Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (287-320)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟΡΟΣ
μέλει, φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ· [στρ. α]
γείτονες δὲ καρδίας
μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος
290 τὸν ἀμφιτειχῆ λεών,
δράκοντας ὥς τις τέκνων
ὑπερδέδοικεν λεχαί-
ων δυσευνήτορας
πάντρομος πελειάς.
295 τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους
πανδημεὶ πανομιλεὶ
στείχουσιν. τί γένωμαι;
τοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισιν
ἰάπτουσι πολῖται
300 χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν
παντὶ τρόπῳ, Διογενεῖς
θεοί, πόλιν καὶ στρατὸν
Καδμογενῆ ῥύεσθε.

ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον [ἀντ. α]
305 τᾶσδ᾽ ἄρειον, ἐχθροῖς
ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶαν,
ὕδωρ τε Διρκαῖον, εὐ-
τραφέστατον πωμάτων
ὅσων ἵησιν Ποσει-
310 δὰν ὁ γαιάοχος
Τηθύος τε παῖδες;
πρὸς τάδ᾽, ὦ πολιοῦχοι
θεοί, τοῖσι μὲν ἔξω
πύργων ἀνδρολέτειραν
315 κάκαν, ῥίψοπλον ἄταν,
ἐμβαλόντες ἄροισθε
κῦδος τοῖσδε πολίταις.
καὶ πόλεως ῥύτορες ‹ἔστ᾽›
εὔεδροί τε στάθητ᾽
320 ὀξυγόοις λιταῖσιν.

***
ΧΟΡΟΣ
Να ᾽θε ημπόρου! μα που ο φόβος δεν αφήνει
την καρδιά μου μες στα στήθια να ησυχάσει…
Η έγνοια, πὄχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσει,
290 των εχθρών τον τρόμο ανάβει και δε σβήνει.
Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι
το πασίτρομο για τ᾽ άλουβα πουλιά του,
π᾽ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του
έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέρι.
Γιατί ορμούν άλλοι στους πύργους, σμάρια, σμάρια,
πλήθια ολάκερα — και τί θα γένω;
κι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια
300 στο λαό μας το γυροζωσμένο.
Σώσετε, ω θεοί Διογέννητοι όλοι,
το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη.

Γιατί τάχα ποιά θα βρείτε κι άλλη χώρα
πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώσει
στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα
και της Δίρκης το νερό, που όσοι κι αν όσοι
ποταμοί τον κόσμο τρέχουν,
310 το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν;
Και γι᾽ αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες,
στους εχθρούς, που μας περίζωσαν τα κάστρα,
ρίχτ᾽ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστρα,
που να παίρνουνε τα πόδια τους στις πλάτες·
και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας
και στην πόλη σωτηρία· και σταθείτε
καλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσό μας·
320 τις πικρές τις λιτανείες μας σπλαχνιστείτε.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου