Η ιστορία του Θουκυδίδη είναι η καλύτερη μαρτυρία για αυτήν την πορεία εκφυλισμού. Η αισιόδοξη προπαγάνδα του Περικλή στον επιτάφιο λόγο πλαισιώνεται από μια ψύχραιμη και απομυθοποιητική ανάλυση της ανθρώπινης φύσης και των κινήτρων της.[1] Παραθέτουμε εδώ επιλεκτικά ορισμένα από τα πλέον περίφημα χωρία.
Στην περιγραφή της εξάπλωσης του λοιμού στην Αθήνα, ο Θουκυδίδης σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο η ἀνομία προέκυψε από την αποδιοργάνωση της καθημερινής ζωής (2.53):
«θεῶν δέ φόβος ἤ ἀνθρώπων νόμος οὐδείς ἀπεῖργε, τό μέν κρίναντες ἐν ὁμοιῳ καί σέβειν καί μή ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δέ ἁμαρτημάτων οὐδείς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι βιούς ἄν τήν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι…».
[Φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανένας δεν τους συγκροτούσε, απ’ τη μια γιατί έκριναν, με το να βλέπουν πως όλοι χάνονταν όμοια, ότι ήταν το ίδιο να δείχνουν σεβασμό ή όχι, απ’ την άλλη, γιατί κανένας δεν περίμενε ότι θα ζούσε ώσπου να γίνει δίκη και να τιμωρηθεί για τα ανομήματά του...].
Στη χαώδη κατάσταση που προκάλεσε ο λοιμός, ήρθαν στην επιφάνεια οι απαιτήσεις και οι παρορμήσεις της ατομικής φύσης που αποκάλυψαν, έτσι, τον καθαρά συμβατικό χαρακτήρα των κοινωνικών κανόνων για τους οποίους καμάρωναν οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα λεγάμενα του Περικλή.
Ο Θουκυδίδης κάνει ανάλογες διαπιστώσεις, όταν αναλύει τις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου στην Κέρκυρα (3. 82-83). Και εκεί, επίσης, η αποδιοργάνωση της καθημερινής ζωής στάθηκε αιτία να αναδυθούν οι στοιχειώδεις ανάγκες και τα αχαλίνωτα ένστικτα της αυτοσυντήρησης που ανέτρεψαν τις παραδοσιακές αξίες. «Ο πόλεμος», σημειώνει, είναι «βίαιος διδάσκαλος», ένας δάσκαλος που επιβάλλεται με τη βία και, συγκεκριμένα, διδάσκει τους ανθρώπους να αφήνουν ελεύθερη τη βία που φωλιάζει στον καθένα.
Την ίδια απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση εκφράζει και ο Διόδοτος στη συζήτησή του με τον Κλέωνα για την τύχη της Μυτιλήνης. Ο Διόδοτος υποστηρίζει ότι η τιμωρία[2] και, συγκεκριμένα, η θανατική ποινή αδυνατούν να εμποδίσουν την ανθρώπινη φύση να παραβιάσει τον νόμο (3.45)[3]:
«ὅμως δέ τῇ ἐλπίδι ἐπαιρόμενοι κινδυνεύουσι, καί οὐδείς πω καταγνούς ἑαυτοῦ μή περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τό δεινόν. πόλις τε ἀφιστάμενη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τήν παρασκευήν ἤ οἴκειαν ἤ ἄλλων ξυμμαχία τούτῳ ἐπεχείρησεν; πεφύκασι τε ἅπαντες καί ἰδιᾳ καί δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν, καί οὐκ ἔστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου, ἐπεί διεξεληλύθασι γε διά πασῶν τῶν ζημιῶν οἱ ἄνθρωποι προστιθέντες, εἴ πως ἧσσον ἀδικοῖντο ὑπό τῶν κακούργων».
[Οι άνθρωποι όμως παρασύρονται από την ελπίδα και ριψοκινδυνεύουν, και κανείς ως τώρα δεν προχώρησε σε κάποιο επικίνδυνο εγχείρημα έχοντας καταδικάσει τον εαυτό του ότι θα αποτύχει σ’ αυτό. Και ποια πόλη θα αποφάσιζε ποτέ να αποστατήσει, αν είχε τη γνώμη πως η προετοιμασία η δική της και των συμμάχων της είναι λειψή για ένα τέτοιο εγχείρημα; Από φυσικού τους όλοι, και άτομα και πολιτείες, έχουν την τάση να πέφτουν σε λάθη και δεν υπάρχει νόμος που να μπορεί να τους εμποδίσει απ’ αυτό, αφού οι άνθρωποι ως τα τώρα έχουν δοκιμάσει στη σειρά όλες τις ποινές, κάνοντάς τες συνεχώς βαρύτερες, με την ελπίδα πως έτσι θα βλάφτονταν ίσως λιγότερο από τους κακούργους]
Στη εξιστόρηση του πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη, η ιδέα της ισορροπίας ανάμεσα στο ατομικό και στο συλλογικό συμφέρον (που το δημοκρατικό πολίτευμα φαινόταν ότι διασφάλιζε) γίνεται όλο και περισσότερο φανερή όπως συμβαίνει σε μια κατάσταση κρίσης. Η σύγκρουση, ωστόσο, συμφέροντος και δικαιοσύνης (όπου η δικαιοσύνη εκφράζει την αρχή της επίλυσης των διαφορών χωρίς την άσκηση βίας) αποκαλύπτεται με την πιο μεγάλη αγριότητα στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας. Το λόγια του Κλέωνα που αναφέρονται στους νόμους και στους διανοούμενους στον διάλογο των Μυτιληναίων (3.37.3-4), και ακόμη πιο ρητά, η περίφημη διακήρυξη των Αθηναίων πρέσβεων προς τον λαό της Μήλου δέκα χρόνια αργότερα (5.89) αποκηρύσσουν την αρχή που προσυπογράφουν ο Ησίοδος και ο Πρωταγόρας και η οποία ορίζει ότι το ανθρώπινο είδος (ως διακρινόμενο από τον κόσμο των ζώων) κατέχει τη δικαιοσύνη. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η δικαιοσύνη ισχύει μόνο μεταξύ ίσων (αυτό σημαίνει, μεταξύ πολιτών ή στο πλαίσιο μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας) και όχι εκεί όπου το ζύγι της δύναμης γέρνει άνισα, όπως στην περίπτωση της εξωτερικής πολιτικής. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που ισχύει είναι ο διδακτικός μύθος του Ησιόδου για το γεράκι και το αηδόνι (’Έργα καί Ήμέραι 202): επικρατεί ο πιο ισχυρός.
-------------------------
[1] Σημειώνουμε την κυνική διατύπωση του Κλέωνα αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στη δύναμη μιας κοινότητας και τη σταθερότητα των νόμων της ανεξάρτητα από την αξία τους· για τον Θουκυδίδη πβ. Farrar [96] 127-91.
[2] Ο Πρωταγόρας, αντίθετα, υπογραμμίζει με έμφαση την παιδευτική αξία της τιμωρίας (Πλάτωνα Πρωταγόρας 324a-c). Προβάλλει επίσης το επιχείρημα ότι μια κοινότητα θεωρεί τόσο μεγάλη την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης, ώστε όποιος παραδέχεται με κάθε ειλικρίνεια ότι είναι άδικος να θεωρείται τρελός (αυτόθι, 323b-c). Σύγκρινε το χωρίο 2. 35 της Πολιτείας, όπου ο Γλαύκων ισχυρίζεται ότι ο καθένας θα θεωρούνταν τρελός αν είχε τα μέσα να διαπράξει την αδικία ατιμώρητα και αρνούνταν να τη διαπράξει.
[3] Η δημηγορία που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Διδότο αντανακλά τις σκέψεις του Αντιφώντα για την εσωτερική αδυναμία του νόμου ως κεκυρωμένου θεσμού απέναντι στις επιταγές της φύσεως (πβ. Moulton [456] και Decleva Caizzi [451]). Σχετικό επίσης είναι το περίφημο απόσπασμα από τον Σίσυφο του Κριτία (DK88B25) υπό την έννοια ότι οι θεοί είναι ανθρώπινες επινοήσεις που έχουν ως σκοπό να συμπληρώνουν την αδυναμία του νόμου και να παρατείνουν τον φόβο της αποκάλυψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου