Κάπως μου αρέσεις.
Όχι τόσο πολύ ώστε να με σαγηνεύσεις
ούτε τόσο λίγο ώστε να μην επιθυμήσω να σε σαγηνεύσω εγώ.
Είσαι ένα κερδισμένο που θα στολίσω στη συλλογή μου,
θα σε χαϊδεύω,
θα σου μιλάω,
θα σου δώσω έστω για μία νύχτα μια απ’ τις καλές μου εκδοχές.
Δώρο από μένα σε σένα. Δώρο από μένα σε μένα.
Τρακάρετε για δυο δευτερόλεπτα, μια «καλησπέρα», ένα «καλώς ήρθατε». Έχει κάτι που σε προκαλεί να ανασηκώσεις τους ώμους, ν’ ανοίξεις τις πλάτες, να γείρεις τον κορμό σου προς την πλευρά που βρίσκεται. Χαζεύεις αδιάφορα τριγύρω, δεν εστιάζεις. Κι αν εστιάσεις θα ‘ναι για λίγο, θα ‘ναι κρυφά. Δεν κοιτάς για να κοιτάξεις, κοιτάς για να δεις αν σε κοιτάει.
Βρίσκεσαι σ’ απόλυτη ετοιμότητα για να παίξεις πάλι εκείνο το παιχνίδι. Θες να αισθανθείς σπουδαίος, επιθυμητός, ικανός να ταράξεις τις ισορροπίες κάποιου άλλου. Όχι όποιου κι όποιου άλλου, όχι κάποιου που έτυχε να διασταυρωθείτε κι ουδόλως σε νοιάζει αν θα ξανασυμβεί. Μα κάποιου που η παρουσία του γεννά μέσα σου την επιθυμία να σ’ ερωτευτείς, καθώς τζογάρεις την πιθανότητα να ερωτευτείς κάποιον άλλον.
Μα η «αλήθεια» είναι συχνά αμείλικτη και λίγο πριν παρασυρθείς θα στην θυμίσεις: Σαγηνευμένος γίνεσαι ανόητος. Σαγηνευτικός γίνεσαι έξυπνος.
Κάπως μου αρέσεις.
Κι έχω τον τρόπο να σου αρέσω κι εγώ,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν αρχίσεις ξαφνικά να μ’ αρέσεις περισσότερο.
Το χειρότερο του έρωτα είναι που νιώθεις αφελής ακόμη κι όταν τύχει αισθήματα κι αφέλειες να ‘ναι αμοιβαία. Να θες να δείξεις σοβαρός και να καταλήγεις να δείχνεις μουτρωμένος. Ν’ αναρωτιέσαι γιατί όλη η συναισθηματική προϋπηρεσία κι εκείνη η αυτοκυριαρχία που με κόπο απέκτησες φαίνεται ν’ ανήκουν μόνο στη σφαίρα της αμπελοφιλοσοφίας για κουβέντες με την παρέα και γιατί ενώ θες να δείξεις άτρωτος και μυστήριος τελικά φαντάζεις ενοχλητικά προβλέψιμος κι αδύναμος.
Δεν μπορείς να σαγηνεύσεις όντας σαγηνευμένος κι εκεί ξεκινά η πάλη των εραστών. Ποιος θα κάνει την αρχή των δηλώσεων και των ζητούμενων, ποιος θα πάρει πρώτος τηλέφωνο, ποιος θα ξεστομίσει το τρομακτικό «θέλω να σε δω». Πίσω απ’ τη βιτρίνα των αρχικών παθιασμένων νυχτών διακυβεύονται τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Κι αν ρομαντικά επιμένουμε να θεωρούμε το ξεκίνημα την πιο αυθόρμητη και γλυκιά περίοδο ενός ζεύγους, το σώμα μας το ίδιο μας διαψεύδει, η αδυναμία συγκέντρωσης σ’ οτιδήποτε άλλο, η έλλειψη παραγωγικότητας, η υπερένταση. Ας το παραδεχτούμε: Το κυρίως μέλημα που μας κρατά ξάγρυπνους δεν είναι τα μάτια που δεν μπορούμε να βγάλουμε απ’ το νου μας. Είναι πώς θα κάνουμε αυτά τα μάτια να επιθυμούν μόνο εμάς. Διακρίνετε πολύ αθωότητα σ’ αυτό;
Λέμε συχνά ότι δεν ανοιγόμαστε μέχρι ν’ ανοιχθεί ο άλλος γιατί δε θέλουμε να πληγωθούν τα τρυφερά μας αισθήματα, γιατί θέλουμε να ‘χουμε μια εγγύηση, ένα δίχτυ ασφαλείας, μια κάποια επιβεβαίωση ότι δε θ’ απογοητευτούμε. Και δε λέμε εντελώς ψέματα. Δε λέμε όμως κι όλη την αλήθεια. Πέρα απ’ τα ένστικτα αυτοπροστασίας, είναι κι εκείνα της χειραγώγησης που ίσως μας κόπτουν και περισσότερο. Όσο ξέρεις ότι ο άλλος απολαμβάνει την τυφλότητα του έρωτά του για σένα, τόσο πιο άκοπα επιβάλεις τις θέσεις και τις απόψεις σου. Πρακτικά: Μπορείς να εκτονώσεις τη ζήλια ή την απαίτησή σου, να πατρονάρεις, να πειραματιστείς με τον ψυχισμό του για να επιβεβαιώσεις την ισχύ σου. Όσο πιο σαγηνευμένος τόσο πιο χειραγωγήσιμος κι όσο πιο σαγηνευτής τόσο πιο οριοθέτης. Ανάμεσα στις δυο θέσεις ο πιο ανώριμος θα επιλέξει με κλειστά τα μάτια τη δεύτερη.
Κάπως μου αρέσεις,
μα θα μ’ αρέσεις πιο πολύ
αν δεν κάνεις τίποτα για να μ’ αρέσεις.
Όλα αυτά τα εγχειρίδια κατάκτησης απευθύνονται σε βαθιά ανασφαλείς επίδοξους εραστές, γι’ αυτό και χαίρουν αυτής της εξωφρενικής απήχησης -κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς οφείλουμε να τους αναγνωρίσουμε τη σχετική επιτυχία των μεθόδων τους, μιας και τόσο εκείνοι που υιοθετούν τις τακτικές όσο κι εκείνοι που υποκύπτουν σ’ αυτές έχουν μια εξίσου διαστρεβλωμένη αντίληψη του τι θα πει «αγάπη», «έρωτας», «πόθος», «έλξη», «ηδονή» και πώς όλα αυτά δημιουργούνται κι αναπτύσσονται. Εδώ βέβαια η απάντηση είναι πολύ βολική χωρίς ν’ αποτελεί δικαιολογία. Δε φταίμε εμείς για την αμάθειά μας αν δε διδαχτήκαμε τότε που έπρεπε πώς είναι ν’ αγαπάμε και κυρίως πώς να μας αγαπάμε. Αν εξοικειωθήκαμε τόσο με την αγάπη που δίνεται υπό όρους, αν συνηθίσαμε να προσπαθούμε –συχνά υπερβολικά– για να την λάβουμε κι αν τα συναισθήματα μπήκαν στο ζύγι με ανταλλάγματα. Όταν λοιπόν τύχει να σαγηνεύσουμε κάποιον χωρίς να κοπιάσουμε γι’ αυτό, αυτομάτως ξεκινάμε να τον υποτιμάμε, υποτιμώντας βέβαια στην ουσία τον εαυτό μας, μιας και δε χωράει ο νους μας πώς γίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος για εμάς χωρίς να ‘χει χρειαστεί να παλέψουμε πρώτα γι’ αυτό. Αντιθέτως όσο κάποιος μας αντιστέκεται και μηχανευόμαστε χίλιους τρόπους για να τον κατακτήσουμε, διατηρείται το ενδιαφέρον μας αμείωτο, μιας και τον εξιδανικεύουμε. Αγνοούμε όμως πως μέσα στην τυφλή εξιδανίκευση του άλλου κρύβεται ύπουλα η μείωση του εαυτού. Ερωτευόμαστε, λοιπόν, την ίδια την απόρριψη!
Εξού και τα χιλιάδες αποστάγματα «σοφίας» που μας ακολουθούν από γενιά σε γενιά, απ’ τα παλιακά που επίτασσαν ότι ο άντρας οφείλει να γνωρίζει τη γυναίκα απ’ τη μέση και κάτω και το ότι οι άντρες δεν κλαίνε, ως τις new age συμβουλές επίδοξων σχεσιακών προπονητών που μας κουνάνε το δάκτυλο στο να δίνουμε και να δινόμαστε με ακρίβεια σταγονόμετρου, μιας κι ο συναισθηματικός πληθωρισμός θα ρίξει την αξία (μας).
Τελικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμπεράνεις πως τα προβλήματα ξεκινάνε άπαξ και σαγηνευτείς!
Κάπως μου αρέσεις,
κι αν τελικά αρχίσεις να μ’ αρέσεις περισσότερο
θα ‘ναι τόση η τρομάρα μου ότι θα με υποτιμήσεις,
που θα το κάνω πρώτος.
Και μέσα στην υποτίμηση που θα σε κερνώ,
ίσως ξεχάσω την αγωνία,
του να κυριαρχούσες επάνω μου.
Όσο βρισκόμαστε στο lobby των σαγηνευτών δεν έχουμε ν’ αγχωθούμε για τέτοια ζητήματα. Δε χρειάζεται καν να προβληματιστούμε για το κατά πόσο τα λόγια μας θα είναι μετρημένα ή όχι, αν θα μας εκθέσουν ή αν θα χρειαστεί αύριο-μεθαύριο να τα επαληθεύσουμε στην πράξη. Δεν πρόκειται απλώς για ρόλο υπεροχής που τρέφει το ναρκισσισμό μας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η θέση που καθορίζει τον έλεγχο της κατάστασης κι όλα όσα αυτή περιλαμβάνει: την πυκνότητα –και την ουσία– των συναντήσεων, την εξέλιξη και την προοπτική της. Συχνά αυτός που ποθεί να σαγηνεύσει φαντάζει πιο ερωτευμένος απ’ τον σαγηνευμένο. Όταν απασχολεί λιγότερο το ενδεχόμενο συναισθηματικό κόστος κι όταν κύριος σκοπός είναι η αποπλάνηση του άλλου γινόμαστε ακόμα πιο φλύαροι, ακόμα πιο υποσχόμενοι. Μεγαλόστομες δηλώσεις και βιαστικές εκδηλώσεις, δεν είναι παρά άλλη μια ρούα ματ κίνηση. Ο όντως ερωτευμένος, συνήθως, κρατιέται ένα βήμα πίσω γιατί φοβάται.
Συζητάμε με άνεση, συχνά και μ’ ενθουσιασμό, για όλες εκείνες τις απορρίψεις που μοιράσαμε. Για τους σαγηνευμένους που μπλέχτηκαν για λίγο στην τροχιά μας κι ενώ εξ αρχής διαισθανόμασταν πως η διαθεσιμότητά μας θα ‘ταν περιορισμένη αποφύγαμε να τους το επικοινωνήσουμε ξεκάθαρα. Αντιθέτως τροφοδοτήσαμε τις προσδοκίες τους, μέχρι αυτές να γίνουν απαιτήσεις που θα μας εγκλωβίσουν και τότε υπερήφανοι κι απευδισμένοι να μετατοπίσουμε σ’ εκείνους την ευθύνη που έχασαν το μέτρο, που ζήτησαν περισσότερα απ’ όσα είχαμε να δώσουμε. Κατηγορούμε τον ερωτευμένο που κυριευμένος απ’ τον πόθο και την αγωνία αναζητούσε την επιβεβαίωση της αμοιβαιότητας κι επάνω στην απογοήτευση που του προκαλέσαμε βρίσκουμε αντίδοτο για εκείνες που κάποτε τάισαν εμάς. Ή δημιουργούμε αποθεματικό για τις επόμενες. Κάθε που θα βρεθούμε εμείς στη θέση του σαγηνευμένου χωρίς ανταπόκριση, ο νους θα πάει σ’ εκείνους που σαγηνεύσαμε και δε μας σαγήνευσαν, γιατί αυτοί θα γίνουν και θα παραμένουν οι βασικοί τροφοί της αυτοεκτίμησής μας.
Όταν κάποιος μας ερωτευτεί κάποτε δυνατά όσα χρόνια κι αν περάσουν, βαθιά μέσα μας θα θεωρούμε ότι μας ποθεί ακόμα. Μετά από εμάς το χάος. Κάπως έτσι μας δικαιολογούμε και τις αργοπορημένες (και συχνά αδιάκριτες) διεκδικητικές επανεμφανίσεις μας μήνες ή και χρόνια μετά μη υπολογίζοντας καθόλου ότι ο πρώην σαγηνευμένος μπορεί να μη μας λογίζει καν. Είμαστε εξωφρενικά εγωπαθείς για να εξετάσουμε κι αυτή την πιθανότητα.
Κάπως μου αρέσεις,
κάπως που κάνει αυτό το «κάπως» να μοιάζει προσβολή.
Κάπως μου αρέσεις κι αυτό σε κάνει δυνατό,
κάπως μου αρέσεις κι αυτό με κάνει δυνατή,
κάπως πρέπει να βρω τον τρόπο να σου πω πόσο μου αρέσει ότι μου αρέσεις.
Διοργανώνονται κάτι προγράμματα από γνωστές αεροπορικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν τους αεροφοβικούς να εξοικειωθούν με την ιδέα της πτήσης. Αφού τους παρουσιάσουν σ’ ένα πολύωρο σεμινάριο τον τρόπο λειτουργίας των αεροσκαφών, τους κάνουν δώρο μια πτήση μετ’ επιστροφής όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να βρεθεί στο πιλοτήριο και να μάθει από πρώτο χέρι πώς πετάει αυτό το πράγμα χωρίς να πέφτει. Κατά τους ειδικούς, η λύση κάθε φόβου κρύβεται στην εξοικείωση, στην απομυθοποίησή, στην υπερέκθεση σ’ ό,τι τον προκαλεί.
Με το φόβο της αγάπης το πράγμα δείχνει να λειτουργεί αντίστροφα. Όσο εκτίθεσαι σ’ αυτήν τόσο την φοβάσαι, γι’ αυτό και τις πότε άλλοτε παρορμήσεις της μετεφηβείας μας όσο μεγαλώνουμε τείνουμε να τις θεωρούμε τα μελανότερα σημεία της ερωτικής μας ιστορίας. Μας εκπλήσσει η ευκολία με την οποία μιλούσαμε σ’ έναν άγνωστο σε κάποιο μπαρ, ο τρόπος που αποκαλύπταμε τις πιο τρωτές μας εκφάνσεις, το ότι το τέλος ενός πρώτου ραντεβού μας έβρισκε μεθυσμένους και ξυπόλητους να τραγουδάμε ξημερώματα σε μια αποβάθρα. Τότε δεν αγωνιούσαμε για τυχόν κινδύνους, ρεαλιστικούς ή φανταστικούς. Δεν ήταν μόνο η άγνοια αυτών, ήταν ότι ήμασταν πιο επιεικείς και με τους άλλους και μ’ εμάς. Μας επιτρέπαμε λάθη στ’ όνομα του αυθορμητισμού, μας ήταν σημαντικότερο να μην καταπιεστούμε προκειμένου να νιώσουμε αυθεντικοί. Δεν αγωνιούσαμε για καμία εγγύηση. Ο χρόνος δε μας άγχωνε, δεν αναζητούσαμε διαπιστευτήρια κι απολαμβάνοντας τη στιγμή της δείχναμε εμπιστοσύνη. Κι όσο εμπιστευόμασταν τη στιγμή, εμπιστευόμασταν μαζί κι εκείνον με τoν οποίo την μοιραζόμασταν, χωρίς να τον φορτώνουμε χίλιους δυο απωθημένους πόθους που ούτε ήταν δουλειά του να καλύψει ούτε μας ενδιέφερε αν είχε το κέφι να το κάνει.
Όσο λιγότερα ξέραμε για τον έρωτα τόσο τον απολαμβάναμε.
Κι αργότερα εκτεθήκαμε. Και διαβάσαμε. Και παρατηρήσαμε. Και μπήκαμε σε σχέσεις. Και βγήκαμε από αυτές. Και ξαναμπήκαμε πιο υποψιασμένοι. Και ξαναβγήκαμε πιο κουρασμένοι. Και κάθε που μπαίναμε, όλο και κάτι αφήναμε στην απ’ έξω. Η πρότερη υποτίμηση του αποτελέσματος έγινε η προδιαγεγραμμένη πορεία που σχεδόν ψυχαναγκαστικά έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε. Γίναμε ειδικοί στο να μας προφυλάσσουμε αντιμετωπίζοντας προκαταβολικά τον κάθε εν δυνάμει σύντροφο σαν εν δυνάμει πρώην σύντροφο.
Στα ραντεβού αντί ν’ αφεθούμε, κοιτάμε πώς να οριοθετηθούμε. Κι αντί να γνωρίσουμε τον άλλον, κύρια έννοια μας είναι να συστηθούμε.
Οι τακτικές έπαψαν να είναι συνειδητές στρατηγικές κινήσεις, έγιναν σχεδόν αυτόματες λειτουργίες, σαν την αναπνοή μας.
Μου αρέσεις,
και τώρα που το ξέρεις,
δεν έχω παρά να παραδοθώ στη δυσκολότερη απ’ τις παραδοχές:
Ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μπορώ στ’ αλήθεια να μηχανευτώ,
χωρίς τη δυστυχία του να μην εκτεθώ.
Στο ερώτημα «σαγηνευτής ή σαγηνευμένος» νιώθεις ερασιτέχνης αν απαντήσεις το δεύτερο και ξεχνάς ότι μπορείς να υπάρξεις και τα δύο ταυτοχρόνως. Ίσως όχι κάθε μέρα, ίσως όχι με κάθε άνθρωπο που συναντάς, ίσως όχι τόσο εύκολα όσο θα επιθυμούσες. Αν αυτός ο εξωφρενικά ευτυχής συνδυασμός ήταν κάτι που προκύπτει τακτικά τότε δε θα είχε υμνηθεί όσο τίποτα άλλο, δε θα ‘ταν το απόλυτο ζητούμενό μας, τρέμω πραγματικά να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα είχαν ποτέ γραφτεί.
Ακόμη όμως κι αν η αναζήτηση κι η εύρεσή του παραμένει, ευτυχώς, ένα απ’ τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της ζωής, στα σίγουρα δε θα βρεθεί όσο επιλέγουμε να σαγηνεύουμε ανθρώπους που δε μας προκαλούν αυτή την πολυπόθητη ταραχή κι όσο δειλιάζουμε να περπατήσουμε κατά ‘κει που τα χέρια μας ιδρώνουν.
Μα κοίτα πώς μου αρέσεις!
Όχι τόσο πολύ ώστε να με σαγηνεύσεις
ούτε τόσο λίγο ώστε να μην επιθυμήσω να σε σαγηνεύσω εγώ.
Είσαι ένα κερδισμένο που θα στολίσω στη συλλογή μου,
θα σε χαϊδεύω,
θα σου μιλάω,
θα σου δώσω έστω για μία νύχτα μια απ’ τις καλές μου εκδοχές.
Δώρο από μένα σε σένα. Δώρο από μένα σε μένα.
Τρακάρετε για δυο δευτερόλεπτα, μια «καλησπέρα», ένα «καλώς ήρθατε». Έχει κάτι που σε προκαλεί να ανασηκώσεις τους ώμους, ν’ ανοίξεις τις πλάτες, να γείρεις τον κορμό σου προς την πλευρά που βρίσκεται. Χαζεύεις αδιάφορα τριγύρω, δεν εστιάζεις. Κι αν εστιάσεις θα ‘ναι για λίγο, θα ‘ναι κρυφά. Δεν κοιτάς για να κοιτάξεις, κοιτάς για να δεις αν σε κοιτάει.
Βρίσκεσαι σ’ απόλυτη ετοιμότητα για να παίξεις πάλι εκείνο το παιχνίδι. Θες να αισθανθείς σπουδαίος, επιθυμητός, ικανός να ταράξεις τις ισορροπίες κάποιου άλλου. Όχι όποιου κι όποιου άλλου, όχι κάποιου που έτυχε να διασταυρωθείτε κι ουδόλως σε νοιάζει αν θα ξανασυμβεί. Μα κάποιου που η παρουσία του γεννά μέσα σου την επιθυμία να σ’ ερωτευτείς, καθώς τζογάρεις την πιθανότητα να ερωτευτείς κάποιον άλλον.
Μα η «αλήθεια» είναι συχνά αμείλικτη και λίγο πριν παρασυρθείς θα στην θυμίσεις: Σαγηνευμένος γίνεσαι ανόητος. Σαγηνευτικός γίνεσαι έξυπνος.
Κάπως μου αρέσεις.
Κι έχω τον τρόπο να σου αρέσω κι εγώ,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν αρχίσεις ξαφνικά να μ’ αρέσεις περισσότερο.
Το χειρότερο του έρωτα είναι που νιώθεις αφελής ακόμη κι όταν τύχει αισθήματα κι αφέλειες να ‘ναι αμοιβαία. Να θες να δείξεις σοβαρός και να καταλήγεις να δείχνεις μουτρωμένος. Ν’ αναρωτιέσαι γιατί όλη η συναισθηματική προϋπηρεσία κι εκείνη η αυτοκυριαρχία που με κόπο απέκτησες φαίνεται ν’ ανήκουν μόνο στη σφαίρα της αμπελοφιλοσοφίας για κουβέντες με την παρέα και γιατί ενώ θες να δείξεις άτρωτος και μυστήριος τελικά φαντάζεις ενοχλητικά προβλέψιμος κι αδύναμος.
Δεν μπορείς να σαγηνεύσεις όντας σαγηνευμένος κι εκεί ξεκινά η πάλη των εραστών. Ποιος θα κάνει την αρχή των δηλώσεων και των ζητούμενων, ποιος θα πάρει πρώτος τηλέφωνο, ποιος θα ξεστομίσει το τρομακτικό «θέλω να σε δω». Πίσω απ’ τη βιτρίνα των αρχικών παθιασμένων νυχτών διακυβεύονται τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Κι αν ρομαντικά επιμένουμε να θεωρούμε το ξεκίνημα την πιο αυθόρμητη και γλυκιά περίοδο ενός ζεύγους, το σώμα μας το ίδιο μας διαψεύδει, η αδυναμία συγκέντρωσης σ’ οτιδήποτε άλλο, η έλλειψη παραγωγικότητας, η υπερένταση. Ας το παραδεχτούμε: Το κυρίως μέλημα που μας κρατά ξάγρυπνους δεν είναι τα μάτια που δεν μπορούμε να βγάλουμε απ’ το νου μας. Είναι πώς θα κάνουμε αυτά τα μάτια να επιθυμούν μόνο εμάς. Διακρίνετε πολύ αθωότητα σ’ αυτό;
Λέμε συχνά ότι δεν ανοιγόμαστε μέχρι ν’ ανοιχθεί ο άλλος γιατί δε θέλουμε να πληγωθούν τα τρυφερά μας αισθήματα, γιατί θέλουμε να ‘χουμε μια εγγύηση, ένα δίχτυ ασφαλείας, μια κάποια επιβεβαίωση ότι δε θ’ απογοητευτούμε. Και δε λέμε εντελώς ψέματα. Δε λέμε όμως κι όλη την αλήθεια. Πέρα απ’ τα ένστικτα αυτοπροστασίας, είναι κι εκείνα της χειραγώγησης που ίσως μας κόπτουν και περισσότερο. Όσο ξέρεις ότι ο άλλος απολαμβάνει την τυφλότητα του έρωτά του για σένα, τόσο πιο άκοπα επιβάλεις τις θέσεις και τις απόψεις σου. Πρακτικά: Μπορείς να εκτονώσεις τη ζήλια ή την απαίτησή σου, να πατρονάρεις, να πειραματιστείς με τον ψυχισμό του για να επιβεβαιώσεις την ισχύ σου. Όσο πιο σαγηνευμένος τόσο πιο χειραγωγήσιμος κι όσο πιο σαγηνευτής τόσο πιο οριοθέτης. Ανάμεσα στις δυο θέσεις ο πιο ανώριμος θα επιλέξει με κλειστά τα μάτια τη δεύτερη.
Κάπως μου αρέσεις,
μα θα μ’ αρέσεις πιο πολύ
αν δεν κάνεις τίποτα για να μ’ αρέσεις.
Όλα αυτά τα εγχειρίδια κατάκτησης απευθύνονται σε βαθιά ανασφαλείς επίδοξους εραστές, γι’ αυτό και χαίρουν αυτής της εξωφρενικής απήχησης -κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς οφείλουμε να τους αναγνωρίσουμε τη σχετική επιτυχία των μεθόδων τους, μιας και τόσο εκείνοι που υιοθετούν τις τακτικές όσο κι εκείνοι που υποκύπτουν σ’ αυτές έχουν μια εξίσου διαστρεβλωμένη αντίληψη του τι θα πει «αγάπη», «έρωτας», «πόθος», «έλξη», «ηδονή» και πώς όλα αυτά δημιουργούνται κι αναπτύσσονται. Εδώ βέβαια η απάντηση είναι πολύ βολική χωρίς ν’ αποτελεί δικαιολογία. Δε φταίμε εμείς για την αμάθειά μας αν δε διδαχτήκαμε τότε που έπρεπε πώς είναι ν’ αγαπάμε και κυρίως πώς να μας αγαπάμε. Αν εξοικειωθήκαμε τόσο με την αγάπη που δίνεται υπό όρους, αν συνηθίσαμε να προσπαθούμε –συχνά υπερβολικά– για να την λάβουμε κι αν τα συναισθήματα μπήκαν στο ζύγι με ανταλλάγματα. Όταν λοιπόν τύχει να σαγηνεύσουμε κάποιον χωρίς να κοπιάσουμε γι’ αυτό, αυτομάτως ξεκινάμε να τον υποτιμάμε, υποτιμώντας βέβαια στην ουσία τον εαυτό μας, μιας και δε χωράει ο νους μας πώς γίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος για εμάς χωρίς να ‘χει χρειαστεί να παλέψουμε πρώτα γι’ αυτό. Αντιθέτως όσο κάποιος μας αντιστέκεται και μηχανευόμαστε χίλιους τρόπους για να τον κατακτήσουμε, διατηρείται το ενδιαφέρον μας αμείωτο, μιας και τον εξιδανικεύουμε. Αγνοούμε όμως πως μέσα στην τυφλή εξιδανίκευση του άλλου κρύβεται ύπουλα η μείωση του εαυτού. Ερωτευόμαστε, λοιπόν, την ίδια την απόρριψη!
Εξού και τα χιλιάδες αποστάγματα «σοφίας» που μας ακολουθούν από γενιά σε γενιά, απ’ τα παλιακά που επίτασσαν ότι ο άντρας οφείλει να γνωρίζει τη γυναίκα απ’ τη μέση και κάτω και το ότι οι άντρες δεν κλαίνε, ως τις new age συμβουλές επίδοξων σχεσιακών προπονητών που μας κουνάνε το δάκτυλο στο να δίνουμε και να δινόμαστε με ακρίβεια σταγονόμετρου, μιας κι ο συναισθηματικός πληθωρισμός θα ρίξει την αξία (μας).
Τελικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να συμπεράνεις πως τα προβλήματα ξεκινάνε άπαξ και σαγηνευτείς!
Κάπως μου αρέσεις,
κι αν τελικά αρχίσεις να μ’ αρέσεις περισσότερο
θα ‘ναι τόση η τρομάρα μου ότι θα με υποτιμήσεις,
που θα το κάνω πρώτος.
Και μέσα στην υποτίμηση που θα σε κερνώ,
ίσως ξεχάσω την αγωνία,
του να κυριαρχούσες επάνω μου.
Όσο βρισκόμαστε στο lobby των σαγηνευτών δεν έχουμε ν’ αγχωθούμε για τέτοια ζητήματα. Δε χρειάζεται καν να προβληματιστούμε για το κατά πόσο τα λόγια μας θα είναι μετρημένα ή όχι, αν θα μας εκθέσουν ή αν θα χρειαστεί αύριο-μεθαύριο να τα επαληθεύσουμε στην πράξη. Δεν πρόκειται απλώς για ρόλο υπεροχής που τρέφει το ναρκισσισμό μας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η θέση που καθορίζει τον έλεγχο της κατάστασης κι όλα όσα αυτή περιλαμβάνει: την πυκνότητα –και την ουσία– των συναντήσεων, την εξέλιξη και την προοπτική της. Συχνά αυτός που ποθεί να σαγηνεύσει φαντάζει πιο ερωτευμένος απ’ τον σαγηνευμένο. Όταν απασχολεί λιγότερο το ενδεχόμενο συναισθηματικό κόστος κι όταν κύριος σκοπός είναι η αποπλάνηση του άλλου γινόμαστε ακόμα πιο φλύαροι, ακόμα πιο υποσχόμενοι. Μεγαλόστομες δηλώσεις και βιαστικές εκδηλώσεις, δεν είναι παρά άλλη μια ρούα ματ κίνηση. Ο όντως ερωτευμένος, συνήθως, κρατιέται ένα βήμα πίσω γιατί φοβάται.
Συζητάμε με άνεση, συχνά και μ’ ενθουσιασμό, για όλες εκείνες τις απορρίψεις που μοιράσαμε. Για τους σαγηνευμένους που μπλέχτηκαν για λίγο στην τροχιά μας κι ενώ εξ αρχής διαισθανόμασταν πως η διαθεσιμότητά μας θα ‘ταν περιορισμένη αποφύγαμε να τους το επικοινωνήσουμε ξεκάθαρα. Αντιθέτως τροφοδοτήσαμε τις προσδοκίες τους, μέχρι αυτές να γίνουν απαιτήσεις που θα μας εγκλωβίσουν και τότε υπερήφανοι κι απευδισμένοι να μετατοπίσουμε σ’ εκείνους την ευθύνη που έχασαν το μέτρο, που ζήτησαν περισσότερα απ’ όσα είχαμε να δώσουμε. Κατηγορούμε τον ερωτευμένο που κυριευμένος απ’ τον πόθο και την αγωνία αναζητούσε την επιβεβαίωση της αμοιβαιότητας κι επάνω στην απογοήτευση που του προκαλέσαμε βρίσκουμε αντίδοτο για εκείνες που κάποτε τάισαν εμάς. Ή δημιουργούμε αποθεματικό για τις επόμενες. Κάθε που θα βρεθούμε εμείς στη θέση του σαγηνευμένου χωρίς ανταπόκριση, ο νους θα πάει σ’ εκείνους που σαγηνεύσαμε και δε μας σαγήνευσαν, γιατί αυτοί θα γίνουν και θα παραμένουν οι βασικοί τροφοί της αυτοεκτίμησής μας.
Όταν κάποιος μας ερωτευτεί κάποτε δυνατά όσα χρόνια κι αν περάσουν, βαθιά μέσα μας θα θεωρούμε ότι μας ποθεί ακόμα. Μετά από εμάς το χάος. Κάπως έτσι μας δικαιολογούμε και τις αργοπορημένες (και συχνά αδιάκριτες) διεκδικητικές επανεμφανίσεις μας μήνες ή και χρόνια μετά μη υπολογίζοντας καθόλου ότι ο πρώην σαγηνευμένος μπορεί να μη μας λογίζει καν. Είμαστε εξωφρενικά εγωπαθείς για να εξετάσουμε κι αυτή την πιθανότητα.
Κάπως μου αρέσεις,
κάπως που κάνει αυτό το «κάπως» να μοιάζει προσβολή.
Κάπως μου αρέσεις κι αυτό σε κάνει δυνατό,
κάπως μου αρέσεις κι αυτό με κάνει δυνατή,
κάπως πρέπει να βρω τον τρόπο να σου πω πόσο μου αρέσει ότι μου αρέσεις.
Διοργανώνονται κάτι προγράμματα από γνωστές αεροπορικές εταιρείες που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν τους αεροφοβικούς να εξοικειωθούν με την ιδέα της πτήσης. Αφού τους παρουσιάσουν σ’ ένα πολύωρο σεμινάριο τον τρόπο λειτουργίας των αεροσκαφών, τους κάνουν δώρο μια πτήση μετ’ επιστροφής όπου ο καθένας έχει την ευκαιρία να βρεθεί στο πιλοτήριο και να μάθει από πρώτο χέρι πώς πετάει αυτό το πράγμα χωρίς να πέφτει. Κατά τους ειδικούς, η λύση κάθε φόβου κρύβεται στην εξοικείωση, στην απομυθοποίησή, στην υπερέκθεση σ’ ό,τι τον προκαλεί.
Με το φόβο της αγάπης το πράγμα δείχνει να λειτουργεί αντίστροφα. Όσο εκτίθεσαι σ’ αυτήν τόσο την φοβάσαι, γι’ αυτό και τις πότε άλλοτε παρορμήσεις της μετεφηβείας μας όσο μεγαλώνουμε τείνουμε να τις θεωρούμε τα μελανότερα σημεία της ερωτικής μας ιστορίας. Μας εκπλήσσει η ευκολία με την οποία μιλούσαμε σ’ έναν άγνωστο σε κάποιο μπαρ, ο τρόπος που αποκαλύπταμε τις πιο τρωτές μας εκφάνσεις, το ότι το τέλος ενός πρώτου ραντεβού μας έβρισκε μεθυσμένους και ξυπόλητους να τραγουδάμε ξημερώματα σε μια αποβάθρα. Τότε δεν αγωνιούσαμε για τυχόν κινδύνους, ρεαλιστικούς ή φανταστικούς. Δεν ήταν μόνο η άγνοια αυτών, ήταν ότι ήμασταν πιο επιεικείς και με τους άλλους και μ’ εμάς. Μας επιτρέπαμε λάθη στ’ όνομα του αυθορμητισμού, μας ήταν σημαντικότερο να μην καταπιεστούμε προκειμένου να νιώσουμε αυθεντικοί. Δεν αγωνιούσαμε για καμία εγγύηση. Ο χρόνος δε μας άγχωνε, δεν αναζητούσαμε διαπιστευτήρια κι απολαμβάνοντας τη στιγμή της δείχναμε εμπιστοσύνη. Κι όσο εμπιστευόμασταν τη στιγμή, εμπιστευόμασταν μαζί κι εκείνον με τoν οποίo την μοιραζόμασταν, χωρίς να τον φορτώνουμε χίλιους δυο απωθημένους πόθους που ούτε ήταν δουλειά του να καλύψει ούτε μας ενδιέφερε αν είχε το κέφι να το κάνει.
Όσο λιγότερα ξέραμε για τον έρωτα τόσο τον απολαμβάναμε.
Κι αργότερα εκτεθήκαμε. Και διαβάσαμε. Και παρατηρήσαμε. Και μπήκαμε σε σχέσεις. Και βγήκαμε από αυτές. Και ξαναμπήκαμε πιο υποψιασμένοι. Και ξαναβγήκαμε πιο κουρασμένοι. Και κάθε που μπαίναμε, όλο και κάτι αφήναμε στην απ’ έξω. Η πρότερη υποτίμηση του αποτελέσματος έγινε η προδιαγεγραμμένη πορεία που σχεδόν ψυχαναγκαστικά έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε. Γίναμε ειδικοί στο να μας προφυλάσσουμε αντιμετωπίζοντας προκαταβολικά τον κάθε εν δυνάμει σύντροφο σαν εν δυνάμει πρώην σύντροφο.
Στα ραντεβού αντί ν’ αφεθούμε, κοιτάμε πώς να οριοθετηθούμε. Κι αντί να γνωρίσουμε τον άλλον, κύρια έννοια μας είναι να συστηθούμε.
Οι τακτικές έπαψαν να είναι συνειδητές στρατηγικές κινήσεις, έγιναν σχεδόν αυτόματες λειτουργίες, σαν την αναπνοή μας.
Μου αρέσεις,
και τώρα που το ξέρεις,
δεν έχω παρά να παραδοθώ στη δυσκολότερη απ’ τις παραδοχές:
Ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μπορώ στ’ αλήθεια να μηχανευτώ,
χωρίς τη δυστυχία του να μην εκτεθώ.
Στο ερώτημα «σαγηνευτής ή σαγηνευμένος» νιώθεις ερασιτέχνης αν απαντήσεις το δεύτερο και ξεχνάς ότι μπορείς να υπάρξεις και τα δύο ταυτοχρόνως. Ίσως όχι κάθε μέρα, ίσως όχι με κάθε άνθρωπο που συναντάς, ίσως όχι τόσο εύκολα όσο θα επιθυμούσες. Αν αυτός ο εξωφρενικά ευτυχής συνδυασμός ήταν κάτι που προκύπτει τακτικά τότε δε θα είχε υμνηθεί όσο τίποτα άλλο, δε θα ‘ταν το απόλυτο ζητούμενό μας, τρέμω πραγματικά να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα είχαν ποτέ γραφτεί.
Ακόμη όμως κι αν η αναζήτηση κι η εύρεσή του παραμένει, ευτυχώς, ένα απ’ τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της ζωής, στα σίγουρα δε θα βρεθεί όσο επιλέγουμε να σαγηνεύουμε ανθρώπους που δε μας προκαλούν αυτή την πολυπόθητη ταραχή κι όσο δειλιάζουμε να περπατήσουμε κατά ‘κει που τα χέρια μας ιδρώνουν.
Μα κοίτα πώς μου αρέσεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου