Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

OSCAR WILDE

Τα είχε όλα: ευγενική καταγωγή, ευφυΐα, χρήματα, ομορφιά, ταλέντο – η ζωή στάθηκε εξαρχής καλή μαζί του. Ο Oscar Fingal O’Flahertie Wills Wilde ξεχώρισε πολύ νωρίς, απ’ τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, γεύτηκε από τα 20 του την αναγνώριση με τα πρώτα του ποιήματα, πριν κλείσει τα 30 ήταν ήδη διάσημος. Διάσημος για την εκκεντρικότητά του, τις σαρδόνιες παραδοξολογίες του, τον προκλητικό αισθητισμό και την αστραφτερή ευγλωττία του. Μέχρι τα 40 του, η πορεία του είναι εκθαμβωτική. Σοκάρει και γοητεύει, είναι ενοχλητικός και περιζήτητος, αποδομεί επί σκηνής την «καλή κοινωνία» που ωστόσο συρρέει ασφυκτικά στα θεατρικά του έργα. Λάμπει, μαγεύει, προκαλεί. Είναι ο μεγάλος οιηματίας. Η επιτυχία του, τόσο μεγάλη, τόσο αβίαστη, εμπεριέχει το σπέρμα της ύβρεως.

Τι παριστάνει αυτός ο κακομαθημένος και χαρισματικός προνομιούχος; Η συμπεριφορά, η όλη στάση του δεν είναι μόνο πόζα, αλλά και μια βαθύτερη αντίδραση, μια άρνηση – απέναντι στην τάξη του, και στην ίδια την εποχή του.

Η συμβατικότητα και υποκρισία της βικτοριανής ηθικής -ο άκαμπτος και νοσηρός πουριτανισμός- δεν του ταιριάζουν. Η βιομηχανική επανάσταση, που συντελείται στις μέρες του, τον απωθεί – η βιομηχανία είναι για κείνον η αιτία κάθε ασχήμιας. Βρίσκει καταφύγιο στην εκκεντρικότητα και την ομορφιά. Ξορκίζει το χονδροειδές γούστο της ανερχόμενης μπουρζουαζίας διακοσμώντας το σπίτι του με κρίνους και γαλάζιες πορσελάνες. Αλλά το μεγάλο του όπλο είναι η τέχνη του. Τέχνη απελευθερωμένη από ηθικοπλασίες, διδακτισμούς, πολιτικές ή κοινωνικές στρατεύσεις, ταγμένη να υπηρετεί αποκλειστικά το ιδεώδες της ομορφιάς. Είναι κι αυτή η επιλογή μια μορφή αντίδρασης ενάντια στις κρατούσες απόψεις της εποχής, που προέτασσαν τα ηθικοπλαστικά ή παιδευτικά κριτήρια – ένα είδος διαμαρτυρίας κατά της ιδέας ότι η τέχνη πρέπει σώνει και καλά να υπηρετεί κάποιον ανώτερο σκοπό. Η τέχνη είναι αυτοσκοπός!

Ιδιαίτερα πρωτότυπος ως προς αυτό δεν είναι ο εστέτ Όσκαρ Ουάιλντ. Το δόγμα «η τέχνη για την τέχνη», όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τον όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο Βικτόρ Κουζέν (1792-1867), έθρεψε περί τα τέλη του 19ου αιώνα το μάλλον βραχύβιο κίνημα του Αισθητισμού, ο πάπας του οποίου Ουώλτερ Χορέισο Πέιτερ (1839-1894) διακήρυσσε ότι: Μοναδικός σκοπός της τέχνης είναι η ομορφιά – το νόημα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος επικεντρώνεται στη μορφή (το μέσο είναι το μήνυμα!) – η τέχνη δεν είναι ούτε κάτι ηθικό ούτε κάτι χρήσιμο, απλώς κάτι ωραίο. Ο Ουάιλντ προσυπογράφει με το ταλέντο, με τη χαρισματικότητά του τη φιλοσοφία αυτή.

Δεν είναι ακριβώς αρεστός στις ανώτερες τάξεις που συναναστρέφεται, στη βικτοριανή ηθική δεν χωρά, το πέρασμά του από τον σοσιαλισμό των Φαβιανών θα είναι σύντομο. Αναρωτιέται- κανείς κατά πόσον ανήκει ακόμα και στον αιώνα του – έναν αιώνα που είδε τη γένεση του τηλεφώνου και του ραδιοφώνου, του τρένου και των ατμοκίνητων εργοστασίων, του Μαρξ και του Δαρβίνου…

Έχει κάνει, ωστόσο, μια κεντρική επιλογή: Να ζήσει πλήρως τη δική του ζωή – να μη συρθεί στην εξευτελιστική, κενή και επίπλαστη ζωή που ο κόσμος μάς επιβάλλει με την υποκρισία του. Βάζει ψηλά τον πήχυ: θέλει να είναι ο εαυτός του. Αλλά, μέχρι το 1895, μέχρι τη μέρα της κεραυνοβόλας πτώσης του, δεν έχει πληρώσει κανένα τίμημα για την αντισυμβατικότητά του ή για την επιτυχία του. Είναι ένας ανατροπέας των σαλονιών, μια πεταλούδα του λόγου. Μπορεί κανείς να είναι ανέξοδα, αναίμακτα ο εαυτός του;

Στις 27 Μαΐου 1895, στο απόγειο της δόξας του, κι ενόσω στο Λονδίνο παίζεται το κορυφαίο θεατρικό του έργο Η σημασία τού να είναι κανείς σοβαρός, εμπλέκεται σε δικαστική διαμάχη με τον μαρκήσιο του Κουήνσμπερι, πατέρα του νεαρού εραστή του, λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας (χαϊδευτικό «Μπόζι»). Συλλαμβάνεται με την κατηγορία του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών και καταδικάζεται σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Μέσα στη φυλακή θα γράψει το De Profundis, μια εξομολογητική επιστολή 80 σελίδων προς τον Άλφρεντ Ντάγκλας, η οποία θα πρωτοδημοσιευτεί αποσπασματικά το 1905 και χωρίς καμιά περικοπή 44 ολόκληρα χρόνια αργότερα. Ύστερα από την αποφυλάκισή του, το 1897, έφυγε κατευθείαν για τη Γαλλία, αλλάζοντας το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ. Σε μια σύντομη περίοδο πνευματικής αναλαμπής, ολοκληρώνει την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Θα πεθάνει στο Παρίσι από μηνιγγίτιδα, άπορος και μέθυσος τον Νοέμβριο του 1900 – μόλις 46 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου