ΒΑ. αἰαῖ, κακῶν ὕψιστα δὴ κλύω τάδε,
αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα.
ἀτὰρ φράσον μοι τοῦτ᾽ ἀναστρέψας πάλιν·
ναῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ἑλληνίδων,
335 ὥστ᾽ ἀξιῶσαι Περσικῷ στρατεύματι
μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς;
ΑΓ. πλήθους μὲν ἂν σάφ᾽ ἴσθ᾽ ἕκατι βάρβαρον
ναυσὶν κρατῆσαι. καὶ γὰρ Ἕλλησιν μὲν ἦν
ὁ πᾶς ἀριθμὸς ἐς τριακάδας δέκα
340 ναῶν, δεκὰς δ᾽ ἦν τῶνδε χωρὶς ἔκκριτος·
Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶσθα, χιλιὰς μὲν ἦν
ὧν ἦγε πλῆθος, αἱ δ᾽ ὑπέρκοποι τάχει
ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ᾽· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ;
345 ἀλλ᾽ ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν,
τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ.
θεοὶ πόλιν σῴζουσι Παλλάδος θεᾶς.
ΒΑ. ἔτ᾽ ἆρ᾽ Ἀθηνῶν ἔστ᾽ ἀπόρθητος πόλις;
ΑΓ. ἀνδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές.
350 ΒΑ. ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν, φράσον·
τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες, μάχης,
ἢ παῖς ἐμός, πλήθει καταυχήσας νεῶν;
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Οϊμέ, κι ακούω κακά που άλλα τέτοια δεν έχει,
για τους Πέρσες ντροπές και σπαραγμός και θρήνος·
μα στρέψε πάλι απ᾽ την αρχή και πε μου: πόσα
τάχα να ᾽ταν πολλά τα Ελληνικά καράβια,
που τόλμησαν ν᾽ αντικριστούν με την αρμάτα,
την Περσική και στρέψουν πάνω τα έμβολά τους;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αν ήταν απ᾽ τον αριθμό, βέβαιη και να ᾽σαι
πως θα νικούσαμεν εμείς· γιατ᾽ όλο κι όλο
δέκα φορές τριάντα οι Έλληνες καράβια
340 είχαν κι όξ᾽ απ᾽ αυτά και διαλεχτ᾽ άλλα δέκα.
ενώ ο Ξέρξης, το ξέρω, μια ήτανε χιλιάδα
τα πλοία π᾽ οδηγούσε και διακόσ᾽ εφτ᾽ άλλα
στο τρέξιμο απαράβγαλτα· κι έτσι, όπως σου είπα,
λες τάχα, όσα γι᾽ αυτό, να πέφταμ᾽ εμείς κάτω;
μα ένας θεός τον έφτειρ᾽ έτσι το στρατό μας
πάρα πολύ βαραίνοντας απ᾽ το ένα μέρος
τη ζυγαριά μ᾽ όχι ισομετρημένη τύχη.
Οι θεοί την πόλη προστατεύουν της Παλλάδας.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Η Αθήνα λοιπόν άπαρτη μένει ως τα τώρα;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Οι άντρες σα μένουν το πιο σίγουρο είναι κάστρο.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
350 Και ποιά έγινε η αρχή στη σύγκρουση των στόλων;
ποιοί, πες μας, πρώτοι ν᾽ άρχισαν, οι Έλληνες τάχα,
ή ο γιος μου στα πολλά τα πλοία του θαρρεμένος;
αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα.
ἀτὰρ φράσον μοι τοῦτ᾽ ἀναστρέψας πάλιν·
ναῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ἑλληνίδων,
335 ὥστ᾽ ἀξιῶσαι Περσικῷ στρατεύματι
μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς;
ΑΓ. πλήθους μὲν ἂν σάφ᾽ ἴσθ᾽ ἕκατι βάρβαρον
ναυσὶν κρατῆσαι. καὶ γὰρ Ἕλλησιν μὲν ἦν
ὁ πᾶς ἀριθμὸς ἐς τριακάδας δέκα
340 ναῶν, δεκὰς δ᾽ ἦν τῶνδε χωρὶς ἔκκριτος·
Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶσθα, χιλιὰς μὲν ἦν
ὧν ἦγε πλῆθος, αἱ δ᾽ ὑπέρκοποι τάχει
ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ᾽· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ;
345 ἀλλ᾽ ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν,
τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ.
θεοὶ πόλιν σῴζουσι Παλλάδος θεᾶς.
ΒΑ. ἔτ᾽ ἆρ᾽ Ἀθηνῶν ἔστ᾽ ἀπόρθητος πόλις;
ΑΓ. ἀνδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές.
350 ΒΑ. ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν, φράσον·
τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες, μάχης,
ἢ παῖς ἐμός, πλήθει καταυχήσας νεῶν;
***
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Οϊμέ, κι ακούω κακά που άλλα τέτοια δεν έχει,
για τους Πέρσες ντροπές και σπαραγμός και θρήνος·
μα στρέψε πάλι απ᾽ την αρχή και πε μου: πόσα
τάχα να ᾽ταν πολλά τα Ελληνικά καράβια,
που τόλμησαν ν᾽ αντικριστούν με την αρμάτα,
την Περσική και στρέψουν πάνω τα έμβολά τους;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αν ήταν απ᾽ τον αριθμό, βέβαιη και να ᾽σαι
πως θα νικούσαμεν εμείς· γιατ᾽ όλο κι όλο
δέκα φορές τριάντα οι Έλληνες καράβια
340 είχαν κι όξ᾽ απ᾽ αυτά και διαλεχτ᾽ άλλα δέκα.
ενώ ο Ξέρξης, το ξέρω, μια ήτανε χιλιάδα
τα πλοία π᾽ οδηγούσε και διακόσ᾽ εφτ᾽ άλλα
στο τρέξιμο απαράβγαλτα· κι έτσι, όπως σου είπα,
λες τάχα, όσα γι᾽ αυτό, να πέφταμ᾽ εμείς κάτω;
μα ένας θεός τον έφτειρ᾽ έτσι το στρατό μας
πάρα πολύ βαραίνοντας απ᾽ το ένα μέρος
τη ζυγαριά μ᾽ όχι ισομετρημένη τύχη.
Οι θεοί την πόλη προστατεύουν της Παλλάδας.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Η Αθήνα λοιπόν άπαρτη μένει ως τα τώρα;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Οι άντρες σα μένουν το πιο σίγουρο είναι κάστρο.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
350 Και ποιά έγινε η αρχή στη σύγκρουση των στόλων;
ποιοί, πες μας, πρώτοι ν᾽ άρχισαν, οι Έλληνες τάχα,
ή ο γιος μου στα πολλά τα πλοία του θαρρεμένος;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου