Κατάλαβες αμέσως τι ήταν αυτό που θα επακολουθήσει.
Σου τον είχε μάθει τον θάνατο από νωρίς η ζωή.
Ήξερες τι θα πει απώλεια και είχες γνωριστεί καλά με τη θλίψη που αφήνει πίσω της.
Δε βγαίνουν από το στόμα σου λέξεις παρηγοριάς. Στα μάτια που σε κοιτάζουν γεμάτα πόνο, δεν έχεις κουβέντα να πεις.
Είναι που από χρόνια έχει γεμίσει το μυαλό σου με τούτες τις άσκοπες τις λέξεις.
Δε βοηθούν κι ας είναι η μόνη επιλογή.
Να πεις τι; Κουράγιο; Και που να το βρουν;
Να τους φωνάξεις να κάνουν υπομονή μέχρι να περάσει; Μα περνάει ο χαμός; Πες μου πως και θα είμαι ο πρώτος που θα το κάνω.
Ένας άνθρωπος έμεινε δίχως το ταίρι του.
Μια γυναίκα που φωνάζει γιατί έμεινε πια μονάχη να παλεύει τη ζωή της.
Δυο παιδιά, έχασαν τον πατέρα τους.
Έχασαν το στήριγμα και εκείνο το αποκούμπι στο οποίο έτρεχαν όταν τα πράγματα γίνονταν ζόρικα. Τους κοιτούσες και με ζόρι κρατιόσουν να μην πεις πως ξέρεις. Ίσως εδώ γραφόταν μια άλλη ιστορία, διαφορετική από τη δική σου, μα εσύ εκείνο το κενό το καταλάβαινες. Το είχες νιώσει και με τα χρόνια δεν περνούσε. Δε φεύγει, απλά μαλακώνει ο πόνος.
Στον πόνο τους συμμέτοχος, γιατί σαν πατέρας σου τον είχες κι εσύ. Πονούσες δυο φορές. Έκλαιγες για εκείνον που σου πήρε η ζωή αλλά και για αυτόν που έχανες τώρα. Λες και στη χρωστούσε άλλη μια απώλεια.
Η καρδιά να σκίζεται κομμάτια και τα χείλη σου να ψελλίζουν το γιατί. Γιατί κι αυτός; Γιατί έτσι; Εκεί που θα ‘πρεπε να δώσεις τη δύναμη, εσύ ζητούσες χέρια να σε κρατήσουν. Νόμιζες πως είχες καλύψει όλα τα κενά σου, μα ήρθε ο θάνατος να σου τα διαλύσει όλα. Όχι, δεν πίστευες πως δε θα ερχόσουν αντιμέτωπη ξανά μαζί του. Ήταν η απότομη, ξαφνική και απροειδόποιητη εμφάνιση που έκανε και σου μάτωσε τη ψυχή.
Είναι άδικη αυτή η ανώτερη δύναμη που μας κυβερνά, το έμαθες πια καλά. Δεν ξεπερνιέται ο χαμός, μα μόνο να μάθεις να ζεις με αυτό μπορείς. Την ακούω συνέχεια να λέει, “κανείς δε χάνεται όσο υπάρχουν κάποιοι που τους θυμούνται”.
Σου τον είχε μάθει τον θάνατο από νωρίς η ζωή.
Ήξερες τι θα πει απώλεια και είχες γνωριστεί καλά με τη θλίψη που αφήνει πίσω της.
Δε βγαίνουν από το στόμα σου λέξεις παρηγοριάς. Στα μάτια που σε κοιτάζουν γεμάτα πόνο, δεν έχεις κουβέντα να πεις.
Είναι που από χρόνια έχει γεμίσει το μυαλό σου με τούτες τις άσκοπες τις λέξεις.
Δε βοηθούν κι ας είναι η μόνη επιλογή.
Να πεις τι; Κουράγιο; Και που να το βρουν;
Να τους φωνάξεις να κάνουν υπομονή μέχρι να περάσει; Μα περνάει ο χαμός; Πες μου πως και θα είμαι ο πρώτος που θα το κάνω.
Ένας άνθρωπος έμεινε δίχως το ταίρι του.
Μια γυναίκα που φωνάζει γιατί έμεινε πια μονάχη να παλεύει τη ζωή της.
Δυο παιδιά, έχασαν τον πατέρα τους.
Έχασαν το στήριγμα και εκείνο το αποκούμπι στο οποίο έτρεχαν όταν τα πράγματα γίνονταν ζόρικα. Τους κοιτούσες και με ζόρι κρατιόσουν να μην πεις πως ξέρεις. Ίσως εδώ γραφόταν μια άλλη ιστορία, διαφορετική από τη δική σου, μα εσύ εκείνο το κενό το καταλάβαινες. Το είχες νιώσει και με τα χρόνια δεν περνούσε. Δε φεύγει, απλά μαλακώνει ο πόνος.
Στον πόνο τους συμμέτοχος, γιατί σαν πατέρας σου τον είχες κι εσύ. Πονούσες δυο φορές. Έκλαιγες για εκείνον που σου πήρε η ζωή αλλά και για αυτόν που έχανες τώρα. Λες και στη χρωστούσε άλλη μια απώλεια.
Η καρδιά να σκίζεται κομμάτια και τα χείλη σου να ψελλίζουν το γιατί. Γιατί κι αυτός; Γιατί έτσι; Εκεί που θα ‘πρεπε να δώσεις τη δύναμη, εσύ ζητούσες χέρια να σε κρατήσουν. Νόμιζες πως είχες καλύψει όλα τα κενά σου, μα ήρθε ο θάνατος να σου τα διαλύσει όλα. Όχι, δεν πίστευες πως δε θα ερχόσουν αντιμέτωπη ξανά μαζί του. Ήταν η απότομη, ξαφνική και απροειδόποιητη εμφάνιση που έκανε και σου μάτωσε τη ψυχή.
Είναι άδικη αυτή η ανώτερη δύναμη που μας κυβερνά, το έμαθες πια καλά. Δεν ξεπερνιέται ο χαμός, μα μόνο να μάθεις να ζεις με αυτό μπορείς. Την ακούω συνέχεια να λέει, “κανείς δε χάνεται όσο υπάρχουν κάποιοι που τους θυμούνται”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου