 μ. Οι λίθοι των εδωλίων, με διαφορετικό μήκος έκαστος και ύψος περίπου 0,39 μ., έχουν προσαρμοστεί στον εκάστοτε κύκλο με τη δημιουργία ανάλογης κυκλικής λάξευσης. Για τις πλάκες των διαδρόμων έχουν χρησιμοποιηθεί ενίοτε συμπαγείς λίθοι μεγάλων διαστάσεων και πάχους από 0,12 μ. έως 0,15 μ., ίδιας προέλευσης με τους λίθους των εδωλίων, και άλλοτε πλακοειδείς λίθοι προερχόμενοι από τη λάξευση για τη διαμόρφωση του βραχώδους υποστρώματος του κοίλου.
Ορυκτολογικά ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Οι αναστηλωτικές εργασίες των τελευταίων ετών, που περιλαμβάνουν, μετακίνηση των εδωλίων για τη συμπλήρωσή τους, έφεραν στο φως κάθε λεπτομέρεια σχετική με τον τρόπο κατασκευής του κοίλου. Ο φυσικός βράχος, με «ορίζοντες» μικρού ύψους κατανεμημένους κυματιστά και σε διάφορες κατευθύνσεις, άλλοτε λαξευόταν και άλλοτε επιχωνόταν με φερτά υλικά και λατύπη, ώστε να δημιουργηθεί το επιθυμητό ύψος για την έδραση των αρχιτεκτονικών μελών. Τοποθετούντο κατ’ αρχάς οι πλάκες διαδρόμου και στη συνέχεια οι μεγάλοι λίθοι των εδωλίων.
Η επεξεργασία της επιφάνειας των πλακών, που ενίοτε φαίνεται να έχουν υποστεί επιπλέον λάξευση με σκοπό τη βέλτιστη πρόσφυση των εδράνων, παρακολουθεί με ακρίβεια τη γεωμετρία των προς τοποθέτηση εδωλίων, τα οποία φέρουν βαθιά μασχαλιαία εγκοπή στην πίσω άνω ακμή, για την υποδοχή της υπερκείμενης πλάκας διαδρόμου. Στις περιπτώσεις όπου ο φυσικός βράχος ήταν επιφανειακός, λαξευόταν επιμελώς, ώστε να δεχθεί τις αντίστοιχες πλάκες διαδρόμου, όπως βεβαιώνουν αρχαίες απολαξεύσεις στις περιοχές όπου έχει γίνει ανασκαφική έρευνα.
Η λάξευση του φυσικού βράχου και η κατά περίπτωση τοποθέτηση της πλάκας διαδρόμου διαμόρφωναν μια ποικιλία από ύψη, ούτως ώστε τα εδώλια να εδράζονται άλλοτε εξ ολοκλήρου στις πλάκες διαδρόμου και άλλοτε, τόσο σε πλάκες, όσο και σε φυσικό βράχο. Σε ορισμένες περιοχές του κοίλου ήταν απαραίτητη η πλήρωση των κενών του βράχου με επιχώσεις, επάνω στις οποίες τοποθετούντο τα αρχιτεκτονικά μέλη. Οι επιχώσεις έχουν διαμορφωθεί με χωμάτινα υπολείμματα και λατύπη και ενισχύονταν ενίοτε με αδρολαξευμένες ατελείς λιθοδομές. Στο πρώτο διάζωμα, πλάτους 1,58 μ. μαζί με το όμορο εδώλιο, έχουν χρησιμοποιηθεί μονοκόμματες πλάκες, που φέρουν, προς τη δεύτερη ζώνη, μικρή εγκοπή για την έδραση της βαθμίδας του ορθοστάτη.
Ο ορθοστάτης ύψους 0,48 μ. δεχόταν επίθημα με αστραγαλοειδή απόληξη. Το δάπεδο του δεύτερου διαζώματος, πλάτους περίπου 2,80 μ., αποτελείται από δύο σειρές πλακών, εκ των οποίων αυτή προς το επιθέατρο φέρει επίσης εγκοπή για την έδραση της βαθμίδας του ορθοστάτη του. Ο ορθοστάτης στη βάση του επιθεάτρου, έχει συνολικό ύψος, μαζί με τη βαθμίδα, 1,30 μέτρων. Τα ισχυρά αναλήμματα που συγκρατούν το κοίλο και οι εξωτερικοί πύργοι είναι κατασκευασμένοι κατά το ισόδομο σύστημα, με επιλεγμένης ποιότητας λιθοπλίνθους ύψους 50 - 65 εκατοστών. Οι στενές πλευρές των λίθων ανά μία ή δύο σειρές σχηματίζουν τραπέζιο, ενώ η όψη τους διαμορφώνεται με ισχυρή ένταση της επιφάνειας και ταυτόχρονη μείωση της περιοχής γύρω από τους αρμούς.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ
Πριν από τις επεμβάσεις του 1960 το θέατρο παρουσίαζε την εικόνα βίαιης καταστροφής από σεισμό ή ανθρώπινη δραστηριότητα. Η απώλεια μεγάλου μέρους της έδρασης των λίθων των εδωλίων, η διατάραξη των τεχνητών αποστραγγίσεων, η υποχώρηση του χωμάτινου εν μέρει υποστρώματος, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και η δράση της χλωρίδας, φαίνεται ότι αποτέλεσαν συμπληρωματικά στοιχεία της φθοράς. Πέραν της κύλισης των λίθων στην περιοχή του κοίλου, οι μεγάλοι αναλληματικοί τοίχοι είχαν καταρρεύσει συμπαρασύροντας και τις αντίστοιχες επιχώσεις. Η ορχήστρα και η σκηνή δεν διακρίνονταν, καθώς επίχωση άνω των τριών μέτρων είχε μετατρέψει την περιοχή σε αγρό.
Όταν ο Κ. Καραπάνος διενήργησε τις πρώτες ανασκαφές στο μνημείο, δεν κατόρθωσε να υπολογίσει το συνολικό αριθμό των σειρών των εδωλίων, ούτε τον αριθμό των διαζωμάτων. Ο Δ. Ευαγγελίδης σημειώνει στην ανασκαφική του έκθεση το 1955, ότι «τα εδώλια έχουν κατολισθήσει (εκτός τμήματος μικρού της Δ. πλευράς) εκ της αρχικής των θέσεως και έχει αποσαθρωθεί το υπόβαθρον αυτών εξ ασβεστολίθου κατεσκευασμένον». Η φθορά της βάσης των εδωλίων οφείλεται κυρίως στην ποιότητα του ασβεστόλιθου, ο οποίος αποσαθρώνεται εξαιτίας των καιρικών συνθηκών της περιοχής.
Το γεγονός άλλωστε ότι οι τέσσερις κατώτερες σειρές υπεράνω του τοίχου της αρένας, οι οποίες είχαν παραμείνει επιχωσμένες για να αποκαλυφθούν κατά την ανασκαφή του 1959, διατηρούνται σε καλή κατάσταση, επιβεβαιώνει τα παραπάνω, περιορίζοντας τη σημασία άλλων εξωγενών παραγόντων φθοράς. Τα καλοκαίρι του 1959, με δαπάνες της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ο Σ. Δάκαρης ανέσκαψε στο κοίλο και την ορχήστρα μέχρι τη στάθμη του φυσικού βράχου, αποκάλυψε ολόκληρη τη σκηνή και τις παρόδους και απελευθέρωσε από τις επιχώσεις τα περιμετρικά αναλήμματα. Η πλήρης αποχωμάτωση ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Την επόμενη χρονιά συντελέστηκε «κατόπιν εντολής της Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως του Υπουργείου Προεδρίας, η προσωρινή τοποθέτησις των εδωλίων εις τα δύο κατώτερα διαζώματα και των αναβαθμών 10 κλιμάκων», σημειώνει ο ανασκαφέας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, έγινε δυνατή η διοργάνωση εορτών στη Δωδώνη την 5η και 6η Αυγούστου 1960, στις οποίες διδάχτηκαν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή και οι Χοηφόροι - Ευμενίδες του Αισχύλου.
Εκτός από την τακτοποίηση των εδωλίων, με την προσωρινή τοποθέτηση των λίθων που είχαν απολέσει το αρχικό ύψος τους, επάνω σε αργούς λίθους, αποκαταστάθηκαν οι ελάχιστοι ορθοστάτες του στηθαίου στο πρώτο διάζωμα και αργότερα τοποθετήθηκαν τα δύο ή τρία επιθήματα. Η τοποθέτηση των εδωλίων έγινε με ταυτόχρονη μερική οριζοντιοποίηση του κεκλιμένου χωμάτινου υποστρώματος. Τα κενά του στηθαίου συμπληρώθηκαν με νέους ορθοστάτες, οι οποίοι τοποθετήθηκαν χωρίς κοίλανση της όψης τους, με γνώμονα, όπως σημειώνεται, να «διαφοροποιηθούν τα αρχαία μέλη από τις συμπληρώσεις».
Χρησιμοποιήθηκε εγχώριος ασβεστόλιθος όμοιας περίπου σύστασης με τον παλαιό. Η γήρανση του υλικού και η πάροδος αρκετών ετών από την τοποθέτηση των νέων λίθων έχει επιφέρει σχετική χρωματική ομοιογένεια μεταξύ των αρχαίων και νέων μελών. Η επίσπευση για την ολοκλήρωση και συμπλήρωση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του θεάτρου φαίνεται ότι οδήγησε εν μέρει στην παρατοποθέτηση αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και μερικών απολαξεύσεων αρχαίου υλικού. Η πάροδος πενήντα και πλέον ετών από τη συγκεκριμένη αποκατάσταση και η συνεχιζόμενη φθορά του υλικού, που οδήγησε σε περαιτέρω απομειώσεις, έχουν καταστήσει την ακριβή περιγραφή της επέμβασης σχεδόν αδύνατη.
Την ίδια περίοδο, η σχετική αλληλογραφία αποκαλύπτει τον προβληματισμό και την κριτική για τις συγκεκριμένες επεμβάσεις. Φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί μια τάση επίσπευσης των αναστηλωτικών εργασιών προκειμένου να φιλοξενηθούν οι θεατρικές παραστάσεις. Η ίδια αυτή βούληση οδήγησε ακόμη και στη διατύπωση απόψεων για την κατ’ εικασία κλασική εμφάνιση του μνημείου, γεγονός που αποφεύχθηκε από την ορθή επιμονή του αναστηλωτή. Παρά την εργώδη προσπάθεια να διαφυλαχθεί κατά το δυνατόν το αρχαίο υλικό, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί πάντοτε το επιθυμητό αποτέλεσμα, οι ελάχιστοι μήνες που απαιτήθηκαν για την επανατοποθέτηση μερικών χιλιάδων αρχαίων λίθων, κρίνεται εντυπωσιακή.
Παράλληλα, με τη συμβολή του γλύπτη Σ. Τριάντη συγκολλήθηκαν τα υπάρχοντα τεμάχια των Ιωνικών ημικιονίων των προπύλων των δύο παρόδων και των ημικιονίων του λίθινου προσκηνίου και συμπληρώθηκε με τρεις νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης της σκηνής. Η αποκατάσταση των νότιων αναλημμάτων άρχισε το 1964 από το ανατολικότερο τμήμα τους και συγκεκριμένα από το μεσαίο πύργο. Οι αναστηλωτικές επεμβάσεις συνεχίστηκαν στον ανατολικό αναλημματικό τοίχο και ολοκληρώθηκαν το 1965, με μελέτη και επίβλεψη του αρχιτέκτονα Β. Χαρίση.
Σύμφωνα με το Χαρίση, έγινε αποτύπωση της υφιστάμενης ανωδομής, ταξινόμηση του διάσπαρτου αρχαίου υλικού, αφαίρεση εσωτερικών επιχώσεων, επανατοποθέτηση ικανού αριθμού αρχαίων δόμων και συμπλήρωση των σειρών -όπου ήταν απαραίτητο- με νέο δομικό υλικό τοπικού λατομείου, αλλά και με λίθους διασπαρμένους κατά μήκος κατασκευαζόμενης οδού. Η απόληξη του αποκατεστημένου αναλήμματος απασχόλησε ιδιαίτερα το μελετητή και επιβλέποντα αρχιτέκτονα, ο οποίος σημειώνει: «έκρινα ότι η μορφή που θα αποκτούσε ο νέος τοίχος έπρεπε να είναι ομόλογη με το αποτέλεσμα της φυσικής κατάρρευσής του, ώστε να συνάδει με τη μορφή των ερειπίων των άλλων μελών του θεάτρου».
Στο πρώτο αυτό στάδιο εργασιών φαίνεται ότι εντάσσεται και η μικρής κλίμακας αποκατάσταση μέρους των ακραίων τμημάτων των νότιων αναλημματικών τοίχων του κοίλου, που αντιστοιχούν στις παρόδους. Ανάλογες επεμβάσεις στο νοτιοδυτικό πύργο έγιναν αμέσως μετά, με παρόμοια τεχνική. Οι επεμβάσεις στην πλευρά αυτή και σε τμήματα του δυτικού αναλήμματος ολοκληρώθηκαν το 1966. Την επόμενη χρονιά συμπληρώθηκε η άνω στάθμη του δυτικού αναλήμματος με την τοποθέτηση 2-3 σειρών αρχαίων λίθων, που ταυτοποιήθηκαν από το κατά χώραν πεσμένο υλικό. Αποκαταστάθηκαν επίσης οι εγκάρσιοι εσωτερικοί τοίχοι του ίδιου αναλήμματος με πλήρωση των κενών με λατύπη.
Την ίδια περίοδο άρχισε και η αποκατάσταση του αναλήμματος της δυτικής παρόδου, που ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα, μεταξύ των ετών 1971 και 1973. Χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχος λευκός ασβεστόλιθος, αρκετά ομοιογενής χωρίς εγκλείσεις κερατόλιθου, όμοιας πετρογραφικής σύνθεσης, άγνωστης προέλευσης. Η τελική επεξεργασία της ορατής επιφάνειας έγινε με επιμελημένη λάξευση, μιμούμενη την εκτιμούμενη τελική επιφάνεια των αρχαίων λίθων. Παρά τη σταδιακή χρωματική ομογενοποίηση, εξαιτίας των βιολογικών επικαθίσεων, η επέμβαση είναι ορατή.
Παράλληλα, προστέθηκαν βαθμίδες από πλακοειδείς ημίεργους λίθους στα δύο εξωτερικά κλιμακοστάσια, που φαίνεται ότι διευκόλυναν την κίνηση των θεατών κατά την πρώτη σύγχρονη λειτουργία του θεάτρου. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε το βόρειο τμήμα των ορθοστατών της «περιόδου» του επιθεάτρου. Στο επιθέατρο έγιναν επίσης μικροεπεμβάσεις κατά τα έτη 1972 - 1973. Την επόμενη χρονιά καταγράφονται μικροστερεώσεις στα κατώτερα μέρη του κοίλου, οπότε διευθετήθηκαν και οι ορθοστάτες του δευτέρου διαζώματος.
Κατά τα έτη 1974 - 1975 έγιναν εργασίες στήριξης του αναλήμματος του ανατολικού εξωτερικού κλιμακοστασίου και αναστήλωση του ανατολικού αναλήμματος της «Αιτωλικής επιχώσεως» με επανατοποθέτηση των αρχαίων πεσμένων λίθων. Μετά το 1975 στο χώρο του θεάτρου πραγματοποιήθηκαν μόνον σημειακές επεμβάσεις και συνεχείς καθαρισμοί, ενώ ο χώρος παραχωρείτο για παραστάσεις αρχαίου δράματος και ενίοτε για άλλες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις ρεπερτορίων έως το 1999, οπότε με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού απαγορεύτηκε πλέον η παραχώρηση του θεάτρου.
Η μεγάλη επισκεψιμότητα και η εντατική χρήση του για εκδηλώσεις είχαν φέρει την κατάσταση του ούτως ή άλλως ευπαθούς αρχαίου δομικού υλικού σε οριακό σημείο φθοράς. Το έτος 2000, με απόφαση του ΥΠΠΟ και εν όψει πραγματοποίησης εργασιών αποκατάστασης, ορίσθηκε Επιστημονική Επιτροπή παρακολούθησης και ελέγχου των προβλεπόμενων επεμβάσεων. Το έργο «Αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου και των άλλων μνημείων του ιερού της Δωδώνης», για το οποίο οι χρηματοδοτήσεις προήλθαν από κοινοτικές επιχορηγήσεις με εθνική συμμετοχή (Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης), συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των έργων που εκτελούνται μέσω του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.
Πρωταρχική μέριμνα της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης ήταν η ανάθεση των μελετών για την τεκμηρίωση, συντήρηση και αναστήλωση του θεάτρου. Έως τώρα έχουν ανατεθεί και ολοκληρωθεί οι κάτωθι μελέτες:
- Μελέτη συντήρησης και αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου, η οποία περιλαμβάνει την καταγραφή των χαρακτηριστικών του δομικού υλικού και των αιτιών φθοράς του, την καταγραφή της παθολογίας των λίθων, την αξιολόγηση της κατάστασης και έκθεση προτεινόμενων εργασιών (2001).
- Μελέτη παρακολούθησης των χωροχρονικών μεταβολών των μικροκλιματικών παραμέτρων στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης με την οποία λήφθηκαν οι σχετικές μετρήσεις των κλιματολογικών συνθηκών, οι θερμοκρασιακές μεταβολές, και τα ποσοστά της υγρασίας στην επιφάνεια και στα αφανή σημεία των δομικών υλικών (2003).
- Μελέτη επιλογής κονιαμάτων και μεθοδολογίας αποκατάστασης του δομικού υλικού, η οποία συνέβαλε στην επιλογή των υλικών, μετά από τις αντίστοιχες εργαστηριακές δοκιμές (2003).
- Μελέτη αρχιτεκτονικής τεκμηρίωσης και άρσης ετοιμορροποιών του σκηνικού οικοδομήματος (2003).
- Μελέτη στερέωσης των τοίχων της Ρωμαϊκής αρένας (2006).
- Μελέτη στερέωσης και αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου, η οποία περιλαμβάνει την τοπογραφική και φωτογραμμετρική τεκμηρίωση του συνόλου του θεάτρου, γενική εκτίμηση και αξιολόγηση της παθολογίας του, αρχιτεκτονική τεκμηρίωση και προτάσεις αποκατάστασης τμημάτων του μνημείου (2006).
Η οριστική μελέτη αφορούσε στην πιλοτική αποκατάσταση των δύο πρώτων ανατολικών κερκίδων της κατώτερης ζώνης του κοίλου και του αντίστοιχου τμήματος του ανατολικού αναλήμματος, «πυξίδα» για τις μελλοντικές επεμβάσεις. Στο πλαίσιο της εν λόγω μελέτης έχουν συνταχθεί τρεις συμπληρωματικές μελέτες, στις οποίες περιλαμβάνεται η μελέτη σύστασης τεχνητού λίθου που θα χρησιμοποιείται στις επεμβάσεις συντήρησης και δομικής αποκατάστασης των μελών του μνημείου (2007). Κατά την έναρξη του έργου, προτεραιότητα δόθηκε στις εργασίες συντήρησης που περιέλαβαν ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου, με εξαίρεση το επιθέατρο, καθώς και τα αρχιτεκτονικά μέλη του σκηνικού οικοδομήματος.
Οι εργασίες είχαν ως κύριο στόχο τη συγκόλληση όλων των αποκολλημένων θραυσμάτων ή και τμημάτων των εδωλίων και την πλήρωση των μεγάλων ρωγμών. Πριν από τις επεμβάσεις έγινε λεπτομερής καθαρισμός των θραυσμάτων, του ασβεστολιθικού υλικού των εδωλίων και της επιφανειακής επίστρωσης του κερατολίθου με χρήση μηχανικών μέσων και με χρήση ήπιων χημικών μέσων. Πραγματοποιήθηκε, επίσης, καθαρισμός στο εσωτερικό των διαδρόμων μεταξύ των εδωλίων, όπου το ποσοστό των διατηρημένων κατά χώραν πλακών ήταν μικρό και το υλικό τους καλυμμένο από φερτά υλικά (γαίες, λατύπη και φυτά).
Το έτος 2007 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης στον τοίχο της αρένας, με έμφαση στα τμήματα που ενσωματώνονται στο σκηνικό οικοδόμημα. Έγινε καθαρισμός και διάνοιξη των αρμών, συμπλήρωση των μεγάλων κενών με λίθους ασβεστολιθικής σύστασης, αντικατάσταση των αποσαθρωμένων λίθων με υγιείς και αρμολόγηση με κατάλληλο κονίαμα. Τέλος, πραγματοποιήθηκε αποσυναρμολόγηση της άνω σειράς των λίθων, τοποθέτηση μεταλλικών συνδέσμων για την ενίσχυση της στέψης και επανατοποθέτηση των αποσυναρμολογημένων λίθων.
Παράλληλα, μετά την ολοκλήρωση των υποστηρικτικών μελετών και ιδιαίτερα της οριστικής μελέτης αποκατάστασης των δύο ακραίων ανατολικών κερκίδων του θεάτρου, κρίθηκε αναγκαίο (λόγω της πολυπλοκότητας του προβλήματος αποκατάστασης του επισφαλούς αρχαίου υλικού και της επίλυσης των γεωμετρικών και αρχαιολογικών προβλημάτων του μνημείου) να εφαρμοστεί ένα πιλοτικό πρόγραμμα αποκατάστασης της πρώτης, κατ΄ αρχάς, ανατολικής κερκίδας και του αντίστοιχου αναλημματικού τοίχου, καθώς και των εκατέρωθεν κλιμάκων. Κατά τις εργασίες υλοποίησης του εγκεκριμένου πιλοτικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε αφαίρεση των εδωλίων και μέρους του υποβάθρου της πρώτης κερκίδας.
Ακολούθησε ανασκαφική διερεύνηση και πλήρης αρχαιολογική και σχεδιαστική τεκμηρίωση, μέχρι το φυσικό βράχο. Έγινε διαλογή των αναστηλωνόμενων λίθων και μέρους του αφαιρεθέντος υποβάθρου που κρίθηκε κατάλληλο για επαναχρησιμοποίηση και τακτοποίηση των υπόλοιπων λίθων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο απόθεσης. Στο υπόβαθρο της κερκίδας απομακρύνθηκε το γαιώδες υλικό μέχρι τον φυσικό βράχο, συντηρήθηκαν τμήματα του φυσικού βράχου που είχαν παρουσιάσει αποκολλήσεις, τοποθετήθηκε υδατοστεγανό διάφραγμα και ειδικό γεωύφασμα σε συνδυασμό με αποστραγγιστικό αγωγό. Δημιουργήθηκε υποδομή για την υποδοχή των λίθινων εδωλίων και διαδρόμων, με την ανακατασκευή αδιατάρακτης και στατικά αυτόνομης λιθοδομής.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση των εδωλίων και των αρχαίων πλακών διαδρόμου με τεχνητό λίθο. Στις περιοχές όπου έλειπαν τα αρχαία μέλη έγινε τοποθέτηση νέων λίθων και πλακών από τοπικό ασβεστόλιθο. Στο αντίστοιχο ανάλημμα και στην κλίμακα ανόδου πραγματοποιήθηκε καθαίρεση των λιθοπλίνθων μέχρι την 3η από το έδαφος σειρά και αφαίρεση των βαθμίδων της εσωτερικής κλίμακας, εξασφαλίστηκαν τα εκτεθειμένα τμήματα του υποβάθρου του 1960, όπου απαιτήθηκε, και έγινε τακτοποίηση των παρατοποθετημένων μη επαναχρησιμοποιούμενων λίθων.
Ακολούθησε συντήρηση, συγκόλληση και συμπλήρωση και επανατοποθέτηση των αρχαίων λίθων και των βαθμίδων, καθώς και τοποθέτηση νέων μελών όπου έλειπε το αρχαίο δομικό υλικό. Τέλος, πραγματοποιήθηκε τμηματική αποκατάσταση της επίστεψης του νότιου αναλήμματος, για διδακτικούς λόγους, με την τοποθέτηση τεσσάρων καταληπτήρων και δύο στηθαίων από νέο λίθο. Η συνέχιση των εργασιών αποκατάστασης ολόκληρης της κατώτερης ζώνης του κοίλου έχει ενταχθεί στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 - 2013 (ΕΣΠΑ). Το πιλοτικό πρόγραμμα συνεχίζεται με την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης της δεύτερης ανατολικής κερκίδας.
Η μελέτη για την αποκατάσταση των υπόλοιπων κερκίδων της πρώτης ζώνης του κοίλου, εκπονείται τμηματικά από το Γραφείο Στήριξης του έργου της αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου, με την επίβλεψη της Επιστημονικής Επιτροπής.
ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Ένα από τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού της Δωδώνης με μνημειακή μορφή, το οποίο είχε διοικητικό - πολιτικό χαρακτήρα, ήταν και το Βουλευτήριο του ιερού, όπου συγκεκντρώνονταν οι βουλευτές. Το κτήριο αποτελείται από το κυρίως Βουλευτήριο, με διαστάσεις 43,60 μ. x 32,35 μ και μια σύγχρονη Δωρική στοά στην πρόσοψή του, όμοια με τη νότια στοά της σκηνής του Θεάτρου. Κατά την κατασκευή του, χρειάστηκε να μεταφερθεί δυτικότερα η βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού περιβόλου, που περνούσε από τη θέση του Βουλευτηρίου, και να συνδεθεί με το μικρό κτήριο Μ, που ίσως χρησίμευε για κατοικία των ιερέων.
Το θέατρο και το Βουλευτήριο είναι σύγχρονες κατασκευές του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Μπροστά από την ανατολική πλευρά της στοάς του Βουλευτηρίου βρέθηκαν έξι βάθρα, τρία από τα οποία διατηρούν τους ορθοστάτες τους με ψηφίσματα του Κοινού των Ηπειρωτών. Στα δύο αναγράφεται και το όνομα του καλλιτέχνη, του Αθηνογένη από το Άργος. Στο βορειότερο βάθρο έχουν χαραχτεί δύο ψηφίσματα. Το αρχικό είναι ένα ψήφισμα του Κοινού των Βυλλιόνων, σύμφωνα με το οποίο οι Βυλλίονες έστησαν ένα χάλκινο ανδριάντα προς τιμή του στρατηγού Κρίσωνος Σαβυρτίου, έργο του Αθηνογένη (230 - 220 π.Χ.).
Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε.
Η είσοδος στο Βουλευτήριο γινόταν από τις δύο θύρες στην πρόσοψη του κτηρίου, πλάτους 1,63 μ. και ύψους 3,25 μ. Διακρίνονται μέχρι σήμερα στα λίθινα κατώφλια τα ίχνη τριβής από τη μεγάλη κίνηση. Κοντά στις εισόδους βρέθηκαν πολλά χάλκινα εξαρτήματα των θυρωμάτων, που καταστράφηκαν από την πυρπόληση του κτιρίου το 167 π.Χ. Το κυρίως Βουλευτήριο διαιρείται σε δύο μέρη, ένα χαμηλότερο και επίπεδο χώρο και τον ανηφορικό προς Βορρά, όπου ήταν και τα καθίσματα. Η τεράστια στέγη, πλάτους 30,20 μ., στηριζόταν αρχικά σε δύο σειρές από τρεις ιωνικούς κίονες. Μετά την πυρπόληση από τους Αιτωλούς, το Βουλευτήριο ανοικοδομήθηκε.
Στη νέα φάση χρησιμοποιήθηκε για τους κίονες της στοάς ο κροκαλοπαγής λίθος από τους πρόποδες του Τόμαρου, αντί του μαλακού αμμόλιθου. Εσωτερικά, στο μέσον του νότιου τοίχου του Βουλευτηρίου, βρέθηκε ο βωμός του Δία Νάιου, της Διώνης και Διός Βουλέως, αφιέρωμα του Χάροπα του πρεσβυτέρου. Στο βωμό τελούνταν οι θυσίες και η ορκωμοσία των βουλευτών. Δυτικότερα, ένα άλλο βάθρο θα χρησίμευε για κάποιο άγαλμα ή για την τοποθέτηση των δύο καλπών κατά την ψηφοφορία. Εσωτερικά της ανατολικής και δυτικής πλευράς βρέθηκαν δύο λίθινες κλίμακες που οδηγούσαν στο ψηλότερο επίπεδο του θεατρικού χώρου.
Άλλες δύο ή τέσσερις κλίμακες θα υπήρχαν βορειότερα που θα οδηγούσαν στην ανώτερη ζώνη του Βουλευτηρίου. Τα εδώλια ήταν πρόχειρα κατασκευασμένα με απελέκητα λιθάρια. Με την Αιτωλική εισβολή το κτήριο καταστράφηκε και καταχώθηκε με τα απορρίματα και τα αρχιτεκτονικά συντρίμια του ιερού, ενώ ο μεταξύ του Θεάτρου και του Βουλευτηρίου χώρος ισοπεδώθηκε με επιχώσεις. Μεταξύ της νότιας πλευράς του κτιρίου Μ και του Βουλευτηρίου κατασκευάστηκε ένας τοίχος για να συγκρατεί τις επιχώσεις αυτές, μέσα στις οποίες βρέθηκαν μερικά αρχιτεκτονικά μέλη και τούβλα από κίονες του Βουλευτηρίου.
Μετά την δεύτερη πυρπόληση του κτιρίου από τους Ρωμαίους (167 π.Χ.), το Βουλευτήριο φαίνεται ότι επισκευάστηκε πρόχειρα και λειτούργησε πιθανώς ως τα χρόνια του Αυγούστου, όσο διήρκεσε και η νομισματοκοπία του νέου Κοινού των Ηπειρωτών (168 - 148 ως το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα). Στον 4ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκε κάποιο εργαστήριο, στο οποίο κατασκευαζόταν η πολύτιμη χρωστική ύλη, η πορφύρα, γιατί κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν άφθονα όστρεα πορφύρας και ποικίλα μικρά εργαλεία, που μπορεί να έχουν σχέση με την επεξεργασία της. Ο χρόνος της οριστικής εγκατάλειψης δεν είναι γνωστός.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το εντυπωσιακών διαστάσεων οικοδόμημα του βουλευτηρίου ήταν εν μέρει ορατό στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι ξένοι περιηγητές άρχισαν να επισκέπτονται τα ερείπια του «Παλαιόκαστρου» στην κοιλάδα της Τσαρκοβίστας. Ο W. Leake, διακρίνοντας θραύσματα κιόνων στο εσωτερικό του, ερμήνευσε το οικοδόμημα αυτό, όπως και την παλαιοχριστιανική βασιλική, ως αρχαίο ναό. Τις πρώτες ανασκαφές στο κτήριο διενήργησε ο Κ. Καραπάνος το 1875, παραδίδοντας και σχέδιο της κάτοψής του. Η συστηματική έρευνα στο βουλευτήριο ξεκίνησε το 1929 η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δ. Ευαγγελίδη.
Το κτήριο χαρακτηρίστηκε από τον Ευαγγελίδη ως «υπόστυλος αίθουσα», λόγω της διπλής σειράς από τρεις Ιωνικούς κίονες που αναπτύσσονται στο βορειότερο τμήμα του. Την ανασκαφή του οικοδομήματος συνέχισε από το έτος 1965 ο Σ. Δάκαρης, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Δωδώνη μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη. Ανατολικά της στοάς του οικοδομήματος ο Δάκαρης αποκάλυψε κατά χώραν έξι βάσεις τμητικών ανδριάντων, τρεις από τις οποίες διατηρούσαν τον ορθοστάτη τους με τιμητικά ψηφίσματα, τρία του Κοινού των Ηπειρωτών και ένα του Κοινού των Βυλλιόνων.
Το σημαντικότατο αυτό εύρημα παρείχε στον ανασκαφέα τα τεκμήρια για να ταυτίσει το υπόστυλο κτήριο με το βουλευτήριο, όπου συνέρχονταν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτικών εθνών. Η ταύτιση του οικοδομήματος επιβεβαιώθηκε από την ανεύρεση εσωτερικά της πρόσοψης, ενεπίγραφου βωμού, αφιερωμένου στο Δία Νάιο, τη Διώνη και το Δία Βουλέα. Το βουλευτήριο, όπως και το παρακείμενο πρυτανείο, σχετίζεται με τη λειτουργία του ιερού της Δωδώνης και ως πολιτικού κέντρου και έδρας των πολιτικών σχηματισμών που κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους διοικούσαν τα Ηπειρωτικά έθνη, δηλαδή του κράτους Άπειρος ή Συμμαχία των Ηπειρωτών και μετά την κατάλυση της βασιλείας, του Κοινού των Ηπειρωτών.
ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Το βουλευτήριο βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του ιερού, όπου συγκε- ντρώνονται τα δημόσια οικοδομήματα για τις πολιτικές δραστηριότητες και την τέλεση των αγώνων. Το οικοδόμημα εκτείνεται στη νότια κλιτύ του λόφου της ακρόπολης, σε απόσταση μόλις 20 μέτρων ανατολικά του θεάτρου. Για την κατασκευή του, μετατοπίστηκε προς τα δυτικά ο ισοδομικός περίβολος του κυρίως ιερού, προκειμένου να συμπεριληφθούν στο εσωτερικό του το βουλευτήριο και το πρυτανείο. Σε απόσταση λίγων μέτρων από το βουλευτήριο βρισκόταν η δυτική μνημειακή είσοδος του περιβόλου, μέσω της οποίας εισερχόταν κανείς στο κυρίως ιερό, από το χώρο του θεάτρου και του σταδίου.
Από εδώ διερχόταν η ιερά οδός, η οποία με αφετηρία τη σφενδόνη του σταδίου, συνέχιζε νότια της σκηνής του θεάτρου και της στοάς του Βουλευτηρίου για να καταλήξει στην ιερά οικία. Το κτήριο του βουλευτηρίου αποτελείται από μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα και μια ισομήκη Δωρική στοά στην πρόσοψη. Η αίθουσα, διαστάσεων 43,60 x 32,50 μ. (εσωτερικό εμβαδόν 1.250 έως 1.300 τ.μ.) διαμορφώνεται χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις σε δύο μέρη, έναν επίπεδο χώρο εσωτερικά της πρόσοψης χαμηλότερα και τον κεκλιμένο χώρο βορειότερα, που δεχόταν με βαθμιδωτή διαμόρφωση τα εδώλια.
Εγκάρσιος αναλημματικός τοίχος δημιουργεί επίμηκες άνδηρο στο υψηλότερο πίσω τμήμα της αίθουσας. Οι εξωτερικοί τοίχοι του βουλευτηρίου είναι κτισμένοι μέχρι το ύψος των 4 μ. με επιμελώς λαξευμένους λιθοπλίνθους κατά το ισοδομικό σύστημα, ενώ η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από πήλινες πλίνθους διαστάσεων 45 x 45 εκατοστών. Το οικοδόμημα ενισχύεται με κτιστές αντηρίδες και στις τέσσερις πλευρές. Οι στενές βόρεια και νότια πλευρά φέρουν από εννέα αντηρίδες μόνο εσωτερικά, η δυτική μακριά πλευρά μόνο εξωτερικά, ενώ ο ανατολικός τοίχος έχει αντηρίδες εσωτερικά και εξωτερικά.
Στο νότιο τοίχο της πρόσοψης ανοίγονται δύο είσοδοι, από τις οποίες διατηρούνται κατά χώραν τα λίθινα κατώφλια με τους χάλκινους ολμίσκους, εντός των οποίων περιστρέφονταν οι μετάλλινοι στροφείς των θυρωμάτων. Εξαρτήματα από τη διακόσμηση των ξύλινων θυρών που θα έκλειναν τις εισόδους, όπως χάλκινοι διακοσμητικοί ήλοι, οι λαβές και η ασπιδίσκη από όπου κρεμόταν ο ιμάντας για το ανασήκωμα της βαλάνου που ασφάλιζε από το εσωτερικό τη θύρα, βρέθηκαν κατά την ανασκαφή δίπλα στα ανοίγματα.
Με δεδομένα το μήκος των κατωφλιών και τις διαστάσεις των εφηλίδων, ο ανασκαφέας υπολόγισε τον εμβάτη, τη σταθερή μονάδα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των θυρών, και συνήγαγε τις διαστάσεις τους, υπολογίζοντας ότι είχαν ύψος 3,25 μ., διπλάσιο από το πλάτος τους (1,63 μ., ήτοι 22 αρχαίες παλάμες). Η ύπαρξη παραθύρων στον νότιο τοίχο της αίθουσας, βεβαιώνεται από την ανεύρεση ορθογώνιων παραστάδων και επικράνων που τοποθετούντο ως διαχωριστικά των παραθύρων. Στο κεντρικό τμήμα του το κτήριο έφερε εσωτερικά δύο σειρές από τρεις Ιωνικούς κίονες, σε διαφορετικά επίπεδα.
Κατά χώραν έχουν σωθεί ορισμένες από τις λίθινες βάσεις των κιόνων και οι κατώτεροι σπόνδυλοι από κροκαλοπαγή λίθο, σε μια περίπτωση μαζί με Ιωνική βάση. Το ανώτερο τμήμα των κιόνων έχει υποτεθεί ότι ήταν κτιστό και αποτελείτο από πήλινες σφηνοειδείς οπτόπλινθους με ραβδώσεις στην εξωτερική επιφάνεια. Δύο επιπλέον Ιωνικοί κίονες από κροκαλοπαγή λίθο στο χαμηλότερο τμήμα του πρανούς, προστέθηκαν πιθανώς κατά την περίοδο ανοικοδόμησης του ιερού, μετά από την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ.. Εκ των δύο κιόνων αποκαλύφθηκε μόνον ο δυτικός, ο οποίος έφερε ιωνική βάση και εδραζόταν σε στυλοβάτη περιβαλλόμενο από πειόσχημο ανάλημμα με τοξωτό το κεντρικό του σκέλος.
Δύο κλίμακες, κατά μήκος του δυτικού και ανατολικού τοίχου του οικοδομήματος, εξυπηρετούσαν την πρόσβαση προς το ψηλότερο επικλινές τμήμα της αίθουσας με τις σειρές των εδωλίων. Στη βάση των κλιμάκων, δύο αναλημματικοί τοίχοι, με τοξοειδή διάταξη προς το κέντρο του χώρου, διαχώριζαν το χαμηλότερο νότιο τμήμα της αίθουσας από το χώρο των εδωλίων. Αμέσως βόρεια της δυτικής κλίμακας και κατά μήκος του δυτικού μακρού τοίχου του οικοδομήματος διαπιστώθηκαν σε βαθμιδωτή διάταξη ανά 0,75 έως 0,80 μ. εικοσιτέσσερις σειρές λίθινων πεζουλιών με τοξωτή διάταξη, κατασκευασμένων από αργόλιθους, τα οποία ερμηνεύτηκαν ως εδώλια ή βάσεις ξύλινων εδωλίων.
Στο χαμηλότερο επίπεδο τμήμα του οικοδομήματος, εσωτερικά των εισόδων, βρίσκεται ο ενεπίγραφος βωμός, αφιερωμένος στον Δία Νάιον, τη Διώνη και τον Δία Βουλέα, με αναθηματική επιγραφή του Θεσπρωτού Χάροπος Μαχατά, γνωστού από τον Πολύβιο για τη φιλορωμαϊκή πολιτική του. Παραπλεύρως του βωμού, μια λίθινη θήκη χρησίμευε για την υποδοχή ψηφοδόχου κάλπης. Εξωτερικά της υπόστυλης αίθουσας αναπτύσσεται ισομήκης Δωρική στοά με δεκαπέντε Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και ανά δύο σε κάθε στενή πλευρά, συμπεριλαμβανομένων των γωνιακών.
Οι κίονες των στενών πλευρών έχουν κατασκευαστεί από ψαμμόλιθο και έφεραν κιονόκρανα από το ίδιο εύθρυπτο υλικό, ενώ οι δεκατρείς κίονες της πρόσοψης, κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο, είχαν κιονόκρανα από ασβεστόλιθο. Από ψαμμόλιθο είχαν κατασκευαστεί και οι ημικίονες των παραστάδων στα πίσω άκρα των στενών πλευρών της στοάς. Είναι πολύ πιθανόν οι κίονες της πρόσοψης να τοποθετήθηκαν σε μεταγενέστερη φάση επισκευής της στοάς μετά την Αιτωλική καταστροφή. Ενδείξεις για αυτό συνιστούν η διαφορετική διαμόρφωση των κιονοκράνων τους, σε σύγκριση με τα κιονόκρανα από ψαμμόλιθο, όπως και η ομοιότητα των κιόνων με εκείνους του νεότερου ναού της Διώνης που έχει χρονολογηθεί στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ..
Η στοά εφράσσετο με χαμηλό θωράκιο από πλακοειδείς λίθους, τοποθετημένο πιθανώς σε κάποια μεταγενέστερη οικοδομική φάση του κτηρίου. Οι κροκαλοπαγείς κίονες και το θωράκιο καλύπτονταν από παχύ στρώμα κονιάματος, ενώ τα κιονόκρανα ήταν επιχρισμένα με μαρμαροκονία. Με όμοιο κονίαμα ήταν επιχρισμένο και το χαμηλότερο τμήμα της πρόσοψης του κυρίως βουλευτηρίου. Για την διευκόλυνση της πρόσβασης στο βουλευτήριο, είχαν αφεθεί χωρίς θωράκιο τα μετακιόνια απέναντι από τις δύο εισόδους, όπως και τα μετακιόνια των στενών πλευρών μεταξύ των παραστάδων και του κεντρικού κίονα στις στενές πλευρές της στοάς.
Ο θριγκός της στοάς εικάζεται ότι ήταν ξύλινος, λόγω της πλήρους απουσίας θραυσμάτων επιστυλίου, τριγλύφων και μετοπών κατά την ανασκαφή. Επάνω στο δάπεδο της στοάς βρέθηκε παχύ στρώμα κεράμων και πλίνθων από την κατάρρευση της στέγης και της ανωδομής της κύριας αίθουσας, το οποίο πιθανότατα σχετίζεται με την πυρπόληση του ιερού από τους Αιτωλούς και ανακαλεί το σχετικό χωρίο του Πολύβιου. Οι ανασκαφές στο βουλευτήριο κάλυψαν κυρίως το νότιο και το δυτικό τμήμα της υπόστυλης αίθουσας, χωρίς να ολοκληρωθούν.
Η ημιτελής διερεύνηση του οικοδομήματος, η μακρόχρονη χρήση του με επάλληλες φάσεις επισκευών έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ. και η πολύ αποσπασματική διατήρηση των εσωτερικών κατασκευών καθιστούν δυσχερή τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη διάταξη και τον αριθμό των εδωλίων. Εξίσου δυσχερής καθίσταται η μελέτη και η αναπαράσταση της στέγης του οικοδομήματος, λόγω της ιδιόμορφης κλιμακωτής διάταξης του κτίσματος και του πολύ μεγάλου μεγέθους του.
Σύμφωνα με τον Δάκαρη, οι είκοσι τέσσερις επάλληλες σειρές των τοξωτών πεζουλιών, που αποκάλυψε κατά μήκος της ανατολικής μακριάς πλευράς του κτηρίου και υποδηλώνουν αμφιθεατρική διάταξη των καθισμάτων, θα πρέπει να ανήκουν σε μια νεότερη φάση χρήσης του βουλευτηρίου, μετά την ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ., και εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ανασυσταθέντος, μετά το 148 π.Χ., Ηπειρωτικού Κοινού. Για το Ελληνιστικό βουλευτήριο, ο Δάκαρης υποθέτει ως πιθανότερη την ορθογώνια διάταξη αντί της αμφιθεατρικής, λόγω της ύπαρξης των πλευρικών κλιμάκων, και υπολογίζει ότι θα υπήρχαν 32 σειρές ξύλινων εδωλίων που κάλυπταν ολόκληρο τον εσωτερικό χώρο του οικοδομήματος.
Για τον τρόπο στέγασης του βουλευτηρίου, ο ερευνητής του χώρου υποστήριξε ότι το οικοδόμημα στεγαζόταν με ενιαία αμφικλινή στέγη, πλάτους 30,20 μ., η οποία στηριζόταν στους κίονες και στις εσωτερικές αντηρίδες των τοίχων. Οι νεότερες μελέτες επισημαίνουν τις αδυναμίες της άποψης του Δάκαρη για τον τρόπο στέγασης του οικοδομήματος και υποθέτουν, είτε ότι το βουλευτήριο έφερε στέγη στο βορειότερο μόνο τμήμα του, είτε μια κλιμακωτή διάταξη στην ενιαία στέγη του κτηρίου. O αρχιτέκτονας Β. Χαρίσης, στενός συνεργάτης του Ευαγγελίδη και του Δάκαρη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, κρίνει επίσης τεχνικά αδύνατη την κάλυψη του οικοδομήματος με ενιαία στέγη.
Λαμβάνοντας υπόψη την ασύμμετρα κλιμακωτή διάταξη στο εσωτερικό του κτηρίου, αποκαθιστά τρεις διακεκριμένους λειτουργικά χώρους. Το σχετικά επίπεδο τμήμα, που συγκρατείται με αναλημματικό τοίχο στο υψηλότερο πίσω τμήμα του κτηρίου, αποκαθίσταται από τον Χαρίση ως κλειστός χώρος-«Μητρώον», με τη βορειότερη σειρά των κιόνων να διαμορφώνει στοά στην πρόσοψή του. Το τμήμα μεταξύ της μεσαίας κιονοστοιχίας και των δύο νοτιότερων κιόνων εμφανίζει τη μεγαλύτερη κλίση, όπως φαίνεται από την υψομετρική διαφορά στους στυλοβάτες των κιόνων, και είναι ο κατεξοχήν αμφιθεατρικός χώρος με τα εδώλια.
Μεταξύ της πρόσοψης του κτηρίου και της κεντρικής σειράς κιόνων θα μπορούσαν να αναπτύσσονται σε πειόσχημη διάταξη εννέα - δέκα σειρές εδωλίων, διαμορφώνοντας αμφιθέατρο περίπου 500 θέσεων. Ο κεντρικός χώρος του οικοδομήματος, μεταξύ του αμφιθεάτρου και του κλειστού χώρου με τη στοά, θα μπορούσε, κατά το Χαρίση, να αποτελεί αίθριο και χώρο περιπάτου. Οι δύο ακραίοι χώροι, ο κλειστός χώρος στο βόρειο τμήμα και ο χώρος του αμφιθεάτρου, αποκαθίστανται από το Χαρίση με αυτοτελείς διακεκριμένες δικλινείς στέγες, ενώ ο κεντρικός χώρος - αίθριο προτείνεται ως ημιυπαίθριος. Οριστικές απαντήσεις στα θέματα αυτά μπορούν να δοθούν μόνον με την ενδελεχή διερεύνηση και την ολοκλήρωση των ανασκαφών στο βουλευτήριο.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Η κατασκευή του βουλευτηρίου εντάσσεται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που αναπτύχθηκε στο ιερό της Δωδώνης κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με το βασιλέα Πύρρο. Στο βαθύτερο στρώμα, χαμηλότερα από τη θεμελίωσή της στοάς και εσωτερικά των εισόδων της κύριας αίθουσας, αποκαλύφθηκαν οπές πασσάλων από ελλειψοειδείς καλύβες, λάκκοι με λεπίδες πυριτόλιθου και άφθονη χειροποίητη κεραμική, που βεβαιώνουν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού της εποχής του χαλκού στο χώρο του ιερού. Κατά την ανασκαφή του οικοδομήματος διαπιστώθηκαν δύο διαδοχικά στρώματα καταστροφής.
Το κατώτερο στρώμα, μέσα στο οποίο βρέθηκαν θραύσματα κεράμων στέγης με τις επιγραφές ΙΑΡΑ, ΙΕΡΑ, ΔΙΟΣ ΝΑΟΥ και ΕΠΙ ΦΟΡΜΙΣΚΟΥ, συνδέεται με την πυρπόληση και καταστροφή του ιερού από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή φαίνεται ότι το κτήριο επισκευάστηκε πρόχειρα. Ανοιχτό παραμένει ωστόσο, το ερώτημα για το ρόλο και τις λειτουργίες που στέγαζε πλέον το οικοδόμημα, εφόσον σαφείς ανασκαφικές ενδείξεις μαρτυρούν ότι στο παρακείμενο πρυτανείο κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή λίθινα εδώλια και λειτούργησε ως συνεδριακό κέντρο, πιθανώς για το αποδυναμωμένο νέο Κοινό των Ηπειρωτών που τελούσε υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
Τον 4ο αιώνα στην αίθουσα του βουλευτηρίου λειτουργούσε εργαστήριο παραγωγής ερυθρής βαφής, όπως υποδεικνύουν τα άφθονα όστρεα πορφύρας, που βρέθηκαν σε πρόχειρη ορθογώνια κατασκευή εσωτερικά της πρόσοψης. Την ίδια περίπου εποχή χρονολογήθηκε και το δεύτερο, νεότερο, στρώμα καταστροφής, που δηλώνει την οριστική εγκατάλειψη του κτηρίου. Κατά τους τελευταίους αιώνες χρήσης του Ιερού, στο εσωτερικό του βουλευτηρίου κατασκευάστηκαν μερικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι περιείχαν νομίσματα Υστερορωμαϊκών χρόνων.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Στην επίχωση της στοάς του βουλευτηρίου και στο εσωτερικό της υπόστυλης αίθουσας βρέθηκαν μερικά από τα σημαντικότερα αναθήματα στο ιερό. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το τμήμα Μακεδονικής ασπίδας στην οποία διακρίνεται μέρος της λέξης ΒΑ[ΣΙΛΕΥΣ] και έχει συνδεθεί με τη νίκη του βασιλέως Πύρρου επί του Αντιγόνου Γονατά στα Στενά του ποταμού Αώου. Στην επίχωση εντοπίστηκε χάλκινο έλασμα με παράσταση πτερωτού κεραυνού και την επιγραφή: --ΥΡ- ΡΟΥ Τ--/--ΓΗΤΟΡ--/--ΟΙΩΤ. Εδώ βρέθηκαν, ακόμη, τα χάλκινα αγαλμάτια παιδιού που κρατά περιστέρι και παιδιού με σφαίρα στο χέρι, έργα των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.
ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες. Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το εντυπωσιακών διαστάσεων οικοδόμημα του βουλευτηρίου ήταν εν μέρει ορατό στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι ξένοι περιηγητές άρχισαν να επισκέπτονται τα ερείπια του «Παλαιόκαστρου» στην κοιλάδα της Τσαρκοβίστας. Ο W. Leake, διακρίνοντας θραύσματα κιόνων στο εσωτερικό του, ερμήνευσε το οικοδόμημα αυτό, όπως και την παλαιοχριστιανική βασιλική, ως αρχαίο ναό. Τις πρώτες ανασκαφές στο κτήριο διενήργησε ο Κ. Καραπάνος το 1875, παραδίδοντας και σχέδιο της κάτοψής του. Η συστηματική έρευνα στο βουλευτήριο ξεκίνησε το 1929 η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Δ. Ευαγγελίδη.
Το κτήριο χαρακτηρίστηκε από τον Ευαγγελίδη ως «υπόστυλος αίθουσα», λόγω της διπλής σειράς από τρεις Ιωνικούς κίονες που αναπτύσσονται στο βορειότερο τμήμα του. Την ανασκαφή του οικοδομήματος συνέχισε από το έτος 1965 ο Σ. Δάκαρης, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στη Δωδώνη μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη. Ανατολικά της στοάς του οικοδομήματος ο Δάκαρης αποκάλυψε κατά χώραν έξι βάσεις τμητικών ανδριάντων, τρεις από τις οποίες διατηρούσαν τον ορθοστάτη τους με τιμητικά ψηφίσματα, τρία του Κοινού των Ηπειρωτών και ένα του Κοινού των Βυλλιόνων.
Το σημαντικότατο αυτό εύρημα παρείχε στον ανασκαφέα τα τεκμήρια για να ταυτίσει το υπόστυλο κτήριο με το βουλευτήριο, όπου συνέρχονταν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτικών εθνών. Η ταύτιση του οικοδομήματος επιβεβαιώθηκε από την ανεύρεση εσωτερικά της πρόσοψης, ενεπίγραφου βωμού, αφιερωμένου στο Δία Νάιο, τη Διώνη και το Δία Βουλέα. Το βουλευτήριο, όπως και το παρακείμενο πρυτανείο, σχετίζεται με τη λειτουργία του ιερού της Δωδώνης και ως πολιτικού κέντρου και έδρας των πολιτικών σχηματισμών που κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους διοικούσαν τα Ηπειρωτικά έθνη, δηλαδή του κράτους Άπειρος ή Συμμαχία των Ηπειρωτών και μετά την κατάλυση της βασιλείας, του Κοινού των Ηπειρωτών.
ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ
Το βουλευτήριο βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του ιερού, όπου συγκε- ντρώνονται τα δημόσια οικοδομήματα για τις πολιτικές δραστηριότητες και την τέλεση των αγώνων. Το οικοδόμημα εκτείνεται στη νότια κλιτύ του λόφου της ακρόπολης, σε απόσταση μόλις 20 μέτρων ανατολικά του θεάτρου. Για την κατασκευή του, μετατοπίστηκε προς τα δυτικά ο ισοδομικός περίβολος του κυρίως ιερού, προκειμένου να συμπεριληφθούν στο εσωτερικό του το βουλευτήριο και το πρυτανείο. Σε απόσταση λίγων μέτρων από το βουλευτήριο βρισκόταν η δυτική μνημειακή είσοδος του περιβόλου, μέσω της οποίας εισερχόταν κανείς στο κυρίως ιερό, από το χώρο του θεάτρου και του σταδίου.
Από εδώ διερχόταν η ιερά οδός, η οποία με αφετηρία τη σφενδόνη του σταδίου, συνέχιζε νότια της σκηνής του θεάτρου και της στοάς του Βουλευτηρίου για να καταλήξει στην ιερά οικία. Το κτήριο του βουλευτηρίου αποτελείται από μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα και μια ισομήκη Δωρική στοά στην πρόσοψη. Η αίθουσα, διαστάσεων 43,60 x 32,50 μ. (εσωτερικό εμβαδόν 1.250 έως 1.300 τ.μ.) διαμορφώνεται χωρίς εσωτερικές διαιρέσεις σε δύο μέρη, έναν επίπεδο χώρο εσωτερικά της πρόσοψης χαμηλότερα και τον κεκλιμένο χώρο βορειότερα, που δεχόταν με βαθμιδωτή διαμόρφωση τα εδώλια.
Εγκάρσιος αναλημματικός τοίχος δημιουργεί επίμηκες άνδηρο στο υψηλότερο πίσω τμήμα της αίθουσας. Οι εξωτερικοί τοίχοι του βουλευτηρίου είναι κτισμένοι μέχρι το ύψος των 4 μ. με επιμελώς λαξευμένους λιθοπλίνθους κατά το ισοδομικό σύστημα, ενώ η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από πήλινες πλίνθους διαστάσεων 45 x 45 εκατοστών. Το οικοδόμημα ενισχύεται με κτιστές αντηρίδες και στις τέσσερις πλευρές. Οι στενές βόρεια και νότια πλευρά φέρουν από εννέα αντηρίδες μόνο εσωτερικά, η δυτική μακριά πλευρά μόνο εξωτερικά, ενώ ο ανατολικός τοίχος έχει αντηρίδες εσωτερικά και εξωτερικά.
Στο νότιο τοίχο της πρόσοψης ανοίγονται δύο είσοδοι, από τις οποίες διατηρούνται κατά χώραν τα λίθινα κατώφλια με τους χάλκινους ολμίσκους, εντός των οποίων περιστρέφονταν οι μετάλλινοι στροφείς των θυρωμάτων. Εξαρτήματα από τη διακόσμηση των ξύλινων θυρών που θα έκλειναν τις εισόδους, όπως χάλκινοι διακοσμητικοί ήλοι, οι λαβές και η ασπιδίσκη από όπου κρεμόταν ο ιμάντας για το ανασήκωμα της βαλάνου που ασφάλιζε από το εσωτερικό τη θύρα, βρέθηκαν κατά την ανασκαφή δίπλα στα ανοίγματα.
Με δεδομένα το μήκος των κατωφλιών και τις διαστάσεις των εφηλίδων, ο ανασκαφέας υπολόγισε τον εμβάτη, τη σταθερή μονάδα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των θυρών, και συνήγαγε τις διαστάσεις τους, υπολογίζοντας ότι είχαν ύψος 3,25 μ., διπλάσιο από το πλάτος τους (1,63 μ., ήτοι 22 αρχαίες παλάμες). Η ύπαρξη παραθύρων στον νότιο τοίχο της αίθουσας, βεβαιώνεται από την ανεύρεση ορθογώνιων παραστάδων και επικράνων που τοποθετούντο ως διαχωριστικά των παραθύρων. Στο κεντρικό τμήμα του το κτήριο έφερε εσωτερικά δύο σειρές από τρεις Ιωνικούς κίονες, σε διαφορετικά επίπεδα.
Κατά χώραν έχουν σωθεί ορισμένες από τις λίθινες βάσεις των κιόνων και οι κατώτεροι σπόνδυλοι από κροκαλοπαγή λίθο, σε μια περίπτωση μαζί με Ιωνική βάση. Το ανώτερο τμήμα των κιόνων έχει υποτεθεί ότι ήταν κτιστό και αποτελείτο από πήλινες σφηνοειδείς οπτόπλινθους με ραβδώσεις στην εξωτερική επιφάνεια. Δύο επιπλέον Ιωνικοί κίονες από κροκαλοπαγή λίθο στο χαμηλότερο τμήμα του πρανούς, προστέθηκαν πιθανώς κατά την περίοδο ανοικοδόμησης του ιερού, μετά από την πυρπόλησή του από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ.. Εκ των δύο κιόνων αποκαλύφθηκε μόνον ο δυτικός, ο οποίος έφερε ιωνική βάση και εδραζόταν σε στυλοβάτη περιβαλλόμενο από πειόσχημο ανάλημμα με τοξωτό το κεντρικό του σκέλος.
Δύο κλίμακες, κατά μήκος του δυτικού και ανατολικού τοίχου του οικοδομήματος, εξυπηρετούσαν την πρόσβαση προς το ψηλότερο επικλινές τμήμα της αίθουσας με τις σειρές των εδωλίων. Στη βάση των κλιμάκων, δύο αναλημματικοί τοίχοι, με τοξοειδή διάταξη προς το κέντρο του χώρου, διαχώριζαν το χαμηλότερο νότιο τμήμα της αίθουσας από το χώρο των εδωλίων. Αμέσως βόρεια της δυτικής κλίμακας και κατά μήκος του δυτικού μακρού τοίχου του οικοδομήματος διαπιστώθηκαν σε βαθμιδωτή διάταξη ανά 0,75 έως 0,80 μ. εικοσιτέσσερις σειρές λίθινων πεζουλιών με τοξωτή διάταξη, κατασκευασμένων από αργόλιθους, τα οποία ερμηνεύτηκαν ως εδώλια ή βάσεις ξύλινων εδωλίων.
Στο χαμηλότερο επίπεδο τμήμα του οικοδομήματος, εσωτερικά των εισόδων, βρίσκεται ο ενεπίγραφος βωμός, αφιερωμένος στον Δία Νάιον, τη Διώνη και τον Δία Βουλέα, με αναθηματική επιγραφή του Θεσπρωτού Χάροπος Μαχατά, γνωστού από τον Πολύβιο για τη φιλορωμαϊκή πολιτική του. Παραπλεύρως του βωμού, μια λίθινη θήκη χρησίμευε για την υποδοχή ψηφοδόχου κάλπης. Εξωτερικά της υπόστυλης αίθουσας αναπτύσσεται ισομήκης Δωρική στοά με δεκαπέντε Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και ανά δύο σε κάθε στενή πλευρά, συμπεριλαμβανομένων των γωνιακών.
Οι κίονες των στενών πλευρών έχουν κατασκευαστεί από ψαμμόλιθο και έφεραν κιονόκρανα από το ίδιο εύθρυπτο υλικό, ενώ οι δεκατρείς κίονες της πρόσοψης, κατασκευασμένοι από κροκαλοπαγή λίθο, είχαν κιονόκρανα από ασβεστόλιθο. Από ψαμμόλιθο είχαν κατασκευαστεί και οι ημικίονες των παραστάδων στα πίσω άκρα των στενών πλευρών της στοάς. Είναι πολύ πιθανόν οι κίονες της πρόσοψης να τοποθετήθηκαν σε μεταγενέστερη φάση επισκευής της στοάς μετά την Αιτωλική καταστροφή. Ενδείξεις για αυτό συνιστούν η διαφορετική διαμόρφωση των κιονοκράνων τους, σε σύγκριση με τα κιονόκρανα από ψαμμόλιθο, όπως και η ομοιότητα των κιόνων με εκείνους του νεότερου ναού της Διώνης που έχει χρονολογηθεί στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ..
Η στοά εφράσσετο με χαμηλό θωράκιο από πλακοειδείς λίθους, τοποθετημένο πιθανώς σε κάποια μεταγενέστερη οικοδομική φάση του κτηρίου. Οι κροκαλοπαγείς κίονες και το θωράκιο καλύπτονταν από παχύ στρώμα κονιάματος, ενώ τα κιονόκρανα ήταν επιχρισμένα με μαρμαροκονία. Με όμοιο κονίαμα ήταν επιχρισμένο και το χαμηλότερο τμήμα της πρόσοψης του κυρίως βουλευτηρίου. Για την διευκόλυνση της πρόσβασης στο βουλευτήριο, είχαν αφεθεί χωρίς θωράκιο τα μετακιόνια απέναντι από τις δύο εισόδους, όπως και τα μετακιόνια των στενών πλευρών μεταξύ των παραστάδων και του κεντρικού κίονα στις στενές πλευρές της στοάς.
Ο θριγκός της στοάς εικάζεται ότι ήταν ξύλινος, λόγω της πλήρους απουσίας θραυσμάτων επιστυλίου, τριγλύφων και μετοπών κατά την ανασκαφή. Επάνω στο δάπεδο της στοάς βρέθηκε παχύ στρώμα κεράμων και πλίνθων από την κατάρρευση της στέγης και της ανωδομής της κύριας αίθουσας, το οποίο πιθανότατα σχετίζεται με την πυρπόληση του ιερού από τους Αιτωλούς και ανακαλεί το σχετικό χωρίο του Πολύβιου. Οι ανασκαφές στο βουλευτήριο κάλυψαν κυρίως το νότιο και το δυτικό τμήμα της υπόστυλης αίθουσας, χωρίς να ολοκληρωθούν.
Η ημιτελής διερεύνηση του οικοδομήματος, η μακρόχρονη χρήση του με επάλληλες φάσεις επισκευών έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ. και η πολύ αποσπασματική διατήρηση των εσωτερικών κατασκευών καθιστούν δυσχερή τη συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη διάταξη και τον αριθμό των εδωλίων. Εξίσου δυσχερής καθίσταται η μελέτη και η αναπαράσταση της στέγης του οικοδομήματος, λόγω της ιδιόμορφης κλιμακωτής διάταξης του κτίσματος και του πολύ μεγάλου μεγέθους του.
Σύμφωνα με τον Δάκαρη, οι είκοσι τέσσερις επάλληλες σειρές των τοξωτών πεζουλιών, που αποκάλυψε κατά μήκος της ανατολικής μακριάς πλευράς του κτηρίου και υποδηλώνουν αμφιθεατρική διάταξη των καθισμάτων, θα πρέπει να ανήκουν σε μια νεότερη φάση χρήσης του βουλευτηρίου, μετά την ρωμαϊκή καταστροφή του 167 π.Χ., και εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ανασυσταθέντος, μετά το 148 π.Χ., Ηπειρωτικού Κοινού. Για το Ελληνιστικό βουλευτήριο, ο Δάκαρης υποθέτει ως πιθανότερη την ορθογώνια διάταξη αντί της αμφιθεατρικής, λόγω της ύπαρξης των πλευρικών κλιμάκων, και υπολογίζει ότι θα υπήρχαν 32 σειρές ξύλινων εδωλίων που κάλυπταν ολόκληρο τον εσωτερικό χώρο του οικοδομήματος.
Για τον τρόπο στέγασης του βουλευτηρίου, ο ερευνητής του χώρου υποστήριξε ότι το οικοδόμημα στεγαζόταν με ενιαία αμφικλινή στέγη, πλάτους 30,20 μ., η οποία στηριζόταν στους κίονες και στις εσωτερικές αντηρίδες των τοίχων. Οι νεότερες μελέτες επισημαίνουν τις αδυναμίες της άποψης του Δάκαρη για τον τρόπο στέγασης του οικοδομήματος και υποθέτουν, είτε ότι το βουλευτήριο έφερε στέγη στο βορειότερο μόνο τμήμα του, είτε μια κλιμακωτή διάταξη στην ενιαία στέγη του κτηρίου. O αρχιτέκτονας Β. Χαρίσης, στενός συνεργάτης του Ευαγγελίδη και του Δάκαρη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, κρίνει επίσης τεχνικά αδύνατη την κάλυψη του οικοδομήματος με ενιαία στέγη.
Λαμβάνοντας υπόψη την ασύμμετρα κλιμακωτή διάταξη στο εσωτερικό του κτηρίου, αποκαθιστά τρεις διακεκριμένους λειτουργικά χώρους. Το σχετικά επίπεδο τμήμα, που συγκρατείται με αναλημματικό τοίχο στο υψηλότερο πίσω τμήμα του κτηρίου, αποκαθίσταται από τον Χαρίση ως κλειστός χώρος-«Μητρώον», με τη βορειότερη σειρά των κιόνων να διαμορφώνει στοά στην πρόσοψή του. Το τμήμα μεταξύ της μεσαίας κιονοστοιχίας και των δύο νοτιότερων κιόνων εμφανίζει τη μεγαλύτερη κλίση, όπως φαίνεται από την υψομετρική διαφορά στους στυλοβάτες των κιόνων, και είναι ο κατεξοχήν αμφιθεατρικός χώρος με τα εδώλια.
Μεταξύ της πρόσοψης του κτηρίου και της κεντρικής σειράς κιόνων θα μπορούσαν να αναπτύσσονται σε πειόσχημη διάταξη εννέα - δέκα σειρές εδωλίων, διαμορφώνοντας αμφιθέατρο περίπου 500 θέσεων. Ο κεντρικός χώρος του οικοδομήματος, μεταξύ του αμφιθεάτρου και του κλειστού χώρου με τη στοά, θα μπορούσε, κατά το Χαρίση, να αποτελεί αίθριο και χώρο περιπάτου. Οι δύο ακραίοι χώροι, ο κλειστός χώρος στο βόρειο τμήμα και ο χώρος του αμφιθεάτρου, αποκαθίστανται από το Χαρίση με αυτοτελείς διακεκριμένες δικλινείς στέγες, ενώ ο κεντρικός χώρος - αίθριο προτείνεται ως ημιυπαίθριος. Οριστικές απαντήσεις στα θέματα αυτά μπορούν να δοθούν μόνον με την ενδελεχή διερεύνηση και την ολοκλήρωση των ανασκαφών στο βουλευτήριο.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Η κατασκευή του βουλευτηρίου εντάσσεται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που αναπτύχθηκε στο ιερό της Δωδώνης κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με το βασιλέα Πύρρο. Στο βαθύτερο στρώμα, χαμηλότερα από τη θεμελίωσή της στοάς και εσωτερικά των εισόδων της κύριας αίθουσας, αποκαλύφθηκαν οπές πασσάλων από ελλειψοειδείς καλύβες, λάκκοι με λεπίδες πυριτόλιθου και άφθονη χειροποίητη κεραμική, που βεβαιώνουν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού της εποχής του χαλκού στο χώρο του ιερού. Κατά την ανασκαφή του οικοδομήματος διαπιστώθηκαν δύο διαδοχικά στρώματα καταστροφής.
Το κατώτερο στρώμα, μέσα στο οποίο βρέθηκαν θραύσματα κεράμων στέγης με τις επιγραφές ΙΑΡΑ, ΙΕΡΑ, ΔΙΟΣ ΝΑΟΥ και ΕΠΙ ΦΟΡΜΙΣΚΟΥ, συνδέεται με την πυρπόληση και καταστροφή του ιερού από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ. Μετά τη Ρωμαϊκή καταστροφή φαίνεται ότι το κτήριο επισκευάστηκε πρόχειρα. Ανοιχτό παραμένει ωστόσο, το ερώτημα για το ρόλο και τις λειτουργίες που στέγαζε πλέον το οικοδόμημα, εφόσον σαφείς ανασκαφικές ενδείξεις μαρτυρούν ότι στο παρακείμενο πρυτανείο κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή λίθινα εδώλια και λειτούργησε ως συνεδριακό κέντρο, πιθανώς για το αποδυναμωμένο νέο Κοινό των Ηπειρωτών που τελούσε υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
Τον 4ο αιώνα στην αίθουσα του βουλευτηρίου λειτουργούσε εργαστήριο παραγωγής ερυθρής βαφής, όπως υποδεικνύουν τα άφθονα όστρεα πορφύρας, που βρέθηκαν σε πρόχειρη ορθογώνια κατασκευή εσωτερικά της πρόσοψης. Την ίδια περίπου εποχή χρονολογήθηκε και το δεύτερο, νεότερο, στρώμα καταστροφής, που δηλώνει την οριστική εγκατάλειψη του κτηρίου. Κατά τους τελευταίους αιώνες χρήσης του Ιερού, στο εσωτερικό του βουλευτηρίου κατασκευάστηκαν μερικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι περιείχαν νομίσματα Υστερορωμαϊκών χρόνων.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Στην επίχωση της στοάς του βουλευτηρίου και στο εσωτερικό της υπόστυλης αίθουσας βρέθηκαν μερικά από τα σημαντικότερα αναθήματα στο ιερό. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το τμήμα Μακεδονικής ασπίδας στην οποία διακρίνεται μέρος της λέξης ΒΑ[ΣΙΛΕΥΣ] και έχει συνδεθεί με τη νίκη του βασιλέως Πύρρου επί του Αντιγόνου Γονατά στα Στενά του ποταμού Αώου. Στην επίχωση εντοπίστηκε χάλκινο έλασμα με παράσταση πτερωτού κεραυνού και την επιγραφή: --ΥΡ- ΡΟΥ Τ--/--ΓΗΤΟΡ--/--ΟΙΩΤ. Εδώ βρέθηκαν, ακόμη, τα χάλκινα αγαλμάτια παιδιού που κρατά περιστέρι και παιδιού με σφαίρα στο χέρι, έργα των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ.
ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΗΣ ΔΩΔΩΝΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Το αρχαίο στάδιο της Δωδώνης βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού, ακριβώς δίπλα στο θέατρο. Κατασκευάσθηκε μετά την πρώτη καταστροφή του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ. και συνδέεται άμεσα με τη δεύτερη οικοδομική φάση του θεάτρου, καθώς το ανάλημμα με τα εδώλια του σταδίου ενώνεται με το πρόπυλο του θεάτρου, που οικοδομήθηκε την ίδια περίοδο. Στο στάδιο λάμβαναν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια τα Νάια, αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Δία, που στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. καθιερώθηκαν ως στεφανίτες αγώνες. Πρόκειται για ένα από τα λίγα αρχαία στάδια που διέθεταν λίθινα καθίσματα.
Για την τοποθέτησή τους στη βόρεια πλευρά σχηματίσθηκε πλαγιά με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος, ενώ αντίστοιχη διαμόρφωση υπήρχε και στη νότια πλευρά. Τα καθίσματα εκτείνονταν σε 21 ή 22 σειρές, στις οποίες οδηγούσαν στενές κλίμακες. Κάτω από τη νότια πλευρά των καθισμάτων υπήρχε πιθανόν τεχνητή στοά, για την απομάκρυνση των νερών της βροχής. Στην ίδια πλευρά υπήρχε και λίθινο αυλάκι (ρείθρο) με μικρές λεκάνες κατά διαστήματα, το οποίο διαπερνούσε καθαρό νερό, που ερχόταν από πηγή του βουνού Τόμαρος. Από εκεί έπιναν νερό οι αγωνιζόμενοι αθλητές και οι θεατές.
Από τη σφενδόνη του σταδίου στην ανατολική πλευρά ξεκινούσε μια πύλη με δύο συνεχόμενα τόξα, η οποία οδηγούσε στο θέατρο και στο υπόλοιπο ιερό. Το στάδιο του ιερού της Δωδώνης ήλθε στο φως κατά την πρώτη ανασκαφική έρευνα στην περιοχή το 1875 από τον Κ. Καραπάνο. Αργότερα ερευνήθηκε και από τους Δ. Αποστολίδη και Σ. Δάκαρη, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ανασκαφεί στο σύνολό του. Έχει αποκαλυφθεί μόνο το ανατολικό τμήμα προς τη σφενδόνη, ενώ το υπόλοιπο εκτείνεται περίπου 250 μ. προς τα δυτικά και καλύπτεται από επιχώσεις. Τα καθίσματα του ανεσκαμμένου τμήματος του σταδίου καλύπτονται σήμερα από στρώμα χώματος για λόγους προστασίας από την υγρασία και τον παγετό.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Το αρχαίο στάδιο βρίσκεται έξω από τον περίβολο του κυρίως ιερού, αμέσως νοτιοδυτικά του θεάτρου. Το μνημείο δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Το ανατολικό τμήμα του αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του θεάτρου από το Σ. Δάκαρη, τα έτη 1959 - 1960 και το 1962. Μικρής κλίμακας έρευνα πραγματοποιήθηκε ξανά το 2009 από το Γραφείο Στήριξης της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, με αφορμή τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Το στάδιο αναπτύσσεται με κατεύθυνση ανατολικά - δυτικά, μπροστά στο νοτιοδυτικό πυργοειδές ανάλημμα του κοίλου του θεάτρου.
Για τη διαμόρφωσή του χρησιμοποιήθηκε ο αναλημματικός τοίχος - άνδηρο σε σχήμα Γ, που κατασκευάστηκε σε συνέχεια του προπύλου της δυτικής παρόδου του θεάτρου για να συγκρατήσει τις επιχώσεις της Αιτωλικής καταστροφής. Στην κεκλιμένη επίχωση του ανδήρου εδράζονται τα λίθινα εδώλια της βόρειας πλευράς του σταδίου. Ανάλογο πρανές για τους θεατές, εξολοκλήρου τεχνητό, που συγκρατείται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο, διαμορφώθηκε και κατά μήκος της νότιας πλευράς του στίβου. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν 21 εως 22 σειρές λίθινων εδωλίων, κατασκευασμένων από τοπικό ασβεστόλιθο. Η πρώτη σειρά καθισμάτων στο νότιο πρανές εδράζεται σε ορθοστάτες ύψους περίπου 0,80 μ. επάνω από το δάπεδο του στίβου.
Οι σειρές των εδωλίων, και στα δύο πρανή, διακόπτονται από στενές κλίμακες που εξυπηρετούσαν την πρόσβαση των θεατών. Ο στίβος του σταδίου της Δωδώνης ήταν κατασκευασμένος από χώμα πατημένο επάνω στο φυσικό βράχο. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του υπάρχει λίθινο ρείθρο, το οποίο έφερε κατά διαστήματα λίθινες λεκάνες για την αποστράγγιση του νερού. Το πλάτος της κονίστρας είναι 26,30 μ., ενώ το συνολικό μήκος της δεν είναι επί του παρόντος γνωστό, καθώς το δυτικότερο τμήμα του μνημείου δεν έχει ανασκαφεί. Στο ανατολικό πέρας του στίβου σχηματίζεται σφενδόνη.
Στο σημείο αυτό βρισκόταν η είσοδος του σταδίου, από την οποία διατηρείται κατά χώραν ο κεντρικός πεσσός, και, κατά τον Δάκαρη, ήταν διαμορφωμένη με δίθυρη τοξωτή πύλη. Από εδώ ξεκινούσε η ιερά οδός, η οποία μπροστά από τις στοές στην πρόσοψη της σκηνής του θεάτρου και του βουλευτηρίου και οδηγούσε στα λατρευτικά οικοδομήματα. Το στάδιο της Δωδώνης συγκαταλέγεται στον ευάριθμο κατάλογο των λίθινων σταδίων. Ωστόσο, τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του μνημείου και τα δεδομένα της πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας υποδεικνύουν ότι τα λίθινα εδώλια πιθανόν δεν αναπτύσσονταν σε όλη την έκταση των πρανών που προορίζονταν για τους θεατές, αλλά κάλυπταν το ανατολικό μόνο τμήμα τους προς τη σφενδόνη.
Στο δυτικό τμήμα του σταδίου, τα πρανή ίσως παρέμειναν χωμάτινα. Ανάλογο παράδειγμα, με συνδυασμό χωμάτινων πρανών και λίθινων εδωλίων που καταλαμβάνουν το τμήμα προς τη σφενδόνη, αποτελεί το στάδιο της Μεσσήνης. Η πιθανότητα ύπαρξης διαφορετικών οικοδομικών φάσεων στο στάδιο θα πρέπει, επίσης, να διερευνηθεί με περαιτέρω ανασκαφική έρευνα και μελέτη. Σύμφωνα με το Δάκαρη, το στάδιο κατασκευάστηκε προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., συγχρόνως με τη δεύτερη οικοδομική περίοδο του θεάτρου, η οποία συμπίπτει με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά από την καταστροφή που υπέστη από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ..
Στη χρονολόγηση συνηγορούν η οργανική σύνδεση των ορθοστατών που συγκρατούν τα εδώλια του βόρειας πλευράς του σταδίου, με τον αναλημματικό τοίχο του δυτικού ανδήρου της «Αιτωλικής επιχώσεως» μπροστά από το κοίλο του θεάτρου. Το ίδιο χρονολογικό πλαίσιο βεβαιώνει χάλκινο νόμισμα Αμβρακίας των χρόνων 232 π.Χ. - 168 π.Χ., που βρέθηκε στο εσωτερικό της τεχνητής επίχωσης. Η κατασκευή του σταδίου, παράλληλα με την ανέγερση στωικών οικοδομημάτων, με την προσθήκη Ιωνικών προπύλων στις παρόδους του θεάτρου και με τον εξωραϊσμό των ναών.
Θα πρέπει να συνδεθεί με την προσπάθεια μνημειακής αναμόρφωσης και αρχιτεκτονικής διεύρυνσης του ιερού, στο πλαίσιο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος που εφαρμόστηκε στη Δωδώνη στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ.. Το στάδιο της Δωδώνης σχετίζεται με τα Νάια, εορτές προς τιμήν του Διός Ναΐου για τις οποίες αντλούμε πληροφορίες κυρίως από επιγραφικές μαρτυρίες. Περιελάμβαναν δραματικούς και γυμνικούς αγώνες, ενώ έχει υποτεθεί και η διεξαγωγή μουσικών αγώνων. Για το χρόνο έναρξης της εορτής των Ναΐων δεν υπάρχουν ασφαλείς μαρτυρίες.
Το χωρίον του Αθήναιου, το οποίο αναφέρεται σε νίκη του Πτολεμαίου και της Βερενίκης σε αρματοδρομία, ανακαλεί τις στενές σχέσεις των Λαγιδών με τον Πύρρο και εμμέσως μαρτυρεί για την ύπαρξη των αγώνων στη Δωδώνη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., πιθανώς δε και για την καθιέρωσή τους από τον Πύρρο. Οι αγώνες θα πρέπει να είχαν αρχικά τοπικό ή πανηπειρωτικό χαρακτήρα, ενώ πιθανότατα από το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., έγιναν πανελλήνιοι και εξελίχθηκαν σε αγώνες στεφανίτες. Η διεύρυνση και η πανελλήνια εμβέλεια των εορτών των Ναΐων συμπίπτει με τον εξωραϊσμό του θεάτρου και την οικοδόμηση του σταδίου.
Εικάζεται ότι τα Νάια ήταν αγώνες πεντετηρικοί, όπως και οι υπόλοιποι πανελλήνιοι αγώνες. Υπεύθυνοι για την τέλεση των Ναΐων ήταν ο ναΐαρχος, ο αγωνοθέτης και οι ναϊκοί εύθυνοι. Το αξίωμα του ναΐαρχου αναφέρεται σε απελευθερωτική επιγραφή από τη Δωδώνη, σήμερα στη Συλλογή Καραπά- νου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σε ανάλογη επιγραφή από τη Δωδώνη μνημονεύονται τα αξιώματα του αγωνοθέτη και των ναϊκών ευθύνων. Οι επιγραφές έχουν χρονολογηθεί στον 3ο ή 2ο αιώνα π.Χ.. Αγωνοθέτης αναφέρεται και σε άλλες επιγραφές από το Ιερό, οι περισσότερες χρονολογημένες μετά το 167 π.Χ.,13 όπως και σε μία λίθινη επιγραφή που βρέθηκε στο αρχαίο τειχισμένο πόλισμα του κάστρου Ιωαννίνων.
Η τελευταία μνημονεύει τον Πόπλιο Μέμμιο Λέοντα, ιερέα των Ακτίων και αγωνοθέτη των Ναΐων κατά την 68η Ακτιάδα (241 - 240 μ.Χ.), και βεβαιώνει ότι οι αγώνες τελούνταν ακόμη στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. O Cabanes υποστηρίζει ότι ο ναΐαρχος και ο αγωνοθέτης εκτελούσαν χρέη επώνυμου άρχοντα. Ωστόσο, οι ακριβείς αρμοδιότητες ενός εκάστου των υπεύθυνων αξιωματούχων για την εορτή των Ναΐων δεν μας είναι γνωστές. Όσον αφορά στα αγωνίσματα, αναθηματικές επιγραφές νικητών των αγώνων αναφέρουν αγώνες πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου. Θεωρείται βέβαιο ότι ελάμβαναν χώρα και αγώνες σταδίου και δρόμου.
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Το αρχαίο στάδιο βρίσκεται έξω από τον περίβολο του κυρίως ιερού, αμέσως νοτιοδυτικά του θεάτρου. Το μνημείο δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Το ανατολικό τμήμα του αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του θεάτρου από το Σ. Δάκαρη, τα έτη 1959 - 1960 και το 1962. Μικρής κλίμακας έρευνα πραγματοποιήθηκε ξανά το 2009 από το Γραφείο Στήριξης της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, με αφορμή τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου στο πλαίσιο του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Το στάδιο αναπτύσσεται με κατεύθυνση ανατολικά - δυτικά, μπροστά στο νοτιοδυτικό πυργοειδές ανάλημμα του κοίλου του θεάτρου.
Για τη διαμόρφωσή του χρησιμοποιήθηκε ο αναλημματικός τοίχος - άνδηρο σε σχήμα Γ, που κατασκευάστηκε σε συνέχεια του προπύλου της δυτικής παρόδου του θεάτρου για να συγκρατήσει τις επιχώσεις της Αιτωλικής καταστροφής. Στην κεκλιμένη επίχωση του ανδήρου εδράζονται τα λίθινα εδώλια της βόρειας πλευράς του σταδίου. Ανάλογο πρανές για τους θεατές, εξολοκλήρου τεχνητό, που συγκρατείται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο, διαμορφώθηκε και κατά μήκος της νότιας πλευράς του στίβου. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν 21 εως 22 σειρές λίθινων εδωλίων, κατασκευασμένων από τοπικό ασβεστόλιθο. Η πρώτη σειρά καθισμάτων στο νότιο πρανές εδράζεται σε ορθοστάτες ύψους περίπου 0,80 μ. επάνω από το δάπεδο του στίβου.
Οι σειρές των εδωλίων, και στα δύο πρανή, διακόπτονται από στενές κλίμακες που εξυπηρετούσαν την πρόσβαση των θεατών. Ο στίβος του σταδίου της Δωδώνης ήταν κατασκευασμένος από χώμα πατημένο επάνω στο φυσικό βράχο. Κατά μήκος της νότιας πλευράς του υπάρχει λίθινο ρείθρο, το οποίο έφερε κατά διαστήματα λίθινες λεκάνες για την αποστράγγιση του νερού. Το πλάτος της κονίστρας είναι 26,30 μ., ενώ το συνολικό μήκος της δεν είναι επί του παρόντος γνωστό, καθώς το δυτικότερο τμήμα του μνημείου δεν έχει ανασκαφεί. Στο ανατολικό πέρας του στίβου σχηματίζεται σφενδόνη.
Στο σημείο αυτό βρισκόταν η είσοδος του σταδίου, από την οποία διατηρείται κατά χώραν ο κεντρικός πεσσός, και, κατά τον Δάκαρη, ήταν διαμορφωμένη με δίθυρη τοξωτή πύλη. Από εδώ ξεκινούσε η ιερά οδός, η οποία μπροστά από τις στοές στην πρόσοψη της σκηνής του θεάτρου και του βουλευτηρίου και οδηγούσε στα λατρευτικά οικοδομήματα. Το στάδιο της Δωδώνης συγκαταλέγεται στον ευάριθμο κατάλογο των λίθινων σταδίων. Ωστόσο, τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του μνημείου και τα δεδομένα της πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας υποδεικνύουν ότι τα λίθινα εδώλια πιθανόν δεν αναπτύσσονταν σε όλη την έκταση των πρανών που προορίζονταν για τους θεατές, αλλά κάλυπταν το ανατολικό μόνο τμήμα τους προς τη σφενδόνη.
Στο δυτικό τμήμα του σταδίου, τα πρανή ίσως παρέμειναν χωμάτινα. Ανάλογο παράδειγμα, με συνδυασμό χωμάτινων πρανών και λίθινων εδωλίων που καταλαμβάνουν το τμήμα προς τη σφενδόνη, αποτελεί το στάδιο της Μεσσήνης. Η πιθανότητα ύπαρξης διαφορετικών οικοδομικών φάσεων στο στάδιο θα πρέπει, επίσης, να διερευνηθεί με περαιτέρω ανασκαφική έρευνα και μελέτη. Σύμφωνα με το Δάκαρη, το στάδιο κατασκευάστηκε προς το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., συγχρόνως με τη δεύτερη οικοδομική περίοδο του θεάτρου, η οποία συμπίπτει με την ανοικοδόμηση του ιερού μετά από την καταστροφή που υπέστη από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ..
Στη χρονολόγηση συνηγορούν η οργανική σύνδεση των ορθοστατών που συγκρατούν τα εδώλια του βόρειας πλευράς του σταδίου, με τον αναλημματικό τοίχο του δυτικού ανδήρου της «Αιτωλικής επιχώσεως» μπροστά από το κοίλο του θεάτρου. Το ίδιο χρονολογικό πλαίσιο βεβαιώνει χάλκινο νόμισμα Αμβρακίας των χρόνων 232 π.Χ. - 168 π.Χ., που βρέθηκε στο εσωτερικό της τεχνητής επίχωσης. Η κατασκευή του σταδίου, παράλληλα με την ανέγερση στωικών οικοδομημάτων, με την προσθήκη Ιωνικών προπύλων στις παρόδους του θεάτρου και με τον εξωραϊσμό των ναών.
Θα πρέπει να συνδεθεί με την προσπάθεια μνημειακής αναμόρφωσης και αρχιτεκτονικής διεύρυνσης του ιερού, στο πλαίσιο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος που εφαρμόστηκε στη Δωδώνη στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ.. Το στάδιο της Δωδώνης σχετίζεται με τα Νάια, εορτές προς τιμήν του Διός Ναΐου για τις οποίες αντλούμε πληροφορίες κυρίως από επιγραφικές μαρτυρίες. Περιελάμβαναν δραματικούς και γυμνικούς αγώνες, ενώ έχει υποτεθεί και η διεξαγωγή μουσικών αγώνων. Για το χρόνο έναρξης της εορτής των Ναΐων δεν υπάρχουν ασφαλείς μαρτυρίες.
Το χωρίον του Αθήναιου, το οποίο αναφέρεται σε νίκη του Πτολεμαίου και της Βερενίκης σε αρματοδρομία, ανακαλεί τις στενές σχέσεις των Λαγιδών με τον Πύρρο και εμμέσως μαρτυρεί για την ύπαρξη των αγώνων στη Δωδώνη στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., πιθανώς δε και για την καθιέρωσή τους από τον Πύρρο. Οι αγώνες θα πρέπει να είχαν αρχικά τοπικό ή πανηπειρωτικό χαρακτήρα, ενώ πιθανότατα από το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., έγιναν πανελλήνιοι και εξελίχθηκαν σε αγώνες στεφανίτες. Η διεύρυνση και η πανελλήνια εμβέλεια των εορτών των Ναΐων συμπίπτει με τον εξωραϊσμό του θεάτρου και την οικοδόμηση του σταδίου.
Εικάζεται ότι τα Νάια ήταν αγώνες πεντετηρικοί, όπως και οι υπόλοιποι πανελλήνιοι αγώνες. Υπεύθυνοι για την τέλεση των Ναΐων ήταν ο ναΐαρχος, ο αγωνοθέτης και οι ναϊκοί εύθυνοι. Το αξίωμα του ναΐαρχου αναφέρεται σε απελευθερωτική επιγραφή από τη Δωδώνη, σήμερα στη Συλλογή Καραπά- νου στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σε ανάλογη επιγραφή από τη Δωδώνη μνημονεύονται τα αξιώματα του αγωνοθέτη και των ναϊκών ευθύνων. Οι επιγραφές έχουν χρονολογηθεί στον 3ο ή 2ο αιώνα π.Χ.. Αγωνοθέτης αναφέρεται και σε άλλες επιγραφές από το Ιερό, οι περισσότερες χρονολογημένες μετά το 167 π.Χ.,13 όπως και σε μία λίθινη επιγραφή που βρέθηκε στο αρχαίο τειχισμένο πόλισμα του κάστρου Ιωαννίνων.
Η τελευταία μνημονεύει τον Πόπλιο Μέμμιο Λέοντα, ιερέα των Ακτίων και αγωνοθέτη των Ναΐων κατά την 68η Ακτιάδα (241 - 240 μ.Χ.), και βεβαιώνει ότι οι αγώνες τελούνταν ακόμη στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. O Cabanes υποστηρίζει ότι ο ναΐαρχος και ο αγωνοθέτης εκτελούσαν χρέη επώνυμου άρχοντα. Ωστόσο, οι ακριβείς αρμοδιότητες ενός εκάστου των υπεύθυνων αξιωματούχων για την εορτή των Ναΐων δεν μας είναι γνωστές. Όσον αφορά στα αγωνίσματα, αναθηματικές επιγραφές νικητών των αγώνων αναφέρουν αγώνες πάλης, πυγμαχίας και παγκρατίου. Θεωρείται βέβαιο ότι ελάμβαναν χώρα και αγώνες σταδίου και δρόμου.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΔΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου