Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ (ΜΕΡΟΣ B')

Η ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΩΝ ΘΕΣΠΡΩΤΩΝ

ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Η Θεσπρωτία, στο βορειοδυτικό άκρο του Ελλαδικού χώρου, καταλαμβάνει μία εξαιρετικά ορεινή περιοχή μεταξύ των δυτικών οροσειρών της Πίνδου και των ακτών του Ιονίου. Ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τα γεγονότα της ναυμαχίας των Συβότων (433 - 432 π.Χ.), λίγο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, μας δίνει μια ακριβή περιγραφή της γεωμορφολογίας της περιοχής, με τους μικρούς κόλπους, τα βραχώδη ακρωτήρια στις ακτές και το εσωτερικό ορεινό τοπίο, που διακόπτεται από τις κοιλάδες των ποταμών Θύαμη (σημερινού Καλαμά) και Αχέροντα και των μικρότερων παραποτάμων τους. ''Οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους ὁρμίζονται ἐς Χειμέριον τῆς Θεσπρωτίδος γῆς. ἔστι δέ λιμήν, καί πόλις ὑπέρ αὐτοῦ κεῖται ἀπό θαλάσσης ἐν τῇ Ἐλαιάτιδι τῆς Θεσπρωτίδος, Ἐφύρη. Ἐξίησι δέ παρ’ αὐτήν Ἀχερουσία λίμνην ἐς θάλασσαν. Διά έκ τῆς Θεσπρωτίδος Ἀχέρων ποταμός ρέων ἐσβάλλει ἐς αὐτήν, ἀφ’ οὗ καί τήν ἐπωνυμίαν ἒχειν. Ρεῖ δέ καί Θύαμις ποταμός, ὁρίζων τήν Θεσπρωτίδα καί Κεστρίνην, ὧν ἐντός ἡ ἄκρα ἀνέχει τό Χειμέριον''...

Η τραχεία αυτή -κατά το Στράβωνα- χώρα, με τους παράλληλους μεταξύ τους ορεινούς όγκους, που βαθμιαία χαμηλώνουν προς τα δυτικά, κατοικείται ήδη από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο (περί το 100.000 π.Χ.) και αδιάλειπτα καθ' όλη τη διάρκεια των Προϊστορικών και πρώτων Ιστορικών αιώνων. Γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. αποκρυσταλλώνονται οι μετακινήσεις και η κατανομή των κυριότερων φυλετικών ομάδων στην Ήπειρο. Οι Θεσπρωτοί εγκαθίστανται στο κεντροδυτικό τμήμα της. Υποδιαιρούνται σε πολυάριθμα μικρότερα φύλα, που κατοικούν σε ατείχιστες κώμες, μικρούς οικισμούς αγροτικού χαρακτήρα.

Η οικονομία των κωμών βασιζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία και σε μικρές αγροτικές καλλιέργειες στις ποτάμιες κοιλάδες, τα οροπέδια και τις μικρές προσχωσιγενείς πεδιάδες των ακτών. Την εποχή αυτή στη σφαίρα επιρροής τους υπάγονταν και τα δύο πανελλήνιας εμβέλειας μαντεία, της Δωδώνης, στο Λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, και του Νεκρομαντείου, στις εκβολές του Αχέροντα, που αναφέρονται ως θεσπρωτικές περιοχές από το Στράβωνα. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.Χ., αναπτύσσονται στα παράλια της Ηπείρου και της Νότιας Ιλλυρίας εμπορικοί σταθμοί και αποικίες.

Αναπτύσσονται από τους Ηλείους, τους Κορίνθιους και τους Κερκυραίους -κατά το πρότυπο των πόλεων της νότιας Ελλάδας- που διέφεραν κατά πολύ από τις μικρές εγκαταστάσεις των αυτοχθόνων κατοίκων. Η παρουσία των αποίκων αυτών, αλλά και ο ενεργός ρόλος των ξένων δυνάμεων -κυρίως των Αθηναίων από τον 5ο αιώνα π.Χ. και του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β' στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.- στα πολιτικά τεκταινόμενα της Ηπείρου θα συντελέσουν αποφασιστικά στην έξοδο των Ηπειρωτικών φύλων από την πολιτιστική τους απομόνωση, θέτοντας τις βάσεις για το συνοικισμό και τη συνακόλουθη αστικοποίησή τους.

Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, οι Θεσπρωτοί, όπως και οι γείτονές τους οι Χάονες, εγκαταλείπουν τον παραδοσιακό θεσμό της φυλετικής βασιλείας και υιοθετούν μία ολιγαρχική μορφή πολιτεύματος υπό την αιρετή αρχή του προστάτη. Ταυτόχρονα, υπό την πίεση των Μολοσσών, οι Θεσπρωτοί χάνουν ολόκληρο το ανατολικό και νότιο τμήμα της επικράτειάς τους, επεκτείνονται σταδιακά βόρεια του Καλαμά εις βάρος των Χαόνων και πιθανόν υποχρεώνονται να προσχωρήσουν στο Κοινό των Μολοσσών (390 - 340 π.Χ.). Την ίδια περίοδο πρέπει να ιδρύεται και το Θεσπρωτικό Κοινό κατ’ απομίμηση του Κοινού των Μολοσσών.

Λίγο αργότερα, το Κοινό των Θεσπρωτών θα προσχωρήσει στη Συμμαχία των Ηπειρωτών, που οργανώνεται το 333 - 323 π.Χ. από τους Μολοσσούς και τους Θεσπρωτούς. Από το σημείο αυτό και έπειτα η ιστορία της Θεσπρωτίας ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία της Συμμαχίας και εν συνεχεία του Κοινού των Ηπειρωτών, το οποίο λειτούργησε από το 232 έως το 167 π.Χ.. Η επικράτεια των Θεσπρωτών σταθεροποιείται περίπου στα όρια του σύγχρονου ομώνυμου νομού και σε τμήμα της σημερινής νότιας Αλβανίας, με βόρειο σύνορο τον ποταμό Πάβλα.

Στο διάστημα των δύο αιώνων, από τα μέσα του 4ου έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., η Θεσπρωτία, και εν γένει η Ήπειρος, γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου πληθυσμιακή, οικονομική και οικιστική ανάπτυξη, που αντικατοπτρίζεται στη δημιουργία οργανωμένων πόλεων για πρώτη φορά στην ιστορία της. Οι πόλεις θα λειτουργήσουν ως κέντρα των επί μέρους φυλετικών ομάδων και ταυτόχρονα θα συνασπιστούν σε ομόσπονδο κράτος, το «Κοινό των Θεσπρωτών», δίνοντας υπόσταση στο αρχικό φυλετικό Θεσπρωτικό έθνος.

Με τη δημιουργία των πόλεων αυτών, οι μικρές νομαδικές κτηνοτροφικές ομάδες θα μετασχηματιστούν σε οργανωμένους πληθυσμούς, που συσπειρώνονται γύρω από τους νεοϊδρυθέντες οχυρωμένους μόνιμους οικισμούς και αποκτούν συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία. Πρωιμότερη όλων των τειχισμένων πόλεων στη Θεσπρωτία θεωρείται η Ελέα, πρωτεύουσα του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών, η οποία έλεγχε το νοτιοανατολικό τμήμα της Θεσπρωτίας. Είναι η μόνη Θεσπρωτική πόλη που κόβει δικά της νομίσματα από το 360 έως το 330 - 325 π.Χ..

Λίγο μετά την Ελέα, στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., χρονολογούνται οι υπόλοιποι τειχισμένοι οικισμοί της Θεσπρωτίας, το Δυμόκαστρο, η αρχαία Ελίνα, έδρα του φύλου των Ελινών Θεσπρωτών, που κατοικούσαν στο σημερινό νοτιοδυτικό, παραθαλάσσιο τμήμα του Νομού, στην περιοχή Μαργαριτίου - Πλαταριάς Πέρδικας, η Ντόλιανη -αρχαία Φανοτή- έδρα των Φανοτέων, φύλου στην περιοχή του μέσου Καλαμά και μικρότεροι, όπως αυτοί στη Ραβενή, το Γαρδίκι Φιλιατών κ.ά., οι οποίοι αποτέλεσαν τις έδρες των επιμέρους θεσπρωτικών φύλων. Ως έδρα του νέου πολιτικού σχηματισμού, του Κοινού των Θεσπρωτών, ιδρύονται στα βόρεια της κοίτης του ποταμού Καλαμά τα Γίτανα.

Η επιλογή της θέσης, πέραν της πολιτικής σκοπιμότητας, δείχνει το αυξημένο ενδιαφέρον για το διαμετακομιστικό εμπόριο, δεδομένου ότι τα Γίτανα ήλεγχαν την έξοδο του πλωτού, τότε, Καλαμά προς τη θάλασσα. Την εποχή αυτή, μεταξύ 335 και 330 - 325 π.Χ., κόβεται και το μοναδικό νόμισμα του Θεσπρωτικού Κοινού, το οποίο οικειοποιείται τα Ελεατικά σύμβολα, την κεφαλή της Περσεφόνης και τον τρικέφαλο Κέρβερο, αντικαθιστώντας όμως το εθνικό των Ελεατών με το ΘΕ(ΣΠΡΩΤΩΝ). Η πολύ μικρή διάρκεια ζωής και κυκλοφορίας του νομίσματος αυτού υποδηλώνει τη σχεδόν ταυτόχρονη ένταξη του Κοινού των Θεσπρωτών στη Συμμαχία των Ηπειρωτών.


Οι οικισμοί οργανώνονται πάνω σε φυσικά οχυρά υψώματα, από τα οποία μπορούσε κανείς να έχει πλήρη εποπτεία της ευρύτερης περιοχής, σε συνδυασμό με εύκολη πρόσβαση στις κοντινές αρδεύσιμες πεδιάδες και περιβάλλονται από ισχυρά τείχη. Πύλες, διαμορφωμένες με ογκώδεις λιθόπλινθους και προστατευμένες από πύργους και θλάσεις, ανοίγονται σε καίρια σημεία των οχυρώσεων, όπου κατέληγαν οι δρόμοι επικοινωνίας με τη γύρω περιοχή, αλλά και οι εσωτερικοί δρόμοι των αρχαίων οικισμών.

Ο πολεοδομικός σχεδιασμός επηρεάζεται αφενός από το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν ως εμπορικά και διοικητικά κέντρα εντός του Κοινού των Θεσπρωτών και των Ηπειρωτών, αφετέρου από το διαθέσιμο χώρο και το φυσικό ανάγλυφο. Κάποια τμήματα φαίνεται ότι μένουν ελεύθερα από οικοδομήματα, είτε για αμυντικούς λόγους, είτε για την εξασφάλιση μελλοντικού οικιστικού ζωτικού χώρου. Ένα υποτυπώδες Ιπποδάμειο σύστημα ακολουθείται στην Ελέα, βάσει μίας κύριας οδικής αρτηρίας που τη διασχίζει κατά μήκος.

Περισσότερη κανονικότητα, με αρκετές αποκλίσεις ωστόσο από τον κανόνα, παρουσιάζει το Ιπποδάμειο σύστημα των Γιτάνων, με το πλέγμα των παράλληλων και κάθετων μεταξύ τους δρόμων, που ανάμεσά τους σχηματίζουν περίπου ίσης έκτασης οικοδομικές νησίδες. Η θρησκευτική ζωή λάμβανε χώρα σε ιερά και δημόσιους χώρους λατρείας, που καταλάμβαναν συνήθως καίριες θέσεις στο εσωτερικό των οικισμών. Ένας μικρός ναός ανασκάφηκε στο δυτικό άκρο του βορειοανατολικού τμήματος της Ελέας, πάνω σε ψηλό άνδηρο που δεσπόζει του κυρίως τμήματος της πόλης. Στα Γίτανα, ένας λίγο μικρότερος σε μέγεθος μικρός ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και έναν πλακοστρωμένο αύλειο χώρο μπροστά από την είσοδό του.

Τριμερή διαίρεση παρουσιάζει και το ερευνημένο ιερό στην «ακρόπολη» Β του Δυμοκάστρου. Πολυπλοκότερη κάτοψη έχει το συγκρότημα του ιερού της «ακρόπολης» Α, που ορίζεται από υποτυπώδη περίβολο και αποτελείται από δύο «δίδυμα» ορθογώνια κτήρια, παράλληλα μεταξύ τους, τα οποία χωρίζονται από στενό διάδρομο. Μία ορθογώνια κτιστή κατασκευή στον υπαίθριο χώρο ανατολικά μπορεί να ταυτιστεί με το βωμό του ιερού. Η δημόσια ζωή των κατοίκων της Θεσπρωτίας κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους επικεντρωνόταν στην περιοχή των πολιτικών και εμπορικών αγορών, καθώς και στα διοικητικά κτήρια των οικισμών. Οργανωμένοι χώροι αγορών εντοπίστηκαν στην Ελέα και τα Γίτανα.

Η αγορά της Ελέας, οριοθετημένη από στοές στην ανατολική, δυτική και βόρεια πλευρά της, βρίσκεται στο κέντρο του επίπεδου τμήματος του οικισμού. Ιδιαίτερο σε κάτοψη είναι το στωικό οικοδόμημα στα δυτικά, που φέρει στην ανατολική πλευρά του λίθινη κιονοστοιχία, αποτελούμενη από έντεκα δωρικούς κίονες. Αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του κτηρίου αποτελεί η διάταξη επτά ισομεγεθών δωματίων στο κεντρικό τμήμα του, που επικοινωνούν ανά δύο ή τρία μεταξύ τους και με εξωτερικό περιμετρικό διάδρομο, γεγονός που υποδεικνύει τη χρήση του κτηρίου ως δημόσιου ξενώνα ή χώρου συμποσίων για τους άρχοντες της πόλης.

Στη δεύτερη αυτή χρήση συνηγορούν τα κινητά ευρήματα της στοάς, που ανήκουν σε εκείνες τις κατηγορίες που σχετίζονται με την οργάνωση και τη διεξαγωγή γευμάτων και εν γένει συμποσίων. Μία αποσπασματικά σωζόμενη άβαφη οινοχόη, με την επιγραφή ΔΑΜΟΣΙΑ στον ώμο, επιβεβαιώνει την άποψη ότι τα συμπόσια που λάμβαναν χώρα στα επτά δωμάτια της στοάς είχαν δημόσιο χαρακτήρα, επρόκειτο δηλαδή για αξιωματούχους ή προσκεκλημένους της πόλης, οι οποίοι σιτίζονταν δημοσία δαπάνη. Υποστηρικτικά στην υπόθεση αυτή λειτουργεί και η ύπαρξη ενός κτηρίου στη βορειοδυτική γωνία της αγοράς και σε άμεση γειτνίαση με τη στοά, τα ευρήματα από το εσωτερικό του οποίου σχετίζονται με την αποθήκευση προϊόντων και την προετοιμασία γευμάτων.

Τη μορφή ανοιχτής πλατείας, πλαισιωμένης από μία μεγάλη στοά στα βόρεια και συγκρότημα καταστημάτων στα νότια, είχε και η αγορά των Γιτάνων, που αποτελούσε χώρο συναθροίσεων και αγοραπωλησιών, όχι μόνο για τους κατοίκους της πόλης, αλλά και για τους πληθυσμούς της γύρω υπαίθρου. Η αγορά συνδεόταν άμεσα με την οδό που οδηγούσε στη νοτιοανατολική παρόχθια πύλη του οικισμού, εκεί που πιθανολογείται η ύπαρξη των λιμενικών εγκαταστάσεων της πόλης. Πολιτικές και εμπορικές δραστηριότες φαίνεται ότι «συστεγάζονταν» στην Αγορά της Ελέας.

Αντίθετα, από τα ευρήματα υποδεικνύεται ότι στα Γίτανα η αγορά διατηρεί τον εμπορικό της χαρακτήρα και οι πολιτικές δραστηριότητες μεταφέρονται στο θέατρο της πόλης, το οποίο εντοπίστηκε μεταξύ της δυτικής οχύρωσης του οικισμού και του ποταμού Καλαμά και είναι το μοναδικό που έχει εντοπιστεί σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία. Στο θέατρο αυτό πρέπει να λάμβαναν χώρα οι πολιτικές συναθροίσεις του Κοινού των Θεσπρωτών, στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι των διαφόρων θεσπρωτικών φύλων, αλλά και οι πολιτικές συγκεντρώσεις των αρχόντων της πόλης.

Το έτος 167 π.Χ. η Ήπειρος λεηλατείται από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου σε αντίποινα για τη φιλομακεδονική στάση τους. Την τραγωδία που ακολούθησε περιγράφει ο Πλούταρχος:

''ἐνστάσης δὲ τῆς ἡμέρας, ὑφ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἅμα καιρὸν ὁρμήσαντες ἐτράποντο πρὸς καταδρομὴν καὶ διαρπαγὴν τῶν πόλεων, ὥσθ’ ὥρᾳ μιᾷ πεντεκαίδεκα μὲν ἀνθρώπων ἐξανδραποδισθῆναι μυριάδας, ἑβδομήκοντα δὲ πόλεις πορθηθῆναι, γενέσθαι δ’ ἀπὸ τοσαύτης φθορᾶς καὶ πανωλεθρίας ἑκάστῳ στρατιώτῃ τὴν δόσιν οὐ μείζον’ ἕνδεκα δραχμῶν, φρῖξαι δὲ πάντας ἀνθρώπους τὸ τοῦ πολέμου τέλος, εἰς μικρὸν οὕτω τὸ καθ’ ἕκαστον λῆμμα καὶ κέρδος ἔθνους ὅλου κατακερματισθέντος''.

Τη μοίρα αυτή ακολουθούν και οι μεγάλοι οχυρωμένοι οικισμοί της Θεσπρωτίας. Διαμορφώνεται τότε ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό πρότυπο, που υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των Ρωμαίων, οι οποίοι θα επικρατήσουν στο χώρο της Μεσογείου για τους επόμενους αιώνες.


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι Θεσπρωτοί είναι απόγονοι των Πελασγών ή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας από τους οποίους γεννήθηκε ο Έλλην ο γενάρχης των Ελλήνων. Από τη Θεσπρωτία οι Έλληνες μετοίκησαν στη Θεσσαλία, στη Φθία και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων η ιστορική αλήθεια καλύπτεται από τον μύθο, ωστόσο ίσως είναι αλήθεια ότι η Θεσπρωτία είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού. Άλλωστε μία από τις σπουδαιότερες Προϊστορικές πολιτείες της ήταν η Έλλα. Η Θεσπρωτία στα αρχαία χρόνια είχε περίπου την ίδια έκταση με σήμερα αλλά το όριό της στο νότο ήταν ο ποταμός Αχέροντας και τα Κασώπεια όρη.

Κοντά στις εκβολές του Αχέροντα ήταν άλλη μια σπουδαία προϊστορική πόλη η Εφύρα, ιδρυμένη από τον Εφύρο απόγονο του Θεσπρωτού. Στον βασιλιά αυτής της πόλης τον Φείδωνα έρχεται ο Οδυσσέας να αγοράσει δηλητήριο για να το βάλει στα βέλη του. Σ' αυτή την περιοχή βρίσκεται το περίφημο Νεκρομαντείο, (ανακαλύφθηκε από τους Σ. Δάκαρη και Σ. Μουσελίμη το 1958) όπου οι ζωντανοί έρχονταν σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών. Εκεί βρισκόταν και το βασίλειο του Άδη που είχε τις πόλεις του στην Αχερουσία λίμνη. Η λίμνη αυτή μάζευε τα νερά του Αχέροντα, του Κωκυτού (ποταμός της Παραμυθιάς) και της Στύγγας (πηγής στο βουνό Ερημίτη απ΄ όπου έπιναν νερό οι αθάνατοι Θεοί).

Όταν στην Εφύρα που ονομαζόταν και Κίχυρος, βασιλιάς ήταν ο Αηδονέας, ήρθαν εναντίον του ο Θησέας με τον φίλο του Περίθοο για να κλέψουν την γυναίκα του βασιλιά των Θεσπρωτών. Ο Αηδονέας όμως τους έπιασε και τους φυλάκισε για να ελευθερωθούν από τον Ηρακλή που κατέβηκε στον Άδη για να πάρει τον Κέρβερο, το τρομερό σκυλί που φύλαγε τις πύλες του Άδη. Στους Προϊστορικούς χρόνους ο Στράβων αναφέρει σαν μεγαλύτερες πόλεις εκτός από την Κίχυρο την Πανδοσία (στο σημερινό Καστρί του Φαναρίου) την Ελλάτρια και τις Βατίες. Το 433 π.Χ. γίνεται η περίφημη ναυμαχία μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων στα Σύβοτα.

Τον 4ο αιώνα οι Θεσπρωτοί ενώνονται και δημιουργούν το κοινό των Θεσπρωτών. Πρωτεύουσα του κοινού των Θεσπρωτών είναι αρχικά η Ελέα (Χρυσαυγή - στην Βέλιανη Παραμυθιάς) και μετέπειτα η Γιτάνη στην περιοχή Γκούμανη Φιλιατών. Το 375 π.Χ. οι Θεσπρωτοί ενώνονται με τους άλλους λαούς της Ηπείρου και συγκροτούν την συμμαχία των Ηπειρωτών. Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (318 - 272 π.Χ.) είχε το παλάτι του στην Πανδοσία ενώ στις εκστρατείες του εναντίον της Ρώμης εξέχων στρατηγός του ήταν ο Μίλων ο Θεσπρωτός.

Όταν το 167  π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος ισοπέδωσε 70 πόλεις της Ηπείρου, μεταξύ αυτών η Φανωτή (στην Ρίζανη) η Γιτάνη (στην Γκούμανη δίπλα στο φράγμα του Καλαμά) στις ανασκαφές της οποίας βρέθηκε θέατρο 2500 θεατών. Άλλες πόλεις ήταν η Ελίνα (πιθανόν το Δημόκαστρο στο Καραβοστάσι) και η Τορώνη (στήν χερσόνησο της Λιγιάς). Εκτός από τα ερείπια αυτών των πόλεων η Θεσπρωτία είναι κατάσπαρτη από απομεινάρια της αρχαίας εποχής. Βρέθηκαν μαντείο στην Δράμεση, ακροπόλεις στον πύργο Ραγίου και στην Βέλιανη, αρχαία τείχη στην Ραβενή και στην Καλλιθέα.

Φρυκτωρία στην Σίδερη , τύμβος στο Προδρόμι με τάφο πολεμιστή, τάφος στο Κεφαλοχώρι με ανεκτίμητα κτερίσματα, τάφος της εποχής του χαλκού στην Παραμυθιά. Επίσης βρέθηκαν αρχαίοι οικισμοί στην Φασκομηλιά, στο Καρτέρι και στο Πολυνέρι. Στην Ρωμαϊκή και πρώτη Βυζαντινή περίοδο οι ποιο ονομαστές πόλεις ήταν η Φωτική (Παραμυθιά) και η Εύροια (Χόϊκα). Ήταν και οι δύο έδρες επισκόπων. Ο σπουδαιότερος επίσκοπος της Φωτικής ήταν ο Άγιος Διάδοχος (516 μ.Χ.) του οποίου σώζονται αρκετά συγγράμματα, ενώ στην Ευροία το 380 μ.Χ. ο επίσκοπός της Άγιος Δονάτος σκότωσε το δράκο που φώλιαζε στις πηγές του Αχέροντα κι έκανε το νερό θανατηφόρο για ζώα και ανθρώπους.

Ευλόγησε το νερό και το έκανε γλυκό. Από αυτό το θαύμα ονομάστηκε και το χωριό Γλυκή. Γύρω στο 550 μ.Χ. ο Ιουστινιανός κτίζει το κάστρο του Αγίου Δονάτου στη Φωτική και μεταφέρει την Εύροια δίπλα στα ερείπια της αρχαίας Πανδωσίας. Είχαν προηγηθεί οι επιδρομές των Γότθων και των Βανδάλων, ενώ το 551 μ.Χ. γίνεται ένας τρομερός σεισμός και ο βασιλιάς της Ιταλίας Τωτίλας λεηλατεί όλα τα παράλια της Θεσπρωτίας. Η Νέα Εύροια καταστράφηκε το 850 μ.Χ. από τους Βούλγαρους και η κάτοικοι της πήραν το λείψανο του Αγίου Δονάτου και πήγαν στην Κέρκυρα. Η Φωτική έζησε ώς τον 11ο αιώνα και μάλιστα μετά την καταστροφή της Νικόπολης το 925 η διοίκηση της παλαιάς Ηπείρου είχε μεταφερθεί σ΄ αυτή.

Στην περίοδο του δεσποτάτου της Ηπείρου (1200 - 1429) μετά την εκδίωξη των Νορμανδών από την Ήπειρο κτίζεται η μονή Ραγίου (1200 μ.Χ.) η οποία μένει ζωντανή ως το 1725 οπότε καταστρέφεται από τους Τούρκους . Ξαναοικοδομήθηκε το 1866. Επί Μιχαήλ Γ' του Αγγέλου κτίζεται η μονή Γηρομερίου. Υπάγονταν κατ΄ ευθείαν στο Πατριαρχείο και το 1911 λειτουργούσε στο μοναστήρι αυτό ιερατική σχολή. Άλλες Βυζαντινές πόλεις ήταν η Καμίτζιανη που ιδρύθηκε το 560 μ.Χ. από τον Βυζαντινό στρατηγό Καμίτζη και η Οσδίνα (στις Πέντε Εκκλησιές). Η Οσδίνα καταστράφηκε από τους Τούρκους της Νεράϊδας τον 17ο αιώνα.

Τον 14ο αιώνα η Θεσπρωτία δέχεται επιδρομές από Σέρβους και Αλβανούς, ενώ οι Ενετοί καταλαμβάνουν θέσεις στα παράλιά της. Το 1452 η Παραμυθιά κυριεύεται από τον Σουλεϊμάν Μεχμέτ Πασά, ενώ η Σαγιάδα από τους Ενετούς πέφτει οριστικά στα χέρια των Τούρκων. Οι Ενετοί ονόμαζαν την Σαγιάδα Bastia και εκμεταλεύονταν τις αλυκές αλατιού που υπήρχαν στην περιοχή. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι σημαντικότερες πόλεις ήταν η Παραμυθιά οι Φιλιάτες και το Μαργαρίτι. Σημαντικά για την διακίνηση των προϊόντων προς τα Γιάννενα ήταν η Σαγιάδα και το πέρασμα του Ελευθεροχωρίου, όπου ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έχτισε το σωζόμενο και σήμερα κάστρο του.

Το 1604 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος προσπάθησε να ξεσηκώσει σε επανάσταση το Φανάρι, εξασφαλίζοντας την βοήθεια του αντιβασιλέα της Νεάπολης και των ιπποτών της Μάλτας, αλλά τα σχέδιά του προδόθηκαν. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στα Γιάννενα το 1612 ο Διονύσιος ο Σκυλόσοφος και ο επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ βρίσκουν μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι αγάδες της Θεσπρωτίας ήταν φεουδάρχες και οι πύργοι τους (κουλιές) υπάρχουν και σήμερα στην Παραμυθιά το Μαραγαρίτι και στον πύργο Ραγίου. Στον χώρο της Θεσπρωτικής γης μια ομάδα χωριών δεν μπορούσε να ανεχθεί την δουλεία.


Σούλι, Αβαρίκος, Σαμονίβα, Κιάφα και άλλα 7 χωριά κτισμένα στις πλαγιές ενός άγονου οροπεδίου συγκροτούν μια μικρή Σουλιώτικη δημοκρατία με κόμματα - φάρες όπως οι Τζαβελαίοι και οι Μποτσαραίοι. Αυτή η κοινοπολιτεία των 14 χωριών εισέπραττε χρηματικές εισφορές από τους μπέηδες και τους αγάδες της Παραμυθιάς, του Μργαριτίου και της Μαζαρακιάς, για αν μην διαρπάζονται τα κτήματά τους. Το 1792 ο Αλή Πασάς εκστρατεύει εναντίον του Σουλίου και παθαίνει πανωλεθρία. Το 1799 επιχειρεί και πάλι την κατάληψη του Σουλίου. Μετά από 3ετή αποκλεισμό οι Σουλιώτες αναγκάζονται να συμφωνήσουν σε εκπατρισμό.

Ο καλόγερος Σαμουήλ παραμένει στο Κούγκι και όταν φτάνουν οι Τούρκοι το ανατινάζει. Οι Τούρκοι αντίθετα μ' όσα είχαν συμφωνήσει, κυνηγούν τους Σουλιώτες. 60 γυναίκες στο Ζάλογγο πέφτουν στο γκρεμό για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και τα παγωμένα νερά του Αχελώου, στο Σέλτζο γίνονται τάφος για εκατοντάδες γυναικόπαιδα. Από τους ξεριζωμένους Σουλιώτες μόνο ένα τμήμα που έφτασε στην Πάργα κατάφερε να σωθεί. Η Πάργα ως το 1797 ήταν στην εξουσία των Ενετών. Μετά περνάει διαδοχικά στα χέρια Γάλλων, των Ρώσων και των Άγγλων οι οποίοι το 1819 την πουλάνε στον Αλή Πασά και οι κάτοικοί της αναγκάζονται να εκπατριστούν.

Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά το 1822 η Θεσπρωτία επιστρέφει στην κυριαρχία του Σουλτάνου ως το 1913, οπότε ελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

Άγιος Δονάτος

Το οχυρό στη θέση Άγιος Δονάτος Ζερβοχωρίου του Δήμου Σουλίου Θεσπρωτίας βρίσκεται στους πρόποδες του ορεινού όγκου που κλείνει από ανατολικά την κοιλάδα του Κωκυτού, παραπόταμου του Αχέροντα, νότια του συνοικισμού Ασφάκας και στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νομού Θεσπρωτίας, περιοχή που κατά την αρχαιότητα αποτελούσε την επικράτεια της Ελέας, έδρας του φύλου των Ελεατών Θεσπρωτών. Η ίδρυση του τον 3ο αιώνα π.Χ., μαζί με άλλες μικρότερες οχυρώσεις στους πρόποδες των υψωμάτων που οριοθετούν την κοιλάδα, σχετίζεται με την ευρύτερη εποπτεία και έλεγχο της περιοχής από το Θεσπρωτικό Κοινό και πιθανόν εντάσσεται και στο πλαίσιο της πολιτικής του Πύρρου για την ενίσχυση της άμυνας του εκτεταμένου βασιλείου του.

Μετά την καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους, όπως προκύπτει από τις έρευνες των τελευταίων ετών που διεξάγει στην περιοχή το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθήνων, εντός του οχυρού κατασκευάστηκε εκτεταμένη και πολυτελής οικία. Κατά τους νεότερους χρόνους στο εσωτερικό της οχύρωσης κτίστηκε μικρό εκκλησάκι, αφιερωμένο στον πολυούχο της περιοχής Άγιο Δονάτο, στους τοίχους του οποίου έχει ενσωματωθεί αρχαίο οικοδομικό υλικό.

Γίτανα

Τα Γίτανα, δεύτερη -κατά χρονολογική σειρά- πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, ταυτίζονται με τα ερείπια οχυρωμένου οικισμού στη νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού της Βρυσέλλας, στη συμβολή του Καλπακιώτικου με τον ποταμό Καλαμά (αρχαίος Θύαμις). Από την προνομιακή τους θέση ήλεγχαν την έξοδο του πλωτού τότε ποταμού προς τη θάλασσα. Στα 150 περίπου χρόνια ζωής της, από την ίδρυσή της το 335 - 330 π.Χ. έως και την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., η πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιόνιου.

Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών, επιτρέπουν την ταύτιση της προαναφερθείσας θέσης με τα αρχαία Γίτανα. Η παλαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη των Γιτάνων σαν έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μαρτυρείται από το περιεχόμενο ενός απελευθερωτικού ψηφίσματος που βρέθηκε στο χώρο της αγοράς, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του 350 και 300 π.Χ., ενώ επιβεβαιώνεται και από την αρχαία γραπτή παράδοση (Λίβιος, Πολύβιος). Η τελευταία γραπτή μαρτυρία για την πόλη (Λίβιος) χρονολογείται το φθινόπωρο του 172 π.Χ.

Έτος κατά το οποίο έφθασαν στην Ήπειρο Ρωμαίοι απεσταλμένοι με αφορμή την προετοιμασία της οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων εν όψει της επικείμενης έναρξης του Γ' Μακεδονικού πολέμου. Η εύρεση 3.000 πήλινων σφραγισμάτων, πάνω στα οποία αναγράφεται σε δωρική διάλεκτο το όνομα «ΓΙΤΑΝΑ», κατά την ανασκαφή μεγάλου δημοσίου κτιρίου («Κτίριο Α»), το οποίο ταυτίζεται με το Πρυτανείο της πόλης, επιβεβαιώνει την ταύτιση του ονόματος με το σωζόμενο από τη φιλολογική παράδοση. Ο αρχαίος οικισμός περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από τον ποταμό Καλαμά.

Στα βορειοανατολικά ο ορεινός όγκος της Βρυσέλλας, όπου και η ακρόπολη των Γιτάνων, δεσπόζει στο εσωτερικό της δελταϊκής πεδιάδας, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού και παρέχει επιπλέον φυσική προστασία στην αρχαία πόλη. Η προνομιούχος -από άποψη κάλλους και οχύρωσης- θέση σε συνδυασμό με την άμεση πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της περιοχής συντέλεσαν στην πρώιμη κατοίκηση της περιοχής από τους Προϊστορικούς, ήδη, χρόνους, καθώς παρείχαν αυτάρκεια και ασφάλεια στους κατοίκους. Αυτό υποδεικνύεται από την εύρεση πυριτολιθικών λεπίδων και προϊστορικών οστράκων στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου.

Κατά την αρχαιότητα, ο ποταμός ήταν πλωτός από τις εκβολές του στο Ιόνιο μέχρι, τουλάχιστον, το ύψος των Γιτάνων, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη του οικισμού ως σημαντικού εμπορικού κέντρου. Μέσω του υδάτινου αυτού δρόμου και των παραποτάμιων οδικών αρτηριών, διακινούνταν άνθρωποι και αγαθά -σε ένα κατά τα άλλα δύσβατο τοπίο- και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση προς τη θάλασσα, αλλά και την εύφορη ποτάμια κοιλάδα, όπου βρίσκονταν οι σημαντικοί οικισμοί της Λυγιάς και της Μαστιλίτσας. Ταυτόχρονα, υπήρχε άμεση επικοινωνία με τις άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του ποταμού (αρχαία Φανοτή, οικισμός στη Ραβενή κ.α.) αλλά και εκείνες στα παράλια της Θεσπρωτίας (Ελίνα κ.α.).

Η ίδρυση της αρχαίας πόλης τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή η οποία συμπίπτει με την προσάρτηση της νότιας Κεστρίνης, της περιοχής δηλ. που οικοδομήθηκε ο οχυρωμένος οικισμός. Η κατοίκηση συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί εντός του οικισμού, αλλά και από τα ευρήματα των τάφων στα βορειοανατολικά της οχύρωσης και δυτικά του φράγματος του Καλαμά. Αντίθετα, δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους.


Όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανασκαμμένων κτιρίων, φαίνεται ότι ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε το 167 π.Χ. και κατοικήθηκε σποραδικά μέχρι τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά.

Δυμόκαστρο

Ο αρχαιολογικός χώρος του Δυμοκάστρου βρίσκεται σε λόφο νότια του όρμου Καραβοστάσι στην Πέρδικα Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο παράλιο οικισμό, ο οποίος έχει ταυτιστεί από το Ν. Hammond και το Σ. Δάκαρη με την αρχαία Ελίνα, που αναφέρεται σε μολύβδινη επιγραφή από τη Δωδώνη. Το όνομα είναι παράγωγο του εθνικού ονόματος Ελινοί, γνωστού από το Στέφανο Βυζάντιο Θεσπρωτικού φύλου, το οποίο θεωρείται ότι κατοικούσε στην περιοχή Μαργαριτίου - Πλαταριάς - Πέρδικας. Ο τειχισμένος οικισμός δημιουργείται κατά την περίοδο των ύστερων κλασικών χρόνων.

Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών χτίστηκε κατά τον ύστερο 4ο π.Χ. αιώνα (περίμετρος 1.600 μ.), συγχρόνως με αυτά των άλλων μεγάλων αρχαίων οικισμών της Θεσπρωτίας, της Ελέας, των Γιτάνων και της Φανοτής (Ντόλιανης). Την περίοδο αυτή η έκταση του οχυρωμένου οικισμού ήταν εβδομήντα περίπου στρέμματα. Κατά την Ελληνιστική εποχή, η οχύρωση επεκτείνεται προς τα δυτικά, περικλείοντας επιπλέον έκταση εκατόν πενήντα περίπου στρεμμάτων και καταλήγοντας στην ακτή, σε ένα αρκετά ασφαλισμένο μικρό λιμάνι, τη Σκάλα Ελληνικού. Ο οικισμός ακμάζει κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.

Το 167 π.Χ. καταστράφηκε ύστερα από την επίθεση των Ρωμαϊκών λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου, σε αντίθεση, όμως, με άλλους οχυρωμένους οικισμούς της Θεσπρωτίας -λόγω της καίριας θέσης του για τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών του Ιονίου- δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά συνέχισε να κατοικείται κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. και μέχρι και τον 1ο αιώνα μ.Χ. H θέση του οχυρωμένου οικισμού είναι εξαιρετική, δίπλα στον όρμο Καραβοστάσι, ο οποίος στην αρχαιότητα θα πρέπει να εισχωρούσε βαθύτερα στον κάμπο, δημιουργώντας ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, όπως δηλώνει και το νεότερο όνομά του.

Από τον ίδιο τον οικισμό, ο οποίος φαίνεται να ήταν στραμμένος προς τη θάλασσα, έχει κανείς εξαιρετική θέα προς το νότιο τμήμα της Κέρκυρας, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και τη Λευκάδα. Από το καλοκαίρι του 2000, μετά τον εντοπισμό τριών λαθρανασκαφών στο υψηλότερο σημείο της οχύρωσης, ξεκίνησε σωστική ανασκαφή στον αρχαίο οικισμό. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε τα έτη 2001 - 2002 και οδήγησε στη μερική αποκάλυψη κάποιων -ήδη από πριν εν μέρει ορατών- κτιρίων.

Κατά τα έτη 2002 - 2008 πραγματοποιήθηκαν στο χώρο εργασίες ανάδειξης, που επικεντρώθηκαν στις δύο ανώτερες «ακροπόλεις» του οικισμού και περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τον καθαρισμό από την οργιώδη βλάστηση, την απομάκρυνση των λιθοσωρών και των επιφανειακών χωμάτων που κάλυπταν τα τείχη και τα αρχαία κτίρια, τη διαμόρφωση της διαδρομής των επισκεπτών, τη στερέωση τοίχων των αρχαίων κτιρίων, την τοποθέτηση προστατευτικών στεγάστρων και τη συντήρηση των πολυάριθμων κινητών ευρημάτων.

Ελέα

Ο οχυρωμένος οικισμός ανατολικά του σύγχρονου χωριού Χρυσαυγή του Δήμου Σουλίου, γνωστός ως «Καστρί Βέλιανης», βρίσκεται σε φυσικά οχυρό πλάτωμα σε υψόμετρο 500 μ. στους πρόποδες του ορεινού όγκου των βουνών της Παραμυθιάς, από όπου παρέχεται η δυνατότητα ελέγχου του συνόλου σχεδόν της κοιλάδας Αχέροντα - Κωκυτού, η οποία αποτελούσε την επικράτεια της αρχαίας πόλης. Η ίδρυσή του τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, λίγο πριν τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία οι Θεσπρωτοί συνοικίζονται για πρώτη φορά σε οργανωμένες πόλεις. Ισχυρά πολυγωνικά τείχη ενισχύουν τις βατές πλευρές του οικισμού.

Η Ελέα διετέλεσε έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από την ίδρυσή της μέχρι και το 335 - 330 / 325 π.Χ. περίπου, εποχή κατά την οποία η έδρα του Κοινού μεταφέρεται στα Γίτανα. Εικόνα της ευμάρειας της πόλης παρέχουν τα ερευνημένα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια του οικισμού. Τα νομισματικά σύμβολα της πόλης, που σχετίζονται με την Περσεφόνη και τον Άδη, υποδηλώνουν ότι το γνωστό «Νεκρομαντείο» στις εκβολές του Αχέροντα στο Ιόνιο, όπου και ο «Ελέας λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων και γεωγράφων στο σημερινό όρμο της Αμμουδιάς, βρισκόταν υπό την επιρροή της Ελέας.

Η επικράτεια της Ελέας, η αρχαία Ελεάτιδα, καταλάμβανε την κοιλάδα του Κωκυτού, η οποία εκτεινόταν από τα βορειοδυτικά της Παραμυθιάς έως τις εκβολές του Αχέροντα στον όρμο της Αμμουδιάς όπου και τοποθετείται ο «Ελέας Λιμήν» των αρχαίων συγγραφέων, το επίνειο δηλαδή της αρχαίας πόλης αλλά και το γνωστό από τη μυθολογική παράδοση Νεκρομαντείο του Αχέροντα.Η κατοικημένη έκταση περιβάλλεται σε όλα τα βατά σημεία της από ισχυρά πολυγωνικά τείχη και έχει δύο κύριες πύλες, μία στα ανατολικά και μία στα δυτικά. 

Το βορειοανατολικό τμήμα του οικισμού ήταν πολύ αραιά δομημένο και στο δυτικό άκρο του ήταν χτισμένος μικρός ναός, στον οποίο λατρευόταν άγνωστη, σήμερα, θεότητα. Χωροταξικά, το επίπεδο τμήμα της πόλης οργανώνεται βάσει μίας κύριας οδικής αρτηρίας με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά. Παράλληλοι ή κάθετοι σε αυτή μικρότεροι δρόμοι οριοθετούν τις ιδιωτικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια. Το κέντρο του οικισμού καταλαμβάνει η εμπορική και πολιτική Αγορά. 

Στα Ελληνιστικά χρόνια οριοθετήθηκε από στοές, μακρόστενα δηλαδή οικοδομήματα με κίονες στην πρόσοψη, ενώ στα νότια αυτής υπάρχει επικλινής έκταση που, αρχικά, είχε ταυτιστεί από τον Σ. Δάκαρη, με την περιοχή του θεάτρου της πόλης. Η έρευνα των ετών 2007 - 2008 απέδειξε, ωστόσο, ότι η θεωρούμενη ως περιοχή του θεάτρου πρόκειται για βαθμιδωτά οργανωμένο τμήμα του αρχαίου οικισμού με τρεις, τουλάχιστον, οικοδομικές νησίδες που διαχωρίζονται από δίκτυο δρόμων και αποχετευτικών αγωγών, μέσω των οποίων απομακρύνονταν τα λύματα των οικιών και τα όμβρια ύδατα.


Δημόσιου χαρακτήρα ήταν, πιθανότατα, η επιβλητικής κατασκευής αποθήκη με τους πολυγωνικούς τοίχους νοτιοδυτικά της Αγοράς, καθώς και το κτίριο έκτασης 1.000 τ.μ.στο βορειοδυτικό τμήμα του οικισμού. Πολυάριθμες θεμελιώσεις ιδιωτικών οικιών έχουν εντοπιστεί τόσο γύρω από τον χώρο της Αγοράς όσο και στο βορειοδυτικό τμήμα του οικισμού. Το ισόγειό τους έχει έκταση από 160 έως 250 τ.μ. και αποτελείται από 4 έως 6 χώρους. Μεγάλο μέρος του καταλάμβαναν οι χώροι με τα αποθηκευτικά πιθάρια. Άλλα δωμάτια χρησιμοποιούνταν για δραστηριότητες όπως η υφαντική, ενώ οι χώροι διαμονής βρίσκονταν συνήθως στον όροφο των κατοικιών. 

Σε αρκετές περιπτώσεις η παρουσία πήλινων λουτήρων επιβεβαιώνει την ύπαρξη χώρων υγιεινής. Τα δωμάτια επικοινωνούσαν με θύρες που είχαν πρόχειρα λιθόκτιστα κατώφλια. Τα δάπεδά τους ήταν από πατημένο πηλόχωμα ή λαξευμένα στο φυσικό βράχο. Το ανώτερο τμήμα των τοίχων ήταν κατασκευασμένο από ωμές πλίνθους και ξυλοδεσιές και οι στέγες τους κεραμοσκεπείς. Ο οικισμός συνεχίζει να ακμάζει και κατά την Ελληνιστική περίοδο. Την εποχή αυτή οριοθετείται ο χώρος της αγοράς με την κατασκευή περιμετρικών στοών. Η κατοίκηση την περίοδο αυτή επεκτείνεται και έξω από τα τείχη, κυρίως στη νότια πλευρά.

Στους πρόποδες των βουνών της Παραμυθιάς και στα χαμηλότερα υψώματα που κλείνουν από τα νότια την κοιλάδα του Κωκυτού, παρατηρείται μία ιδιαίτερα μεγάλη πυκνότητα οχυρωματικών περιβόλων των ύστερων κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι σχετίζονται με την Ελέα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα κάστρα της Παραμυθιάς στα βόρεια, το κάστρο του Σεβαστού στο λόφο Λιμινάρι στα δυτικά και το κάστρο του Αγ. Δονάτου Ζερβοχωρίου ανατολικά της Ελέας.

Ο αρχαίος οικισμός της Ελέας καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε οριστικά το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους μαζί με τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Θεσπρωτίας, όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανεσκαμμένων κτιρίων. Στα νεότερα χρόνια η επίπεδη έκταση του οικισμού χρησιμοποιήθηκε συστηματικά για καλλιέργειες, ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών για σταυλισμό και βοσκή ζώων.

Λαδοχώρι

Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή του κάμπου του Λαδοχωρίου, ανατολικά του νέου λιμανιού της Ηγουμενίτσας, είχε σαν αποτέλεσμα τον εντοπισμό -προ μίας δεκαετίας- ενός άγνωστου μέχρι τότε στην έρευνα παράλιου οικισμού των ύστερων Ρωμαϊκών και Παλαιοχριστιανικών χρόνων. Κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν ανασκαφεί αρκετά οικόπεδα ιδιωτών φέρνοντας στο φως σημαντικά τμήματα του προαναφερθέντος οικισμού, οικίες, τμήματα του πολεοδομικού ιστού, λουτρά, συχνά στο επίπεδο της θάλασσας ή και αρκετά χαμηλότερα από αυτό.

Η Ρωμαϊκή έπαυλη στη νότια πλευρά του κόλπου της Ηγουμενίτσας είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα που διαμορφώνεται αρχιτεκτονικά με περιμετρικές πτέρυγες γύρω από κεντρικό στεγασμένο χώρο. Η κύρια είσοδος βρισκόταν, πιθανόν, στο κέντρο περίπου της ανατολικής πλευράς του κτιρίου. Οι τοίχοι σώζονται σε επίπεδο θεμελίωσης, ενώ από την ανωδομή διατηρούνται ελάχιστα τμήματα στο νότιο και ανατολικό τμήμα. Κάποια από τα δωμάτια είχαν εργαστηριακό χαρακτήρα, όπως πιστοποιείται από την παρουσία δαπέδων από υδραυλικό κονίαμα και τη σύνδεση των εν λόγω χώρων μέσω πήλινων σωλήνων με μικρή δεξαμενή καθίζησης, ενώ κάποια άλλα εξυπηρετούσαν ανάγκες διαμονής και είχαν -κατεστραμμένα σήμερα- ψηφιδωτά δάπεδα.

Λίγα μέτρα δυτικά του κτιρίου υπάρχει ταφικός θάλαμος, στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκαν τμήματα τριών μαρμάρινων σαρκοφάγων, που χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου ως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Η καλύτερα διατηρημένη σαρκοφάγος εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Απεικονίζει στην κύρια μακρά πλευρά σκηνές από τα «λύτρα» του Έκτορα, τα δώρα δηλαδή του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα, στην αριστερή στενή πλευρά ετοιμασία πολεμιστή και στη δεξιά πρόθεση νεκρού. Το κάλυμμα της δεύτερης σαρκοφάγου, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας, απεικονίζει ανακεκλιμένη ανδρική μορφή, τον νεαρό Αντώνιο που πέθανε σε ηλικία είκοσι ενός ετών σύμφωνα με τη σωζόμενη επιγραφή.

Κατά την περίοδο του Ρωμαϊκού αποικισμού και της ειρήνης που επικράτησε κατά τους δύο πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες και η οποία ευνόησε την ανάπτυξη κάποιων νέων οικιστικών εγκαταστάσεων στα Ηπειρωτικά παράλια, τοποθετείται και η ίδρυση του οικισμού στο Λαδοχώρι, του οποίου η ζωή φαίνεται πως εκτείνεται από το 2ο μ.Χ. αιώνα έως και τα Βυζαντινά χρόνια. Ίχνη οχύρωσης δεν έχουν εντοπιστεί, αν και το κάστρο της Ηγουμενίτσας, του οποίου η ίδρυση ανάγεται μέχρι την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ακρόπολη του οικισμού, ο οποίος ωστόσο δεν έχει ταυτιστεί με κάποιο γνωστό από τις πηγές πόλισμα.

Η περίοδο ακμής του οικισμού κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα επιβεβαιώνεται τόσο από την έκταση και την ποιότητα κατασκευής των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, όσο και από την ανάπτυξη σε κοντινή απόσταση από αυτόν αγροτικών εγκαταστάσεων και επαύλεων, μάρτυρες της συγκέντρωσης πλούτου από Ρωμαίους αποίκους που φτάνουν στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, το 2ο και τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, χρονολογούνται και τα ευρήματα από τη νεκρόπολη, που έχει εντοπιστεί στη βόρεια είσοδο της πόλης της Ηγουμενίτσας, τα οποία παραπέμπουν σε χρήση του νεκροταφείου παράλληλη με την πρώτη φάση του οικισμού που ανασκάπτεται στο Λαδοχώρι.

Ο εκτεταμένος αυτός οικισμός φαίνεται ότι επέζησε και κατά την αμέσως επόμενη παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως δείχνουν τα εντελώς πρόσφατα ευρήματα. Οι επιδρομές των Γότθων στα μέσα του 6ου αιώνα, οι οποίοι λεηλατούν ολόκληρη την Ήπειρο, φαίνεται ότι έθεσαν το οριστικό τέλος στην κατοίκηση της περιοχής του Λαδοχωρίου.


Οχυρωμένος Οικισμός στη Χερσόνησο της Λυγιάς

Ο οχυρωμένος οικισμός της Λυγιάς εκτείνεται στο ανατολικό ήμισυ της ομώνυμης χερσονήσου, στην περιοχή των παλαιών εκβολών του ποταμού Καλαμά. Ο οικισμός ταυτίζεται, πιθανότατα, με την αρχαία πόλη Τορώνη, τμήμα της «Κερκυραϊκής Περαίας», της εκτεταμένης αποικίας που -σύμφωνα με το Θουκιδίδη- ίδρυσαν οι Κερκυραίοι κατά την κλασική περίοδο στις θεσπρωτικές ακτές. Αποτελείται από τρία διαδοχικά οχυρωμένα τμήματα, που ονομάζονται συμβατικά Κάστρα Α, Β και Γ και φέρουν ισχυρές ισοδομικές -ως επί το πλείστον- οχυρώσεις του 5ου και πρώιμου 4ου αιώνα π.Χ. 

Τμήματά τους πιθανότατα επισκευάστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική εποχή, ενώ υπάρχουν και κάποιες επεμβάσεις των ρωμαϊκών, πιθανόν, χρόνων. Εκτός από τις οχυρώσεις, ελάχιστες πληροφορίες έχουμε για την πολεοδομική οργάνωση του οικισμού, καθώς δεν έχει γίνει έρευνα στα λιγοστά κτιριακά κατάλοιπα που είναι σήμερα ορατά στο χώρο. Τα τρία οχυρωμένα κάστρα στους τρεις συνεχόμενους λόφους της χερσονήσου της Λυγιάς, στις εκβολές του Καλαμά, βόρεια του κόλπου της Ηγουμενίτσας, ταυτίστηκαν από τον καθηγητή Σ. Δάκαρη με την αναφερόμενη από το Θουκυδίδη Κερκυραϊκή αποικία "Τορώνη". 

Στην οποία κατέφυγαν οι εξόριστοι ολιγαρχικοί Κερκυραίοι κατά την πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου. Στην ταύτιση αυτή συνηγορούν τόσο η παρουσία οχυρώσεων στο σημείο σύνδεσης της χερσονήσου με την υπόλοιπη ακτή, όσο και η πρώιμη χρονολόγηση των οχυρώσεων αυτών, που τεκμηριώνεται αφενός μεν από τη μορφή των ισοδομικών τειχών, αφετέρου δε από τα κινητά ευρήματα (κεραμική, ειδώλια και νομίσματα). Που προήλθαν από τον περισσότερο ερευνημένο παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο του Πύργου Ραγίου, ο οποίος ταυτίζεται με ένα καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα κάστρο, που φαίνεται ότι προστάτευε τον οικισμό της χερσονήσου από τη στεριά. 

Κατά τη διάρκεια πιθανότατα της Κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου πραγματοποιείται επέκταση των τειχών προς τη θάλασσα με την κατασκευή δύο ακόμη κάστρων (Κάστρα Β και Γ), έτσι ώστε να είναι δυνατή η προστασία όλης της χερσονήσου. Η πόλη πιθανότατα καταστρέφεται μετά τις εκτεταμένες καταστροφές και δηώσεις που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι στις πόλεις της Ηπείρου ύστερα από την ήττα του Περσέα στην Πύδνα. Το Κάστρο Α είναι το ανατολικότερο και μικρότερο σε έκταση από τα τρία κάστρα του οικισμού. Περιβάλλεται από ισχυρό τείχος κατασκευασμένο με δύο διαφορετικά συστήματα τειχοποιίας. 

Στην περισσότερο επιμελημένη ανατολική και νότια πλευρά ακολουθήθηκε το ισοδομικό σύστημα, ενώ η δυτική και βόρεια πλευρά έχει αμελέστερη κατασκευή με μικρούς αδρά κατεργασμένους ορθογώνιους λίθους. Η δυτική βατή πλευρά της οχύρωσης ενισχύεται με προτείχισμα, ενώ στον χώρο μεταξύ προτειχίσματος και οχύρωσης σώζεται ορθογώνιο κτίριο, ίσως προμαχώνας, και διακρίνονται τα κατάλοιπα αρκετών άλλων κτισμάτων. Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν αναλημματικοί τοίχοι, παράλληλοι προς την ανατολική οχύρωση, κατασκευασμένοι από μεγάλους γωνιόλιθους. 

Η αμυντική ικανότητα των τειχών ενισχύεται από ημικυκλικούς ή ορθογώνιους πύργους. Η πρόσβαση στον τειχισμένο οικισμό εξασφαλιζόταν με τέσσερις πύλες. Η κύρια πύλη της οχύρωσης βρίσκεται στα ανατολικά μεταξύ ενός ορθογώνιου και ενός ημικυκλικού πύργου και ήταν, πιθανότα, τοξωτή. Ο οικισμός εκτείνεται σε επίπεδη, στο μεγαλύτερο τμήμα της, έκταση στην κορυφή του λόφου. Μια κεντρική οδική αρτηρία, πλάτους 5 μ., ξεκινούσε από την ανατολική πύλη, διέσχιζε όλον τον οικισμό και κατέληγε στο υψηλότερο σημείο του στα δυτικά, όπου είχε οικοδομηθεί μεγάλων διαστάσεων κτιριακό συγκρότημα,πιθανόν δημόσιου χαρακτήρα. Σε όλη την έκταση του οικισμού διακρίνονται θεμέλια οικημάτων.

Δυτικά του Κάστρου Α βρίσκεται το Κάστρο Β. Η ανατολική και η νοτιοανατολική πλευρά της οχύρωσης έχουν κατασκευαστεί κατά το ισοδομικό σύστημα, όπως και η ανατολική και νότια πλευρά του Κάστρου Α. Οι υπόλοιπες πλευρές χαρακτηρίζονται από αμελέστερη κατασκευή με αδρούς λίθους, ενώ στη βόρεια πλευρά ξεχωρίζει ένα τμήμα, πιθανόν μεταγενέστερη επισκευή, κατασκευασμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα. Η αμυντική ικανότητα του τείχους ενισχύεται από θλάσεις και από ορθογώνιους και ημικυκλικούς πύργους. Στα νότια ενδέχεται να ανοιγόταν μια πύλη, που οδηγούσε στην ακτή. 

 Στην ανατολική πλευρά του κάστρου Β παρατηρείται ανακατασκευή, με τη χρήση μικρού μεγέθους ορθογώνιων λίθων και κονιάματος ως συνδετικού υλικού, που χρονολογείται, πιθανόν, στους Ρωμαϊκούς χρόνους Στα δυτικά του Κάστρου Β διασώζονται, εξαιρετικά αποσπασματικά, κατάλοιπα από την οχύρωση του Κάστρου Γ. Το τείχος είναι πρόχειρης κατασκευής από αδρούς λίθους, με εξαίρεση τη δυτική πλευρά όπου ακολουθείται ένα επιμελέστερο οικοδομικό σύστημα, ανάλογο με εκείνο της δυτικής πλευράς του Κάστρου Α. Στο εσωτερικό του Κάστρου Γ απουσιάζουν τα κτιριακά κατάλοιπα. 

Βόρεια της οχύρωσης του Κάστρου Γ, σε έναν από τους όρμους της χερσονήσου, σώζεται τμήμα ισοδομικού τοίχου κατά μήκος της ακτής, που αποτελεί, πιθανότατα, κατάλοιπο λιμενικών εγκαταστάσεων. Ωστόσο, κάποιες επισκευές στα τείχη του Κάστρου Β πιστοποιούν την διατήρηση του οικισμού και μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους. Στην ίδια τη χερσόνησο έχουν διενεργηθεί μόνο πολύ μικρής έκτασης σωστικές ανασκαφικές έρευνες. Ωστόσο οι συστηματικές αποψιλώσεις των τελευταίων ετών αποκάλυψαν πλην της οχύρωσης και αρκετά θεμέλια κτιρίων στο εσωτερικό της.


Μαστιλίτσα

Η εγκατάσταση Κερκυραίων αποίκων στις ηπειρωτικές ακτές τοποθετείται μάλλον στον 6ο αιώνα π.Χ. με την ίδρυση του Βουθρωτού στη χερσόνησο του Εξαμιλίου, στη σημερινή Νότια Αλβανία. Μία από τις πρωιμότερες κερκυραϊκές εγκαταστάσεις στις ακτές της Θεσπρωτίας φαίνεται ότι αποτέλεσε ο τειχισμένος οικισμός στο λόφο της Μαστιλίτσας ή Μασκλινίτσας, 3,5 χιλιόμετρα νότια του σύγχρονου οικισμού της Σαγιάδας. Τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα χρονολογούν την πρώτη εγκατάσταση στην αρχαϊκή εποχή και επιβεβαιώνουν τη στενή σχέση του με τη μητρόπολη της Κέρκυρας από τα τέλη ήδη του 6ου αιώνα π.Χ.

Μαζί με τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις της Κερκυραϊκής Περαίας (Κάστρα Λυγιάς, φρούριο Πύργου Ραγίου), με τις οποίες βρισκόταν σε άμεση οπτική επαφή, εξασφάλιζε τον έλεγχο των στενών της Κέρκυρας και την εποπτεία της ενδοχώρας σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων. Η ανασκαφική έρευνα που διεξήχθηκε εκτός των τειχών σε ορθογώνιο κτίριο, πιθανότατα λατρευτικού χαρακτήρα, απέδωσε σειρά χαρακτηριστικών ευρημάτων που βεβαιώνουν τη χρήση του από την Υστεροαρχαϊκή μέχρι και την Ελληνιστική εποχή. Ανάλογη χρονολόγηση (ύστερη Αρχαϊκή - πρώιμη Κλασική) προκύπτει από τα ανασκαφικά ευρήματα της νεκρόπολης του οικισμού, γεγονός που δείχνει να επιβεβαιώνει την κατοίκησή του σε ιδιαίτερα μακρά περίοδο.

Με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία, είναι πιθανό ο οικισμός να εγκαταλείφθηκε κατά την ύστερη Ελληνιστική περίοδο. Γεγονός, πάντως, είναι ότι δεν επιβεβαιώνεται η συνέχιση της κατοίκησης στην κορυφή του λόφου κατά τη Ρωμαιοκρατία. Εγκαταστάσεις της περιόδου αυτής διαπιστώνονται, εντούτοις, στην ευρύτερη περιοχή και συγκεκριμένα στις πεδινές εκτάσεις στις παρυφές του λόφου, όπου κατασκευάστηκε πολυτελής Ρωμαϊκή βίλα, η χρήση της οποίας τοποθετείται περίπου μεταξύ του δευτέρου μισού του 2ου αιώνα π. Χ και των μέσων του 3ου αιώνα μ.Χ.

Ο λόφος της Μαστιλίτσας δεσπόζει στην πεδιάδα του Κάτω Καλαμά μεταξύ του όρμου Σαγιάδας και του βουνού «Μαυρονόρος», εξασφαλίζοντας τον έλεγχο όλης της περιοχής και άμεση εποπτεία μεγάλου τμήματος των θαλάσσιων δρόμων του βόρειου Ιονίου. Ο οχυρωμένος οικισμός καταλαμβάνει την κορυφή του υψώματος και αποτελεί την αρχαιότερη οχυρωμένη εγκατάσταση του θεσπρωτικού χώρου, δεδομένου ότι η ίδρυσή του τοποθετείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Η οχύρωση έχει συνολική περίμετρο περίπου 670 μ. και είναι κατασκευασμένη κατά το αμελές ψευδοϊσόδομο σύστημα. 

Διασώζονται τρεις πύλες: μία στη νότια πλευρά του λόφου, όπου και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα των τειχών, μία στη δυτική πλευρά προσανατολισμένη προς τη θάλασσα και μία στην ανατολική προς την κατεύθυνση του κάμπου. Στο εσωτερικό της οχύρωσης σώζονται θεμελιώσεις κτιρίων, διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, πηγάδια και αποχετευτικοί αγωγοί λαξευμένοι στο φυσικό βράχο. Λίγα μέτρα χαμηλότερα, στα ανατολικά του τειχισμένου οικισμού, έχει αποκαλυφθεί κτίριο διαστάσεων 13,50 x 9,50 μ., που αποτελείται από ένα κεντρικό χώρο, γύρω από τον οποίο σχηματίζονται τέσσερις στενόμακρες πτέρυγες. 

Η θέση του κτιρίου εκτός των τειχών, η επιμελημένη τοιχοποιία και η αρχιτεκτονική δομή του, καθώς και τα πλούσια ευρήματα από το εσωτερικό του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κτίριο λατρευτικού χαρακτήρα. H περίοδος χρήσης του τοποθετείται από τους ύστερους Αρχαϊκούς χρόνους μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο. Την ίδια εποχή χρονολογούνται και οι κιβωτιόσχημοι τάφοι που έχουν ανασκαφεί στους βορειοανατολικούς πρόποδες του λόφου, ενώ στις παρυφές του και δίπλα, σχεδόν, στις σύγχρονες εκβολές του Καλαμά έχει ερευνηθεί Ρωμαϊκή έπαυλη (αγροικία), η οποία κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται ότι επέζησε ως και τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. 

Αποτελείται από μία κεντρική υπαίθρια αυλή που γειτνιάζει με μεγάλους αποθηκευτικούς και εργαστηριακούς χώρους, όπως ένα μαγειρείο με κεντρική ορθογώνια εστία, καθώς και επίσημα δωμάτια με ψηφιδωτά ή πλακόστρωτα δάπεδα.


Νεκροταφείο Μαζαρακιάς

Το νεκροταφείο κοντά στο σύγχρονο οικισμό της Μαζαρακιάς αποτελεί μοναδική περίπτωση οργανωμένου και εκτεταμένου νεκροταφείου της Ρωμαϊκής περιόδου στη Θεσπρωτία. Συνολικά έχουν ερευνηθεί περίπου 200 τάφοι, διαφόρων κατηγοριών: κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς με κάλυψη από λίθους, λακκοειδείς χωρίς κάλυψη και χτιστοί (λιθοπερίκλειστοι) καθώς και κτιστά ταφικά μνημεία, που χρονολογούνται από τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. έως και τις αρχές σχεδόν του 3ου αιώνα μ.Χ.

Στο πλαίσιο του έργου «Σύνδεση Ε.Ο. Ηγουμενίτσας - Πρέβεζας με Εγνατία Οδό (τμήμα κόμβος Καρτερίου-κόμβος Μεσοβουνίου)», κοντά στον σύγχρονο οικισμό της Μαζαρακιάς, εντοπίστηκε σημαντικό νεκροταφείο των Ρωμαϊκών χρόνων. Συνολικά έχουν ερευνηθεί 200, περίπου, τάφοι διαφόρων κατηγοριών: κεραμοσκεπείς, λακκοειδείς με κάλυψη από λίθους, λακκοειδείς χωρίς κάλυψη, χτιστοί (λιθοπερίκλειστοι), καθώς και κτιστά ταφικά μνημεία, που χρονολογούνται από τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. έως και τις αρχές, σχεδόν, του 3ου αιώνα μ.Χ.

Στο νεκροταφείο, που αποτελεί τη μοναδική, γνωστή μέχρι σήμερα, περίπτωση οργανωμένου και εκτεταμένου νεκροταφείου της Ρωμαϊκής περιόδου στη Θεσπρωτία, έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα είδη ταφικών πρακτικών: καύση των νεκρών, ενταφιασμοί και εγχυτρισμοί σε αγγεία. Οι καύσεις, που συνήθως εφαρμόζονταν για τα ενήλικα άτομα ανεξαρτήτως φύλου, υπερτερούν αριθμητικά των υπολοίπων πρακτικών. Λίθινα σήματα, κιονίσκοι και επιτύμβιες στήλες είχαν τοποθετηθεί για τη σήμανση των τάφων.

Οι νεκροί συνοδεύονταν στην τελευταία τους κατοικία από διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν εν ζωή, όπως επιτραπέζια σκεύη, αγγεία πόσεως, λυχνάρια, πολλά εκ των οποίων με ανάγλυφη διακόσμηση, πήλινα και γυάλινα μυροδοχεία, κοσμήματα, αντικείμενα που συνδέονται με την επαγγελματική του δραστηριότητα, όπως σιδερένιες και χάλκινες γραφίδες, καθώς και χάλκινα νομίσματα, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας.


Ντόλιανη

Ο αρχαιολογικός χώρος της Ντόλιανης, έκτασης 55 περίπου στρεμμάτων, καταλαμβάνει μεμονωμένο ασβεστολιθικό λόφο δυτικά του σύγχρονου οικισμού του Γεροπλατάνου, στα όρια του Δήμου Ηγουμενίτσας Θεσπρωτίας. Πρόκειται για τειχισμένο με διπλό οχυρωματικό περίβολο οικισμό, ο οποίος ταυτίζεται με την αρχαία Φανοτή, κέντρο του αρχαίου θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ της Μουργκάνας και του μέσου Καλαμά.

Αναφορά στη Φανοτή γίνεται από το Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη απέκρουσε αποτελεσματικά την πολιορκία των Ρωμαϊκών στρατευμάτων το 170 - 169 π.Χ., την επόμενη χρονιά όμως παραδόθηκε στο Ρωμαίο στρατηγό L. Anicius, πρώτη από όλες τις Ηπειρωτικές πόλεις. Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, ο τειχισμένος οικισμός ιδρύεται στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία συνοικίζονται και οι υπόλοιπες σημαντικές Θεσπρωτικές πόλεις, η Ελέα, τα Γίτανα και η Ελίνα (Δυμόκαστρο), και ακμάζει κατά την ελληνιστική περίοδο. Μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, ακολούθησε εν μέρει τη μοίρα των υπόλοιπων Ηπειρωτικών πόλεων.

Τα τείχη υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές και η πόλη ερημώθηκε κατά το μεγαλύτερο τμήμα της χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί. Η κατοίκηση συνεχίστηκε επί μακρόν εντός των ορίων της ακρόπολης (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο). Κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο, επάνω στο δυτικό πύργο της πύλης του εξωτερικού περιβόλου κατασκευάζεται Χριστιανικός ναός. Πέραν του ναού, θα πρέπει να υπήρχε και οικισμός στην περιοχή, όπως προκύπτει από την ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου, τμήματα του οποίου εντοπίζονται γύρω από το Χριστιανικό ναό, όσο και στις πλαγιές του απέναντι λόφου, στην ίδια θέση με το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης.

Την Υστεροβυζαντινή περίοδο επισκευάστηκε επιμελώς ο εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος και στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης κατασκευάστηκε τετράγωνος πύργος. Κατοίκηση της ακρόπολης διαπιστώνεται εκ νέου κατά την Οθωμανική περίοδο και συνεχίζεται έως τα νεότερα χρόνια, οπότε έχουμε την οριστική εγκατάλειψη του οικισμού. Το 1995, με αφορμή τη διαπίστωση λαθρανασκαφής, διενεργήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφή στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, κατά την οποία ερευνήθηκε μερικώς κτίριο, πιθανόν μεγάλη οικία των Ελληνιστικών χρόνων, που επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή, αλλά και τη Μεταβυζαντινή εποχή.

Τα κινητά ευρήματα από την έρευνα του εν λόγω κτιρίου καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από την εποχή του Κοινού των Ηπειρωτών (233 - 167 π.Χ.) έως την Οθωμανική περίοδο. Το 2000, στα πλαίσια της διάνοιξης δρόμου από το συνοικισμό του Γεροπλατάνου έως τη νέα γέφυρα του Καλαμά, στις υπώρειες του λόφου βορειοανατολικά του οικισμού, όπου από το Σ. Δάκαρη τοποθετείται το νεκροταφείο του, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν συνολικά έντεκα κιβωτιόσχημοι τάφοι της Βυζαντινής περιόδου με ελάχιστα κτερίσματα, κυρίως χάλκινα και αργυρά κοσμήματα. Το 2001 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε Ελληνιστικός κιβωτιόσχημος τάφος, μερικές δεκάδες μέτρα βόρεια των τάφων της Βυζαντινής περιόδου.


Πολυνέρι (Κούτσι)

Ο οχυρωμένος οικισμός στο Πολυνέρι (παλαιότερα Κούτσι) του Δήμου Συβότων βρίσκεται στην ανατολική πλαγιά του όρους Βραχωνάς, σε σημείο το οποίο ελέγχει οπτικά την παραλιακή πεδιάδα της Πλαταριάς. Δεν υπάρχουν καθόλου ιστορικά στοιχεία ή πηγές που να μας ενημερώνουν για την ιστορική εξέλιξη του οχυρωμένου οικισμού κατά την πάροδο των αιώνων. Η απαρχή του ορίζεται μάλλον κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν δημιουργούνται και οι περισσότεροι οικισμοί της Θεσπρωτίας, επιζεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και καταστρέφεται μάλλον μαζί με τις υπόλοιπες ηπειρωτικές πόλεις το 167 π.Χ. από τους Ρωμαίους, μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα.

Την περίοδο αυτή ή και αργότερα στη βορειοδυτική γωνία του αρχαίου οικισμού κατασκευάζεται μικρό κάστρο τριγωνικής κάτοψης, το οποίο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Στα νεότερα χρόνια ο οικισμός επεκτείνεται και εκτός των τειχών. Λόγω ακριβώς αυτής της συνεχούς διαχρονικής κατοίκησης, με εξαίρεση την οχύρωση, ελάχιστα κατάλοιπα των αρχαίων χρόνων έχουν διατηρηθεί στο εσωτερικό του οικισμού και περιορίζονται -ως επί το πλείστον- σε απλά λαξεύματα θεμελίωσης πάνω στο φυσικό βράχο.

Ο οικισμός έχει έκταση 55, περίπου, στρέμματα και περιβάλλεται από ισχυρό πολυγωνικό τείχος στην ανατολική, σε τμήμα της δυτικής και στα βατά σημεία της βόρειας πλευράς του. Η κύρια πύλη του οικισμού βρίσκεται στα δυτικά και προστατεύεται με μία ισχυρή προβολή του τείχους.


Πύργος Ραγίου

Ο αρχαιολογικός χώρος του Πύργου Ραγίου βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ηγουμενίτσας. Καταλαμβάνει την κορυφή χαμηλού λόφου στο μέσον του κάμπου Ραγίου - Κεστρίνης, κοντά στις παλαιές εκβολές του ποταμού Καλαμά (αρχ. Θύαμις). Η θέση παρουσιάζει διαχρονική χρήση από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο έως τους χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας. Πιθανότατα, αποτελούσε προπύργιο προς την πλευρά της ξηράς του γειτονικού παραθαλάσσιου οικισμού της χερσονήσου της Λυγιάς, που ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. και ο οποίος ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με την αρχαία Τορώνη, τη βάση που, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ίδρυσαν οι Κερκυραίοι στην Ηπειρωτική ακτή. 

Μέρος της ευρύτερης Κερκυραϊκής εγκατάστασης στην περιοχή αποτελούσε και το μικρό φρούριο του Πύργου, το οποίο προστάτευε τον κύριο οικισμό της Λυγιάς από το μέρος της ξηράς, προσφέροντας παράλληλα καταφύγιο στον πληθυσμό του σε περίοδο πολέμου. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο λόφος οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, το οποίο διατηρείται σήμερα σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση, περικλείοντας μία έκταση τριών στρεμμάτων. Στο μεγαλύτερο τμήμα του το τείχος είναι κατασκευασμένο σύμφωνα με το ισοδομικό σύστημα τειχοποιίας, το οποίο αποτελεί και στοιχείο για την χρονολόγηση της κατασκευής του στον 5ο αιώνα π.Χ. 

Σε επεμβάσεις και ανακατασκευές του τείχους κατά τους ύστερους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε το πολυγωνικό σύστημα το οποίο είναι ορατό σε μικρό τμήμα στη δυτική πλευρά της οχύρωσης. Οφείλει τη σύγχρονη ονομασία του σε πύργο της Οθωμανικής περιόδου, ο οποίος δεσπόζει στην κορυφή του υψώματος, κτισμένος επάνω σε πύργο της αρχαίας οχύρωσης του 5ου αιώνα π.Χ. Η προνομιούχος -από άποψη φυσικού κάλλους και φυσικής οχύρωσης- θέση προσήλκυσε το ανθρώπινο ενδιαφέρον από την Προϊστορική ήδη περίοδο έως τα νεότερα χρόνια.

Η αμυντική ικανότητα του τείχους, το οποίο φθάνει σε κάποια σημεία τα 4 μ. ύψος, ενισχυόταν με ορθογώνιους πύργους και θλάσεις (ελαφρές μετατοπίσεις του άξονά του). Κατά την αρχαιότητα η κύρια είσοδος της οχύρωσης ήταν εκείνη στη νότια πλευρά. Ταυτόχρονα ήταν σε χρήση και μία δεύτερη στενή πυλίδα στα βόρεια, η οποία αποτελεί σήμερα την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο. Ο αμιγώς στρατιωτικός χαρακτήρας της θέσης κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους επιβεβαιώνεται από την απουσία κτισμάτων που δηλώνουν μόνιμη κατοίκηση, καθώς και από την ύπαρξη μεγάλης λαξευμένης στο βράχο δεξαμενής για τη συλλογή των όμβριων υδάτων, χαρακτηριστικής σε οχυρώσεις. 

Σε γειτνίαση με τη δεξαμενή, υπάρχει κατασκευή από μεγάλου μεγέθους γωνιόλιθους, πιθανόν ιερό ή κρηναίο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα ορθογώνιο λάξευμα, λίγο ανατολικότερα, που μοιάζει με προεξέχον κάθισμα, του οποίου, ωστόσο, η χρήση ή ο χρόνος κατασκευής παραμένουν άγνωστα. Από τη μέχρι τώρα έρευνα θεωρείται ότι το οχυρό αποτέλεσε τμήμα της «Κερκυραϊκής Περαίας», της στρατιωτικής βάσης που -σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη- ίδρυσαν οι Κερκυραίοι στις Θεσπρωτικές ακτές στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο του βόρειου θαλάσσιου στενού της Κέρκυρας και την εποπτεία της ενδοχώρας σε ακτίνα αρκετών χιλιομέτρων.

Λιγοστά είναι τα κατάλοιπα οικοδομημάτων στο εσωτερικό του οχυρού του Πύργου Ραγίου, γεγονός που επιβεβαιώνει τον κατεξοχήν στρατιωτικό χαρακτήρα της θέσης. Στο κέντρο, περίπου, του οχυρωμένου χώρου υπάρχει μία, εντυπωσιακού μεγέθους και εξολοκλήρου λαξευμένη στο βράχο, δεξαμενή για τη συγκέντρωση των ομβρίων υδάτων, με διάμετρο 13 μ. και βάθος πάνω από 5 μ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ορθογώνιο λάξευμα, λίγο ανατολικότερα, που μοιάζει με προεξέχον κάθισμα, του οποίου, ωστόσο, η χρήση και ο χρόνος κατασκευής παραμένουν άγνωστα.

Κατά την οθωμανική περίοδο ο χώρος κατοικήθηκε συστηματικά, όπως υποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός περιβόλων και τοίχων από ξερολιθιά. Την ίδια εποχή, κατασκευάστηκε επάνω στο βόρειο πύργο της αρχαίας οχύρωσης ένα διώροφο κτίσμα, ο λεγόμενος Πύργος, στον οποίο οφείλεται και η σύγχρονη ονομασία της θέσης. Ο Πύργος ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της «κούλιας» (kula), ο οποίος, όπως και εκείνος του πυργόσπιτου, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο. Πρόκειται για κτίριο στρατιωτικού χαρακτήρα, το οποίο χρησίμευε ως παρατηρητήριο και για τη διαμονή της φρουράς του αγά της περιοχής. 

Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν θύρες ή άλλα ανοίγματα στο επίπεδο του ισογείου. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν ψηλότερα και ήταν προσβάσιμη μέσω κτιστής κλίμακας και ξύλινης κινητής γέφυρας. Αντίστοιχα, τα παράθυρα -τετράγωνα ή τοξωτά- είναι μικρά και συναντώνται μόνο στους επάνω ορόφους. Η δυνατότητα άμυνας ενισχυόταν ακόμη περισσότερο με πολεμίστρες στους τοίχους και μία καταχύστρα ή λαδορίχτη επάνω από την είσοδο, ειδικό δηλαδή άνοιγμα από το οποίο περιέχυναν τον εχθρό με καυτό λάδι ή νερό. Στα νεότερα χρόνια χρονολογείται το σύνολο των τοίχων από ξερολιθιά που σώζονται εντός των τειχών, χαρακτηριστικό δείγμα της Μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής της περιοχής.

Οι ανασκαφικές έρευνες που διενεργήθηκαν τις δεκαετίες του '80 και του '90, έφεραν στο φως ευρήματα που επιβεβαιώνουν τη διαχρονική κατοίκηση της θέσης. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται εργαλεία από πυριτόλιθο της Παλαιολιθικής και Νεολιθικής εποχής, κεραμική χρονολογούμενη από την Εποχή του Χαλκού έως την Οθωμανική περίοδο, νομίσματα Κλασικά, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά, πλήθος από αιχμές βελών και μολύβδινα βλήματα σφενδονιστών (μολυβδίδες), τμήματα πήλινων ειδωλίων, αλλά και πλήθος αντικειμένων καθημερινής χρήσης και κοσμημάτων από τα νεώτερα χρόνια. 

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει σε δύο χαρακτηριστικά αγγεία της Εποχής του Χαλκού, που βρέθηκαν στα κατώτερα στρώματα κατοίκησης του χώρου, το ένα με πλαστική διακόσμηση. Σημαντικότατα είναι, εξάλλου, και τα αποσπασματικά σωζόμενα ανευρεθέντα Αρχαϊκά ειδώλια, τα Πρωιμότερα μέχρι στιγμής στο Θεσπρωτικό χώρο. Στο πλαίσιο των εργασιών ανάπλασης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο 1999 - 2000, εξασφαλίσθηκαν οι απαραίτητες υποδομές πρόσβασης, περιήγησης, εξυπηρέτησης και ενημέρωσης των επισκεπτών. Ο Πύργος της Οθωμανικής περιόδου αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή και διαμορφώθηκε, εσωτερικά, σε εκθεσιακό χώρο.


Οχυρωμένος Οικισμός Ραβενής

Στη δεξιά όχθη του Καλαμά, 7 χιλ. δυτικά της Βροσίνας, στην κορυφή λόφου νότια από το σύγχρονο ομώνυμο χωριό, βρίσκεται ο αρχαίος οικισμός της Ραβενής, ο οποίος από το Hammond ταυτίστηκε με την αρχαία Φανοτή, ταύτιση η οποία δεν έγινε αποδεκτή. Η αρχαία θέση, γνωστή σήμερα και ως «Καστρί›, βρίσκεται στην επικράτεια του θεσπρωτικού φύλου των Φαβοτέων με έδρα την αρχαία Φανοτή, σημερινή Ντόλιανη, ενώ βορειότερα κατοικούσαν πιθανώς οι Ονόπερνοι, για τους οποίους γίνεται συχνή μνεία σε ψηφίσματα και επιγραφές της αρχαίας Δωδώνης.

Η απουσία ανασκαφικών δεδομένων και αρχαιολογικών ερευνών δεν επιτρέπει ασφαλείς υποθέσεις για την περίοδο κατοίκησης του χώρου, την έκταση και τον ακριβή χαρακτήρα της θέσης. Τα τείχη του οικισμού προστατεύουν τις περισσότερο ομαλές πλευρές. Ο ποταμός Καλαμάς, μεγάλος υδάτινος δρόμος ήδη από την αρχαιότητα, που εξασφάλιζε την επικοινωνία των παράλιων περιοχών με την ορεινή ενδοχώρα, φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του οχυρωμένου οικισμού της Ραβενής. Με βάση τα χαρακτηριστικά της οχύρωσης, είναι γενικώς αποδεκτή η χρονολόγηση του οικισμού στους ύστερους Κλασικούς - Ελληνιστικούς χρόνους.

Τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε φαίνεται να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου μικρού οικισμού, ο οποίος πρέπει να τειχίστηκε μετά το 350 π.Χ. Ωστόσο, ελλείψει ανασκαφικών δεδομένων, δεν μπορεί να δοθεί μία πιο ακριβής χρονολόγηση. Η περίοδος αυτή, από τα μέσα του τετάρτου αιώνα π.Χ. και ύστερα, αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της Θεσπρωτίας: οι μικρές ατείχιστες κώμες συνοικίζονται και ιδρύονται οι πρώτες πόλεις, οι οποίες οχυρώνονται με ισχυρά τείχη.

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδρυση τόσο της Ραβενής όσο και μιας σειράς παρόμοιων οχυρωμένων οικισμών συμπίπτει, πιθανότατα, με τις εδαφικές ανακατάξεις που συντελέστηκαν στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. και κατά συνέπεια με τις μεταβολές στα όρια επιρροής των Ηπειρωτικών φύλων, κυρίως των Θεσπρωτών, Μολοσσών και Χαόνων. Η δημιουργία οχυρών περιβόλων εντείνεται γύρω στο 300 π.Χ. Όλοι αυτοί, όμως, δεν αποτέλεσαν πάντοτε τον πυρήνα πραγματικών πόλεων, καθώς πολλοί παρέμειναν απλά οχυρά, στα οποία κατέφευγαν οι πληθυσμοί της ευρύτερης περιοχής κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών. Σε αυτή την κατηγορία φαίνεται να εντάσσεται και ο τειχισμένος οικισμός της Ραβενής.

Η Ρωμαϊκή κατάκτηση φαίνεται ότι σηματοδοτεί και την εγκατάλειψη του οικισμού της Ραβενής. Την ήττα του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, ακολούθησε -βάσει των εντολών της Συγκλήτου, σύμφωνα με τον Πολύβιο, το Λίβιο και άλλους Ρωμαίους συγγραφείς- η δήωση, πυρπόληση και καταστροφή των τειχών εβδομήντα (70) πόλεων της Ηπείρου από το Ρωμαϊκό στρατό. Η Θεσπρωτία ήταν από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρά. Οι περισσότεροι από τους οχυρωμένους οικισμούς των ύστερων Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων σταμάτησαν να ζουν, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις.


Ταφικό Ηρώο στα "Μάρμαρα" Ζερβοχωρίου Θεσπρωτίας

Το ταφικό μνημείο στα Μάρμαρα Ζερβοχωρίου είναι ένα σχεδόν τετράγωνο κτίριο, με πρόσοψη προς τα ΒΑ, χτισμένο με μεγάλων διαστάσεων ασβεστολιθικούς γωνιόλιθους, η θέση του οποίου ήταν γνωστή από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε ο καθηγητής Σ. Δάκαρης το είχε ταυτίσει με «μεγάλη οικία ή ξενώνα». Η ανασκαφική έρευνα του 1992 αποκάλυψε στο εσωτερικό του συλημένο κιβωτιόσχημο τάφο και ακριβώς απέναντί του το δάπεδο υπέργειας κατασκευής που λειτουργούσε πιθανόν ως «τράπεζα προσφορών», συνηγορώντας έτσι στην ταύτιση της χρήσης του χώρου με ταφικό ηρώο.

Ελάχιστα στοιχεία διαθέτουμε για το αρχικό ύψος του ηρώου, αλλά και για την αναπαράσταση των όψεών του, η ανυπαρξία ωστόσο κεραμιδιών στέγης μεταξύ των ευρημάτων συνηγορεί για τον υπαίθριο χαρακτήρα του μνημείου. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονικά του στην Ελληνιστική εποχή (3ος αιώνας π.Χ.), περίοδο κατά την οποία κατασκευάζονται αρκετά παρόμοια ταφικά ηρώα σε ολόκληρη τη ΒΔ Ελλάδα, αλλά και ανάλογου χαρακτήρα κτίσματα και μεμονωμένοι τάφοι, σε ολόκληρη την κοιλάδα του Κωκυτού, του γνωστού κατά την παράδοση ως «ποταμού των θρήνων».

Τύμβος Παραποτάμου

Στη θέση Τσιφλίκι βόρεια του χωριού Παραπόταμος του Δήμου Ηγουμενίτσας βρίσκεται χαμηλός τύμβος με αρχαίο νεκροταφείο. Τον τύμβο, ύψους 5μ., περιέβαλλε κυκλικός περίβολος, ίχνη του οποίου σώζονται κυρίως κατά μήκος της νοτιοδυτικής πλευράς του. Σε όλη την έκταση του τύμβου έχουν αποκαλυφθεί συνολικά 88 τάφοι, κατά κύριο λόγο κιβωτιόσχημοι, ενώ υπήρχαν ακόμη επτά λακκοειδείς τάφοι και μία ταφή σε αγγείο (εγχυτρισμός). Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι ήταν κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και μόνο ο ένας ήταν επιμελέστερης κατασκευής από καλά λαξευμένες ασβεστολιθικές πλάκες.

Ελάχιστες από τις ταφές περιείχαν κτερίσματα, κυρίως κοσμήματα και νομίσματα. Βρέθηκε μόνο ένα ακέραιο πήλινο αγγείο και λίγα θραύσματα κεραμικής. Με βάση τα λιγοστά αυτά ευρήματα, η χρήση του νεκροταφείου φαίνεται ότι εκτεινόταν σε μία εξαιρετικά μακρά χρονική περίοδο από την Ελληνιστική έως και τη Μεταβυζαντινή περίοδο.

Οι Υδρόμυλοι του Μαργαριτίου

Το συγκρότημα υδρόμυλων του Μαργαρίτιου αποτελεί ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα υδροκίνητων εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο κατά την Προβιομηχανική περίοδο. Οι δύο μύλοι, που είναι κατασκευασμένοι σε σειρά και με υψομετρική διαφορά μεταξύ τους ώστε να εκμεταλλευτούν τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα του διαθέσιμου νερού, τροφοδοτούνταν από δύο, τουλάχιστον, πηγές που υπήρχαν στους παρακείμενους λόφους. Πρόκειται για απλά μονόχωρα κτίσματα, στεγασμένα με κεραποσκεπή, που διαθέτουν έναν υπέργειο χώρο για το άλεσμα των δημητριακών και έναν τοξωτό ημιυπόγειο χώρο όπου βρισκόταν η οριζόντια φτερωτή που κινούσε τον αλεστικό μηχανισμό.

Το νερό έφτανε στον ανώτερο μύλο με υδραύλακα μήκους 25 μ. και οδηγούταν πτωτικά στον μηχανισμό κίνησης. Εν συνεχεία, με φυσική κλίση, έρεε κάτω από το τοξωτό άνοιγμα του δυτικού τοίχου του μύλου, στον κατώτερο και καλύτερα διατηρημένο υδραύλακα, μήκους περίπου 60 μ. και ύψους 3,80 μ. Κατά μήκος του συμπαγούς σώματος του τελευταίου διαμορφώνονται έξι τόξα -σήμερα είναι ορατά τα πέντε- εκ των οποίων τα τρία δυτικότερα είχαν κλειστεί πρόχειρα με ξερολιθιά. Στην άνω επιφάνεια είναι διαμορφωμένος με σχιστόπλακες ο υδραγωγός - «μυλαύλακο». 

Η ΝΔ απόληξη του υδραύλακα είναι εξωτερικά διαμορφωμένη βαθμιδωτά ώστε ο μυλωνάς να έχει πρόσβαση στον έλεγχο της ροής του νερού, ενώ εσωτερικά υπάρχει επικλινής χτιστός αγωγός που οδηγούσε το νερό με πίεση στον υπόγειο θάλαμο του μύλου για την περιστροφή του μηχανισμού αλέσματος. Αν και δεν υπάρχουν ασφαλείς χρονολογικές ενδείξεις για την κατασκευή του συγκροτήματος, δύο οθωμανικά νομίσματα που εντοπίστηκαν στη θεμελίωση του κατώτερου υδραύλακα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι οι δύο μύλοι κατασκευάστηκαν μέσα στον 19ο αιώνα, ενώ ο ανώτερος από αυτούς επιζεί -στην τελική του φάση ως πετρελαιοκίνητος- έως και τα μέσα του 20ου αιώνα.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΓΙΤΑΝΩΝ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ 

Ο αρχαίος οικισμός διαθέτει ισχυρή φυσική οχύρωση, καθώς περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από τον ποταμό Καλαμά. Πολυγωνικά τείχη, μήκους 2.500 μ., περιβάλλουν την έκτασης 280 στρεμμάτων πόλη, της οποίας ο πληθυσμός την περίοδο της ακμής της υπολογίζεται στις έξι χιλιάδες κατοίκους. Τα τείχη έχουν μνημειακή μορφή, καθώς είναι ενισχυμένα με πύργους και το σωζόμενο ύψος τους φτάνει τα 2-3 μ. Τα Γίτανα είναι χτισμένα σε διαφορετικά άνδηρα με οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο διαγράφεται από δρόμους πλάτους 4-6 μ., που ορίζουν ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες και οικοδομικά τετράγωνα.

Συγκεκριμένα, τον οικισμό διατρέχουν από ΒΔ προς ΝΑ τρεις μεγάλοι δρόμοι, ενώ ένας τέταρτος οδηγεί εκτός των τειχών, στην περιοχή του θεάτρου. Πέραν της νότιας κλιτύος του λόφου της ακροπόλεως, όπου λόγω της έντονης κατωφέρειας δεν έχουν διαπιστωθεί θεμέλια οικοδομημάτων, η υπόλοιπη -σχετικά ομαλή- έκταση του περιτειχισμένου οικισμού παρουσιάζει πυκνή δόμηση. Ισχυρό εσωτερικό τείχος (διατείχισμα), μήκους 315 μ., χωρίζει τον αρχαίο οικισμό σε δύο μεγάλους οικιστικούς τομείς.

Το δυτικό τμήμα του οικισμού, εσωτερικά του διατειχίσματος, έχει συνολική έκταση 50 στρεμμάτων και, όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής, στο τμήμα αυτό αναπτύσσεται μεγάλο μέρος της δημόσιας και θρησκευτικής ζωής της πόλης. Η αγορά της αρχαίας πόλης, χώρος συναθροίσεων και εμπορικών συναλλαγών, καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση στο ανατολικό τμήμα του οικισμού. Στη βόρεια πλευρά της οριοθετείται από στοά μήκους 76 μ. Μία σειρά 26 Δωρικών κιόνων στην πρόσοψη και 14 Ιωνικών κιόνων εσωτερικά στήριζε τη στέγη της στοάς, δημιουργώντας έναν ευρύχωρο στεγασμένο χώρο, στον οποίο μπορούσαν να προσφεύγουν οι ευρισκόμενοι στην αγορά για να προστατευτούν από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.


Τη νότια πλευρά της αγοράς οριοθετεί συγκρότημα επάλληλων τετράγωνων καταστημάτων, πολλά από τα οποία φαίνεται να επικοινωνούν και με δρόμο παράλληλο με την πίσω πλευρά του όλου συγκροτήματος. Η σχετικά πολυτελής διαβίωση των κατοίκων της πόλης, λίγο πριν την καταστροφή της το 2ο π.Χ. αιώνα, καθρεφτίζεται στην ποιότητα κατασκευής των δημοσίων κτιρίων που έχουν ανασκαφεί και στον πλούτο των κινητών ευρημάτων. Στο εσωτερικό των τειχών είναι ευδιάκριτο το κατώτερο τμήμα των τοίχων αρχαίων κτιρίων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών. Τα μαρμάρινα και εν γένει λίθινα κατώφλια που σώζονται in situ, φιλοξενούσαν, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, μεγάλες συνήθως δίφυλλες εξώθυρες.

Στα Ν / ΝΔ του χώρου, αποκαλύφθηκε κτίριο λατρευτικού χαρακτήρα, γνωστό ως "μικρός ναός". Πρόκειται για κτίριο διαστάσεων 13 x 7,10 μ., με πρόναο και σηκό. Το μικρό μέγεθος, η απλή ορθογώνια κάτοψη με τη διμερή διαίρεση και η απουσία περιμετρικής κιονοστοιχίας είναι χαρακτηριστικά των ναϊκών οικοδομημάτων της Ήπειρου. Ακολουθώντας την κύρια οδική αρτηρία του οικισμού προς τα ΝΔ, έχει έρθει στο φως το συμβατικά ονομαζόμενο "κτίριο Α", διαστάσεων 41 x 31 μ., δημοσίου χαρακτήρα όπως επιβεβαιώνει η αποκάλυψη 3.000 πήλινων σφραγισμάτων στο εσωτερικό του, που το ταυτίζει με το Πρυτανείο - αρχείο της πόλης.

Τα δωμάτια τοποθετούνται γύρω από μία κεντρική αυλή, με διαφορετική το καθένα λειτουργία. Οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονται με κονιάματα από χώμα και όστρεα και στα καλύτερα διατηρούμενα τμήματά τους σώζεται επίχρισμα με κόκκινο και μπλέ χρώμα. Αποκαλύφθηκαν τρία δωμάτια συμποσίων, τα οποία διαθέτουν ψηφιδωτά δάπεδα με διακόσμηση από αστέρι, σπείρες, κύκλους και δελφίνια. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως χάλκινα αγαλματίδια και fulcrum ανακλίντρων, ενώ σημαντικός ήταν ο αριθμός των χάλκινων νομισμάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ένας θησαυρός 178 νομισμάτων του Κοινού των Ηπειρωτών (234 - 168 π.Χ.).

Δυτικά των τειχών βρίσκεται το θέατρο, χωρητικότητας 4.000 - 5.000 θεατών, χώρος διεξαγωγής θεατρικών παραστάσεων, αλλά και εκδηλώσεων πολιτικού χαρακτήρα.

Η ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Βορειοδυτικά της Θεσπρωτίας, στην περιοχή της αρχαίας Καμμανίας ή Κεστρίνης, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ο συνοικισμός διαφόρων κωμών σχημάτισε την πόλη των Γιτάνων. Τα Γίτανα αναφέρονται από τον Λίβιο και τον Πολύβιο, από τους περιηγητές Leake, Pouqueville και Holland με το όνομα Παλαιά Βενετία, από τους κατοίκους της Θεσπρωτίας με το όνομα Γκούμανη, από το Δάκαρη με το όνομα Τιτάνη. Αντίθετα, τα σφραγίσματα που αποκαλύφθηκαν στο πρυτανείο και το έλασμα που αποκαλύφθηκε σε έναν από τους ναούς της πόλης αποκαθιστούν την ορθή ονομασία του χώρου Γίτανα, τα Γίτανα.

Η προνομιακή θέση των Γιτάνων εξασφάλιζε στους κατοίκους της την άμεση πρόσβαση στη θάλασσα «στην ευδαίμονα παράλια χώρα», αλλά και στην εύφορη πεδιάδα της Κεστρίνης, ενώ οι χερσαίοι δρόμοι την επαφή με το εσωτερικό της Ηπείρου. Η πόλη οικοδομήθηκε στη βόρεια όχθη του Θύαμη (Καλαμά) και στη νοτιοδυτική πλαγιά του γυψολιθικού βουνού της Βρυσέλλας, σε διάφορα επίπεδα που κυμαίνονται σε ύψος από 30 έως 183 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εκτός από τη φυσική οχύρωση, η πόλη περιβλήθηκε με ένα πολυγωνικό τείχος που είχε περίμετρο 2.400 μέτρα.

Όταν η πόλη αναπτύχθηκε, ένα διατείχισμα διαχώρισε την περιοχή των δημόσιων διοικητικών και θρησκευτικών οικοδομημάτων από το χώρο της αγοράς και την άμεση πρόσβαση από τους κύριους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτήν. Η ανάγκη του διαχωρισμού αυτού πρέπει να επιβλήθηκε έκτακτα επείγοντα γεγονότα ή για την προστασία της περιοχής από τις οχλήσεις της Αγοράς και όχι από τον αρχικό σχεδιασμό για τον τειχισμό και τη ρυμοτομία της πόλης, αφού το διατείχισμα δεν είναι προσαρμοσμένο και δεν έχει απόλυτη αντιστοιχία με το αρχικό σχέδιο.

Ως έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών και των Ηπειρωτών τα Γίτανα είχαν ανάγκη από την κατασκευή ενός κτηρίου κατάλληλου τόσο για τις συνελεύσεις των εκπροσώπων του Κοινού όσο και για τις διαφόρων τύπων εκδηλώσεις, που άρχισαν να τελούνται κατά την Ελληνιστική εποχή, πέρα από τη διδασκαλία των έργων των τραγικών και κωμικών. Στην καταλληλότερη θέση της πόλης, έξω από τα τείχη των Γιτάνων στις δυτικές υπώρειες της Βρυσέλλας, σε συνάφεια με το πρυτανείο, τον 3ο αιώνα π.Χ. κατασκευάζεται το θέατρο. Ένας μνημειώδης λιθόστρωτος δρόμος εξασφάλιζε την άμεση και άνετη πρόσβαση από το πρυτανείο στο θέατρο.

Το οποίο θέατρο, έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο στη πολιτική ζωή των Γιτάνων και της Ηπείρου, αλλά κατά κάποιο τρόπο και της Ελλάδος, αφού πιθανώς σ’ αυτό ακούστηκαν και φιλορωμαϊκές απόψεις πριν από την μάχη της Πύδνας. Η προστασία της περιοχής του θεάτρου ήταν εξασφαλισμένη τόσο από την κύρια οχύρωση της πόλης προς τα ανατολικά του, όσο και από ένα προτείχισμα που κατασκευάστηκε στα βόρεια, ενώ η υδάτινη οδός του πλωτού Θύαμη (Καλαμά) ελεγχόταν από τις σκοπιές του τείχους. Η θέση του θεάτρου στην πεδιάδα του κάτω Καλαμά είναι ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, κατάφυτη από διαφόρων ειδών δένδρα και θάμνους.

Πλαισιωμένη από τα υψώματα του Μαυρονόρους στα δυτικά, του Σμέρτου στα βόρεια και του Σινάνι στα νότια. Η ανασκαφή του θεάτρου, που είναι προσανατολισμένο προς τα δυτικά με θέα τον Θύαμη (Καλαμά) άρχισε από την υπογράφουσα το 1996 και συνεχίστηκε μέχρι την άνοιξη του 1997. Μετά από διακοπή οκτώ ετών επαναλήφθηκε το 2006 και έκτοτε συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η έρευνα του θεάτρου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Μένουν να ερευνηθούν το νότιο τμήμα του κοίλου κάτω από το διάζωμα, το οποίο έχει υποστεί και τη μεγαλύτερη καταστροφή, το μεγαλύτερο τμήμα του κοίλου από το πάνω διάζωμα, τμήματα των παρόδων και των αναλημμάτων, καθώς και διάφορες κατασκευές νότια της σκηνής.

Εντοπίστηκαν σε ερευνητικές τομές το 1997, αλλά δεν έχει προσδιοριστεί η λειτουργία τους. Για την ανασκαφή του σκηνικού οικοδομήματος ορίστηκε τετραγωνικός κάνναβος 5 x 5 μ. στη συνέχεια της βασικής διαμέτρου χάραξης του καννάβου του κοίλου, σε εμβαδόν 15 x 80 μ., δηλαδή σε 3 x 16 τετράγωνα, διαστάσεων 5 x 5 μ. το καθένα. Για την ανασκαφή του κοίλου του θεάτρου χαράχθηκε στο έδαφος ακτινωτός κάνναβος, σε συσχετισμό με τις διαφαινόμενες γραμμές χάραξης του μνημείου και με βάση το κέντρο του θεάτρου. Αρχικά αποκαλύφθηκε το σκηνικό οικοδόμημα, το οποίο βρίσκεται προς τα δυτικά του κοίλου και που αποτελεί μια ορθογώνια κατασκευή με το βόρειο και νότιο τοίχο να έχουν μήκος 5,50 μ., πλάτος 0,50 μ. και σωζόμενο ύψος 0,50 μ..


Ο δυτικός τοίχος έχει μήκος 15,50 μ., πλάτος 0,50 μ. και σωζόμενο ύψος 0,50 μ.. Ανατολικά, το οικοδόμημα κλείνεται από την ευθυντηρία του στυλοβάτη του προσκηνίου. Η σκηνή καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ανοίγματος του κοίλου και είναι κατασκευασμένη σύμφωνα με πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας. Στο κέντρο περίπου του οπίσθιου τοίχου της σκηνής διαπιστώθηκε άνοιγμα, μήκους 1,20 μ. και πλάτους 0,50 μ., το οποίο πιθανώς σχετίζεται με την ύπαρξη θύρας στη θέση αυτή, για την πρόσβαση ή την αποχώρηση των ηθοποιών από το χώρο της σκηνής, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από το κοινό.

Η ευθυντηρία του στυλοβάτη του προσκηνίου, μήκους 15,50 μ. και πλάτους 0,50 μ., αποτελείται από δεκαπέντε ασβεστολιθικές πλάκες, που φέρουν εντορμίες, για την ένθεση εμπολίων προς έδραση των ημικιόνων, διαστάσεων 0,06x0,06 μ. (συνυπολογιζομένης της φθοράς τους), καθώς και αβαθέστερα, επιμήκη λαξεύματα, μήκους 0,10 μ. (αύλακες μολυβδοχόησης). Ημικίονες και θραύσματα ημικιόνων με συμφυείς ορθογώνιους πεσσούς αποκαλύφθηκαν ανατολικά και σε επαφή με τον στυλοβάτη. Στη βάση ενός από τους ημικίονες διαπιστώθηκε αβαθές λάξευμα, κατάλληλων διαστάσεων, για την επίτευξη της τέλειας γόμφωσης.

Δοθέντος ότι οι πόλοι και τα εμπόλια διευκολύνουν την ασφαλή προσαρμογή των σφονδύλων, κυρίως στα κέντρα των κύκλων, η γόμφωση του κατώτατου σφονδύλου επί του στυλοβάτη σπανίζει, επειδή τον προαναφερόμενο σκοπό εξυπηρετεί μια απλή γόμφωση. Σε απόσταση 1,80 μ. από το στυλοβάτη του προσκηνίου, προς Δ., εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα επτά ορθογώνιων πεσσών του μετασκηνίου. Πρόκειται για την πεσσοστοιχία του κυρίως τμήματος του σκηνικού οικοδομήματος, που πιθανώς θα στήριζε και τον άνω όροφο. Οι πεσσοί (σώζεται μόνο το κατώτατο μέρος τους) ανήκουν στον πεπλατυσμένο τύπο που συναντάται ευρέως στην Ήπειρο και φαίνεται ότι διατηρήθηκε επί μακρόν.

Παρόμοιοι πεσσοί απαντούν σε διάφορα οικοδομήματα, όπως στο οικοδόμημα Δ στη Δήλο, στο ηρώον της Καλυδώνας του 2ου αιώνα π.Χ., στην Κασσώπη, στην Επίδαυρο. Το σκηνικό οικοδόμημα ήταν στεγασμένο, καθώς προκύπτει από το παχύ στρώμα καταστροφής του που το κάλυπτε ολόκληρο. Διαπιστώθηκε ο καθολικός θρυμματισμός της πήλινης στέγης του, σε βαθμό που να μην είναι δυνατόν να συλλεχθεί ούτε μία ακέραια κέραμος στέγης. Το πάχος του στρώματος κυμαινόταν από 0,25 μ. στη νοτιοδυτική γωνία της σκηνής και έως 0,15 μ. στον υπόλοιπο χώρο. Μετά την αφαίρεση του στρώματος καταστροφής αποκαλύφθηκε δάπεδο από πατημένη λατύπη και χώμα, ενιαίο σε όλη τη σκηνή.

Κατά τις εργασίες αποκάλυψης του δαπέδου στο χώρο του στυλοβάτη του προσκηνίου εντοπίστηκε όμοιας διαμόρφωσης δάπεδο, χωρίς ωστόσο να εντοπιστεί στρώμα καταστροφής, παρά μόνο μεγάλος αριθμός σιδερένιων καρφιών και ένα παχύ στρώμα καύσης, προερχόμενο από προϋπάρχουσα υπερκείμενη ξυλοκατασκευή, πιθανώς από θύρες, ξύλινα στοιχεία αντιστήριξης και δοκούς του υπερυψωμένου δαπέδου του λογείου. Από τα αρχιτεκτονικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν προκύπτει ότι στην ευθυντηρία του στυλοβάτη του προσκηνίου εδράζονταν δώδεκα μονολιθικοί ημικίονες, συμφυείς με ορθογώνιο πεσσό.

Το προσκήνιο με τους ημικίονες αποτελεί ένα τυπικό χαρακτηριστικό του θεάτρου κατά την Ελληνιστική εποχή. Είναι βέβαιη επίσης η ύπαρξη Δωρικού θριγκού με λίθινο επιστύλιο, όπως προκύπτει από τα αρχιτεκτονικά ευρήματα, που είχαν απομείνει στο χώρο μετά την καταστροφή του ή από μεταγενέστερες διαρπαγές. Κατά την έρευνα στο χώρο της ορχήστρας διαπιστώθηκε ότι το δάπεδό της ήταν κατασκευασμένο από πατημένη λατύπη και χώμα. Στοιχεία για την επίστρωση της ορχήστρας με λίθινες πλάκες ή άλλο υλικό δεν εντοπίστηκαν. Επίσης, δεν αποκαλύφθηκε μέχρι τώρα ρείθρο στην περιοχή της ορχήστρας που να οδηγεί τα νερά της βροχής έξω από το θέατρο.

Η θυμέλη της ορχήστρας αποκαλύφθηκε μετακινημένη κοντά στο στυλοβάτη του προσκηνίου. Η ανασκαφή στο χώρο των παρόδων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ο βόρειος τοίχος της παρόδου, με κατεύθυνση βορρά - νότου, συνολικού μήκους 4,60 μ. και συνολικού σωζόμενου ύψους 0,95 μ., είναι κατασκευασμένος από ορθογώνιους πλίνθους δολομίτη. Ο νότιος τοίχος της παρόδου, με κατεύθυνση βορρά - νότου, συνολικού μήκους 4,78 μ. και σωζόμενου μεγίστου ύψους 1,25 μ., είναι κατασκευασμένος όπως και ο βόρειος. Αποκαλύφθηκε επίσης τοίχος κάθετος στον κύριο τοίχο της νότιας παρόδου, συνολικού σωζόμενου μήκους 90 εκατοστά.

Στα τμήματα των παρόδων που ανασκάφθηκαν αποκαλύφθηκε το αρχαίο οδόστρωμα καθώς και τμήμα κεράμου στέγης με την επιγραφή ΔΑΜΟΣΙΑ. Οι αναλημματικοί τοίχοι των παρόδων που στηρίζουν το κοίλο είναι κατασκευασμένοι από το ίδιο υλικό με το υπόλοιπο κτίσμα, κατά το πολυγωνικό σύστημα, και έχουν ύψος 14 μ. ο βόρειος και 16 μ. ο νότιος, ενώ το πάχος τους κυμαίνεται από 1,10 έως 1,30 μ. Το κοίλο, το οποίο είναι κατασκευασμένο στη βραχώδη πλαγιά του λόφου, έχει ενισχυθεί τουλάχιστον στο βόρειο πρανές από ισχυρό κονίαμα, όπως προκύπτει από τη μέχρι τώρα έρευνα και έχει διάμετρο στη βάση 24 μ., ενώ μεγίστη διάμετρο άνω 65 μ. και ύψος 10 μ.

Θρόνοι προεδρίας δεν αποκαλύφθηκαν. Πιθανώς, η πρώτη σειρά εδωλίων του κοίλου έπαιζε ρόλο εδράνων προεδρίας, όπως στο Θορικό, στους Δελφούς, στη Μαντινεία, στην Ερέτρια, στο μικρό θέατρο της Αμβρακίας κλπ. Το θέατρο έχει δύο τμήματα που διακόπτονται από διάζωμα. Αποκαλύφθηκαν εικοσιοκτώ σειρές εδωλίων στη θέση τους ή ελαφρώς μετατοπισμένα. Από αυτά ερευνήθηκαν τα ευρισκόμενα στο βόρειο και μεσαίο τμήμα του κοίλου κάτω από το διάζωμα, ορισμένα πάνω από το διάζωμα και ελάχιστα στο νότιο τμήμα του κοίλου κάτω από το διάζωμα.


Τα εδώλια είναι κατασκευασμένα από ανεξάρτητους ασβεστόλιθους σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου μήκους που κυμαίνεται από 1,25 μ., έως 1,50 μ., πλάτους 0,40 μ. και ύψους τους 0,37 μ.. Τα εδώλια εδράζονται σε κατάλληλα λαξευμένο υπόβαθρο όπου παρατηρούνται κοιλάνσεις κατάλληλες, για την προσαρμογή τους. Ο χώρος υποδοχής των ποδών σχηματίζεται από ακανόνιστες ασβεστολιθικές πλάκες που έχουν πλάτος 0,35 μ. ανάμεσα σε δύο εδώλια. Στο κάτω από το διάζωμα τμήμα του κοίλου αποκαλύφθηκαν επτά κερκίδες, οι οποίες σχηματίζονται από οκτώ κλίμακες, στις οποίες συνυπολογίζονται και οι δύο που υπάρχουν στα άκρα στηριζόμενες στους αναλημματικούς τοίχους.

Τα μέτωπα των εδωλίων είναι κατάγραφα από από επιγραφές με απελευθερωτικές πράξεις, οι οποίες εμπλουτίζουν την ηπειρωτική ονοματολογία κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.. Η μελέτη των επιγραφών αυτών, που σχεδόν έχουμε ολοκληρώσει, θα δημοσιευτεί σε corpus των επιγραφών της Ηπείρου που πρόκειται να εκδώσει ο καθηγητής P. Cabanes. Το θέατρο, από τη μέχρι τώρα έρευνα, φαίνεται ότι κατασκευάστηκε εξ αρχής λίθινο περί τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., όπως δείχνουν οι αρχιτεκτονικές ομοιότητες του με τα άλλα θέατρα της Ηπείρου. Τα περισσότερα από τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν στο Θέατρο είναι του Ηπειρωτικού Κοινού και χρονολογούνται μεταξύ του 234 - 168 π.Χ.

Ανάμεσα σε αυτά βρίσκεται και ένα νόμισμα Περσέως 178 - 168 π.Χ., του τελευταίου δηλαδή βασιλιά της Μακεδονίας, ο οποίος ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Τα νομίσματα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι το Θέατρο μετά τον Γ Μακεδονικό πόλεμο και τη νίκη των Ρωμαίων στην Πύδνα πιθανώς σπάνια χρησιμοποιήθηκε ξανά. Στις επιχώσεις της νοτιοανατολικής παρειάς του θεάτρου πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία χώματος για να γίνει κοκκομετρική ανάλυση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη φάσεων απόθεσης της επίχωσης. Η ανάλυση κατέδειξε ότι η επίχωση του θεάτρου αποτελείται από τρεις κυρίως φάσεις απόθεσης.

Μία απόθεση χονδρόκοκκων υλικών, η οποία είχε γρήγορο ρυθμό, ανάμεσα σε δύο φάσεις απόθεσης ψιλόκοκκων υλικών ιλύος και πηλού που είχαν αργή απόθεση. Συμπερασματικά, η επίχωση που σκέπασε το αρχαίο θέατρο ήταν αρχικά μια αργή διαδικασία, η οποία διακόπηκε από τη γρήγορη απόθεση χονδρόκοκκων υλικών που πιθανώς προκλήθηκε από κάποιο ακραίο φυσικό φαινόμενο, πιθανότατα σεισμό. Ο σεισμός αυτός προκάλεσε τη μετατόπιση εδωλίων του κοίλου και μετέφερε επιχώσεις από τα υπερ-κείμενα τείχη και τα κτήρια της πόλης καταστρέφοντας το θέατρο. Όταν το φαινόμενο σταμάτησε, συνεχίστηκε εκ νέου η αργή διαδικασία της τελικής επίχωσης του θεάτρου.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ 

Στο πλαίσιο του ΠΕΠ Ηπείρου του Γ' ΚΠΣ., πραγματοποιήθηκε το έργο «Ανάδειξη - Ανάπλαση Αρχαιολογικού Χώρου Γιτάνης Θεσπρωτίας», που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2009. Οι εργασίες ανάδειξης πραγματοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο στο δυτικό τμήμα του αρχαίου οικισμού, που χωροθετείται εντός του εσωτερικού διατειχίσματος της οχύρωσης και στην περιοχή της αρχαίας αγοράς, όπου κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 είχαν πραγματοποιηθεί συστηματικές ανασκαφικές εργασίες φέρνοντας στο φως τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα σημαντικών δημόσιων οικοδομημάτων.

Συνέχεια του παραπάνω έργου αποτελεί η πράξη με τίτλο «Ανάδειξη Κάτω Πόλης Γιτάνων Θεσπρωτίας», η οποία υλοποιείται από τη ΛΒ' ΕΠΚΑ, στο πλαίσιο του ΕΠ «Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας - Ηπείρου 2007 - 2013» του ΕΣΠΑ με χρονοδιάγραμμα έως τις 31 / 12 / 2013. Σκοπός των εργασιών είναι να αναδειχτεί και να καταστεί προσβάσιμο στο κοινό ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, στο οποίο θα περιλαμβάνεται το ανατολικό εκτός του διατειχίσματος τμήμα του που καταλήγει στις όχθες του ποταμού Καλαμά.

Στο πλαίσιο των έργων ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου Γιτάνων, που έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, μόνο ελάσσονος σημασίας επεμβάσεις έχουν πραγματοποιηθεί στο αρχαίο θέατρο του οικισμού. Αυτές αφορούσαν καθαρισμούς από τη βλάστηση, την τοποθέτηση καθιστικών και ενημερωτικής πινακίδας και κάδου απορριμμάτων, με σκοπό τη διασφάλιση της προσβασιμότητας του μνημείου.

Από τον Ιούνιο του 2012 βρίσκεται σε ισχύ Προγραμματική Σύμβαση Πολιτισμικής Ανάπτυξης μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και της Περιφέρειας Ηπείρου για την πραγματοποίηση του έργου «Αποκατάσταση Αρχαιολογικού Χώρου Γιτάνων Θεσπρωτίας». Στόχος του προγράμματος είναι η ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας στο θέατρο των Γιτάνων και η λήψη προκαταρκτικών μέτρων προστασίας του, εργασίες οι οποίες θα επιτρέψουν την μελλοντική εκπόνηση μελέτης αναστήλωσης του αρχαίου μνημείου.


Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΣΣΩΠΑΙΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η Κασσώπη βρίσκεται πολύ κοντά στο Ζάλογγο μία απότομη πλαγιά, στο χωριό Καμαρίνα του νομού Πρεβέζης, όπου το 1803 μετά τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά, Σουλιώτισσες χορεύοντας πιασμένες χέρι - χέρι και πετώντας πρώτα τα παιδιά τους στο γκρεμό τα ακολούθησαν τραγουδώντας. Η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. (340 π.Χ), σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 550-650 μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου, με σκοπό να προστατεύσει από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων, την εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα. 

Η μεγάλη ακμή της πόλης σημειώνεται τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν κτίζονται τα μεγάλα δημόσια κτήρια και ανοικοδομούνται πολλά σπίτια. Η πόλη είχε δικό της νομισματοκοπείο. Η ίδρυση της πόλης ήταν το αποτέλεσμα ενός συνοικισμού των διάσπαρτων οικισμών της περιοχής. Κάποια πρώιμα ευρήματα υποδεικνύουν ότι πιθανόν στη θέση της πόλης να προϋπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός. Η Κασσώπη απέκτησε οικονομική δύναμη με το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα προϊόντα της εύφορης πεδιάδας του Αχέροντα. Το νόμισμα της απεικόνιζε τον Δία και αετό σε κεραυνό. Η πόλη διατηρούσε πολιτική αγορά, πρυτανεία, δύο θέατρα, ξενώνα, ναούς λατρείας της Αφροδίτης και του Δία Σωτήρα. 

Γύρω στο 220 π.Χ., η πόλη εντάχτηκε στην Αιτωλική Συμμαχία. Η ευημερία της διήρκεσε μέχρι το 168 π.Χ. Το 167 π.Χ. καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο και εγκαταλείφτηκε οριστικά με την υποχρεωτική συνοίκηση των κατοίκων της στη Νικόπολη, στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. Ο Καθηγητής Σ. Δάκαρης διεξήγαγε ανασκαφή στην Κασσώπη για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στο διάστημα 1952 - 1955. Αργότερα οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από το 1977 - 1978 έως το 1983, με συνεργασία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.

H Κασσώπη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Κασσωπαίας, η έκταση της οποίας συμπίπτει περίπου με αυτή του σημερινού νομού Πρέβεζας. Η πόλη, της οποίας έχουν διασωθεί αρκετά ερείπια, κτίστηκε τον 4ο αιώνα σε φυσικά οχυρή θέση, προστατεύοντας από την εκμετάλλευση των Ηλείων αποίκων την εύφορη πεδιάδα που απλωνόταν νοτιότερα. Την ύπαρξη της πόλης στον 4ο π.Χ. αιώνα μαρτυρούν ένας κατάλογος Θεωροδόκων της Επιδαύρου (360-355 π.Χ.), στον οποίο αναφέρονται η Κασσώπη, η Πανδοσία και η Αμβρακία. 

Από τις ανασκαφές διαπιστώθηκε ότι στη θέση όπου ιδρύθηκε η Κασσώπη προϋπήρχε μια παλαιότερη μικρή πόλη από την εποχή του χαλκού που θα χρησίμευε ως τόπος συναθροίσεων για κοινή λατρεία στο ιερό της Αφροδίτης της κύριας θεότητας των Κασσωπαίων. Η μεγάλη ακμή της πόλης σημειώνεται στον 3ο αιώνα π.Χ. όταν κτίζονται τα μεγάλα δημόσια κτίρια και ανοικοδομούνται πολλά σπίτια. Η καλή διατήρηση των τειχών και του οικισμού της Αρχαίας Κασσώπης, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το πολεδομικό σχέδιο του οικισμού. Σύμφωνα μ' αυτό μέσα στο πολυγωνικό της τείχος, πάχους περίπου 3,50 μέτρων, υπήρχαν γύρω στα 600 διώροφα σπίτια σε οικόπεδα των 230 τετραγωνικών μέτρων. 

Όλα αυτά τα σπίτια είχαν μεσημβρινό προσανατολισμό, άρτια κατασκευή και λειτουργικότητα, κοινό αποχετευτικό διάδρομο και εκπληκτικής κατασκευής σκεπασμένο υπόνομο. Τη βάση του σχεδίου της πόλης αποτελεί η κύρια αρτηρία, μήκους 950 μέτρων και πλάτους 5,00 - 5,60 μέτρων, που σε μερικά σημεία είναι λιθόστρωτη. Ο δρόμος αυτός ένωνε τις δύο κυρίες πύλες του κάστρου και ήταν βατός σε τροχοφόρα. Δύο άλλοι δρόμοι πλάτους 4,30 - 4,40 μέτρων διακρίνονται βορειότερα, οι οποίοι είναι παράλληλοι προς την κύρια αρτηρία και οδηγούν προς το θέατρο, ενώ ένας άλλος δρόμος νοτιότερα, παράλληλος με το νότιο τείχος, έχει εξαφανισθεί.

Είκοσι κάθετοι δρόμοι, πλάτους 4,00 - 4,40 μέτρων, διαιρούν τις τρεις παράλληλες ζώνες σε 60 περίπου ορθογώνια οικοδομικά συγκροτήματα, που έχουν πάντοτε σταθερό πλάτος (30,30 μέτρα). Έχει εφαρμοσθεί δηλαδή εδώ το εκσυγχρονισμένο ευθύγραμμο ή γεωμετρικό σχέδιο, που είχαν εγκαινιάσει πρώτες οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας από το τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα και είχε τελειοποιήσει κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα ο περίφημος πολεοδόμος, μαθηματικός και αρχιτέκτων Ιππόδαμος ο Μιλήσιος (Ιπποδάμειο σύστημα). Στο χώρο που αναπτυσσόταν η Αρχαία Κασσώπη δέσποζαν ωδείο, θέατρα και το Πρυτανείο (ένα οικοδόμημα έκτασης 30 x 30 μέτρων, διώροφο στις τρεις πλευρές του και μονώροφο στην τέταρτη για να μη κρύβει τον ήλιο).

Το θέατρο της Κασσώπης κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα, είχε χωρητικότητα περίπου 2.500 ατόμων και ίσως χρησιμοποιείτο και ως Βουλευτήριο. Ήταν το μικρότερο από τα δύο εν συνόλω θέατρα που υπήρχαν στην πόλη. Το άλλο, που ήταν και το μεγαλύτερο, λόγω της παραμελήσεώς του από το Νεοελληνικό Κράτος και τις φθορές από τα καιρικά και φυσικά φαινόμενα, είναι σήμερα πλήρως κατεστραμμένο. Η θέση του αρχαίου οικισμού της Κασσώπης είναι ιδεώδης από άποψη ασφάλειας, κλίματος και θέας, με προσανατολισμό προς νότο και τη θαυμάσια άποψη του Αμβρακικού και του Ιονίου πελάγους. 

Η πόλη ήταν φυσικά οχυρωμένη, χτισμένη σε υψόμετρο 550 - 620 μέτρων πάνω στο ευρύχωρο οροπέδιο του Ζαλόγγου, με τις ήπιες πλαγιές της ασβεστολιθικής ράχης να την προστατεύουν από τη βόρεια και βορειοδυτική πλευρά. Τη φυσικά οχυρή θέση ενισχύει ένα ισχυρό πολυγωνικό τείχος, πάχους 3,30 - 3,50 μέτρων με ορθογώνιες θλάσεις, αλλά χωρίς πύργους, με περίμετρο 2,630 χιλιομέτρων, που περικλείει μια έκταση 300 στρεμμάτων. Η βόρεια πλευρά, απόκρημνη, ενισχύεται με τείχος στα βατά μόνο σημεία και με δύο μικρές ακροπόλεις στις δύο δεσπόζουσες κορυφές προς ΒΔ και ΒΑ. 

Η νότια πλευρά του τείχους έχει εξαφανισθεί στο μεγαλύτερο μέρος εξαιτίας των καταπτώσεων του κροκαλοπαγούς βράχου, που παρέσυραν και μέρος του οικισμού. Μια τοξωτή πύλη, πλάτους 2.80 μέτρων, σώζεται στη δυτική πλευρά στο άκρο του κεντρικού δρόμου, ενώ μια άλλη πυλίδα βρίσκεται 100 μέτρα νοτιότερα. Αν παρατηρήσουμε με προσοχή τους πέτρινους ογκόλιθους των τειχών, θα δούμε ότι με ειδικό σκάλισμα, ο ένας «κλειδώνει» μέσα στον άλλο με σκοπό την αντισεισμική προστασία. Το ίδιο σύστημα μπορούμε να δούμε στο Μεσαιωνικό Κάστρο των Ρωγών, παρά την σημερινή κοινότητα Νέας Κερασούντος Πρέβεζας. 


Όπου υπάρχει προγενέστερο εξωτερικό τείχος με πολυγωνική τεχνοτροπία. Επίσης το ίδιο σύστημα υπάρχει στα τείχη της αρχαίας Πόλης Μάτσου - Πίτσου των Ίνκας του Περού (Strange World, Amazing Places). Στον 3ο αιώνα, όταν η πόλη Κασσώπη επεκτάθηκε κι έξω από το τείχος στις νότιες πλαγιές του βουνού, κατασκευάσθηκε ένα δεύτερο πολυγωνικό τείχος με πύργους και θλάσεις και περίμετρο 700 μ.Έτσι στον 3ο και 2ο αιώνα το συνολικό εμβαδόν του περιτειχισμένου χώρου αντιστοιχεί σε πληθυσμό 10.000 - 12.000 κατοίκων και η περίμετρος σε 3.000 μέτρα. 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ 

Η οργάνωση των Ηπειρωτικών φύλων κατά τους πρώιμους Ιστορικούς χρόνους και μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. παρουσιάζει σημαντική διαφορά από τον τρόπο λειτουργίας των πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας. Στην Ήπειρο δεν είχε προχωρήσει η συμμετοχή στα κοινά μέσω της άμεσης πρόσβασης στην πόλη και την αγορά της. Οι Ηπειρώτες χρειάσθηκε να οργανώσουν ομάδες έθνη με βάση τις επιμέρους επικοινωνίες των συγγενών, φυλετικά ή γεωγραφικά, κοινοτήτων. Κατά τον Θεόπομπο (4ος αιώνα π.Χ.) τα έθνη των Ηπειρωτών ήταν δεκατέσσερα.

Ενώ ο Στράβων αναφέρει ένδεκα, τα ενδοξότερα από τα οποία ήταν οι: Χάονες, Μολοσσοί, Θεσπρωτοί, Ορέσται, Αίθικες, Αθαμάνες, Αμφίλοχοι, Αγραίοι, Τυμφαίοι, Παρωραίοι, Ατιντάνες. Οι Κασσωπαίοι, ηπειρωτικό φύλο, κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών, αρχικά κατοικούσαν σε μικρές ατείχιστες κώμες στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Αποσπάστηκαν από την κυριαρχία των Θεσπρω- τών στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και δημιούργησαν το δικό τους, ανεξάρτητο κράτος, με πρωτεύουσα την Κασσώπη, την οποία συνοίκησαν κατά το α' μισό του 4ου αιώνα π.Χ.

Οι Κασσωπαίοι κατοικούσαν σε μια εκτεταμένη περιοχή που εκτεινόταν μεταξύ του Αμβρακικού Κόλπου (νότια) και του Ιονίου πελάγους (δυτικά), ανάμεσα στους ποταμούς Αχέροντα (βόρεια) και Λούρου (ανατολικά). Η χώρα τους περιελάμβανε μεγάλη ορεινή ενδοχώρα, εύφορες πεδιάδες που έφθαναν έως τις ακτές του Ιονίου και τις πλούσιες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, που παρείχαν αφθονία αγαθών στους κατοίκους. Ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, εξερευνητής του 6ου αιώνα π.Χ., γράφει στο έργο του Περίπλους:

'' Ἡ Κασσωπαία ῆτο ἐθνότης ἐγκατεστημένη νοτίως τῆς Θεσπρωτίας καί παροικοῡσαν δέ οὓτοι ἔως τόν Ανακτόριον Κόλπον (εννοεί Αμβρακικό). Παράπλους δέ ἐστί τῆς Κασσωπαίας χώρας ἣμισυ ἡμέρες''. Ο Στράβων στα Γεωγραφικά θεωρεί τους Κασσωπαίους Θεσπρωτούς Ηπειρώτες και γράφει: ''Χάονες μέν οὗν καί Θεσπρωτοί καί μετά τούτων ἐφεξῆς Κασσωπαίοι, και οὐτοι δ’ εἰσί τήν ἀπό Κεραυνίων ὀρέων μέχρι του Αμβρακικού Κόλπου παραλίαν νέμονται χώραν εὐδήμονα ἒχοντες''.

Για την πρωτεύουσα του κράτους τους είχαν επιλέξει μια φυσικά οχυρή και στρατηγική θέση, από την οποία έλεγχαν το δρόμο που διέσχιζε την περιοχή στον άξονα βορρά - νότου και εκείνον που ένωνε την ενδοχώρα με τα παράλια. Κατά μια άποψη η πόλη κτίσθηκε σε θέση στην οποία πιθανόν προϋπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός από γηγενείς Ηπειρώτες Θεσπρωτούς, με σκοπό να προστατευθεί η εύφορη πεδιάδα του δυτικού τμήματος της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας Πρέβεζας από τις βλέψεις των Ηλείων εποίκων. Η Κασσώπη είναι λοιπόν χτισμένη σε οροπέδιο, στις νότιες πλαγιές του Ζαλόγγου, σε υψόμετρο 550 ως 650 μέτρα δυτικά του βράχου και της ιστορικής Μονής του Ζαλόγγου.

Από τις γραπτές αρχαίες πηγές είναι γνωστό ότι κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Ηλείοι είχαν εγκαταστήσει στην Κασσωπαία τέσσερις αποικίες, την Πανδοσία στο Καστρί του Αχέροντα, την Ελάτρεια στον Παλιορόφορο, τις Βατίες στο Ριζοβούνι και το Βουχέτιον ή Βούχετα στο κάστρο των Ρωγών. Οι αποικίες αυτές ήταν χτισμένες σε επίκαιρα σημεία κοντά στη θάλασσα ή στις όχθες του Αράχθου, του Λούρου και του Αχέροντα, οι οποίοι είναι πλωτοί στον κάτω ρου. Έτσι οι άποικοι έλεγχαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της εύφορης Κασσωπαίας και της Ηπείρου γενικότερα.

Εικάζεται πως ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους αποίκους που κατείχαν τις πιο εύφορες πεδιάδες και τα λιμάνια θα σημειώνονταν συχνά συγκρούσεις, κυρίως από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και μετά. Για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν να περιτειχίσουν τις τρεις από τις τέσσερις αποικίες τους κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή την Πανδοσία, την Ελάτρεια και το Βουχέτιο. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τα Ηπειρωτικά φύλα τάχθηκαν με το μέρος της Αθήνας και εναντίον της συμμαχίας Σπάρτης Κορίνθου. Στην περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου και στα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος στην οικιστική των πόλεων.

Η αρχαία παράδοση αποδίδει αυτή την αλλαγή και τη μεγάλη ανάπτυξη στο βασιλιά των Μολοσσών Θαρύπα, που πήρε το μέρος των Αθηναίων. Μέχρι τότε τα κυριότερα ηπειρωτικά φύλα ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Το έργο του Θαρύπα συνέχισε ο βασιλιάς Αλκέτας, του οποίου η κυριαρχία εκτεινόταν από το Βουθρωτό μέχρι τον Αμβρακικό και το κράτος του είχε διέξοδο προς το Ιόνιο. Ο Αλκέτας, μετά την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέφυγε στη Σικελία και επανήλθε στο θρόνο του το 385 π.Χ. με τη βοήθεια του τυράννου των Συρακουσών Διονύσιου. Γύρω στο 385 π.Χ. δημιουργήθηκε το Κοινό των Μολοσσών.

Γεωγραφικοί και ιστορικοί λόγοι έφεραν τους Κασσωπαίους να έχουν στενότερες πολιτικές σχέσεις με το ισχυρότερο φύλο της αρχαίας Ηπείρου, τους Μολοσσούς, και να μοιράζονται την ίδια τύχη. Ο Λούρος αποτελούσε το φυσικό όριο μεταξύ Κασσωπαίας και Μολοσσίας. Η κοιλάδα του αποτελούσε βασική οδό συνδέσεως των παραλίων του Αμβρακικού με το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Για το λόγο αυτό σειρά οχυρωμένων οικισμών και φρουρίων, από τις πηγές του ποταμού μέχρι τις εκβολές, του εξασφάλιζαν την αμυντική του θωράκιση. Στο Κοινό των Μολοσσών, επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς τους, συμμετείχαν δεκαπέντε μικρά φύλα τα οποία εκπροσωπούσαν ετήσιοι άρχοντες.


Η οργάνωση του Κοινού είχε δημοκρατική χροιά, αφού ο αντιπρόσωπος του κάθε φύλου είχε δικαίωμα ψήφου και οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία. Το κάθε φύλο διατηρούσε την αυτοτέλειά του και είχε το δικό του Κοινό για την αντιμετώπιση των εσωτερικών του ζητημάτων. Το 375 π.Χ. οι Μολοσσοί προσχώρησαν στη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β', που είχε νυμφευτεί την ηπειρώτισσα πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, σε συμφωνία με τους Ηπειρώτες Μολοσσούς, το 342 π.Χ. κυρίευσε την Κασσώπη, την Πανδοσία, το Βουχέτιον, τις Βατίες, και την Ελάτρεια, και τις παρεχώρησε ως δώρο στο βασιλιά των Μολοσσών Αλέξανδρο Α', αδελφό της συζύγου του Μυρτάλης - Ολυμπιάδας.

Την ίδια περίοδο ο Φίλιππος επέβαλε την κυριαρχία του στις αποικίες των Ηλείων Βουχέτιον, Πανδοσία και Ελάτεια, καθώς και στην Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων. Μετά την υποταγή των Ηλειακών αποικιών, η βόρεια Κασσωπαία, την οποία ήλεγχαν οι Ηλείοι άποικοι έως το 343 - 342 π.Χ., περιήλθε στους Κασσωπαίους. Μαζί της φυσικά και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της βόρειας Κασσωπαίας, της περιοχής βόρεια του Ζαλόγγου, την οποία διατρέχουν δύο εύφορες πεδιάδες, της Αχερουσίας στον κάτω ρου του Αχέροντα και του Λούρου Θεσπρωτικού.

Η οικονομική της ευρωστία συνδέεται και με τα δύο σημαντικά της λιμάνια, ο Γλυκύς Λιμήν ή Ελεάς Λιμήν (σημερινή Αμμουδιά) και το λιμάνι στην περιοχή του Βουχετίου στον Αμβρακικό. Αυτές οι πολιτικές και οικονομικές αλλαγές επέφεραν την έντονη αστικοποίηση του πληθυσμού, όπως προκύπτει από τις μετακινήσεις των ορεινών κτηνοτροφικών πληθυσμών προς τους πλούσιους πλέον βοσκοτόπους της Πανδοσίας και του Βουχετίου, στην περιοχή του Ιονίου και του Αμβρακικού, όπου διαχείμαζαν και διαχειμάζουν ως σήμερα οι κτηνοτρόφοι της Πίνδου.

Η ανάπτυξη των παραλιακών οικισμών και η ίδρυση νέων, όπως στον κόλπο της Ελέας (Αμμουδιά) στους Υστεροκλασικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, εξηγεί τη στροφή των Κασσωπαίων προς τη θάλασσα. Οι ευλίμενες ακτές της Ηπείρου κατείχαν επίκαιρες θέσεις για την επικοινωνία με την Ιταλία δια μέσου της Κέρκυρας, και διευκόλυναν το διαθαλάσσιο εμπόριο με τις δυτικές ακτές της Ελλάδας και της Ιλλυρίας. Το Κοινό των Μολοσσών μετεξελίσσεται γύρω στο 330 - 325 π.Χ. σε έναν ευρύτερο σχηματισμό, την Ηπειρωτική Συμμαχία, το νέο ομοσπονδιακό κράτος που συγκροτήθηκε από πολυώνυμα Ηπειρωτικά φύλα στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ.

Και παρέμεινε στη Μακεδονική σφαίρα επιρροής, για να καταλήξει στο Κοινό των Ηπειρωτών (233 - 232 - 168 π.Χ.). Στην εποχή της Ηπειρωτικής Συμμαχίας αναδεικνύεται η εξαιρετική μορφή του βασιλιά Πύρρου, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 296 π.Χ.. Διάδοχος του Πύρρου ήταν ο γιος του Αλέξανδρος Β' και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η δύναμη των Μολοσσών μεταξύ των ηπειρωτικών φύλων μειώθηκε κατά πολύ. Το 234 - 233 π.Χ. καταλύθηκε η βασιλεία και στο κράτος των Μολοσσών. Η έδρα της Συμμαχίας με- ταφέρθηκε από την Πασσαρώνα στη Φοινίκη της Χαονίας.

Αυτό ήταν ενδεικτικό της ανόδου του ρόλου των Χαόνων και των Θεσπρωτών στο πλαίσιο της ομοσπονδίας των Ηπειρωτικών φύλων, που από το 233 π.Χ. μετονομάστηκε σε Κοινό των Ηπειρωτών. Την εποχή του Α' και Β' Μακεδονικού Πολέμου (215 - 205 και 200 - 197 π.Χ.) μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων, οι Ηπειρώτες συμμαχούν με τους Μακεδόνες στο πλευρό του Φιλίππου Ε'. Κατά τη διάρκεια του Γ' Μακεδονικού Πολέμου (171 - 168 π.Χ.), η Θεσπρωτία και ολόκληρη η βορειοδυτική Ήπειρος με την Ιλλυρία υπήρξαν θέατρο διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών μεταξύ Ρώμης και Μακεδονίας, για τον προσεταιρισμό της περιοχής εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης.

Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση του Κοινού των Ηπειρωτών σε φιλορωμαϊκό και φιλομακεδονικό κόμμα. Η διάσπαση του Κοινού πιστοποιείται και από την έκδοση χάλκινου κοινού νομίσματος, δύο χρόνια πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, που φέρει στις δύο όψεις τα εθνικά ονόματα ΚΑΣΣΩΠΑΙΩΝ / ΜΟΛΟΣΣΩΝ και δηλώνουν τη σύναψη συμπολιτείας μεταξύ των δύο φύλων, μετά τη διάσπαση του Κοινού. Πολλά Ηπειρωτικά φύλα, παρ' όλη τη διάσπαση και τις εσωτερικές έριδες, πολεμούν τους Ρωμαίους με φανατισμό στο πλευρό του βασιλιά Περσέα, του οποίου η συντριβή στην Πύδνα το 168 π.Χ. από το Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο σήμανε και την υποδούλωση της Ηπείρου.

Το κέντρο της Κασσωπαίας ήταν η καρδιά της πολιτικής ζωής των Κασσωπαίων και εκεί λαμβάνονταν οι αποφάσεις της πόλης-κράτους. Οι κυριότεροι αστικοί οικισμοί, η Πανδοσία, η Ελάτρεια, η Βατία, το Βουχέτιον βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα και μπορούσαν σχετικά εύκολα να μεταβαίνουν όλοι οι πολίτες των οικισμών στο πολιτικό αυτό κέντρο για τη συμμετοχή τους στα κοινά. Η Κασσώπη, μοναδική σε φυσική ομορφιά Ελληνική πόλη των Υστεροκλασικών χρόνων, έζησε σε ευημερία ως το 168 π.Χ..

Μετά από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, με δόγμα της ρωμαϊκής Συγκλήτου, εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου καταστράφηκαν, οι περισσότερες των Μολοσσών, και χιλιάδες άνθρωποι οδηγήθηκαν ως δούλοι στη Ρώμη. Οι κυριότερες πόλεις της Μολοσσίας, το Όρραον, η Πασαρώνα, η Τέκμονα και η Φυλάκη, οι οποίες δεν παραδόθηκαν αμέσως στους Ρωμαίους, αλλά πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Την ίδια τύχη είχαν και οι Κασσωπαίοι. Τα τείχη και τα σπίτια τους κατεδαφίστηκαν, το καταγώγιο και το πρυτανείο πυρπολήθηκαν.

Σημειώνει ο Στράβων, που επισκέφτηκε την Ήπειρο αργότερα, «το πλείστο της χώρας είναι έρημο και μάλιστα οι κατοικίες και οι πόλεις έχουν αφανιστεί τόσο ώστε να μην είναι δυνατό να τις αναγνωρίσει κανείς». Μετά το 167 π.Χ. σημειώνεται αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής, η οποία συνδέεται με την προνομιακή μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι Ρωμαίοι στους γηγενείς φίλους και συμμάχους τους. Σε αυτούς περιέρχονται οι περιουσίες των εκδιωχθέντων αντιπάλων του καθεστώτος. Η πολιτική αυτή παγιώνεται μετά το 148 π.Χ., όταν ανασυστήνεται το Κοινό των Ηπειρωτών υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων.


Κατά την περίοδο αυτή (τέλη 2ου και 1ου αιώνα π.Χ.) εικάζεται και η διαμόρφωση σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών μεταβολών στην Κασσώπη και στην ευρύτερη περιοχή, με σοβαρές δημογραφικές συνέπειες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ των άλλων και με την επιστράτευση των Κασσωπαίων από τους Ρωμαίους με σκοπό την καταστολή της επανάστασης του Αριστονίκου στη Μ. Ασία το 133 - 129 π.Χ. Μετά την καταστροφή της πόλης από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., καθώς και τη συστηματική εγκατάλειψή της στο τέλος του 1ου αιώνα, ο χώρος δεν κατοικήθηκε πάλι και χρησιμοποιήθηκε μόνο για καλλιέργεια αμπελιών και για βοσκή.

Μέρος από το οικοδομικό υλικό των ερειπίων της πόλης χρησιμοποιήθηκε για τη διαμόρφωση ανδήρων και την κατασκευή πρόχειρων ποιμενικών εγκαταστάσεων από τους κτηνοτρόφους της περιοχής. Επιπλέον, η αρχαία πόλη λεηλατήθηκε από τους αρχαίους έως και τους Νεότερους χρόνους και ιδιαίτερα τα έργα τέχνης που ήταν τοποθετημένα στην αγορά, όπως μαρτυρούν τα βάθρα μπροστά από τη βόρεια και τη δυτική στοά. Ενδείξεις για εκ νέου κατοίκιση του χώρου προέρχονται μόνο από την περιοχή εκτός των τειχών, εντός του σύγχρονου χωριού Καμαρίνα, όπου εντοπίσθηκαν Ρωμαϊκά κτίσματα και μεταγενέστεροι τάφοι.

Η σημασία της θέσης κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους υποδηλώνεται και από την ανεύρεση κυλινδρικής στήλης, μιλιάριο, που μαρτυρεί τη διέλευση Ρωμαϊκού δρόμου που οδηγούσε πιθανόν από τις υπώρειες του Ζαλόγγου προς την κοιλάδα του Αχέροντα. Κορυφαίο γεγονός για την οικιστική εξέλιξη της Ηπείρου κατά τους δύο τελευταίους Προχριστιανικούς χρόνους δεν υπήρξε η κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, αλλά η ίδρυση της Νικόπολης. Μετά την καταστροφή του 167 π.Χ. η Κασσώπη κατοικήθηκε ξανά από τους επιζήσαντες κατοίκους που επισκεύασαν πρόχειρα ένα μέρος από τα ερειπωμένα σπίτια.

Η ευρύτερη όμως περιοχή της Κασσωπαίας είχε προσελκύσει την προσοχή των Ρωμαίων αποίκων και στις ακτές της χτίστηκε από τον Οκταβιανό η Νικόπολη, η οποία, μερικά χιλιόμετρα νοτιότερα, θα συνεχίσει το ρόλο της Κασσώπης σε οικουμενική πλέον κλίμακα. Όπως προκύπτει από τις ανασκαφικές έρευνες στην Ήπειρο, στο συνοικισμό της Νικόπολης συμμετείχαν αναγκαστικά και κάτοικοι από πόλεις της Μολοσσίας, της Κασσωπαίας και της Θεσπρωτίας, δηλαδή ενός ευρύτατου γεωγραφικού χώρου που ξεπερνούσε κατά πολύ τη ζώνη του Αμβρακικού Κόλπου που αποτελούσε τον πυρήνα του χώρου της Νικόπολης.

Η μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών προς τη Νικόπολη οδήγησε, από τη μια, στη δημιουργία μιας εκτεταμένης επικράτειας και, από την άλλη, συνετέλεσε στη δημογραφική και οικιστική υποβάθμιση των περιοχών που συνεισέφεραν στο συνοικισμό, καθώς και στην πολιτική τους μείωση. Ο χώρος και τα αρχαία ερείπια διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση, αφού το νεότερο χωριό της Καμαρίνας, χτίστηκε 2 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κασσώπης, κοντά σε άφθονες πηγές. Η διατήρηση των ερειπίων δεν είναι ανάλογη των λιθόκτιστων οικιών του Ορράου, δεδομένου ότι τα οικοδομήματα είχαν επιμελημένη πολυγωνική λιθοδομή μόνο στο κατώτερο τμήμα και το ανώτερο ήταν φτιαγμένο από ωμές πλίνθους, οπτοπλίνθους και ξυλοδεσιές.

Το υλικό της ανωδομής των κτιρίων κατά τις διάφορες οικοδομικές φάσεις, μαζί με τις βαθιές επιχώσεις κατασκευής και χρήσης τους, που φτάνουν τα 2 μέτρα στις επίπεδες εκτάσεις, δημιούργησαν μια πλούσια αρχαιολογική στρωματογραφία, από την οποία συνάγονται ασφαλή στοιχεία για την ανασύσταση της εικόνας της πόλης. Τα ερείπια επισκέφθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα Ευρωπαίοι και Έλληνες περιηγητές, μεταξύ αυτών ο Leake, ο οποίος είδε την περιοχή το έτoς 1805, και ήταν ο πρώτος που ταύτισε τα ερείπια με την αρχαία Κασσώπη. Από τον ίδιο δημοσιεύθηκε το 1835 μια κατατοπιστική περιγραφή της αρχαίας πόλης και το πρώτο σκαρίφημα της περιοχής.

Στην αρχαία Κασσώπη αναφέρονται και μεταγενέστεροι συγγραφείς περιηγητές, όπως ο Γερμανός Conrad Bursian (1830 - 1883) που γράφει πως «η Κασσώπη είναι κτισμένη σε μια φυσική οχυρή θέση, κάτω από βραχώδη έξαρση». Επίσης, κατά τον Γάλλο Pouqueville, «το έδαφος είναι καλυμμένο από ερείπια, παρουσιάζει ακόμη σημαντικό ενδιαφέρον, εξαιτίας της διατήρησης κάποιων συνοικιών των οποίων οι κατοικίες είναι αρκετά αναγνωρίσιμες, για να μάθουμε το σχέδιο αυτής της πολιτείας, το μήκος και την κατεύθυνση των δρόμων της, τη θέση και το συγκριτικό μέγεθος των δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων, των οποίων η εξέταση παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον όσο εκείνη της Πομπηίας και του Ερκουλάνου».

Τον επόμενο αιώνα, το 1967, επισκέφθηκε τον χώρο και περιέγραψε την πόλη ο N. Hammond. Η σημασία των ανασκαφικών ερευνών για τη μελέτη της αρχαίας Ελληνικής πόλης και οικίας οδήγησε τον Σ. Δάκαρη να διεξάγει συστηματική ανασκαφή από το 1952 έως το 1955, υπό την αιγίδα και με δαπάνες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Από τις έρευνες εκείνες διαπιστώθηκε ότι η πόλη είχε χτιστεί στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. σύμφωνα με το γνωστό Ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο. Στο κέντρο της πόλης εντοπίσθηκε ένα μεγάλο οικοδόμημα το οποίο ο αρχαιολόγος ταύτισε με το αρχαίο καταγώγιον, δηλαδή με το δημόσιο ξενώνα στον οποίο διέμεναν οι ξένοι φιλοξενούμενοι της πόλης.

Σύμφωνα με τον κατάλογο των θεωροδόκων της Επιδαύρου (360 - 355 π.Χ.) και τις ανασκαφικές έρευνες, τα νομίσματα και την κεραμική, κυρίως όστρακα και πήλινα λυχνάρια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., προερχόμενα από το κατώτερο στρώμα του οικισμού, την τεχνική οργάνωση του πολυγωνικού περίβολου χωρίς πυργοειδείς κατασκευές και, επιπλέον, κάποια ανθεμωτά μέτωπα ηγεμόνων καλυπτήρων από το καταγώγιο τοποθετούν το συνοικισμό της Κασσώπης στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανότερα δε στο δεύτερο τέταρτο, όταν πλέον η Σπάρτη έπαυσε να ελέγχει την πολιτική κατάσταση στην Ήπειρο.

Μετά την άνοδο στο θρόνο της Μολοσσίας του Αλκέτα (385 - 370 π.Χ.), ο οποίος το 375 προσχώρησε στη Β'Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 1977 ο Δάκαρης επανέλαβε την ανασκαφική έρευνα στην Κασσώπη, όπου πλέον εκτός από την Αρχαιολογική Εταιρεία συνεργάσθηκαν το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Η σημασία της Κασσώπης αρχίζει να αναφαίνεται στον 4o αιώνα π.Χ., οπότε και φτάνει στο απόγειο της ακμής της παράλληλα με την κοντινή πόλη Αμβρακία από την οποία απέχει μόλις 50 χιλιόμετρα. Μια σημαντική αλλαγή στην οικιστική οργάνωση της Ηπειρωτικής ενδοχώρας συντελέστηκε με την ανίδρυση οχυρωμένων εγκαταστάσεων, των ακροπόλεων.


Κτισμένες σε υψώματα στρατηγικής σημασίας, οι ακροπόλεις περιέβαλαν και επόπτευαν τις πολύτιμες παραγωγικές πεδιάδες που αντιστοιχούσαν κατά περίπτωση στην περιφέρεια ενός ή περισσότερων Ηπειρωτικών εθνών. Μετά την ίδρυση της πόλης με συνοικισμό, η Κασσώπη λειτουργούσε ως πόλις-κράτος ομοσπονδίας κωμών. Η Κασσωπαία είναι η πιο εύφορη και ευνοημένη γεωγραφικά περιοχή της αρχαίας Ηπείρου. Τα λιμάνια της με τα γειτονικά νησιά διευκόλυναν τη θαλάσσια επικοινωνία με τις ακτές της Ιλλυρίας και της δυτικής και βόρειας Ελλάδος, με τη Μεγάλη Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου έως τις ακτές της Μ. Ασίας.

Χάρη στη στρατηγική της θέση απέκτησε οικονομική δύναμη με την αλιεία, το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα γεωργικά προϊόντα της εύφορης πεδιάδας των παραλίων της Πρέβεζας και του Αχέροντα. Πέραν αυτού η περιοχή είχε πολλά δάση και με την ξυλεία της κατασκευάζονταν πλοία μέχρι και τον 19ο αιώνα. Ο περιηγητής Κυριάκος Αγκωνίτης γράφει πως το έτος 1435 που επισκέφθηκε την Κασσώπη «βρήκε ένα μεγάλο δάσος από βελανιδιές και χρυσόξυλο», ένα είδος πουρνάρι από το οποίο με κατεργασία έπαιρναν το πρινοκόκι, βαφή της υφαντουργίας. Βαθμιαία, αναπτύχθηκαν και βιοτεχνικές δραστηριότητες με επικρατέστερες την κεραμική, την υαλουργία και την επεξεργασία της πορφύρας.

Οι ανασκαφές στον πειόσχημο ταφικό περίβολο στο Μιχαλίτσι Πρέβεζας, που ανήκε σε παρακείμενη σημαντική κώμη των Κασσωπαίων, ίσως επίνειο της Κασσώπης, του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., αποκαλύπτουν έναν οικονομικά εύπορο πληθυσμό και πολιτισμικά προηγμένο: κοσμούσε τους τάφους με μαρμάρινα αγάλματα, ερυθρόμορφα αττικά αγγεία και πολύτιμα προϊόντα μικροτεχνίας. Η έντονη αστικοποίηση της περιοχής και η άνθηση της Κασσώπης κατά τη διάρκεια του 3ου και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οδήγησαν στη συγκρότηση μιας ομοσπονδίας με το όνομα Κοινό των Κασσωπαίων.

Σ' αυτήν συμμετείχαν και τα αστικά κέντρα της Κασσωπαίας, δηλαδή οι αποικίες Βουχέτιο, Πανδοσία και Ελάτρια, διατηρώντας την αυτονομία τους. Η μεγάλη ακμή είχε σημειωθεί κατά τον 3ο αιώνα, μετά την υποταγή των Ηλειακών αποικιών, κυρίως στους χρόνους του Κοινού των Ηπειρωτών (234 / 3 - 168 / 7), που συνέπεσε με τη γενικότερη ανάπτυξη της Ηπείρου και των τειχισμένων οικισμών. Στους χρόνους αυτούς πρέπει να χρονολογηθεί και το σχέδιο της πόλης, διότι, όπως βεβαιώνεται από τις ανασκαφές, το πολεοδομικό σχέδιο του 3ου αιώνα π.Χ. ακολουθεί το παλαιότερο του 4ου αιώνα π.Χ. και συνδέεται οργανικά με τον αμυντικό περίβολο.

Τα μεγάλα δημόσια κτήρια, εκτός του πρυτανείου, η μνημειακή διαμόρφωση της πολιτικής αγοράς της Κασσώπης και η ανοικοδόμηση των σπιτιών ανάγονται στους χρόνους αυτούς. Η πολιτική αγορά στη νοτιοανατολική γωνία της πόλης, απέκτησε σταδιακά αρχιτεκτονική μορφή. Προς τα δυτικά υπήρχαν το πρυτανείο και η δωρική στοά. Τη βόρεια πλαισίωση της αγοράς αποτελούσε η Δωρική στοά και πίσω από αυτήν ακολουθούσε μεγάλο οικοδόμημα που είχε την κάτοψη μνημειακής οικίας με περίστυλη αυλή στο κέντρο, γνωστό ως καταγώγιον. Βάθρα και εξέδρες ανδριάντων πλαισίωναν τη βόρεια και δυτική στοά.

Η πλαισίωση της Αγοράς με στωικά κτίρια και η σύνδεσή της με την κεντρική οδική αρτηρία, τα ποικιλόμορφα τιμητικά μνημεία και τα δημόσια οικοδομήματα, όπως το βουλευτήριο και το πρυτανείο απαντώνται και σε άλλες ηπειρωτικές πόλεις. Στη νοτιο-ανατολική πλευρά της αγοράς ένα θεατρικό οικοδόμημα, πιθανολογείται ως βουλευτήριο ή ωδείο, φιλοξενούσε τις συνεδριάσεις της βουλής και του δήμου παράλληλα με τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η χωροθέτηση του μικρού θεάτρου ή ωδείου απέναντι από το Πρυτανείο και το λεγόμενο τέμενος με τους τρείς βωμούς, ανάμεσά τους και ο βωμός του Σωτήρος, συνιστούσε το ανατολικό πέρας της πολιτικής αγοράς.

Την κάτοψη και ονοματοδοσία των μνημείων της Κασσώπης μας δίνει η αναπαράσταση των Γερμανών αρχαιολόγων W. Hoepfner - E.L. Schwandner. Η Κασσώπη είναι σήμερα από τους πλέον εντυπωσιακούς αρχαιολογικούς χώρους της Περιφερειακής Ενότητας Πρέβεζας. Υπάρχουν εδώ κυκλώπεια τείχη βορείως και εντός του πολεοδομικού ιστού. Μέσα στο πολυγωνικό τείχος της αρχαίας Κασσώπης, πρωτεύουσας της Κασσωπαίας, πάχους περίπου 3,50 μ., υπήρχαν περίπου 600 διώροφα σπίτια, μέσα σε οικόπεδα των 230 μ2. Όλα διέθεταν μεσημβρινό προσανατολισμό και άρτια κατασκευή και λειτουργικότητα, με κοινό αποχετευτικό διάδρομο και εκπληκτικής κατασκευής σκεπασμένο υπόνομο.

Το εξαίρετο αποχετευτικό της σύστημα αφορούσε, τόσο τα λύματα, όσο και τα όμβρια ύδατα. Ήταν κτισμένη κατά το Ιπποδάμειο σύστημα και διέθετε είκοσι παράλληλους δρόμους, τους «στενωπούς», πλάτους 4,20 μ., που μεταξύ τους απείχαν 30 μ., και διασταυρώνονταν με τους πλατύτερους δρόμους, τις «πλατείες», πλάτους 6 μ., σχηματίζοντας εξήντα περίπου οικοδομικά τετράγωνα. Το εμβαδόν της Κασσώπης εντός του οικιστικού χώρου της είναι 300 στρέμματα και υπάρχουν άλλα 370 στρέμματα που κατοικούνταν εκτός των τειχών. Ο πληθυσμός της πόλης υπολογίζεται στα 5.000 10.000 άτομα.

Η διαμόρφωσή της επηρεάστηκε από το παλαιότερο πρότυπο πόλεως στην περιοχή, από τη γειτονική Αμβρακία. Οι οικονομικές και πολιτισμικές σχέσεις της Κασσώπης με τις άλλες Ελληνικές πόλεις, με τα Κοινά, τα Ελληνικά αλλά και τα βαρβαρικά φύλα τεκμηριώνονται κυρίως μέσω της μελέτης των νομισμάτων που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Κασσώπης. Η έναρξη της νομισματοκοπίας συμπίπτει με τα χρόνια της ανάμειξης του Φιλίππου Β' στα ηπειρωτικά θέματα (342 π.Χ.). Τα περισσότερα χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, την εγκατάλειψη της Κασσώπης, και την εποχή του Αυγούστου.

Ελάχιστα χρονολογούνται στο 2ο, 3ο και 4ο αιώνα μ. Χ.. Προέρχονται από διάφορες περιοχές της Κασσωπαίας, από το φύλο των Μολοσσών, από Κόρινθο, Κέρκυρα, Λευκάδα, Μεδεώνα, Άργος Αμφιλοχικό και Ισταία, Φλιούντα, Λάρισα, Φάρσαλα. Φέρουν εικονογραφήσεις των βασιλέων Φιλίππου Β', Αλεξάνδρου Γ' της Μακεδονίας, Αντιγόνου Γονατά, Πύρρου, Περσέως, Βαλλαίου Β'. Στις πλέον διαδεδομένες παραστάσεις νομισμάτων απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο η προστάτιδα της Κασσώπης Αφροδίτη, ως πυργοστεφής, και στον οπισθότυπο συσπειρωμένο φίδι ή το ιερό περιστέρι μέσα σε δάφνινο στεφάνι.


Ο Franke υποστήριξε ότι οι Κασσωπαίοι έκοψαν τα πρώτα τους νομίσματα μετά την υποταγή των ηλειακών αποικιών από τον Φίλιππο Β' (343 - 342 π.Χ.) και πριν τη σύσταση της Ηπειρωτικής Συμμαχίας, την οποία τοποθετεί μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Α' του Μολοσσού στην Κάτω Ιταλία (331 π.Χ.). Αργότερα, ως μέλη της Συμμαχίας, οι Κασσωπαίοι σταμάτησαν να κόβουν ξεχωριστό νόμισμα, διότι χρησιμοποιούσαν το νόμισμα της Συμμαχίας. Το νομισματικό εργαστήριο της Κασσώπης επαναδραστηριοποιήθηκε έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, με την κοπή αργυρών και χαλκών νομισμάτων.

Οι πλέον συνήθεις παραστάσεις αποδίδουν την Αφροδίτη στον εμπροσθότυπο και στην οπίσθια όψη τη μυστική κίστη, κάλαθο από την οποία εξέρχεται όφις. Συχνά φιλοτεχνείται η μορφή του Διός που συνοδεύεται από τον αετό επί κεραυνού. Από την πρώτη περίοδο της νομισματοκοπίας ανέγραφαν, εκτός από το εθνικό τους όνομα, και ονόματα υπαλλήλων που ήταν υπεύθυνοι για την εύρυθμη λειτουργία της διαδικασίας παραγωγής νομισμάτων. Την περίοδο του Κοινού των Ηπειρωτών η Κασσώπη έκοψε δικό της νόμισμα κυρίως αργυρό, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι Κασσωπαίοι είχαν αποσπαστεί από το Κοινό των Ηπειρωτών στο τέλος του 3ου αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.

Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το ψήφισμα της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, στο οποίο οι Κασσωπαίοι αποφασίζουν χωριστά και ανεξάρτητα από το Κοινό των Ηπειρωτών. Ενδεχομένως, με την κοπή του δικού τους αργυρού νομίσματος κάλυπταν τις ανάγκες του ακμάζοντος εξωτερικού εμπορίου, αφού είχαν λάβει την έγκριση του Κοινού των Ηπειρωτών. Στην υπόθεση αυτή οδηγούμαστε επειδή στις αργυρές εκδόσεις χρησιμοποιούν τα σύμβολα του Κοινού: κεφαλή του Δωδωναίου Δία με στεφάνι δρυός στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο αετό επάνω σε κεραυνό, το εθνικό όνομα ΚΑΣΣΩΠΑΙΩΝ, και ολόκληρο το σύνολο μέσα σε στεφάνι βαλανιδιάς.

Από το σύνολο των εννέα νομισματικών ομάδων που ταξινομήθηκαν, σύμφωνα με διασταυρώσεις μητρών, διαπιστώθηκε μια μεγάλη παραγωγή νομισμάτων χωρίς χρονικά χάσματα, από το 342 - 330 π.Χ., και στη συνέχεια από το 233 - 195 π.Χ. Από τις εννέα ομάδες των νομισμάτων που έκοψαν οι Κασσωπαίοι, οι επτά (I - VII) είναι αργυρές, ενώ οι δύο (VIII - IX) είναι χαλκές. Μια ακόμη ομάδα χάλκινου νομίσματος, που κόπηκε για σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη διάσπαση του Κοινού των Ηπειρωτών (170 - 168 π.X.), φέρει στις δύο όψεις του νομίσματος τα εθνικά ΚΑΣΣΩΠΑΙΩΝ / ΜΟΛΟΣΣΩΝ, που δηλώνουν τη σύναψη συμπολιτείας των δύο φύλων μετά τη διάσπαση του Κοινού, δύο χρόνια πριν τη Ρωμαϊκή κατάκτηση.

Στο ψήφισμα της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, που χρονολογείται αμέσως μετά το 206 π.Χ., καθώς και σε άλλα ψηφίσματα που βρέθηκαν στην Κασσώπη, το Κοινό των Κασσωπαίων αποφασίζει χωριστά από το Κοινό των Ηπειρωτών να συμμετάσχει στους πεντετηρικούς αγώνες προς τιμήν της Άρτεμης Λευκοφρυηνής της Μαγνησίας και να ανανεώσει την παλιά φιλία και οικειότητα. Η ενέργεια αυτή των Κασσωπαίων έδωσε αφορμή να διατυπωθεί η άποψη ότι το Κοινό των Κασσωπαίων στο τέλος του 3ου και τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. είχε αποσπασθεί από το κοινό των Ηπειρωτών και ενεργούσε χωριστά. Δεν προκύπτει αν οι Κασσωπαίοι της επιγραφής είναι οι κάτοικοι της πόλης Κασσώπης ή οι κάτοικοι της Κασσωπαίας.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, βεβαιώνεται ότι η πόλη των Κασσωπαίων παίρνει αποφάσεις, συντάσσει ψηφίσματα, και επομένως είναι μία πόλη-κράτος, η οποία εκδίδει νομίσματα με το εθνικό της πόλης ΚΑΣΣΩΠΑΙΩΝ, δηλαδή της Κασσώπης, και όχι με το εθνικό όνομα του φύλου. Από τα αρχαιολογικά και επιγραφικά τεκμήρια, διαπιστώνεται ότι οι Ηπειρώτες υιοθέτησαν τις ολύμπιες θεότητες διατηρώντας τις τοπικές τους λατρείες, δηλαδή παρατηρείται η συνύπαρξη δύο λατρευτικών επιδράσεων, της τοπικής λατρείας και της νοτιοελληνικής που έφθασαν στη χώρα μέσω των αποίκων.

Κύρια θεότητα του οικισμού της Κασσώπης και του φύλου των Κασσωπαίων ήταν η Αφροδίτη. Σ' αυτό συνηγορεί η συχνή απεικόνιση στα νομίσματα της Θεάς με πυργοειδή επίστεψη, καθώς και η ύπαρξη δωρικού περίπτερου ναού του β' μισού του 4ου αιώνα π.Χ., ανατολικά εκτός των τειχών της Κασσώπης που έχει αποδοθεί στη Θεά. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα γίνεται επίσης σαφές ότι ο Ζεύς Σωτήρ ήταν μία από τις κύριες θεότητες της πόλης και ότι η λατρεία του ανάγεται στα χρόνια της ίδρυσης της Κασσώπης. Στο χώρο της aγοράς, σε ενεπίγραφο βωμό με επιγραφή χαραγμένη με μεγάλα γράμματα του 4ου αιώνα π.Χ. γίνεται αναφορά στη λατρεία του Διός Σωτήρα.

Με τη λατρεία του συνδέονται και χάλκινα νομίσματα των Κασσωπαίων του 342 - 340 π.Χ. που φέρουν βουκράνιο στον εμπροσθότυπο και φίδι στον οπισθότυπο. Τα σύμβολα που απεικονίζονται στα νομίσματα και τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν την άποψη ότι πρόκειται για τις δύο κύριες λατρείες που ανήκουν στις δημόσιες λατρείες. Σε μικρότερη επίσης κλίμακα μαρτυρείται η λατρεία του Διονύσου. Ο Θεός στα νομίσματα του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. απεικονίζεται γενειοφόρος, ενώ στον οπισθότυπο εικονίζεται αμφορέας μέσα σε στεφάνι κισσού με την επιγραφή «Κασσωπαίων».

Μαρτυρία για τη λατρεία του Δωδωναίου Διός και της Διώνης αποτελούν τα νομίσματα του τέλους του 3ου με αρχές 2ου αιώνα π.Χ., όπου ο Ζευς απεικονίζεται με στεφάνι δρυός στο κεφάλι, ενώ στον οπισθότυπο εικονίζονται τα λατρευτικά σύμβολα που απαντούν και στις κοπές του Κοινού των Ηπειρωτών, δηλαδή ο αετός και ο κεραυνός με την επιγραφή ΚΑΣΣΩΠΑΙΩΝ. Από τα ενεπίγραφα βάθρα που αποκαλύφθηκαν στην πρόσοψη της βόρειας στοάς της αγοράς της πόλης συνάγεται ότι λατρεύονταν και άλλοι θεοί: πρόκειται για εικοσιένα λίθινα βάθρα τα οποία στήριζαν χάλκινους τιμητικούς και κυρίως αναθηματικούς ανδριάντες.

Η λατρεία της Αθηνάς πιθανόν να εισήχθη από τη γειτονική Αμβρακία ή να είναι αποτέλεσμα των πολιτικών φιλικών σχέσεων του φύλου με τους Αθηναίους. Επιγραφικά μαρτυρείται και η λατρεία ηρώων, όπως του προγονικού ήρωα Ηρακλή, τον οποίο προσαγορεύουν Σωτήρα, προσωνυμία που αποδίδεται στον Ηρακλή ως προστάτη των πολεμικών επιχειρήσεων. Στον Άμυμνο, επώνυμο ήρωα του φύλου των Αμύμνων, αποδίδεται το ηρώο ή κενοτάφιο στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, γνωστό με το όνομα «βασιλόσπιτο». Οι Κασσωπαίοι στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. αποτελούσαν μέλη του Κοινού των Μολοσσών και χρησιμοποιούσαν τα νομίσματα που έκοβαν εκείνοι.


Την ίδια περίοδο οι Μολοσσοί επεκτάθηκαν μέχρι τον Αμβρακικό και γειτνίαζαν με τους Κασσωπαίους. Οι στενές σχέσεις των δύο φύλων εξακολούθησαν στα χρόνια της Συμμαχίας των Ηπειρωτών, στην εποχή του Πύρρου και στα χρόνια του Κοινού των Ηπειρωτών, όταν οι Κασσωπαίοι αποτελούσαν μέλη του. Στα τέλη του 3ου με τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., οι Κασσωπαίοι φαίνεται να έχουν αποσπαστεί από το Κοινό των Ηπειρωτών και να έχουν μια σχετική αυτονομία. Δεν υπάρχουν άμεσες μαρτυρίες για την αντιπροσώπευση των κωμών και των αστικών κέντρων της Κασσωπαίας που συμμετείχαν στο ομώνυμο κοινό.

Οι ενδείξεις για τη συμμετοχή των αποικιών στους θεσμούς της πόλης περιορίζονται μόνο στις αναθηματικές επιγραφές που βρέθηκαν στην αγορά της Κασσώπης. Η εικόνα που παρέχουν τα ανασκαφικά δεδομένα και τα νομισματικά σύνολα θα μπορούσε να αποσαφηνισθεί με τη βοήθεια των επιγραφικών μαρτυριών, αν και στις γνωστές μέχρι σήμερα επιγραφές του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται πρόσωπα που είναι αμφίβολο εάν εκπροσωπούν το Κοινό των Κασσωπαίων ή την πόλη της Κασσώπης.

Η ευρύτερη περιοχή της Κασσωπαίας θα προσελκύσει γρήγορα το ενδιαφέρον των ρωμαίων αποίκων στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια, ο ίδιος ο Οκταβιανός θα ιδρύσει στο νοτιότερο τμήμα της τη Νικόπολη, η οποία θα αναλάβει από το 31 π.Χ. τον καίριο ρόλο της Κασσώπης και θα τον επεκτείνει σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Τείχη Κασσώπης

Η Κασσώπη ανήκει στις καλά οχυρωμένες ορεινές πόλεις της Κλασικής Εποχής με οχυρωματικό περίβολο που περικλείει την πόλη και τις δυο ακροπόλεις της. Πρόκειται για τείχη που κατασκευάστηκαν από τοπικό ασβεστόλιθο σύμφωνα με το πολυγωνικό σύστημα, με σκοπό την αμυντική προστασία της από διάφορες επιδρομές και κινδύνους. Για το λόγο αυτό τειχίστηκαν και οι ακροπόλεις, οι οποίες διέθεταν υδατοδεξαμενές, κατασκευασμένες μέσα στους βράχους, όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι σε περιόδους κινδύνου. Στα σημεία που οι βράχοι είναι απότομοι και δε διαθέτουν διόδους εισόδου στην πόλη δεν κατασκευάστηκε τείχος (βορειοδυτική πλευρά).

Αντίθετα στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, όπου το έδαφος ήταν ομαλό κτίστηκε ακόμη και διατείχισμα μπροστά από τον κανονικό οχυρωματικό περίβολο για καλύτερη προστασία και για εμπόδιο στην μεταφορά πολιορκητικών μηχανών κοντά στην πόλη. Τέλος, στην ανατολική πλευρά σώζονται σήμερα μόνο λίγα λείψανα του τείχους. Τα τείχη κατασκευάστηκαν με το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και ήταν πριονωτά, καθώς σε τακτά διαστήματα η μια άκρη δημιουργούσε μύτη που εξείχε από το υπόλοιπο τείχος. Αντίστοιχο παράδειγμα κατασκευής τείχους εμφανίζεται και στην Πριήνη.

Στην Κασσώπη ωστόσο το τείχος δε διέθετε πύργους. Με την επέκταση της πόλης προς τα νοτιοδυτικά τειχίστηκε και αυτό το τμήμα, τα τείχη του οποίου διέθεταν πλέον και πύργους. Στη νότια πλευρά, όπου το τείχος κατασκευάστηκε πάνω σε απόκρυμνους βράχους, διέθετε πάχος 0,80 μ., ενώ στη δυτική πλευρά, όπου ήταν ομαλό το έδαφος, το πάχος του έφτανε στα 3,60 μ. και το ύψος του στα 6 μ. περίπου. Το τείχος διέθετε δυο πλευρές, ενώ το εσωτερικό του ήταν γεμάτο με διαφορετικού μεγέθους πέτρες. Από τις πύλες του οχυρωματικου περιβόλου έχει διατηρηθεί σε σχετικά καλή κατάσταση η δυτική πύλη.

Βρισκόταν περίπου στο ύψος της κεντρικής οδού της πόλης, σχεδόν ένα μέτρο πιο πάνω από αυτή. Παρουσιάζει απλή μορφή ακτασκευής με πλάτος 3 μ. Το στοιχείο που την κάνει ξεχωριστή είναι ότι το άνω τμήμα της αντπυσσόταν σε τόξο. Καθώς η πύλη πρέπει να χτίστηκε πριν το 350 π.Χ. σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα στην περιοχή αυτή, πρόκειται για μια από τις αρχαιότερες τοξοειδείς κατασκευές της Ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Εμπορική Αγορά ή Καταγώγιο

Ένα ψηλό, από μεγάλους πολυγωνικούς λίθους κατασκευασμένο θεμέλιο ενός κτηρίου διατηρείται ως σήμερα και κυριαρχεί στα οικοδομικά λείψανα της Κασσώπης. Πρόκειται για ένα κτίσμα που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη τη βόρεια στοά της αγοράς στο νότιο τομέα της πόλης. Δεν έχουν διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση μόνο τα θεμέλια των δωματίων και στις τέσσερις πλευρές του κτηρίου, αλλά και οι οκτάεδροι πεσσοί του μεγάλου περιστυλίου που διαθέτει το κτίσμα. Ο ρόλος του συγκροτήματος αυτού είναι αμφιλεγόμενος.

Σύμφωνα με την άποψη του ενός από τις τρεις ανασκαφείς της Κασσώπης, του Σ. Δάκαρη, πρόκειται για ένα Καταγώγιο (ένα είδος ξενοδοχείου), όπως αυτό εμφανίζεται σε πολλά ιερά στον Ελληνικό χώρο. Στην αρχική του εκτίμηση πίστευε ότι ήταν το πρυτανείο της πόλης. Αντίθετα, οι δυο Γερμανοί αρχαιολόγοι (W. Hoepfner και E.-L. Schwandner) θεώρησαν ότι το συγκεκριμένο κτήριο απετελούσε την καθαρά εμπορική αγορά της πόλης, λόγω της γειτνίασής του με την κύρια αγορά, αλλά και λόγω ενός αντίστοιχου παραδείγματος που έχει αποκαλυφθεί στην Πριήνη της Μικράς Ασίας.

Η είσοδος του κτηρίου βρισκόταν στη νότια πλευρά του, αλλά όχι ακριβώς στο κεντρικό της σημείο. Δυο σκαλοπάτια οδηγούσαν στο εσωτερικό του κτηρίου. Τα δωμάτια που αναπτύσσονται σε όλο το μήκος των πλευρών του κτηρίου διαθέτουν βάθος μεταξύ 4,10 ως 4,50 μ. Ασυνήθιστο φαινόμενο και σίγουρα όχι στοιχείο της κλασικής περιόδου αποτελεί ο διαγώνιος διαχωριστικός τοίχος των γωνιακών δωματίων. Στο εσωτερικό των δωματίων βρέθηκε εστία δίπλα από την πόρτα. Σίγουρα οι εστίες αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν για μαγείρεμα, καθώς ήταν κατασκευασμένες με τούβλα, αλλά πρέπει να θεωρηθούν ως θερμαντικές πηγές των δωματίων.

Ασυνήθιστες είναι επίσης οι βάσεις (μία σε κάθε δωμάτιο) στο κέντρο κάθε δωματίου για την υποδοχή ξύλινων κιόνων. Σε κάθε εσωτερική πλευρά του κτηρίου υπήρχε ένας διάδρομος με πλάτος 2,30 μ. που οδηγούσε στο περιστύλιο. Το περιστύλιο διέθετε μεγάλους επεξεργασμένους οκτάεδρους πεσσούς (8 x 7 πεσσούς). Ήταν κατασκευασμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο, ενώ τα δωρικά κιονόκρανα που επιστέγαζαν του πεσσούς ήταν από αμμόλιθο. Το επιστύλιο ήταν ξύλινο. Για την κατασκευή του κτιρίου έπρεπε να καταστραφούν παλιότερα κτίσματα. Οι εξωτερικοί τοίχοι του ήταν 0,83 μ.


Η στέγη σύμφωνα με τα κεραμίδια που βρέθηκαν στο εσωτερικό του κτιρίου ήταν Κορινθιακή. Ο πάνω όροφος μπορεί εύκολα σύμφωνα με τα ανασκαφικά να αναπλαστεί, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν ξύλινο. Το κτήριο κτίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ., τη εποχή της οικονομικής άνθισης της Κασσώπης. Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι κάτω από αυτό πιθανόν υπήρχε άλλο δημόσιο κτίσμα που τοποθετείται χρονολογικά στις απαρχές της πόλης. Πρόκειται για ένα κτήριο σε σχήμα Π με μορφή στοάς, καθώς διέθετε κίονες στην μπροστινή πλευρά του και διάφορα μικρού μεγέθους δωμάτια στο πίσω μέρος. Η εμπορική Αγορά ή το Καταγώγιο δέχτηκε σε μεταγενέστερη εποχή διάφορες επισκευές.

Θέατρο Κασσώπης

Το μεγάλο θέατρο της Κασσώπης βρίσκεται στο ΒΔ άκρο της ακρόπολης της Κασσώπης, με πανοραμική θέα προς τον Αμβρακικό κόλπο, το Ιόνιο Πέλαγος και τα Ακαρνανικά όρη. Κατασκευάστηκε από ντόπιο ασβεστόλιθο. Δύο πολυγωνικά αναλήμματα, ενισχυμένα με αντηρίδες, στηρίζουν τα άκρα του κοίλου. Το κοίλο, με διάμετρο βάσης 16 μ. και διάμετρο κορυφής 78 μ. περίπου διαιρείται από ένα οριζόντιο διάζωμα σε δύο ανισομεγέθη τμήματα με 23 σειρές λιθινων εδωλίων στο κατώτερο και 12 στο ανώτερο.

Ένα πλατύτερο διάζωμα στην κορυφή του κοίλου, προστατεύεται εξωτερικά από ισχυρό πολυγωνικό τοίχο, ο οποίος φέρει θύρα, που διευκόλυνε την κίνηση των θεατών στο ανώτερο τμήμα του κοίλου. Οι εννέα κλίμακες, διαιρούσαν το κοίλο σε δέκα κερκίδες, από τις οποίες οι δύο ακρινές έχουν το μισό πλάτος. Η ορχήστρα του θεάτρου δε σχηματίζει πλήρη κύκλο, αλλά τόξο μεγαλύτερο από το ημικύκλιο, ενώ το δάπεδο της ήταν από πατημένο χώμα. Η σκηνή είναι ορθογώνια με δύο μακρόστενα παρασκήνια, που προεξέχουν προς την κατεύθυνση της ορχήστρας.

Μεταξύ τους αναπτύσσεται το προσκήνιο με έξι κίονες στην πρόσοψη. Μεταξύ του σκηνικού οικοδομήματος και της απόληξης του κοίλου δύο πάροδοι εξυπηρετούσαν κυρίως την κυκλοφορία (προσέλευση και αποχώρηση) των θεατών. Σε αυτές τις παρόδους κατέληγαν δύο από τους κάθετους δρόμους της αρχαίας πόλης. Υπολογίζεται ότι το θέατρο επαρκούσε για 5.000 - 6.000 θεατές.

Αγορά Κασσώπης

Αν και η Αγορά στις κλασικές πόλεις του Ελλαδικού χώρου βρίσκεται σχεδόν πάντοτε στο κέντρο της πόλης και παρόλο που η Κασσώπη διέθετε ανάλογους χώρους στο κέντρο της για τη χρήση τους ως Αγορά, ξεφεύγει από το γενικό αυτό κανόνα. Η Αγορά της Κασσώπης κατασκευάστηκε στο νότιο τομέα της πόλης και νότια της κεντρικής οδού. Πρόκειται για το κέντρο διοίκησης της πόλης, όπου γίνονταν οι διάφορες συνελεύσεις και τελετές και όπου παίρνονταν διάφορες σημαντικές αποφάσεις. Εκεί τοποθετούνταν επίσης διάφορα αναθήματα επιφανών πολιτών της Κασσώπης, στην Αγορά βρίσκονταν και διάφοροι σημαντικοί βωμοί που αποδεικνύουν τον πολιτικό της χαρακτήρα.

Η Αγορά της Κασσώπης διαθέτει μήκος 70 μ. και πλάτος 60 μ. Πρόκειται για μια σχεδόν τετράγωνη σε κάτοψη περιοχή, η οποία είχε το μέγεθος δυο οικοδομικών τετραγώνων. Προς το δυτικό τμήμα της αγοράς και μπροστά από τη δυτική στοά και όχι στο κεντρικό σημείο της είχε τοποθετηθεί ο μεγαλύτερος βωμός, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο Δία Σωτήρα, σύμφωνα με το τμήμα της επιγραφής που διατηρήθηκε πάνω στο βωμό. Η υπόλοιπη επιγραφή εικάζεται ότι αναφερόταν στην προστάτιδα της πόλης, την Αφροδίτη. Δίπλα στο βωμό αυτό βρέθηκαν και άλλοι τρεις μικρότεροι βωμοί.

Όπως σε κάθε αγορά Ελληνικής πόλης, έτσι και στην Κασσώπη, υπήρχαν διάφορα αναθήματα, αφιερωμένα από επιφανείς πολίτες της. Πρόκειται για περισσότερα από 50 μνημεία, από τα οποία τα περισσότερα ήταν τοποθετημένα ακριβώς μπροστά από τη βόρεια στοά. Μερικά από αυτά φαίνεται πως ήταν αρχαιότερα της βόρειας στοάς, καθώς οι βάσεις τους εισχωρούν στις σκάλες της στοάς. Πιθανότατα στην πρώτη οικοδομική φάση της πόλης και της αγοράς υπήρχαν μόνο αυτά τα αναθήματα που ξεχώριζαν από μακριά λόγω του ύψους τους και έδιναν ένα διαφορετικό τόνο στην αγορά. Η βόρεια στοά είναι μεταγενέστερη από τα αναθήματα.

Πρόκειται για μια Ιωνική στοά με μήκος 62,70 μ. και πλάτος 11,40 μ., η οποία χρησιμοποιήθηκε για διάφορους πολιτικούς λόγους. Πίσω από τη στοά περνούσε μια από τις κεντρικές οδούς της πόλης. Η δυτική πλευρά της αγοράς ήταν προορισμένη από την αρχή να υποδεχθεί διάφορα δημόσια κτίρια. Εδώ κατασκευάστηκε το παλιότερο πρυτανείο, το οποίο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, ενώ αργότερα και λίγο βορειότερα του παλιού χτίστηκε το νέο πρυτανείο με περιστύλιο, αίθουσες για επίσημες τελετές και διάφορους βοηθητικούς χώρους. Η νότια πλευρά της Αγοράς έμεινε ελεύθερη από κτιριακά συγκροτήματα.

Πρέπει ωστόσο να υπήρχε κάποιος χαμηλός τοίχος που έθετε τα όρια της αγοράς στην πλευρά αυτά και έδινε τη δυνατότητα στους επισκέπτες της να ατενίζουν από το ύψωμα την πεδιάδα που ανοιγόταν από κάτω. Τέλος, στην ανατολική πλευρά της Αγοράς κατασκευάστηκε το Βουλευτήριο, το οποίο τοποθετήθηκε διαγώνια σε σχέση με τα άλλα κτίρια και η κατασκευή του ανάγεται χρονολογικά στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Το βουλευτήριο δεν ήταν στεγασμένο και πιθανόν προϋπήρχε στη θέση του παλιότερο βουλευτήριο στη μορφή ανοιχτού θεάτρου. Την κατεύθυνση που διέθετε το παλιό βουλευτήριο φαίνεται να διατήρησε και το μεταγενέστερο.


ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΤΗΣ ΚΑΣΣΩΠΗΣ 

Η Κασσώπη ιδρύθηκε το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. σε στρατηγική και φυσικά οχυρή θέση στις νοτιοδυτικές πλαγιές της οροσειράς του Ζαλόγγου, στο κεντρικό τμήμα της αρχαίας Κασσωπαίας. Τα γεωγραφικά όρια της επικράτειας του θεσπρωτικού φύλου των Κασσωπαίων ταυτίζονται σε γενικές γραμμές με τα διοικητικά όρια της Περιφερειακής Ενότητας (πρώην Νομού) Πρέβεζας. Η πόλη προέκυψε από τον συνοικισμό - σε ένα ευρύχωρο οροπέδιο με μέσο υψόμε τρο 550 μ., κωμών του φύλου των Κασσωπαίων Θεσπρωτών, που στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. αποσχίστηκε από τους υπόλοιπους Θεσπρωτούς.

Η Κασσώπη ως διοικητικό, πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της χώρας των Κασσωπαίων, έχοντας υπό τον έλεγχό της τις εύφορες παραλιακές πεδιάδες στις ακτές του Ιονίου Πελάγους και του Αμβρακικού Κόλπου καθώς και την εκτεταμένη ημιορεινή και ορεινή ενδοχώρα, γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η πόλη έφτασε στο απόγειό της στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. -εποχή άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενικότερη ανάπτυξη και ευημερία των Ηπειρωτικών πόλεων- όταν ο πληθυσμός της αριθμούσε 8.000 - 10.000 κατοίκους. Η Κασσώπη υπέστη σοβαρό πλήγμα το 167 π.Χ., με την καταστροφή των πόλεων της Ηπείρου από τους Ρωμαίους.

Κατά πολύ ισχυρότερο όμως ήταν το πλήγμα που υπέστη το 31 π.Χ., με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό Αύγουστο, σε ανάμνηση της νίκης του στην ναυμαχία του Ακτίου, και τη μετοίκηση των κατοίκων της στην νεοϊδρυθείσα πόλη. Ανταποκρινόμενη πλήρως στις επικρατούσες τον 4ο αιώνα π.Χ. αντιλήψεις των Ελλήνων σχετικά με την ίδρυση πόλεων, όπως μας διασώθηκαν από τον Αριστοτέλη, η πόλη ήταν χτισμένη κατά το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, αμφιθεατρικά και με νότιο προσανατολισμό στις πλαγιές βραχώδους απόκρημνης ράχης με δύο κορυφές -  ακροπόλεις.

Στα βατά της σημεία περιβαλλόταν από ισχυρά πολυγωνικά τείχη, που εκμεταλλευόμενα τις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους ήταν απόλυτα εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον, κατασκευασμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο.

Τα Θέατρα της Κασσώπης

Στα σημαντικότερα δημόσια οικοδομήματα -πέραν του Ναού της Αφροδίτης, των κτισμάτων της αγοράς και του καταγωγίου, που ταυτίζεται με δημόσιο ξενώνα ή την εμπορική αγορά της- συγκαταλέγονται και τα δύο θέατρα της πόλης. Η ύπαρξη δύο θεάτρων είναι μία από τις ομοιότητες της Κασσώπης με τη γειτονική Κορινθιακή αποικία της Αμβρακίας, η οποία υπήρξε πρότυπο για την πρωτεύουσα των Κασσωπαίων.

Το λεγόμενο μικρό θέατρο ή βουλευτήριο όριζε την ανατολική πλευρά του υπαίθριου χώρου της αγοράς, ο οποίος στα τέλη του 3ου - αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. έλαβε μνημειακή διαμόρφωση, περιβαλλόμενος από δημόσια οικοδομήματα (στοές, πρυτανείο κ.α.), αποτελώντας το πολιτικό, διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης, το οποίο δεν βρισκόταν στο κέντρο της, αλλά στο νοτιοανατολικό άκρο της. Στο υψηλότερο τμήμα της κυρίως πόλης, στις νότιες πλαγιές της βορειοδυτικής ακρόπολης, διατηρείται το μεγάλο θέατρο,8 χωρητικότητας 6000 θεατών περίπου. Ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake ταύτισε πρώτος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην περιοχή το 1805.

Τα αρχαία κατάλοιπα μεταξύ Καμαρίνας και Κρυοπηγής με την αρχαία Κασσώπη, παραδίδοντάς μας και το πρώτο τοπογραφικό σκαρίφημα της οχυρωμένης πόλης, με σημειωμένη τόσο τη θέση του μεγάλου θεάτρου της (και ενεπίγραφα), όσο και αυτή της αγοράς, όπου το μικρό θέατρο - βουλευτήριο. Ο Άγγλος ιστορικός Nicholas G.L. Hammond δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του για την Κασσώπη στο μνημειώδες πλέον έργο του για την Ήπειρο, όπου παραθέτει αναλυτικότερο και υπό κλίμακα σχεδιάγραμμα της αρχαίας πόλης με σημειωμένη την ακριβή θέση των δύο θεάτρων της.

Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην πρωτεύουσα της αρχαίας Κασσωπαίας, που πραγματοποιήθηκαν το 1952 - 1955 από το Σωτήρη Δάκαρη, δεν συμπεριέλαβαν το μικρό ή το μεγάλο θέατρο της πόλης. Τα κτίσματα αυτά βέβαια διατηρούνταν σε αρκετά καλή κατάσταση, ούτως ώστε να αποτυπωθούν στα σχέδια του αρχαιολογικού χώρου, που συμπεριέλαβε ο ακούραστος αυτός μελετητής της ηπειρωτικής γης στο μνημειώδες έργο Cassopaia and the Elean Colonies, που κυκλοφόρησε το 1971 από το «Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής» του Ιδρύματος Κ. Δοξιάδη.

Με τους προαναφερθέντες θεατρικούς χώρους δεν ασχολήθηκε επισταμένως ο Σωτήρης Δάκαρης, ούτε και κατά τη διάρκεια των συστηματικότερων ερευνών του στον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης, που διεξήχθησαν κατά την περίοδο 1977 - 1983, με τη συνεργασία του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, αποκαλύπτοντας τον κεντρικό πυρήνα της πόλης, την περιοχή δηλαδή της αγοράς και των οικοδομικών νησίδων γύρω από αυτήν.

Τα δύο θέατρα παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό μακράν των παρεμβάσεων, που πραγματοποιήθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης και την περίοδο 2003 - 2006 από την τότε αρμόδια για το Νομό Πρέβεζας ΙΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου Θεοδώρας Κοντογιάννη, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Ηπείρου του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Η μοναδική εργασία, που πραγματοποιήθηκε στο θέατρο την περίοδο αυτή ήταν η απομάκρυνση ενός ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων τμήματος βράχου από το κέντρο της ορχήστρας του.

Στην πτώση του οποίου πρέπει να οφείλεται η υποχώρηση του ανατολικού αναλημματικού τοίχου του κοίλου, που συμπαρέσυρε μεγάλο τμήμα του, προκαλώντας εν γένει σημαντικές φθορές στο μεγάλο θέατρο. Μικρό θέατρο ή βουλευτήριο. Την ανατολική στενή πλευρά της αγοράς της Κασσώπης, η οποία στα τέλη του 3ου - αρχές 2ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει, μνημειακή διαμόρφωση περιβαλλόμενη από διάφορα δημόσια οικοδομήματα, κατέλαβε από το β' μισό του 3ου αιώνα π.Χ ένα οικοδόμημα στον τύπο του θεάτρου. Το εν λόγω οικοδόμημα απέκλινε εμφανώς από τον άξονα της αγοράς, στραμμένο προς τα βορειοδυτικά, ακολουθώντας και προσπαθώντας να αξιοποιήσει κατά τον καλύτερο τρόπο τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους.


Παρά τη διαφοροποίησή του ως προς τον προσανατολισμό, ο χώρος αυτός είναι βέβαιο ότι συμπεριλαμβανόταν ευθύς εξαρχής σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του χώρου της αγοράς κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της Κασσώπης. O θεατρικός αυτός χώρος, η χωρητικότητα του οποίου υπολογίζεται σε δύο χιλιάδες (2.000) θεατές, θεωρήθηκε από κάποιους μελετητές μικρό θέατρο ή ωδείο, ενώ σχεδόν όλοι θεωρούν ότι χρησιμοποιήθηκε και ως βουλευτήριο. Το κοίλο, η μέγιστη διάμετρος του οποίου είναι 46 μ. περίπου, περικλείεται από τετράπλευρο περίβολο διαστάσεων 47,50 x 25 μ., που κατά το Σ. Δάκαρη πρέπει να συγκρατούσε τη στέγη του βουλευτηρίου, εφόσον υπήρχε.

Τρεις κλίμακες πλάτους 0,60 μ. διαιρούν το κοίλο σε τέσσερις κερκίδες με είκοσι μία (21) σειρές εδωλίων. Τα εδώλια έχουν ύψος 0,25 μ. και βάθος καθίσματος 0,60 μ. και έχουν κατασκευαστεί σε μεγάλο βαθμό, όπως άλλωστε και οι κλίμακες, με λάξευση του φυσικού βράχου. Το σκηνικό οικοδόμημα, διαστάσεων 15,40 x 7,60 μ., αποτελείται από το ορθογώνιο κυρίως κτίριο της σκηνής, διαστάσεων 15,40 x 3,90 μ., και δύο ορθογώνια παρασκήνια στα άκρα του, διαστάσεων 3,70 x 2,50 μ., που προβάλουν προς την ορχήστρα πλαισιώνοντας το προσκήνιο, το οποίο στην πρόσοψή του διέθετε τέσσερις κίονες.

Ανατολικά του κοίλου, στην επίπεδα διαμορφωμένη κορυφή του λοφίσκου, στα πρανή του οποίου έχει αυτό λαξευτεί, και σε επαφή με τον προαναφερθέντα τετράπλευρο περίβολο, διατηρούνται, στην κατεύθυνση Β-Ν, τα θεμέλια ενός ιδιαίτερα μακρόστενου χώρου - διαδρόμου. Ο εν λόγω χώρος - διάδρομος λειτουργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ του κοίλου και της -ίσης με αυτόν σε μήκος- στοάς, που είναι μεν στραμμένη προς την Ανατολή, σχετίζεται όμως άμεσα με το βουλευτήριο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αντιστοιχία των ανοιγμάτων επικοινωνίας του με τη στοά και το κοίλο.

Της στοάς αυτής, στην οποία μπορούσαν να καταφεύγουν σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών, οι συνεδριάζοντες στον χώρο του βουλευτηρίου, τα άκρα της πρόσοψής της ήταν κλεισμένα με τοίχους, γεγονός σύνηθες την περίοδο αυτή. Στην πρόσοψη έφερε, επάνω σε στυλοβάτη που πατούσε απευθείας στο λαξευμένο βράχο, στηρίγματα οκταγωνικής μορφής, παρόμοια με αυτά του καταγωγίου, ενώ διέθετε και σειρά στηριγμάτων στο εσωτερικό της. Σημαντικές φθορές στο βουλευτήριο και στο θέατρο πρέπει να αποδοθούν -διαχρονικά- στην σεισμική δραστηριότητα, η οποία είναι αρκετά έντονη στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου της Κασσώπης.

Σε αυτήν οφείλονται, πιθανότατα, τόσο η καταβύθιση - κατακρήμνιση τμημάτων της νότιας πλευράς του αρχαιολογικού χώρου, όσο και οι κατακρημνίσεις βράχων από τον υπερκείμενο λόφο της βορειοδυτικής ακρόπολης στην περιοχή του θεάτρου. Ο κίνδυνος εντοπίζεται πλέον κυρίως στο χώρο του βουλευτηρίου νότια της αγοράς, μεγάλο τμήμα του κοίλου του οποίου έχει ήδη κατακρημνισθεί στο παρελθόν, όταν το βραχώδες έδαφος αποσπάστηκε και κατολίσθησε συμπαρασύροντας και τμήμα του μνημείου. Τόσο στο βουλευτήριο, όσο και στο θέατρο, τα εδώλια έχουν υποστεί μικρή γωνιακή μετατόπιση εξαιτίας της μετακίνησης των πρανών, χωρίς να παρουσιάζεται πρόβλημα αστάθειας ή ανατροπής τους.

Κάποιες σημειακές παραμορφώσεις στα μνημεία πρέπει να αποδοθούν -πέραν της σεισμικής δραστηριότητας- στη δράση των νερών της βροχής και στην παγωνιά, λόγω του υψομέτρου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ασβεστόλιθου, υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή και των δύο μνημείων, ο οποίος, ενώ αρχικά είναι λευκός, όταν βρίσκεται εκτεθειμένος στο περιβάλλον καλύπτεται από γκρίζες και μαύρες λειχήνες και βρύα, αποκτώντας έντονο σκούρο χρώμα.

Στο βουλευτήριο και, κυρίως, στο θέατρο εντοπίζονται μεν λίγες περιπτώσεις εκτοπίσεις ογκολίθων από ρίζες δέντρων, που έχουν εισχωρήσει μεταξύ των αρμών, ενώ είναι εμφανής η φθοροποιός δράση της χαμηλής βλάστησης. Η διάβρωση πραγματοποιείται ταχύτερα και είναι πιο έντονη, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι λίθοι τους έρχονται σε άμεση επαφή με το χώμα. Στην περίπτωση αυτή ο αρνητικός ρόλος της χλωρίδας συνίσταται τόσο σε φθορές μηχανικές, όπου η αγριάδα εκφύεται ανάμεσα στους λίθους και ευνοεί τη ρηγμάτωση, όσο και σε φθορές λόγω επιπλέον συγκράτησης υγρασίας.

Το Θέατρο

Στις υπώρειες του υψηλότερου λόφου (748 μ.), στην κορυφή του οποίου σώζεται η βορειοδυτική ακρόπολη της οχύρωσης, με νότιο-νοτιοανατολικό προσανατολισμό και με εξαιρετική θέα προς τον Αμβρακικό Κόλπο, τη χερσόνησο της Πρέβεζας, το Ιόνιο πέλαγος, τη Λευκάδα, το Μεγανήσι και τα Ακαρνανικά όρη, κατασκευάστηκε το μεγαλύτερων διαστάσεων θέατρο της πόλης. Το θέατρο, που βρίσκεται σε απόσταση 700 μ. περίπου από το πιο απομακρυσμένο σημείο της πόλης, δεν έχει αποτελέσει ακόμα αντικείμενο ανασκαφικής ή εν γένει συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας.

Με την εγκατάλειψη της αρχαίας πόλης καλύφθηκε από βλάστηση, ενώ οι συνεχείς κατακρημνίσεις τμημάτων του βράχου από τον υπερκείμενο λόφο επέφεραν σημαντικές φθορές σε όλη την έκτασή του, με πλέον εμφανείς αυτές στις κερκίδες, τα κλιμακοστάσια και τα εδώλια του κοίλου, ο ανατολικός τοίχος του οποίου έχει καταπέσει μαζί με τμήμα του ίδιου. Τυπολογικά το μεγάλο θέατρο της Κασσώπης παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το κατά πολύ μεγαλύτερο θέατρο της Δωδώνης (6.000 θεατές έναντι 17.000 της Δωδώνης), που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., και για αυτό θεωρείται σύγχρονό του ή, πιθανότατα, λίγο μεταγενέστερο, χρονολογούμενο στον 3ο αιώνα π.Χ.

Η ορχήστρα του θεάτρου, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 597 μ. περίπου από την επιφάνεια της θάλασσας, δεν σχηματίζει πλήρη κύκλο αλλά τόξο μεγαλύτερο από ημικύκλιο. Το ορθογώνιας κάτοψης σκηνικό οικοδόμημα αποτελείται από τον κεντρικό ορθογώνιο χώρο της σκηνής (11,95 x 6,10 μ.) και τα δύο μακρόστενα παρασκήνια, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται το προσκήνιο, για την ανάρτηση των «πινάκων», με έξι ξύλινους κίονες στην πρόσοψη. Μεταξύ σκηνικού οικοδομήματος και απόληξης του κοίλου αναπτύσσονται οι πάροδοι του θεάτρου, όπου καταλήγουν δύο από τους κάθετους δρόμους, που τέμνουν -κάθε 30 μ.- τις δύο παράλληλες κύριες οδούς της πόλης.


Το κοίλο του θεάτρου, με διάμετρο βάσης 18 μ. και διάμετρο κορυφής 81 μ. περίπου, έχει αρκετά έντονη κλίση (24ο 45΄). Δύο ισχυροί αναλημματικοί πολυγωνικοί τοίχοι, ενισχυμένοι κατά τακτά διαστήματα με τετράγωνες αντηρίδες (0,54 x 0,54 μ.), στήριζαν αρχικά τα δύο άκρα του κοίλου. Από τους τοίχους αυτούς, ο μεν δυτικός διατηρείται σε καλή κατάσταση, ο δε ανατολικός, όπως προαναφέρθηκε, έχει καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου. Εννέα κλίμακες πλάτους 0,55 μ. χωρίζουν το κοίλο σε δέκα κερκίδες, οκτώ (8) εκ των οποίων είναι ίδιου μεγέθους, ενώ οι δύο (2) ακρινές έχουν μικρότερο πλάτος.

Ενδιάμεσος οριζόντιος διάδρομος - διάζωμα, πλάτους 1,25 μ., χωρίζει το κοίλο σε δύο τμήματα, με είκοσι τρεις (23) ορατές σειρές λίθινων εδωλίων στο κάτω και δώδεκα (12) στο επάνω τμήμα αντίστοιχα. Πλατύτερος διάδρομος - διάζωμα (2,50 μ.), που προστατεύεται εξωτερικά από ισχυρό πολυγωνικό τοίχο, επιστέφει την κορυφή του κοίλου, διαθέτοντας -στην ίδια ευθεία με τη δεύτερη, από τα ανατολικά, κλίμακα- μικρό θυραίο άνοιγμα. Η πρόσβαση στο κοίλο εξασφαλιζόταν μέσω των εννέα κλιμάκων από τις δύο παρόδους και μέσω του μεσαίου διαδρόμου-διαζώματος, στο δυτικό άκρο του οποίου υπήρχε πιθανότατα θυραίο άνοιγμα, όπως διαπιστώνεται από τη λάξευση - διαμόρφωση των γωνιολίθων.

Από το άνοιγμα αυτό ξεκινούσε κατά το Σ. Δάκαρη εξωτερική κλίμακα σε επαφή με το δυτικό αναλημματικό τοίχο του κοίλου, όπως στο θέατρο της Δωδώνης. Σήμερα δεν διακρίνονται ίχνη της κλίμακας αυτής, από τη διαμόρφωση του εδάφους όμως συνάγεται, πως το άνοιγμα αυτό σχετίζεται πιθανόν με τον επόμενο προς τα δυτικά κάθετο δρόμο του πολεοδομικού ιστού της πόλης. Το μεγάλο θέατρο της Κασσώπης θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν για θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις, όπου πέραν των μόνιμα διαμενόντων στην πόλη συμμετείχαν και οι κάτοικοι της υπαίθρου, καθώς και για τις πολιτικές συναθροίσεις του Κοινού των Κασσωπαίων.

Η θέση της έδρας του Κοινού σε κομβικό σημείο της επικράτειας του φύλου, σε απόσταση λίγων ωρών με πεζοπορία από τα υπόλοιπα αστικά και ημιαστικά κέντρα της Κασσωπαίας, επέτρεπε, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, την αυθημερόν μετάβαση και επιστροφή των κατοίκων των εν λόγω περιοχών στην Κασσώπη, προκειμένου να συμμετάσχουν σε πολιτικές συναθροίσεις ή καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

Από το φθινόπωρο του 2011, με χρηματοδότηση από το ΕΠ. «Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα - Ήπειρος 2007 - 2013» του ΕΣΠΑ, στον αρχαιολογικό χώρο της Κασσώπης υλοποιείται από την ΛΓ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΛΓ' ΕΠΚΑ) Πρέβεζας -  Άρτας το έργο «Ανάδειξη συνοικίας θεάτρου αρχαίας Κασσώπης», σε εφαρμογή εγκεκριμένης μελέτης, που εκπονήθηκε από την ίδια Υπηρεσία για τη συνολική ανάδειξη του χώρου. Στο πλαίσιο του εν λόγω έργου θα πραγματοποιηθούν αρχαιολογικός καθαρισμός του θεάτρου και της ευρύτερης περιοχής του, αποκάλυψη της ορχήστρας και του σκηνικού οικοδομήματός του και τοπογραφική - σχεδιαστική αποτύπωση όλων των νέων αρχιτεκτονικών στοιχείων, που θα προκύψουν.

Καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά μέχρι και σήμερα στην έρευνα για την περιοχή του θεάτρου, οι εν εξελίξει εργασίες στο μνημείο, αφενός μεν θα εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας για την πλέον πολύβουη και πολυσύχναστη περιοχή της αρχαίας πόλης μετά ίσως από εκείνη της αγοράς, αφετέρου δε θα καταστήσουν το ίδιο το μνημείο στο σύνολό του επισκέψιμο από το ευρύ κοινό.

Με την ολοκλήρωση των προτεινόμενων εργασιών, θα έχει κανείς τη δυνατότητα να προσεγγίσει το θέατρο και να κατανοήσει τη χωροθέτηση, τη λειτουργία και την ιδιαίτερη σημασία του στη ζωή της πόλης, αποκτώντας παράλληλα μία εικόνα για το territorium της πρωτεύουσας του φύλου των Κασσωπαίων και απολαμβάνοντας μία πανοραμική άποψη τόσο του αρχαιολογικού χώρου της Κασσώπης, όσο και της ευρύτερης περιοχής.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου