Η ΑΜΒΡΑΚΙΑ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ ΚΑΙ Η ΝΙΚΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΑΜΒΡΑΚΙΑΣ
Η Αμβρακία που κατά την αρχαιότητα υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας ήταν κτισμένη στον ποταμό Άραχθο στην ίδια θέση με τη σημερινή Άρτα. Ήταν η σημαντικότερη αποικία των Κορινθίων στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούν την περιοχή της Αμβρακίας Δρυοπίδα. Το τοπωνύμιο Αμβρακία οφείλεται κατά τη μυθολογία στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα, βασιλιά των Δρυόπων ή του Αυγείου της Ήλιδας ή του Φόρβαντα, γιου του Ήλιου. Ανάμεσα στους Αθαμάνες των Τζουμέρκων και των Κασσωπαίων της Πρέβεζας, ζούσαν ανάμικτα Αθαμάνες, Κασσωπαίοι, Μολοσσοί και άποικοι, στο τρίγωνο μεταξύ Λούρου, Αράχθου και Αμβρακικού κόλπου. Στο 625 π.Χ. οι Κορίνθιοι με αρχηγό τους τον Γόργο, γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου, ίδρυσαν αποικία στις όχθες του Άραχθου ποταμού αφού έδιωξαν τους ντόπιους Δρύοπες και τείχισαν την Αμβρακία...
Η πόλη αριθμούσε γύρω στους 100.000 κατοίκους και γνώρισε μεγάλη ακμή από την ίδρυση της μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Η Αμβρακία ως Κορινθιακή αποικία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση και ναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Διέθετε ένα από τα καλύτερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας. Ονομαστά ήταν επίσης τα γυναικεία Αμβρακιώτικα υποδήματα γνωστά σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Αμβρακίδες. Κατά τους Περσικούς πολέμους έλαβε μέρος με επτά πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και με πεντακόσιους οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησε με τους Λακεδαιμονίους, αλλά οι 3.000 οπλίτες της ηττήθηκαν τον χειμώνα του 426 π.Χ. στη μάχη των Όλπων από τους εχθρούς τους Ακαρνάνες που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων και καταστράφηκε από το στρατηγό Δημοσθένη. Αργότερα, συμμάχησε με τους Αθηναίους για να προστατευτεί από τους Μακεδόνες του Φιλίππου. Ωστόσο το έτος 338 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε την πόλη, λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας. Μετά το θάνατο του Φιλίππου Β' οι Αμβρακιώτες έδιωξαν τους Μακεδόνες, αλλά τους κατέλαβε και πάλι αργότερα ο γιος του Κασσάνδρου Αλέξανδρος.
Το 295 π.Χ. η Αμβρακία παραχωρήθηκε από τους Μακεδόνες στον Πύρρο, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του κι από αυτή εξορμούσε για τις εκστρατείες του στη λοιπή Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μνημειώδη κτίσματα, ναούς, αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες. Το 189 π.Χ., μετά από την εξέγερση κατά των Ρωμαίων, πολιορκείται από τον ύπατο της Ρώμης Μάρκο Φλούβιο. Τέλος, με τη φιλική παρέμβαση του Περιάνδρου, βασιλιά των Αθαμάνων, η πόλη παραδίδεται (187 π.Χ.) στο Φλούβιο. Ο Φλούβιος, αφού επικράτησε σε όλη την περιοχή, λεηλάτησε την Αμβρακία, αρπάζοντας πολλά από τα έργα τέχνης για τη Ρώμη.
Επί Αιμίλιου Παύλου, υποδουλώνεται όλη η Ήπειρος στους Ρωμαίους (167 π.Χ.), ενώ λεηλατούνται και καταστρέφονται οι πόλεις της. Η Αμβρακία καίγεται και γκρεμίζονται τα τείχη της. Ο περιηγητής Παυσανίας, που πέρασε αργότερα, βρήκε πέτρες σε χορταριασμένο τόπο. Μετά από 1.000 χρόνια, στη θέση της κτίστηκε η σημερινή Άρτα. Η Αμβρακία είχε οχυρωμένο λιμάνι τον Άμβρακο για διέξοδο προς τον Αμβρακικό κόλπο. Ο Οκταβιανός Αύγουστος για να ενισχύσει τη Νικόπολη με πληθυσμό, μετέφερε υποχρεωτικά τους κατοίκους της Αμβρακίας στη Νικόπολη μετά το 31 π.Χ.
Διάσημοι Αμβρακιώτες ήταν ο γλύπτης Πολύστρατος που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., ο μουσικός Επίγονος και ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας Επικράτης. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης τον Αμβρακιώτη Ολυμπιονίκη Λέοντα που νίκησε στην 96η Ολυμπιάδα. Από τις σημαντικότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της Αμβρακίας και γενικότερα της Ηπείρου υπήρξε ο βασιλιάς Πύρρος (318 - 272 π.Χ.). Γόνος του δυναστικού οίκου των Μολοσσών, γιος του Αιακίδη, καταγόταν από την ίδια γενιά με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νεανικά του χρόνια υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία.
Μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο, αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτοντας σχέσεις με τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου. Το 297 π.Χ. λοιπόν επανήλθε στην εξουσία. Αρχικά ο Πύρρος μοιράστηκε το θρόνο με το Νεοπτόλεμο Β', αλλά στη συνέχεια, το 296, τον δολοφόνησε. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας.
Το 296 - 295 π.Χ., εκμεταλλευόμενος τις δυναστικές ταραχές που ακολούθησαν το θάνατο του Μακεδόνα στρατηγού Κασσάνδρου, απέσπασε από τη Μακεδονία την Τυμφαία, την Παραυαία και τα επίκτητα έθνη, Αμβρακία, Ακαρνανία, και Αμφιλοχία, και πιθανώς την Αθαμανία και την Ατιντανία. Η βασιλεία του στη Μακεδονία διήρκεσε έως το 285 π.Χ., όταν τον εξεδίωξε από τον θρόνο ο Λυσίμαχος. Πριν από αυτόν η Ήπειρος ήταν ένα μικρό βασίλειο στη σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας. Στις νέες περιοχές που προσάρτησε ή βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής του προβλήθηκε με τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου Ελληνιστικού ηγεμόνα.
Την κλίση προς την υπερβολή και την επίδειξη πολυτέλειας, τη λατρεία των προγονικών ηρώων και τη συνειδητή σύνδεση με επιχώριες παραδόσεις. Η επεκτατική πολιτική του Πύρρου προς την Ιταλία και η εκστρατεία στη Δύση συνδέονται με την εντυπωσιακή έξοδο της Ηπείρου από την αφάνεια της περιφέρειας του Ελλαδικού χώρου στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής. Αυτό φαίνεται κυρίως στη δημιουργία νέου διοικητικού κέντρου με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του βασιλέα των Μολοσσών στην Αμβρακία, μακριά από τις παραδοσιακές εστίες της ενδοχώρας, και στην ίδρυση νέων πόλεων, όπως η Βερενίκη, στη χερσόνησο της Ηπείρου, και πιθανώς και η Αντιγόνεια στη Χαονία.
Κόσμησε τη νέα του πρωτεύουσα Αμβρακία με λαμπρά οικοδομήματα και έργα τέχνης, και οι παλαιότερες λατρείες των προγονικών της ηρώων έγιναν αντικείμενο εξαιρετικής μέριμνας. Ο Πύρρος δημιούργησε τη Μεγάλη Ήπειρο και τη χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την εκστρατευτική του περιπέτεια στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία που ξεκίνησε το 280 π.Χ. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα του πολέμου εναντίον των Ρωμαίων, έθεσε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χαλκά νομίσματα, ισχυρότατα από αγοραστική άποψη, τα οποία παρήχθησαν σε νομισματοκοπεία της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας.
Στις αγορές της Ηπείρου κυκλοφορούσαν εκδόσεις της Ηπειρωτικής Συμμαχίας παράλληλα με χαλκά κέρματα του Πύρρου, επάνω στα οποία αξιόλογοι χαράκτες φιλοτέχνησαν την κεφαλή του Διός και τον κεραυνό του. Ο Πύρρος διέθετε τα βασικά χαρακτηριστικά του Ελληνιστικού ηγεμόνα για την προβολή και την προώθηση της ηγεμονίας του, αλλά και για την άσκηση της εξωτερικής και εσωτερικής του πολιτικής. Τον τρόπο της μοναρχικής διακυβέρνησής του καθόριζαν συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους της Ηπείρου, ο οποίος ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στους κοινούς ιερούς όρκους που αντάλλασαν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτών με τον βασιλιά.
Ο Πύρρος, κατά το πρότυπο πολλών Ελληνιστικών βασιλέων, παρόλο το σεβασμό που έτρεφε προς τις κοινωνικές και διοικητικές δομές των Ηπειρωτών, προχώρησε και στην εδραίωση δικών του πρακτικών και παραδόσεων. Οι πολλαπλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πύρρου και η χρηματοδότηση μεγαλόπνοων σχεδίων, προϋπέθεταν την οικονομική υποστήριξη και των Ηπειρωτών, οι οποίοι συμμετείχαν στο σχεδιασμό μεγάλων έργων και στη λήψη των τελικών αποφάσεων. Η καλλιτεχνική δημιουργία έρχεται στο επίκεντρο κατά την περίοδο της βασιλείας του στην Ήπειρο. Το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα που αναπτύχθηκε κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. προϋπέθετε υψηλή χρηματοδότηση και ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Σε αντίθεση με τις κώμες των ηπειρωτικών εθνών, οι αποικίες, που από τον 8ο - 7ο αιώνα π.Χ. είχαν ιδρύσει οι Κορίνθιοι και οι Ηλείοι στα παράλια της Ηπείρου, αποτελούσαν ανεξάρτητες πόλεις, με την πολιτική έννοια του όρου, και είχαν τη μορφή ενός οργανωμένου αστικού κέντρου. Στον κατάλογο των πόλεων-κρατών που επισκέφθηκαν γύρω στο 360 π.Χ. οι θεωροδόκοι της Επιδαύρου για να τις προσκαλέσουν στις θρησκευτικές εορτές του ιερού, μαζί με τα Ηπειρωτικά έθνη των Μολοσσών, Θεσπρωτών και Χαόνων, αναφέρονται οι πόλεις Αμβρακία και Πανδοσία.
Η Αμβρακία εκτείνεται κάτω από τη σύγχρονη Άρτα σε βάθος που κυμαίνεται μέχρι τα 4 και πλέον μέτρα από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους και οι σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα της αρχαίας πόλης των Γεωμετρικών, Αρχαϊκών, Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων. Η συνεχής χρήση του χώρου από την Αρχαϊκή εποχή μέχρι σήμερα κατέστρεψε σημαντικό μέρος των αρχαίων λειψάνων, ιδιαίτερα στα ψηλότερα τμήματα της πόλης, στα οποία οι επιχώσεις είναι ανύπαρκτες. Αντίθετα στα χαμηλότερα επίπεδα μέρη, τα αρχαία θεμέλια καταχώθηκαν από τις πλημμύρες του Αράχθου και διατηρήθηκαν καλύτερα.
Η σημαντικότερη μετά την Κέρκυρα αποικία των Κορινθίων στη βορειοδυτική Ελλάδα, η Αμβρακία, ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από το Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, τυράννου της Κορίνθου, σε περιοχή που ανήκε στο Θεσπρωτικό κλάδο των Δρυόπων. Το όνομα Αμβρακία δεν δόθηκε από τους Κορινθίους, ήταν τοπικό και μάλλον οφείλεται στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα. Οι ανασκαφικές έρευνες στην Άρτα επιβεβαιώνουν ότι στη θέση της Κορινθιακής αποικίας υπήρχε από τον 9ο αιώνα π.Χ. Ηπειρωτικός οικισμός με δική του χειροποίητη κεραμεική και ότι οι Κορίνθιοι ίδρυσαν οικισμό στη θέση παλαιότερου εμπορικού σταθμού.
Η πόλη κτίσθηκε στους βόρειους πρόποδες της Περάνθης, 16 χλμ. από τις εκβολές του Αράχθου, όπου βρισκόταν ο Άμβρακας, ο κλειστός λιμήν της Αμβρακίας, το σημερινό Φειδόκαστρο. Η Αμβρακία υπήρξε οικιστικά οργανωμένη πόλη ήδη από την εποχή της ίδρυσής της, ως αποικίας της Κορίνθου. Οι Κυψελίδες την οργάνωσαν κατά το πρότυπο των πόλεων του δεύτερου αποικισμού με πλήρες πολεοδομικό σχέδιο, έχοντας ως βάση τους κύριους άξονες επικοινωνίας και κυκλοφορίας, οι οποίοι αποτελούν μέχρι και σήμερα τις κύριες οδικές αρτηρίες της Άρτας. Η επιλογή της θέσης οφείλεται στα πλεονεκτήματα από πλευράς επικοινωνίας και στρατηγικής και από τις δυνατότητες που προσέφερε για τη διαβίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Η πόλη της Αμβρακίας βρίσκεται στη διασταύρωση σημαντικών αρτηριών που συνέδεαν τον Αμβρακικό και το Ιόνιο με τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Ιλλυρία. Η θέση της προστατεύεται επαρκώς με την κοίτη του Αράχθου, που την περιβάλλει από τρεις πλευρές, και με το βραχώδη λόφο της Περάνθης. Ο κάτω ρους του Αράχθου, πλωτός από την Αμβρακία μέχρι τις εκβολές του, πρόσφερε εύκολη πρόσβαση στους ναυτικούς και εξαιρετικές δυνατότητες μεταφοράς εμπορευμάτων και αλιευμάτων. Η φυσικά οχυρή θέση ενισχύθηκε με την κατασκευή ισχυρού τείχους μήκους 4,5 χλμ.. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οχύρωση και το ορθογωνικό πολεοδομικό σύστημα της Αμβρακίας.
Ένα δίκτυο παράλληλων μεταξύ τους οδών που διασταυρώνονταν με πλατύτερες πλακοστρωμένες λεωφόρους αποτελούσε τον πολεοδομικό ιστό. Ο χώρος της κυρίως πόλεως είχε διαιρεθεί σε ορθογώνιες νησίδες διαστάσεων 150 x 30 μ. με πλέγμα πλατύτερων λεωφόρων πλάτους 6 - 7,50 μ. με κατεύθυνση Α-Δ και πυκνών στενότερων πλάτους 5 μ. με κατεύθυνση Β-Ν. Είναι αξιοσημείωτο ότι η βασική αρτηρία της σημερινής Άρτας ακολουθεί σχεδόν ακριβώς τη σημαντικότερη αρχαία λεωφόρο, που συνέδεε τις δύο κύριες εισόδους της πόλεως στην ανατολή και τη δύση.
Οι επιμήκεις οικοδομικές νησίδες που διαμορφώνονταν μεταξύ των οδών διαιρέθηκαν με κεντρικό αποχετευτικό αγωγό κατά μήκος του άξονά τους σε δύο σειρές σπιτιών ίσων διαστάσεων, τα οποία έχουν ακριβώς ίδιες διαστάσεις 15 x 15 μ. περίπου. Οι κεντρικοί αποχετευτικοί αγωγοί εκβάλλουν στις λεωφόρους. Μικρότεροι αγωγοί, κάθετοι στους προηγουμένους, ανάμεσα στα σπίτια και κατά μήκος των δρόμων, εξυπηρετούσαν την απομάκρυνση των οικιακών λυμάτων από τους λουτρώνες και των ομβρίων υδάτων από τις στέγες των σπιτιών. Τα σπίτια ήταν άνετα και περιελάμβαναν εσωτερική αυλή, ανδρώνα, δηλαδή αίθουσα συμποσίων, τον οίκο με την εστία και τους βοηθητικούς χώρους.
Υδρεύονταν από λιθόκτιστα πηγάδια που βρέθηκαν σε πολλά οικοδομικά τετράγωνα. Το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαϊκής πόλεως διατηρήθηκε αναλλοίωτο και ακολουθήθηκε με ακρίβεια σε όλη την ιστορική πορεία της πόλεως. Τα ανασκαφικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η Αμβρακία των Ελληνιστικών χρόνων, η πρωτεύουσα του βασιλείου του Πύρρου, ακολουθεί ακριβέστατα το ρυμοτομικό σχέδιο των Κορινθίων, με μόνη διαφοροποίηση την επέκταση του δημόσιου χώρου της πόλης σε βάρος του ιδιωτικού, προκειμένου να κατασκευαστούν μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα, και την ενοποίηση σπιτιών προκειμένου να ανεγερθούν πολυτελέστερες κατασκευές με περίστυλες αυλές.
Ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης προκάλεσε το θαυμασμό των περιηγητών για το μέγεθος και την τεχνική των λίθων του. Με βάση τις παρατηρήσεις και τα υπάρχοντα λείψανα η πορεία του τείχους είναι γνωστή στο βορειοδυτικό, βόρειο, και ανατολικό τμήμα της πόλης, ενώ παραμένει άγνωστη στο νότιο και νοτιοδυτικό. Η κατασκευή του τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., λίγο μετά την ίδρυση της πόλης από τους Κορινθίους. Είναι φανερό ότι σε όλο το μήκος του βόρειου τμήματος το τείχος είχε ως κύριο προορισμό να αποτρέπει τις καταστροφικές επιθέσεις του Αράχθου και δευτερευόντως να αναχαιτίζει τις εχθρικές επιδρομές.
Στους επόμενους αιώνες η πόλη ενίσχυσε την οχύρωσή της με νέο επιβλητικό περίβολο που είχε εξαιρετικά επιμελημένη κατασκευή. Εξάλλου, ιστορικοί λόγοι, όπως η Μολοσσική και η Μακεδονική απειλή στο β' τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. και μετά, επιβεβαιώνουν τη νεότερη χρονολόγηση των τειχών της Αμβρακίας. Με τη βοήθεια των Κορινθίων, το 343 π.Χ., η πόλη απέφυγε την υποταγή στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας, ο οποίος είχε εισβάλει στην Ήπειρο και κατέκτησε τις αποικίες τις οποίες παρέδωσε στον Αλέξανδρο Α' Μολοσσό. Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Αμβρακία έζησε περίοδο ακμής.
Ο Πύρρος το 295 π.Χ. μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους του και την διακόσμησε με ναούς, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα και πολλά έργα τέχνης, όπως μαρτυρούν οι πηγές και επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι διάδοχοί του κυβέρνησαν έως το 232 π.Χ., όταν οι Ηπειρώτες επαναστάτησαν και σκότωσαν στην Αμβρακία την τελευταία απόγονο της βασιλικής οικογενείας των Αιακιδών, τη Δηιδάρεια, και επανέφεραν το δημοκρατικό πολίτευμα. Το τέλος της Ηπειρωτικής Συμμαχίας συμπίπτει με την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών (233 - 231 π.Χ.).
Μετά τη δολοφονία της τελευταίας βασίλισσας της δυναστείας των Αιακιδών ιδρύθηκε ομοσπονδιακό κράτος με την επίσημη ονομασία Κοινόν των Ηπειρωτών, το οποίο γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και συνεχίσθηκε έως το 168 π.Χ., όπως αποκαλύπτουν οι θησαυροί νομίσματα που έχουν βρεθεί. Η Αμβρακία μετά από το 231 π.Χ. αντιμετώπισε την απειλή διαφόρων επιδρομέων, μεταξύ των οποίων των Μακεδόνων, των Αιτωλών και των Ρωμαίων. Το 189 π.Χ. παρ' όλη την αντίσταση που πρόβαλε στις δυνάμεις των Ρωμαίων υπό τον στρατηγό Μ. Φούλβιο αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να δεχθεί ρωμαϊκή φρουρά.
Ενδεχομένως η πόλη διέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστησαν πολλές πόλεις της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., αλλά με την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ., μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί στη νέα πόλη, χωρίς αυτό να σημάνει και το οριστικό της τέλος. Ο δημόσιος χώρος αποτελούσε το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της πόλεως. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στην οργάνωση του δημόσιου χώρου κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Κατελάμβανε περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως, στο οποίο δέσποζε ο ναός του Απόλλωνος Σωτήρος, στη θέση παλαιότερων ιερών στον ίδιο χώρο, δεδομένου ότι η λατρεία του θεού μεταφέρθηκε από τους πρώτους αποίκους που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Ανατολικά και βόρεια του ναού αναπτύχθηκε ο δημόσιος χώρος της Αμβρακίας. Θεμέλια στωικών οικοδομημάτων, κρηπίδες μνημειακών κτηρίων, πρόπυλα, τμήμα του πρυτανείου και λείψανα δύο θεάτρων αποκαλύφθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία αποτελεί και σήμερα το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Άρτας. Από τα κτήρια δημόσιου χαρακτήρα, τα οποία πολλαπλασιάσθηκαν και έλαβαν μνημειακή μορφή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους του Πύρρου από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία, έχουν αποκαλυφθεί τμήματα δύο θεάτρων, του πρυτανείου και μερικών ακόμα αταύτιστων οικοδομημάτων.
Κατά την ίδια περίοδο, κατασκευάζονται επίσης μεγάλες πολυτελείς οικίες, με εσωτερικές περίστυλες αυλές και περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα. Τα δημόσια και τα ιδιωτικά κτήρια ήταν διακοσμημένα με καλλιτεχνικούς θησαυρούς, αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες, από τα ανθηρά εργαστήρια κεραμικής, κοροπλαστικής και τορευτικής που έχουν εντοπισθεί στο βόρειο και δυτικό τμήμα της. Εργαστήρια που διοχέτευαν τα προϊόντα τους στην ηπειρωτική ενδοχώρα, αλλά και σε μακρινότερες περιοχές, αναπτύχθηκαν κυρίως στην Αμβρακία, που παρέμεινε το μεγαλύτερο αστικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Εδώ λειτουργούσε σημαντικό εργαστήριο χαλκουργίας από τον 6ο αιώνα π.Χ. και κεραμικό εργαστήριο του 4ου αιώνα π.Χ. για την παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων, που διοχέτευαν τα προϊόντα τους σε ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. και στο α' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. το ίδιο κεραμικό εργαστήριο παράγει μεγάλα μελαμβαφή αγγεία, αμφορείς, πελίκες, διακοσμημένα με περίτεχνα μετάλλια στις λαβές και προορισμένα αποκλειστικά για ταφική χρήση. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εργαστήριο κοροπλαστικής, από το οποίο οι έρευνες έφεραν στο φως πολυάριθμα θραύσματα μητρών του 4ου αιώνα π.Χ., που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ειδωλίων.
Η ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική εξέλιξη της Αμβρακίας αντανακλάται και στις λατρευτικές πρακτικές των κατοίκων τους. Από την ίδρυσή της μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή συνυπάρχουν λατρευτικές πρακτικές που σχετίζονται με τις ολύμπιες θεότητες, με ανατολικές θεότητες και με γενεαλογικούς ήρωες των Αιακιδών. Πολλές από τις λατρείες οφείλονται στην επίδραση της Κορίνθου, η οποία διατηρούσε στενούς δεσμούς με τις αποικίες της, ενώ άλλες είναι απόρροια της θρησκευτικής πολιτικής του βασιλέα των Μολοσσών Πύρρου.
Ο Απόλλων αποτελεί τον Θεό - προστάτη της Αμβρακίας και, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά δεδομένα, λατρεύεται ως Σωτήρας, Πύθιος και Αγυιεύς, ως Θεός δηλαδή των αποίκων. Με τη λατρεία του Απόλλωνα έχει ταυτισθεί ο μνημειώδης περίπτερος ναός των Υστεροαρχαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο κέντρο της αρχαίας πόλης. Στην Αμβρακία συναντάται η λατρεία των περισσότερων Ολύμπιων Θεών, μεταξύ των οποίων και της Αφροδίτης, η οποία ωστόσο ήταν η κύρια Θεότητα του φύλου των Κασσωπαίων. Πιθανόν από την Έγεστα της Σικελίας εισήγαγε ο Πύρρος στην Ήπειρο, σε επίκαιρες θέσεις των ανατολικών ακτών του Ιονίου, τη λατρεία της Αφροδίτης Αινειάδος.
Η παράλληλη λατρεία της στην Αμβρακία, την πολιτική του έδρα, και στη Δωδώνη, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Μολοσσών, αναδεικνύουν τον προπαγανδιστικό σκοπό της θρησκευτικής καινοτομίας και σχετίζονται με τη διεκδίκησή του από τους Ρωμαίους των κληρονομικών δικαιωμάτων των Μολοσσών επί της Τροίας. Στην ίδια πολιτική του Πύρρου εντάσσεται και η λατρεία της Διώνης, της κύριας Ηπειρωτικής Θεότητας, και στην Αμβρακία. Σημαντική ήταν και η λατρεία της Αθηνάς που λατρευόταν κυρίως στην Αμβρακία ως Χαλινίτις, επίκληση που οφείλει στον χαλινό που έδωσε η θεά στον Βελλερεφόντη για να δαμάσει τον Πήγασο.
Από εκεί η λατρεία της πιθανόν μεταφέρθηκε και στην Κασσώπη. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου, η Ήπειρος απέκτησε διεθνή αίγλη και αύξησε, τόσο τα εδάφη της, όσο και την πολιτική της επιρροή. Η γεωγραφική και πολιτική διεύρυνση της επικράτειας και οι πολιτικές του βλέψεις πιθανόν να ερμηνεύουν την εισαγωγή νέων λατρειών, όπως της Αφροδίτης Αινειάδας και του Αινεία, και την καθιέρωση της λατρείας Αιγυπτιακών Θεοτήτων.
Από επιγραφικές μαρτυρίες του 3ου και του 1ου αιώνα π.Χ. πληροφορούμαστε για τη λατρεία της Ίσιδας, του Άνουβη, του Αρποκράτη, του Κάνωπος και του Σάραπη, που την εισήγαγε πιθανόν ο Πύρρος, ο οποίος έζησε στην αυλή των Πτολεμαίων και όφειλε τον θρόνο του σε αυτούς. Στο πλαίσιο της θρησκευτικής του πολιτικής η οποία εξυπηρέτησε με καταφανή τρόπο τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες του, ο Πύρρος ενίσχυσε επίσης παλαιότερες λατρείες, όπως του Ηρακλή, κατεξοχήν Κορίνθιου ήρωα, που λατρευόταν στην Αμβρακία από τα Αρχαϊκά χρόνια. Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή του Πύρρου στην ανακαίνιση και ανοικοδόμηση προϋπαρχόντων ιερών, όπως του ιερού του Δία στη Δωδώνη.
Αλλά και την ίδρυση νέων, για παράδειγμα του Ασκληπιείου στην Αμβρακία. Ωστόσο, η λατρεία του Ασκληπιού φαίνεται να είναι αρχαιότερη και να συνδέεται με τους Κορίνθιους αποίκους. Επίσης, σε Κορινθιακή επίδραση οφείλεται η λατρεία Χθόνιων Θεοτήτων και νυμφών στις Κορινθιακές αποικίες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία επέζησε μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια. Επιπλέον, η λατρεία της Αρτέμιδας που ήταν γνωστή στην Αμβρακία από την εποχή της ίδρυσής της ως Ηγεμόνη, Πασικράτα και Περγαία, γνωρίζει μεγάλη διάδοση, εκτοπίζει σταδιακά τη λατρεία της Διώνης και επιβιώνει έως και τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Η λατρεία της Εστίας παράλληλα με τη λατρεία του Διός Πρυτάνεως συνδέεται με το θεσμό των πρυτάνεων και τα πρυτανεία. Θεμέλια τμήματος του πρυτανείου της πόλης, με τις εστίες και ενεπίγραφες αναθηματικές στήλες αφιερωμένες στην Εστία, το Δία και την Αφροδίτη, αποκαλύφθηκαν στο πλάτωμα του λόφου της Αγίας Θεοδώρας, στον ίδιο χώρο που η παράδοση τοποθετεί τα ανάκτορα των Κομνηνών Δεσποτών της Βυζαντινής Άρτας.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ο δημόσιος χώρος της Αμβρακίας κατελάμβανε περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως όπου δέσποζε ο ναός του Απόλλωνος Σωτήρος. Στη θέση της σημερινής μητρόπολης στην Άρτα, υπήρχε ναός του Ασκληπιού, στη θέση των Αγίων Πάντων ναός της Αφροδίτης και στη θέση του σημερινού Κάστρου ναός της Αθηνάς. Αναφέρεται επίσης και ναός της Αρτέμιδος Ηγεμόνης. Σήμερα από τους ναούς που αναφέρθηκαν σώζονται μόνο τα θεμέλια του ναού του Απόλλωνα, ενώ έχουν αποκαλυφτεί τμήματα δύο θεάτρων και του Πρυτανείου της πόλης.
Έχουν εντοπιστεί επίσης τα νεκροταφεία της αρχαίας Αμβρακίας με σημαντικότερο το δυτικό ενώ έχει αποκαλυφτεί και τμήμα της αρχαίας λεωφόρου. Από την αρχαία πόλη διασώθηκαν ελάχιστα μνημεία, αρκετά όμως έργα τέχνης. Κοντά στην πλατεία Κιλκίς διασώθηκε τμήμα του μεγάλου ναού του Πύθιου Απόλλωνα Σωτήρα (το τμήμα μέχρι την ευθυντηρία) διαστάσεων 20,75 x 44 μ. Ο ναός κτίστηκε γύρω στο 500 π.Χ. Σε αυτόν ανέθεταν οι Αμβρακιώτες τα δημόσια κείμενα και έγγραφά τους ενώ το σύμβολο του ναού, ο βαίτυλος, χαρακτηρίζει τα νομίσματα και τις δημόσιες σφραγίδες της Αμβρακίας. Εκεί βρέθηκε και ενεπίγραφη στήλη με κείμενο συνθήκης καθορισμού ορίων μεταξύ Αμβρακίας και Χαράδρου.
Δίπλα στο σημερινό ναό του Αγ. Κωνσταντίνου αποκαλύφτηκε ένα θέατρο μικρών διαστάσεων - ίσως το μικρό θέατρο που μνημονεύει ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Το ''Μικρό Θέατρο'' βρίσκεται στο κέντρο της πόλης επάνω στην κεντρική αρτηρία της. Ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. πάνω σε λείψανα λουτρικών εγκαταστάσεων. Το θέατρο διασώζει ωραιότατα ψηφιδωτά του 4ου αιώνα π.Χ. Το ''Μεγάλο Θέατρο'' εντοπίστηκε στο χαμηλότερο τμήμα της πόλης, μέσα στα τείχη. Αποκαλύφτηκε τμήμα της ορχήστρας, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλήμματος του κοίλου της ίδιας πλευράς καθώς και λείψανα λίθινων εδωλίων.
Τα νεκροταφεία της πόλης έχουν εντοπιστεί στις νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης, στους πρόποδες της Περράνθης. Είχαν οργανωθεί από την εποχή της ίδρυσης της Αμβρακίας. Σημαντικότερο ήταν το δυτικό νεκροταφείο, ιδρυμένο κατά μήκος της αρχαίας λεωφόρου που ξεκινούσε από τη νότια κύρια πύλη και οδηγούσε στον Άμβρακο, επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό. Η λεωφόρος - Ιερά οδός, πλάτους 12 μ., ήταν πλακόστρωτη ή σκυρόστρωτη. Έχει αποκαλυφτεί μέχρις στιγμής σε μήκος περίπου 300 μ., κοντά στο Εθνικό Στάδιο. Τη λεωφόρο πλαισίωναν μνημειακοί ταφικοί περίβολοι.
Γύρω στο 600 π.Χ. χρονολογείται το δημόσιο Πολυάνδριο κενοτάφιο για να τιμηθούν οι νεκροί Αμβρακιώτες και Κορίνθιοι. Πρόκειται για μνημειακή κατασκευή μήκους 12,40 μ., πλάτους 8 μ. και ύψους μεγαλύτερου των 2,40 μ. Στην ανωδομή του διασώθηκε σημαντική για το είδος και τον τρόπο γραφής επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ. Η επιγραφή είναι χαραγμένη βουστροφιδόν και στοιχηδόν. Στην επιγραφή αυτή συναντάται και η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία του ονόματος της πόλης: ''Ανπρακία''. Το μνημείο διατήρησε την ιερότητα του στη διάρκεια των αιώνων και κατά τη Βυζαντινή εποχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο με τρίκλιτο ναΰδριο.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Τείχος Αρχαίας Αμβρακίας
Σύμφωνα με την πληροφορία του Στράβωνα «Η μεν ουν Νικόπολις χώραν τε έχουσα πολλήν», η Νικόπολη είχε εκτεταμένη επικράτεια «χώρα», που τα όριά της όμως δεν είναι δυνατό να καθοριστούν επακριβώς, γιατί λείπουν οι άμεσες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες (όπως π.χ. οροθετικές επιγραφές κ.ά.). Έτσι, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν με βάση έμμεσες πληροφορίες και ιστορικογεωγραφικά κριτήρια (μελέτη του εδαφικού ανάγλυφου κ.ά.). Εικάζεται λοιπόν ότι ο ζωτικός της χώρος θα εκτεινόταν κυκλικά γύρω από τον Αμβρακικό κόλπο.
Ο γεωγράφος Στράβων πραγματοποίησε ταξίδι εξ Ανατολής προς την Ιταλία το καλοκαίρι του έτους 29 π.Χ.. Από τα συμφραζόμενα στο βιβλίο του συμπεραίνεται ότι μάλλον διήλθεν της Νικοπόλεως, και αναφέρει το λιμένα Κόμαρος και Ανακτορίου. Όσο για τον δεύτερο λιμένα μάλλον εννοεί το Βαθύ στη Μαργαρώνα, του οποίου αγνοούσε το όνομα (Πέτρος Φουρίκης, 1930). Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ο Αύγουστος έδωσε εντολή να κτισθεί η Νικόπολις (Nicopolis, Nikopolis, Πόλη της Νίκης). Οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες υπό τον στρατηγό Ακίνιο (Anikius), καταλαμβάνουν όλη την Ήπειρο και εξαναγκάζουν τους κατοίκους των πόλεων πλησίον του Ακτίου να συνοικίσουν τη νέα πόλη Νικόπολις.
Περί δε της Νικοπόλεως ο Tafel γράφει ότι "κατά τον Μεσαίωνα ήτο κωμόπολις υπό το όνομα Πρέβεζα". Συνεπώς η άποψη ότι στη βιβλιογραφία το όνομα Πρέβεζα πρωτοεμφανίζεται στο Χρονικόν του Μορέως το έτος 1292 μ.Χ., ΔΕΝ ευσταθεί, διότι προηγείται ο Tafel το έτος 1204 μ.Χ. Όπως παρατηρούμε, από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ., η Νικόπολη συνεχίζει να επιβιώνει παρά τις διαδοχικές επιδρομές, τις λεηλασίες, τις καταστροφές και την παρακμή που επέφεραν στη διοίκηση και την οικονομία της.
Μεγάλη θέση στην ιστορία έχει η «Μάχη της Νικόπολης» μεταξύ της Γαλλικής Φρουράς Πρέβεζας υπό τον Στρατηγό La Salchette, Πρεβεζάνων Πολιτοφυλάκων, Σουλιωτών Αγωνιστών, εναντίον 7.000 Τουρκαλβανών υπό τον Αλή Πασά Τεπελενλή. Η μάχη έγινε ακριβώς δίπλα στα παλαιοχριστιανικά Τείχη της Νικόπολης. Όλη η Γαλλική φρουρά σφαγιάσθηκε, η Πρέβεζα κατελήφθη και πέρασε πια στον Οθωμανικό ζυγό μέχρι το 1912. Όπως είναι γνωστό η Ήπειρος και φυσικά η περιοχή Πρέβεζας, απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς το έτος 1912.
Τίτλος: Άποψη αρχαίου θεάτρου.
Πρωτότυπος τίτλος: Paleocastron
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
Τίτλος: Άποψη της Κασσώπης.
Πρωτότυπος τίτλος: Prospetto di Casopoli.
Χρονολογία έκδοσης: 1687
Έκδοση: CORONELLI, Vincenzo. Description géographique et historique de la Morée, réconquise par les Venitiens du royaume de Negrepont, des lieux circonvoisins, et de ceux qu'ils ont soumis dans la Dalmatie, & dans l'Épire, depuis la Guerre qu'ils ont déclarée aux Turcs en 1684 iusqu'en 1687. Enrichie de plusieurs plans & vues de Places de mêmes Païs, par le Père Coronelli, Cosmographe de la Serenissime République de Venise. Aux dépens de l'Auteur. Παρίσι, Nicolas Langlois, MDCLXXXVII (1687).
Τίτλος: Χάρτης της Νικόπολης.
Πρωτότυπος τίτλος: Plan of Nicopolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
Τίτλος: Χάρτης του Αμβρακικού κόλπου.
Πρωτότυπος τίτλος: Ambracian gulf.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
Τίτλος: Κάτοψη του ιερού της Δωδώνης.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
Τίτλος: Το Ρωμαϊκό Θέατρο της Νικόπολης.
Πρωτότυπος τίτλος: Ruins of the Theatre at Nicopolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1822
Έκδοση: GOODISSON, William. A historical and topographical Εssay upon the Ιslands of Corfou, Leucadia, Cephalonia, Ithaca, and Zante: with Remarks upon the Character, Manners, and Customs of the Ionian Greeks; Descriptions of the Scenery and Remains of Antiquity discovered therein, and Reflections upon the Cyclopean Ruins. Illustrated by Maps and Sketches, Λονδίνο, Thomas and George Underwood, 1822.
Τίτλος: Άποψη της Κασσώπης.
Πρωτότυπος τίτλος: De Haven van Cassiope.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving Van Morea, Eertijts Peloponnesus; En de Eilanden, Gelegen onder de kusten van Morea, en binnen en buiten de Golf van Venetien: waer onder de voornaemste Korfu, Cefalonia, Sant Maura, Zanten en anderen in grooten getale. Behelzende derzelver Lantschappen, steden, rivieren, poelen, bergen, gewassen, dieren, &c. Met de kaerten van Morea, Golf van Venetien, en verscheide eilanden: benessens afbeeldingen van steden en kastelen, als Patrasso, Modon, Koron, Navarino, Napoli di Romania en Malvasia, Korinthen, Misitra &c., Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren en Goethals, 1688.
Τίτλος: Νικόπολη.
Πρωτότυπος τίτλος: Nicópolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1851
Έκδοση: LEAR, Edward. Journals of a Landscape painter in Albania etc., Λονδίνο, Richard Bentley, 1851.
Τίτλος: Χάρτης της θέσης της αρχαίας Νικόπολης. Σημειώνονται το Μνημείο του Αυγούστου ή Μνημείο της Νίκης, τρόπαιο της Ναυμαχίας του Ακτίου, που ήταν αφιερωμένο στους Θεούς Απόλλωνα, Ποσειδώνα και Άρη. Στα αριστερά το Ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
Τίτλος: Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
Τίτλος: Νικόπολη: Κάτοψη του ωδείου και του αρχαίου θεάτρου. Κάτοψη τμήματος των τειχών, του υδραγωγείου και των δεξαμενών.
Πρωτότυπος τίτλος: Odeum or Small Theatre. Great gate and reservoir. Great Theater.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
Τίτλος: Ρωμαϊκά αγάλματα, ανδρικό και γυναικείο, από την Νικόπολη.
Χρονολογία έκδοσης: 1761
Έκδοση: PACIAUDI, Paolo Maria. Monumenta Peloponnesia Commentariis Explicata a Paullo M. Paciaudio. Volumen Secundum, Ρώμη, Typographia Palladis for Nicolo and Marco Palearino, MDCCLXI [=1761].
Τίτλος: Κεφάλι ανδρικού αγάλματος.
Χρονολογία έκδοσης: 1761
Έκδοση: PACIAUDI, Paolo Maria. Monumenta Peloponnesia Commentariis Explicata a Paullo M. Paciaudio. Volumen Secundum, Ρώμη, Typographia Palladis for Nicolo and Marco Palearino, MDCCLXI [=1761].
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΑΜΒΡΑΚΙΑΣ
Η Αμβρακία που κατά την αρχαιότητα υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας ήταν κτισμένη στον ποταμό Άραχθο στην ίδια θέση με τη σημερινή Άρτα. Ήταν η σημαντικότερη αποικία των Κορινθίων στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούν την περιοχή της Αμβρακίας Δρυοπίδα. Το τοπωνύμιο Αμβρακία οφείλεται κατά τη μυθολογία στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα, βασιλιά των Δρυόπων ή του Αυγείου της Ήλιδας ή του Φόρβαντα, γιου του Ήλιου. Ανάμεσα στους Αθαμάνες των Τζουμέρκων και των Κασσωπαίων της Πρέβεζας, ζούσαν ανάμικτα Αθαμάνες, Κασσωπαίοι, Μολοσσοί και άποικοι, στο τρίγωνο μεταξύ Λούρου, Αράχθου και Αμβρακικού κόλπου. Στο 625 π.Χ. οι Κορίνθιοι με αρχηγό τους τον Γόργο, γιο του Κυψέλου, του τυράννου της Κορίνθου, ίδρυσαν αποικία στις όχθες του Άραχθου ποταμού αφού έδιωξαν τους ντόπιους Δρύοπες και τείχισαν την Αμβρακία...
Η πόλη αριθμούσε γύρω στους 100.000 κατοίκους και γνώρισε μεγάλη ακμή από την ίδρυση της μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Η Αμβρακία ως Κορινθιακή αποικία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση και ναυτική ισχύ όπως προκύπτει από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά ευρήματα. Διέθετε ένα από τα καλύτερα πολεοδομικά συστήματα της αρχαιότητας. Ονομαστά ήταν επίσης τα γυναικεία Αμβρακιώτικα υποδήματα γνωστά σε όλη την Ελλάδα με το όνομα Αμβρακίδες. Κατά τους Περσικούς πολέμους έλαβε μέρος με επτά πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και με πεντακόσιους οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο συμμάχησε με τους Λακεδαιμονίους, αλλά οι 3.000 οπλίτες της ηττήθηκαν τον χειμώνα του 426 π.Χ. στη μάχη των Όλπων από τους εχθρούς τους Ακαρνάνες που ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων και καταστράφηκε από το στρατηγό Δημοσθένη. Αργότερα, συμμάχησε με τους Αθηναίους για να προστατευτεί από τους Μακεδόνες του Φιλίππου. Ωστόσο το έτος 338 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε την πόλη, λίγο πριν τη μάχη της Χαιρώνειας. Μετά το θάνατο του Φιλίππου Β' οι Αμβρακιώτες έδιωξαν τους Μακεδόνες, αλλά τους κατέλαβε και πάλι αργότερα ο γιος του Κασσάνδρου Αλέξανδρος.
Το 295 π.Χ. η Αμβρακία παραχωρήθηκε από τους Μακεδόνες στον Πύρρο, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του κι από αυτή εξορμούσε για τις εκστρατείες του στη λοιπή Ελλάδα και την Ιταλία. Ο Πύρρος γέμισε την Αμβρακία με μνημειώδη κτίσματα, ναούς, αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες. Το 189 π.Χ., μετά από την εξέγερση κατά των Ρωμαίων, πολιορκείται από τον ύπατο της Ρώμης Μάρκο Φλούβιο. Τέλος, με τη φιλική παρέμβαση του Περιάνδρου, βασιλιά των Αθαμάνων, η πόλη παραδίδεται (187 π.Χ.) στο Φλούβιο. Ο Φλούβιος, αφού επικράτησε σε όλη την περιοχή, λεηλάτησε την Αμβρακία, αρπάζοντας πολλά από τα έργα τέχνης για τη Ρώμη.
Επί Αιμίλιου Παύλου, υποδουλώνεται όλη η Ήπειρος στους Ρωμαίους (167 π.Χ.), ενώ λεηλατούνται και καταστρέφονται οι πόλεις της. Η Αμβρακία καίγεται και γκρεμίζονται τα τείχη της. Ο περιηγητής Παυσανίας, που πέρασε αργότερα, βρήκε πέτρες σε χορταριασμένο τόπο. Μετά από 1.000 χρόνια, στη θέση της κτίστηκε η σημερινή Άρτα. Η Αμβρακία είχε οχυρωμένο λιμάνι τον Άμβρακο για διέξοδο προς τον Αμβρακικό κόλπο. Ο Οκταβιανός Αύγουστος για να ενισχύσει τη Νικόπολη με πληθυσμό, μετέφερε υποχρεωτικά τους κατοίκους της Αμβρακίας στη Νικόπολη μετά το 31 π.Χ.
Διάσημοι Αμβρακιώτες ήταν ο γλύπτης Πολύστρατος που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., ο μουσικός Επίγονος και ο ποιητής της Μέσης Κωμωδίας Επικράτης. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης τον Αμβρακιώτη Ολυμπιονίκη Λέοντα που νίκησε στην 96η Ολυμπιάδα. Από τις σημαντικότερες ιστορικές φυσιογνωμίες της Αμβρακίας και γενικότερα της Ηπείρου υπήρξε ο βασιλιάς Πύρρος (318 - 272 π.Χ.). Γόνος του δυναστικού οίκου των Μολοσσών, γιος του Αιακίδη, καταγόταν από την ίδια γενιά με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα νεανικά του χρόνια υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία.
Μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο, αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτοντας σχέσεις με τους διαδόχους του Αλεξάνδρου και εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου. Το 297 π.Χ. λοιπόν επανήλθε στην εξουσία. Αρχικά ο Πύρρος μοιράστηκε το θρόνο με το Νεοπτόλεμο Β', αλλά στη συνέχεια, το 296, τον δολοφόνησε. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας.
Το 296 - 295 π.Χ., εκμεταλλευόμενος τις δυναστικές ταραχές που ακολούθησαν το θάνατο του Μακεδόνα στρατηγού Κασσάνδρου, απέσπασε από τη Μακεδονία την Τυμφαία, την Παραυαία και τα επίκτητα έθνη, Αμβρακία, Ακαρνανία, και Αμφιλοχία, και πιθανώς την Αθαμανία και την Ατιντανία. Η βασιλεία του στη Μακεδονία διήρκεσε έως το 285 π.Χ., όταν τον εξεδίωξε από τον θρόνο ο Λυσίμαχος. Πριν από αυτόν η Ήπειρος ήταν ένα μικρό βασίλειο στη σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας. Στις νέες περιοχές που προσάρτησε ή βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής του προβλήθηκε με τα χαρακτηριστικά ενός γνήσιου Ελληνιστικού ηγεμόνα.
Την κλίση προς την υπερβολή και την επίδειξη πολυτέλειας, τη λατρεία των προγονικών ηρώων και τη συνειδητή σύνδεση με επιχώριες παραδόσεις. Η επεκτατική πολιτική του Πύρρου προς την Ιταλία και η εκστρατεία στη Δύση συνδέονται με την εντυπωσιακή έξοδο της Ηπείρου από την αφάνεια της περιφέρειας του Ελλαδικού χώρου στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής. Αυτό φαίνεται κυρίως στη δημιουργία νέου διοικητικού κέντρου με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του βασιλέα των Μολοσσών στην Αμβρακία, μακριά από τις παραδοσιακές εστίες της ενδοχώρας, και στην ίδρυση νέων πόλεων, όπως η Βερενίκη, στη χερσόνησο της Ηπείρου, και πιθανώς και η Αντιγόνεια στη Χαονία.
Κόσμησε τη νέα του πρωτεύουσα Αμβρακία με λαμπρά οικοδομήματα και έργα τέχνης, και οι παλαιότερες λατρείες των προγονικών της ηρώων έγιναν αντικείμενο εξαιρετικής μέριμνας. Ο Πύρρος δημιούργησε τη Μεγάλη Ήπειρο και τη χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για την εκστρατευτική του περιπέτεια στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία που ξεκίνησε το 280 π.Χ. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα του πολέμου εναντίον των Ρωμαίων, έθεσε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χαλκά νομίσματα, ισχυρότατα από αγοραστική άποψη, τα οποία παρήχθησαν σε νομισματοκοπεία της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας.
Στις αγορές της Ηπείρου κυκλοφορούσαν εκδόσεις της Ηπειρωτικής Συμμαχίας παράλληλα με χαλκά κέρματα του Πύρρου, επάνω στα οποία αξιόλογοι χαράκτες φιλοτέχνησαν την κεφαλή του Διός και τον κεραυνό του. Ο Πύρρος διέθετε τα βασικά χαρακτηριστικά του Ελληνιστικού ηγεμόνα για την προβολή και την προώθηση της ηγεμονίας του, αλλά και για την άσκηση της εξωτερικής και εσωτερικής του πολιτικής. Τον τρόπο της μοναρχικής διακυβέρνησής του καθόριζαν συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους της Ηπείρου, ο οποίος ήταν απόλυτα προσαρμοσμένος στους κοινούς ιερούς όρκους που αντάλλασαν οι εκπρόσωποι των Ηπειρωτών με τον βασιλιά.
Ο Πύρρος, κατά το πρότυπο πολλών Ελληνιστικών βασιλέων, παρόλο το σεβασμό που έτρεφε προς τις κοινωνικές και διοικητικές δομές των Ηπειρωτών, προχώρησε και στην εδραίωση δικών του πρακτικών και παραδόσεων. Οι πολλαπλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πύρρου και η χρηματοδότηση μεγαλόπνοων σχεδίων, προϋπέθεταν την οικονομική υποστήριξη και των Ηπειρωτών, οι οποίοι συμμετείχαν στο σχεδιασμό μεγάλων έργων και στη λήψη των τελικών αποφάσεων. Η καλλιτεχνική δημιουργία έρχεται στο επίκεντρο κατά την περίοδο της βασιλείας του στην Ήπειρο. Το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα που αναπτύχθηκε κατά τον πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. προϋπέθετε υψηλή χρηματοδότηση και ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Σε αντίθεση με τις κώμες των ηπειρωτικών εθνών, οι αποικίες, που από τον 8ο - 7ο αιώνα π.Χ. είχαν ιδρύσει οι Κορίνθιοι και οι Ηλείοι στα παράλια της Ηπείρου, αποτελούσαν ανεξάρτητες πόλεις, με την πολιτική έννοια του όρου, και είχαν τη μορφή ενός οργανωμένου αστικού κέντρου. Στον κατάλογο των πόλεων-κρατών που επισκέφθηκαν γύρω στο 360 π.Χ. οι θεωροδόκοι της Επιδαύρου για να τις προσκαλέσουν στις θρησκευτικές εορτές του ιερού, μαζί με τα Ηπειρωτικά έθνη των Μολοσσών, Θεσπρωτών και Χαόνων, αναφέρονται οι πόλεις Αμβρακία και Πανδοσία.
Η Αμβρακία εκτείνεται κάτω από τη σύγχρονη Άρτα σε βάθος που κυμαίνεται μέχρι τα 4 και πλέον μέτρα από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους και οι σωστικές ανασκαφές έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα της αρχαίας πόλης των Γεωμετρικών, Αρχαϊκών, Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων. Η συνεχής χρήση του χώρου από την Αρχαϊκή εποχή μέχρι σήμερα κατέστρεψε σημαντικό μέρος των αρχαίων λειψάνων, ιδιαίτερα στα ψηλότερα τμήματα της πόλης, στα οποία οι επιχώσεις είναι ανύπαρκτες. Αντίθετα στα χαμηλότερα επίπεδα μέρη, τα αρχαία θεμέλια καταχώθηκαν από τις πλημμύρες του Αράχθου και διατηρήθηκαν καλύτερα.
Η σημαντικότερη μετά την Κέρκυρα αποικία των Κορινθίων στη βορειοδυτική Ελλάδα, η Αμβρακία, ιδρύθηκε το 625 π.Χ. από το Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, τυράννου της Κορίνθου, σε περιοχή που ανήκε στο Θεσπρωτικό κλάδο των Δρυόπων. Το όνομα Αμβρακία δεν δόθηκε από τους Κορινθίους, ήταν τοπικό και μάλλον οφείλεται στον Άμβρακα, γιο του Θεσπρωτού ή στην Αμβρακία, θυγατέρα του Μελανέα. Οι ανασκαφικές έρευνες στην Άρτα επιβεβαιώνουν ότι στη θέση της Κορινθιακής αποικίας υπήρχε από τον 9ο αιώνα π.Χ. Ηπειρωτικός οικισμός με δική του χειροποίητη κεραμεική και ότι οι Κορίνθιοι ίδρυσαν οικισμό στη θέση παλαιότερου εμπορικού σταθμού.
Η πόλη κτίσθηκε στους βόρειους πρόποδες της Περάνθης, 16 χλμ. από τις εκβολές του Αράχθου, όπου βρισκόταν ο Άμβρακας, ο κλειστός λιμήν της Αμβρακίας, το σημερινό Φειδόκαστρο. Η Αμβρακία υπήρξε οικιστικά οργανωμένη πόλη ήδη από την εποχή της ίδρυσής της, ως αποικίας της Κορίνθου. Οι Κυψελίδες την οργάνωσαν κατά το πρότυπο των πόλεων του δεύτερου αποικισμού με πλήρες πολεοδομικό σχέδιο, έχοντας ως βάση τους κύριους άξονες επικοινωνίας και κυκλοφορίας, οι οποίοι αποτελούν μέχρι και σήμερα τις κύριες οδικές αρτηρίες της Άρτας. Η επιλογή της θέσης οφείλεται στα πλεονεκτήματα από πλευράς επικοινωνίας και στρατηγικής και από τις δυνατότητες που προσέφερε για τη διαβίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού.
Η πόλη της Αμβρακίας βρίσκεται στη διασταύρωση σημαντικών αρτηριών που συνέδεαν τον Αμβρακικό και το Ιόνιο με τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Ιλλυρία. Η θέση της προστατεύεται επαρκώς με την κοίτη του Αράχθου, που την περιβάλλει από τρεις πλευρές, και με το βραχώδη λόφο της Περάνθης. Ο κάτω ρους του Αράχθου, πλωτός από την Αμβρακία μέχρι τις εκβολές του, πρόσφερε εύκολη πρόσβαση στους ναυτικούς και εξαιρετικές δυνατότητες μεταφοράς εμπορευμάτων και αλιευμάτων. Η φυσικά οχυρή θέση ενισχύθηκε με την κατασκευή ισχυρού τείχους μήκους 4,5 χλμ.. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η οχύρωση και το ορθογωνικό πολεοδομικό σύστημα της Αμβρακίας.
Ένα δίκτυο παράλληλων μεταξύ τους οδών που διασταυρώνονταν με πλατύτερες πλακοστρωμένες λεωφόρους αποτελούσε τον πολεοδομικό ιστό. Ο χώρος της κυρίως πόλεως είχε διαιρεθεί σε ορθογώνιες νησίδες διαστάσεων 150 x 30 μ. με πλέγμα πλατύτερων λεωφόρων πλάτους 6 - 7,50 μ. με κατεύθυνση Α-Δ και πυκνών στενότερων πλάτους 5 μ. με κατεύθυνση Β-Ν. Είναι αξιοσημείωτο ότι η βασική αρτηρία της σημερινής Άρτας ακολουθεί σχεδόν ακριβώς τη σημαντικότερη αρχαία λεωφόρο, που συνέδεε τις δύο κύριες εισόδους της πόλεως στην ανατολή και τη δύση.
Οι επιμήκεις οικοδομικές νησίδες που διαμορφώνονταν μεταξύ των οδών διαιρέθηκαν με κεντρικό αποχετευτικό αγωγό κατά μήκος του άξονά τους σε δύο σειρές σπιτιών ίσων διαστάσεων, τα οποία έχουν ακριβώς ίδιες διαστάσεις 15 x 15 μ. περίπου. Οι κεντρικοί αποχετευτικοί αγωγοί εκβάλλουν στις λεωφόρους. Μικρότεροι αγωγοί, κάθετοι στους προηγουμένους, ανάμεσα στα σπίτια και κατά μήκος των δρόμων, εξυπηρετούσαν την απομάκρυνση των οικιακών λυμάτων από τους λουτρώνες και των ομβρίων υδάτων από τις στέγες των σπιτιών. Τα σπίτια ήταν άνετα και περιελάμβαναν εσωτερική αυλή, ανδρώνα, δηλαδή αίθουσα συμποσίων, τον οίκο με την εστία και τους βοηθητικούς χώρους.
Υδρεύονταν από λιθόκτιστα πηγάδια που βρέθηκαν σε πολλά οικοδομικά τετράγωνα. Το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαϊκής πόλεως διατηρήθηκε αναλλοίωτο και ακολουθήθηκε με ακρίβεια σε όλη την ιστορική πορεία της πόλεως. Τα ανασκαφικά στοιχεία αποδεικνύουν πως η Αμβρακία των Ελληνιστικών χρόνων, η πρωτεύουσα του βασιλείου του Πύρρου, ακολουθεί ακριβέστατα το ρυμοτομικό σχέδιο των Κορινθίων, με μόνη διαφοροποίηση την επέκταση του δημόσιου χώρου της πόλης σε βάρος του ιδιωτικού, προκειμένου να κατασκευαστούν μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα, και την ενοποίηση σπιτιών προκειμένου να ανεγερθούν πολυτελέστερες κατασκευές με περίστυλες αυλές.
Ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης προκάλεσε το θαυμασμό των περιηγητών για το μέγεθος και την τεχνική των λίθων του. Με βάση τις παρατηρήσεις και τα υπάρχοντα λείψανα η πορεία του τείχους είναι γνωστή στο βορειοδυτικό, βόρειο, και ανατολικό τμήμα της πόλης, ενώ παραμένει άγνωστη στο νότιο και νοτιοδυτικό. Η κατασκευή του τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., λίγο μετά την ίδρυση της πόλης από τους Κορινθίους. Είναι φανερό ότι σε όλο το μήκος του βόρειου τμήματος το τείχος είχε ως κύριο προορισμό να αποτρέπει τις καταστροφικές επιθέσεις του Αράχθου και δευτερευόντως να αναχαιτίζει τις εχθρικές επιδρομές.
Στους επόμενους αιώνες η πόλη ενίσχυσε την οχύρωσή της με νέο επιβλητικό περίβολο που είχε εξαιρετικά επιμελημένη κατασκευή. Εξάλλου, ιστορικοί λόγοι, όπως η Μολοσσική και η Μακεδονική απειλή στο β' τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. και μετά, επιβεβαιώνουν τη νεότερη χρονολόγηση των τειχών της Αμβρακίας. Με τη βοήθεια των Κορινθίων, το 343 π.Χ., η πόλη απέφυγε την υποταγή στον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας, ο οποίος είχε εισβάλει στην Ήπειρο και κατέκτησε τις αποικίες τις οποίες παρέδωσε στον Αλέξανδρο Α' Μολοσσό. Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Αμβρακία έζησε περίοδο ακμής.
Ο Πύρρος το 295 π.Χ. μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους του και την διακόσμησε με ναούς, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα και πολλά έργα τέχνης, όπως μαρτυρούν οι πηγές και επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι διάδοχοί του κυβέρνησαν έως το 232 π.Χ., όταν οι Ηπειρώτες επαναστάτησαν και σκότωσαν στην Αμβρακία την τελευταία απόγονο της βασιλικής οικογενείας των Αιακιδών, τη Δηιδάρεια, και επανέφεραν το δημοκρατικό πολίτευμα. Το τέλος της Ηπειρωτικής Συμμαχίας συμπίπτει με την καταστροφή της δυναστείας των Αιακιδών (233 - 231 π.Χ.).
Μετά τη δολοφονία της τελευταίας βασίλισσας της δυναστείας των Αιακιδών ιδρύθηκε ομοσπονδιακό κράτος με την επίσημη ονομασία Κοινόν των Ηπειρωτών, το οποίο γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή και συνεχίσθηκε έως το 168 π.Χ., όπως αποκαλύπτουν οι θησαυροί νομίσματα που έχουν βρεθεί. Η Αμβρακία μετά από το 231 π.Χ. αντιμετώπισε την απειλή διαφόρων επιδρομέων, μεταξύ των οποίων των Μακεδόνων, των Αιτωλών και των Ρωμαίων. Το 189 π.Χ. παρ' όλη την αντίσταση που πρόβαλε στις δυνάμεις των Ρωμαίων υπό τον στρατηγό Μ. Φούλβιο αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να δεχθεί ρωμαϊκή φρουρά.
Ενδεχομένως η πόλη διέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστησαν πολλές πόλεις της Ηπείρου από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., αλλά με την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ., μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί στη νέα πόλη, χωρίς αυτό να σημάνει και το οριστικό της τέλος. Ο δημόσιος χώρος αποτελούσε το θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της πόλεως. Ιδιαίτερη φροντίδα δόθηκε στην οργάνωση του δημόσιου χώρου κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους. Κατελάμβανε περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως, στο οποίο δέσποζε ο ναός του Απόλλωνος Σωτήρος, στη θέση παλαιότερων ιερών στον ίδιο χώρο, δεδομένου ότι η λατρεία του θεού μεταφέρθηκε από τους πρώτους αποίκους που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Ανατολικά και βόρεια του ναού αναπτύχθηκε ο δημόσιος χώρος της Αμβρακίας. Θεμέλια στωικών οικοδομημάτων, κρηπίδες μνημειακών κτηρίων, πρόπυλα, τμήμα του πρυτανείου και λείψανα δύο θεάτρων αποκαλύφθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία αποτελεί και σήμερα το διοικητικό και εμπορικό κέντρο της Άρτας. Από τα κτήρια δημόσιου χαρακτήρα, τα οποία πολλαπλασιάσθηκαν και έλαβαν μνημειακή μορφή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους του Πύρρου από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία, έχουν αποκαλυφθεί τμήματα δύο θεάτρων, του πρυτανείου και μερικών ακόμα αταύτιστων οικοδομημάτων.
Κατά την ίδια περίοδο, κατασκευάζονται επίσης μεγάλες πολυτελείς οικίες, με εσωτερικές περίστυλες αυλές και περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα. Τα δημόσια και τα ιδιωτικά κτήρια ήταν διακοσμημένα με καλλιτεχνικούς θησαυρούς, αγάλματα και ζωγραφικούς πίνακες, από τα ανθηρά εργαστήρια κεραμικής, κοροπλαστικής και τορευτικής που έχουν εντοπισθεί στο βόρειο και δυτικό τμήμα της. Εργαστήρια που διοχέτευαν τα προϊόντα τους στην ηπειρωτική ενδοχώρα, αλλά και σε μακρινότερες περιοχές, αναπτύχθηκαν κυρίως στην Αμβρακία, που παρέμεινε το μεγαλύτερο αστικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Εδώ λειτουργούσε σημαντικό εργαστήριο χαλκουργίας από τον 6ο αιώνα π.Χ. και κεραμικό εργαστήριο του 4ου αιώνα π.Χ. για την παραγωγή ερυθρόμορφων αγγείων, που διοχέτευαν τα προϊόντα τους σε ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. και στο α' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. το ίδιο κεραμικό εργαστήριο παράγει μεγάλα μελαμβαφή αγγεία, αμφορείς, πελίκες, διακοσμημένα με περίτεχνα μετάλλια στις λαβές και προορισμένα αποκλειστικά για ταφική χρήση. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εργαστήριο κοροπλαστικής, από το οποίο οι έρευνες έφεραν στο φως πολυάριθμα θραύσματα μητρών του 4ου αιώνα π.Χ., που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ειδωλίων.
Η ιδιαίτερη ιστορική και καλλιτεχνική εξέλιξη της Αμβρακίας αντανακλάται και στις λατρευτικές πρακτικές των κατοίκων τους. Από την ίδρυσή της μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή συνυπάρχουν λατρευτικές πρακτικές που σχετίζονται με τις ολύμπιες θεότητες, με ανατολικές θεότητες και με γενεαλογικούς ήρωες των Αιακιδών. Πολλές από τις λατρείες οφείλονται στην επίδραση της Κορίνθου, η οποία διατηρούσε στενούς δεσμούς με τις αποικίες της, ενώ άλλες είναι απόρροια της θρησκευτικής πολιτικής του βασιλέα των Μολοσσών Πύρρου.
Ο Απόλλων αποτελεί τον Θεό - προστάτη της Αμβρακίας και, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αρχαιολογικά δεδομένα, λατρεύεται ως Σωτήρας, Πύθιος και Αγυιεύς, ως Θεός δηλαδή των αποίκων. Με τη λατρεία του Απόλλωνα έχει ταυτισθεί ο μνημειώδης περίπτερος ναός των Υστεροαρχαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο κέντρο της αρχαίας πόλης. Στην Αμβρακία συναντάται η λατρεία των περισσότερων Ολύμπιων Θεών, μεταξύ των οποίων και της Αφροδίτης, η οποία ωστόσο ήταν η κύρια Θεότητα του φύλου των Κασσωπαίων. Πιθανόν από την Έγεστα της Σικελίας εισήγαγε ο Πύρρος στην Ήπειρο, σε επίκαιρες θέσεις των ανατολικών ακτών του Ιονίου, τη λατρεία της Αφροδίτης Αινειάδος.
Η παράλληλη λατρεία της στην Αμβρακία, την πολιτική του έδρα, και στη Δωδώνη, που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Μολοσσών, αναδεικνύουν τον προπαγανδιστικό σκοπό της θρησκευτικής καινοτομίας και σχετίζονται με τη διεκδίκησή του από τους Ρωμαίους των κληρονομικών δικαιωμάτων των Μολοσσών επί της Τροίας. Στην ίδια πολιτική του Πύρρου εντάσσεται και η λατρεία της Διώνης, της κύριας Ηπειρωτικής Θεότητας, και στην Αμβρακία. Σημαντική ήταν και η λατρεία της Αθηνάς που λατρευόταν κυρίως στην Αμβρακία ως Χαλινίτις, επίκληση που οφείλει στον χαλινό που έδωσε η θεά στον Βελλερεφόντη για να δαμάσει τον Πήγασο.
Από εκεί η λατρεία της πιθανόν μεταφέρθηκε και στην Κασσώπη. Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου, η Ήπειρος απέκτησε διεθνή αίγλη και αύξησε, τόσο τα εδάφη της, όσο και την πολιτική της επιρροή. Η γεωγραφική και πολιτική διεύρυνση της επικράτειας και οι πολιτικές του βλέψεις πιθανόν να ερμηνεύουν την εισαγωγή νέων λατρειών, όπως της Αφροδίτης Αινειάδας και του Αινεία, και την καθιέρωση της λατρείας Αιγυπτιακών Θεοτήτων.
Από επιγραφικές μαρτυρίες του 3ου και του 1ου αιώνα π.Χ. πληροφορούμαστε για τη λατρεία της Ίσιδας, του Άνουβη, του Αρποκράτη, του Κάνωπος και του Σάραπη, που την εισήγαγε πιθανόν ο Πύρρος, ο οποίος έζησε στην αυλή των Πτολεμαίων και όφειλε τον θρόνο του σε αυτούς. Στο πλαίσιο της θρησκευτικής του πολιτικής η οποία εξυπηρέτησε με καταφανή τρόπο τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες του, ο Πύρρος ενίσχυσε επίσης παλαιότερες λατρείες, όπως του Ηρακλή, κατεξοχήν Κορίνθιου ήρωα, που λατρευόταν στην Αμβρακία από τα Αρχαϊκά χρόνια. Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή του Πύρρου στην ανακαίνιση και ανοικοδόμηση προϋπαρχόντων ιερών, όπως του ιερού του Δία στη Δωδώνη.
Αλλά και την ίδρυση νέων, για παράδειγμα του Ασκληπιείου στην Αμβρακία. Ωστόσο, η λατρεία του Ασκληπιού φαίνεται να είναι αρχαιότερη και να συνδέεται με τους Κορίνθιους αποίκους. Επίσης, σε Κορινθιακή επίδραση οφείλεται η λατρεία Χθόνιων Θεοτήτων και νυμφών στις Κορινθιακές αποικίες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας, η οποία επέζησε μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια. Επιπλέον, η λατρεία της Αρτέμιδας που ήταν γνωστή στην Αμβρακία από την εποχή της ίδρυσής της ως Ηγεμόνη, Πασικράτα και Περγαία, γνωρίζει μεγάλη διάδοση, εκτοπίζει σταδιακά τη λατρεία της Διώνης και επιβιώνει έως και τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Η λατρεία της Εστίας παράλληλα με τη λατρεία του Διός Πρυτάνεως συνδέεται με το θεσμό των πρυτάνεων και τα πρυτανεία. Θεμέλια τμήματος του πρυτανείου της πόλης, με τις εστίες και ενεπίγραφες αναθηματικές στήλες αφιερωμένες στην Εστία, το Δία και την Αφροδίτη, αποκαλύφθηκαν στο πλάτωμα του λόφου της Αγίας Θεοδώρας, στον ίδιο χώρο που η παράδοση τοποθετεί τα ανάκτορα των Κομνηνών Δεσποτών της Βυζαντινής Άρτας.
Ο δημόσιος χώρος της Αμβρακίας κατελάμβανε περιοχή στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλεως όπου δέσποζε ο ναός του Απόλλωνος Σωτήρος. Στη θέση της σημερινής μητρόπολης στην Άρτα, υπήρχε ναός του Ασκληπιού, στη θέση των Αγίων Πάντων ναός της Αφροδίτης και στη θέση του σημερινού Κάστρου ναός της Αθηνάς. Αναφέρεται επίσης και ναός της Αρτέμιδος Ηγεμόνης. Σήμερα από τους ναούς που αναφέρθηκαν σώζονται μόνο τα θεμέλια του ναού του Απόλλωνα, ενώ έχουν αποκαλυφτεί τμήματα δύο θεάτρων και του Πρυτανείου της πόλης.
Έχουν εντοπιστεί επίσης τα νεκροταφεία της αρχαίας Αμβρακίας με σημαντικότερο το δυτικό ενώ έχει αποκαλυφτεί και τμήμα της αρχαίας λεωφόρου. Από την αρχαία πόλη διασώθηκαν ελάχιστα μνημεία, αρκετά όμως έργα τέχνης. Κοντά στην πλατεία Κιλκίς διασώθηκε τμήμα του μεγάλου ναού του Πύθιου Απόλλωνα Σωτήρα (το τμήμα μέχρι την ευθυντηρία) διαστάσεων 20,75 x 44 μ. Ο ναός κτίστηκε γύρω στο 500 π.Χ. Σε αυτόν ανέθεταν οι Αμβρακιώτες τα δημόσια κείμενα και έγγραφά τους ενώ το σύμβολο του ναού, ο βαίτυλος, χαρακτηρίζει τα νομίσματα και τις δημόσιες σφραγίδες της Αμβρακίας. Εκεί βρέθηκε και ενεπίγραφη στήλη με κείμενο συνθήκης καθορισμού ορίων μεταξύ Αμβρακίας και Χαράδρου.
Δίπλα στο σημερινό ναό του Αγ. Κωνσταντίνου αποκαλύφτηκε ένα θέατρο μικρών διαστάσεων - ίσως το μικρό θέατρο που μνημονεύει ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας. Το ''Μικρό Θέατρο'' βρίσκεται στο κέντρο της πόλης επάνω στην κεντρική αρτηρία της. Ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. πάνω σε λείψανα λουτρικών εγκαταστάσεων. Το θέατρο διασώζει ωραιότατα ψηφιδωτά του 4ου αιώνα π.Χ. Το ''Μεγάλο Θέατρο'' εντοπίστηκε στο χαμηλότερο τμήμα της πόλης, μέσα στα τείχη. Αποκαλύφτηκε τμήμα της ορχήστρας, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλήμματος του κοίλου της ίδιας πλευράς καθώς και λείψανα λίθινων εδωλίων.
Τα νεκροταφεία της πόλης έχουν εντοπιστεί στις νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης, στους πρόποδες της Περράνθης. Είχαν οργανωθεί από την εποχή της ίδρυσης της Αμβρακίας. Σημαντικότερο ήταν το δυτικό νεκροταφείο, ιδρυμένο κατά μήκος της αρχαίας λεωφόρου που ξεκινούσε από τη νότια κύρια πύλη και οδηγούσε στον Άμβρακο, επίνειο της πόλης στον Αμβρακικό. Η λεωφόρος - Ιερά οδός, πλάτους 12 μ., ήταν πλακόστρωτη ή σκυρόστρωτη. Έχει αποκαλυφτεί μέχρις στιγμής σε μήκος περίπου 300 μ., κοντά στο Εθνικό Στάδιο. Τη λεωφόρο πλαισίωναν μνημειακοί ταφικοί περίβολοι.
Γύρω στο 600 π.Χ. χρονολογείται το δημόσιο Πολυάνδριο κενοτάφιο για να τιμηθούν οι νεκροί Αμβρακιώτες και Κορίνθιοι. Πρόκειται για μνημειακή κατασκευή μήκους 12,40 μ., πλάτους 8 μ. και ύψους μεγαλύτερου των 2,40 μ. Στην ανωδομή του διασώθηκε σημαντική για το είδος και τον τρόπο γραφής επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ. Η επιγραφή είναι χαραγμένη βουστροφιδόν και στοιχηδόν. Στην επιγραφή αυτή συναντάται και η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία του ονόματος της πόλης: ''Ανπρακία''. Το μνημείο διατήρησε την ιερότητα του στη διάρκεια των αιώνων και κατά τη Βυζαντινή εποχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο με τρίκλιτο ναΰδριο.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Τείχος Αρχαίας Αμβρακίας
Η άνθιση και ανάπτυξη της Αμβρακίας ως μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας ώθησε τους κατοίκους της στην οχύρωση της πόλης για την προστασία της. Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε η κατασκευή του τείχους της Αμβρακίας και οι απόψεις των διαφόρων μελετητών σχετικά με αυτό διίστανται. Είναι πιθανόν η Αμβρακία να διέθετε έναν απλό σε σχέδιο και κατασκευή περίβολο κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα, ενώ στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα θα πρέπει να χτίστηκε νέος οχυρωματικός περίβολος μνημειακής κατασκευής. Τα τμήματα του αρχαίου τείχους, που διασώθηκαν, δείχνουν πως το τείχος ήταν επιβλητικό και επιμελημένης κατασκευής.
Στο βορειοανατολικό τμήμα του επιχτίστηκε αργότερα το βυζαντινό κάστρο (13ος αιώνας μ.Χ.). Αρκετά τμήματα του τείχους έχουν αποκαλυφθεί κατά καιρούς σε σωστικές ανασκαφές που διενεργεί η ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στο χώρο της αρχαίας Αμβρακίας από τη δεκαετία του '60. Λίγα μόνο τμήματα από το τείχος που περιέβαλε την πόλη της αρχαίας Αμβρακίας ακολουθώντας σε μεγάλο τμήμα τον ρου του ποταμού Αράχθου, είναι σήμερα ορατά.
Το τείχος αποτελείται από δύο παρειές με γέμισμα ανάμεσά τους. Η εξωτερική παρειά είναι ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής με εντυπωσιακό μέγεθος λαξευτών λίθων ύψους έως 1,5 μ. Η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίθρες.
Μικρό θέατρο Αμβρακίας
Στο βορειοανατολικό τμήμα του επιχτίστηκε αργότερα το βυζαντινό κάστρο (13ος αιώνας μ.Χ.). Αρκετά τμήματα του τείχους έχουν αποκαλυφθεί κατά καιρούς σε σωστικές ανασκαφές που διενεργεί η ΙΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στο χώρο της αρχαίας Αμβρακίας από τη δεκαετία του '60. Λίγα μόνο τμήματα από το τείχος που περιέβαλε την πόλη της αρχαίας Αμβρακίας ακολουθώντας σε μεγάλο τμήμα τον ρου του ποταμού Αράχθου, είναι σήμερα ορατά.
Το τείχος αποτελείται από δύο παρειές με γέμισμα ανάμεσά τους. Η εξωτερική παρειά είναι ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής με εντυπωσιακό μέγεθος λαξευτών λίθων ύψους έως 1,5 μ. Η ανωδομή ήταν κατασκευασμένη από ωμές πλίθρες.
Μικρό θέατρο Αμβρακίας
Το λεγόμενο «μικρό» θέατρο της Αμβρακίας είναι το μικρότερο από τα αρχαία Ελληνικά θέατρα, που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας πόλης, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, σε μικρή απόσταση από τον Υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα. Όπως δείχνει η γενική αρχιτεκτονική του μορφή, κτίστηκε στα τέλη του 4ου - αρχές 3ου αιώνα π.Χ., κατά την περίοδο της βασιλείας του Πύρρου. Η πόλη τότε ως πρωτεύουσα του βασιλείου γνώρισε μεγάλη άνθηση και, εκτός από το μικρό θέατρο, οικοδομήθηκαν το μεγάλο θέατρο, κοντά στο ναό του Απόλλωνα, και το πρυτανείο, που αποκαλύφθηκε δίπλα στο ναό.
Το θέατρο δεν κατασκευάσθηκε σε φυσικό ύψωμα αλλά σε επιχωματωμένο πρανές. Η επίχωση για τη στήριξη του κοίλου είχε γίνει επάνω σε θεμέλια και ψηφιδωτά δάπεδα λουτρών, που χρονολογούνται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Από το μνημείο έχουν αποκαλυφθεί η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο είναι κατασκευασμένο από καλής ποιότητας ασβεστόλιθο. Με δύο κλίμακες διαιρείται σε τρεις κερκίδες και είχε λίθινα εδώλια, ενώ είναι αξιοσημείωτη η απουσία προεδρίας, δηλαδή επισήμων θέσεων στην πρώτη σειρά.
Στις δύο πλάγιες κερκίδες σώζονται τρεις σειρές εδωλίων και στη κεντρική τέσσερις. Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου, με διάμετρο 6,70 μ. Το προσκήνιο ήταν λίθινο κτίσμα μήκους 10 μ. και την πρόσοψή του κοσμούσαν πιθανότατα έξι Ιωνικοί ημικίονες. Η ανασκαφική έρευνα του θεάτρου ξεκίνησε με αφορμή την εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση νέας οικοδομής και έγινε το 1976 από τον αρχαιολόγο της Εφορείας κ. Ηλία Ανδρέου. Το υπόλοιπο τμήμα του μνημείου πρόκειται να ανασκαφεί μελλοντικά.
Ναός Απόλλωνα Πυθίου Σωτήρα
Το θέατρο δεν κατασκευάσθηκε σε φυσικό ύψωμα αλλά σε επιχωματωμένο πρανές. Η επίχωση για τη στήριξη του κοίλου είχε γίνει επάνω σε θεμέλια και ψηφιδωτά δάπεδα λουτρών, που χρονολογούνται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Από το μνημείο έχουν αποκαλυφθεί η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το κοίλο είναι κατασκευασμένο από καλής ποιότητας ασβεστόλιθο. Με δύο κλίμακες διαιρείται σε τρεις κερκίδες και είχε λίθινα εδώλια, ενώ είναι αξιοσημείωτη η απουσία προεδρίας, δηλαδή επισήμων θέσεων στην πρώτη σειρά.
Στις δύο πλάγιες κερκίδες σώζονται τρεις σειρές εδωλίων και στη κεντρική τέσσερις. Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου, με διάμετρο 6,70 μ. Το προσκήνιο ήταν λίθινο κτίσμα μήκους 10 μ. και την πρόσοψή του κοσμούσαν πιθανότατα έξι Ιωνικοί ημικίονες. Η ανασκαφική έρευνα του θεάτρου ξεκίνησε με αφορμή την εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση νέας οικοδομής και έγινε το 1976 από τον αρχαιολόγο της Εφορείας κ. Ηλία Ανδρέου. Το υπόλοιπο τμήμα του μνημείου πρόκειται να ανασκαφεί μελλοντικά.
Ναός Απόλλωνα Πυθίου Σωτήρα
Ο σημαντικότερος ναός της αρχαίας Αμβρακίας, που ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα Πύθιο Σωτήρα και δέσποζε στο δημόσιο χώρο της πόλης, βρίσκεται στο κέντρο της Άρτας, κοντά στην πλατεία Κιλκίς. Χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ., με βάση πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη, που βρέθηκαν διάσπαρτα στον περιβάλλοντα χώρο, ωστόσο στην ίδια θέση πρέπει να υπήρχαν και παλαιότερα ιερά του Απόλλωνα.
Στο ναό αυτό, που ήταν το κύριο ιερό της πόλης, φαίνεται ότι οι αρχές ανέθεταν τα δημόσια κείμενα, όπως προκύπτει από την εύρεση ενός σημαντικού δημόσιου εγγράφου, μιας ενεπίγραφης στήλης με κείμενο συνθήκης καθορισμού των ορίων μεταξύ των πόλεων Αμβρακίας και Χαράδρου, που χρονολογείται στο 2ο αιώνα π.Χ., αμέσως μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη διοίκηση των Ηπειρωτικών πόλεων. Ο ναός ήταν μεγαλοπρεπής, Δωρικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και επιμήκη σηκό, και είχε διαστάσεις 44 x 20,75 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρείται η θεμελίωση του βάθρου για το άγαλμα ή το σύμβολο του Απόλλωνα.
Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και η ευθυντηρία, αφού ήδη από τους πρώιμους Χριστιανικούς χρόνους άρχισε να λιθολογείται, καθώς χρησίμευσε ως λατομείο, ενώ την ίδια περίοδο επάνω στα αρχαία ερείπια κατασκευάσθηκαν και κεραμοσκεπείς τάφοι. Από το 1964, οπότε έγινε γνωστή η ύπαρξη του μνημείου, άρχισε δοκιμαστική ανασκαφική έρευνά του από την αρχαιολόγο Ιουλία Βοκοτοπούλου. Η ανασκαφή συνεχίσθηκε κατά τα έτη 1966 και 1968 και ολοκληρώθηκε την περίοδο 1975 - 1977.
Στο ναό αυτό, που ήταν το κύριο ιερό της πόλης, φαίνεται ότι οι αρχές ανέθεταν τα δημόσια κείμενα, όπως προκύπτει από την εύρεση ενός σημαντικού δημόσιου εγγράφου, μιας ενεπίγραφης στήλης με κείμενο συνθήκης καθορισμού των ορίων μεταξύ των πόλεων Αμβρακίας και Χαράδρου, που χρονολογείται στο 2ο αιώνα π.Χ., αμέσως μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, και παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη διοίκηση των Ηπειρωτικών πόλεων. Ο ναός ήταν μεγαλοπρεπής, Δωρικού ρυθμού, περίπτερος, με πρόναο και επιμήκη σηκό, και είχε διαστάσεις 44 x 20,75 μ. Στο βάθος του σηκού διατηρείται η θεμελίωση του βάθρου για το άγαλμα ή το σύμβολο του Απόλλωνα.
Από το μνημείο σώζεται μόνο η κρηπίδα και η ευθυντηρία, αφού ήδη από τους πρώιμους Χριστιανικούς χρόνους άρχισε να λιθολογείται, καθώς χρησίμευσε ως λατομείο, ενώ την ίδια περίοδο επάνω στα αρχαία ερείπια κατασκευάσθηκαν και κεραμοσκεπείς τάφοι. Από το 1964, οπότε έγινε γνωστή η ύπαρξη του μνημείου, άρχισε δοκιμαστική ανασκαφική έρευνά του από την αρχαιολόγο Ιουλία Βοκοτοπούλου. Η ανασκαφή συνεχίσθηκε κατά τα έτη 1966 και 1968 και ολοκληρώθηκε την περίοδο 1975 - 1977.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΤΗΣ ΑΜΒΡΑΚΙΑΣ
Στην Αμβρακία, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, υπήρχαν δύο θέατρα, το μικρό και το μεγάλο, τα οποία ήρθαν στο φως με τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες. Ο Hammond αναφέρει πως το μεγάλο θέατρο ήταν έργο της εποχής του Πύρρου, μέσα στο πνεύμα της προβολής του Μολοσσικού οίκου, και το τοποθετεί σε φυσική κοιλότητα του λόφου της Περάνθης, επισημαίνοντας ότι ορισμένα μέρη του είναι ακόμα ορατά. Τμήμα του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας, περίπου σαν το θέατρο της Δωδώνης, αποκαλύφθηκε σε σωστικές ανασκαφές στην Άρτα κοντά στο ναό του Απόλλωνα, χρονολογούμενο από την ανασκαφέα στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ..
Το μεγάλο θέατρο εντοπίσθηκε στο χαμηλότερο τμήμα της πόλεως μέσα στα τείχη, λαξευμένο εν μέρει στη δυτική πλευρά του χαμηλού υψώματος επί του οποίου δεσπόζει ο Υστεροαρχαϊκός ναός του Απόλλωνα. Αποκαλύφθηκε τμήμα της ορχήστρας, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλήμματος του κοίλου της ίδιας πλευράς, καθώς και λείψανα λίθινων εδωλίων. Το μεγαλύτερο μέρος του κοίλου καλύπτεται από τις παρακείμενες οικοδομές της Άρτας. Από τα εδώλια σώζονται μόνο μερικές βάσεις τους από ασβεστόλιθο και πιθανόν τα κυρίως εδώλια να ήταν ξύλινα.
Το κοίλο αποκαλύφθηκε σε μήκος 5 μ. και αριστερά το στήριζε ισχυρότατος αναλημματικός τοίχος πλάτους 0,90 μ. κατασκευασμένος από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους. Η ορχήστρα στηρίζεται από λίθινο τόξο πλάτους 0,65 μ. και η διάμετρός της υπολογίζεται στα 9 μ. Από τη σκηνή έχει αποκαλυφθεί τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου και μικρό τμήμα του τοιχοβάτη. Το μικρό θέατρο της Αμβρακίας ήρθε στο φως το 1976, στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιούνται στην Άρτα.
Η ταύτισή του στηρίζεται στη μαρτυρία του Διονύσιου Αλικαρνασσέως, σύμφωνα με τον οποίο κοντά στο μικρό θέατρο της Αμβρακίας βρισκόταν και το ιερό της Αφροδίτης και του Αινεία ''ἐν δέ Ἀμβρακία ἱερόν τε τῆς ἀυτής Θεοῡ'' (Αφροδίτης Αινειάδος) καί'' ἡρὧον Αἰνείου πλησίον τοῦ μικροῦ θεάτρου, ἐν ᾢ καί ξόανον μικρόν ἀρχαϊκόν Αινείου λεγόμενον''. Πρόκειται για το μικρότερο από τα αρχαία Ελληνικά θέατρα, που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στο κέντρο της σημερινής πόλης της Άρτας, κοντά στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, θέση που συμπίπτει με το βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας πόλης.
Όπου ήταν και το θρησκευτικό και πολιτικό της κέντρο, σε μικρή απόσταση από τον Υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα. Αποκαλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του, κατά τη διάρκεια ανασκαφών που διεξήγε η ΙΒ' ΕΠΚΑ με τον αρχαιολόγο Ηλία Ανδρέου. Συγκεκριμένα, ήλθαν στο φως ολόκληρη η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων, καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Ο ανασκαφέας, με βάση τη γενική αρχιτεκτονική μορφή του, το σύστημα της τοιχοδομίας των αναλημμάτων των παρόδων, την κατασκευή του προσκηνίου και την κεράμωση της στέγης της σκηνής, το χρονολογεί στα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Το θέατρο δεν στηρίζεται σε φυσικό ύψωμα, αλλά σε επιχωματωμένο πρανές. Η επίχωση για τη στήριξή του είχε γίνει πάνω στα θεμέλια και στα ψηφιδωτά δάπεδα λουτρικών εγκαταστάσεων των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.. Κάτω από την ορχήστρα αποκαλύφθηκαν θεμέλια από παλαιότερα οικοδομήματα Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου. Οι χώροι των λουτρών διατηρούν ψηφιδωτά δάπεδα από μικρά ασπρόμαυρα ποταμίσια ή θαλασσινά χαλίκια, με παραστάσεις γεωμετρικών μοτίβων, ερωτιδέα που απλώνει το χέρι σε κύκνο, ερωτιδέα που φυσά κοχύλι καθώς και παραστάσεις δελφινιών.
Το κοίλο, όπως στα περισσότερα παλαιότερα αρχαία θέατρα, έχει νότιο προσανατολισμό. Είχε λίθινο προσκήνιο μήκους 10 μ. διακοσμημένο με λίθινους ημικίονες και η περιφέρεια της κυκλικής ορχήστρας διαμέτρου 6,70 μ. απέχει 2 μ. από την εξωτερική πλευρά του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το δάπεδο της ορχήστρας δεν διατηρείται, πιθανόν όμως να ήταν στρωμένο με ασβεστολιθικές πλάκες. Η σφενδόνη του κοίλου διαιρείται από δύο κλίμακες σε τρεις κερκίδες, από τις οποίες η κεντρική σώζει τέσσερις σειρές εδωλίων και υποδομή πέμπτης, ενώ οι πλάγιες τρεις σειρές. Για την κατασκευή των εδωλίων χρησιμοποιήθηκαν λαξευμένοι ογκόλιθοι από σκληρό ασβεστόλιθο και κάθε σειρά καθισμάτων είναι χωριστή από την άλλη.
Η πρώτη σειρά εδωλίων είναι ακριβώς όμοια με τις υπόλοιπες, όπως στα λαξευμένα σε βράχο θέατρα. Καθίσματα ή θρόνοι προεδρίας, δηλαδή επισήμων θέσεων στην πρώτη σειρά, δεν βρέθηκαν. Μπροστά και κατά μήκος του προσκηνίου αποκαλύφθηκε αποχετευτικός αγωγός σε μήκος 11 μ., πλάτους 1 μ. και βάθους 0,60 μ. Έφερε καλυπτήριες πλάκες, η επάνω επιφάνεια των οποίων βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το στυλοβάτη του προσκηνίου. Τα σημαντικότερα ευρήματα προέρχονται από το γέμισμα του κοίλου και την επίχωση του προσκηνίου και χρονολογικά ανήκουν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ..
Ενδεικτικά αναφέρονται χρυσός στατήρας του Φιλίππου Β', χάλκινα νομίσματα, χάλκινη λαβή σκεύους του 5ου αιώνα π.Χ., χάλκινη πόρπη Θεσσαλικού τύπου, χάλκινη αιχμή βέλους του 4ου αιώνα π.Χ., κομμάτια από πήλινα ειδώλια, μελαμβαφή όστρακα, κεραμίδες, Κορινθιακοί στρωτήρες και αγελαίοι καλυπτήρες, ανθεμωτοί ακροκέραμοι καλυπτήρες κλασικών χρόνων. Στην καθαρή αρχαία επίχωση της ορχήστρας και του προσκηνίου τα ευρήματα χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., περίοδος που σηματοδοτεί το τέλος της χρήσης του μετά την καταστροφή του θεάτρου.
Σήμερα σε όλη την απαλλοτριωμένη από την Αρχαιολογική Υπηρεσία έκταση περιμετρικά του μνημείου βρίσκεται από το 2010 σε εξέλιξη αρχαιολογική έρευνα, στο πλαίσιο της ενταγμένης στο Ε.Π. «Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα - Ήπειρος 2007-2013» Πράξης «Ανάδειξη - Ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων αρχαίας Αμβρακίας: Δυτική Νεκρόπολη - ναός Απόλλωνα - μικρό θέατρο», προκειμένου να διερευνηθεί ο περιβάλλων χώρος του και στη συνέχεια να αναδειχθεί το μικρό θέατρο στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Στα δημόσια οικοδομήματα που αναφέρονται στις πηγές, αλλά δεν έχουν έλθει στο φως μετά από ανασκαφικές έρευνες, ανήκει το Πυρρείο.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Πύρρος ίδρυσε το Πυρρείον, ένα είδος προαστείου στην επίπεδη περιοχή δυτικά της πόλης, μεταξύ του παλαιότερου τείχους και της κοίτης του Αράχθου, ενώ ως επικρατέστερη θεωρείται η άποψη που υποστηρίζει πως η θέση του ήταν στην περιοχή της Αγίας Θεοδώρας. Πάντως η ονομασία «Πυρρείον» ίσως να αναφέρεται σε κτήριο ανακτόρου ή σε ευρύτερη περιοχή που ανακαινίσθηκε και κοσμήθηκε από τον Πύρρο με μεγαλοπρεπείς κατασκευές ή ακόμα σε κενοτάφιο αφιερωμένο στον Πύρρο.
Συνοψίζοντας, πριν από τον Πύρρο η Ήπειρος ήταν ένα μικρό βασίλειο περικυκλωμένο και επιτηρούμενο από τη Μακεδονία, η οποία επί Φιλίππου Β' και αργότερα επί Κασσάνδρου προσήρτησε ηπειρωτικά εδάφη δυτικά της Πίνδου και ήλεγχε όλες τις οδούς επικοινωνίας. Ανακτώντας ο βασιλιάς των Μολοσσών αυτά τα εδάφη, επεκτεινόμενος προς βορρά εις βάρος των Ιλλυριών και καταλαμβάνοντας τα νησιά του Ιονίου, δημιούργησε τη Μεγάλη Ήπειρο, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριο της επεκτατικής του πολιτικής προς κάθε κατεύθυνση.
Τις επεκτατικές του βλέψεις προσπάθησε να συνοδεύσει και με μια καινούρια εκπολιτιστική πνοή στην Ήπειρο προκειμένου να προπαγανδίσει την ηγεμονία του, να αυξήσει το κύρος του και να ενισχύσει τη θέση του βασιλικού του οίκου. Σε αυτές του τις δράσεις εντάσσεται και η προσάρτηση της Αμβρακίας που χάρισε στο βασίλειό του μια πραγματική πρωτεύουσα και την οποία κόσμησε με μνημειακά δημόσια οικοδομήματα. Ο Πύρρος τη συνέδεσε με τη λατρεία ηρώων των Αιακιδών για να ενισχύσει τη σχέση της με τη Μολοσσία και το βασιλικό οίκο των Μολοσσών. Η Αμβρακία κατά την περίοδο της βασιλείας του, γνώρισε μεγάλη άνθηση ως αστικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Ηπείρου.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΗ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
Η Νικόπολη (πόλη της νίκης), χτίστηκε κατ’ εντολήν του Αυτοκράτορα Αύγουστου Οκταβιανού (ή Οκτάβιου), πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης, για να τιμήσει τους Θεούς, κυρίως τον "Άκτιο Απόλλωνα" ή, όπως λένε άλλοι, τον Ποσειδώνα και τον Άρη για τη νίκη που του έδωσαν κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη μεγάλη Ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ. Μετά την Ναυμαχία του Ακτίου και την Αυτοκτονία του Μάρκου Αντωνίου και της ερωμένης του Κλεοπάτρας, τελευταίας βασίλισσας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, επήλθε το τέλος της Ελληνιστικής Εποχής και η αρχή της Ρωμαϊκής περιόδου και φυσικά η πλήρης επικράτηση του Αύγουστου Οκταβιανού.
Στην Αμβρακία, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, υπήρχαν δύο θέατρα, το μικρό και το μεγάλο, τα οποία ήρθαν στο φως με τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες. Ο Hammond αναφέρει πως το μεγάλο θέατρο ήταν έργο της εποχής του Πύρρου, μέσα στο πνεύμα της προβολής του Μολοσσικού οίκου, και το τοποθετεί σε φυσική κοιλότητα του λόφου της Περάνθης, επισημαίνοντας ότι ορισμένα μέρη του είναι ακόμα ορατά. Τμήμα του μεγάλου θεάτρου της Αμβρακίας, περίπου σαν το θέατρο της Δωδώνης, αποκαλύφθηκε σε σωστικές ανασκαφές στην Άρτα κοντά στο ναό του Απόλλωνα, χρονολογούμενο από την ανασκαφέα στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ..
Το μεγάλο θέατρο εντοπίσθηκε στο χαμηλότερο τμήμα της πόλεως μέσα στα τείχη, λαξευμένο εν μέρει στη δυτική πλευρά του χαμηλού υψώματος επί του οποίου δεσπόζει ο Υστεροαρχαϊκός ναός του Απόλλωνα. Αποκαλύφθηκε τμήμα της ορχήστρας, μέρος της δυτικής παρόδου και του αναλήμματος του κοίλου της ίδιας πλευράς, καθώς και λείψανα λίθινων εδωλίων. Το μεγαλύτερο μέρος του κοίλου καλύπτεται από τις παρακείμενες οικοδομές της Άρτας. Από τα εδώλια σώζονται μόνο μερικές βάσεις τους από ασβεστόλιθο και πιθανόν τα κυρίως εδώλια να ήταν ξύλινα.
Το κοίλο αποκαλύφθηκε σε μήκος 5 μ. και αριστερά το στήριζε ισχυρότατος αναλημματικός τοίχος πλάτους 0,90 μ. κατασκευασμένος από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους. Η ορχήστρα στηρίζεται από λίθινο τόξο πλάτους 0,65 μ. και η διάμετρός της υπολογίζεται στα 9 μ. Από τη σκηνή έχει αποκαλυφθεί τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου και μικρό τμήμα του τοιχοβάτη. Το μικρό θέατρο της Αμβρακίας ήρθε στο φως το 1976, στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιούνται στην Άρτα.
Η ταύτισή του στηρίζεται στη μαρτυρία του Διονύσιου Αλικαρνασσέως, σύμφωνα με τον οποίο κοντά στο μικρό θέατρο της Αμβρακίας βρισκόταν και το ιερό της Αφροδίτης και του Αινεία ''ἐν δέ Ἀμβρακία ἱερόν τε τῆς ἀυτής Θεοῡ'' (Αφροδίτης Αινειάδος) καί'' ἡρὧον Αἰνείου πλησίον τοῦ μικροῦ θεάτρου, ἐν ᾢ καί ξόανον μικρόν ἀρχαϊκόν Αινείου λεγόμενον''. Πρόκειται για το μικρότερο από τα αρχαία Ελληνικά θέατρα, που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα. Βρίσκεται στο κέντρο της σημερινής πόλης της Άρτας, κοντά στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, θέση που συμπίπτει με το βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας πόλης.
Όπου ήταν και το θρησκευτικό και πολιτικό της κέντρο, σε μικρή απόσταση από τον Υστεροαρχαϊκό ναό του Απόλλωνα. Αποκαλύφθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του, κατά τη διάρκεια ανασκαφών που διεξήγε η ΙΒ' ΕΠΚΑ με τον αρχαιολόγο Ηλία Ανδρέου. Συγκεκριμένα, ήλθαν στο φως ολόκληρη η ορχήστρα, μέρος του κοίλου και των παρόδων, καθώς και το δυτικό τμήμα του στυλοβάτη του προσκηνίου. Ο ανασκαφέας, με βάση τη γενική αρχιτεκτονική μορφή του, το σύστημα της τοιχοδομίας των αναλημμάτων των παρόδων, την κατασκευή του προσκηνίου και την κεράμωση της στέγης της σκηνής, το χρονολογεί στα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Το θέατρο δεν στηρίζεται σε φυσικό ύψωμα, αλλά σε επιχωματωμένο πρανές. Η επίχωση για τη στήριξή του είχε γίνει πάνω στα θεμέλια και στα ψηφιδωτά δάπεδα λουτρικών εγκαταστάσεων των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.. Κάτω από την ορχήστρα αποκαλύφθηκαν θεμέλια από παλαιότερα οικοδομήματα Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου. Οι χώροι των λουτρών διατηρούν ψηφιδωτά δάπεδα από μικρά ασπρόμαυρα ποταμίσια ή θαλασσινά χαλίκια, με παραστάσεις γεωμετρικών μοτίβων, ερωτιδέα που απλώνει το χέρι σε κύκνο, ερωτιδέα που φυσά κοχύλι καθώς και παραστάσεις δελφινιών.
Το κοίλο, όπως στα περισσότερα παλαιότερα αρχαία θέατρα, έχει νότιο προσανατολισμό. Είχε λίθινο προσκήνιο μήκους 10 μ. διακοσμημένο με λίθινους ημικίονες και η περιφέρεια της κυκλικής ορχήστρας διαμέτρου 6,70 μ. απέχει 2 μ. από την εξωτερική πλευρά του στυλοβάτη του προσκηνίου. Το δάπεδο της ορχήστρας δεν διατηρείται, πιθανόν όμως να ήταν στρωμένο με ασβεστολιθικές πλάκες. Η σφενδόνη του κοίλου διαιρείται από δύο κλίμακες σε τρεις κερκίδες, από τις οποίες η κεντρική σώζει τέσσερις σειρές εδωλίων και υποδομή πέμπτης, ενώ οι πλάγιες τρεις σειρές. Για την κατασκευή των εδωλίων χρησιμοποιήθηκαν λαξευμένοι ογκόλιθοι από σκληρό ασβεστόλιθο και κάθε σειρά καθισμάτων είναι χωριστή από την άλλη.
Η πρώτη σειρά εδωλίων είναι ακριβώς όμοια με τις υπόλοιπες, όπως στα λαξευμένα σε βράχο θέατρα. Καθίσματα ή θρόνοι προεδρίας, δηλαδή επισήμων θέσεων στην πρώτη σειρά, δεν βρέθηκαν. Μπροστά και κατά μήκος του προσκηνίου αποκαλύφθηκε αποχετευτικός αγωγός σε μήκος 11 μ., πλάτους 1 μ. και βάθους 0,60 μ. Έφερε καλυπτήριες πλάκες, η επάνω επιφάνεια των οποίων βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το στυλοβάτη του προσκηνίου. Τα σημαντικότερα ευρήματα προέρχονται από το γέμισμα του κοίλου και την επίχωση του προσκηνίου και χρονολογικά ανήκουν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ..
Ενδεικτικά αναφέρονται χρυσός στατήρας του Φιλίππου Β', χάλκινα νομίσματα, χάλκινη λαβή σκεύους του 5ου αιώνα π.Χ., χάλκινη πόρπη Θεσσαλικού τύπου, χάλκινη αιχμή βέλους του 4ου αιώνα π.Χ., κομμάτια από πήλινα ειδώλια, μελαμβαφή όστρακα, κεραμίδες, Κορινθιακοί στρωτήρες και αγελαίοι καλυπτήρες, ανθεμωτοί ακροκέραμοι καλυπτήρες κλασικών χρόνων. Στην καθαρή αρχαία επίχωση της ορχήστρας και του προσκηνίου τα ευρήματα χρονολογούνται στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., περίοδος που σηματοδοτεί το τέλος της χρήσης του μετά την καταστροφή του θεάτρου.
Σήμερα σε όλη την απαλλοτριωμένη από την Αρχαιολογική Υπηρεσία έκταση περιμετρικά του μνημείου βρίσκεται από το 2010 σε εξέλιξη αρχαιολογική έρευνα, στο πλαίσιο της ενταγμένης στο Ε.Π. «Θεσσαλία - Στερεά Ελλάδα - Ήπειρος 2007-2013» Πράξης «Ανάδειξη - Ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων αρχαίας Αμβρακίας: Δυτική Νεκρόπολη - ναός Απόλλωνα - μικρό θέατρο», προκειμένου να διερευνηθεί ο περιβάλλων χώρος του και στη συνέχεια να αναδειχθεί το μικρό θέατρο στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Στα δημόσια οικοδομήματα που αναφέρονται στις πηγές, αλλά δεν έχουν έλθει στο φως μετά από ανασκαφικές έρευνες, ανήκει το Πυρρείο.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Πύρρος ίδρυσε το Πυρρείον, ένα είδος προαστείου στην επίπεδη περιοχή δυτικά της πόλης, μεταξύ του παλαιότερου τείχους και της κοίτης του Αράχθου, ενώ ως επικρατέστερη θεωρείται η άποψη που υποστηρίζει πως η θέση του ήταν στην περιοχή της Αγίας Θεοδώρας. Πάντως η ονομασία «Πυρρείον» ίσως να αναφέρεται σε κτήριο ανακτόρου ή σε ευρύτερη περιοχή που ανακαινίσθηκε και κοσμήθηκε από τον Πύρρο με μεγαλοπρεπείς κατασκευές ή ακόμα σε κενοτάφιο αφιερωμένο στον Πύρρο.
Συνοψίζοντας, πριν από τον Πύρρο η Ήπειρος ήταν ένα μικρό βασίλειο περικυκλωμένο και επιτηρούμενο από τη Μακεδονία, η οποία επί Φιλίππου Β' και αργότερα επί Κασσάνδρου προσήρτησε ηπειρωτικά εδάφη δυτικά της Πίνδου και ήλεγχε όλες τις οδούς επικοινωνίας. Ανακτώντας ο βασιλιάς των Μολοσσών αυτά τα εδάφη, επεκτεινόμενος προς βορρά εις βάρος των Ιλλυριών και καταλαμβάνοντας τα νησιά του Ιονίου, δημιούργησε τη Μεγάλη Ήπειρο, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριο της επεκτατικής του πολιτικής προς κάθε κατεύθυνση.
Τις επεκτατικές του βλέψεις προσπάθησε να συνοδεύσει και με μια καινούρια εκπολιτιστική πνοή στην Ήπειρο προκειμένου να προπαγανδίσει την ηγεμονία του, να αυξήσει το κύρος του και να ενισχύσει τη θέση του βασιλικού του οίκου. Σε αυτές του τις δράσεις εντάσσεται και η προσάρτηση της Αμβρακίας που χάρισε στο βασίλειό του μια πραγματική πρωτεύουσα και την οποία κόσμησε με μνημειακά δημόσια οικοδομήματα. Ο Πύρρος τη συνέδεσε με τη λατρεία ηρώων των Αιακιδών για να ενισχύσει τη σχέση της με τη Μολοσσία και το βασιλικό οίκο των Μολοσσών. Η Αμβρακία κατά την περίοδο της βασιλείας του, γνώρισε μεγάλη άνθηση ως αστικό, εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Ηπείρου.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΗ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
Η Νικόπολη (πόλη της νίκης), χτίστηκε κατ’ εντολήν του Αυτοκράτορα Αύγουστου Οκταβιανού (ή Οκτάβιου), πρώτου Αυτοκράτορα της Ρώμης, για να τιμήσει τους Θεούς, κυρίως τον "Άκτιο Απόλλωνα" ή, όπως λένε άλλοι, τον Ποσειδώνα και τον Άρη για τη νίκη που του έδωσαν κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας στη μεγάλη Ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ. Μετά την Ναυμαχία του Ακτίου και την Αυτοκτονία του Μάρκου Αντωνίου και της ερωμένης του Κλεοπάτρας, τελευταίας βασίλισσας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, επήλθε το τέλος της Ελληνιστικής Εποχής και η αρχή της Ρωμαϊκής περιόδου και φυσικά η πλήρης επικράτηση του Αύγουστου Οκταβιανού.
Για να συνοικίσει τη Νικόπολη ο Αυτοκράτωρ Αύγουστος Οκταβιανός, μετέφερε από παντού (προφανώς διά της βίας) κατοίκους παλιών πόλων κατεστραμμένων ή και άλλων που εξακολουθούσαν να υπάρχουν: Αρχαία Εφύρα, Αρχαία Καλυδών, Αμφιλοχικόν Άργος, Αμβρακία, Ανακτόριον, Κεκροπία, Αλυζία, Όρραον, Κασσώπη, Πανδοσία, Βουχέτιον, από Κόρινθο, αλλά και Ιταλία ακόμα, κλπ. Είναι γνωστό ότι ο Ρωμαίος στρατηγός, Αιμίλιος Παύλος -ως αντίποινα για τις επιθέσεις του Ηπειρώτη Βασιλιά Πύρρου- το 168 πΧ είχε καταστρέψει εβδομήντα πόλεις της Ηπείρου, των οποίων οι κάτοικοι διέφυγαν στα ορεινά ως περιφερόμενοι νομάδες.
Απ' όλες λοιπόν τις πόλεις, κατεστραμμένες ή όχι ήρθαν να στεγασθούν στην καινούργια πόλη, στην οποία ο Αύγουστος Οκταβιανός είχε χορηγήσει ένα σωρό προνόμια, φορολογική ατέλεια και ισοπολιτεία με τους Ρωμαίους πολίτες. Η θέση όπου ιδρύθηκε η Νικόπολη συγκέντρωσε αξιόλογα πλεονεκτήματα ως προς την οικονομία το εμπόριο και τη στρατηγική σημασία της. Παρόλο που στην Νικόπολη τα τείχη κρίνονταν ως περιττή πολυτέλεια κάτω από την ασπίδα της PAX ROMANA, κατασκευάστηκαν για ψυχολογικούς λόγους κυρίως.
Η ίδρυση της Νικόπολης δεν υπαγορεύτηκε μόνο από την ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού, αλλά αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στο στρατιωτικό έλεγχο της δυτικής Ελλάδας από τους Ρωμαίους, καθώς και στην οικονομική ενίσχυση της περιοχής η οποία είχε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ερήμωσης μετά την καταστροφή από το Αιμίλιο Παύλο. Η Νικόπολη είχε δικό της νομισματοκοπείο το οποίο παρήγαγε εξαίρετης ποιότητας χαλκά νομίσματα (για την εσωτερική αγορά) από τους χρόνους του Αυγούστου έως τους χρόνους του αυτοκράτορα Γαλλιηνού.
Η Νικόπολη, άκμασε πολύ σύντομα και σύμφωνα με κάποιες απόψεις ιστορικών έφθασε να έχει πληθυσμό 300.000 κατοίκους, στο έτος 293 μ.Χ., όταν ήταν πρωτεύουσα της Ηπείρου. ''Πόλις ευανδρούσα, λαμβάνουσα καθ ημέραν επίδοσιν'', γράφει ο Στράβων αναφερόμενος στην Νικόπολη. Οι σημερινές απόψεις των αρχαιολόγων είναι διαφορετικές. Συγκλίνουν σε πληθυσμό 60.000 - 100.000 κατοίκων, όπως προκύπτει από τη μελέτη της χαρτογραφίας του πολεοδομικού σχεδίου της πόλης. Η Νικόπολη πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε πλούσια, πολυάνθρωπη, μεγάλη πόλη και πρωτεύουσα της Ηπείρου, η μεγαλύτερη πόλη όλης ίσως της χερσονήσου του Αίμου.
Σύμφωνα με την πληροφορία του Στράβωνα «Η μεν ουν Νικόπολις χώραν τε έχουσα πολλήν», η Νικόπολη είχε εκτεταμένη επικράτεια «χώρα», που τα όριά της όμως δεν είναι δυνατό να καθοριστούν επακριβώς, γιατί λείπουν οι άμεσες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες (όπως π.χ. οροθετικές επιγραφές κ.ά.). Έτσι, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν με βάση έμμεσες πληροφορίες και ιστορικογεωγραφικά κριτήρια (μελέτη του εδαφικού ανάγλυφου κ.ά.). Εικάζεται λοιπόν ότι ο ζωτικός της χώρος θα εκτεινόταν κυκλικά γύρω από τον Αμβρακικό κόλπο.
Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη ρωμαϊκή πρακτική στις οριοθετήσεις, σύμφωνα με την οποία συνήθως γίνονταν σεβαστά τα όρια των αρχαίων φυλετικών περιοχών, η «χώρα» της θα είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της την αρχαία Κασσωπαία, την Αμβρακία με την επικράτειά της, την αρχαία Αμφιλοχική και το μεγαλύτερο μέρος της Ακαρνανίας. Με βάση δηλαδή τη σύγχρονη διοικητική διαίρεση, εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος των σημερινών νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και σ' ένα μέρος του νομού Αιτωλοακαρνανίας (επαρχίες Βάλτου και Βόνιτσας - Ξηρομέρου).
Η συνολική της έκταση εκτιμάται ότι θα έφτανε περίπου τα 1500 τετρ. μίλια (4000 τετρ. χλμ.), όταν ο μέσος όρος των «χωρών« (territoria) των πόλεων της Γαλατίας και της Μ. Ασίας ήταν γύρω στα 600 τετρ. μίλια. Από τη σύγκριση αυτή φαίνεται καθαρά η μεγάλη έκταση που είχε η «χώρα» της Νικόπολης, όπως ακριβώς μαρτυρεί ο Στράβωνας. Μέσα στην έκταση αυτή έχουν βρεθεί ως τώρα αρκετές επιγραφές (που μαζί με τις επιγραφές του αστικού κέντρου φτάνουν συνολικά περίπου τις διακόσιες) και έχουν επίσης επισημανθεί πάνω από πενήντα (50) αρχαιολογικές θέσεις, που ανήκουν σε «περιοικίδες» πόλεις και κώμες εξαρτώμενες διοικητικά από τη Νικόπολη.
Λόγω της ιστορικής της σημασίας, η Νικόπολη ήταν μια «πόλις αίγλη» για τους Ρωμαίους. Γι αυτό και κατασκεύασαν εκεί σημαντικότατα δημόσια έργα. Ρωμαϊκά τείχη με αμυντικούς πύργους, Βουλευτήριο, Εμπορικά Κτίρια, Αμφιθέατρο, Λουτρά (Θέρμες), Μνημείο Αυγούστου Οκταβιανού με ενσωματωμένα 36 έμβολα πλοίων της Κλεοπάτρας. Το Θέατρο Αυγούστου Οκταβιανού (2.000 θέσεων), Ρωμαϊκό Στάδιο (10.000 θέσεων), Ρωμαϊκό Ωδείο (800 θέσεων), αλλά το κυριότερο τεχνικό έργο είναι το Ρωμαϊκό υδραγωγείο μήκους 50 Km με το οποίο έφερναν πόσιμο νερό από τις πηγές του Αγίου Γεωργίου -πιο πάνω από τη Φιλιππιάδα- στη Νικόπολη.
Για να γίνει αυτό το γιγάντιο έργο ύδρευσης πέρασαν προφανώς πέρασαν κάποιες δεκαετίας, λέγεται δε ότι εργάσθηκαν δεκάδες χιλιάδες δούλοι. Το αρχικό του τμήμα περιλαμβάνει τοξωτό εναέριο σύστημα μεταφοράς (γέφυρα) για να παρακαμφτεί η χαράδρα Λούρου (επισκέψιμο), στη συνέχεια υπάρχει σκαφτή σήραγγα στο λόφο απέναντι (σώζεται και είναι επισκέψιμη), και το έργο συνεχίζει μέχρι το χωριό Αρχάγγελος όπου υπάρχει επίσης εναέρια τοξωτή γέφυρα μεταφοράς (επισκέψιμο) και στη συνέχεια μέσα από τους λόφους της Νέας Σαμψούντας και του Καναλίου Πρέβεζας το νερό έφτανε στο Νυμφαίον Νικοπόλεως, ένα κομψοτέχνημα Υδραγωγείου - Ναού, που ευτυχώς σώζεται σε καλή κατάσταση σήμερα (επισκέψιμο).
Ο γεωγράφος Στράβων πραγματοποίησε ταξίδι εξ Ανατολής προς την Ιταλία το καλοκαίρι του έτους 29 π.Χ.. Από τα συμφραζόμενα στο βιβλίο του συμπεραίνεται ότι μάλλον διήλθεν της Νικοπόλεως, και αναφέρει το λιμένα Κόμαρος και Ανακτορίου. Όσο για τον δεύτερο λιμένα μάλλον εννοεί το Βαθύ στη Μαργαρώνα, του οποίου αγνοούσε το όνομα (Πέτρος Φουρίκης, 1930). Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ο Αύγουστος έδωσε εντολή να κτισθεί η Νικόπολις (Nicopolis, Nikopolis, Πόλη της Νίκης). Οι Ρωμαϊκές Λεγεώνες υπό τον στρατηγό Ακίνιο (Anikius), καταλαμβάνουν όλη την Ήπειρο και εξαναγκάζουν τους κατοίκους των πόλεων πλησίον του Ακτίου να συνοικίσουν τη νέα πόλη Νικόπολις.
Πολλά δημόσια έργα αρχίζουν να δημιουργούνται στη Ρωμαϊκή Νικόπολη όπως τα Ρωμαϊκά Τείχη (σώζονται), το Ρωμαϊκό Ωδείο (με αρχική χωρητικότητα 1500 θεατών, σήμερα 700, σώζεται), το Θέατρο Οκταβιανού στολισμένο με τουλάχιστον 30 αγάλματα (5000 θέσεις θεατών, σώζεται σήμερα, μη λειτουργικό), το Μνημείο Αυγούστου (Augustus Monument, σώζονται τα θεμέλια), το Ρωμαϊκό Στάδιο (5000 θέσεις θεατών, σώζεται), το Βουλευτήριο», το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (μήκος 60 χιλιόμετρα, σώζονται τμήματα), το Νυμφαίον (αποθήκες ύδατος με μορφή ιερού των Νυμφών», σώζεται), οι Ρωμαϊκές Θέρμες (σώζονται δύο συγκροτήματα), πολλά Μαυσωλεία (σώζονται), κ.λπ.
Στο ρωμαϊκό Στάδιο τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια αγώνες ισάξιοι των Ολυμπιακών, τα Άκτια, αγώνες αθλημάτων στίβου, αρματοδρομίες, αλλά και αγώνες λόγου και τέχνης. Λέγεται ότι αργότερα έλαβε μέρος εδώ σε αρματοδρομίες, ο αΑτοκράτωρ «Νέρων». Οι αθλητικοί αγώνες Άκτια γίνονταν στο στάδιο του Ακτίου, δίπλα στο ναό του Ακτίου Απόλλωνος κάθε δύο χρόνια. Δεν είναι ακριβώς γνωστό αν και πότε σταμάτησαν, γιατί το Ανακτόριον υπήρχε ως πόλη το έτος 31 π.Χ. που έγινε η Ναυμαχία του Ακτίου. Πάντως, με απόφαση του Οκταβιανού Αυγούστου τα Άκτια μεταφέρονται πλέον στο στάδιο Νικοπόλεως και ορίζεται να γίνονται κάθε 2α Σεπτεμβρίου, με έναρξη το έτος 28 π.Χ..
Τα Άκτια αυτά περιλάμβαναν αθλήματα στίβου, μουσικούς αγώνες, αρματοδρομίες, λεμβοδρομίες στη θάλασσα, μικρές ναυμαχίες, κλπ, ορίσθηκε δε να τελούνται κάθε πέντε χρόνια και η χρονική περίοδος αυτή απεκαλείτο Ακτιάς. Το έπαθλο των νικητών ήταν ένα στεφάνι από λεπτά καλάμια που αφθονούσαν στην περιοχή. Η φήμη των Ακτίων ξεπέρασε τα Ελλαδικά σύνορα και οι νικητές αποκαλούνταν ακτιονίκες κατά το ολυμπιονίκες. Είναι ενδιαφέρον, ότι ο Αύγουστος Οκταβιανός ανέθεσε τη διοργάνωση των Ακτίων στους Λακεδαιμόνιους, γιατί όλοι οι Έλληνες είχαν προσχωρήσει στον Μάρκο Αντώνιο, και μόνο οι Σπαρτιάτες σε αυτόν.
Αργότερα οι Ρωμαίοι αλλοίωσαν τον Ελληνικό χαρακτήρα των Ακτίων, και προσέθεσαν θηριομαχίες, μονομαχίες και άλλα αιματηρά αγωνίσματα που έτερπαν το φιλοθεάμον Ρωμαϊκό κοινό. Τελικά τα Άκτια παρήκμασαν από το έτος 391 - 395 μ.Χ., οπότε και καταργήθηκαν με το διάταγμα απαγόρευσης των Ολυμπιακών αγώνων και των Ακτίων, κλπ του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α'. Σύμφωνα όμως με έρευνες νεωτέρων Βυζαντινολόγων (Howell, Robinson, κλπ), δεν απαγόρευσε ο Μέγας Θεοδόσιος τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά απλώς απαγόρευσε τις θυσίες κατά την διάρκειά τους.
Μάλιστα, οι Αγώνες συνεχίστηκαν για περίπου 30 χρόνια ακόμη και ο λόγος που έσβησαν, όχι διεκόπησαν, οι συγκεκριμένοι ιστορικοί ομιλούν για φθορά και σβήσιμο, ήταν η έλλειψη χρημάτων (χορηγών) και κάποιες φυσικές καταστροφές, όπως η πυρκαγιά στον ναό στης Ολυμπίας. Το έτος 22 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος δείχνων το μεγάλο του ενδιαφέρον για το κτίσμα του, υπογράφει διάταγμα με το οποίο εισάγει νέο σύστημα επαρχιακής διοίκησης και «καθιστά την Νικόπολη οιονεί πρωτεύουσαν και μητρόπολιν της Νοτίου Ηπείρου και Ακαρνανίας».
Επίσης είναι σημαντικό ότι ο ιστορικός Πλίνιος αποκαλεί το Άκτιον αποικίαν του Αυγούστου, ενώ την Νικόπολη την αποκαλεί ελευθέραν Νικοπολιτανήν Πολιτείαν, ή στα λατινικά «Civitate Libera Nicopolitana». Τον αυτοκράτορα Αύγουστο Οκταβιανό τον διαδέχθηκε ως γνωστόν ο Τιβέριος. Ο γιος του Τιβέριου λεγόταν Γερμανικός και το έτος 17 π.Χ. επισκέφθηκε την Νικόπολη. Ο Λατίνος ιστορικός Τάκιτος μας αναφέρει επακριβώς σε μετάφραση «Ο γενναίος και γλυκύς Γερμανικός, ότε το δεύτερον εξελέγη ύπατος, ευρίσκετο παρά την Νικόπολιν και παρ αυτήν περιεβλήθη την υπατικήν τήβεννον»
Μετά τους διωγμούς των φιλοσόφων επί Αυτοκράτορος Δομητιανού στη Ρώμη (89 μ.Χ), βρήκε καταφύγιο στη Νικόπολη και ίδρυσε Φιλοσοφική Σχολή, ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος Επίκτητος (90 μ.Χ). Μαθητής του Επίκτητου στη Σχολή της Νικόπολης ήταν ο διάσημος ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, γνωστός για τα ιστορικά του έργα περί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Νικόπολη είχε επίσης δικό της νομισματοκοπείο, το οποίο ''έκοβε'' νομίσματα από την εποχή του Αυγούστου έως την εποχή του αυτοκράτορα Γαλληϊνού (253 - 268 μΧ). Πολλά από αυτά τα νομίσματα σώζονται και θα εκτεθούν στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικοπόλεως. Αρκετά από αυτά εκτίθενται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Σύμφωνα με τη χρονογραφία «Γενεσίου Βασιλειών» η οποία γράφηκε κατ' εντολήν του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και την οποία χρησιμοποιεί ως πηγή ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 - 1891), κατά το τελευταίον έτος της βασιλείας του Μιχαήλ Β' του Τραυλού, το έτος 829 μ.Χ., Βουλγαρικά φύλα, πιθανώς δε και Σλαβικά μαζί, εισέβαλαν στον Ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Κατέλαβαν την Νικόπολη όπως και τμήμα της Ηπειρωτικής γης όπου και εγκαταστάθηκαν. Μια δεύτερη επιδρομή Βουλγάρων κατά της Νικοπόλεως αναφέρεται να έγινε το έτος 919 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Ρωμανού Λακαπηνού (919 - 944), με αρχηγό τον Συμεών Πέτρου.
Κατά την εποίκηση της Νικοπόλεως με ντόπιους Έλληνες, ήρθαν και Ρωμαίοι ευγενείς, που έκτισαν πλούσιες επαύλεις για μόνιμη ή καλοκαιρινή διαμονή, καθώς και πολλοί έμποροι, που μετέβαλαν τη Νικόπολη σε μια από τις μεγάλες εμπορικές σκάλες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μια τέτοια θαυμαστή έπαυλις, είναι η «Έπαυλις του Μάνιου Αντωνίνου», με θαυμάσια ψηφιδωτά, τμήματα της οποίας έχουν αναδειχθεί πρόσφατα και είναι επισκέψιμα. Η Αρχαία Νικόπολη είχε τόσο μεγάλη εμπορική κίνηση, ώστε συντηρούσε συγχρόνως τρία λιμάνια, το ένα στο Ιόνιο πέλαγος (λέγεται Κόμαρος, στο σημερινό χωριό Μύτικας) και τα δύο στο μέρος του Αμβρακικού κόλπου (ένα στο Βαθύ Μαργαρώνας και ένα στην παραλία της Πρέβεζας).
Ο Οκταβιανός έδωσε εντολή και ανασυστήθηκαν οι παλιοί αθλητικοί αγώνες των Ακαρνάνων, τα Άκτια, στους οποίους οι Ρωμαίοι θέλησαν να προσδώσουν την αίγλη και τη λαμπρότητα των Ολυμπιακών αγώνων. Οι Ρωμαίοι μετέφεραν τον χώρο τέλεσης των Ακτίων, από το ιερό του Ακτίου Απόλλωνα (βρίσκεται ημιβυθισμένο στο Άκτιο) στην Νικόπολη, ειδικότερα στην περιοχή ''Προάστειον Νικοπόλεως'', βορείως της Αρχαίας Νικόπολης, εκεί πού βρίσκεται σήμερα η κοινότητα Σμυρτούλας. Πολλές αγωνιστικές επιγραφές προς τιμήν νικητών αγώνων έχουν βρεθεί σε περιοχές του Ρωμαϊκού κόσμου. Πέραν των δημοσίων έργων, η Νικόπολη μαζί με την εμπορική της άνθηση και τον αθλητισμό, δημιούργησε και πνευματική κίνηση.
Μετά τους διωγμούς των φιλοσόφων επί Αυτοκράτορος Δομητιανού στη Ρώμη (89 μ.Χ), βρήκε καταφύγιο στη Νικόπολη και ίδρυσε Φιλοσοφική Σχολή, ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος Επίκτητος (90 μ.Χ). Μαθητής του Επίκτητου στη Σχολή της Νικόπολης ήταν ο διάσημος ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, γνωστός για τα ιστορικά του έργα περί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Νικόπολη είχε επίσης δικό της νομισματοκοπείο, το οποίο ''έκοβε'' νομίσματα από την εποχή του Αυγούστου έως την εποχή του αυτοκράτορα Γαλληϊνού (253 - 268 μΧ). Πολλά από αυτά τα νομίσματα σώζονται και θα εκτεθούν στο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικοπόλεως. Αρκετά από αυτά εκτίθενται στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Κατά μια άποψη, το έτος 62 - 63 μ.Χ., από την Νικόπολη άρχισε την περιοδεία εκχριστιανισμού στην Ελλάδα ο Απόστολος Παύλος, ιδρύοντας εκεί ''εκκλησίαν Νικοπόλεως''. Πιθανολογείται ότι αποβιβάσθηκε με πλοίο στο λιμάνι Κόμαρος του Μύτικα, παραλιακού χωριού της Πρέβεζας. Ως ιστορικό γεγονός δεν είναι τεκμηριωμένη η επίσκεψη του Απόστολου Παύλου στη Νικόπολη, υπάρχει απλώς η ένδειξη από χωρίο κάποιας επιστολής του, όπου γράφει επακριβώς:
'' Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι''. (Επιστολή ''Προς Τίτον''). Ανεξάρτητα όμως αν ''ξεχειμώνιασε'' στη Νικόπολη ο Απόστολος Παύλος ή όχι, τελικά η Νικόπολη καθιερώθηκε ως μεγάλο κέντρο του Χριστιανισμού και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες όχι μόνο τη σεβάστηκαν αλλά και την ενίσχυσαν. Στη Νικόπολη γεννήθηκε ο Ελευθέριος, πού έγινε μετέπειτα Πάπας στη Ρώμη (175 - 189 μ.Χ.) -ένας από τη σειρά των πρώτων Ελλήνων παπών- που αναγνωρίσθηκε και ως Άγιος από τη Δυτική Εκκλησία.
Το έτος 267 μ.Χ., η Νικόπολη δέχθηκε επιδρομές των Ερούλων. Οι Ερούλοι ήταν αρχαίος λαός, αρχικά κλάδος των Γότθων της νοτιοδυτικής περιοχής της Σκανδιναβίας που αποσπάστηκε αργότερα από τον αρχικό κορμό. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Γερμανία. Η επιδρομή τους (267 μ.Χ.) στη Ελλάδα ήταν τρομακτική. Η Αθήνα πυρπολήθηκε ολόκληρη. Μόνο η Ακρόπολη σώθηκε από τον αφανισμό και μεμονωμένα οικοδομήματα, όπως ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), το Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου (Αέρηδες), το Πάνθεον και ελάχιστα άλλα.
Το έτος 267 μ.Χ., η Νικόπολη δέχθηκε επιδρομές των Ερούλων. Οι Ερούλοι ήταν αρχαίος λαός, αρχικά κλάδος των Γότθων της νοτιοδυτικής περιοχής της Σκανδιναβίας που αποσπάστηκε αργότερα από τον αρχικό κορμό. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Γερμανία. Η επιδρομή τους (267 μ.Χ.) στη Ελλάδα ήταν τρομακτική. Η Αθήνα πυρπολήθηκε ολόκληρη. Μόνο η Ακρόπολη σώθηκε από τον αφανισμό και μεμονωμένα οικοδομήματα, όπως ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), το Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου (Αέρηδες), το Πάνθεον και ελάχιστα άλλα.
Η επιδρομή αυτή των Ερούλων συμπίπτει με το τέλος του αρχαίου κόσμου. Ανάλογες λεηλασίες και καταστροφές έκαναν οι Ερούλοι και στην Νικόπολη. Αυτό επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα όπου παρατηρούμε χρήση υλικών διακόσμησης (κιονόκρανα, επιγραφές, κλπ) σαν υλικά επισκευών και ενισχύσεων των τειχών της Νικοπόλεως. Τελικά η Νικόπολη επιβώσε της επιδρομής των Ερούλων και συνέχισε την πορεία της. Τα έτη 285 - 305 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, με την οποία η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δύο επαρχίες, την ''Παλαιά Ήπειρο'' (Epirus Vetus) και τη ''Νέα Ήπειρο'' (Epirus Nova).
H ''Νικόπολις'' ορίσθηκε σαν η πρωτεύουσα της ''Παλαιάς Ηπείρου'', η οποία περιλάμβανε την Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Κατά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (285 μ.Χ. - 337 μ.Χ.) η Νικόπολη συνέχισε να ακμάζει. Κατά την περίοδο του Αυτοκράτορα Ιουλιανού (361 μ.Χ. - 363 μ.Χ.) αναδιοργανώθηκαν τα Άκτια και επισκευάσθηκε το Ρωμαϊκό Υδραγωγείο και άλλα δημόσια οικοδομήματα.
Κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή (300 μ.Χ. - 400 μ.Χ.), και ιδίως επί Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Α' (379 - 395 μ.Χ.), η Νικόπολη δέχθηκε Βαρβαρικές επιδρομές, περιορίστηκαν οι εμπορικές της δραστηριότητες και οι κάτοικοι στράφηκαν στον αγροτικό τομέα και κατασκεύασαν ένα νέο τείχος (Παλαιοχριστιανικό Τείχος) που περιόρισε χωροταξικά την πόλη ως εμβαδόν. Εξακολούθησε όμως να είναι πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας που ονομάστηκε επί Διοκλητιανού "Παλαιά Ήπειρος". Για την περίοδο αυτή πού ονομάζεται και «μετανάστευση των λαών» οι ιστορικές πηγές είναι ελλιπείς αλλά και συγκεχυμένες. Είναι βέβαιο ότι το έτος 395 μ.Χ. η Νικόπολη κατελήφθη από τους Βησιγότθους υπό τον Αλάριχο Α'.
Κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή (300 μ.Χ. - 400 μ.Χ.), και ιδίως επί Αυτοκράτορος Θεοδοσίου Α' (379 - 395 μ.Χ.), η Νικόπολη δέχθηκε Βαρβαρικές επιδρομές, περιορίστηκαν οι εμπορικές της δραστηριότητες και οι κάτοικοι στράφηκαν στον αγροτικό τομέα και κατασκεύασαν ένα νέο τείχος (Παλαιοχριστιανικό Τείχος) που περιόρισε χωροταξικά την πόλη ως εμβαδόν. Εξακολούθησε όμως να είναι πρωτεύουσα μιας τεράστιας επαρχίας που ονομάστηκε επί Διοκλητιανού "Παλαιά Ήπειρος". Για την περίοδο αυτή πού ονομάζεται και «μετανάστευση των λαών» οι ιστορικές πηγές είναι ελλιπείς αλλά και συγκεχυμένες. Είναι βέβαιο ότι το έτος 395 μ.Χ. η Νικόπολη κατελήφθη από τους Βησιγότθους υπό τον Αλάριχο Α'.
Οι Βησιγότθοι ήταν ο δυτικός κλάδος του εθνικού κορμού των Γότθων που πήραν αυτό το όνομα, επειδή κατοικούσαν προς τα δυτικά του ποταμού Βορυσθένη (Δνείπερου) για να ξεχωρίζουν από τους Οστρογότθους που κατοικούσαν στα ανατολικά του ποταμού. Το έτος 475 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Βυζαντίου Ζήνωνος (δυναστεία Λέοντος) η Νικόπολη κατελήφθη από τους Βανδάλους. Βάνδαλοι (Vandals, από το Vandalusia της Ιβηρικής χερσονήσου) ονομάστηκαν στους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους διάφορες Γερμανικές φυλές και ιδιαίτερα οι Χάστιγκς και οι Σίλιγκς, πού πέραν ων άλλων είχαν την ιδιότητα να καταστρέφουν πολιτιστικά μνημεία.
Το 540 μ.Χ. ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ενέκρινε και χρηματοδότησε την επισκευή των υπαρχόντων Παλαιοχριστιανικών τειχών για προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Αυτά τα τείχη (Βυζαντινά) σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, με 35 τετράγωνους, πεντάγωνους, εξάγωνους και κυκλικούς πύργους. Αυτή την περίοδο χτίστηκαν 6 μεγάλες Βασιλικές. Το Επισκοπικό Μέγαρο, η πεντάκλιτη Βασιλική Β' του Αλκίσωνος, n τρίκλιτη Βασιλική Α' του Δουμετίου (με εξαίρετα ψηφιδωτά)-, η Βασιλική Δ' στη θέση Ανάληψη (επίσης με ψηφιδωτά), κλπ, είναι μερικά από τα μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί και μαρτυρούν την ακμή της Νικοπόλεως κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Το 540 μ.Χ. ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ενέκρινε και χρηματοδότησε την επισκευή των υπαρχόντων Παλαιοχριστιανικών τειχών για προστασία από τις εχθρικές επιδρομές. Αυτά τα τείχη (Βυζαντινά) σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, με 35 τετράγωνους, πεντάγωνους, εξάγωνους και κυκλικούς πύργους. Αυτή την περίοδο χτίστηκαν 6 μεγάλες Βασιλικές. Το Επισκοπικό Μέγαρο, η πεντάκλιτη Βασιλική Β' του Αλκίσωνος, n τρίκλιτη Βασιλική Α' του Δουμετίου (με εξαίρετα ψηφιδωτά)-, η Βασιλική Δ' στη θέση Ανάληψη (επίσης με ψηφιδωτά), κλπ, είναι μερικά από τα μνημεία που έχουν αποκαλυφθεί και μαρτυρούν την ακμή της Νικοπόλεως κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Το έτος 551 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Βυζαντίου Ιουστινιανού, η Νικόπολη δέχθηκε επιδρομή και υπέστη καταστροφές από τους Οστρογότθους, υπό τον Τωτίλα (Totila, βασιλιάς των Οστρογότθων από 541 - 552 μ.Χ., έτος θανάτου του). Η πόλη συνέχιζε να επιβιώνει παρά τις διαδοχικές επιδρομές. Τη Νικόπολη κατέστρεψαν το μεσαίωνα (10ος αιώνας) οι Βούλγαροι. Οι κάτοικοι της, όσοι μπόρεσαν να σωθούν, πήραν τα βουνά ως νομάδες και προφανώς δημιούργησαν οικισμούς σε ορεινό περιβάλλον. Ορισμένοι πιθανώς επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν αργότερα σε πρόχειρες καλύβες σε ένα από τα λιμάνια της.
Σύμφωνα με τη χρονογραφία «Γενεσίου Βασιλειών» η οποία γράφηκε κατ' εντολήν του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και την οποία χρησιμοποιεί ως πηγή ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 - 1891), κατά το τελευταίον έτος της βασιλείας του Μιχαήλ Β' του Τραυλού, το έτος 829 μ.Χ., Βουλγαρικά φύλα, πιθανώς δε και Σλαβικά μαζί, εισέβαλαν στον Ελλαδικό χώρο και ειδικότερα στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Κατέλαβαν την Νικόπολη όπως και τμήμα της Ηπειρωτικής γης όπου και εγκαταστάθηκαν. Μια δεύτερη επιδρομή Βουλγάρων κατά της Νικοπόλεως αναφέρεται να έγινε το έτος 919 μ.Χ. επί Αυτοκράτορος Ρωμανού Λακαπηνού (919 - 944), με αρχηγό τον Συμεών Πέτρου.
Και για την επιδρομή αυτή δεν υπάρχουν πληροφορίες αν τα Βουλγαρικά στίφη εγκαταστάθηκαν οριστικώς περί την Νικόπολη ή όχι. Ο ιστορικός Κεδρηνός αναφέρει και μια τρίτη επιδρομή Βουλγάρων κατά της Νικόπολης. Το έτος 927 μ.Χ. πεθαίνει ο βασιλιάς των Βουλγάρων Συμεών Πέτρου και σύντομα επέρχεται μια σύγκρουση μεταξύ των δύο γιων του, Πέτρου και Μιχαήλ, για την κατάληψη της εξουσίας. Ο Πέτρος ήταν παιδί από τη δεύτερη γυναίκα του Συμεώνος, ενώ ο Μιχαήλ ήταν παιδί της πρώτης τον οποίο είχε στείλει ο Συμεών σε μοναστήρι μοναχό.
Σε μικρό χρονικό διάστημα ο Μιχαήλ αποβιώνει (ή σκοτώνεται, δεν είναι σαφές) και τα στρατεύματά του φοβούμενα την οργή του Πέτρου Πέτρου, στρέφονται προς την Δύση, εισέρχονται στη Μακεδονία, μετά στην Ήπειρο και φτάνουν στην Νικόπολη την οποίαν κυριεύουν και λεηλατούν σε ότι βρίσκουν στα πόδια τους. Ένα μόλις χρόνο από την αναρρίχηση στο θρόνο του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ο γιος του Βούλγαρου ηγέτη Αρμενικής καταγωγής Σισμάν, με το όνομα Σαμουήλ, συγκροτεί ένα μικρό Βουλγαρικό κράτος στα βορειοδυτικά της Μακεδονίας και καταφέρνει να το διοικήσει επί τριάντα επτά χρόνια (977 - 1041) μέχρι να τον διαλύσει ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος.
Με επιδρομές που πραγματοποιεί ο Σαμουήλ καταφέρνει να αυξήσει την έκταση του κράτους του και μάλιστα αργότερα έκανε την περιοχή Πρέσπας πρωτεύουσα. Από την Πρέσπα, ο Συμεών εξόρμησε κατά της Νικόπολης όπου βρήκε ομοφύλους του, οι οποίοι είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί από την εποχή του Ρωμανού Λακαπηνού. Οι πληροφορίες περί ολικής καταστροφής της Νικοπόλεως υπό του Συμεών, δεν έχουν κατά τον Πέτρο Φουρίκη ιστορική βάση. Κατά τα έτη 1034 - 1041 μ.Χ. διετέλεσε Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου ο Μιχαήλ Δ' Παφλαγών. Την εξουσία ουσιαστικά ασκούσε ο πανίσχυρος αδελφός του Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος.
Ο Ιωάννης αύξησε σημαντικά τη φορολογία, με σκοπό να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες, αλλά και για την επανόρθωση ζημιών από θεομηνίες, όπως ένας σεισμός που κατέστρεψε τη Σμύρνη. H σκληρή του φορολογική πολιτική όμως είχε άσχημες συνέπειες στις σχέσεις του Βυζαντίου με γειτονικούς λαούς, κυρίως με τους Βουλγάρους, από τους οποίους ζητήθηκε να πληρώνουν τους φόρους τους σε χρήμα, και όχι πλέον σε είδος, κάτι που τους δημιούργησε οικονομικά προβλήματα. Αναφέρεται ότι το έτος 1041 μ.Χ. ξέσπασε κάποια επανάσταση στό «Θέμα Νικοπόλεως» (διοικητική περιφέρεια) με επικεφαλής τον Βούλγαρο ηγέτη Πέτρο Δελεάνο, ο οποίος είχε επικρατήσει διά λιθοβολισμού του αντιπάλου του Τειχομηρού.
Στην επανάσταση αυτή φαίνεται να πήραν μέρος και οι κάτοικοι της Νικοπόλεως οι οποίοι ευχαρίστως προσεχώρησαν στον Πέτρο Δελεάνο, για να αποφύγουν τον σκληρό βυζαντινό φοροεισπράκτορα Ιωάννη Κουτζομύτη εκπρόσωπο του Ιωάννου Ορφανοτρόφου. Επί του Αυτοκράτορος Αλεξίου Γ' Κομνηνού (1195 - 1203) εστάλη έπαρχος στο «Θέμα Νικοπόλεως» ο Σεναχηρείμ, σύγαμβρος του Μιχαήλ Κομνηνού, του νόθου γιου του σεβαστοκράτορος. Φαίνεται ότι δεν τα πήγε καλά ο έπαρχος με τους Νικοπολίτες, μάλλον ήταν αυταρχικός, οι οποίοι στασίασαν εναντίον του και αναγκάσθηκε να καλέσει σε βοήθεια δυνάμεις υπό τον Μιχαήλ Κομνηνό.
Μόλις έφτασε η βοήθεια από την Πελοπόννησο στη Νικόπολη, ο Σεναχηρείμ βρέθηκε νεκρός από τους στασιαστές οι οποίοι τον είχαν ήδη δολοφονήσει. Έτσι ο Μιχαήλ Κομνηνός βρήκε την ευκαιρία να σφετερισθεί την περιουσία του Σεναχηρείμ και φυσικά την κηδεμονία του «Θέματος Νικοπόλεως». Κατά το έτος 1204 μ.Χ., μεταξύ των Φράγκων συνήφθη συνθήκη περί διανομής του Βυζαντινού κράτους. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «εις τας χώρας αίτινες έλαχον εις την Βενετίαν, συγκαταλέγοντο και τα Νικοπόλεως». Ο χρονικογράφος Tafel αναφέρει επίσης ότι "την Επαρχία Νικοπόλεως αποτελούσαν τον 12ο αιώνα η Αιτωλία, η Ακαρνανία και ότι κεφαλή αυτής ήτο η Άρτα".
Περί δε της Νικοπόλεως ο Tafel γράφει ότι "κατά τον Μεσαίωνα ήτο κωμόπολις υπό το όνομα Πρέβεζα". Συνεπώς η άποψη ότι στη βιβλιογραφία το όνομα Πρέβεζα πρωτοεμφανίζεται στο Χρονικόν του Μορέως το έτος 1292 μ.Χ., ΔΕΝ ευσταθεί, διότι προηγείται ο Tafel το έτος 1204 μ.Χ. Όπως παρατηρούμε, από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ., η Νικόπολη συνεχίζει να επιβιώνει παρά τις διαδοχικές επιδρομές, τις λεηλασίες, τις καταστροφές και την παρακμή που επέφεραν στη διοίκηση και την οικονομία της.
Τη Νικόπολη τελικά κατέστρεψαν τον 10ο και 11ο αιώνα ολοκληρωτικά οι Βούλγαροι, όχι τόσον κτιριακά και πολεοδομικά, αλλά πληθυσμιακά, προφανώς αναγκάζοντας τους κατοίκους να μεταναστεύσουν σε ορεινό περιβάλλον λόγω των συχνών επιδρομών τους. Πιθανολογείται ότι ορισμένοι από αυτούς παρέμειναν μονίμως στην περιφέρεια της Νικοπόλεως, ή μετακινήθηκαν στην νέα πόλη Πρέβεζα ή στις γύρω περιοχές. Οι κάτοικοι της Νικόπολης, όσοι μπόρεσαν να σωθούν, πήραν τα βουνά ως νομάδες κτηνοτρόφοι και προφανώς δημιούργησαν πολλούς οικισμούς σε ορεινό περιβάλλον, στους νομούς Πρέβεζας, Αρτας, Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, οικισμοί οι οποίοι υπήρχαν μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα.
Ορισμένοι κάτοικοι της Νικοπόλεως πιθανώς επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν αργότερα σε πρόχειρες καλύβες σε ένα από τα λιμάνια της Πρέβεζας, ζώντας από την αλιεία, την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Σεισμοί, επιδρομές, πυρκαγιές, ερήμωσαν τελικά τη Νικόπολη τον 10ο - 11ο αιώνα, και την μετέτρεψαν σε ένα απέραντο ερειπιώνα. Είναι άγνωστο τι μεσολαβεί μεταξύ 1000 - 1292 μ.Χ. στην έρημη περιοχή πλέον της Νικόπολης. Στο Χρονικό του Μωρέως το 1292 μ.Χ. αναγράφεται η φράσις «επέζεψαν την Πρέβεζαν, κουρσεύουν τα χωρία» αναφερόμενο προφανώς σε κάποια επιδρομή Γενουατών στην περιοχή. Συνεπώς ήδη είχε δημιουργηθεί οργανωμένη μικρή πόλη το έτος αυτό (πολίχνιο), η σημερινή Πρέβεζα.
Μεγάλη θέση στην ιστορία έχει η «Μάχη της Νικόπολης» μεταξύ της Γαλλικής Φρουράς Πρέβεζας υπό τον Στρατηγό La Salchette, Πρεβεζάνων Πολιτοφυλάκων, Σουλιωτών Αγωνιστών, εναντίον 7.000 Τουρκαλβανών υπό τον Αλή Πασά Τεπελενλή. Η μάχη έγινε ακριβώς δίπλα στα παλαιοχριστιανικά Τείχη της Νικόπολης. Όλη η Γαλλική φρουρά σφαγιάσθηκε, η Πρέβεζα κατελήφθη και πέρασε πια στον Οθωμανικό ζυγό μέχρι το 1912. Όπως είναι γνωστό η Ήπειρος και φυσικά η περιοχή Πρέβεζας, απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς το έτος 1912.
Έτσι το έτος 1916 στην ερειπωμένη αρχαία Νικόπολη, άρχισαν ανασκαφές, που έγιναν εκεί από τον αρχαιολόγο Αλέξανδρο Φιλαδελφέα και που αποκάλυψαν τα ερείπια της Ρωμαικής εποχής, αλλά και πολλά σπουδαία μνημεία και μωσαϊκά των πρώτων Χριστιανικών χρόνων. Σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης βρίσκεται πλήθος από ερείπια οικιών, δημόσιων οικοδομημάτων και ναών.
Στο λεγόμενο «Εν άλσει προάστειο» που βρίσκεται στην κοινότητα Νικόπολης με το λόφο της, υπάρχει το γυμνάσιο, το θέατρο Οκταβιανού, που σώζεται και η σκηνή του και 25 σειρές εδωλίων του κοίλου, η αγορά, το στάδιο και το εντυπωσιακό υδραγωγείο με 4 αγωγούς που έφερνε νερό από τις πηγές του ποταμού Λούρου στον Άγιο Γεώργιο, οι Βόρειες και οι Νότιες Θέρμες. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από τον αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο τη δεκαετία του 1960, οπότε έγιναν και πολλές επισκευές και στερεωτικές εργασίες. Σημαντική εργασία έκανε ο Ορλάνδος στό «Ρωμαϊκό Ωδείο» Νικοπόλεως και στη «Βασιλική Β' του Αλκίσωνος».
Έξω από τα τείχη της «Νικοπόλεως» υπάρχουν δύο νεκροπόλεις. Η «Νότια Νεκρόπολη» βρίσκεται παρά την οδό Πρέβεζας - Αρτας δεξιά στη θέση προς «Ασύρματο» και είναι επισκέψιμη (θα δούμε επίγειους κεραμοσκεπείς τάφους) και η «Βόρεια Νεκρόπολη» βόρεια των τειχών. Αυτή η δεύτερη έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια από την ΙΒ' Εφορεία Αρχαιοτήτων (Δρ. Κων. Ζάχος), και επίσης είναι επισκέψιμη. Την τελευταία δεκαετία (1997 - 2005) με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΙΒ' Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε αρκετές εργασίες στη «Νικόπολη», συμπεριλαμβανομένων καθαρισμών, ανασκαφών, συντήρησης και έργων προστασίας των Τειχών.
Έξω από τα τείχη της «Νικοπόλεως» υπάρχουν δύο νεκροπόλεις. Η «Νότια Νεκρόπολη» βρίσκεται παρά την οδό Πρέβεζας - Αρτας δεξιά στη θέση προς «Ασύρματο» και είναι επισκέψιμη (θα δούμε επίγειους κεραμοσκεπείς τάφους) και η «Βόρεια Νεκρόπολη» βόρεια των τειχών. Αυτή η δεύτερη έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια από την ΙΒ' Εφορεία Αρχαιοτήτων (Δρ. Κων. Ζάχος), και επίσης είναι επισκέψιμη. Την τελευταία δεκαετία (1997 - 2005) με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΙΒ' Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε αρκετές εργασίες στη «Νικόπολη», συμπεριλαμβανομένων καθαρισμών, ανασκαφών, συντήρησης και έργων προστασίας των Τειχών.
Σημαντικότατο έργο έγινε στο Ρωμαϊκό Στάδιο και ατό Μνημείο Αυγούστου. Έτσι αρκετά από τα οικοδομήματα της Νικόπολης είναι σήμερα επισκέψιμα. Εάν υλοποιηθεί το σχέδιο μετατροπής της σε «Αρχαιολογικό Πάρκο Νικόπολης», σε συνδυασμό με τη λειτουργία του «Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Νικοπόλεως» με τη βοήθεια του Δ' Κοινοτικού Πλαίσιου Στήριξης όπως έχει ανακοινωθεί, η «Νικόπολις» θα γίνει η μεγαλύτερη επισκέψιμη αρχαία πόλη στην Ελλάδα.
Τίτλος: Δωρικός κίονας στην Απολλωνία.
Πρωτότυπος τίτλος: Doric Column of Apollonia.
Χρονολογία έκδοσης: 1815
Έκδοση: HOLLAND, Sir Henry. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813, Λονδίνο, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, 1815.
Τίτλος: Κάτοψη αρχαίου θεάτρου στη Ρινιάσα.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: Hughes, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c. In two volumes Vol. I. [... Vol. II.] London: for J. Mawman, 1820.
Τίτλος: Κορινθιακό κιονόκρανο από τη Νικόπολη στην Ήπειρο.
Πρωτότυπος τίτλος: Corinthian capital from Nicopolis, the city of Victory built by Augustus near Actium
Χρονολογία έκδοσης: 1827
Έκδοση: INWOOD, Henry William. The Erechtheion at Athens. Fragments of Athenian Architecture and a few Remains in Attica Megara and Epirus, Illustrated with outline plates and a descriptive historical view combining also under the divisions Cadmeia Homeros and Herodotos the origin of Temples and of Grecian Art of the periods preceding, Λονδίνο, James Carpenter and Son, Josiah Taylor, Priestley and Weale, M.DCCC.XXVII [=1827].
Σήμερα, σώζονται απομεινάρια από το στάδιο, τα δύο θέατρα, το αμφιθέατρο, το υδραγωγείο, τα τείχη, καθώς και μεγάλος βωμός στο χωριό Μιχαλίτσι. Το υδραγωγείο της Νικόπολης είναι ένα μεγάλο τεχνικό επίτευγμα σε σχέση με τις δυνατότητες της εποχής εκείνης. Στο χώρο της Νικόπολης με τις ανασκαφές αποκαλύφθηκαν ψηφιδωτά από τα πιο σπουδαία της Ελλάδας.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Νικόπολη της Ηπείρου, το όνομα της οποίας εμπεριέχει τη λέξη νίκη, είναι κτισμένη στη χερσόνησο, η οποία χωρίζει τον Αμβρακικό κόλπο από το Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται απέναντι από το Άκτιο και 6 χιλ. βόρεια από την Πρέβεζα. Θαλάσσιοι και χερσαίοι δρόμοι οδηγούσαν στη Νικόπολη και την κατέστησαν σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η πόλη ιδρύθηκε ως σύμβολο της μεγάλης νίκης του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα Οκταβιανού και μετέπειτα Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αυγούστου ενάντια στο Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα Ζ' της Αιγύπτου στο Άκτιο το 31 π.Χ. και άκμασε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., όταν συναντήθηκαν οι δυο στόλοι στη θάλασσα του Ακτίου και δόθηκε τέλος στην εμφύλια Ρωμαϊκή διαμάχη. Μετά τη μεγάλη νίκη του, ο Οκταβιανός αποφάσισε να ιδρύσει τη Νικόπολη, όχι μόνο ως ανάμνηση της νίκης, αλλά βασικά ως κέντρο ελέγχου της δυτικής Ελλάδας μαζί με την Πάτρα. Επίσης, η ίδρυσή της εντάσσεται στην προσπάθεια εκρωμαϊσμού της Ελλάδας με ανοικοδόμηση παλιών και με την ίδρυση νέων πόλεων, αλλά και στην τόνωση της περιοχής, η οποία αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες τότε. Η πόλη δημιουργήθηκε με συνοικισμό άλλων οικισμών (Κασσώπη, Αμβρακία, Λευκάδα κ.α.) και τη βίαιη ως ένα σημείο μεταφορά κατοίκων στη Νικόπολη.
Στην αλιεία, γεωργία και κτηνοτροφία στηρίχτηκε η πόλη για την οικονομική της εξέλιξη. Η Νικόπολη στολίστηκε με επιβλητικά κτήρια από τα λάφυρα της λείας, αλλά και από δωρεές του Ηρώδη Α' της Ιουδαίας που βοήθησε στην κατασκευή πολλών κτηρίων, εκφράζοντας έτσι τη φιλία και τη συμπάθεια του προς τον Οκταβιανό. Ο Οκταβιανός της παραχώρησε σημαντικά προνόμια και πολλές φορολογικές ατέλειες, που συντέλεσαν στην αλματώδη ανάπτυξη της. Ακόμη έδωσε στη Νικόπολη τις έξι ψήφους των Αιτωλών στη Δελφική Αμφικτιονία, γεγονός που προσέδωσε αίγλη στην πόλη.
Καθώς η Νικόπολη απαρτιζόταν από κατοίκους διάφορων περιοχών της Ηπείρου και της Ακαρνανίας, ήταν φυσικό αυτοί να μεταφέρουν και τα λατρευτικά τους έθιμα μαζί. Για να τους καταπραΰνει ο Οκταβιανός έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη νέα πόλη τα αντικείμενα λατρείας από τις παλιές πόλεις (Παυσανίας). Ο Οκταβιανός αφιέρωσε τη Νικόπολη στον Απόλλωνα Άκτιο ή Ακτιακό και προς τιμή του θεσπίστηκαν τα Νέα Άκτια που αποτελούσαν επανασύσταση των Ακτίων, των παλιών τοπικών αγώνων των Ακαρνανών. Έτσι απέκτησε αίγλη το ιερό του Απόλλωνα (Στράβωνας). Θρησκευτικό κέντρο της πόλης αποτέλεσε το παλιό ιερό του Απόλλωνα στο Άκτιο.
Μεγαλοπρεπές τέμενος κτίστηκε προς τιμή του Θεού (Δίων Κάσσιος). Ο Απόλλωνας που λατρευόταν εδώ είχε τα επίθετα Λευκάδιος ή Λευκαδιακός (από τη Λευκάδα), αλλά και Αγυιεύς. Στο ιερό του Απόλλωνα λατρεύονταν ακόμη ο Ποσειδώνας και ο Άρης, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε εκεί. Άλλοι θεοί που λατρεύονταν στη Νικόπολη ήταν ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, ο Ασκληπιός, η Εκάτη, ο Πάνας, ο Ηρακλής και ο Άττις. Από τις γυναικείες Θεότητες σημαντική θέση κατείχε η Άρτεμη, η οποία είχε τα επίθετα Λαφρία, Σώτειρα, Εφέσια και Κελκαία.
Στην πόλη λατρεύτηκαν ιδιαίτερα και δύο Θεότητες ανατολικής προέλευσης: η Ίσιδα και η Κυβέλη. Τέλος, και η Αυτοκρατορική λατρεία του Οκταβιανού, του ιδρυτή της πόλης, ήταν πολύ σημαντική. Στις Ρωμαϊκές πηγές ονομάζεται η πόλη ''Nicopolis romana colonia'', ''civitas libera Nicopolitana'' (Πλίνιος, Τάκιτος) ή ''colonia Augusta''. Σημαντικές προσωπικότητες έζησαν ή πέρασαν από την πόλη. Ο Γερμανικός, θετός γιος και ανιψιός του Οκταβιανού, ήταν ένας από αυτούς που πέρασαν από τη Νικόπολη για να δει από κοντά τα στρατόπεδα του Οκταβιανού και του Αντωνίου και τον τόπο της μάχης.
Ο Αυτοκράτορας Νέρωνας επισκέφτηκε επίσης την πόλη το 66 μ.Χ. και έλαβε μέρος στα Άκτια. Αλλά και ο Επίκτητος από την Ιεράπολη της Φρυγίας, ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος, έφτασε το 89 μ.Χ. στη Νικόπολη για να ξεφύγει από το διωγμό του Αυτοκράτορα Δομιτιανού. Παρέμεινε στην πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Ο Αυτοκράτορας Αδριανός (128 - 134 μ.Χ.) επισκέφτηκε την πόλη με τη γυναίκα του, Βίβια Σαβίννα, η οποία Θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε ως Άρτεμις Κελκαία. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στη Νικόπολη ξεκίνησαν το 1913 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Φιλαδελφέα.
Δυστυχώς τα αποτελέσματα αυτών των ανασκαφών δε δημοσιεύτηκαν, ενώ τα ευρήματα που φυλάσσονταν στο τζαμί της Πρέβεζας καταστράφηκαν μετά το βομβαρδισμό του στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1925 συνέχισαν την έρευνα ο Έφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μηλιάδης (ιερό του Απόλλωνα) και ο Αν. Ορλάνδος (Παλαιοχριστιανικές βασιλικές). Το 1940 ξεκίνησε φιλόδοξο σχέδιο ανασκαφών ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ι. Παπαδημητρίου για την ταύτιση των μνημείων που αναφέρει ο Στράβωνας. Η έρευνα αυτή διακόπηκε από την έναρξη του πολέμου. Από τότε η ΙΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων συνεχίζει μικρές ανασκαφικές έρευνες και αναστηλώσεις - συντηρήσεις μνημείων.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Νικόπολη ανήκει στις λίγες αρχαίες πόλεις στον Ελληνικό χώρο που είχαν την τύχη να ξεφύγουν από τη διαρκή οικοδόμηση (Θεσσαλονίκη, Αθήνα), τη συνεχή εκμετάλλευση της γης και την επαναχρησιμοποίηση του αρχαίου οικοδομικού υλικού τους. Έτσι διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση πολλά μνημεία της πόλης, η οποία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, αλλά ταυτόχρονα γίνεται δυνατή η παρατήρηση στα κτίσματα της όλων των αρχιτεκτονικών αλλαγών που επέβαλε ο Χριστιανισμός. Η περιοχή της Νικόπολης εκτεινόταν από τα βουνά της Κασσωπαίας μέχρι τα όρια της Ρωμαϊκής Πάτρας στην Αιτωλία και από τον Αχελώο μέχρι τη Λευκάδα.
Η περιοχή όπου ιδρύθηκε η πόλη διέθετε πλούσιες πηγές νερού, εξαιρετικό κλίμα και όμορφο φυσικό περιβάλλον. Οι ομαλές απολήξεις των υψωμάτων, η θέα που είχε η πόλη και η επικοινωνία του Αμβρακικού κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος σχημάτιζαν ένα εξαιρετικό τοπίο. Η Νικόπολη διέθετε δυο μεγάλα λιμάνια, τον Κόμαρο στον κόλπο του σημερινού Μύτικα και το άλλο στο Βαθύ ή Μαργαρώνα. Ακόμη και το Ανακτόριον (γειτονική Ακαρνανική πόλη) λειτουργούσε ως εμπορικό λιμάνι της Νικόπολης. Οι πλωτοί ποταμοί Άραχθος και Λούρος περνούσαν από πεδινές και εύφορες περιοχές και διευκόλυναν την επικοινωνία.
Η Ρωμαϊκή πόλη απέκτησε δυνατό οχυρωματικό περίβολο, με περίμετρο μεγαλύτερη από 5 χιλ. Κατασκευάστηκε σύμφωνα με το Ρωμαϊκό ρυμοτομικό σχέδιο της σκακιέρας, το οποίο ακολουθούσε Ελληνιστικά πρότυπα. Δυο μεγάλοι πλακόστρωτοι δρόμοι συνέδεαν τη Νικόπολη με τα λιμάνια της. Στην ενδιάμεση περιοχή δημιουργήθηκαν αυτόνομες οικιστικές μονάδες. Τα περισσότερα κτιριακά συγκροτήματα προσαρμόζονται στις οικοδομικές νησίδες (insulae), οι οποίες είναι χωρισμένες σε ορθογώνια παραλληλόγραμμα (οικόπεδα). Η πόλη διέθετε αγορά (forum) που βρισκόταν μεταξύ των κύριων οδών της.
Το ωδείο βρισκόταν κοντά στην αγορά, κτισμένο στο κέντρο της Ρωμαϊκής πόλης. Χρονολογείται στα χρόνια του Αυγούστου και πρέπει να ήταν σε χρήση μέχρι το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Αποτελείται από ημικυκλικό κοίλο, κυκλική ορχήστρα και ορθογώνια σκηνή. Στον εξωτερικό τοίχο της σκηνής που σώζεται σε μεγάλο ύψος, τρεις μεγαλόπρεπες πύλες με βαθμίδες οδηγούν στο προσκήνιο. Το ωδείο είναι έργο σπουδαίου αρχιτέκτονα και σώζεται σε καλή κατάσταση. Τα υπόλοιπα δημόσια κτήρια, θέατρο, στάδιο και γυμνάσιο, κτίστηκαν εκτός των τειχών της πόλης στο προάστειο.
Στην ίδια περιοχή κατασκευάστηκε και το ιερό του Απόλλωνα. Στο νότιο τμήμα της πόλης αναπτυσσόταν το υδραγωγείο που τροφοδοτούσε με νερό την πόλη. Μέρος της τοξοστοιχίας του σώζεται ως σήμερα. Οι μεγάλες θέρμες της πόλης βρίσκονται ανατολικά της αγοράς. Η μοναδική μέχρι σήμερα ιδιωτική οικία που έχει έρθει στο φως βρίσκεται βόρεια του ωδείου (οικία στον αγρό Ντόμαρη). Τα νεκροταφεία της πόλης βρίσκονταν έξω από κάθε πύλη του τείχους αλλά και σε άλλες περιοχές και σε πολλές περιπτώσεις σώζονται μεγάλα ταφικά κτίσματα, τα οποία ανήκαν σε πλούσιες Ελληνικές και Ρωμαϊκές οικογένειες.
Από τη Βυζαντινή περίοδο της πόλεως έχουν διατηρηθεί τα Βυζαντινά τείχη και τμήματα από εκκλησιαστικά κτήρια της εποχής. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η βασιλική Α του Δημητρίου, γνωστότερη ως βασιλική του Δουμετίου και η βασιλική του μητροπολίτου Αλκίσωνος που είναι κτισμένες εντός των νέων, ''Ιουστινιάνειων τειχών'' της Νικόπολης.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ρωμαϊκά τείχη Νικόπολης
Για την προστασία από εχθρικές επιδρομές ο Οκταβιανός τείχισε την πόλη με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Εκτός του οχυρωματικού περιβόλου έμεινε το Προάστειο, όπου βρισκόταν το τέμενος του Απόλλωνα, το ιερό άλσος και δημόσια κτίρια (θέατρο, στάδιο, Γυμνάσιο και θέρμες). Πρόκειται για μνημείο με αμυντικό χαρακτήρα. Τα τείχη κατασκευάστηκαν αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, όπως και τα περισσότερα δημόσια κτίρια, την περίοδο μεταξύ 30 και 25 π.Χ. Στην Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή όταν Έρουλοι και Γότθοι εισέβαλλαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επισκευάστηκαν τα τείχη της Νικόπολης και ενισχύθηκαν με σκοπό να αντέξουν βαρβαρικές επιθέσεις.
Σ' αυτή την οικοδομική φάση εντάσσεται και η διαμόρφωση του υδραγωγείου σε τείχος, καθώς τα τόξα της πεσσοστοιχίας κλείστηκαν βιαστικά με πρόχειρα υλικά. Ο οχυρωματικός περίβολος διαθέτει περίμετρο μεγαλύτερη των 5 χλμ. Η δυτική πλευρά της πόλης ορίζεται μόνο από την πεσσοστοιχία του υδραγωγείου. Από τα ρωμαϊκά τείχη έχουν διασωθεί μόνο ορισμένα τμήματά του, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του Βυζαντινού τείχους. Διατηρούνται τμήματα του Ρωμαϊκού τείχους στη βόρεια και νότια πλευρά. Το τείχος ήταν κατασκευασμένο από μεγάλες καλοψημένες πλίνθους και ο πυρήνας του από αργούς λίθους και λατύπη μέσα σε άφθονο κουρασάνι.
Η ανασκαφική έρευνα στην πόλη της Νικόπολης έχει αποκαλύψει μέχρι σήμερα πέντε πύλες εισόδου στα τείχη. Πρόκειται για την νοτιοανατολική, τη βορειοανατολική, τη νότια, τη βόρεια και τη δυτική πύλη. Η κύρια πύλη εισόδου της πόλης ήταν η δυτική. Βρισκόταν στο μέσο της δυτικής πλευράς του τείχους και διέθετε τρία ανοίγματα. Η πύλη πλαισιωνόταν εξωτερικά από ημικυκλικούς πύργους με μεγάλο ύψος. Σ' αυτή την πύλη κατέληγαν δυο σημαντικοί δρόμοι: ο ένας από το δυτικό λιμάνι της πόλης και ο άλλος από τη Θεσπρωτία. Η δυτική και η ανατολική πύλη ήταν οι αποδέκτες της κεντρικής λεωφόρου της πόλης, της decumanus maximus, που είχε προσανατολισμό Α - Δ. Καλά διατηρημένη σώζεται η νοτιοανατολική πύλη.
Στα ανατολικά της σώζεται στρογγυλός πύργος που προστατεύει την πύλη αυτή. Από δω περνούσε ο μεγάλος Ρωμαϊκός δρόμος που ξεκινούσε από το ανατολικό λιμάνι της πόλης, διερχόταν από το ανατολικό τμήμα της πόλης και έφτανε μέχρι την βορειοανατολική πύλη. Από κει κατευθυνόταν οι κάτοικοι της πόλης και οι επισκέπτες στο Προάστειο και στο τέμενος του Απόλλωνα. Στη νότια και βόρεια πύλη κατέληγε ο κύριος δρόμος της πόλης, ο cardo maximus, με προσανατολισμό Ν - Β. Από τη νότια πύλη ξεκινούσε άλλος οδικός άξονας, πλακόστρωτος με κράσπεδα, που οδηγούσε στο δυτικό λιμάνι της Νικόπολης, στο Κόμαρο.
Ρωμαϊκό θέατρο Νικόπολης
Το θέατρο της Ρωμαϊκής Νικόπολης είναι το πρώτο μνημείο που παρατηρεί ο επισκέπτης, όταν έρχεται στο χώρο από τα βόρεια. Βρίσκεται στο Προάστειο, βόρεια της τειχισμένης πόλης, νοτιοανατολικά του μνημείου του Αυγούστου και ανατολικά του σταδίου. Πρόκειται για εντυπωσιακό οικοδόμημα, που κατασκευάσθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. μαζί με άλλα δημόσια κτήρια της πόλης. Λειτουργούσε κυρίως κατά τη διάρκεια των Νέων Ακτίων, αγώνων που είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και τελούνταν προς τιμή του Απόλλωνα.
Μάλιστα, κατάλογοι ακτιονικών, που έχουν βρεθεί στο τέμενος του Απόλλωνα, αναφέρουν ότι στο θέατρο πραγματοποιούνταν αγώνες ποιητών, σοφιστών, κωμωδών, τραγωδών, κηρύκων, σαλπιγκτών, κιθαριστών, φωνασκών, αυλητών και παντομίμων. Το θέατρο κατασκευάσθηκε στην πλαγιά ενός λόφου και για την καλύτερη προστασία του από σεισμούς, γύρω από το κοίλο του κτίστηκε ψηλός εξωτερικός καμπύλος τοίχος, που ενισχύθηκε με αντηρίδες. Ένας πλατύς διάδρομος, το διάζωμα, χώριζε το κοίλο σε δύο τμήματα, το θέατρο και το επιθέατρο και στις άκρες του υπήρχαν δύο μεγάλες είσοδοι, που στεγάζονταν με καμάρα.
Ο εξωτερικός προστατευτικός τοίχος διέθετε δύο σκάλες για την πρόσβαση στα εδώλια των θεατών, οι οποίοι έρχονταν στο θέατρο από το ιερό του Απόλλωνα. Πάνω στο κοίλο υπήρχε περιφερική στοά, στην οποία πιθανότατα κατέφευγαν οι θεατές κατά τη διάρκεια κάποιας ξαφνικής καταιγίδας. Από τη στοά αυτή έχουν σωθεί μόνο οι πεσσοί που στήριζαν τη στέγη. Τα καθίσματα του κοίλου, που ήταν πλινθόκτιστα, έχουν καταστραφεί, ενώ η προεδρία, δηλαδή η πρώτη σειρά εδωλίων για τους επισήμους, ήταν λίθινη. Η ορχήστρα, όπως και το κοίλο, είχε σχήμα κανονικού ημικυκλίου.
Η σκηνή ήταν ψηλή, πιθανόν διώροφη (χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής) με τρεις αψιδωτές εισόδους στην πρόσοψη, μέσω των οποίων επικοινωνούσε με το λογείο, το χώρο ανάμεσα στη σκηνή και την ορχήστρα, όπου δίνονταν οι παραστάσεις. Στο μνημείο τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει εργασίες στερέωσης, κυρίως στους τοίχους της σκηνής και στους πεσσούς της στοάς του επιθεάτρου.
Ρωμαϊκό Ωδείο Νικόπολης
Το Ρωμαϊκό ωδείο, από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Νικόπολης, αποτελεί πραγματικό αρχιτεκτονικό έργο τέχνης, δημιούργημα κάποιου άγνωστου, αλλά σπουδαίου αρχιτέκτονα. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στη δυτική πλευρά του Παλαιοχριστιανικού τείχους, και συνορεύει με τη Ρωμαϊκή αγορά (forum). Σε αυτό πραγματοποιούνταν ομιλίες, φιλολογικοί και μουσικοί αγώνες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των Νέων Ακτίων, θρησκευτικών αγώνων που τελούνταν προς τιμή του Απόλλωνα. Το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου πιθανόν λειτουργούσε και ως βουλευτήριο, καθώς γειτνίαζε με την αγορά.
Κατασκευάσθηκε στα χρόνια του Αυγούστου (αρχές 1ου αιώνα μ.Χ.) και δέχθηκε διάφορες επισκευές και μετατροπές στο τέλος του 2ου - αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Το ωδείο αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλο διέθετε 19 σειρές εδωλίων και χωριζόταν σε δύο τμήματα με ένα μικρό οριζόντιο διάδρομο στο κέντρο του. Τα εδώλια είχαν επενδυθεί με πλάκες ασβεστόλιθου και στην πρώτη τους σειρά, που δεν έχει διατηρηθεί, βρίσκονταν οι θέσεις των επισήμων. Στη δέκατη σειρά των καθισμάτων υπάρχουν μικρά ανοίγματα, τα οποία έγιναν για λόγους ακουστικής. Τρεις ημικυκλικές στοές στηρίζουν το κοίλο, εξασφαλίζοντας έτσι την κλίση του.
Οι στοές αυτές έχουν διαφορετικό ύψος, με χαμηλότερη την εσωτερική και ψηλότερη την εξωτερική. Στο μέσο του κοίλου υπάρχει ακόμη μια δίοδος, η οποία διέθετε πλακοστρωμένο δάπεδο και τοίχους επενδυμένους με πλάκες, και χρησίμευε στην άμεση επικοινωνία των στοών κάτω από το κοίλο με την ορχήστρα. Στην Υστερορωμαϊκή περίοδο η δίοδος αυτή έγινε πιο στενή, καθώς εκεί κτίστηκε ένας βωμός. Η πρόσβαση των θεατών προς τα εδώλια γινόταν από μια διπλή σκάλα που βρισκόταν στο μέσο της νότιας πρόσοψης του κοίλου, ενώ άλλες δύο μικρότερες σκάλες στις πλάγιες πλευρές οδηγούσαν στο εσωτερικό του κοίλου.
Η ορχήστρα είχε ημικυκλική μορφή και ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Οι πάροδοι, αριστερά και δεξιά του κοίλου, στεγάζονταν με καμάρα και είχαν πλακοστρωμένο δάπεδο. Η σκηνή διέθετε τρεις εισόδους, μέσω των οποίων είχε κανείς πρόσβαση στο δρόμο που βρισκόταν βόρεια του ωδείου. Μεταξύ της σκηνής και του προσκηνίου διακρίνεται ένας βαθύς στενός διάδρομος, με πλάτος 0,90 μ. και βάθος 2,82 μ. Πρόκειται για την ''αύλακα των σκηνικών'', που χρησίμευε για την ανύψωση της αυλαίας σε κάθε θεατρική παράσταση.
Από τα ευρήματα και τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν στο σημείο αυτό, συμπεραίνουμε, ότι το ωδείο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Σήμερα το μνημείο έχει ανασκαφεί πλήρως και έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες εργασίες συμπλήρωσης στα εδώλια, στο κοίλο, στο προσκήνιο και στη σκηνή.
Νυμφαίο Νικόπολης
Το νυμφαίο της Νικόπολης βρίσκεται στα δυτικά της πόλης και κοντά στη δυτική πύλη των Ρωμαϊκών τειχών. Πρόκειται για δύο κτήρια που έπαιζαν το ρόλο των δεξαμενών, οι οποίες τροφοδοτούσαν την πόλη με νερό. Στους κατοίκους της περιοχής το νυμφαίο είναι γνωστό με το όνομα ''Μπούφοι'' ή ''Μπούφι''. Αν και η χρονολόγησή του αναγόταν στα χρόνια του Αυγούστου, νέες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τοποθετούν τα κτίσματα χρονολογικά πολύ αργότερα, στο β' μισό και στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Το νυμφαίο αποτελείται από δύο αντικριστά κτήρια, που απέχουν μεταξύ τους 23 μ.
Και τα δύο έχουν απλή, αδιακόσμητη πρόσοψη και κόγχες στο εσωτερικό, είναι πλινθόκτιστα, αλλά δεν βρίσκονται στον ίδιο άξονα, γεγονός που αποδεικνύει και τη διαφορετική περίοδο οικοδόμησής τους. Ο λόγος κατασκευής τους ήταν η κάλυψη δύο μεγάλων υδατοδεξαμενών, που γέμιζαν με νερό, το οποίο μεταφερόταν με αγωγό από τις πηγές του Λούρου στη Νικόπολη. Οι εξωτερικοί τοίχοι των κτηρίων ήταν αδιακόσμητοι, ενώ στο εσωτερικό (μήκος πλευράς τοίχου περίπου 17 μ.) εμφανίζονται εναλλάξ ορθογώνιες και ημικυκλικές κόγχες. Οι κόγχες βρίσκονται 1,85 μ. πάνω από τη δεξαμενή και ήταν διακοσμημένες με μάρμαρο.
Σε αυτές είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινα αγάλματα, που είχαν σχέση με το νερό και τη φύση, ενώ ο τοίχος κάτω από τις κόγχες καλυπτόταν με πλάκες από ασβεστόλιθο. Οι δύο ανοιχτές πλευρές των κτηρίων έκλειναν με χαμηλό τοιχίο. Κατ' αυτό τον τρόπο διακρίνονταν τα αγάλματα από όσους περνούσαν από τη δυτική πύλη. Το νερό, που ξεχείλιζε από τις δεξαμενές, διοχετευόταν σε πήλινους αγωγούς, που υπήρχαν πιθανόν στην πρόσοψη των κτηρίων.
Ρωμαϊκές Θέρμες Προαστείου Νικόπολης
Οι βόρειες θέρμες της Ρωμαϊκής Νικόπολης αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτιριακά συγκροτήματα της πόλης του Αυγούστου. Βρίσκονται στο νότιο τμήμα του Προαστείου, της περιοχής περίπου 400 μ. βόρεια της τειχισμένης αρχαίας πόλης, η οποία λειτουργούσε ως ιερό άλσος λόγω της γειτνίασής της με το ιερό του Απόλλωνα. Πρόκειται για εντυπωσιακό μνημείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τους αθλητές, που λάμβαναν μέρος στα Νέα Άκτια, τους αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα. Οι θέρμες κατασκευάσθηκαν αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και λειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σήμερα το μνημείο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, και είναι γνωστό στους κατοίκους της περιοχής ως ''Μπεντένια''. Το κτηριακό συγκρότημα αποτελείται από καμπύλους και ορθογώνιους χώρους, που συνδέονται μεταξύ τους με πολλά ανοίγματα και φέρουν ημικυκλικές κόγχες και πεσσοστοιχίες. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται η δυτική πτέρυγα με τρεις αψιδωτούς χώρους. Όμοια ήταν κατασκευασμένη και η ανατολική πτέρυγα, από την οποία σώζονται μόνο τα θεμέλια. Οι αίθουσες του συγκροτήματος επικοινωνούν μεταξύ τους και στεγάζονται με τόξα, αψίδες, καμάρες και θόλους, χαρακτηριστικό αυτών των Ρωμαϊκών οικοδομημάτων.
Τα δάπεδα των αιθουσών ήταν διακοσμημένα με μάρμαρο και ψηφιδωτά. Αντίστοιχα επενδυμένοι ήταν και οι τοίχοι με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Το συγκρότημα της Νικόπολης διέθετε ένα μεγάλο χώρο με πισίνα κολύμβησης (natatio), αίθουσα ψυχρού λουτρού (frigidarium) και αίθουσες με κλιμακωτά θερμαινόμενες πισίνες (tepidarium, caldarium). Η θέρμανση των χώρων γινόταν με φωτιά, που έκαιγε ακατάπαυστα και ζέσταινε τα υπόκαυστα και τον αέρα που κυκλοφορούσε μέσα από εντοιχισμένους πήλινους σωλήνες.
Στο κτηριακό συγκρότημα των θερμών του Προαστείου έγιναν κατά τη διετία 1973 - 1974 σημαντικές εργασίες στερέωσης και συμπλήρωσης των τοίχων. Επίσης συντηρήθηκαν τα ανώφλια των σωζόμενων εισόδων του οικοδομήματος.
Ρωμαϊκή Οικία του Αντωνίνου
Η Ρωμαϊκή οικία του Αντωνίνου είναι η μόνη ανασκαμμένη ιδιωτική οικία της Ρωμαϊκής πόλης. Βρίσκεται έξω από το δυτικό τμήμα του Βυζαντινού τείχους και βορειοανατολικά του Ρωμαϊκού Ωδείου και απέχει 200 μ. περίπου από το τείχος και 300 μ. από το Ωδείο. Πρόκειται για μνημείο διαμονής, την κατοικία του Μάνιου Αντωνίνου. Από επιγραφή που έχει βρεθεί σε ένα ψηφιδωτό δάπεδο αναφέρεται και το όνομα της Αριστοκλίας, η οποία πιθανότατα ήταν η πρώτη οικοδέσποινα της κατοικίας αυτής. Η πρώτη οικοδομική φάση της κατοικίας ανάγεται χρονολογικά σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα στον 2ο αιώνα μ.Χ., ενώ δέχτηκε επισκευές στα τέλη του 3ου με αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.
Έχουν αποκαλυφθεί πέντε μεγάλα δωμάτια, έξι μικρότεροι βοηθητικοί χώροι και τμήμα της αυλής με πηγάδι, το οποίο διέθετε δεξαμενή αποθήκευσης νερού. Στην είσοδο του πρώτου μεγάλου δωματίου αποκαλύφθηκε το μεγάλο κατώφλι της πόρτας, ενώ το εσωτερικό της αίθουσας αυτής ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτό δάπεδο (3,50 x 6,25 μ.). Το ψηφιδωτό περιέχει γεωμετρικά μοτίβα και ένα κεντρικό έμβλημα, το οποίο πλαισιωνόταν από σπείρα άκανθας. Στη νοτιοανατολική γωνία της αίθουσας ήρθε στο φως προτομή Διονύσου. Η διακόσμηση του ψηφιδωτού με τις έντονες φωτοσκιάσεις και ο τρόπος σμίλευσης της προτομής οδηγούν σε μια χρονολογία στον 2ο αιώνα μ.Χ.
Η αμέσως επόμενη αίθουσα, στα δεξιά του πρώτου δωματίου, διέθετε μαρμαροθετημένο δάπεδο. Διακοσμημένη με ψηφιδωτό δάπεδο ήταν η αριστερή αίθουσα, το οποίο έχει όμως καταστραφεί. Στο βόρεια των αιθουσών αυτών αναπτύσσεται ένας διάδρομος, ο οποίος διέθετε και αυτός ψηφιδωτό δάπεδο -κατεστραμμένο σήμερα- και οδηγούσε στην αυλή της κατοικίας. Στα μικρά δωμάτια της ανατολικής πλευράς οδηγούσε ένας προθάλαμος, ο οποίος βρισκόταν αμέσως μετά το διάδρομο της οικίας. Εκεί ήρθε στο φως ακόμη ένα ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο διασώζει ολόκληρη κτητορική επιγραφή με τα ονόματα της Αριστοκλίας και του Αντωνίνου.
Τα δωμάτια της νοτιοανατολικής πλευράς αποτελούσαν βοηθητικούς χώρους, ενώ σε ένα από αυτά βρέθηκε και υπόκαυστο λουτρού. Στον τομέα αυτόν της οικίας η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι έγιναν διάφορες μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές.
Μνημείο Αυγούστου
Στις βόρειες παρυφές του Προαστείου βρίσκεται το Μνημείο της Νίκης, το τρόπαιο της Ναυμαχίας του Ακτίου και σύμβολο του νέου status quo. Κτισμένο το 28 π.Χ. πάνω στο λόφο Μιχαλίτσι, σε θέση με πανοραμική θέα, αποτελούσε τέμενος αφιερωμένο στους θεούς Απόλλωνα, Ποσειδώνα και Άρη, οι οποίοι στάθηκαν αρωγοί του αυτοκράτορα Αυγούστου στη μεγαλειώδη νίκη του. Το μνημείο κατασκευάστηκε σε τεχνητό άνδηρο, την όψη του οποίου κοσμούσαν τα χάλκινα έμβολα του στόλου των ηττημένων (Αντωνίου και Κλεοπάτρας). Πάνω από τον πέμπτο δόμο της κρηπίδας είχαν τοποθετηθεί οι λιθόπλινθοι της μεγάλης αφιερωματικής λατινικής επιγραφής.
Στη βόρεια πλευρά υπήρχε πιόσχημη στοά, ανοιχτή προς τα νότια, όπου βρισκόταν ο μνημειώδης βωμός με εξαιρετικής τέχνης ανάγλυφο διάκοσμο, που αποδίδει το θρίαμβο του Αυγούστου.
Ρωμαϊκό Υδραγωγείο Νικόπολης
Στο βόρειο άκρο της κοιλάδας του Λούρου, κοντά στο χωριό Αγ. Γεώργιος, βόρεια της Φιλιππιάδας, δεσπόζει το Ρωμαϊκό υδραγωγείο της αρχαίας Νικόπολης. Το Ρωμαϊκό υδραγωγείο διανύει μια απόσταση που εκτιμάται σε 50 χλμ. περίπου με ορατά κατάλοιπα στις περιοχές Ριζοβουνίου, Θεσπρωτικού, Στεφάνης, Σκάλας Λούρου, Σφηνωτού, Ωρωπού, Αρχαγγέλου - Νέα Σινώπης και Νικόπολης. Το Ρωμαϊκό υδραγωγείο κατασκευάστηκε μετά την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό-Αύγουστο (1ος αιώνα π.Χ. - 1ος αιώνας μ.Χ.) σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ενώ νεότεροι μελετητες θωρούν πιθανή την κατασκευή του επί Αδριανού (2ο αιώνα μ.Χ.).
Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός φρόντισε για τη συντήρησή του, ενώ μετά τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. δε φαίνεται να συνεζίζει τη λειτουργία του. Το υδραγωγείο αποτελείται από ένα αγωγό, που μετέφερε το νερό με την αξιοποίηση της υψομετρικής διαφοράς από τις πηγές του Λούρου στις δύο δεξαμενές του Νυμφαίου της Νικόπολης. Για την κατασκευή του αγωγού χρησιμοποιήθηκαν τρεις τρόποι:
Στερεωτικές - αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από το 1978 ως το 1980 από την ΙΒ' ΕΠΚΑ, στα βάθρα των τόξων της γέφυρας του υδραγωγείου, κοντά στις πηγές του Λούρου, στον Άγιο Γεώργιο Πρέβεζας. Εργασίες σε επιλεγμένες θέσεις του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου: Άγιος Γεώργιος, Κοκκινόπηλος, Στεφάνη, Σκάλα Λούρου, Αρχάγγελος και Νυμφαίο Νικόπολης πραγματοποιούνται από την ΕΦΑ Πρέβεζας (πρώην ΛΓ' ΕΠΚΑ) στα πλαίσια της ενταγμένης στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα 2007 - 2013 ΕΠΑΝ ΙΙ, Πράξης Ανάδειξη Ρωμαϊκού Υδραγωγείου Νικόπολης Νομού Πρέβεζας.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Τα Ρωμαϊκά Θέατρα
Τα Ρωμαϊκά θέατρα, όπως εξάλλου και οι θεατρικές παραστάσεις, αποτελούν εξέλιξη των Ελληνικών θεάτρων. Αρχικά τα θέατρα των Ρωμαίων ήταν προσωρινές ξύλινες κατασκευές, ενώ μόλις το 55 π.Χ. κτίστηκε το πρώτο μόνιμο λίθινο θέατρο στη Ρώμη από τον Πομπήιο, προκαλώντας αντιδράσεις στην άρχουσα τάξη, που θεωρούσε παρακμιακό στοιχείο τις θεατρικές παραστάσεις. Κατά την περίοδο των προσωρινών ξύλινων κατασκευών, φαίνεται πως διαμορφώνεται η μορφολογία των Ρωμαϊκών θεάτρων. Λίγες πάντως δεκαετίες μετά την ανέγερση του πρώτου λίθινου θεάτρου στη Ρώμη, στην εποχή του Αυγούστου, η τυπολογία παγιώνεται και η μορφή εμφανίζεται ολοκληρωμένη στη Ρώμη.
Σε αντιδιαστολή με τα Ελληνικά θέατρα, τα οποία κτίζονταν σε φυσικά κεκλιμένα πρανή, τα Ρωμαϊκά θέατρα με κτιστές υποδομές μπορούσαν να οικοδομηθούν και σε οριζόντια εδάφη. Η ενοποίηση της τριμερούς διάρθρωσης των θεάτρων, δηλαδή της σκηνής, της ορχήστρας και του κοίλου, σε ενιαίο κτίσμα, αποτελεί μια ακόμη καινοτομία των Ρωμαϊκών θεάτρων. Χάρη στον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο, ο οποίος έζησε στους χρόνους του Αυγούστου, και μάλιστα αφιέρωσε στον Αυτοκράτορα το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής που συνέγραψε το De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής), γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια τον γεωμετρικό σχεδιασμό και τα επί μέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία των Ρωμαϊκών θεάτρων.
Των οποίων ο Βιτρούβιος αναφέρει την ονομασία, συγκρίνοντάς τα με τα στοιχεία του Ελληνικού θεάτρου. Το κοίλο αποτελείτο από δύο ή τρία διαζώματα: το άνω, το μεσαίο και το κάτω (suma cavea, media cavea, ima cavea). Ανάλογος με το μέγεθος του θεάτρου ήταν και ο αριθμός των κερκίδων (cunei). Κατά μήκος της στέψης του κοίλου υπήρχε συνήθως περιμετρική στοά (porticus in suma cavea), της οποίας η απόληξη, για λόγους ακουστικής, βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την απόληξη του σκηνικού οικοδομήματος. Τα δρώμενα δεν τελούνταν στην ορχήστρα, που ήταν ημικυκλική, αλλά στο προσκήνιο ή λογείο (pulpitum) το οποίο ήταν υπερυψωμένο και είχε μεγάλο βάθος μπροστά από τη σκηνή.
Στην πρόσοψή του (frons pulpiti) υπήρχαν διακοσμητικές κόγχες και κλίμακες που οδηγούσαν από την ορχήστρα στο προσκήνιο. Στην περίμετρο της ορχήστρας τοποθετούνταν καθίσματα για τους επισήμους (proedria). Η πρόσοψη του σκηνικού οικοδομήματος (scaenae frons) που ήταν πολυώροφη, ορισμένες φορές έφτανε τους τέσσερεις ορόφους, έφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Στο ισόγειο της πρόσοψης υπήρχαν τρία θυρώμτα-είσοδοι για τους ηθοποιούς (η κεντρική - valva regia και δυο πλαϊνές - valvae hospitalia), ενώ στους ορόφους υπήρχαν σειρές από κόγχες ή ναΐσκους, στους οποίους παρεμβάλλονταν και ανοίγματα.
Οι κόγχες πλαισιώνονταν από κιονίσκους και έφεραν ποικιλόμορφους θριγκούς και αετώματα. Μέσα στις κόγχες τοποθετούνταν αγάλματα, συνήθως της Αυτοκρατορικής οικογένειας. Η πλούσια αυτή διακόσμηση αποτελούσε μια μόνιμη σκηνογραφία. Μάλιστα ο Βιτρούβιος προσομοιάζει την κεντρική είσοδο (valva regia) με είσοδο ανακτόρου. Στην απόληξη της πρόσοψης της σκηνής προεξείχε ξύλινη στέγη για την προστασία του προσκηνίου. Πάνω από τις παρόδους, που ήταν ενταγμένες στο ενιαίο κτίσμα του θεάτρου, υπήρχαν συνήθως θεωρεία (tribunalia).
Οι πάροδοι οδηγούσαν απευθείας στην ορχήστρα, ενώ δαιδαλώδες σύστημα από κλίμακες (scalaria) και διαδρόμους κίνησης (vomitoria) οδηγούσαν στα επιμέρους τμήματα του θεάτρου, επιτυγχάνοντας έτσι τη γρήγορη προσέλευση και αποχώρηση των θεατών από πολλές διόδους. Τέλος, περιμετρικά στην εξωτερική τοιχοποιία του κοίλου, πάνω σε προεξέχουσες λίθινες βάσεις, στερεώνονταν ξύλινοι στύλοι για την ανάρτηση τέντας (πέτασσος - velarium), η οποία προστάτευε τους θεατές από τον ήλιο και τη βροχή. Ορισμένα θέατρα των Αυτοκρατορικών χρόνων, διατηρήθηκαν σε αξιοθαύμαστη κατάσταση σε διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας.
Όπως αυτό της Πομπηίας, το Θέατρο του Μάρκελλου στη Ρώμη, το Θέατρο του Αραούσιου (σύγχρονο Orange) και της Augusta Rauicorum (σύγχρονη Arles) στη Γαλλία, της Ασπένδου στη Μικρά Ασία, της Μπόσρας (Bosra) στη Συρία, της Μεγάλης Λέπτιδος (Leptis Magna) στη Λιβύη, της Merida στην Ισπανία και άλλα. Η χρήση των περισσότερων Ελληνικών θεάτρων συνεχίστηκε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στα οποία γίνονταν επισκευές και προσθήκες, όπως στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα ή στο θέατρο της Εφέσου στη Μικρά Ασία, προκειμένου να προσαρμοστούν στις σκηνικές ανάγκες των παραστάσεων της εποχής.
Σε ορισμένα θέατρα, όπως της Δωδώνης για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκαν δραστικότερες μετασκευές, καθαιρώντας τις πρώτες σειρές των εδωλίων και μετατρέποντας την ορχήστρα σε αρένα. Παράλληλα, όμως, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα, κατασκευάζονται θέατρα σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά πρότυπα, στα οποία χρησιμοποιούνται οι τεχνικές και τα υλικά δομής των Ρωμαίων, όπως οι οπτόπλινθοι, οι χυτές τοιχοποιίες και οι θόλοι. θέατρα που οικοδομήθηκαν σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά μορφολογικά πρότυπα στην Ελλάδα, είναι σχετικά λίγα.
Ενδεικτικά σε αυτά συγκαταλέγονται τα θέατρα της Γόρτυνας στην Κρήτη, της Θεσσαλονίκης και του Δίου στη Μακεδονία, της Νικόπολης στην Ήπειρο και άλλα. Περισσότερα σε αριθμό είναι τα ωδεία των Ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα. Πρόκειται για μικρά θέατρα προορισμένα για μουσικές παραστάσεις και απαγγελίες. Τα κτίσματα αυτά ως προς τη μορφολογική τους δομή, δεν πρέπει να συγχέονται με τα Ελληνικά ωδεία. ωδεία Ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα έχουν διασωθεί στην Αθήνα, το ωδείο Ηρώδη του Αττικού κάτω από την ακρόπολη και ωδείο του Αγρίππα στην αγορά, στην Πάτρα, στην Επίδαυρο, στο Άργος, στη Θεσσαλονίκη, στο Δίον, στη Νικόπολη και αλλού.
Το Θέατρο και τα Άλλα οικοδομήματα του Αρχαιολογικού Χώρου
Οικοδομήματα θέασης και ακρόασης στη Νικόπολη, με τα έως σήμερα ερευνητικά δεδομένα, ήταν το θέατρο, το στάδιο και το ωδείο. Λόγω του μεγέθους του και της καλής καθ΄ ύψος διατήρησης των επί μέρους δομών του, το θέατρο της πόλης της Νίκης προκαλεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον επισκεπτών και περιηγητών, ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα. Την εντυπωσιακή εικόνα ενισχύει η περίοπτη θέση που κατέχει στον εκτεταμένο ερειπιώνα της αρχαίας πόλης στα βόρεια του δρόμου Ιωαννίνων - Πρέβεζας, με θέα προς τον Αμβρακικό Κόλπο. Το θέατρο κτίστηκε extra muros, στο «εν άλσει Προάστειο» κοντά στα παράλια του Αμβρακικού Κόλπου.
Ο χώρος αυτός, σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, φιλοξενούσε όλα τα απαραίτητα οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν την τέλεση των περίφημων Ακτιακών αγώνων. Σύμφωνα με τις έρευνες των τελευταίων ετών, στα κτίσματα αυτά, εκτός από το στάδιο, το γυμνάσιο και το τρόπαιο της ναυμαχίας του Ακτίου, τα οποία αναφέρει ο Στράβων, θα πρέπει να προστεθούν το θέατρο και δυο συγκροτήματα λουτρών για την εξυπηρέτηση των αθλητών και των θεατών. Τα Άκτια ήταν αγώνες τοπικοί των Ακαρνάνων και τελούνταν στο ιερό του Ακτίου Απόλλωνα, το οποίο βρισκόταν στο στόμιο του Αμβρακικού Κόλπου, πάνω σε μικρή χερσόνησο.
Στην περιοχή του ιερού είχε στρατοπεδεύσει ο Αντώνιος τις παραμονές της ναυμαχίας, ενώ η ίδια η ναυμαχία έλαβε χώρα σε κοντινή απόσταση από το ιερό προς το ανοικτό πέλαγος. Ο Οκταβιανός θεωρούσε προστάτη του θεό τον Απόλλωνα, του οποίου η λατρεία μετά τα γεγονότα του Ακτίου, κατέλαβε ξεχωριστή θέση στην επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Στο εξής η προσωνυμία Άκτιος, αναφερόμενη στον Απόλλωνα, απαντά συχνά στις εκδόσεις νομισμάτων της Ρώμης. Για λόγους πολιτικής και θρησκευτικής προπαγάνδας, ο Οκταβιανός ανανέωσε τους αγώνες και μετέφερε το χώρο της τέλεσής τους κοντά στην νεοϊδρυθείσα πόλη της νίκης.
Τα νέα Άκτια απέκτησαν σύντομα μεγάλη αίγλη, όπως διαπιστώνεται από τις αγωνιστικές επιγραφές που αναφέρονται στις νίκες αθλητών με καταγωγή από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Η αίγλη των Ακτίων ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε διαδόθηκε η τέλεσή τους και σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως την Ιουδαία, όπου ο σύμμαχος του Οκταβιανού Ηρώδης ο Μέγας καθιέρωσε τοπικούς αγώνες με το όνομα Άκτια. Κεντρική θέση στην περιοχή του «Προαστείου» της Νικόπολης κατέχει το στάδιο, του οποίου η πρώτη οικοδομική φάση, που είχε τη μορφή Ελληνικού σταδίου με είσοδο προς δυσμάς, ανάγεται στους χρόνους της ίδρυσης της πόλης, αμέσως μετά τη ναυμαχία.
Δυτικά του σταδίου εκτείνονται τα ερείπια του γυμνασίου, η πρώτη φάση του οποίου επίσης χρονολογείται στους χρόνους του Αυγούστου, σύμφωνα με την αναθηματική - κτητορική επιγραφή που βρέθηκε στη Νικόπολη σε δεύτερη χρήση. Το θέατρο βρίσκεται ανατολικά του σταδίου, κτισμένο εν μέρει στις υπώρειες της χαμηλής λοφοσειράς προς τα βόρεια. Στα νέα Άκτια που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός από τους γυμνικούς αγώνες, συμπεριλαμβάνονταν και μουσικοί αγώνες, όπως αγώνες ποιητών, σοφιστών, τραγωδών, κωμωδών, κηρύκων, σαλπιγκτών, κιθαρωδών, φωνασκών, αυλητών και παντομίμων.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ποικιλία καλλιτεχνικών αγωνισμάτων, τα οποία λάμβαναν χώρα μέσα στο θέατρο της Νικόπολης. Το ίδιο το μνημείο αναφέρεται «άπαξ» στις φιλολογικές αρχαίες πηγές, συγκεκριμένα στις Διατριβές του Επίκτητου, με αφορμή την αποδοκιμασία μέσα στο θέατρο του τοπικού έπαρχου από τους θεατές. Στο θέατρο της Νικόπολης πιθανότατα αγωνίστηκε ο Νέρων σε αγώνες μουσικής και τραγωδίας, όταν κατά την θεαματική του περιοδεία στην Ελλάδα το 66 μ.Χ. σταμάτησε στη Νικόπολη, προκειμένου να διακριθεί στα Άκτια:
''ἐπί τούτοις κιθαρωδίας και τρα- γωδίας κατά τε Ρώμην καί την Ἑλλάδα πομπεύων, Ἰσθμίοις και Πυθί- οις καί Ἡλείοις και Ἀκτίοις ἐστεφανοῦτο κήρυξιν, ἃρματι πηλικῷ και τῷ τελείῳ και δεκαπώλῶ'' (Ευσεβίου Χρονικά). Η παρουσία του Νέρωνα στη Νικόπολη επιβεβαιώνεται και από τα νομίσματα της πόλης στα οποία απεικονίζεται η «επιφάνεια» του Νέρωνα. Ο καιροσκοπισμός των αρχών της πόλης που απέβλεπαν στην έμπρακτη εύνοια του Αυτοκράτορα και τυχόν δωρεές του Αυτοκράτορα στην πόλη, αντικατοπτρίζονται στην αλλαγή του ονόματος της πόλης σε «Νερωνικόπολις».
Βόρεια του σταδίου και του θεάτρου, σε έναν από τους λόφους της χαμηλής λοφοσειράς που ορίζει προς τα βόρεια την πεδιάδα της Νικόπολης, τον ιερό λόφο του Απόλλωνα, όπως αναφέρει ο Στράβων, ανήγειρε ο Οκταβιανός το τρόπαιο της ναυμαχίας του Ακτίου. Το μνημείο, εκτός από το Στράβωνα, αναφέρεται και από άλλους αρχαίους συγγραφείς, όπως το Δίωνα Κάσσιο, τον Πλούταρχο και το Σουητώνιο. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές των τελευταίων ετών έδειξαν ότι πρόκειται για μνημείο με διττό χαρακτήρα.
Χαρακτήρα του τροπαίου με λάφυρα της ναυμαχίας και του υπαίθριου ιερού, αφιερωμένου στους θεούς Άρη, Ποσειδώνα και Απόλλωνα, τους θεούς που, σύμφωνα με την πολιτική προπαγάνδα της εποχής, στάθηκαν στο πλευρό του Οκταβιανού κατά τη μάχη. Η ασφαλής χρονολόγηση της ανέγερσης του συγκροτήματος στους χρόνους αμέσως μετά την ναυμαχία (29 - 27 π.Χ.), και κατά συνέπεια η ασφαλής χρονολόγησή των τοιχοποιιών του και του τρόπου δόμησης, συνέβαλαν καθοριστικά στη χρονολόγηση άλλων οικοδομημάτων της Νικόπολης και κυρίως αυτών που βρίσκονται στην περιοχή του «Προαστείου».
Το Θέατρο και οι Περιηγητές
Μετά την εγκατάλειψη της Νικόπολης γύρω στον 11ο αιώνα και της μετατροπής του χώρου σε εκτεταμένο ερειπιώνα, πρώτος από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Νικόπολη, είναι ο περίφημος Εβραίος έμπορος και ταξιδευτής, ο Κυριακός από την Αγκώνα (1463). Ο Κυριακός εντυπωσιάζεται από το μέγεθος και την έκταση των ερειπίων, ταυτίζοντας ανεπιτυχώς το χώρο με τη Δωδώνη. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ως γνωστό, αυξάνεται ο αριθμός των περιηγητών που επισκέπτονται διάφορες περιοχές της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης της Ηπείρου.
Μεταξύ των περιηγητών που επισκέφτηκαν τη Νικόπολη συγκαταλέγονται οι Pouqueville, Leake, Dodwell, Holland, Hallerstein, Brøndsted, Hughes και Hobhouse. Οι περιγραφές του θεάτρου από τους περιηγητές, συνήθως συνοπτικές και ορισμένες φορές διεξοδικότερες, αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών στη σύγχρονη έρευνα. Μερικοί από τους περιηγητές που επισκέπτονται το θέατρο, αφήνουν χαραγμένο στους τοίχους της σκηνής τα ονόματα τους. Ο Βρετανός περιηγητής συνταγματάρχης Willian Μartin Leake επισκέφτηκε τη Νικόπολη στις 24 Ιουνίου του 1805. Ο Leake, στο έργο του Travels in Νorthern Greece, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής:
«Για την κατασκευή του μεγάλου θεάτρου είχε εκσκαφθεί μερικώς η πλευρά του λόφου, αλλά όλη η ανωδομή, τα οικοδομήματα της σκηνής και οι πάροδοι σε κάθε πλευρά της σκηνής κτίστηκαν με μεγάλα φαρδιά Ρωμαϊκά τούβλα, συγκολλημένα με αρκετή ποσότητα κονιάματος, και επενδύθηκαν με πέτρα. Παρ' όλο που ο διάδρομος στο πάνω μέρος του κοίλου έχει καταρρεύσει προς τα μέσα και οι πέτρινες κερκίδες έχουν αφαιρεθεί, το θέατρο παραμένει ένα από τα καλύτερα διατηρούμενα ρωμαϊκά θέατρα που υπάρχουν και αξίζει πραγματικά να μετρηθεί με ακρίβεια και να σχεδιαστεί από ένα αρχιτέκτονα».
Με εντολή του Leake έφτασε αργότερα στη Νικόπολη ο αρχιτέκτων Thomas Leverton Donaldson, ο οποίος μεταξύ άλλων μνημείων (ωδείο, Νυμφαία με τη Δυτική Πύλη, βόρειες Θέρμες) αποτύπωσε και το μεγάλο θέατρο. Η ακρίβεια της αποτύπωσης με τα μέσα που διέθετε εκείνη την εποχή είναι αξιοθαύμαστη. Τον Δεκέμβριο του 1813 επισκέφτηκε τη Νικόπολη ο θεολόγος Thomas S. Hughes, συνοδευόμενος από τον αρχιτέκτονα - αρχαιοκάπηλο Charles Robert Cockerell και τον ευγενή Robert Townley-Parker. Ο Hughes είναι ο πρώτος περιηγητής που εντοπίζει και αναφέρει τις λίθινες βάσεις για τη στήριξη της τέντας (πέτασσος - velarium) στο θέατρο.
Κλείνοντας την περιγραφή του θεάτρου, ο φιλέλληνας ιερωμένος οραματίζεται το μέλλον του αρχαιολογικού χώρου με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τη σύγχρονη θυμηδία: «Καθώς στεκόμουν στο ψηλότερο σημείο αυτού του πελώριου θεάτρου, όπου μπορεί κανείς να δει όλα τα μνημεία της Νικόπολης, ευχήθηκα αυτή η συμπαθής χώρα να τύχει και πάλι μιας πολιτισμένης και Χριστιανικής διοίκησης, που θα εφάρμοζε ένα σχέδιο επισκευής όλων αυτών των αρχαίων κτιρίων και επανεγκατάστασης μιας νέας αποικίας στην ίδια περιοχή. Τα τείχη, οι τάφοι, τα λουτρά και οι οικίες θα μπορούσαν να αποδοθούν στην αρχική τους χρήση.
Θα μπορούσαν να ανεγερθούν εκκλησίες πάνω στους αρχαίους ναούς, το γυμνάσιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε γήπεδο τένις και το στάδιο σε σχολή ιππασίας. Το δε υδραγωγείο θα μπορούσε να αναπαλαιωθεί και τα θέατρα να προσαρμοστούν για την παρουσίαση σύγχρονου δράματος. Η ευκολία αυτού του σχεδίου και το οικονομικό όφελος, αν μη τι άλλο, θα υποστήριζαν ανεπιφύλακτα την υλοποίηση του». Πολύτιμα στοιχεία για την αρχιτεκτονική του θεάτρου αντλούνται σήμερα και από τις απεικονίσεις των περιηγητών. Η παλαιότερη γκραβούρα θεωρείται αυτή του Louis Fauvel, ο οποίος επισκέφθηκε τη Νικόπολη το 1780.
Στην γκραβούρα αυτή που απεικονίζει το θέατρο από νότια, σημειώνονται δομικά στοιχεία του κτίσματος που σήμερα έχουν καταπέσει. Στοιχεία για τον περιμετρικό τοίχο του κοίλου με τους πεσσούς αντιστήριξης και την κατάσταση διατήρησής του, αντλούνται από ένα σχέδιο του αρχιτέκτονα Carl Haller von Hallerstein ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη το 1810. Στο πανοραμικό αυτό σχέδιο, που είναι δοσμένο από βόρεια πίσω από το θέατρο, σε πρώτο πλάνο απεικονίζεται ο περιμετρικός τοίχος του κτίσματος, ενώ σε δεύτερο πλάνο απεικονίζονται χαμηλότερα στην πεδιάδα διάφορα οικοδομήματα του ερειπιώνα και στο βάθος φαίνονται οι ορεινοί όγκοι της Ακαρνανίας και της Λευκάδας.
Τέλος μια απεικόνιση του θεάτρου με «ρομαντική» διάθεση, οφείλεται στον Joseph de (Comte) Estourmel, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη το 1830. Σημαντικό μέρος του δομικού υλικού του θεάτρου, που ήταν ορατό πάνω από το έδαφος και εύκολα προσβάσιμο, όπως ολόκληρες σειρές οπτοπλίνθων του σκηνικού οικοδομήματος και λιθοπλίνθων των αναλημματικών τοίχων που συγκρατούσαν τις ωθήσεις του κοίλου, αποσπάστηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως δομικό υλικό, σε άλλα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής άγνωστά σήμερα σε μας.
Όπως αναφέρει η ειδική επιτροπή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που συστάθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να καταγράψει τις ζημιές που υπέστησαν τα μνημεία της χώρας κατά τον πόλεμο, το κοίλο του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε από τα στρατεύματα κατοχής «ως αντιαεροπορική φωλέα πολυβόλων και ως εκ τούτου υπέστη φθοράς τινάς».
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Στην υπάρχουσα κατάσταση, αναγνωρίσιμα στοιχεία του θεάτρου είναι ο περιμετρικός αναλημματικός τοίχος, το σκηνικό οικοδόμημα, το ανώτερο τμήμα του κοίλου με τα εναπομείναντα τμήματα των υποδομών, ο τοίχος της περιμετρικής στοάς στο ανώτερο τμήμα του κοίλου, οι δύο πλευρικές θολοσκεπείς είσοδοι στο ανώτερο τμήμα του κοίλου και μία στον άξονα συμμετρίας του κοίλου. Η ορχήστρα, το κάτω κοίλον (ima cavea), το προσκήνιο και το κατώτερο τμήμα της σκηνής καλύπτονται από βαθιές επιχώσεις. Οι επιχώσεις και οι καταπεσμένοι όγκοι τοιχοποιιών, δεν επιτρέπουν τη σχεδιαστική αναπαράσταση του μνημείου με ακριβή λεπτομέρεια, όπως και τον προσδιορισμό όλων των οικοδομικών φάσεων και επισκευών του μνημείου.
Το Κοίλον (cavea)
Σημείο αναφοράς των γεωμετρικών χαράξεων του θεάτρου αποτελεί το κέντρο της ορχήστρας, η οποία υπολογίζεται ότι είχε διάμετρο 25 μέτρα. Το κοίλο που έχει διάμετρο 92 μ. αναπτύσσεται τόσο στο φυσικό πρανές του λόφου, όσο και σε λιθόκτιστες υποδομές στο ανώτερο τμήμα του, κατά το ρωμαϊκό σύστημα στήριξης. Στο άνω κοίλο για την έδραση των εδωλίων κατασκευάστηκαν τρεις επάλληλες θολωτές στοές με κλιμακούμενο ύψος. Η εξωτερική στοά στα ανώτερα επίπεδα των υποδομών του κοίλου, ήταν απροσπέλαστη, όπως καταδεικνύουν οι ακτινικά διατεταγμένοι εσωτερικοί εγκάρσιοι τοίχοι που διαμορφώνουν κλειστούς χώρους.
Η μεσαία στοά, παρότι ενισχύεται και αυτή με εγκάρσιους τοίχους, πρέπει να χρησίμευε και ως διάδρομος κίνησης των θεατών (vomitorium), τουλάχιστον σε μια αρχική φάση του θεάτρου, διότι στο μέσον των εγκάρσιων αυτών τοίχων διαμορφώνονται ανοίγματα. Η υπερκείμενη των στοών κατασκευή διαμορφωνόταν ως πρανές από χυτό λιθόδεμα στο οποίο εδράζονταν τα εδώλια. Τα εδώλια που ήταν λίθινα έχουν αφαιρεθεί στο παρελθόν. Δύο μόνο ακέραια ασβεστολιθικά εδώλια έχουν εντοπιστεί έως σήμερα, στο ανατολικό τμήμα του άνω κοίλου. Το ένα μάλιστα φέρει χαραγμένο μέρος του ονόματος του κατόχου της θέσης: ΚΛΕΑΧΟΥ.
Το κάτω τμήμα του κοίλου (ima cavea), φαίνεται πως διαμορφωνόταν πάνω στο φυσικά κεκλιμένο πρανές, αφού δεν εντοπίζονται κατάλοιπα υποδομών για την έδραση των εδωλίων. Υψηλός αναλημματικός τοίχος, που ενισχύεται κατά διαστήματα από αντηρίδες, ορίζει περιμετρικά το κοίλο του θεάτρου. Στον τοίχο εντοπίζονται με σαφήνεια καθ’ ύψος, δυο κατασκευαστικές φάσεις. Η αρχαιότερη φάση στο κατώτερο τμήμα, φτάνει έως το ύψος των υποδομών στήριξης του κοίλου, ενώ η νεώτερη ανυψώνεται πάνω από την πρώτη, αυξάνοντας τη χωρητικότητα του κοίλου και επιτρέποντας παράλληλα την ανέγερση της περιμετρικής στοάς (porticus in suma cavea).
Το αρχαιότερο τμήμα του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου είναι κτισμένο με λίθους ψαμμιτικής προέλευσης, ελαφρώς ορθογωνισμένους και τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις. Στις απολήξεις του κοίλου, εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, ο περιμετρικός αναλληματικός τοίχος διαμορφώνεται στην όψη του από στρώσεις εναλλασσόμενων μπατικών και δρομικών λιθοπλίνθων κτισμένων «εν ξηρώ». Ο λίθινος θώρακας από τις εναλλασσόμενους λιθοπλίνθους, λειτουργούσε ως «λιθότυπος» για το χυτό λιθόδεμα που έπεφτε στο πίσω μέρος.
Χυτό υλικό και λιθόπλινθοι δημιουργούσαν ενιαίο ισχυρό σώμα, το οποίο συγκρατούσε τις μεγάλες ωθήσεις στις απολήξεις του κοίλου. Το ανώτερο τμήμα του περιμετρικού αναλληματικού τοίχου είναι κτισμένο κατά το σύστημα opus testaceum, δηλαδή από επάλληλες σειρές οπτοπλίνθων στις όψεις που συγκρατούν το χυτό λιθόδεμα του πυρήνα. Δύο διάδρομοι στην ανατολική και δυτική απόληξη του κοίλου και ένας στον άξονα συμμετρίας του (vomitoria), οδηγούσαν τους θεατές στον μεσαίο διάδρομο-διάζωμα ο οποίος διαχώριζε το άνω από το κάτω κοίλο. Πρόκειται για θολωτές κατασκευές με σχήμα κόλουρου κώνου σε κατάκλιση, με κεκλιμένες τις γενέτειρες.
Οι δύο ακραίοι διάδρομοι διαμορφώνουν εξωτερικά τοξωτά υπέρθυρα με μέτωπο από λαξευτούς λίθους. Πέριξ του τοξωτού υπέρθυρου του μεσαίου διαδρόμου διακρίνεται μικρό τμήμα τοιχοποιίας, κτισμένο κατά το σύστημα opus quasi reticulatum, δηλαδή από μικρούς κυβόλιθους τοποθετημένους δικτυωτά. Εξωτερικά του θεάτρου, η πρόσβαση στους ακραίους διαδρόμους - vomitoria γινόταν με κλιμακοστάσια, τα οποία αποτυπώνονται στο σχέδιο του Donaldson. Το ανατολικό από αυτά, που είχε αξιόλογο ύψος, εντοπίστηκε πριν από λίγα χρόνια κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών αρχαιολογικών ανασκαφών.
Στο ανώτατο τμήμα του κοίλου βρισκόταν η περιμετρική στοά (porticus in summa cavea), η οποία ορίζεται εξωτερικά από συνεχή τοίχο, αποτελώντας ουσιαστικά το ανώτερο τμήμα του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου. Ο τοίχος της στοάς έφερε κόγχες και τοξωτά ανοίγματα, «εν είδει» παραθύρων, σε ακανόνιστη διάταξη. Τρία κλιμακοστάσια, κτισμένα σε επαφή με τον περιμετρικό αναλληματικό τοίχο του κοίλου, οδηγούσαν σε αντίστοιχες εισόδους απευθείας στη στοά. Ορατά ίχνη διατηρούνται μόνο για το κεντρικό κλιμακοστάσιο, που βρισκόταν σε αντιστοιχία πάνω από τον κεντρικό διάδρομο εισόδου (vomitorium), ενώ τα υπολείμματα των δυο άλλων βρίσκονται όπως φαίνεται σκεπασμένα κάτω από επιχώσεις.
Στην περίμετρο του αναλημματικού τοίχου της πρωϊμότερης κατασκευαστικής φάσης, διατηρούνται λιθόπλινθοι πακτωμένοι στην τοιχοποιία και διατεταγμένοι σε ζεύγη καθ΄ ύψος. Οι λιθόπλινθοι, τοποθετημένοι σε κανονικά διαστήματα, ανά 4 - 5 μ. κατά μήκος του τοίχου, φέρουν οι μεν της ανώτερης σειράς κυκλική διαμπερή οπή, οι δε της χαμηλότερης στάθμης κυκλική βάθυνση. Το σύστημα αυτό χρησίμευε για τη στερέωση των στύλων, στους οποίους δενόταν η τέντα (πέτασσος - velarium) που απλωνόταν πάνω από το κοίλο, προκειμένου να προστατευθούν οι θεατές από τον ήλιο και τη βροχή.
Η ύπαρξη δεύτερης σειράς λιθοπλίνθων στήριξης σε υψηλότερη στάθμη δείχνει ότι το σύστημα αυτό αχρηστεύτηκε μετά την υπερύψωση του περιμετρικού τοίχου και αντικαταστάθηκε με νεότερο.
Το Σκηνικό Οικοδόμημα
Το κτήριο της σκηνής, που ήταν πολυώροφο, είναι κατασκευασμένο από πλινθοδομή κατά το σύστημα opus testaceum. Το ύψος των τοίχων της σκηνής πάνω από τις επιχώσεις φτάνει σήμερα τα 9 μέτρα. Πρόκειται για εντυπωσιακό μέγεθός εφόσον το επίπεδο της ορχήστρας υπολογίζεται 3 - 4 μ. χαμηλότερα από το σημερινό έδαφος. Ο διαχωρισμός του οικοδομήματος της σκηνής από το κοίλο με διάδρομο - πάροδο, όπως στα Ελληνικά θέατρα, που σημειώνεται στο σχέδιο του Donaldson, λόγω των επιχώσεων δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί σήμερα χωρίς ανασκαφική έρευνα.
Η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons), μήκους περίπου 37 μ., ήταν ευθύγραμμη και έφερε στο ισόγειο τρεις τοξωτές εισόδους, από τις οποίες η μεσαία (valva regia) διαμορφώνεται μέσα σε κόγχη. Οι δυο πλευρικές είσοδοι (hospitalia) ήταν χαμηλότερες, όπως βεβαιώνεται από τμήμα της γένεσης του τόξου που διατηρείται στην ανατολική είσοδο. Στον όροφο της πρόσοψης υπήρχαν μικρότερα τοξωτά ανοίγματα, ένα από τα οποία διατηρείται στην ανατολική πλευρά. Όπως σε όλα τα Ρωμαϊκά θέατρα, η πρόσοψη θα πρέπει να ήταν διακοσμημένη με ναΐσκους που στηρίζονταν σε κιονίσκους, γείσα και ορθομαρμαρώσεις.
Μια ζώνη από μεγάλους λαξευτούς δόμους και ένα συνεχές κοίλωμα που έφερε κάποτε δομικό υλικό, αποτελούν τα μόνα διατηρούμενα στοιχεία των κατασκευών στην πρόσοψη. Ο συνταγματάρχης W. Leake υπέθεσε πως στις κόγχες της πρόσοψης θα πρέπει να υπήρχαν αγάλματα θεοτήτων, σύμφωνα με τις επιγραφές της Αθηνάς και της Αφροδίτης που εντόπισε χαραγμένες σε δομικό υλικό μπροστά από τη σκηνή. Το άγαλμα μαινάδας, που βρέθηκε στο θέατρο τη δεκαετία του 1960, θα πρέπει να ανήκει στη διακόσμηση της σκηνής. Νότια της πρόσοψης και σε απόσταση 2,70 μ. υψώνεται παράλληλος τοίχος δημιουργώντας ένα μακρόστενο χώρο, το postscaenium, που διαιρείτο σε πέντε χώρους σκεπασμένους με ημικυλινδρικούς θόλους.
Τα ίχνη των θόλων, που έχουν καταπέσει στο εσωτερικό του οικοδομήματος, διακρίνονται στα μέτωπα των τοίχων. Το προσκήνιο πλαισιώνεται από δυο ορθογώνιας κάτοψης διαμερίσματα, τα παρασκήνια (versuria), που ήταν σκεπασμένα με ημικυλινδρικούς θόλους. Το μήκος των παρασκηνίων καθορίζει και το βάθος του προσκηνίου ή λογείου, το οποίο υπολογίζεται στα 8 μέτρα. Στην κάτοψη του Donaldson, βόρεια των παρασκηνίων αποτυπώνονται δύο διάδρομοι. Πρόκειται προφανώς για τις παρόδους που οδηγούσαν στην ορχήστρα (aditus maximus).
Από τους διαδρόμους αυτούς διακρίνονται σήμερα στοιχεία του δυτικού διαδρόμου, όπως η τοξωτή διαμόρφωση της εισόδου και τμήμα της κατάληξης στο χώρο της ορχήστρας, ενώ ο ανατολικός δεν έχει εντοπιστεί λόγω των επιχώσεων. Στο ίδιο σχέδιο του Donaldson αποτυπώνεται και τμήμα τοίχου νότια του σκηνικού οικοδομήματος, ο οποίος πιθανώς να ανήκει σε στοά, που συνήθως υπήρχε πίσω από τη σκηνή στα Ρωμαϊκά θέατρα.
Κατασκευαστικές Φάσεις - Χρονολόγηση
Λόγω της έλλειψης ανασκαφικών δεδομένων, για την ώρα η χρονολόγηση των κατασκευαστικών φάσεων του θεάτρου στηρίζεται στον εντοπισμό και την συσχέτιση επί του μνημείου των διαφόρων τρόπων δόμησης και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς σε γενικές γραμμές παρατηρείται μια εξελικτική πορεία στους τρόπους δόμησης και στη χρήση των υλικών κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους στη Ρώμη, εξέλιξη η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις επαρχίες. Επιπροσθέτως, οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα μνημεία της Νικόπολης κατά τα τελευταία χρόνια, προσθέτουν χρήσιμες πληροφορίες ως προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στην πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου ανήκουν ο περιμετρικός τοίχος του κοίλου στο κατώτερο τμήμα του, τμήματα τοίχων του αρχικού σκηνικού οικοδομήματος που παρέμειναν ενσωματωμένα στις τοιχοποιίες των νεότερων κατασκευαστικών φάσεων, καθώς και οι τρεις διάδρομοι - δίοδοι (vomitoria) προς το κοίλο. Οι τοιχοποιίες των παραπάνω είναι κατασκευασμένες με ψαμμιτικούς κυρίως λίθους, ελαφρώς επεξεργασμένους και τοποθετημένους σε στρώσεις με κονίαμα. Πρόκειται για έναν εύκολο σχετικά τρόπο κατασκευής, που θα λέγαμε πως προσιδιάζει το opus vitatum.
Παρόμοιες τοιχοποιίες και υλικά παρατηρούνται στις θεμελιώσεις του τροπαίου της ναυμαχίας του Ακτίου, λίγα μέτρα πιο πάνω από το θέατρο στον ιερό λόφο του Απόλλωνα, καθώς και στον περιμετρικό τοίχο του σταδίου. Τα δυο μνημεία -τρόπαιο και στάδιο-, χρονολογούνται με ακρίβεια στους χρόνους αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, διότι εκτός των άλλων, αναφέρονται και από τον Στράβωνα που έζησε αυτούς τους χρόνους. Ο περιμετρικός τοίχος του θεάτρου στις απολήξεις του, είναι κατασκευασμένος, όπως προαναφέρθηκε, με λιθόπλινθους, σύμφωνα με σύστημα γνωστό ως «έμπλεκτον».
Το ίδιο σύστημα τοιχοποιίας, που στην περιοχή της Ρώμης χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αιώνα (π.Χ. ταφικό μνημείο της Καικιλίας Μετέλλας στην Αππία οδό, περ. 30 π.Χ.), απαντά επίσης στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στις απολήψεις των δυο παράλληλων κεραιών του σταδίου. Οι λιθόπλινθοι του θεάτρου από ψαμμιτικά ή ασβεστολιθικά πετρώματα, προέρχονται από αρχαιότερα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής, πιθανώς από τον αρχαίο οικισμό που εντοπίζεται στο Μιχαλίτσι, βόρεια της ομώνυμης λοφοσειράς, ο οποίος ταυτίζεται με το Βουχέτιον, αποικία των Ηλείων. Στην παρούσα κατάσταση δεν είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα για τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες του κοίλου της πρώτης οικοδομικής φάσης.
Συμπερασματικά, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου της Νικόπολης ακολούθησε τα Ελληνικά πρότυπα, δηλαδή η ορχήστρα παρέμεινε κυκλική και το σκηνικό οικοδόμημα ανεξάρτητο από το κοίλο. Η δεύτερη κατασκευαστική φάση διακρίνεται από τον τρόπο δόμησης, γνωστό με τον όρο opus incertum mixtum. Πρόκειται για μεικτή τοιχοποιία με μέτωπα από αργούς λίθους ακανόνιστα τοποθετημένους, τα οποία πλαισιώνονται από ζώνες με οπτόπλινθους. Κατά τη φάση αυτή φαίνεται πως ανακατασκευάστηκε το άνω κοίλο αποκτώντας θολωτές υποδομές. Η φάση αυτή χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, και πιθανώς να σχετίζεται με την παρουσία του Νέρωνα στη Νικόπολη.
Κατά την τρίτη κατασκευαστική φάση γενικεύεται η χρήση των οπτοπλίνθων στο θέατρο. Ανακατασκευάζεται το σκηνικό οικοδόμημα αποκτώντας την τυπική μορφή των Ρωμαϊκών θεάτρων, αυξάνεται σε ύψος ο περιμετρικός αναλληματικός τοίχος και κτίζεται η περιμετρική στοά με τις τρεις κλίμακες ανόδου σε αυτή. Ωστόσο, η αρχική χάραξη του θεάτρου καθορίζει και το βαθμό των επεμβάσεων. Για παράδειγμα, το υπερυψωμένο προσκήνιο ή λογείο καταλαμβάνει μικρό μόλις τμήμα της ορχήστρας.
Η τρίτη οικοδομική φάση χρονολογείται στο 2ο μ.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην εποχή του Αδριανού (117 μ.Χ. - 138 μ.Χ.), ο οποίος έμεινε στη Νικόπολη κατά τα ταξίδια του στην Ελλάδα και στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Οι Νικοπολίτες αφιέρωσαν βωμούς στον θεοποιημένο Αυτοκράτορα και στη σύζυγό του Σαβίνα, αποδίδοντας στον μεν πρώτο την προσωνυμία Δωδωναίος, στη δε δεύτερη Άρτεμη Κελκαία, μια τοπική προσωνυμία της Άρτεμης. Μεταξύ άλλων ευεργεσιών, στον Αδριανό θα πρέπει να αποδοθεί και η ολοκλήρωση του υδραγωγείου που έφερε νερό στη Νικόπολη από μια απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων.
Στη χρονολόγηση της τρίτης κατασκευαστικής φάσης του θεάτρου στο 2ο μ.Χ. αιώνα, συνηγορεί και η ραδιοχρονολόγηση που έγινε σε δείγματα δομικών κονιαμάτων της σκηνής από το Ινστιτούτο Γεω-Βιοαρχαιολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (Institute for Geo-and Bioarchaeology, Vrije Univesriteit Amsterdam).
Εργασίες σε Εξέλιξη
Στο θέατρο έως σήμερα πραγματοποιήθηκαν μόνον περιορισμένου χαρακτήρα στερεωτικές εργασίες και ορισμένες δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές. Το 2001 προκειμένου να ενισχυθεί τμήμα του περιμετρικού τοίχου του κοίλου που παρουσίαζε μεγάλη απόκλιση από την κατακόρυφο, κατασκευάστηκε μετά από εξειδικευμένη μελέτη μεταλλικό δικτύωμα αντιστήριξης. Προσφάτως έχουν δρομολογηθεί από την Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, με επικεφαλής τον υπογράφοντα, προκαταρκτικές ανασκαφικές έρευνες στο θέατρο της Νικόπολης με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Ηπείρου, καθώς επίσης εργασίες Προστασίας, Συντήρησης και Αποκατάστασης (Α΄Φάση) του μνημείου οι οποίες χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ.
ΤΟ ΩΔΕΙΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
ΠΕΡΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στην κατηγορία των οικοδομημάτων θέασης, το Ρωμαϊκό ωδείο της Νικόπολης αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής που κληροδότησε η αισθητική και τεχνολογία των Ρωμαίων στον Ελλαδικό χώρο. Λόγω του μεγέθους, αν και έχει χαθεί ένα σημαντικό μέρος από το ύψος του, αλλά και της σχετικά καλής κατάστασης διατήρησής του, το μνημείο δεσπόζει στον εκτεταμένο ερειπιώνα της Νικόπολης. Όπως έδειξαν οι αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων δύο δεκαετιών, το ωδείο βρισκόταν σε κομβικό σημείο του πολεοδομικού ιστού της πόλης. Προς τα βόρεια οριοθετείτο με δρόμο κατεύθυνσης ανατολής - δύσης (decumanus).
Ο δρόμος αυτός, που περνούσε από την Ανατολική Πύλη των τειχών της πόλης καταλήγοντας στην παραλία του Αμβρακικού, ήταν λιθόστρωτος και διέθετε πεζοδρόμιο τουλάχιστον στην νότια πλευρά του. Στην άκρη του πεζοδρομίου υψωνόταν ο εξωτερικός - βόρειος τοίχος της σκηνής του ωδείου. Ένας άλλος δρόμος, κάθετος στον προηγούμενο, οριοθετούσε δυτικά το μνημείο, περνώντας μεταξύ του ωδείου προς ανατολάς και ενός δημόσιου οικοδομήματος προς δυσμάς. Ο δρόμος αυτός πλάτους 14,80 μ., που εντοπίστηκε σε οικοδομικό τετράγωνο βορειότερα, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο cardo maximus, δηλαδή η κύρια λεωφόρος του πολεοδομικού ιστού της πόλης με κατεύθυνση βορρά-νότου.
Ωστόσο, μεταξύ του ωδείου και του παρακείμενου οικοδομήματος, που ίσως πρόκειται για ναό κτισμένο πάνω σε πόδιο, το πλάτος του δρόμου περιοριζόταν σχεδόν στο μισό. Στα νότια του ωδείου, σε απόσταση περίπου 100 - 110 μέτρα, διερχόταν ο decumanus maximus, δηλαδή η κεντρική λεωφόρος με κατεύθυνση ανατολής - δύσης, που ήταν πλακόστρωτη και έφερε πεζοδρόμια. Στις νεοϊδρυόμενες Ρωμαϊκές πόλεις, πάνω συνήθως ή πλησίον της συμβολής των κυρίων δρόμων με κατεύθυνση βορρά - νότου και ανατολής - δύσης (cardo maximus και decumanus maximus ), βρισκόταν το Forum. Πρόκειται για τον δημόσιο ανοιχτό χώρο, ο οποίος περιελάμβανε περιστύλια με καταστήματα, ναούς και άλλα δημόσια οικοδομήματα.
Στο Forum λάμβαναν χώρα οικονομικές συναλλαγές, κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως ιδιωτικές συναντήσεις, πολιτικές αντιπαραθέσεις και τελετουργίες. Λαμβάνοντας υπόψη επομένως τα τοπογραφικά δεδομένα, το Forum της Νικόπολης θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή νοτίως του Ωδείου. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, όταν κάτω από τον κίνδυνο των βαρβαρικών επιδρομών οι οχυρώσεις της Νικόπολης επαναπροσδιορίστηκαν, περιορίζοντας την οχυρωμένη έκταση στο ένα τέταρτο περίπου της αρχικής, το ωδείο βρέθηκε εκτός των τειχών της πόλης.
Το ωδείο ή μικρό θέατρο, όπως είναι επίσης γνωστό, χωρητικότητας περίπου 1000 ατόμων, προοριζόταν κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ενώ οι θεατρικές παραστάσεις τελούνταν στο μεγάλο θέατρο, το οποίο βρισκόταν στο «εν άλσει Προάστειο», ανάμεσα σε άλλα δημόσια οικοδομήματα, τα οποία προορίζονταν για την τέλεση των αθλητικών αγώνων των Ακτίων. Η καλή κατάσταση διατήρησης του μνημείου διασώζει τον κύριο όγκο της κατασκευής του οικοδομήματος, ενώ τεράστιες ποσότητες τοιχοποιιών της ανωδομής βρίσκονται πεσμένες πέριξ του κτηρίου, επιτρέποντας τη σχεδιαστική του αναπαράσταση.
Από τον πλούσιο διάκοσμο του μνημείου με ορθομαρμαρώσεις ποικίλων χρωμάτων, γείσα, επίκρανα και άλλα, ελάχιστα στοιχεία διατηρούνται κατά χώρα. Σύμφωνα με τις αρχές σχεδιασμού των κτηρίων θεαμάτων, το ωδείο είναι προσανατολισμένο με τη σκηνή προς το βορρά, η κάτοψή του όμως δεν εγγράφεται σε ορθογώνια αίθουσα, όπως στα περισσότερα ωδεία, αλλά διατηρεί το σχήμα του ελεύθερου πετάλου, ακολουθώντας το ημικυκλικό σχήμα της κάτοψης του κοίλου. Δυο εξωτερικές, αντικριστές κλίμακες στην απόληξη του κοίλου οδηγούσαν στο ανώτερο επίπεδο του κτηρίου, ενώ δύο άλλες εξωτερικές επίσης κλίμακες εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, οδηγούσαν στους ορόφους της σκηνής.
Ως προς τα επί μέρους στοιχεία του, η αρχιτεκτονική δομή του ωδείου παρουσιάζει τα τυπικά χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών θεάτρων με τη μνημειακή διαμόρφωση της σκηνής, την ημικυκλική ορχήστρα και την κατασκευή ενός οικοδομικού σκελετού από ομόκεντρους και επάλληλους ημικυκλικής κάτοψης θολωτούς διαδρόμους για τη στήριξη και ανάπτυξη του κοίλου πάνω σε επίπεδο έδαφος. Προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλίση, το ύψος των θολωτών διαδρόμων που στηρίζουν το κοίλο με τα εδώλια, αυξάνεται βαθμιδωτά από μέσα προς τα έξω. Τα κύρια μέρη του ωδείου είναι η σκηνή (scaena), η ορχήστρα (orchestra) και το κοίλο (cavea).
Η σκηνή αποτελεί ένα οικοδόμημα τουλάχιστον δυο ορόφων, το οποίο ενώνεται αρχιτεκτονικά με το κοίλο πάνω από τις παρόδους. Οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω σε ένα υπερυψωμένο από την ορχήστρα δάπεδο, το προσκήνιο ή λογείο (proscaenium). Ο χαμηλός συμπαγής τοίχος στην πρόσοψη του προσκηνίου, ο οποίος ονομάζεται frons pulpiti, είναι διακοσμημένος με εννέα ημικυκλικές κόγχες -έξι μικρές και τρεις μεγαλύτερες εναλλάξ τοποθετημένες-, ενώ δύο εσοχές ορθογωνίου σχήματος πλαισιώνουν την κεντρική ομάδα των κογχών. Στις μεγαλύτερες κόγχες υπάρχουν μικρές κλίμακες με τρεις αναβαθμούς στην καθεμία, συνδέοντας το προσκήνιο με την ημικυκλική ορχήστρα.
Οι διακοσμητικές κόγχες διατηρούν στοιχεία μαρμάρινης επένδυσης. Στο πίσω μέρος του προσκηνίου υψώνεται ο τοίχος της σκηνής (scaenae frons), ο οποίος όπως σε όλα τα Ρωμαϊκά θέατρα έφερε πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση με ναΐσκους (aediculae), κόγχες, κίονες, αγάλματα (συνήθως της αυτοκρατορικής οικογένειας) και τρία θυρώματα - εισόδους: την κεντρική (valva regia), που ανοίγεται σε κόγχη και διατηρεί ίχνη του μαρμάρινου διακοσμητικού περιθυρώματος με λέσβιο κυμάτιο και αστραγάλους, και δύο πλαϊνές (valva hopistalarium), που ανοίγονται σε εσοχές ορθογωνίου σχήματος.
Τρεις λίθινοι αναβαθμοί προς το χώρο του προσκηνίου και τέσσερεις εξωτερικά προς το postscaenium σε κάθε είσοδο, εξυπηρετούσαν τη διέλευση των ηθοποιών. Πίσω από τη σκηνή βρίσκεται το postscaenium, ορθογώνιος χώρος με δωμάτια, που χρησίμευαν ως βεστιάρια. Ενώ εκατέρωθεν του προσκηνίου βρίσκονται δύο τετράγωνα δωμάτια τα παρασκήνια (parascaenia), τα οποία επικοινωνούν με πόρτες (itinera versurarum) απευθείας με το προσκήνιο. Πίσω από το pulpitum βρίσκεται μία κτιστή τάφρος πλάτους 0,90 μ. και βάθους 2,80 μέτρων. Στο μέσον του ύψους των τοίχων που την ορίζουν, σώζονται σε διάφορα επίπεδα διατήρησης δέκα ασβεστολιθικές δοκοί κτισμένοι εγκάρσια στους εκατέρωθεν τοίχους.
Οι λίθινοι αυτοί δοκοί φέρουν τετράγωνη οπή στο μέσον του μήκους τους για την τοποθέτηση ισάριθμων ξύλινων υποστυλωμάτων στήριξης της αυλαίας, η ανύψωση και κατάβαση της οποίας πραγματοποιούνταν με κατάλληλο μηχανισμό κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Σε κάθετη διάταξη προς την τάφρο της αυλαίας και το κτήριο της σκηνής σώζεται τμήμα του δικτύου απορροής των όμβριων υδάτων. Πρόκειται για έναν κτιστό σκεπασμένο με πλάκες υπόγειο αγωγό, ο οποίος διασχίζει την ορχήστρα και αφού διασταυρωνόταν με την τάφρο της αυλαίας, οδηγούσε τα ύδατα σε ένα σύστημα υπόγειων θολωτών κατασκευών κάτω από τα παρασκήνια.
Η ημικυκλική ορχήστρα (διάμετρος 10,40 μ) είναι διακοσμημένη με μαρμαροθέτημα -opus sectile- με γεωμετρικά μοτίβα (τετράγωνα, κύκλοι, ρόμβοι κ.ά.) και χρωματική ποικιλία μαρμάρων. Στο κέντρο της ορχήστρας βρίσκεται οπή απορροής των όμβριων υδάτων πάνω ακριβώς από τον αγωγό αποχέτευσης. Περιμετρικά της ορχήστρας διαμορφώνονταν τρεις χαμηλοί αναβαθμοί που επέτρεπαν την τοποθέτηση κινητών καθισμάτων για τις θέσεις των επισήμων - προεδρία (proedria). Όπως προαναφέρθηκε, το κοίλο στηρίζεται σε υποδομή τριών επάλληλων ομόκεντρων θολωτών διαδρόμων, των οποίων το ύψος αυξάνεται διαδοχικά από το εσωτερικό προς την περιφέρεια του κτηρίου.
Ο κατώτερος διάδρομος, πλάτους 1,75 μ. δεν ήταν προσβάσιμος. Ο δεύτερος, πλάτους 3,30 μ., ήταν προσβάσιμος μέσω τριών θυρών επικοινωνίας με την εξωτερική στοά και είχε φωτισμό και εξαερισμό με 12 επιπλέον ανοίγματα προς τον εξωτερικό διάδρομο και 10 στην οροφή του προς το κοίλο, στο ύψος του διαζώματος. Τα ίδια ανοίγματα στο ύψος του διαζώματος πιθανόν να συνδέονται και με λόγους ακουστικής. Ο τρίτος εξωτερικός διάδρομος, που στηρίζεται σε τοξωτή πεσσοστοιχία, ήταν ανοιχτός προς τον περιβάλλοντα χώρο και χρησίμευε για την είσοδο των θεατών στο κάτω κοίλο, εφόσον επικοινωνεί με τις παρόδους στα βόρεια και με μια κεντρική στοά στον άξονα συμμετρίας του μνημείου, η οποία οδηγούσε στην ορχήστρα.
Στο μέσο της εξωτερικής στοάς και κάτω από το σημείο συμβολής των εξωτερικών κλιμάκων ανόδου, διαμορφώνεται μικρή ισόγεια αίθουσα, στεγασμένη με σταυροθόλιο, στο νότιο τοίχο της οποίας διατηρείται αναθηματική κόγχη. Οι δεκαέξι πεσσοί του εξωτερικού διαδρόμου, ορθογωνικής κάτοψης, στηρίζονταν σε Ιωνικές βάσεις διακοσμημένες με ιωνικό κυμάτιο (τα σημεία αυτά δεν φαίνονται σήμερα διότι δύο από τους πεσσούς που ανασκάφτηκαν τη δεκαετία του 1960 έχουν καταχωθεί). Στην πρόσοψή τους διαμορφώνονταν συμφυείς παραστάδες, ημικίονες και ημιπεσσοί από οπτοπλινθοδομή.
Η ελεύθερη τριγωνική επιφάνεια των τόξων που στηρίζονται στους πεσσούς του διαδρόμου φέρει συμφυή λίθινα κορινθιακά επίκρανα κοσμημένα με φύλλα άκανθας και σχηματοποιημένους βλαστούς. Πάνω από την τοξοστοιχία, ο εξωτερικός τοίχος του κοίλου έφερε ζώνη από κατακόρυφα τοποθετημένες οπτοπλίνθους, στην οποία εδραζόταν λίθινο γείσο κοιλόκυρτης διατομής, και πάνω από αυτό ακολουθούσε σειρά από τυφλά αψιδώματα. Η απόληξη του εξωτερικού τοίχου του κοίλου παραμένει αδιευκρίνιστη μέχρι στιγμής, ωστόσο διατηρούνται ίχνη που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ανοιγμάτων στην εξωτερική τοιχοποιία.
Το κοίλο (cavea ή auditorium), ημικυκλικού σχήματος, περιλαμβάνει είκοσι σειρές εδωλίων, κτισμένων στον πυρήνα με χυτό υλικό και στις κάθετες πλευρές με οπτόπλινθους. Τα εδώλια ήταν επιστρωμένα με ασβεστολιθικές πλάκες πάχους 5 εκ., κυανέρυθρης απόχρωσης, τμήματα των οποίων διατηρούνται σε ορισμένα σημεία. Το κοίλο χωρίζεται σε δύο διαζώματα (maenianae) από διάδρομο, το πλάτος του οποίου αντιστοιχεί στο πλάτος μιας σειράς εδωλίων. Το κάτω διάζωμα χωρίζεται σε δύο κερκίδες με τέσσερις κλίμακες - δύο πλευρικές και άλλες δύο στον άξονα συμμετρίας του μνημείου.
Το άνω διάζωμα χωρίζεται σε τέσσερις κερκίδες με πέντε κλίμακες - δύο στις απολήξεις του κοίλου, δύο στο μέσον του ανατολικού και δυτικού τμήματός αντίστοιχα και τέλος μία στον άξονα συμμετρίας του μνημείου. Στο άνω διάζωμα, πάνω από τις θολοσκεπείς παρόδους, βρίσκονται τα θεωρεία (tribunalia), αυτόνομοι χώροι που φιλοξενούσαν επισήμους. Η πρόσβαση των θεατών στο κατώτερο τμήμα του ωδείου γινόταν από τις παρόδους, οι οποίες καλύπτονται από ημικυκλική καμάρα με κεκλιμένο άξονα, ακολουθώντας την κλίση των κερκίδων, και από έναν κεντρικό θολοσκεπή διάδρομο στον άξονα συμμετρίας του κοίλου (vomitorium), που ξεκινούσε από τον εξωτερικό περιμετρικό διάδρομο - στοά κάτω από το κοίλο και κατέληγε στην ορχήστρα.
Οι πάροδοι και ο κεντρικός διάδρομος έφεραν πλακόστρωση από ασβεστολιθικές πλάκες. Με παρόμοιο υλικό ήταν επενδεδυμένοι και οι τοίχοι των παρόδων, όπως καταδεικνύεται από λίγα σπαράγματα που διατηρούνται κατά χώρα. Σε μεταγενέστερη φάση χρήσης του ωδείου, το πλάτος του υπόγειου διαδρόμου μειώθηκε με την τοποθέτηση δύο λίθινων βωμών και αρχιτεκτονικών μελών κατά μήκος της μιας πλευράς του, ενώ συγχρόνως με την τοποθέτηση μιας λιθοπλίνθου σε δεύτερη χρήση αποκλείστηκε η προσπέλαση στην ορχήστρα από τον διάδρομο αυτό.
Στο ανώτερο διάζωμα η πρόσβαση των θεατών γινόταν από τις δυο εξωτερικές αντικριστές κλίμακες, οι οποίες κατέληγαν στο ανώτερο επίπεδο του κοίλου, όπου έστριβαν σε ορθή γωνία, πλαισιώνοντας τον ανατολικό και δυτικό τοίχο μικρού οικοδομήματος. Το κτίσμα αυτό διαστάσεων 9 x 5 μ. αδιευκρίνιστης προς το παρόν κάτοψης, ταυτίζεται με ναΐσκο σύμφωνα με τα δεδομένα από άλλα θέατρα του Ρωμαϊκού κόσμου.
Το ωδείο είναι κατασκευασμένο εξολοκλήρου με τα τυπικά Ρωμαϊκά συστήματα τοιχοποιίας, το opus testaceum για την κατασκευή των πεσσών και των εδωλίων του κοίλου και το opus mixtum (opus testaceum, opus quasi reticulatum και opus incertum) για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση της scaenae frons, των τοίχων της μεσαίας στοάς και τον βόρειο τοίχο του postscaenei. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα και κυρίως το σύστημα τοιχοποιίας του οικοδομήματος, η ανέγερση του ωδείου χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς στην εποχή του Νέρωνα, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη κατά το περίφημό ταξίδι του στην Ελλάδα (66 μ.Χ).
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το ωδείο βρισκόταν σε χρήση έως τουλάχιστον το δεύτερο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα Στο ωδείο παρατηρούνται διάφορες επισκευές και επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα, μια από αυτές χρονολογείται στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα επίσης με τα ανασκαφικά δεδομένα.
Ιστορία της Έρευνας - Στερεωτικές Επεμβάσεις
Το ωδείο της Νικόπολης, από τα πλέον σημαντικά μνημεία του χώρου συγκέντρωσε από νωρίς το ενδιαφέρον τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και της τοπικής κοινωνίας. Οι διάφοροι περιηγητές που επισκέφτηκαν το χώρο αναφέρονται και στο «μικρό θέατρο». Μάλιστα ο Άγγλος περιηγητής W. Leake, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη στις αρχές του 19ου αιώνα, εκτός από την περιγραφή του μνημείου, στο έργο του Travels in Northern Greece δημοσίευσε την κάτοψη του ωδείου, όπως και άλλων οικοδομημάτων της πόλης, τις οποίες πραγματοποίησε ο αρχιτέκτων Donaldson.
Τη δεκαετία του 1960 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Σωτήρης Δάκαρης προέβη σε διερευνητικές τομές κατά τις οποίες αποκαλύφθηκε ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου και εν μέρει η ημικυκλική ορχήστρα με τη σκηνή, καθώς και σε εκτεταμένες στερεώσεις ρωγμών και συμπληρώσεις όπου απαιτούνταν. Χάριν της τελέσεως θεατρικών παραστάσεων στο ωδείο, το 1969 έγιναν στερεωτικές εργασίες στο κοίλο και στη σκηνή βάσει μελέτης που εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης Αναστηλώσεων Δ. Τριανταφυλλίδη. Το έργο υλοποιήθηκε από την οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων, της οποίας προΐστατο η αρχαιολόγος Ιουλία Βοκοτοπούλου.
Στο δεύτερο διάδρομο κάτω από το κοίλο πραγματοποιήθηκε μερική αποχωμάτωση και κατασκευάστηκαν δέκα συνολικά υποστηρικτικές αψίδες από λιθοδομή για την ενίσχυση της θολοδομής, η οποία παρουσίαζε μία διαμήκη ρωγμή περί το μέσον της διατομής της. Συμπληρώθηκαν επίσης τα τόξα και η ανωδομή του δεύτερου και τρίτου πεσσού από το ΒΔ άκρο της πεσσοστοιχίας του εξωτερικού διαδρόμου. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του εξωτερικού τοίχου της σκηνής. Από την ορθομαρμάρωση του τοίχου και των κογχών με λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα ελάχιστα τμήματα σώθηκαν στη θέση τους στη βάση των τοίχων.
Οι ασβεστολιθικές βαθμίδες των τριών εισόδων της σκηνής ήταν σπασμένες και χρειάστηκε να αποσπασθούν από τη θέση τους για να συγκολληθούν. Κάτω από βαθμίδα της δυτικής εισόδου βρέθηκε θραύσμα κυματιοφόρου μαρμάρινης πλάκας από την επένδυση των παραστάδων του θυρώματος. Κάτω από τις βαθμίδες της κεντρικής και της ανατολικής εισόδου βρέθηκαν 14 συνολικά νομίσματα της Νικοπόλεως, από τα οποία τα υστερότερα ανήκουν στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ. Νομίσματα του 160-170 μ.Χ. βρέθηκε το 1972 κάτω από το πλακόστρωτο έξω από την κεντρική είσοδο της σκηνής.
Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν μία επισκευή της σκηνής του ωδείου στο τέλος του 2ου ή αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.. Το 1971 έγινε συντήρηση των λίγων μαρμαροθετημάτων που σώζονται στο δάπεδο της ορχήστρας και του μαρμάρινου πλακόστρωτου της δυτικής παρόδου καθώς και συμπληρωματικές εργασίες στερεώσεως της θόλου της ίδιας παρόδου. Παράλληλα με τις ανωτέρω εργασίες έγινε αποχωμάτωση της αύλακας των σκηνικών, η οποία έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τη χρήση του ωδείου έως το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Με τις περιορισμένες στερεωτικές εργασίες που έγιναν στη δεκαετία του '60 και στις αρχές του '70 αναχαιτίστηκε τουλάχιστον η εκτεταμένη προσβολή και περαιτέρω καταστροφή του μνημείου.
Έκτοτε στο ωδείο πραγματοποιούνταν μόνο εποχιακοί καθαρισμοί από την πυκνή βλάστηση της περιοχής και δίνονταν για μερικές επιλεκτικές παραστάσεις. Στο πλαίσιο του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης εκπονήθηκε μελέτη τεκμηρίωσης της υπάρχουσας κατάστασης και άμεσων μέτρων στερέωσης και άρσης της ετοιμορροπίας του μνημείου και στη συνέχεια δρομολογήθηκαν οι εργασίες εφαρμογής στο πεδίο, στοχεύοντας στη μερική αποκατάσταση του μνημείου και στην ανάδειξή του με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου. Οι εργασίες αυτές που βρίσκονται σε εξέλιξη έως και σήμερα, υλοποιούνται από την Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
Επιλέξαμε μια πολύπλευρη περιήγηση στους αρχαιολογικούς χώρους της Ηπείρου με προτεραιότητα στα θέατρα, με κείμενα, με φωτογραφίες και με οδηγούς τους ειδικούς της αρχαιολογίας και της αρχιτεκτονικής. Τι γνωρίζουμε για την Αρχαία Ήπειρο; Ποια αρχαιολογικά κατάλοιπα, κινητά και ακίνητα μνημεία, τεκμηριώνουν σταθμούς της ιστορίας των δημόσιων χώρων μιας περιοχής, την οποία σημαδεύει ανατολικά η οροσειρά της Πίνδου και δυτικά το Ιόνιο Πέλαγος; Πώς προσλαμβάνονται σήμερα τα αρχαία κτήρια των θεάτρων, σε αντίθεση με τις εποχές οι οποίες παρήλθαν, και σε τι βαθμό τα αρχαία θέατρα, με τη συμμετρία και την αισθητική τους εμπνέουν ακόμη και επηρεάζουν το πολιτιστικό γίγνεσθαι;
Σε κάθε περίπτωση, η γενική διαπίστωση αναφορικά με τον αρχαίο κόσμο της Ηπείρου συνδέεται με το γεγονός ότι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους η Αρχαιότητα ενδιαφέρει την πλειονότητα των κατοίκων, των πολιτών, των επισκεπτών. Ο επιστημονικός λόγος για τη Δωδώνη, τα Γίτανα, την Αμβρακία, την Κασσώπη, τη Νικόπολη και τους τόπους τους, είναι άριστος να αναπτύξουμε με νέα ματιά, θέματα σχετικά με τα αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, ιστορικά και τοπογραφικά δεδομένα των αρχαίων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας, από την άδολη θέαση έως την τολμηρή κάποτε ερμηνεία.
Μας λείπει μια εκτενής αναφορά στα θέατρα των Χαόνων και των Βυλλιόνων στα βόρεια της Ηπείρου. Προσδοκούμε ότι έχουμε καλύψει τις ανάγκες ενός ευρύτερου κοινού ως προς τα αρχαία θέατρα της Ηπείρου. Γι’ αυτό, οι αρμόδιοι επιστήμονες δεν στέκουν στα επιστημονικά τους στοιχεία, αλλά υπερβαίνουν τα παρωχημένα πλέον στεγανά, σχολιάζουν περαιτέρω αφήνοντας, σε πολλές περιπτώσεις, περιθώρια για να υπεισέλθουν στην ανοιχτή συζήτηση, με τις παρατηρήσεις τους, όσοι θέτουν ερωτήματα για τα τόσα τα οποία διαφεύγουν της προσοχής από τις προσεγγίσεις των ειδικών, ή για όσα οι πηγές και τα αρχαία δεδομένα μπορούν να υπονοούν ή να υποκρύπτουν.
Το εγχείρημά μας φιλοδοξούμε να είναι επίκαιρο και καρποφόρο. Να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς ερευνητές και μελετητές των αρχαιοτήτων της Ηπείρου. Οι περιηγητές των αρχαίων τόπων, ειδικοί και μη, εμπλουτίζουν σίγουρα τους ορίζοντες κατανόησης και πρόσληψης των μνημείων, εάν λάβουν υπόψη τα συγκεκριμένα κάθε φορά αρχαιολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα, εντός του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, όπου αυτά έγιναν. Η κυριαρχούσα εντύπωση σήμερα είναι ότι ορισμένα δεδομένα έχουν παραμείνει σταθερά, όπως τα όρη, οι τέσσερις εποχές και τα θεμέλια των αρχαίων κτηρίων.
Παράλληλα συνυφάζεται η αίσθηση των αιώνων, οι οποίοι στην πάροδό τους αλλοίωσαν τις αρχικές εικόνες και διαμόρφωσαν τα τωρινά τοπία. Με άλλα λόγια, ο σημερινός ταξιδευτής της ζωής έχει μια βαριά αποσκευή στους ώμους του, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει: τις πολύχρονες εμπειρίες πολλών ανθρώπων. Πίσω από το θαμπό τζάμι της Ιστορίας ίσως ο ταξιδευτής φανταστεί τη συσσωρευμένη στρωματογραφία, ίσως τελικά εντοπίσει την αποσκελετωμένη αλήθεια των καιρών, τα όσα του λέγει μια γωνιά των ερειπίων, ίσως να αναπλάσει με το νου του κάποια κομμάτια στιγμών από τα άπειρα των απολεσθέντων.
Τα τελευταία χρόνια, χάρη σε προγράμματα κυρίως συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο και χάρη στις επίπονες εργασίες υπηρεσιών και βέβαια ανθρώπων διαφόρων ειδικοτήτων, χαιρόμαστε αρχαιολογικούς χώρους, οι οποίοι αναδεικνύονται και έλκουν την προσοχή μας, προκαλούν την περιέργειά μας, ξαφνιάζουν και συχνά έρχονται να προστεθούν ουσιαστικά στην πολιτιστική κληρονομιά μας. Πολυάριθμα στοιχεία λάβαμε υπόψη για την παρουσίαση των αρχαίων θεάτρων της Ηπείρου:
α) Την ιστορική αξία τους στον ευρύτερο χώρο, όπως η Δωδώνη ως πανελλήνιο Ιερό, η Αμβρακία ως έδρα του βασιλείου των Αιακιδών, η Κασσώπη ως έδρα των Κασσωπαίων, τα Γίτανα ως έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, η Νικόπολη ως έδρα των Ρωμαίων.
β) Τη μεγάλη διάρκεια χρήσης τους, από την ίδρυσή τους μέχρι τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες.
Η παρουσίαση των αρχαίων θεάτρων της Ηπείρου μας δίνει τη δυνατότητα να τα μελετήσουμε τον Ηπειρωτικό χώρο και να περάσουμε σε παρατηρήσεις γενικότερες. Γιατί προκαλούν ακόμη το ενδιαφέρον μας; Γιατί εμπνέουν και ενσωματώνουν πολιτιστικές δυναμικές, ενώ τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά τους περιβάλλοντα δεν υπάρχουν πλέον; Γιατί περνούν στη λήθη στα μέσα του 5ου Μεταχριστιανικού αιώνα και επανέρχονται στο φως στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα περισσότερα με τις ανασκαφές του 20ού αιώνα, γοητεύοντας, κυριαρχώντας στα τοπία, προωθώντας νέες έρευνες και αναζητήσεις, διευρύνοντας τα αρχαιολογικά και ιστορικά δεδομένα;
Γιατί εισάγονται στις πρώτες προτεραιότητες των μελετών με χρήση νέων τεχνολογιών και γιατί ελκύουν επισκέπτες, οι οποίοι ζητούν ολοένα νέες παρεμβάσεις, φθάνοντας μέχρι τις απαιτήσεις για επανάχρηση; Τι εκφράζει σήμερα ένα αρχαίο θέατρο; Η διάσημη Δωδώνη με το Θέατρό της παρέχει μια ζοφερή ανανεωμένη εικόνα της αρχαιότητας σε μια οικουμένη εικαστικών αναφορών ή καλύπτει νέους ιδεολογικούς συμβολισμούς;
Ίσως, τελικά, ο κόσμος μας σέβεται και εκτιμά τις υλικές μαρτυρίες, οι οποίες, ακόμη και με την παραμόρφωση του καιρού, συνοδεύουν τα πεδία του παρόντος, εκεί όπου οι σκιές των ξεχασμένων προγόνων εκδικούνται για το μοιραίο χαοτικό σκότος ανάμεσα στο λαβυρινθώδες παρελθόν και το άγνωστο μέλλον του πλανήτη. Τα αρχαία θέατρα συνιστούν ίσως ό,τι περισσότερο ζωντανό μπορεί να αναγνωριστεί στο παρόν, παραγκωνίζοντας και τα πλέον ρομαντικά πνεύματα. Το παρελθόν των αρχαίων θεάτρων εξισώνεται με το παρόν, ενώ η έννοια του αρχαίου θεάτρου εξακολουθεί να κρύβεται, στο λυρικό θέατρο, στο σύγχρονο θέατρο, στον κινηματογράφο.
Η ιστορική αυτή συνέχεια με τις μεταμορφώσεις της ενέχει και μια αξιοθέατη πλευρά, δεκτική σε τεχνικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Ακόμη περισσότερο. Σήμερα, τα αρχαία θέατρα ως αρχιτεκτονήματα και ως έννοιες στέκονται ανίσχυρα στην παρουσία των βλεμμάτων και των προσεγγίσεων μας. Η θέαση των θεάτρων, σε αντίθεση με τη θέαση των πανάρχαιων δρωμένων, η οποία γέννησε το ίδιο το θέατρο, προκαλεί ερωτήματα και διλήμματα και αναζήτηση των άγνωστων στοιχείων του, των αθέατων όψεών του, όλων αυτών των στιγμών της ζωής τους τα οποία δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ, τα οποία λησμόνησαν οι άνθρωποι, οι περαστικοί των αιώνων.
Ακόμη και αν η φαντασία υπερβεί τα όρια της γνώσης κατασκευάζοντας σαθρούς συλλογισμούς και περίεργους συσχετισμούς, τα θέατρα θα μετέχουν πάντα με εντυπωσιακό και επιβλητικό τρόπο στα τοπία μας, διεγείροντας την αισθητική μας και τα κενά της άγνοιάς μας. Τα αρχαία θέατρα θεωρούνται πολιτιστικά και κοινωνικά αγαθά, παγκόσμια κληρονομιά, μνημεία πολιτισμού. Στον τόπο όπου βρίσκονται σηματοδοτούν ιστορικές επιλογές των ιδρυτών τους στο πλαίσιο των πολιτικών επιλογών της συγκεκριμένης εποχής. Δεν είναι μόνο αυτό. Η παρουσία τους σε μια πόλη και σε ένα ιερό, σε μια αγορά και σε ένα τοπίο υποκρύπτει άπειρες «μικρές» ιστορίες, από το παρελθόν.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι συνωθούνταν στις παραστάσεις ή στις άλλες συνελεύσεις σε διαφορετικές συγκυρίες. Τώρα, στον 21ο αιώνα, η δυναμική των αρχαίων θεάτρων συνεχίζεται και δεν σταματούν οι διάλογοι εσωτερικοί και μη και οι συζητήσεις για τους μνημειακούς τόπους, έτοιμους να αγκαλιάσουν χιλιάδες ζωντανούς. Η προσπάθεια να κατανοήσουμε το πολυεπίπεδο παρελθόν μας φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με το πολυσύνθετο παρόν. Αυτή η πολυπλοκότητα ας είναι πάντα παρούσα για να θέτουμε πολλά ζητήματα, ακόμη και αν τα περισσότερα από αυτά παραμείνουν ανοιχτά.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
Η Ήπειρος εμφανίζεται σε χάρτες από τον 15ο αιώνα, κυρίως όμως ως η απέναντι ακτή των νησιών του Ιονίου πελάγους και της Αδριατικής. Οι φημισμένες πόλεις της αρχαιότητας στον ευρύτερο χώρο, η γειτνίασή της με τα νησιά του Ιονίου και οι κάτοικοι της περιοχής ενέπνευσαν μερικά από τα εικονογραφικά θέματα που κόσμησαν τα περιηγητικά έργα. Εντούτοις, μόνον από τις αρχές του 19ου αιώνα η περιοχή εντάχθηκε στα δρομολόγια ταξιδιών των περιηγητών, όταν η Ήπειρος ήταν το κέντρο της επικράτειας του περιβόητου Αλή Πασά. Τον 19ο αιώνα επίσης, όταν οι Δυτικοευρωπαίοι πραγματοποιούσαν το Μεγάλο Ταξίδι (Grand Tour) προς την ανατολική Μεσόγειο, οι εντυπωσιακές ακτές και άλλα αξιοθέατα της Ηπείρου κόσμησαν τα ταξιδιωτικά χρονικά τους.
1.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Νικόπολη της Ηπείρου, το όνομα της οποίας εμπεριέχει τη λέξη νίκη, είναι κτισμένη στη χερσόνησο, η οποία χωρίζει τον Αμβρακικό κόλπο από το Ιόνιο πέλαγος. Βρίσκεται απέναντι από το Άκτιο και 6 χιλ. βόρεια από την Πρέβεζα. Θαλάσσιοι και χερσαίοι δρόμοι οδηγούσαν στη Νικόπολη και την κατέστησαν σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η πόλη ιδρύθηκε ως σύμβολο της μεγάλης νίκης του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα Οκταβιανού και μετέπειτα Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αυγούστου ενάντια στο Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα Ζ' της Αιγύπτου στο Άκτιο το 31 π.Χ. και άκμασε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., όταν συναντήθηκαν οι δυο στόλοι στη θάλασσα του Ακτίου και δόθηκε τέλος στην εμφύλια Ρωμαϊκή διαμάχη. Μετά τη μεγάλη νίκη του, ο Οκταβιανός αποφάσισε να ιδρύσει τη Νικόπολη, όχι μόνο ως ανάμνηση της νίκης, αλλά βασικά ως κέντρο ελέγχου της δυτικής Ελλάδας μαζί με την Πάτρα. Επίσης, η ίδρυσή της εντάσσεται στην προσπάθεια εκρωμαϊσμού της Ελλάδας με ανοικοδόμηση παλιών και με την ίδρυση νέων πόλεων, αλλά και στην τόνωση της περιοχής, η οποία αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες τότε. Η πόλη δημιουργήθηκε με συνοικισμό άλλων οικισμών (Κασσώπη, Αμβρακία, Λευκάδα κ.α.) και τη βίαιη ως ένα σημείο μεταφορά κατοίκων στη Νικόπολη.
Στην αλιεία, γεωργία και κτηνοτροφία στηρίχτηκε η πόλη για την οικονομική της εξέλιξη. Η Νικόπολη στολίστηκε με επιβλητικά κτήρια από τα λάφυρα της λείας, αλλά και από δωρεές του Ηρώδη Α' της Ιουδαίας που βοήθησε στην κατασκευή πολλών κτηρίων, εκφράζοντας έτσι τη φιλία και τη συμπάθεια του προς τον Οκταβιανό. Ο Οκταβιανός της παραχώρησε σημαντικά προνόμια και πολλές φορολογικές ατέλειες, που συντέλεσαν στην αλματώδη ανάπτυξη της. Ακόμη έδωσε στη Νικόπολη τις έξι ψήφους των Αιτωλών στη Δελφική Αμφικτιονία, γεγονός που προσέδωσε αίγλη στην πόλη.
Καθώς η Νικόπολη απαρτιζόταν από κατοίκους διάφορων περιοχών της Ηπείρου και της Ακαρνανίας, ήταν φυσικό αυτοί να μεταφέρουν και τα λατρευτικά τους έθιμα μαζί. Για να τους καταπραΰνει ο Οκταβιανός έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη νέα πόλη τα αντικείμενα λατρείας από τις παλιές πόλεις (Παυσανίας). Ο Οκταβιανός αφιέρωσε τη Νικόπολη στον Απόλλωνα Άκτιο ή Ακτιακό και προς τιμή του θεσπίστηκαν τα Νέα Άκτια που αποτελούσαν επανασύσταση των Ακτίων, των παλιών τοπικών αγώνων των Ακαρνανών. Έτσι απέκτησε αίγλη το ιερό του Απόλλωνα (Στράβωνας). Θρησκευτικό κέντρο της πόλης αποτέλεσε το παλιό ιερό του Απόλλωνα στο Άκτιο.
Μεγαλοπρεπές τέμενος κτίστηκε προς τιμή του Θεού (Δίων Κάσσιος). Ο Απόλλωνας που λατρευόταν εδώ είχε τα επίθετα Λευκάδιος ή Λευκαδιακός (από τη Λευκάδα), αλλά και Αγυιεύς. Στο ιερό του Απόλλωνα λατρεύονταν ακόμη ο Ποσειδώνας και ο Άρης, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε εκεί. Άλλοι θεοί που λατρεύονταν στη Νικόπολη ήταν ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, ο Ασκληπιός, η Εκάτη, ο Πάνας, ο Ηρακλής και ο Άττις. Από τις γυναικείες Θεότητες σημαντική θέση κατείχε η Άρτεμη, η οποία είχε τα επίθετα Λαφρία, Σώτειρα, Εφέσια και Κελκαία.
Στην πόλη λατρεύτηκαν ιδιαίτερα και δύο Θεότητες ανατολικής προέλευσης: η Ίσιδα και η Κυβέλη. Τέλος, και η Αυτοκρατορική λατρεία του Οκταβιανού, του ιδρυτή της πόλης, ήταν πολύ σημαντική. Στις Ρωμαϊκές πηγές ονομάζεται η πόλη ''Nicopolis romana colonia'', ''civitas libera Nicopolitana'' (Πλίνιος, Τάκιτος) ή ''colonia Augusta''. Σημαντικές προσωπικότητες έζησαν ή πέρασαν από την πόλη. Ο Γερμανικός, θετός γιος και ανιψιός του Οκταβιανού, ήταν ένας από αυτούς που πέρασαν από τη Νικόπολη για να δει από κοντά τα στρατόπεδα του Οκταβιανού και του Αντωνίου και τον τόπο της μάχης.
Ο Αυτοκράτορας Νέρωνας επισκέφτηκε επίσης την πόλη το 66 μ.Χ. και έλαβε μέρος στα Άκτια. Αλλά και ο Επίκτητος από την Ιεράπολη της Φρυγίας, ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος, έφτασε το 89 μ.Χ. στη Νικόπολη για να ξεφύγει από το διωγμό του Αυτοκράτορα Δομιτιανού. Παρέμεινε στην πόλη για μεγάλο χρονικό διάστημα και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Ο Αυτοκράτορας Αδριανός (128 - 134 μ.Χ.) επισκέφτηκε την πόλη με τη γυναίκα του, Βίβια Σαβίννα, η οποία Θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε ως Άρτεμις Κελκαία. Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στη Νικόπολη ξεκίνησαν το 1913 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Φιλαδελφέα.
Δυστυχώς τα αποτελέσματα αυτών των ανασκαφών δε δημοσιεύτηκαν, ενώ τα ευρήματα που φυλάσσονταν στο τζαμί της Πρέβεζας καταστράφηκαν μετά το βομβαρδισμό του στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1925 συνέχισαν την έρευνα ο Έφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μηλιάδης (ιερό του Απόλλωνα) και ο Αν. Ορλάνδος (Παλαιοχριστιανικές βασιλικές). Το 1940 ξεκίνησε φιλόδοξο σχέδιο ανασκαφών ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ι. Παπαδημητρίου για την ταύτιση των μνημείων που αναφέρει ο Στράβωνας. Η έρευνα αυτή διακόπηκε από την έναρξη του πολέμου. Από τότε η ΙΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων συνεχίζει μικρές ανασκαφικές έρευνες και αναστηλώσεις - συντηρήσεις μνημείων.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η Νικόπολη ανήκει στις λίγες αρχαίες πόλεις στον Ελληνικό χώρο που είχαν την τύχη να ξεφύγουν από τη διαρκή οικοδόμηση (Θεσσαλονίκη, Αθήνα), τη συνεχή εκμετάλλευση της γης και την επαναχρησιμοποίηση του αρχαίου οικοδομικού υλικού τους. Έτσι διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση πολλά μνημεία της πόλης, η οποία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, αλλά ταυτόχρονα γίνεται δυνατή η παρατήρηση στα κτίσματα της όλων των αρχιτεκτονικών αλλαγών που επέβαλε ο Χριστιανισμός. Η περιοχή της Νικόπολης εκτεινόταν από τα βουνά της Κασσωπαίας μέχρι τα όρια της Ρωμαϊκής Πάτρας στην Αιτωλία και από τον Αχελώο μέχρι τη Λευκάδα.
Η περιοχή όπου ιδρύθηκε η πόλη διέθετε πλούσιες πηγές νερού, εξαιρετικό κλίμα και όμορφο φυσικό περιβάλλον. Οι ομαλές απολήξεις των υψωμάτων, η θέα που είχε η πόλη και η επικοινωνία του Αμβρακικού κόλπου με το Ιόνιο πέλαγος σχημάτιζαν ένα εξαιρετικό τοπίο. Η Νικόπολη διέθετε δυο μεγάλα λιμάνια, τον Κόμαρο στον κόλπο του σημερινού Μύτικα και το άλλο στο Βαθύ ή Μαργαρώνα. Ακόμη και το Ανακτόριον (γειτονική Ακαρνανική πόλη) λειτουργούσε ως εμπορικό λιμάνι της Νικόπολης. Οι πλωτοί ποταμοί Άραχθος και Λούρος περνούσαν από πεδινές και εύφορες περιοχές και διευκόλυναν την επικοινωνία.
Η Ρωμαϊκή πόλη απέκτησε δυνατό οχυρωματικό περίβολο, με περίμετρο μεγαλύτερη από 5 χιλ. Κατασκευάστηκε σύμφωνα με το Ρωμαϊκό ρυμοτομικό σχέδιο της σκακιέρας, το οποίο ακολουθούσε Ελληνιστικά πρότυπα. Δυο μεγάλοι πλακόστρωτοι δρόμοι συνέδεαν τη Νικόπολη με τα λιμάνια της. Στην ενδιάμεση περιοχή δημιουργήθηκαν αυτόνομες οικιστικές μονάδες. Τα περισσότερα κτιριακά συγκροτήματα προσαρμόζονται στις οικοδομικές νησίδες (insulae), οι οποίες είναι χωρισμένες σε ορθογώνια παραλληλόγραμμα (οικόπεδα). Η πόλη διέθετε αγορά (forum) που βρισκόταν μεταξύ των κύριων οδών της.
Το ωδείο βρισκόταν κοντά στην αγορά, κτισμένο στο κέντρο της Ρωμαϊκής πόλης. Χρονολογείται στα χρόνια του Αυγούστου και πρέπει να ήταν σε χρήση μέχρι το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Αποτελείται από ημικυκλικό κοίλο, κυκλική ορχήστρα και ορθογώνια σκηνή. Στον εξωτερικό τοίχο της σκηνής που σώζεται σε μεγάλο ύψος, τρεις μεγαλόπρεπες πύλες με βαθμίδες οδηγούν στο προσκήνιο. Το ωδείο είναι έργο σπουδαίου αρχιτέκτονα και σώζεται σε καλή κατάσταση. Τα υπόλοιπα δημόσια κτήρια, θέατρο, στάδιο και γυμνάσιο, κτίστηκαν εκτός των τειχών της πόλης στο προάστειο.
Στην ίδια περιοχή κατασκευάστηκε και το ιερό του Απόλλωνα. Στο νότιο τμήμα της πόλης αναπτυσσόταν το υδραγωγείο που τροφοδοτούσε με νερό την πόλη. Μέρος της τοξοστοιχίας του σώζεται ως σήμερα. Οι μεγάλες θέρμες της πόλης βρίσκονται ανατολικά της αγοράς. Η μοναδική μέχρι σήμερα ιδιωτική οικία που έχει έρθει στο φως βρίσκεται βόρεια του ωδείου (οικία στον αγρό Ντόμαρη). Τα νεκροταφεία της πόλης βρίσκονταν έξω από κάθε πύλη του τείχους αλλά και σε άλλες περιοχές και σε πολλές περιπτώσεις σώζονται μεγάλα ταφικά κτίσματα, τα οποία ανήκαν σε πλούσιες Ελληνικές και Ρωμαϊκές οικογένειες.
Από τη Βυζαντινή περίοδο της πόλεως έχουν διατηρηθεί τα Βυζαντινά τείχη και τμήματα από εκκλησιαστικά κτήρια της εποχής. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η βασιλική Α του Δημητρίου, γνωστότερη ως βασιλική του Δουμετίου και η βασιλική του μητροπολίτου Αλκίσωνος που είναι κτισμένες εντός των νέων, ''Ιουστινιάνειων τειχών'' της Νικόπολης.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Ρωμαϊκά τείχη Νικόπολης
Για την προστασία από εχθρικές επιδρομές ο Οκταβιανός τείχισε την πόλη με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Εκτός του οχυρωματικού περιβόλου έμεινε το Προάστειο, όπου βρισκόταν το τέμενος του Απόλλωνα, το ιερό άλσος και δημόσια κτίρια (θέατρο, στάδιο, Γυμνάσιο και θέρμες). Πρόκειται για μνημείο με αμυντικό χαρακτήρα. Τα τείχη κατασκευάστηκαν αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, όπως και τα περισσότερα δημόσια κτίρια, την περίοδο μεταξύ 30 και 25 π.Χ. Στην Ύστερη Ρωμαϊκή Εποχή όταν Έρουλοι και Γότθοι εισέβαλλαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επισκευάστηκαν τα τείχη της Νικόπολης και ενισχύθηκαν με σκοπό να αντέξουν βαρβαρικές επιθέσεις.
Σ' αυτή την οικοδομική φάση εντάσσεται και η διαμόρφωση του υδραγωγείου σε τείχος, καθώς τα τόξα της πεσσοστοιχίας κλείστηκαν βιαστικά με πρόχειρα υλικά. Ο οχυρωματικός περίβολος διαθέτει περίμετρο μεγαλύτερη των 5 χλμ. Η δυτική πλευρά της πόλης ορίζεται μόνο από την πεσσοστοιχία του υδραγωγείου. Από τα ρωμαϊκά τείχη έχουν διασωθεί μόνο ορισμένα τμήματά του, καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του Βυζαντινού τείχους. Διατηρούνται τμήματα του Ρωμαϊκού τείχους στη βόρεια και νότια πλευρά. Το τείχος ήταν κατασκευασμένο από μεγάλες καλοψημένες πλίνθους και ο πυρήνας του από αργούς λίθους και λατύπη μέσα σε άφθονο κουρασάνι.
Η ανασκαφική έρευνα στην πόλη της Νικόπολης έχει αποκαλύψει μέχρι σήμερα πέντε πύλες εισόδου στα τείχη. Πρόκειται για την νοτιοανατολική, τη βορειοανατολική, τη νότια, τη βόρεια και τη δυτική πύλη. Η κύρια πύλη εισόδου της πόλης ήταν η δυτική. Βρισκόταν στο μέσο της δυτικής πλευράς του τείχους και διέθετε τρία ανοίγματα. Η πύλη πλαισιωνόταν εξωτερικά από ημικυκλικούς πύργους με μεγάλο ύψος. Σ' αυτή την πύλη κατέληγαν δυο σημαντικοί δρόμοι: ο ένας από το δυτικό λιμάνι της πόλης και ο άλλος από τη Θεσπρωτία. Η δυτική και η ανατολική πύλη ήταν οι αποδέκτες της κεντρικής λεωφόρου της πόλης, της decumanus maximus, που είχε προσανατολισμό Α - Δ. Καλά διατηρημένη σώζεται η νοτιοανατολική πύλη.
Στα ανατολικά της σώζεται στρογγυλός πύργος που προστατεύει την πύλη αυτή. Από δω περνούσε ο μεγάλος Ρωμαϊκός δρόμος που ξεκινούσε από το ανατολικό λιμάνι της πόλης, διερχόταν από το ανατολικό τμήμα της πόλης και έφτανε μέχρι την βορειοανατολική πύλη. Από κει κατευθυνόταν οι κάτοικοι της πόλης και οι επισκέπτες στο Προάστειο και στο τέμενος του Απόλλωνα. Στη νότια και βόρεια πύλη κατέληγε ο κύριος δρόμος της πόλης, ο cardo maximus, με προσανατολισμό Ν - Β. Από τη νότια πύλη ξεκινούσε άλλος οδικός άξονας, πλακόστρωτος με κράσπεδα, που οδηγούσε στο δυτικό λιμάνι της Νικόπολης, στο Κόμαρο.
Ρωμαϊκό θέατρο Νικόπολης
Το θέατρο της Ρωμαϊκής Νικόπολης είναι το πρώτο μνημείο που παρατηρεί ο επισκέπτης, όταν έρχεται στο χώρο από τα βόρεια. Βρίσκεται στο Προάστειο, βόρεια της τειχισμένης πόλης, νοτιοανατολικά του μνημείου του Αυγούστου και ανατολικά του σταδίου. Πρόκειται για εντυπωσιακό οικοδόμημα, που κατασκευάσθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. μαζί με άλλα δημόσια κτήρια της πόλης. Λειτουργούσε κυρίως κατά τη διάρκεια των Νέων Ακτίων, αγώνων που είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και τελούνταν προς τιμή του Απόλλωνα.
Μάλιστα, κατάλογοι ακτιονικών, που έχουν βρεθεί στο τέμενος του Απόλλωνα, αναφέρουν ότι στο θέατρο πραγματοποιούνταν αγώνες ποιητών, σοφιστών, κωμωδών, τραγωδών, κηρύκων, σαλπιγκτών, κιθαριστών, φωνασκών, αυλητών και παντομίμων. Το θέατρο κατασκευάσθηκε στην πλαγιά ενός λόφου και για την καλύτερη προστασία του από σεισμούς, γύρω από το κοίλο του κτίστηκε ψηλός εξωτερικός καμπύλος τοίχος, που ενισχύθηκε με αντηρίδες. Ένας πλατύς διάδρομος, το διάζωμα, χώριζε το κοίλο σε δύο τμήματα, το θέατρο και το επιθέατρο και στις άκρες του υπήρχαν δύο μεγάλες είσοδοι, που στεγάζονταν με καμάρα.
Ο εξωτερικός προστατευτικός τοίχος διέθετε δύο σκάλες για την πρόσβαση στα εδώλια των θεατών, οι οποίοι έρχονταν στο θέατρο από το ιερό του Απόλλωνα. Πάνω στο κοίλο υπήρχε περιφερική στοά, στην οποία πιθανότατα κατέφευγαν οι θεατές κατά τη διάρκεια κάποιας ξαφνικής καταιγίδας. Από τη στοά αυτή έχουν σωθεί μόνο οι πεσσοί που στήριζαν τη στέγη. Τα καθίσματα του κοίλου, που ήταν πλινθόκτιστα, έχουν καταστραφεί, ενώ η προεδρία, δηλαδή η πρώτη σειρά εδωλίων για τους επισήμους, ήταν λίθινη. Η ορχήστρα, όπως και το κοίλο, είχε σχήμα κανονικού ημικυκλίου.
Η σκηνή ήταν ψηλή, πιθανόν διώροφη (χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής) με τρεις αψιδωτές εισόδους στην πρόσοψη, μέσω των οποίων επικοινωνούσε με το λογείο, το χώρο ανάμεσα στη σκηνή και την ορχήστρα, όπου δίνονταν οι παραστάσεις. Στο μνημείο τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει εργασίες στερέωσης, κυρίως στους τοίχους της σκηνής και στους πεσσούς της στοάς του επιθεάτρου.
Ρωμαϊκό Ωδείο Νικόπολης
Το Ρωμαϊκό ωδείο, από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Νικόπολης, αποτελεί πραγματικό αρχιτεκτονικό έργο τέχνης, δημιούργημα κάποιου άγνωστου, αλλά σπουδαίου αρχιτέκτονα. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στη δυτική πλευρά του Παλαιοχριστιανικού τείχους, και συνορεύει με τη Ρωμαϊκή αγορά (forum). Σε αυτό πραγματοποιούνταν ομιλίες, φιλολογικοί και μουσικοί αγώνες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των Νέων Ακτίων, θρησκευτικών αγώνων που τελούνταν προς τιμή του Απόλλωνα. Το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου πιθανόν λειτουργούσε και ως βουλευτήριο, καθώς γειτνίαζε με την αγορά.
Κατασκευάσθηκε στα χρόνια του Αυγούστου (αρχές 1ου αιώνα μ.Χ.) και δέχθηκε διάφορες επισκευές και μετατροπές στο τέλος του 2ου - αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Το ωδείο αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλο διέθετε 19 σειρές εδωλίων και χωριζόταν σε δύο τμήματα με ένα μικρό οριζόντιο διάδρομο στο κέντρο του. Τα εδώλια είχαν επενδυθεί με πλάκες ασβεστόλιθου και στην πρώτη τους σειρά, που δεν έχει διατηρηθεί, βρίσκονταν οι θέσεις των επισήμων. Στη δέκατη σειρά των καθισμάτων υπάρχουν μικρά ανοίγματα, τα οποία έγιναν για λόγους ακουστικής. Τρεις ημικυκλικές στοές στηρίζουν το κοίλο, εξασφαλίζοντας έτσι την κλίση του.
Οι στοές αυτές έχουν διαφορετικό ύψος, με χαμηλότερη την εσωτερική και ψηλότερη την εξωτερική. Στο μέσο του κοίλου υπάρχει ακόμη μια δίοδος, η οποία διέθετε πλακοστρωμένο δάπεδο και τοίχους επενδυμένους με πλάκες, και χρησίμευε στην άμεση επικοινωνία των στοών κάτω από το κοίλο με την ορχήστρα. Στην Υστερορωμαϊκή περίοδο η δίοδος αυτή έγινε πιο στενή, καθώς εκεί κτίστηκε ένας βωμός. Η πρόσβαση των θεατών προς τα εδώλια γινόταν από μια διπλή σκάλα που βρισκόταν στο μέσο της νότιας πρόσοψης του κοίλου, ενώ άλλες δύο μικρότερες σκάλες στις πλάγιες πλευρές οδηγούσαν στο εσωτερικό του κοίλου.
Η ορχήστρα είχε ημικυκλική μορφή και ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Οι πάροδοι, αριστερά και δεξιά του κοίλου, στεγάζονταν με καμάρα και είχαν πλακοστρωμένο δάπεδο. Η σκηνή διέθετε τρεις εισόδους, μέσω των οποίων είχε κανείς πρόσβαση στο δρόμο που βρισκόταν βόρεια του ωδείου. Μεταξύ της σκηνής και του προσκηνίου διακρίνεται ένας βαθύς στενός διάδρομος, με πλάτος 0,90 μ. και βάθος 2,82 μ. Πρόκειται για την ''αύλακα των σκηνικών'', που χρησίμευε για την ανύψωση της αυλαίας σε κάθε θεατρική παράσταση.
Από τα ευρήματα και τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν στο σημείο αυτό, συμπεραίνουμε, ότι το ωδείο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Σήμερα το μνημείο έχει ανασκαφεί πλήρως και έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες εργασίες συμπλήρωσης στα εδώλια, στο κοίλο, στο προσκήνιο και στη σκηνή.
Νυμφαίο Νικόπολης
Το νυμφαίο της Νικόπολης βρίσκεται στα δυτικά της πόλης και κοντά στη δυτική πύλη των Ρωμαϊκών τειχών. Πρόκειται για δύο κτήρια που έπαιζαν το ρόλο των δεξαμενών, οι οποίες τροφοδοτούσαν την πόλη με νερό. Στους κατοίκους της περιοχής το νυμφαίο είναι γνωστό με το όνομα ''Μπούφοι'' ή ''Μπούφι''. Αν και η χρονολόγησή του αναγόταν στα χρόνια του Αυγούστου, νέες ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή τοποθετούν τα κτίσματα χρονολογικά πολύ αργότερα, στο β' μισό και στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Το νυμφαίο αποτελείται από δύο αντικριστά κτήρια, που απέχουν μεταξύ τους 23 μ.
Και τα δύο έχουν απλή, αδιακόσμητη πρόσοψη και κόγχες στο εσωτερικό, είναι πλινθόκτιστα, αλλά δεν βρίσκονται στον ίδιο άξονα, γεγονός που αποδεικνύει και τη διαφορετική περίοδο οικοδόμησής τους. Ο λόγος κατασκευής τους ήταν η κάλυψη δύο μεγάλων υδατοδεξαμενών, που γέμιζαν με νερό, το οποίο μεταφερόταν με αγωγό από τις πηγές του Λούρου στη Νικόπολη. Οι εξωτερικοί τοίχοι των κτηρίων ήταν αδιακόσμητοι, ενώ στο εσωτερικό (μήκος πλευράς τοίχου περίπου 17 μ.) εμφανίζονται εναλλάξ ορθογώνιες και ημικυκλικές κόγχες. Οι κόγχες βρίσκονται 1,85 μ. πάνω από τη δεξαμενή και ήταν διακοσμημένες με μάρμαρο.
Σε αυτές είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινα αγάλματα, που είχαν σχέση με το νερό και τη φύση, ενώ ο τοίχος κάτω από τις κόγχες καλυπτόταν με πλάκες από ασβεστόλιθο. Οι δύο ανοιχτές πλευρές των κτηρίων έκλειναν με χαμηλό τοιχίο. Κατ' αυτό τον τρόπο διακρίνονταν τα αγάλματα από όσους περνούσαν από τη δυτική πύλη. Το νερό, που ξεχείλιζε από τις δεξαμενές, διοχετευόταν σε πήλινους αγωγούς, που υπήρχαν πιθανόν στην πρόσοψη των κτηρίων.
Ρωμαϊκές Θέρμες Προαστείου Νικόπολης
Οι βόρειες θέρμες της Ρωμαϊκής Νικόπολης αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτιριακά συγκροτήματα της πόλης του Αυγούστου. Βρίσκονται στο νότιο τμήμα του Προαστείου, της περιοχής περίπου 400 μ. βόρεια της τειχισμένης αρχαίας πόλης, η οποία λειτουργούσε ως ιερό άλσος λόγω της γειτνίασής της με το ιερό του Απόλλωνα. Πρόκειται για εντυπωσιακό μνημείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο από τους αθλητές, που λάμβαναν μέρος στα Νέα Άκτια, τους αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα. Οι θέρμες κατασκευάσθηκαν αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και λειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σήμερα το μνημείο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, και είναι γνωστό στους κατοίκους της περιοχής ως ''Μπεντένια''. Το κτηριακό συγκρότημα αποτελείται από καμπύλους και ορθογώνιους χώρους, που συνδέονται μεταξύ τους με πολλά ανοίγματα και φέρουν ημικυκλικές κόγχες και πεσσοστοιχίες. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται η δυτική πτέρυγα με τρεις αψιδωτούς χώρους. Όμοια ήταν κατασκευασμένη και η ανατολική πτέρυγα, από την οποία σώζονται μόνο τα θεμέλια. Οι αίθουσες του συγκροτήματος επικοινωνούν μεταξύ τους και στεγάζονται με τόξα, αψίδες, καμάρες και θόλους, χαρακτηριστικό αυτών των Ρωμαϊκών οικοδομημάτων.
Τα δάπεδα των αιθουσών ήταν διακοσμημένα με μάρμαρο και ψηφιδωτά. Αντίστοιχα επενδυμένοι ήταν και οι τοίχοι με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Το συγκρότημα της Νικόπολης διέθετε ένα μεγάλο χώρο με πισίνα κολύμβησης (natatio), αίθουσα ψυχρού λουτρού (frigidarium) και αίθουσες με κλιμακωτά θερμαινόμενες πισίνες (tepidarium, caldarium). Η θέρμανση των χώρων γινόταν με φωτιά, που έκαιγε ακατάπαυστα και ζέσταινε τα υπόκαυστα και τον αέρα που κυκλοφορούσε μέσα από εντοιχισμένους πήλινους σωλήνες.
Στο κτηριακό συγκρότημα των θερμών του Προαστείου έγιναν κατά τη διετία 1973 - 1974 σημαντικές εργασίες στερέωσης και συμπλήρωσης των τοίχων. Επίσης συντηρήθηκαν τα ανώφλια των σωζόμενων εισόδων του οικοδομήματος.
Ρωμαϊκή Οικία του Αντωνίνου
Η Ρωμαϊκή οικία του Αντωνίνου είναι η μόνη ανασκαμμένη ιδιωτική οικία της Ρωμαϊκής πόλης. Βρίσκεται έξω από το δυτικό τμήμα του Βυζαντινού τείχους και βορειοανατολικά του Ρωμαϊκού Ωδείου και απέχει 200 μ. περίπου από το τείχος και 300 μ. από το Ωδείο. Πρόκειται για μνημείο διαμονής, την κατοικία του Μάνιου Αντωνίνου. Από επιγραφή που έχει βρεθεί σε ένα ψηφιδωτό δάπεδο αναφέρεται και το όνομα της Αριστοκλίας, η οποία πιθανότατα ήταν η πρώτη οικοδέσποινα της κατοικίας αυτής. Η πρώτη οικοδομική φάση της κατοικίας ανάγεται χρονολογικά σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα στον 2ο αιώνα μ.Χ., ενώ δέχτηκε επισκευές στα τέλη του 3ου με αρχές 4ου αιώνα μ.Χ.
Έχουν αποκαλυφθεί πέντε μεγάλα δωμάτια, έξι μικρότεροι βοηθητικοί χώροι και τμήμα της αυλής με πηγάδι, το οποίο διέθετε δεξαμενή αποθήκευσης νερού. Στην είσοδο του πρώτου μεγάλου δωματίου αποκαλύφθηκε το μεγάλο κατώφλι της πόρτας, ενώ το εσωτερικό της αίθουσας αυτής ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτό δάπεδο (3,50 x 6,25 μ.). Το ψηφιδωτό περιέχει γεωμετρικά μοτίβα και ένα κεντρικό έμβλημα, το οποίο πλαισιωνόταν από σπείρα άκανθας. Στη νοτιοανατολική γωνία της αίθουσας ήρθε στο φως προτομή Διονύσου. Η διακόσμηση του ψηφιδωτού με τις έντονες φωτοσκιάσεις και ο τρόπος σμίλευσης της προτομής οδηγούν σε μια χρονολογία στον 2ο αιώνα μ.Χ.
Η αμέσως επόμενη αίθουσα, στα δεξιά του πρώτου δωματίου, διέθετε μαρμαροθετημένο δάπεδο. Διακοσμημένη με ψηφιδωτό δάπεδο ήταν η αριστερή αίθουσα, το οποίο έχει όμως καταστραφεί. Στο βόρεια των αιθουσών αυτών αναπτύσσεται ένας διάδρομος, ο οποίος διέθετε και αυτός ψηφιδωτό δάπεδο -κατεστραμμένο σήμερα- και οδηγούσε στην αυλή της κατοικίας. Στα μικρά δωμάτια της ανατολικής πλευράς οδηγούσε ένας προθάλαμος, ο οποίος βρισκόταν αμέσως μετά το διάδρομο της οικίας. Εκεί ήρθε στο φως ακόμη ένα ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο διασώζει ολόκληρη κτητορική επιγραφή με τα ονόματα της Αριστοκλίας και του Αντωνίνου.
Τα δωμάτια της νοτιοανατολικής πλευράς αποτελούσαν βοηθητικούς χώρους, ενώ σε ένα από αυτά βρέθηκε και υπόκαυστο λουτρού. Στον τομέα αυτόν της οικίας η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι έγιναν διάφορες μεταγενέστερες επεμβάσεις και επισκευές.
Μνημείο Αυγούστου
Στις βόρειες παρυφές του Προαστείου βρίσκεται το Μνημείο της Νίκης, το τρόπαιο της Ναυμαχίας του Ακτίου και σύμβολο του νέου status quo. Κτισμένο το 28 π.Χ. πάνω στο λόφο Μιχαλίτσι, σε θέση με πανοραμική θέα, αποτελούσε τέμενος αφιερωμένο στους θεούς Απόλλωνα, Ποσειδώνα και Άρη, οι οποίοι στάθηκαν αρωγοί του αυτοκράτορα Αυγούστου στη μεγαλειώδη νίκη του. Το μνημείο κατασκευάστηκε σε τεχνητό άνδηρο, την όψη του οποίου κοσμούσαν τα χάλκινα έμβολα του στόλου των ηττημένων (Αντωνίου και Κλεοπάτρας). Πάνω από τον πέμπτο δόμο της κρηπίδας είχαν τοποθετηθεί οι λιθόπλινθοι της μεγάλης αφιερωματικής λατινικής επιγραφής.
Στη βόρεια πλευρά υπήρχε πιόσχημη στοά, ανοιχτή προς τα νότια, όπου βρισκόταν ο μνημειώδης βωμός με εξαιρετικής τέχνης ανάγλυφο διάκοσμο, που αποδίδει το θρίαμβο του Αυγούστου.
Ρωμαϊκό Υδραγωγείο Νικόπολης
Στο βόρειο άκρο της κοιλάδας του Λούρου, κοντά στο χωριό Αγ. Γεώργιος, βόρεια της Φιλιππιάδας, δεσπόζει το Ρωμαϊκό υδραγωγείο της αρχαίας Νικόπολης. Το Ρωμαϊκό υδραγωγείο διανύει μια απόσταση που εκτιμάται σε 50 χλμ. περίπου με ορατά κατάλοιπα στις περιοχές Ριζοβουνίου, Θεσπρωτικού, Στεφάνης, Σκάλας Λούρου, Σφηνωτού, Ωρωπού, Αρχαγγέλου - Νέα Σινώπης και Νικόπολης. Το Ρωμαϊκό υδραγωγείο κατασκευάστηκε μετά την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό-Αύγουστο (1ος αιώνα π.Χ. - 1ος αιώνας μ.Χ.) σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ενώ νεότεροι μελετητες θωρούν πιθανή την κατασκευή του επί Αδριανού (2ο αιώνα μ.Χ.).
Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός φρόντισε για τη συντήρησή του, ενώ μετά τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. δε φαίνεται να συνεζίζει τη λειτουργία του. Το υδραγωγείο αποτελείται από ένα αγωγό, που μετέφερε το νερό με την αξιοποίηση της υψομετρικής διαφοράς από τις πηγές του Λούρου στις δύο δεξαμενές του Νυμφαίου της Νικόπολης. Για την κατασκευή του αγωγού χρησιμοποιήθηκαν τρεις τρόποι:
- Λάξευση αύλακα με τοξωτή στεγανοποιημένη κάλυψη και τετράγωνα ανοίγματα εξαερισμού σε πλαγιές λόφων.
- Διάνοιξη σήραγγας στην περιοχή του Κοκκινόπηλου.
- Κατασκευή πεσσοστοιχίων στα πεδινά τμήματα που γεφύρωναν τμήματα μεταξύ λόφων.
Στερεωτικές - αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν από το 1978 ως το 1980 από την ΙΒ' ΕΠΚΑ, στα βάθρα των τόξων της γέφυρας του υδραγωγείου, κοντά στις πηγές του Λούρου, στον Άγιο Γεώργιο Πρέβεζας. Εργασίες σε επιλεγμένες θέσεις του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου: Άγιος Γεώργιος, Κοκκινόπηλος, Στεφάνη, Σκάλα Λούρου, Αρχάγγελος και Νυμφαίο Νικόπολης πραγματοποιούνται από την ΕΦΑ Πρέβεζας (πρώην ΛΓ' ΕΠΚΑ) στα πλαίσια της ενταγμένης στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ανταγωνιστικότητα και Επιχειρηματικότητα 2007 - 2013 ΕΠΑΝ ΙΙ, Πράξης Ανάδειξη Ρωμαϊκού Υδραγωγείου Νικόπολης Νομού Πρέβεζας.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ
Τα Ρωμαϊκά Θέατρα
Τα Ρωμαϊκά θέατρα, όπως εξάλλου και οι θεατρικές παραστάσεις, αποτελούν εξέλιξη των Ελληνικών θεάτρων. Αρχικά τα θέατρα των Ρωμαίων ήταν προσωρινές ξύλινες κατασκευές, ενώ μόλις το 55 π.Χ. κτίστηκε το πρώτο μόνιμο λίθινο θέατρο στη Ρώμη από τον Πομπήιο, προκαλώντας αντιδράσεις στην άρχουσα τάξη, που θεωρούσε παρακμιακό στοιχείο τις θεατρικές παραστάσεις. Κατά την περίοδο των προσωρινών ξύλινων κατασκευών, φαίνεται πως διαμορφώνεται η μορφολογία των Ρωμαϊκών θεάτρων. Λίγες πάντως δεκαετίες μετά την ανέγερση του πρώτου λίθινου θεάτρου στη Ρώμη, στην εποχή του Αυγούστου, η τυπολογία παγιώνεται και η μορφή εμφανίζεται ολοκληρωμένη στη Ρώμη.
Σε αντιδιαστολή με τα Ελληνικά θέατρα, τα οποία κτίζονταν σε φυσικά κεκλιμένα πρανή, τα Ρωμαϊκά θέατρα με κτιστές υποδομές μπορούσαν να οικοδομηθούν και σε οριζόντια εδάφη. Η ενοποίηση της τριμερούς διάρθρωσης των θεάτρων, δηλαδή της σκηνής, της ορχήστρας και του κοίλου, σε ενιαίο κτίσμα, αποτελεί μια ακόμη καινοτομία των Ρωμαϊκών θεάτρων. Χάρη στον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο, ο οποίος έζησε στους χρόνους του Αυγούστου, και μάλιστα αφιέρωσε στον Αυτοκράτορα το εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής που συνέγραψε το De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής), γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια τον γεωμετρικό σχεδιασμό και τα επί μέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία των Ρωμαϊκών θεάτρων.
Των οποίων ο Βιτρούβιος αναφέρει την ονομασία, συγκρίνοντάς τα με τα στοιχεία του Ελληνικού θεάτρου. Το κοίλο αποτελείτο από δύο ή τρία διαζώματα: το άνω, το μεσαίο και το κάτω (suma cavea, media cavea, ima cavea). Ανάλογος με το μέγεθος του θεάτρου ήταν και ο αριθμός των κερκίδων (cunei). Κατά μήκος της στέψης του κοίλου υπήρχε συνήθως περιμετρική στοά (porticus in suma cavea), της οποίας η απόληξη, για λόγους ακουστικής, βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την απόληξη του σκηνικού οικοδομήματος. Τα δρώμενα δεν τελούνταν στην ορχήστρα, που ήταν ημικυκλική, αλλά στο προσκήνιο ή λογείο (pulpitum) το οποίο ήταν υπερυψωμένο και είχε μεγάλο βάθος μπροστά από τη σκηνή.
Στην πρόσοψή του (frons pulpiti) υπήρχαν διακοσμητικές κόγχες και κλίμακες που οδηγούσαν από την ορχήστρα στο προσκήνιο. Στην περίμετρο της ορχήστρας τοποθετούνταν καθίσματα για τους επισήμους (proedria). Η πρόσοψη του σκηνικού οικοδομήματος (scaenae frons) που ήταν πολυώροφη, ορισμένες φορές έφτανε τους τέσσερεις ορόφους, έφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Στο ισόγειο της πρόσοψης υπήρχαν τρία θυρώμτα-είσοδοι για τους ηθοποιούς (η κεντρική - valva regia και δυο πλαϊνές - valvae hospitalia), ενώ στους ορόφους υπήρχαν σειρές από κόγχες ή ναΐσκους, στους οποίους παρεμβάλλονταν και ανοίγματα.
Οι κόγχες πλαισιώνονταν από κιονίσκους και έφεραν ποικιλόμορφους θριγκούς και αετώματα. Μέσα στις κόγχες τοποθετούνταν αγάλματα, συνήθως της Αυτοκρατορικής οικογένειας. Η πλούσια αυτή διακόσμηση αποτελούσε μια μόνιμη σκηνογραφία. Μάλιστα ο Βιτρούβιος προσομοιάζει την κεντρική είσοδο (valva regia) με είσοδο ανακτόρου. Στην απόληξη της πρόσοψης της σκηνής προεξείχε ξύλινη στέγη για την προστασία του προσκηνίου. Πάνω από τις παρόδους, που ήταν ενταγμένες στο ενιαίο κτίσμα του θεάτρου, υπήρχαν συνήθως θεωρεία (tribunalia).
Οι πάροδοι οδηγούσαν απευθείας στην ορχήστρα, ενώ δαιδαλώδες σύστημα από κλίμακες (scalaria) και διαδρόμους κίνησης (vomitoria) οδηγούσαν στα επιμέρους τμήματα του θεάτρου, επιτυγχάνοντας έτσι τη γρήγορη προσέλευση και αποχώρηση των θεατών από πολλές διόδους. Τέλος, περιμετρικά στην εξωτερική τοιχοποιία του κοίλου, πάνω σε προεξέχουσες λίθινες βάσεις, στερεώνονταν ξύλινοι στύλοι για την ανάρτηση τέντας (πέτασσος - velarium), η οποία προστάτευε τους θεατές από τον ήλιο και τη βροχή. Ορισμένα θέατρα των Αυτοκρατορικών χρόνων, διατηρήθηκαν σε αξιοθαύμαστη κατάσταση σε διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας.
Όπως αυτό της Πομπηίας, το Θέατρο του Μάρκελλου στη Ρώμη, το Θέατρο του Αραούσιου (σύγχρονο Orange) και της Augusta Rauicorum (σύγχρονη Arles) στη Γαλλία, της Ασπένδου στη Μικρά Ασία, της Μπόσρας (Bosra) στη Συρία, της Μεγάλης Λέπτιδος (Leptis Magna) στη Λιβύη, της Merida στην Ισπανία και άλλα. Η χρήση των περισσότερων Ελληνικών θεάτρων συνεχίστηκε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στα οποία γίνονταν επισκευές και προσθήκες, όπως στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα ή στο θέατρο της Εφέσου στη Μικρά Ασία, προκειμένου να προσαρμοστούν στις σκηνικές ανάγκες των παραστάσεων της εποχής.
Σε ορισμένα θέατρα, όπως της Δωδώνης για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκαν δραστικότερες μετασκευές, καθαιρώντας τις πρώτες σειρές των εδωλίων και μετατρέποντας την ορχήστρα σε αρένα. Παράλληλα, όμως, σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα, κατασκευάζονται θέατρα σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά πρότυπα, στα οποία χρησιμοποιούνται οι τεχνικές και τα υλικά δομής των Ρωμαίων, όπως οι οπτόπλινθοι, οι χυτές τοιχοποιίες και οι θόλοι. θέατρα που οικοδομήθηκαν σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά μορφολογικά πρότυπα στην Ελλάδα, είναι σχετικά λίγα.
Ενδεικτικά σε αυτά συγκαταλέγονται τα θέατρα της Γόρτυνας στην Κρήτη, της Θεσσαλονίκης και του Δίου στη Μακεδονία, της Νικόπολης στην Ήπειρο και άλλα. Περισσότερα σε αριθμό είναι τα ωδεία των Ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα. Πρόκειται για μικρά θέατρα προορισμένα για μουσικές παραστάσεις και απαγγελίες. Τα κτίσματα αυτά ως προς τη μορφολογική τους δομή, δεν πρέπει να συγχέονται με τα Ελληνικά ωδεία. ωδεία Ρωμαϊκών χρόνων στην Ελλάδα έχουν διασωθεί στην Αθήνα, το ωδείο Ηρώδη του Αττικού κάτω από την ακρόπολη και ωδείο του Αγρίππα στην αγορά, στην Πάτρα, στην Επίδαυρο, στο Άργος, στη Θεσσαλονίκη, στο Δίον, στη Νικόπολη και αλλού.
Το Θέατρο και τα Άλλα οικοδομήματα του Αρχαιολογικού Χώρου
Οικοδομήματα θέασης και ακρόασης στη Νικόπολη, με τα έως σήμερα ερευνητικά δεδομένα, ήταν το θέατρο, το στάδιο και το ωδείο. Λόγω του μεγέθους του και της καλής καθ΄ ύψος διατήρησης των επί μέρους δομών του, το θέατρο της πόλης της Νίκης προκαλεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον επισκεπτών και περιηγητών, ήδη από τον 18ο και 19ο αιώνα. Την εντυπωσιακή εικόνα ενισχύει η περίοπτη θέση που κατέχει στον εκτεταμένο ερειπιώνα της αρχαίας πόλης στα βόρεια του δρόμου Ιωαννίνων - Πρέβεζας, με θέα προς τον Αμβρακικό Κόλπο. Το θέατρο κτίστηκε extra muros, στο «εν άλσει Προάστειο» κοντά στα παράλια του Αμβρακικού Κόλπου.
Ο χώρος αυτός, σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, φιλοξενούσε όλα τα απαραίτητα οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν την τέλεση των περίφημων Ακτιακών αγώνων. Σύμφωνα με τις έρευνες των τελευταίων ετών, στα κτίσματα αυτά, εκτός από το στάδιο, το γυμνάσιο και το τρόπαιο της ναυμαχίας του Ακτίου, τα οποία αναφέρει ο Στράβων, θα πρέπει να προστεθούν το θέατρο και δυο συγκροτήματα λουτρών για την εξυπηρέτηση των αθλητών και των θεατών. Τα Άκτια ήταν αγώνες τοπικοί των Ακαρνάνων και τελούνταν στο ιερό του Ακτίου Απόλλωνα, το οποίο βρισκόταν στο στόμιο του Αμβρακικού Κόλπου, πάνω σε μικρή χερσόνησο.
Στην περιοχή του ιερού είχε στρατοπεδεύσει ο Αντώνιος τις παραμονές της ναυμαχίας, ενώ η ίδια η ναυμαχία έλαβε χώρα σε κοντινή απόσταση από το ιερό προς το ανοικτό πέλαγος. Ο Οκταβιανός θεωρούσε προστάτη του θεό τον Απόλλωνα, του οποίου η λατρεία μετά τα γεγονότα του Ακτίου, κατέλαβε ξεχωριστή θέση στην επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Στο εξής η προσωνυμία Άκτιος, αναφερόμενη στον Απόλλωνα, απαντά συχνά στις εκδόσεις νομισμάτων της Ρώμης. Για λόγους πολιτικής και θρησκευτικής προπαγάνδας, ο Οκταβιανός ανανέωσε τους αγώνες και μετέφερε το χώρο της τέλεσής τους κοντά στην νεοϊδρυθείσα πόλη της νίκης.
Τα νέα Άκτια απέκτησαν σύντομα μεγάλη αίγλη, όπως διαπιστώνεται από τις αγωνιστικές επιγραφές που αναφέρονται στις νίκες αθλητών με καταγωγή από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Η αίγλη των Ακτίων ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε διαδόθηκε η τέλεσή τους και σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως την Ιουδαία, όπου ο σύμμαχος του Οκταβιανού Ηρώδης ο Μέγας καθιέρωσε τοπικούς αγώνες με το όνομα Άκτια. Κεντρική θέση στην περιοχή του «Προαστείου» της Νικόπολης κατέχει το στάδιο, του οποίου η πρώτη οικοδομική φάση, που είχε τη μορφή Ελληνικού σταδίου με είσοδο προς δυσμάς, ανάγεται στους χρόνους της ίδρυσης της πόλης, αμέσως μετά τη ναυμαχία.
Δυτικά του σταδίου εκτείνονται τα ερείπια του γυμνασίου, η πρώτη φάση του οποίου επίσης χρονολογείται στους χρόνους του Αυγούστου, σύμφωνα με την αναθηματική - κτητορική επιγραφή που βρέθηκε στη Νικόπολη σε δεύτερη χρήση. Το θέατρο βρίσκεται ανατολικά του σταδίου, κτισμένο εν μέρει στις υπώρειες της χαμηλής λοφοσειράς προς τα βόρεια. Στα νέα Άκτια που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός από τους γυμνικούς αγώνες, συμπεριλαμβάνονταν και μουσικοί αγώνες, όπως αγώνες ποιητών, σοφιστών, τραγωδών, κωμωδών, κηρύκων, σαλπιγκτών, κιθαρωδών, φωνασκών, αυλητών και παντομίμων.
Πρόκειται για μια εντυπωσιακή ποικιλία καλλιτεχνικών αγωνισμάτων, τα οποία λάμβαναν χώρα μέσα στο θέατρο της Νικόπολης. Το ίδιο το μνημείο αναφέρεται «άπαξ» στις φιλολογικές αρχαίες πηγές, συγκεκριμένα στις Διατριβές του Επίκτητου, με αφορμή την αποδοκιμασία μέσα στο θέατρο του τοπικού έπαρχου από τους θεατές. Στο θέατρο της Νικόπολης πιθανότατα αγωνίστηκε ο Νέρων σε αγώνες μουσικής και τραγωδίας, όταν κατά την θεαματική του περιοδεία στην Ελλάδα το 66 μ.Χ. σταμάτησε στη Νικόπολη, προκειμένου να διακριθεί στα Άκτια:
''ἐπί τούτοις κιθαρωδίας και τρα- γωδίας κατά τε Ρώμην καί την Ἑλλάδα πομπεύων, Ἰσθμίοις και Πυθί- οις καί Ἡλείοις και Ἀκτίοις ἐστεφανοῦτο κήρυξιν, ἃρματι πηλικῷ και τῷ τελείῳ και δεκαπώλῶ'' (Ευσεβίου Χρονικά). Η παρουσία του Νέρωνα στη Νικόπολη επιβεβαιώνεται και από τα νομίσματα της πόλης στα οποία απεικονίζεται η «επιφάνεια» του Νέρωνα. Ο καιροσκοπισμός των αρχών της πόλης που απέβλεπαν στην έμπρακτη εύνοια του Αυτοκράτορα και τυχόν δωρεές του Αυτοκράτορα στην πόλη, αντικατοπτρίζονται στην αλλαγή του ονόματος της πόλης σε «Νερωνικόπολις».
Βόρεια του σταδίου και του θεάτρου, σε έναν από τους λόφους της χαμηλής λοφοσειράς που ορίζει προς τα βόρεια την πεδιάδα της Νικόπολης, τον ιερό λόφο του Απόλλωνα, όπως αναφέρει ο Στράβων, ανήγειρε ο Οκταβιανός το τρόπαιο της ναυμαχίας του Ακτίου. Το μνημείο, εκτός από το Στράβωνα, αναφέρεται και από άλλους αρχαίους συγγραφείς, όπως το Δίωνα Κάσσιο, τον Πλούταρχο και το Σουητώνιο. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές των τελευταίων ετών έδειξαν ότι πρόκειται για μνημείο με διττό χαρακτήρα.
Χαρακτήρα του τροπαίου με λάφυρα της ναυμαχίας και του υπαίθριου ιερού, αφιερωμένου στους θεούς Άρη, Ποσειδώνα και Απόλλωνα, τους θεούς που, σύμφωνα με την πολιτική προπαγάνδα της εποχής, στάθηκαν στο πλευρό του Οκταβιανού κατά τη μάχη. Η ασφαλής χρονολόγηση της ανέγερσης του συγκροτήματος στους χρόνους αμέσως μετά την ναυμαχία (29 - 27 π.Χ.), και κατά συνέπεια η ασφαλής χρονολόγησή των τοιχοποιιών του και του τρόπου δόμησης, συνέβαλαν καθοριστικά στη χρονολόγηση άλλων οικοδομημάτων της Νικόπολης και κυρίως αυτών που βρίσκονται στην περιοχή του «Προαστείου».
Το Θέατρο και οι Περιηγητές
Μετά την εγκατάλειψη της Νικόπολης γύρω στον 11ο αιώνα και της μετατροπής του χώρου σε εκτεταμένο ερειπιώνα, πρώτος από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Νικόπολη, είναι ο περίφημος Εβραίος έμπορος και ταξιδευτής, ο Κυριακός από την Αγκώνα (1463). Ο Κυριακός εντυπωσιάζεται από το μέγεθος και την έκταση των ερειπίων, ταυτίζοντας ανεπιτυχώς το χώρο με τη Δωδώνη. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ως γνωστό, αυξάνεται ο αριθμός των περιηγητών που επισκέπτονται διάφορες περιοχές της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης της Ηπείρου.
Μεταξύ των περιηγητών που επισκέφτηκαν τη Νικόπολη συγκαταλέγονται οι Pouqueville, Leake, Dodwell, Holland, Hallerstein, Brøndsted, Hughes και Hobhouse. Οι περιγραφές του θεάτρου από τους περιηγητές, συνήθως συνοπτικές και ορισμένες φορές διεξοδικότερες, αποτελούν πηγή πολύτιμων πληροφοριών στη σύγχρονη έρευνα. Μερικοί από τους περιηγητές που επισκέπτονται το θέατρο, αφήνουν χαραγμένο στους τοίχους της σκηνής τα ονόματα τους. Ο Βρετανός περιηγητής συνταγματάρχης Willian Μartin Leake επισκέφτηκε τη Νικόπολη στις 24 Ιουνίου του 1805. Ο Leake, στο έργο του Travels in Νorthern Greece, μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής:
«Για την κατασκευή του μεγάλου θεάτρου είχε εκσκαφθεί μερικώς η πλευρά του λόφου, αλλά όλη η ανωδομή, τα οικοδομήματα της σκηνής και οι πάροδοι σε κάθε πλευρά της σκηνής κτίστηκαν με μεγάλα φαρδιά Ρωμαϊκά τούβλα, συγκολλημένα με αρκετή ποσότητα κονιάματος, και επενδύθηκαν με πέτρα. Παρ' όλο που ο διάδρομος στο πάνω μέρος του κοίλου έχει καταρρεύσει προς τα μέσα και οι πέτρινες κερκίδες έχουν αφαιρεθεί, το θέατρο παραμένει ένα από τα καλύτερα διατηρούμενα ρωμαϊκά θέατρα που υπάρχουν και αξίζει πραγματικά να μετρηθεί με ακρίβεια και να σχεδιαστεί από ένα αρχιτέκτονα».
Με εντολή του Leake έφτασε αργότερα στη Νικόπολη ο αρχιτέκτων Thomas Leverton Donaldson, ο οποίος μεταξύ άλλων μνημείων (ωδείο, Νυμφαία με τη Δυτική Πύλη, βόρειες Θέρμες) αποτύπωσε και το μεγάλο θέατρο. Η ακρίβεια της αποτύπωσης με τα μέσα που διέθετε εκείνη την εποχή είναι αξιοθαύμαστη. Τον Δεκέμβριο του 1813 επισκέφτηκε τη Νικόπολη ο θεολόγος Thomas S. Hughes, συνοδευόμενος από τον αρχιτέκτονα - αρχαιοκάπηλο Charles Robert Cockerell και τον ευγενή Robert Townley-Parker. Ο Hughes είναι ο πρώτος περιηγητής που εντοπίζει και αναφέρει τις λίθινες βάσεις για τη στήριξη της τέντας (πέτασσος - velarium) στο θέατρο.
Κλείνοντας την περιγραφή του θεάτρου, ο φιλέλληνας ιερωμένος οραματίζεται το μέλλον του αρχαιολογικού χώρου με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τη σύγχρονη θυμηδία: «Καθώς στεκόμουν στο ψηλότερο σημείο αυτού του πελώριου θεάτρου, όπου μπορεί κανείς να δει όλα τα μνημεία της Νικόπολης, ευχήθηκα αυτή η συμπαθής χώρα να τύχει και πάλι μιας πολιτισμένης και Χριστιανικής διοίκησης, που θα εφάρμοζε ένα σχέδιο επισκευής όλων αυτών των αρχαίων κτιρίων και επανεγκατάστασης μιας νέας αποικίας στην ίδια περιοχή. Τα τείχη, οι τάφοι, τα λουτρά και οι οικίες θα μπορούσαν να αποδοθούν στην αρχική τους χρήση.
Θα μπορούσαν να ανεγερθούν εκκλησίες πάνω στους αρχαίους ναούς, το γυμνάσιο θα μπορούσε να μετατραπεί σε γήπεδο τένις και το στάδιο σε σχολή ιππασίας. Το δε υδραγωγείο θα μπορούσε να αναπαλαιωθεί και τα θέατρα να προσαρμοστούν για την παρουσίαση σύγχρονου δράματος. Η ευκολία αυτού του σχεδίου και το οικονομικό όφελος, αν μη τι άλλο, θα υποστήριζαν ανεπιφύλακτα την υλοποίηση του». Πολύτιμα στοιχεία για την αρχιτεκτονική του θεάτρου αντλούνται σήμερα και από τις απεικονίσεις των περιηγητών. Η παλαιότερη γκραβούρα θεωρείται αυτή του Louis Fauvel, ο οποίος επισκέφθηκε τη Νικόπολη το 1780.
Στην γκραβούρα αυτή που απεικονίζει το θέατρο από νότια, σημειώνονται δομικά στοιχεία του κτίσματος που σήμερα έχουν καταπέσει. Στοιχεία για τον περιμετρικό τοίχο του κοίλου με τους πεσσούς αντιστήριξης και την κατάσταση διατήρησής του, αντλούνται από ένα σχέδιο του αρχιτέκτονα Carl Haller von Hallerstein ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη το 1810. Στο πανοραμικό αυτό σχέδιο, που είναι δοσμένο από βόρεια πίσω από το θέατρο, σε πρώτο πλάνο απεικονίζεται ο περιμετρικός τοίχος του κτίσματος, ενώ σε δεύτερο πλάνο απεικονίζονται χαμηλότερα στην πεδιάδα διάφορα οικοδομήματα του ερειπιώνα και στο βάθος φαίνονται οι ορεινοί όγκοι της Ακαρνανίας και της Λευκάδας.
Τέλος μια απεικόνιση του θεάτρου με «ρομαντική» διάθεση, οφείλεται στον Joseph de (Comte) Estourmel, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη το 1830. Σημαντικό μέρος του δομικού υλικού του θεάτρου, που ήταν ορατό πάνω από το έδαφος και εύκολα προσβάσιμο, όπως ολόκληρες σειρές οπτοπλίνθων του σκηνικού οικοδομήματος και λιθοπλίνθων των αναλημματικών τοίχων που συγκρατούσαν τις ωθήσεις του κοίλου, αποσπάστηκαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως δομικό υλικό, σε άλλα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής άγνωστά σήμερα σε μας.
Όπως αναφέρει η ειδική επιτροπή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που συστάθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να καταγράψει τις ζημιές που υπέστησαν τα μνημεία της χώρας κατά τον πόλεμο, το κοίλο του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε από τα στρατεύματα κατοχής «ως αντιαεροπορική φωλέα πολυβόλων και ως εκ τούτου υπέστη φθοράς τινάς».
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Στην υπάρχουσα κατάσταση, αναγνωρίσιμα στοιχεία του θεάτρου είναι ο περιμετρικός αναλημματικός τοίχος, το σκηνικό οικοδόμημα, το ανώτερο τμήμα του κοίλου με τα εναπομείναντα τμήματα των υποδομών, ο τοίχος της περιμετρικής στοάς στο ανώτερο τμήμα του κοίλου, οι δύο πλευρικές θολοσκεπείς είσοδοι στο ανώτερο τμήμα του κοίλου και μία στον άξονα συμμετρίας του κοίλου. Η ορχήστρα, το κάτω κοίλον (ima cavea), το προσκήνιο και το κατώτερο τμήμα της σκηνής καλύπτονται από βαθιές επιχώσεις. Οι επιχώσεις και οι καταπεσμένοι όγκοι τοιχοποιιών, δεν επιτρέπουν τη σχεδιαστική αναπαράσταση του μνημείου με ακριβή λεπτομέρεια, όπως και τον προσδιορισμό όλων των οικοδομικών φάσεων και επισκευών του μνημείου.
Το Κοίλον (cavea)
Σημείο αναφοράς των γεωμετρικών χαράξεων του θεάτρου αποτελεί το κέντρο της ορχήστρας, η οποία υπολογίζεται ότι είχε διάμετρο 25 μέτρα. Το κοίλο που έχει διάμετρο 92 μ. αναπτύσσεται τόσο στο φυσικό πρανές του λόφου, όσο και σε λιθόκτιστες υποδομές στο ανώτερο τμήμα του, κατά το ρωμαϊκό σύστημα στήριξης. Στο άνω κοίλο για την έδραση των εδωλίων κατασκευάστηκαν τρεις επάλληλες θολωτές στοές με κλιμακούμενο ύψος. Η εξωτερική στοά στα ανώτερα επίπεδα των υποδομών του κοίλου, ήταν απροσπέλαστη, όπως καταδεικνύουν οι ακτινικά διατεταγμένοι εσωτερικοί εγκάρσιοι τοίχοι που διαμορφώνουν κλειστούς χώρους.
Η μεσαία στοά, παρότι ενισχύεται και αυτή με εγκάρσιους τοίχους, πρέπει να χρησίμευε και ως διάδρομος κίνησης των θεατών (vomitorium), τουλάχιστον σε μια αρχική φάση του θεάτρου, διότι στο μέσον των εγκάρσιων αυτών τοίχων διαμορφώνονται ανοίγματα. Η υπερκείμενη των στοών κατασκευή διαμορφωνόταν ως πρανές από χυτό λιθόδεμα στο οποίο εδράζονταν τα εδώλια. Τα εδώλια που ήταν λίθινα έχουν αφαιρεθεί στο παρελθόν. Δύο μόνο ακέραια ασβεστολιθικά εδώλια έχουν εντοπιστεί έως σήμερα, στο ανατολικό τμήμα του άνω κοίλου. Το ένα μάλιστα φέρει χαραγμένο μέρος του ονόματος του κατόχου της θέσης: ΚΛΕΑΧΟΥ.
Το κάτω τμήμα του κοίλου (ima cavea), φαίνεται πως διαμορφωνόταν πάνω στο φυσικά κεκλιμένο πρανές, αφού δεν εντοπίζονται κατάλοιπα υποδομών για την έδραση των εδωλίων. Υψηλός αναλημματικός τοίχος, που ενισχύεται κατά διαστήματα από αντηρίδες, ορίζει περιμετρικά το κοίλο του θεάτρου. Στον τοίχο εντοπίζονται με σαφήνεια καθ’ ύψος, δυο κατασκευαστικές φάσεις. Η αρχαιότερη φάση στο κατώτερο τμήμα, φτάνει έως το ύψος των υποδομών στήριξης του κοίλου, ενώ η νεώτερη ανυψώνεται πάνω από την πρώτη, αυξάνοντας τη χωρητικότητα του κοίλου και επιτρέποντας παράλληλα την ανέγερση της περιμετρικής στοάς (porticus in suma cavea).
Το αρχαιότερο τμήμα του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου είναι κτισμένο με λίθους ψαμμιτικής προέλευσης, ελαφρώς ορθογωνισμένους και τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις. Στις απολήξεις του κοίλου, εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, ο περιμετρικός αναλληματικός τοίχος διαμορφώνεται στην όψη του από στρώσεις εναλλασσόμενων μπατικών και δρομικών λιθοπλίνθων κτισμένων «εν ξηρώ». Ο λίθινος θώρακας από τις εναλλασσόμενους λιθοπλίνθους, λειτουργούσε ως «λιθότυπος» για το χυτό λιθόδεμα που έπεφτε στο πίσω μέρος.
Χυτό υλικό και λιθόπλινθοι δημιουργούσαν ενιαίο ισχυρό σώμα, το οποίο συγκρατούσε τις μεγάλες ωθήσεις στις απολήξεις του κοίλου. Το ανώτερο τμήμα του περιμετρικού αναλληματικού τοίχου είναι κτισμένο κατά το σύστημα opus testaceum, δηλαδή από επάλληλες σειρές οπτοπλίνθων στις όψεις που συγκρατούν το χυτό λιθόδεμα του πυρήνα. Δύο διάδρομοι στην ανατολική και δυτική απόληξη του κοίλου και ένας στον άξονα συμμετρίας του (vomitoria), οδηγούσαν τους θεατές στον μεσαίο διάδρομο-διάζωμα ο οποίος διαχώριζε το άνω από το κάτω κοίλο. Πρόκειται για θολωτές κατασκευές με σχήμα κόλουρου κώνου σε κατάκλιση, με κεκλιμένες τις γενέτειρες.
Οι δύο ακραίοι διάδρομοι διαμορφώνουν εξωτερικά τοξωτά υπέρθυρα με μέτωπο από λαξευτούς λίθους. Πέριξ του τοξωτού υπέρθυρου του μεσαίου διαδρόμου διακρίνεται μικρό τμήμα τοιχοποιίας, κτισμένο κατά το σύστημα opus quasi reticulatum, δηλαδή από μικρούς κυβόλιθους τοποθετημένους δικτυωτά. Εξωτερικά του θεάτρου, η πρόσβαση στους ακραίους διαδρόμους - vomitoria γινόταν με κλιμακοστάσια, τα οποία αποτυπώνονται στο σχέδιο του Donaldson. Το ανατολικό από αυτά, που είχε αξιόλογο ύψος, εντοπίστηκε πριν από λίγα χρόνια κατά τη διάρκεια δοκιμαστικών αρχαιολογικών ανασκαφών.
Στο ανώτατο τμήμα του κοίλου βρισκόταν η περιμετρική στοά (porticus in summa cavea), η οποία ορίζεται εξωτερικά από συνεχή τοίχο, αποτελώντας ουσιαστικά το ανώτερο τμήμα του περιμετρικού αναλημματικού τοίχου. Ο τοίχος της στοάς έφερε κόγχες και τοξωτά ανοίγματα, «εν είδει» παραθύρων, σε ακανόνιστη διάταξη. Τρία κλιμακοστάσια, κτισμένα σε επαφή με τον περιμετρικό αναλληματικό τοίχο του κοίλου, οδηγούσαν σε αντίστοιχες εισόδους απευθείας στη στοά. Ορατά ίχνη διατηρούνται μόνο για το κεντρικό κλιμακοστάσιο, που βρισκόταν σε αντιστοιχία πάνω από τον κεντρικό διάδρομο εισόδου (vomitorium), ενώ τα υπολείμματα των δυο άλλων βρίσκονται όπως φαίνεται σκεπασμένα κάτω από επιχώσεις.
Στην περίμετρο του αναλημματικού τοίχου της πρωϊμότερης κατασκευαστικής φάσης, διατηρούνται λιθόπλινθοι πακτωμένοι στην τοιχοποιία και διατεταγμένοι σε ζεύγη καθ΄ ύψος. Οι λιθόπλινθοι, τοποθετημένοι σε κανονικά διαστήματα, ανά 4 - 5 μ. κατά μήκος του τοίχου, φέρουν οι μεν της ανώτερης σειράς κυκλική διαμπερή οπή, οι δε της χαμηλότερης στάθμης κυκλική βάθυνση. Το σύστημα αυτό χρησίμευε για τη στερέωση των στύλων, στους οποίους δενόταν η τέντα (πέτασσος - velarium) που απλωνόταν πάνω από το κοίλο, προκειμένου να προστατευθούν οι θεατές από τον ήλιο και τη βροχή.
Η ύπαρξη δεύτερης σειράς λιθοπλίνθων στήριξης σε υψηλότερη στάθμη δείχνει ότι το σύστημα αυτό αχρηστεύτηκε μετά την υπερύψωση του περιμετρικού τοίχου και αντικαταστάθηκε με νεότερο.
Το Σκηνικό Οικοδόμημα
Το κτήριο της σκηνής, που ήταν πολυώροφο, είναι κατασκευασμένο από πλινθοδομή κατά το σύστημα opus testaceum. Το ύψος των τοίχων της σκηνής πάνω από τις επιχώσεις φτάνει σήμερα τα 9 μέτρα. Πρόκειται για εντυπωσιακό μέγεθός εφόσον το επίπεδο της ορχήστρας υπολογίζεται 3 - 4 μ. χαμηλότερα από το σημερινό έδαφος. Ο διαχωρισμός του οικοδομήματος της σκηνής από το κοίλο με διάδρομο - πάροδο, όπως στα Ελληνικά θέατρα, που σημειώνεται στο σχέδιο του Donaldson, λόγω των επιχώσεων δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί σήμερα χωρίς ανασκαφική έρευνα.
Η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons), μήκους περίπου 37 μ., ήταν ευθύγραμμη και έφερε στο ισόγειο τρεις τοξωτές εισόδους, από τις οποίες η μεσαία (valva regia) διαμορφώνεται μέσα σε κόγχη. Οι δυο πλευρικές είσοδοι (hospitalia) ήταν χαμηλότερες, όπως βεβαιώνεται από τμήμα της γένεσης του τόξου που διατηρείται στην ανατολική είσοδο. Στον όροφο της πρόσοψης υπήρχαν μικρότερα τοξωτά ανοίγματα, ένα από τα οποία διατηρείται στην ανατολική πλευρά. Όπως σε όλα τα Ρωμαϊκά θέατρα, η πρόσοψη θα πρέπει να ήταν διακοσμημένη με ναΐσκους που στηρίζονταν σε κιονίσκους, γείσα και ορθομαρμαρώσεις.
Μια ζώνη από μεγάλους λαξευτούς δόμους και ένα συνεχές κοίλωμα που έφερε κάποτε δομικό υλικό, αποτελούν τα μόνα διατηρούμενα στοιχεία των κατασκευών στην πρόσοψη. Ο συνταγματάρχης W. Leake υπέθεσε πως στις κόγχες της πρόσοψης θα πρέπει να υπήρχαν αγάλματα θεοτήτων, σύμφωνα με τις επιγραφές της Αθηνάς και της Αφροδίτης που εντόπισε χαραγμένες σε δομικό υλικό μπροστά από τη σκηνή. Το άγαλμα μαινάδας, που βρέθηκε στο θέατρο τη δεκαετία του 1960, θα πρέπει να ανήκει στη διακόσμηση της σκηνής. Νότια της πρόσοψης και σε απόσταση 2,70 μ. υψώνεται παράλληλος τοίχος δημιουργώντας ένα μακρόστενο χώρο, το postscaenium, που διαιρείτο σε πέντε χώρους σκεπασμένους με ημικυλινδρικούς θόλους.
Τα ίχνη των θόλων, που έχουν καταπέσει στο εσωτερικό του οικοδομήματος, διακρίνονται στα μέτωπα των τοίχων. Το προσκήνιο πλαισιώνεται από δυο ορθογώνιας κάτοψης διαμερίσματα, τα παρασκήνια (versuria), που ήταν σκεπασμένα με ημικυλινδρικούς θόλους. Το μήκος των παρασκηνίων καθορίζει και το βάθος του προσκηνίου ή λογείου, το οποίο υπολογίζεται στα 8 μέτρα. Στην κάτοψη του Donaldson, βόρεια των παρασκηνίων αποτυπώνονται δύο διάδρομοι. Πρόκειται προφανώς για τις παρόδους που οδηγούσαν στην ορχήστρα (aditus maximus).
Από τους διαδρόμους αυτούς διακρίνονται σήμερα στοιχεία του δυτικού διαδρόμου, όπως η τοξωτή διαμόρφωση της εισόδου και τμήμα της κατάληξης στο χώρο της ορχήστρας, ενώ ο ανατολικός δεν έχει εντοπιστεί λόγω των επιχώσεων. Στο ίδιο σχέδιο του Donaldson αποτυπώνεται και τμήμα τοίχου νότια του σκηνικού οικοδομήματος, ο οποίος πιθανώς να ανήκει σε στοά, που συνήθως υπήρχε πίσω από τη σκηνή στα Ρωμαϊκά θέατρα.
Κατασκευαστικές Φάσεις - Χρονολόγηση
Λόγω της έλλειψης ανασκαφικών δεδομένων, για την ώρα η χρονολόγηση των κατασκευαστικών φάσεων του θεάτρου στηρίζεται στον εντοπισμό και την συσχέτιση επί του μνημείου των διαφόρων τρόπων δόμησης και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς σε γενικές γραμμές παρατηρείται μια εξελικτική πορεία στους τρόπους δόμησης και στη χρήση των υλικών κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους στη Ρώμη, εξέλιξη η οποία δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις επαρχίες. Επιπροσθέτως, οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα μνημεία της Νικόπολης κατά τα τελευταία χρόνια, προσθέτουν χρήσιμες πληροφορίες ως προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στην πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου ανήκουν ο περιμετρικός τοίχος του κοίλου στο κατώτερο τμήμα του, τμήματα τοίχων του αρχικού σκηνικού οικοδομήματος που παρέμειναν ενσωματωμένα στις τοιχοποιίες των νεότερων κατασκευαστικών φάσεων, καθώς και οι τρεις διάδρομοι - δίοδοι (vomitoria) προς το κοίλο. Οι τοιχοποιίες των παραπάνω είναι κατασκευασμένες με ψαμμιτικούς κυρίως λίθους, ελαφρώς επεξεργασμένους και τοποθετημένους σε στρώσεις με κονίαμα. Πρόκειται για έναν εύκολο σχετικά τρόπο κατασκευής, που θα λέγαμε πως προσιδιάζει το opus vitatum.
Παρόμοιες τοιχοποιίες και υλικά παρατηρούνται στις θεμελιώσεις του τροπαίου της ναυμαχίας του Ακτίου, λίγα μέτρα πιο πάνω από το θέατρο στον ιερό λόφο του Απόλλωνα, καθώς και στον περιμετρικό τοίχο του σταδίου. Τα δυο μνημεία -τρόπαιο και στάδιο-, χρονολογούνται με ακρίβεια στους χρόνους αμέσως μετά την ίδρυση της πόλης, διότι εκτός των άλλων, αναφέρονται και από τον Στράβωνα που έζησε αυτούς τους χρόνους. Ο περιμετρικός τοίχος του θεάτρου στις απολήξεις του, είναι κατασκευασμένος, όπως προαναφέρθηκε, με λιθόπλινθους, σύμφωνα με σύστημα γνωστό ως «έμπλεκτον».
Το ίδιο σύστημα τοιχοποιίας, που στην περιοχή της Ρώμης χρονολογείται στον 1ο π.Χ. αιώνα (π.Χ. ταφικό μνημείο της Καικιλίας Μετέλλας στην Αππία οδό, περ. 30 π.Χ.), απαντά επίσης στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στις απολήψεις των δυο παράλληλων κεραιών του σταδίου. Οι λιθόπλινθοι του θεάτρου από ψαμμιτικά ή ασβεστολιθικά πετρώματα, προέρχονται από αρχαιότερα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής, πιθανώς από τον αρχαίο οικισμό που εντοπίζεται στο Μιχαλίτσι, βόρεια της ομώνυμης λοφοσειράς, ο οποίος ταυτίζεται με το Βουχέτιον, αποικία των Ηλείων. Στην παρούσα κατάσταση δεν είναι δυνατόν να συναχθούν συμπεράσματα για τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες του κοίλου της πρώτης οικοδομικής φάσης.
Συμπερασματικά, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου της Νικόπολης ακολούθησε τα Ελληνικά πρότυπα, δηλαδή η ορχήστρα παρέμεινε κυκλική και το σκηνικό οικοδόμημα ανεξάρτητο από το κοίλο. Η δεύτερη κατασκευαστική φάση διακρίνεται από τον τρόπο δόμησης, γνωστό με τον όρο opus incertum mixtum. Πρόκειται για μεικτή τοιχοποιία με μέτωπα από αργούς λίθους ακανόνιστα τοποθετημένους, τα οποία πλαισιώνονται από ζώνες με οπτόπλινθους. Κατά τη φάση αυτή φαίνεται πως ανακατασκευάστηκε το άνω κοίλο αποκτώντας θολωτές υποδομές. Η φάση αυτή χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, και πιθανώς να σχετίζεται με την παρουσία του Νέρωνα στη Νικόπολη.
Κατά την τρίτη κατασκευαστική φάση γενικεύεται η χρήση των οπτοπλίνθων στο θέατρο. Ανακατασκευάζεται το σκηνικό οικοδόμημα αποκτώντας την τυπική μορφή των Ρωμαϊκών θεάτρων, αυξάνεται σε ύψος ο περιμετρικός αναλληματικός τοίχος και κτίζεται η περιμετρική στοά με τις τρεις κλίμακες ανόδου σε αυτή. Ωστόσο, η αρχική χάραξη του θεάτρου καθορίζει και το βαθμό των επεμβάσεων. Για παράδειγμα, το υπερυψωμένο προσκήνιο ή λογείο καταλαμβάνει μικρό μόλις τμήμα της ορχήστρας.
Η τρίτη οικοδομική φάση χρονολογείται στο 2ο μ.Χ. αιώνα, πιθανότατα στην εποχή του Αδριανού (117 μ.Χ. - 138 μ.Χ.), ο οποίος έμεινε στη Νικόπολη κατά τα ταξίδια του στην Ελλάδα και στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Οι Νικοπολίτες αφιέρωσαν βωμούς στον θεοποιημένο Αυτοκράτορα και στη σύζυγό του Σαβίνα, αποδίδοντας στον μεν πρώτο την προσωνυμία Δωδωναίος, στη δε δεύτερη Άρτεμη Κελκαία, μια τοπική προσωνυμία της Άρτεμης. Μεταξύ άλλων ευεργεσιών, στον Αδριανό θα πρέπει να αποδοθεί και η ολοκλήρωση του υδραγωγείου που έφερε νερό στη Νικόπολη από μια απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων.
Στη χρονολόγηση της τρίτης κατασκευαστικής φάσης του θεάτρου στο 2ο μ.Χ. αιώνα, συνηγορεί και η ραδιοχρονολόγηση που έγινε σε δείγματα δομικών κονιαμάτων της σκηνής από το Ινστιτούτο Γεω-Βιοαρχαιολογίας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (Institute for Geo-and Bioarchaeology, Vrije Univesriteit Amsterdam).
Εργασίες σε Εξέλιξη
Στο θέατρο έως σήμερα πραγματοποιήθηκαν μόνον περιορισμένου χαρακτήρα στερεωτικές εργασίες και ορισμένες δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές. Το 2001 προκειμένου να ενισχυθεί τμήμα του περιμετρικού τοίχου του κοίλου που παρουσίαζε μεγάλη απόκλιση από την κατακόρυφο, κατασκευάστηκε μετά από εξειδικευμένη μελέτη μεταλλικό δικτύωμα αντιστήριξης. Προσφάτως έχουν δρομολογηθεί από την Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης, με επικεφαλής τον υπογράφοντα, προκαταρκτικές ανασκαφικές έρευνες στο θέατρο της Νικόπολης με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Ηπείρου, καθώς επίσης εργασίες Προστασίας, Συντήρησης και Αποκατάστασης (Α΄Φάση) του μνημείου οι οποίες χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ.
ΤΟ ΩΔΕΙΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ
ΠΕΡΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στην κατηγορία των οικοδομημάτων θέασης, το Ρωμαϊκό ωδείο της Νικόπολης αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα αρχιτεκτονικής που κληροδότησε η αισθητική και τεχνολογία των Ρωμαίων στον Ελλαδικό χώρο. Λόγω του μεγέθους, αν και έχει χαθεί ένα σημαντικό μέρος από το ύψος του, αλλά και της σχετικά καλής κατάστασης διατήρησής του, το μνημείο δεσπόζει στον εκτεταμένο ερειπιώνα της Νικόπολης. Όπως έδειξαν οι αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων δύο δεκαετιών, το ωδείο βρισκόταν σε κομβικό σημείο του πολεοδομικού ιστού της πόλης. Προς τα βόρεια οριοθετείτο με δρόμο κατεύθυνσης ανατολής - δύσης (decumanus).
Ο δρόμος αυτός, που περνούσε από την Ανατολική Πύλη των τειχών της πόλης καταλήγοντας στην παραλία του Αμβρακικού, ήταν λιθόστρωτος και διέθετε πεζοδρόμιο τουλάχιστον στην νότια πλευρά του. Στην άκρη του πεζοδρομίου υψωνόταν ο εξωτερικός - βόρειος τοίχος της σκηνής του ωδείου. Ένας άλλος δρόμος, κάθετος στον προηγούμενο, οριοθετούσε δυτικά το μνημείο, περνώντας μεταξύ του ωδείου προς ανατολάς και ενός δημόσιου οικοδομήματος προς δυσμάς. Ο δρόμος αυτός πλάτους 14,80 μ., που εντοπίστηκε σε οικοδομικό τετράγωνο βορειότερα, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο cardo maximus, δηλαδή η κύρια λεωφόρος του πολεοδομικού ιστού της πόλης με κατεύθυνση βορρά-νότου.
Ωστόσο, μεταξύ του ωδείου και του παρακείμενου οικοδομήματος, που ίσως πρόκειται για ναό κτισμένο πάνω σε πόδιο, το πλάτος του δρόμου περιοριζόταν σχεδόν στο μισό. Στα νότια του ωδείου, σε απόσταση περίπου 100 - 110 μέτρα, διερχόταν ο decumanus maximus, δηλαδή η κεντρική λεωφόρος με κατεύθυνση ανατολής - δύσης, που ήταν πλακόστρωτη και έφερε πεζοδρόμια. Στις νεοϊδρυόμενες Ρωμαϊκές πόλεις, πάνω συνήθως ή πλησίον της συμβολής των κυρίων δρόμων με κατεύθυνση βορρά - νότου και ανατολής - δύσης (cardo maximus και decumanus maximus ), βρισκόταν το Forum. Πρόκειται για τον δημόσιο ανοιχτό χώρο, ο οποίος περιελάμβανε περιστύλια με καταστήματα, ναούς και άλλα δημόσια οικοδομήματα.
Στο Forum λάμβαναν χώρα οικονομικές συναλλαγές, κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις, όπως ιδιωτικές συναντήσεις, πολιτικές αντιπαραθέσεις και τελετουργίες. Λαμβάνοντας υπόψη επομένως τα τοπογραφικά δεδομένα, το Forum της Νικόπολης θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή νοτίως του Ωδείου. Κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο, όταν κάτω από τον κίνδυνο των βαρβαρικών επιδρομών οι οχυρώσεις της Νικόπολης επαναπροσδιορίστηκαν, περιορίζοντας την οχυρωμένη έκταση στο ένα τέταρτο περίπου της αρχικής, το ωδείο βρέθηκε εκτός των τειχών της πόλης.
Το ωδείο ή μικρό θέατρο, όπως είναι επίσης γνωστό, χωρητικότητας περίπου 1000 ατόμων, προοριζόταν κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, ενώ οι θεατρικές παραστάσεις τελούνταν στο μεγάλο θέατρο, το οποίο βρισκόταν στο «εν άλσει Προάστειο», ανάμεσα σε άλλα δημόσια οικοδομήματα, τα οποία προορίζονταν για την τέλεση των αθλητικών αγώνων των Ακτίων. Η καλή κατάσταση διατήρησης του μνημείου διασώζει τον κύριο όγκο της κατασκευής του οικοδομήματος, ενώ τεράστιες ποσότητες τοιχοποιιών της ανωδομής βρίσκονται πεσμένες πέριξ του κτηρίου, επιτρέποντας τη σχεδιαστική του αναπαράσταση.
Από τον πλούσιο διάκοσμο του μνημείου με ορθομαρμαρώσεις ποικίλων χρωμάτων, γείσα, επίκρανα και άλλα, ελάχιστα στοιχεία διατηρούνται κατά χώρα. Σύμφωνα με τις αρχές σχεδιασμού των κτηρίων θεαμάτων, το ωδείο είναι προσανατολισμένο με τη σκηνή προς το βορρά, η κάτοψή του όμως δεν εγγράφεται σε ορθογώνια αίθουσα, όπως στα περισσότερα ωδεία, αλλά διατηρεί το σχήμα του ελεύθερου πετάλου, ακολουθώντας το ημικυκλικό σχήμα της κάτοψης του κοίλου. Δυο εξωτερικές, αντικριστές κλίμακες στην απόληξη του κοίλου οδηγούσαν στο ανώτερο επίπεδο του κτηρίου, ενώ δύο άλλες εξωτερικές επίσης κλίμακες εκατέρωθεν του σκηνικού οικοδομήματος, οδηγούσαν στους ορόφους της σκηνής.
Ως προς τα επί μέρους στοιχεία του, η αρχιτεκτονική δομή του ωδείου παρουσιάζει τα τυπικά χαρακτηριστικά των ρωμαϊκών θεάτρων με τη μνημειακή διαμόρφωση της σκηνής, την ημικυκλική ορχήστρα και την κατασκευή ενός οικοδομικού σκελετού από ομόκεντρους και επάλληλους ημικυκλικής κάτοψης θολωτούς διαδρόμους για τη στήριξη και ανάπτυξη του κοίλου πάνω σε επίπεδο έδαφος. Προκειμένου να επιτευχθεί η επιθυμητή κλίση, το ύψος των θολωτών διαδρόμων που στηρίζουν το κοίλο με τα εδώλια, αυξάνεται βαθμιδωτά από μέσα προς τα έξω. Τα κύρια μέρη του ωδείου είναι η σκηνή (scaena), η ορχήστρα (orchestra) και το κοίλο (cavea).
Η σκηνή αποτελεί ένα οικοδόμημα τουλάχιστον δυο ορόφων, το οποίο ενώνεται αρχιτεκτονικά με το κοίλο πάνω από τις παρόδους. Οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω σε ένα υπερυψωμένο από την ορχήστρα δάπεδο, το προσκήνιο ή λογείο (proscaenium). Ο χαμηλός συμπαγής τοίχος στην πρόσοψη του προσκηνίου, ο οποίος ονομάζεται frons pulpiti, είναι διακοσμημένος με εννέα ημικυκλικές κόγχες -έξι μικρές και τρεις μεγαλύτερες εναλλάξ τοποθετημένες-, ενώ δύο εσοχές ορθογωνίου σχήματος πλαισιώνουν την κεντρική ομάδα των κογχών. Στις μεγαλύτερες κόγχες υπάρχουν μικρές κλίμακες με τρεις αναβαθμούς στην καθεμία, συνδέοντας το προσκήνιο με την ημικυκλική ορχήστρα.
Οι διακοσμητικές κόγχες διατηρούν στοιχεία μαρμάρινης επένδυσης. Στο πίσω μέρος του προσκηνίου υψώνεται ο τοίχος της σκηνής (scaenae frons), ο οποίος όπως σε όλα τα Ρωμαϊκά θέατρα έφερε πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση με ναΐσκους (aediculae), κόγχες, κίονες, αγάλματα (συνήθως της αυτοκρατορικής οικογένειας) και τρία θυρώματα - εισόδους: την κεντρική (valva regia), που ανοίγεται σε κόγχη και διατηρεί ίχνη του μαρμάρινου διακοσμητικού περιθυρώματος με λέσβιο κυμάτιο και αστραγάλους, και δύο πλαϊνές (valva hopistalarium), που ανοίγονται σε εσοχές ορθογωνίου σχήματος.
Τρεις λίθινοι αναβαθμοί προς το χώρο του προσκηνίου και τέσσερεις εξωτερικά προς το postscaenium σε κάθε είσοδο, εξυπηρετούσαν τη διέλευση των ηθοποιών. Πίσω από τη σκηνή βρίσκεται το postscaenium, ορθογώνιος χώρος με δωμάτια, που χρησίμευαν ως βεστιάρια. Ενώ εκατέρωθεν του προσκηνίου βρίσκονται δύο τετράγωνα δωμάτια τα παρασκήνια (parascaenia), τα οποία επικοινωνούν με πόρτες (itinera versurarum) απευθείας με το προσκήνιο. Πίσω από το pulpitum βρίσκεται μία κτιστή τάφρος πλάτους 0,90 μ. και βάθους 2,80 μέτρων. Στο μέσον του ύψους των τοίχων που την ορίζουν, σώζονται σε διάφορα επίπεδα διατήρησης δέκα ασβεστολιθικές δοκοί κτισμένοι εγκάρσια στους εκατέρωθεν τοίχους.
Οι λίθινοι αυτοί δοκοί φέρουν τετράγωνη οπή στο μέσον του μήκους τους για την τοποθέτηση ισάριθμων ξύλινων υποστυλωμάτων στήριξης της αυλαίας, η ανύψωση και κατάβαση της οποίας πραγματοποιούνταν με κατάλληλο μηχανισμό κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Σε κάθετη διάταξη προς την τάφρο της αυλαίας και το κτήριο της σκηνής σώζεται τμήμα του δικτύου απορροής των όμβριων υδάτων. Πρόκειται για έναν κτιστό σκεπασμένο με πλάκες υπόγειο αγωγό, ο οποίος διασχίζει την ορχήστρα και αφού διασταυρωνόταν με την τάφρο της αυλαίας, οδηγούσε τα ύδατα σε ένα σύστημα υπόγειων θολωτών κατασκευών κάτω από τα παρασκήνια.
Η ημικυκλική ορχήστρα (διάμετρος 10,40 μ) είναι διακοσμημένη με μαρμαροθέτημα -opus sectile- με γεωμετρικά μοτίβα (τετράγωνα, κύκλοι, ρόμβοι κ.ά.) και χρωματική ποικιλία μαρμάρων. Στο κέντρο της ορχήστρας βρίσκεται οπή απορροής των όμβριων υδάτων πάνω ακριβώς από τον αγωγό αποχέτευσης. Περιμετρικά της ορχήστρας διαμορφώνονταν τρεις χαμηλοί αναβαθμοί που επέτρεπαν την τοποθέτηση κινητών καθισμάτων για τις θέσεις των επισήμων - προεδρία (proedria). Όπως προαναφέρθηκε, το κοίλο στηρίζεται σε υποδομή τριών επάλληλων ομόκεντρων θολωτών διαδρόμων, των οποίων το ύψος αυξάνεται διαδοχικά από το εσωτερικό προς την περιφέρεια του κτηρίου.
Ο κατώτερος διάδρομος, πλάτους 1,75 μ. δεν ήταν προσβάσιμος. Ο δεύτερος, πλάτους 3,30 μ., ήταν προσβάσιμος μέσω τριών θυρών επικοινωνίας με την εξωτερική στοά και είχε φωτισμό και εξαερισμό με 12 επιπλέον ανοίγματα προς τον εξωτερικό διάδρομο και 10 στην οροφή του προς το κοίλο, στο ύψος του διαζώματος. Τα ίδια ανοίγματα στο ύψος του διαζώματος πιθανόν να συνδέονται και με λόγους ακουστικής. Ο τρίτος εξωτερικός διάδρομος, που στηρίζεται σε τοξωτή πεσσοστοιχία, ήταν ανοιχτός προς τον περιβάλλοντα χώρο και χρησίμευε για την είσοδο των θεατών στο κάτω κοίλο, εφόσον επικοινωνεί με τις παρόδους στα βόρεια και με μια κεντρική στοά στον άξονα συμμετρίας του μνημείου, η οποία οδηγούσε στην ορχήστρα.
Στο μέσο της εξωτερικής στοάς και κάτω από το σημείο συμβολής των εξωτερικών κλιμάκων ανόδου, διαμορφώνεται μικρή ισόγεια αίθουσα, στεγασμένη με σταυροθόλιο, στο νότιο τοίχο της οποίας διατηρείται αναθηματική κόγχη. Οι δεκαέξι πεσσοί του εξωτερικού διαδρόμου, ορθογωνικής κάτοψης, στηρίζονταν σε Ιωνικές βάσεις διακοσμημένες με ιωνικό κυμάτιο (τα σημεία αυτά δεν φαίνονται σήμερα διότι δύο από τους πεσσούς που ανασκάφτηκαν τη δεκαετία του 1960 έχουν καταχωθεί). Στην πρόσοψή τους διαμορφώνονταν συμφυείς παραστάδες, ημικίονες και ημιπεσσοί από οπτοπλινθοδομή.
Η ελεύθερη τριγωνική επιφάνεια των τόξων που στηρίζονται στους πεσσούς του διαδρόμου φέρει συμφυή λίθινα κορινθιακά επίκρανα κοσμημένα με φύλλα άκανθας και σχηματοποιημένους βλαστούς. Πάνω από την τοξοστοιχία, ο εξωτερικός τοίχος του κοίλου έφερε ζώνη από κατακόρυφα τοποθετημένες οπτοπλίνθους, στην οποία εδραζόταν λίθινο γείσο κοιλόκυρτης διατομής, και πάνω από αυτό ακολουθούσε σειρά από τυφλά αψιδώματα. Η απόληξη του εξωτερικού τοίχου του κοίλου παραμένει αδιευκρίνιστη μέχρι στιγμής, ωστόσο διατηρούνται ίχνη που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ανοιγμάτων στην εξωτερική τοιχοποιία.
Το κοίλο (cavea ή auditorium), ημικυκλικού σχήματος, περιλαμβάνει είκοσι σειρές εδωλίων, κτισμένων στον πυρήνα με χυτό υλικό και στις κάθετες πλευρές με οπτόπλινθους. Τα εδώλια ήταν επιστρωμένα με ασβεστολιθικές πλάκες πάχους 5 εκ., κυανέρυθρης απόχρωσης, τμήματα των οποίων διατηρούνται σε ορισμένα σημεία. Το κοίλο χωρίζεται σε δύο διαζώματα (maenianae) από διάδρομο, το πλάτος του οποίου αντιστοιχεί στο πλάτος μιας σειράς εδωλίων. Το κάτω διάζωμα χωρίζεται σε δύο κερκίδες με τέσσερις κλίμακες - δύο πλευρικές και άλλες δύο στον άξονα συμμετρίας του μνημείου.
Το άνω διάζωμα χωρίζεται σε τέσσερις κερκίδες με πέντε κλίμακες - δύο στις απολήξεις του κοίλου, δύο στο μέσον του ανατολικού και δυτικού τμήματός αντίστοιχα και τέλος μία στον άξονα συμμετρίας του μνημείου. Στο άνω διάζωμα, πάνω από τις θολοσκεπείς παρόδους, βρίσκονται τα θεωρεία (tribunalia), αυτόνομοι χώροι που φιλοξενούσαν επισήμους. Η πρόσβαση των θεατών στο κατώτερο τμήμα του ωδείου γινόταν από τις παρόδους, οι οποίες καλύπτονται από ημικυκλική καμάρα με κεκλιμένο άξονα, ακολουθώντας την κλίση των κερκίδων, και από έναν κεντρικό θολοσκεπή διάδρομο στον άξονα συμμετρίας του κοίλου (vomitorium), που ξεκινούσε από τον εξωτερικό περιμετρικό διάδρομο - στοά κάτω από το κοίλο και κατέληγε στην ορχήστρα.
Οι πάροδοι και ο κεντρικός διάδρομος έφεραν πλακόστρωση από ασβεστολιθικές πλάκες. Με παρόμοιο υλικό ήταν επενδεδυμένοι και οι τοίχοι των παρόδων, όπως καταδεικνύεται από λίγα σπαράγματα που διατηρούνται κατά χώρα. Σε μεταγενέστερη φάση χρήσης του ωδείου, το πλάτος του υπόγειου διαδρόμου μειώθηκε με την τοποθέτηση δύο λίθινων βωμών και αρχιτεκτονικών μελών κατά μήκος της μιας πλευράς του, ενώ συγχρόνως με την τοποθέτηση μιας λιθοπλίνθου σε δεύτερη χρήση αποκλείστηκε η προσπέλαση στην ορχήστρα από τον διάδρομο αυτό.
Στο ανώτερο διάζωμα η πρόσβαση των θεατών γινόταν από τις δυο εξωτερικές αντικριστές κλίμακες, οι οποίες κατέληγαν στο ανώτερο επίπεδο του κοίλου, όπου έστριβαν σε ορθή γωνία, πλαισιώνοντας τον ανατολικό και δυτικό τοίχο μικρού οικοδομήματος. Το κτίσμα αυτό διαστάσεων 9 x 5 μ. αδιευκρίνιστης προς το παρόν κάτοψης, ταυτίζεται με ναΐσκο σύμφωνα με τα δεδομένα από άλλα θέατρα του Ρωμαϊκού κόσμου.
Το ωδείο είναι κατασκευασμένο εξολοκλήρου με τα τυπικά Ρωμαϊκά συστήματα τοιχοποιίας, το opus testaceum για την κατασκευή των πεσσών και των εδωλίων του κοίλου και το opus mixtum (opus testaceum, opus quasi reticulatum και opus incertum) για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση της scaenae frons, των τοίχων της μεσαίας στοάς και τον βόρειο τοίχο του postscaenei. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα και κυρίως το σύστημα τοιχοποιίας του οικοδομήματος, η ανέγερση του ωδείου χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ., πιθανώς στην εποχή του Νέρωνα, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη κατά το περίφημό ταξίδι του στην Ελλάδα (66 μ.Χ).
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το ωδείο βρισκόταν σε χρήση έως τουλάχιστον το δεύτερο μισό του 3ου μ.Χ. αιώνα Στο ωδείο παρατηρούνται διάφορες επισκευές και επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα, μια από αυτές χρονολογείται στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., σύμφωνα επίσης με τα ανασκαφικά δεδομένα.
Ιστορία της Έρευνας - Στερεωτικές Επεμβάσεις
Το ωδείο της Νικόπολης, από τα πλέον σημαντικά μνημεία του χώρου συγκέντρωσε από νωρίς το ενδιαφέρον τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και της τοπικής κοινωνίας. Οι διάφοροι περιηγητές που επισκέφτηκαν το χώρο αναφέρονται και στο «μικρό θέατρο». Μάλιστα ο Άγγλος περιηγητής W. Leake, ο οποίος επισκέφτηκε τη Νικόπολη στις αρχές του 19ου αιώνα, εκτός από την περιγραφή του μνημείου, στο έργο του Travels in Northern Greece δημοσίευσε την κάτοψη του ωδείου, όπως και άλλων οικοδομημάτων της πόλης, τις οποίες πραγματοποίησε ο αρχιτέκτων Donaldson.
Τη δεκαετία του 1960 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Σωτήρης Δάκαρης προέβη σε διερευνητικές τομές κατά τις οποίες αποκαλύφθηκε ολόκληρο το κοίλο του θεάτρου και εν μέρει η ημικυκλική ορχήστρα με τη σκηνή, καθώς και σε εκτεταμένες στερεώσεις ρωγμών και συμπληρώσεις όπου απαιτούνταν. Χάριν της τελέσεως θεατρικών παραστάσεων στο ωδείο, το 1969 έγιναν στερεωτικές εργασίες στο κοίλο και στη σκηνή βάσει μελέτης που εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα της Διεύθυνσης Αναστηλώσεων Δ. Τριανταφυλλίδη. Το έργο υλοποιήθηκε από την οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων, της οποίας προΐστατο η αρχαιολόγος Ιουλία Βοκοτοπούλου.
Στο δεύτερο διάδρομο κάτω από το κοίλο πραγματοποιήθηκε μερική αποχωμάτωση και κατασκευάστηκαν δέκα συνολικά υποστηρικτικές αψίδες από λιθοδομή για την ενίσχυση της θολοδομής, η οποία παρουσίαζε μία διαμήκη ρωγμή περί το μέσον της διατομής της. Συμπληρώθηκαν επίσης τα τόξα και η ανωδομή του δεύτερου και τρίτου πεσσού από το ΒΔ άκρο της πεσσοστοιχίας του εξωτερικού διαδρόμου. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης του εξωτερικού τοίχου της σκηνής. Από την ορθομαρμάρωση του τοίχου και των κογχών με λευκά και πολύχρωμα μάρμαρα ελάχιστα τμήματα σώθηκαν στη θέση τους στη βάση των τοίχων.
Οι ασβεστολιθικές βαθμίδες των τριών εισόδων της σκηνής ήταν σπασμένες και χρειάστηκε να αποσπασθούν από τη θέση τους για να συγκολληθούν. Κάτω από βαθμίδα της δυτικής εισόδου βρέθηκε θραύσμα κυματιοφόρου μαρμάρινης πλάκας από την επένδυση των παραστάδων του θυρώματος. Κάτω από τις βαθμίδες της κεντρικής και της ανατολικής εισόδου βρέθηκαν 14 συνολικά νομίσματα της Νικοπόλεως, από τα οποία τα υστερότερα ανήκουν στο τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ. Νομίσματα του 160-170 μ.Χ. βρέθηκε το 1972 κάτω από το πλακόστρωτο έξω από την κεντρική είσοδο της σκηνής.
Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν μία επισκευή της σκηνής του ωδείου στο τέλος του 2ου ή αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ.. Το 1971 έγινε συντήρηση των λίγων μαρμαροθετημάτων που σώζονται στο δάπεδο της ορχήστρας και του μαρμάρινου πλακόστρωτου της δυτικής παρόδου καθώς και συμπληρωματικές εργασίες στερεώσεως της θόλου της ίδιας παρόδου. Παράλληλα με τις ανωτέρω εργασίες έγινε αποχωμάτωση της αύλακας των σκηνικών, η οποία έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τη χρήση του ωδείου έως το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. Με τις περιορισμένες στερεωτικές εργασίες που έγιναν στη δεκαετία του '60 και στις αρχές του '70 αναχαιτίστηκε τουλάχιστον η εκτεταμένη προσβολή και περαιτέρω καταστροφή του μνημείου.
Έκτοτε στο ωδείο πραγματοποιούνταν μόνο εποχιακοί καθαρισμοί από την πυκνή βλάστηση της περιοχής και δίνονταν για μερικές επιλεκτικές παραστάσεις. Στο πλαίσιο του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης εκπονήθηκε μελέτη τεκμηρίωσης της υπάρχουσας κατάστασης και άμεσων μέτρων στερέωσης και άρσης της ετοιμορροπίας του μνημείου και στη συνέχεια δρομολογήθηκαν οι εργασίες εφαρμογής στο πεδίο, στοχεύοντας στη μερική αποκατάσταση του μνημείου και στην ανάδειξή του με τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου. Οι εργασίες αυτές που βρίσκονται σε εξέλιξη έως και σήμερα, υλοποιούνται από την Επιστημονική Επιτροπή Νικόπολης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
Επιλέξαμε μια πολύπλευρη περιήγηση στους αρχαιολογικούς χώρους της Ηπείρου με προτεραιότητα στα θέατρα, με κείμενα, με φωτογραφίες και με οδηγούς τους ειδικούς της αρχαιολογίας και της αρχιτεκτονικής. Τι γνωρίζουμε για την Αρχαία Ήπειρο; Ποια αρχαιολογικά κατάλοιπα, κινητά και ακίνητα μνημεία, τεκμηριώνουν σταθμούς της ιστορίας των δημόσιων χώρων μιας περιοχής, την οποία σημαδεύει ανατολικά η οροσειρά της Πίνδου και δυτικά το Ιόνιο Πέλαγος; Πώς προσλαμβάνονται σήμερα τα αρχαία κτήρια των θεάτρων, σε αντίθεση με τις εποχές οι οποίες παρήλθαν, και σε τι βαθμό τα αρχαία θέατρα, με τη συμμετρία και την αισθητική τους εμπνέουν ακόμη και επηρεάζουν το πολιτιστικό γίγνεσθαι;
Σε κάθε περίπτωση, η γενική διαπίστωση αναφορικά με τον αρχαίο κόσμο της Ηπείρου συνδέεται με το γεγονός ότι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους η Αρχαιότητα ενδιαφέρει την πλειονότητα των κατοίκων, των πολιτών, των επισκεπτών. Ο επιστημονικός λόγος για τη Δωδώνη, τα Γίτανα, την Αμβρακία, την Κασσώπη, τη Νικόπολη και τους τόπους τους, είναι άριστος να αναπτύξουμε με νέα ματιά, θέματα σχετικά με τα αρχαιολογικά, αρχιτεκτονικά, ιστορικά και τοπογραφικά δεδομένα των αρχαίων θέσεων της βορειοδυτικής Ελλάδας, από την άδολη θέαση έως την τολμηρή κάποτε ερμηνεία.
Μας λείπει μια εκτενής αναφορά στα θέατρα των Χαόνων και των Βυλλιόνων στα βόρεια της Ηπείρου. Προσδοκούμε ότι έχουμε καλύψει τις ανάγκες ενός ευρύτερου κοινού ως προς τα αρχαία θέατρα της Ηπείρου. Γι’ αυτό, οι αρμόδιοι επιστήμονες δεν στέκουν στα επιστημονικά τους στοιχεία, αλλά υπερβαίνουν τα παρωχημένα πλέον στεγανά, σχολιάζουν περαιτέρω αφήνοντας, σε πολλές περιπτώσεις, περιθώρια για να υπεισέλθουν στην ανοιχτή συζήτηση, με τις παρατηρήσεις τους, όσοι θέτουν ερωτήματα για τα τόσα τα οποία διαφεύγουν της προσοχής από τις προσεγγίσεις των ειδικών, ή για όσα οι πηγές και τα αρχαία δεδομένα μπορούν να υπονοούν ή να υποκρύπτουν.
Το εγχείρημά μας φιλοδοξούμε να είναι επίκαιρο και καρποφόρο. Να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς ερευνητές και μελετητές των αρχαιοτήτων της Ηπείρου. Οι περιηγητές των αρχαίων τόπων, ειδικοί και μη, εμπλουτίζουν σίγουρα τους ορίζοντες κατανόησης και πρόσληψης των μνημείων, εάν λάβουν υπόψη τα συγκεκριμένα κάθε φορά αρχαιολογικά και ιστορικά συμφραζόμενα, εντός του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, όπου αυτά έγιναν. Η κυριαρχούσα εντύπωση σήμερα είναι ότι ορισμένα δεδομένα έχουν παραμείνει σταθερά, όπως τα όρη, οι τέσσερις εποχές και τα θεμέλια των αρχαίων κτηρίων.
Παράλληλα συνυφάζεται η αίσθηση των αιώνων, οι οποίοι στην πάροδό τους αλλοίωσαν τις αρχικές εικόνες και διαμόρφωσαν τα τωρινά τοπία. Με άλλα λόγια, ο σημερινός ταξιδευτής της ζωής έχει μια βαριά αποσκευή στους ώμους του, την οποία δεν μπορεί να αγνοήσει: τις πολύχρονες εμπειρίες πολλών ανθρώπων. Πίσω από το θαμπό τζάμι της Ιστορίας ίσως ο ταξιδευτής φανταστεί τη συσσωρευμένη στρωματογραφία, ίσως τελικά εντοπίσει την αποσκελετωμένη αλήθεια των καιρών, τα όσα του λέγει μια γωνιά των ερειπίων, ίσως να αναπλάσει με το νου του κάποια κομμάτια στιγμών από τα άπειρα των απολεσθέντων.
Τα τελευταία χρόνια, χάρη σε προγράμματα κυρίως συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο και χάρη στις επίπονες εργασίες υπηρεσιών και βέβαια ανθρώπων διαφόρων ειδικοτήτων, χαιρόμαστε αρχαιολογικούς χώρους, οι οποίοι αναδεικνύονται και έλκουν την προσοχή μας, προκαλούν την περιέργειά μας, ξαφνιάζουν και συχνά έρχονται να προστεθούν ουσιαστικά στην πολιτιστική κληρονομιά μας. Πολυάριθμα στοιχεία λάβαμε υπόψη για την παρουσίαση των αρχαίων θεάτρων της Ηπείρου:
α) Την ιστορική αξία τους στον ευρύτερο χώρο, όπως η Δωδώνη ως πανελλήνιο Ιερό, η Αμβρακία ως έδρα του βασιλείου των Αιακιδών, η Κασσώπη ως έδρα των Κασσωπαίων, τα Γίτανα ως έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, η Νικόπολη ως έδρα των Ρωμαίων.
β) Τη μεγάλη διάρκεια χρήσης τους, από την ίδρυσή τους μέχρι τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες.
Η παρουσίαση των αρχαίων θεάτρων της Ηπείρου μας δίνει τη δυνατότητα να τα μελετήσουμε τον Ηπειρωτικό χώρο και να περάσουμε σε παρατηρήσεις γενικότερες. Γιατί προκαλούν ακόμη το ενδιαφέρον μας; Γιατί εμπνέουν και ενσωματώνουν πολιτιστικές δυναμικές, ενώ τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά τους περιβάλλοντα δεν υπάρχουν πλέον; Γιατί περνούν στη λήθη στα μέσα του 5ου Μεταχριστιανικού αιώνα και επανέρχονται στο φως στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα περισσότερα με τις ανασκαφές του 20ού αιώνα, γοητεύοντας, κυριαρχώντας στα τοπία, προωθώντας νέες έρευνες και αναζητήσεις, διευρύνοντας τα αρχαιολογικά και ιστορικά δεδομένα;
Γιατί εισάγονται στις πρώτες προτεραιότητες των μελετών με χρήση νέων τεχνολογιών και γιατί ελκύουν επισκέπτες, οι οποίοι ζητούν ολοένα νέες παρεμβάσεις, φθάνοντας μέχρι τις απαιτήσεις για επανάχρηση; Τι εκφράζει σήμερα ένα αρχαίο θέατρο; Η διάσημη Δωδώνη με το Θέατρό της παρέχει μια ζοφερή ανανεωμένη εικόνα της αρχαιότητας σε μια οικουμένη εικαστικών αναφορών ή καλύπτει νέους ιδεολογικούς συμβολισμούς;
Ίσως, τελικά, ο κόσμος μας σέβεται και εκτιμά τις υλικές μαρτυρίες, οι οποίες, ακόμη και με την παραμόρφωση του καιρού, συνοδεύουν τα πεδία του παρόντος, εκεί όπου οι σκιές των ξεχασμένων προγόνων εκδικούνται για το μοιραίο χαοτικό σκότος ανάμεσα στο λαβυρινθώδες παρελθόν και το άγνωστο μέλλον του πλανήτη. Τα αρχαία θέατρα συνιστούν ίσως ό,τι περισσότερο ζωντανό μπορεί να αναγνωριστεί στο παρόν, παραγκωνίζοντας και τα πλέον ρομαντικά πνεύματα. Το παρελθόν των αρχαίων θεάτρων εξισώνεται με το παρόν, ενώ η έννοια του αρχαίου θεάτρου εξακολουθεί να κρύβεται, στο λυρικό θέατρο, στο σύγχρονο θέατρο, στον κινηματογράφο.
Η ιστορική αυτή συνέχεια με τις μεταμορφώσεις της ενέχει και μια αξιοθέατη πλευρά, δεκτική σε τεχνικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Ακόμη περισσότερο. Σήμερα, τα αρχαία θέατρα ως αρχιτεκτονήματα και ως έννοιες στέκονται ανίσχυρα στην παρουσία των βλεμμάτων και των προσεγγίσεων μας. Η θέαση των θεάτρων, σε αντίθεση με τη θέαση των πανάρχαιων δρωμένων, η οποία γέννησε το ίδιο το θέατρο, προκαλεί ερωτήματα και διλήμματα και αναζήτηση των άγνωστων στοιχείων του, των αθέατων όψεών του, όλων αυτών των στιγμών της ζωής τους τα οποία δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ, τα οποία λησμόνησαν οι άνθρωποι, οι περαστικοί των αιώνων.
Ακόμη και αν η φαντασία υπερβεί τα όρια της γνώσης κατασκευάζοντας σαθρούς συλλογισμούς και περίεργους συσχετισμούς, τα θέατρα θα μετέχουν πάντα με εντυπωσιακό και επιβλητικό τρόπο στα τοπία μας, διεγείροντας την αισθητική μας και τα κενά της άγνοιάς μας. Τα αρχαία θέατρα θεωρούνται πολιτιστικά και κοινωνικά αγαθά, παγκόσμια κληρονομιά, μνημεία πολιτισμού. Στον τόπο όπου βρίσκονται σηματοδοτούν ιστορικές επιλογές των ιδρυτών τους στο πλαίσιο των πολιτικών επιλογών της συγκεκριμένης εποχής. Δεν είναι μόνο αυτό. Η παρουσία τους σε μια πόλη και σε ένα ιερό, σε μια αγορά και σε ένα τοπίο υποκρύπτει άπειρες «μικρές» ιστορίες, από το παρελθόν.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς το πλήθος των ανθρώπων οι οποίοι συνωθούνταν στις παραστάσεις ή στις άλλες συνελεύσεις σε διαφορετικές συγκυρίες. Τώρα, στον 21ο αιώνα, η δυναμική των αρχαίων θεάτρων συνεχίζεται και δεν σταματούν οι διάλογοι εσωτερικοί και μη και οι συζητήσεις για τους μνημειακούς τόπους, έτοιμους να αγκαλιάσουν χιλιάδες ζωντανούς. Η προσπάθεια να κατανοήσουμε το πολυεπίπεδο παρελθόν μας φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με το πολυσύνθετο παρόν. Αυτή η πολυπλοκότητα ας είναι πάντα παρούσα για να θέτουμε πολλά ζητήματα, ακόμη και αν τα περισσότερα από αυτά παραμείνουν ανοιχτά.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
Η Ήπειρος εμφανίζεται σε χάρτες από τον 15ο αιώνα, κυρίως όμως ως η απέναντι ακτή των νησιών του Ιονίου πελάγους και της Αδριατικής. Οι φημισμένες πόλεις της αρχαιότητας στον ευρύτερο χώρο, η γειτνίασή της με τα νησιά του Ιονίου και οι κάτοικοι της περιοχής ενέπνευσαν μερικά από τα εικονογραφικά θέματα που κόσμησαν τα περιηγητικά έργα. Εντούτοις, μόνον από τις αρχές του 19ου αιώνα η περιοχή εντάχθηκε στα δρομολόγια ταξιδιών των περιηγητών, όταν η Ήπειρος ήταν το κέντρο της επικράτειας του περιβόητου Αλή Πασά. Τον 19ο αιώνα επίσης, όταν οι Δυτικοευρωπαίοι πραγματοποιούσαν το Μεγάλο Ταξίδι (Grand Tour) προς την ανατολική Μεσόγειο, οι εντυπωσιακές ακτές και άλλα αξιοθέατα της Ηπείρου κόσμησαν τα ταξιδιωτικά χρονικά τους.
1.
Τίτλος: Δωρικός κίονας στην Απολλωνία.
Πρωτότυπος τίτλος: Doric Column of Apollonia.
Χρονολογία έκδοσης: 1815
Έκδοση: HOLLAND, Sir Henry. Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c. during the years 1812 and 1813, Λονδίνο, Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, 1815.
2.
Τίτλος: Κάτοψη αρχαίου θεάτρου στη Ρινιάσα.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: Hughes, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c. In two volumes Vol. I. [... Vol. II.] London: for J. Mawman, 1820.
3.
Τίτλος: Κορινθιακό κιονόκρανο από τη Νικόπολη στην Ήπειρο.
Πρωτότυπος τίτλος: Corinthian capital from Nicopolis, the city of Victory built by Augustus near Actium
Χρονολογία έκδοσης: 1827
Έκδοση: INWOOD, Henry William. The Erechtheion at Athens. Fragments of Athenian Architecture and a few Remains in Attica Megara and Epirus, Illustrated with outline plates and a descriptive historical view combining also under the divisions Cadmeia Homeros and Herodotos the origin of Temples and of Grecian Art of the periods preceding, Λονδίνο, James Carpenter and Son, Josiah Taylor, Priestley and Weale, M.DCCC.XXVII [=1827].
4.
Τίτλος: Τοπίο στη Δωδώνη.
Πρωτότυπος τίτλος: Dodoni
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
Πρωτότυπος τίτλος: Dodoni
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
5.
Πρωτότυπος τίτλος: Paleocastron
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
6.
Τίτλος: Άποψη του αρχαίου θεάτρου της Νικόπολης.
Πρωτότυπος τίτλος: Théâtre a Nicopolis
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
Πρωτότυπος τίτλος: Théâtre a Nicopolis
Χρονολογία έκδοσης: 1848
Έκδοση: ESTOURMEL, Joseph d’, Comte. Album du Journal d’un Voyage en Orient, Παρίσι, Imprimeurs Unis, 1848.
7.
Τίτλος: Άποψη της Κασσώπης.
Πρωτότυπος τίτλος: Prospetto di Casopoli.
Χρονολογία έκδοσης: 1687
Έκδοση: CORONELLI, Vincenzo. Description géographique et historique de la Morée, réconquise par les Venitiens du royaume de Negrepont, des lieux circonvoisins, et de ceux qu'ils ont soumis dans la Dalmatie, & dans l'Épire, depuis la Guerre qu'ils ont déclarée aux Turcs en 1684 iusqu'en 1687. Enrichie de plusieurs plans & vues de Places de mêmes Païs, par le Père Coronelli, Cosmographe de la Serenissime République de Venise. Aux dépens de l'Auteur. Παρίσι, Nicolas Langlois, MDCLXXXVII (1687).
8.
Τίτλος: Χάρτης της Νικόπολης.
Πρωτότυπος τίτλος: Plan of Nicopolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
9.
Τίτλος: Χάρτης του Αμβρακικού κόλπου.
Πρωτότυπος τίτλος: Ambracian gulf.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
10.
Τίτλος: Κάτοψη του ιερού της Δωδώνης.
Χρονολογία έκδοσης: 1820
Έκδοση: HUGHES, Thomas Smart. Travels in Sicily Greece and Albania... Illustrated with engravings of maps scenery plans &c., τ. Ι, Λονδίνο, J. Mawman, 1820.
11.
Τίτλος: Άποψη των οχυρώσεων της Κασσώπης.
Πρωτότυπος τίτλος: Casopoli.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: CORONELLI, Vincenzo. Repubblica di Venezia p. IV. Citta, Fortezze, ed altri Luoghi principali dell' Albania, Epiro e Livadia, e particolarmente i posseduti da Veneti descritti e delineati dal p. Coronelli, Βενετία, 1688.
Πρωτότυπος τίτλος: Casopoli.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: CORONELLI, Vincenzo. Repubblica di Venezia p. IV. Citta, Fortezze, ed altri Luoghi principali dell' Albania, Epiro e Livadia, e particolarmente i posseduti da Veneti descritti e delineati dal p. Coronelli, Βενετία, 1688.
12.
Τίτλος: Το Ρωμαϊκό Θέατρο της Νικόπολης.
Πρωτότυπος τίτλος: Ruins of the Theatre at Nicopolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1822
Έκδοση: GOODISSON, William. A historical and topographical Εssay upon the Ιslands of Corfou, Leucadia, Cephalonia, Ithaca, and Zante: with Remarks upon the Character, Manners, and Customs of the Ionian Greeks; Descriptions of the Scenery and Remains of Antiquity discovered therein, and Reflections upon the Cyclopean Ruins. Illustrated by Maps and Sketches, Λονδίνο, Thomas and George Underwood, 1822.
13.
Τίτλος: Άποψη της Κασσώπης.
Πρωτότυπος τίτλος: De Haven van Cassiope.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving Van Morea, Eertijts Peloponnesus; En de Eilanden, Gelegen onder de kusten van Morea, en binnen en buiten de Golf van Venetien: waer onder de voornaemste Korfu, Cefalonia, Sant Maura, Zanten en anderen in grooten getale. Behelzende derzelver Lantschappen, steden, rivieren, poelen, bergen, gewassen, dieren, &c. Met de kaerten van Morea, Golf van Venetien, en verscheide eilanden: benessens afbeeldingen van steden en kastelen, als Patrasso, Modon, Koron, Navarino, Napoli di Romania en Malvasia, Korinthen, Misitra &c., Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren en Goethals, 1688.
14.
Τίτλος: Νικόπολη.
Πρωτότυπος τίτλος: Nicópolis.
Χρονολογία έκδοσης: 1851
Έκδοση: LEAR, Edward. Journals of a Landscape painter in Albania etc., Λονδίνο, Richard Bentley, 1851.
15.
Τίτλος: Χάρτης των κατακτήσεων του βασιλιά Πύρρου Α΄, σύμφωνα με τις περιγραφές του Πλουτάρχου.
Πρωτότυπος τίτλος: The conquests of Pyrrhus, King of the Epirots, according to Plutarch.
Χρονολογία έκδοσης: 1717
Έκδοση: [MOLL, Herman]. Geographia classica: The geography of the ancients so far describ'd as it is contain'd in the Greek and Latin classicks, in twenty-nine maps of the Old World and its several Kingdoms and Provinces: Wherein the chief Places mention'd in Homer, Virgil, Ovid, Lucan, Eutropius, Cornelius Nepos, Justin, Quintus Curtius, Sallust, Livy, Caesar, Plutarch, Xenophon, Herodotus, and many other Ancinet Authors are describ'd. To which is added, a Map of the Places mention'd in the Old and New Testaments. A collection long wanted, and now publish'd for the use of schools, Λονδίνο, Printed for C. Browne, MDCCXVII [=1717].
Πρωτότυπος τίτλος: The conquests of Pyrrhus, King of the Epirots, according to Plutarch.
Χρονολογία έκδοσης: 1717
Έκδοση: [MOLL, Herman]. Geographia classica: The geography of the ancients so far describ'd as it is contain'd in the Greek and Latin classicks, in twenty-nine maps of the Old World and its several Kingdoms and Provinces: Wherein the chief Places mention'd in Homer, Virgil, Ovid, Lucan, Eutropius, Cornelius Nepos, Justin, Quintus Curtius, Sallust, Livy, Caesar, Plutarch, Xenophon, Herodotus, and many other Ancinet Authors are describ'd. To which is added, a Map of the Places mention'd in the Old and New Testaments. A collection long wanted, and now publish'd for the use of schools, Λονδίνο, Printed for C. Browne, MDCCXVII [=1717].
16.
Τίτλος: Χάρτης της θέσης της αρχαίας Νικόπολης. Σημειώνονται το Μνημείο του Αυγούστου ή Μνημείο της Νίκης, τρόπαιο της Ναυμαχίας του Ακτίου, που ήταν αφιερωμένο στους Θεούς Απόλλωνα, Ποσειδώνα και Άρη. Στα αριστερά το Ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
17.
Τίτλος: Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
18.
Τίτλος: Νικόπολη: Κάτοψη του ωδείου και του αρχαίου θεάτρου. Κάτοψη τμήματος των τειχών, του υδραγωγείου και των δεξαμενών.
Πρωτότυπος τίτλος: Odeum or Small Theatre. Great gate and reservoir. Great Theater.
Χρονολογία έκδοσης: 1967
Έκδοση: LEAKE, William Martin. Travels in Northern Greece, τ. I, Άμστερνταμ, Adolf M. Hakkert, 1967.
19.
Τίτλος: Ρωμαϊκά αγάλματα, ανδρικό και γυναικείο, από την Νικόπολη.
Χρονολογία έκδοσης: 1761
Έκδοση: PACIAUDI, Paolo Maria. Monumenta Peloponnesia Commentariis Explicata a Paullo M. Paciaudio. Volumen Secundum, Ρώμη, Typographia Palladis for Nicolo and Marco Palearino, MDCCLXI [=1761].
20.
Τίτλος: Κεφάλι ανδρικού αγάλματος.
Χρονολογία έκδοσης: 1761
Έκδοση: PACIAUDI, Paolo Maria. Monumenta Peloponnesia Commentariis Explicata a Paullo M. Paciaudio. Volumen Secundum, Ρώμη, Typographia Palladis for Nicolo and Marco Palearino, MDCCLXI [=1761].
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου