Ένα άλλο θεμελιώδες γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης είναι η απίστευτη ικανότητα προσαρμογής. Οι πολικές αρκούδες και οι καφέ αρκούδες αποτελούν δύο διαφορετικά είδη: αν διασταυρωθούν, δεν μπορούν να γεννήσουν. Ο άνθρωπος, αντίθετα, έχει πραγματοποιήσει μακρές μεταναστεύσεις προς Βορρά και Νότο, και κατόρθωσε να προσαρμοστεί- δεν μεταλλάχθηκε.
Οι Εσκιμώοι και οι Πυγμαίοι ανήκουν στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο, και μπορούν να κάνουν παιδιά αν διασταυρωθούν. Στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει εδώ και καιρό αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή την προσαρμογή στα γεγονότα της ζωής, είτε είναι ευτυχή είτε τραγικά. Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο.
Ο άνθρωπος φαίνεται να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, πράγμα καθησυχαστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό. Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, το ποσοστό των ευτυχισμένων και των δυστυχισμένων ανθρώπων είναι αξιοσημείωτα σταθερό. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εκπληκτική ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται και να μιμείται. Κάθε πλούτος, κάθε πρόοδος, είναι σχετικά, και διαλύονται γρήγορα στη σύγκριση με τους άλλους. Όταν τίθεται σε εκατομμυριούχους το ερώτημα σε ποιο επίπεδο πλούτου θα αισθάνονταν «πραγματικά άνετα», όλοι απαντούν με τον ίδιο τρόπο, όποιο κι αν είναι το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει: ο διπλάσιος πλούτος από αυτόν που ήδη κατέχουν… Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται πάντως στο ότι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα προσαρμογής τους.
Νομίζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι αν τους έδιναν (λίγα) παραπάνω, ότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν χορτάτοι, αλλά κάνουν λάθος. Η ενδεχόμενη αύξηση του πλούτου μάς κάνει πάντα να ονειρευόμαστε, αλλά όταν έρχεται δεν τη θεωρούμε ποτέ αρκετή. Ο λόγος είναι ότι συγκρίνουμε το μελλοντικά μας εισόδημα με τις σημερινές μας προσδοκίες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι τούτες οι προσδοκίες μοιραία εξελίσσονται… Αυτό είναι το βασικό κλειδί της (μάταιης) αναζήτησης της ευτυχίας. Για τον Καντ, η ευτυχία είναι ένα «ιδανικό της φαντασίας και όχι της λογικής».
Πίσω από τη μέση σταθερότητα των επιπέδων ευτυχίας, όμως, υπάρχουν ορισμένες ουσιαστικές παράμετροι που την επηρεάζουν με συστηματικό τρόπο. Η πιο παράδοξη είναι η σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την ηλικία. Μοιάζει με την καμπύλη του γράμματος U: οι νέοι και οι ηλικιωμένοι είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι από τους μεσήλικες. Από τα 25 ως τα 50 χρόνια , η ευτυχία δεν παύει να υποχωρεί, για να αρχίσει στη συνέχεια να ανεβαίνει… Οι 70χρονοι είναι το ίδιο ευτυχισμένοι με τους 30χρονους. Συναντάμε (κατά μέσο όρο) στους 80χρονους τη χαρά που αισθάνονταν στα 18 τους!
Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα; Η εγγύτητα του θανάτου δεν προκαλεί απόγνωση; Οι οικονομολόγοι δεν είναι ασφαλώς οι πιο αρμόδιοι να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η διάκριση που προτείνει ο Bruno Frey μας βοηθά πάντως να κατανοήσουμε τους παράγοντες που παίζουν ρόλο. Τα γηρατειά απελευθερώνουν τον άνθρωπο από ένα βάρος, τη συσσώρευοη άχρηστων αγαθών, και αποδίδουν ξανά στα εγγενή αγαθά τη θέση που τους αρμόζει.
Με το «ύστερο» έργο του ο Μπετόβεν, όπου προς το τέλος της ζωής του, ο δάσκαλος συνθέτει σονάτες που έρχονται σε ρήξη με τους παραδοσιακούς κώδικες της σύνθεσης. Πρόκειται για το έργο μιας ιδιοφυΐας που έχει απελευθερωθεί από το βάρος της υποχρέωσης να είναι ιδιοφυΐα, από την πίεση να αρέσει…
Οι Εσκιμώοι και οι Πυγμαίοι ανήκουν στο ίδιο είδος, το ανθρώπινο, και μπορούν να κάνουν παιδιά αν διασταυρωθούν. Στον τομέα της ανθρώπινης ψυχολογίας, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει εδώ και καιρό αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, δηλαδή την προσαρμογή στα γεγονότα της ζωής, είτε είναι ευτυχή είτε τραγικά. Όποια δοκιμασία κι αν περάσει κανείς, οι δείκτες ικανοποίησης επανέρχονται πολύ γρήγορα στο αρχικό τους επίπεδο.
Ο άνθρωπος φαίνεται να προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις, πράγμα καθησυχαστικό και ταυτόχρονα απελπιστικό. Σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, το ποσοστό των ευτυχισμένων και των δυστυχισμένων ανθρώπων είναι αξιοσημείωτα σταθερό. Η σταθερότητα αυτή οφείλεται, φυσικά, σε μεγάλο βαθμό, στην εκπληκτική ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται και να μιμείται. Κάθε πλούτος, κάθε πρόοδος, είναι σχετικά, και διαλύονται γρήγορα στη σύγκριση με τους άλλους. Όταν τίθεται σε εκατομμυριούχους το ερώτημα σε ποιο επίπεδο πλούτου θα αισθάνονταν «πραγματικά άνετα», όλοι απαντούν με τον ίδιο τρόπο, όποιο κι αν είναι το επίπεδο στο οποίο έχουν φτάσει: ο διπλάσιος πλούτος από αυτόν που ήδη κατέχουν… Ο πυρήνας του προβλήματος έγκειται πάντως στο ότι οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα προσαρμογής τους.
Νομίζουν ότι θα μπορούσαν να είναι ευτυχισμένοι αν τους έδιναν (λίγα) παραπάνω, ότι στην περίπτωση αυτή θα ήταν χορτάτοι, αλλά κάνουν λάθος. Η ενδεχόμενη αύξηση του πλούτου μάς κάνει πάντα να ονειρευόμαστε, αλλά όταν έρχεται δεν τη θεωρούμε ποτέ αρκετή. Ο λόγος είναι ότι συγκρίνουμε το μελλοντικά μας εισόδημα με τις σημερινές μας προσδοκίες, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι τούτες οι προσδοκίες μοιραία εξελίσσονται… Αυτό είναι το βασικό κλειδί της (μάταιης) αναζήτησης της ευτυχίας. Για τον Καντ, η ευτυχία είναι ένα «ιδανικό της φαντασίας και όχι της λογικής».
Πίσω από τη μέση σταθερότητα των επιπέδων ευτυχίας, όμως, υπάρχουν ορισμένες ουσιαστικές παράμετροι που την επηρεάζουν με συστηματικό τρόπο. Η πιο παράδοξη είναι η σχέση ανάμεσα στην ευτυχία και την ηλικία. Μοιάζει με την καμπύλη του γράμματος U: οι νέοι και οι ηλικιωμένοι είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι από τους μεσήλικες. Από τα 25 ως τα 50 χρόνια , η ευτυχία δεν παύει να υποχωρεί, για να αρχίσει στη συνέχεια να ανεβαίνει… Οι 70χρονοι είναι το ίδιο ευτυχισμένοι με τους 30χρονους. Συναντάμε (κατά μέσο όρο) στους 80χρονους τη χαρά που αισθάνονταν στα 18 τους!
Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα; Η εγγύτητα του θανάτου δεν προκαλεί απόγνωση; Οι οικονομολόγοι δεν είναι ασφαλώς οι πιο αρμόδιοι να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η διάκριση που προτείνει ο Bruno Frey μας βοηθά πάντως να κατανοήσουμε τους παράγοντες που παίζουν ρόλο. Τα γηρατειά απελευθερώνουν τον άνθρωπο από ένα βάρος, τη συσσώρευοη άχρηστων αγαθών, και αποδίδουν ξανά στα εγγενή αγαθά τη θέση που τους αρμόζει.
Με το «ύστερο» έργο του ο Μπετόβεν, όπου προς το τέλος της ζωής του, ο δάσκαλος συνθέτει σονάτες που έρχονται σε ρήξη με τους παραδοσιακούς κώδικες της σύνθεσης. Πρόκειται για το έργο μιας ιδιοφυΐας που έχει απελευθερωθεί από το βάρος της υποχρέωσης να είναι ιδιοφυΐα, από την πίεση να αρέσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου