Τόσο κατά τον «αιώνα του ορθολογισμού» (17ος) όσο και κατά τον «αιώνα των φώτων» (18ος) κυριαρχεί η ανάπτυξη της επιστήμης, που στηρίζεται στην παρατήρηση και την εμπειρική γνώση, και προβάλλεται η παιδεία ως ανυπέρβλητη αξία. Σε αυτό το πλαίσιο η ρητορική διεκδικεί ως μια από τις τέχνες έκφρασης του ορθού λόγου την προσοχή των διαφωτιστών παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ντεκάρτ (Καρτέσιος, René Descartes, 1596-1650), o εισηγητής του ομώνυμου («καρτεσιανού») ορθολογισμού, υποστηρίζει πως η ποίηση και η ρητορεία είναι «περισσότερο χαρίσματα του πνεύματος παρά καρπός της μελέτης».
Τα αρχαία κλασικά ρητορικά συγγράμματα γνωρίζουν ευρεία διάδοση (και μέσα από μεταφράσεις). Έτσι οι ζωγράφοι του 17ου αι. διδάσκονται από τον Κοϊντιλιανό ποιοι τύποι συμπεριφοράς -εικόνες που μπορούν να αποδώσουν με την τέχνη τους- εκφράζουν συγκεκριμένες ψυχικές καταστάσεις (Institutio οratoria 11.3). Παράλληλα όμως συντάσσονται εξειδικευμένες πραγματείες και στις «εθνικές» γλώσσες (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά).
Χαρακτηριστική για το μέλλον της ρητορικής τέχνης μέσα στους επόμενους αιώνες είναι η θέση ότι ο λόγος πρέπει να είναι λιτός, σαφής και ακριβής, όταν υπηρετεί τη μετάδοση της εμπειρικής γνώσης. Στοιχεία αυτής της εκτίμησης εντοπίζονται κιόλας σε κείμενα του Τζων Λοκ (John Locke, 1632-1704). Σε αντίθεση με τον Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), που αποδίδει στη φαντασία και την κρίση δυνάμεις πνευματικές που αλληλοσυμπληρώνονται, ο Λοκ υποκαθιστά τη φαντασία με την ευστροφία και τη βλέπει ως λειτουργία τόσο διαφορετική από την κρίση, ώστε η μια να αποκλείει την άλλη: η πρώτη υπηρετεί την ψυχαγωγία, η δεύτερη τη γνώση. Αναγκαίο συμπέρασμα αυτής της εκτίμησης είναι η θέση ότι η ευστροφία (ή φαντασία) και η κρίση (ή λογική) πρέπει να εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη αξιοποιεί κατεξοχήν μεταφορικές εκφράσεις, που ο Λοκ θεωρεί καταχρήσεις της γλώσσας. Τα «φραστικά σχήματα» χαρακτηρίζονται «ως τέλειοι απατεώνες». Χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση του Thomas Sprat (History of the Royal Society (Ιστορία της Βασιλικής Εταιρείας), 1667, σελ. 112): «Ποιος μπορεί να δει χωρίς να αγανακτήσει πόση ασάφεια και αβεβαιότητα έφεραν στη Γνώση μας αυτοί οι παραπειστικοί Τρόποι και τα Σχήματα της ρητορικής;» Ακόμη πιο ακραία ακούγεται η τοποθέτηση του Samuel Parker στο έργο του Free and Impartial Censure of the Platonic Philosophy (Ελεύθερη και αμερόληπτη κριτική της πλατωνικής φιλοσοφίας), 1666-1667, σελ. 78-79: «Όλες οι φιλοσοφικές θεωρίες που εκφράζονται μόνο με μεταφορικό τρόπο, δεν είναι πραγματικές αλήθειες, αλλά απλά προϊόντα της φαντασίας, ντυμένα (σαν τις κούκλες των παιδιών) με λίγα φανταχτερά αλλά κούφια λόγια… Έτσι, τα αχαλίνωτα και οργιώδη αποκυήματά τους σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι του λόγου, και όχι μόνο το μολύνουν με ασελγή και άνομα χάδια, αλλά αντί για τη σωστή σύλληψη και αντίληψη των πραγμάτων, γκαστρώνουν την ανθρώπινη διάνοια με αερολογίες και φαντασιοπληξίες».
Άλλωστε κυρίαρχη αυτή την εποχή είναι η τάση κριτικής αμφισβήτησης της ρητορικής από την οπτική γωνία της φιλοσοφίας. Στον γερμανόφωνο χώρο κέντρα αυτής της τάσης γίνονται τα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Ιένας. Στο πρώτο από αυτά διδάσκει ο Johann Christoph Gottsched (1700-1766), που με το έργο του Ausführliche Redekunst, Nach Anleitung der alten Griechen und Römer, wie auch der neuern Ausländer (Λεπτομερής Ρητορική Τέχνη, κατά τις υποδείξεις των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, όπως και των νεότερων αλλοδαπών, 1736, 17592), συμπλήρωμα της προηγούμενης πραγματείας του Grundriß zu einer vernunftmäßigen Redekunst (Σύνοψις μιας ορθολογικής ρητορικής τέχνης, 1729), προσφέρει το σημαντικότερο τεχνικό εγχειρίδιο στον γερμανόφωνο χώρο. Άλλωστε στα 1724 γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους επικριτές της ρητορικής τέχνης: ο μεγαλύτερος μεταξύ των γερμανών (και όχι μόνο) φιλοσόφων, ο Immanuel Kant (1724-1804). Η ρητορική είναι για τον ίδιο μια πανούργα και υστερόβουλη τέχνη, που αντί να υπηρετεί τον άνθρωπο, τον αξιοποιεί σα μέσο για την επίτευξη των δικών της στόχων.
Μέσα στον 18ο αι. στην Αγγλία και τη Σκωτία η ρητορική μεταλλάσσεται από τέχνη της πειθούς σε τέχνη του ωραίου λόγου ορίζοντας έτσι τους κανόνες της λογοτεχνικής κριτικής. Τις προϋποθέσεις αυτής της στροφής φαίνεται πως προσφέρει η Γαλλία, όπου το 1674 μεταφράζεται από τον Μπουαλώ (N. Boileau) το Περὶ ὕψους του Ψευδο-Λογγίνου. Το έργο θα ασκήσει καθοριστική επίδραση. Μεταξύ των σκωτσέζων διαφωτιστών διακρίνεται ο Hugh Blair (1718-1800), που συνδέει τη ρητορική με την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης. Ωστόσο αυτή η μετάλλαξη δεν αποτελεί πρωτόγνωρη ιστορική εμπειρία: στοιχεία λογοτεχνικής κριτικής εντοπίζονται κιόλας στη Ῥητορική του Αριστοτέλη, ενώ από τους ελληνιστικούς χρόνους η θεωρία για τον ωραίο λόγο και η λογοτεχνική κριτική εμπίπτουν από κοινού στο έργο των ρητοροδιδασκάλων (ο συγγραφέας του έργου Περὶ ἑρμηνείας, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και ο Ψευδο-Λογγίνος με το Περὶ ὕψους αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις).
Η στροφή του ενδιαφέροντος σε θέματα ποιητικής οδηγεί στην Αγγλία και τη Γαλλία σε ανάπτυξη της γραμματείας γύρω από το ύφος, τους ρητορικούς τρόπους και τα σχήματα. Ο εγκυκλοπαιδιστής C. C. Dumarsais συντάσσει την πραγματεία του Des Tropes (1730), που μέσα στο 19ο αι. θα γίνει αντικείμενο υπομνηματισμού από τον P. Fontanier, ενώ τον 20ο αι. ο στρουκτουραλιστής G. Genette θα την επανεκδώσει μαζί με το υπόμνημά της. Προς τα τέλη του 18ου αι. το ενδιαφέρον στρέφεται (κυρίως στο αγγλόφωνο περιβάλλον) και στο θέμα της υπόκρισης. Τα σχετικά συγγράμματα επηρεάζουν και τη θεατρική τέχνη.
Στο ελληνόφωνο περιβάλλον και ενώ η χώρα βρίσκεται ακόμη υπό τουρκικό ζυγό κυκλοφορούν μέσα στον 18ο αι. ρητορικοί λόγοι (η εκκλησιαστική ρητορεία διεκδικεί το μεγάλο ενδιαφέρον των λογίων) όπως και κείμενα για τη θεωρία της ρητορικής: παράλληλα με τα έργα του Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), του (Αγίου) Μακαρίου Καλογερά (1688-1737) και του (Αγίου) Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779), σημαντικών εκπροσώπων της εκκλησιαστικής ρητορείας, συντάσσονται πραγματείες για τη ρητορική τέχνη, που βεβαίως στηρίζονται εν πολλοίς στα παλαιότερα έργα της κλασικής ρητορικής. Μάλιστα δεν πρόκειται πάντοτε για έντυπα αλλά και για χειρόγραφα κείμενα: η Λευχειμονοῦσα Ῥητορική του Αναστ. Παπαβασιλόπουλου, το Περὶ Ῥητορικῆς του Ιωάννη Κοντονή, το Περὶ τοῦ πῶς δεῖ ὁμιλίαν ξυγγράφειν του Γ. Σουγδουρή. Ο Αδαμάντιος Κοραής εξάλλου αποδίδει στη ρητορική ως τέχνη του λόγου καθολική, θα έλεγε κανείς, παρουσία και λειτουργία (1748-1833): «ἡ Ρητορική ἐμβαίνει εἰς τήν ποίησιν, εἰς τόν διάλογον, εἰς τόν μῦθον, εἰς τήν ἐπιστολήν, εἰς αὐτήν τήν ἱστορίαν, εἰς ὀλίγα λόγια, ὅπου εἶναι χρεία να γράψῃ τις ἤ νά λαλήσῃ μέ σκοπόν νά πείσῃ, ἐκεῖ πάραυτα αἰσθάνεται καί τήν χρείαν τῆς τέχνης» (Στοχασμοί αύτοσχέδιοι περί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί γλώσσης, 1897, στον τόμο Αδαμαντίου Κοραή Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς).
Ωστόσο, η νέα μορφή της ρητορικής, που δεν επιμένει στο «λογικό» μέρος της τέχνης, αλλά συνδέεται με την αισθητική, γίνεται γνωστή και στην Ελλάδα από τις γαλλικές μεταφράσεις του έργου του Blair, Lectures on Rhetoric and Belles Lettres (Διαλέξεις για τη ρητορική και τα καλά γράμματα, 1783) - η πρώτη από αυτές δημοσιεύεται το 1797. Μέσα στον επόμενο αιώνα τα έργα ρητορικής θα μεταλλαχθούν σε πραγματείες ποιητικής και αισθητικής - πρόκειται για τα πρώτα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου