Έφτασε η ώρα να ασχοληθούμε με τον σημαντικότερο ρόλο που διαδραματίζει ο Θεός, εκείνον του παρηγορητή· θα εξετάσουμε και την ανθρωπιστική πρόκληση να βάλουμε κάτι άλλο στη θέση του.
Ακόμη και όσοι δέχονται ότι ο Θεός πιθανόν δεν υπάρχει, και ότι δεν είναι αναγκαίος για την ηθική, επανέρχονται συνεχώς σε ένα θέμα: Την υποτιθέμενη ψυχολογική ή συναισθηματική ανάγκη για ένα θεό. Αν αφαιρέσουμε τη θρησκεία, ρωτούν επιθετικά, τι θα βάλουμε στη θέση της; Τι θα προσφέρουμε στους ετοιμοθάνατους ασθενείς, στους θρηνολογούντες απελπισμένους, στις μοναχικές Eleanor Rigby για τις οποίες ο Θεός είναι ο μοναδικός τους φίλος;
Η πρώτη απάντηση που πρέπει να δώσουμε δεν αξίζει καν τον κόπο να αναφέρεται: Η ικανότητα της θρησκείας να παρηγορεί δεν της προσδίδει αλήθεια. Έστω κι αν κάναμε μια τεράστια παραχώρηση· έστω κι αν αποδεικνυόταν τελεσίδικα ότι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού είναι απολύτως ουσιώδης για την ψυχολογική και συναισθηματική υγεία του ανθρώπου· έστω κι αν όλοι οι άθεοι είναι απελπισμένοι νευρωτικοί που ωθούνται στην αυτοκτονία από το ανελέητο κοσμικό άγχος —τίποτε από όλα αυτά δεν θα προσέφερε την παραμικρή ένδειξη ότι η θρησκευτική πίστη είναι αληθινή. Ίσως προσφέρει ενδείξεις πως αξίζει να πείσει κανείς τον εαυτό του ότι υπάρχει Θεός —έστω κι αν δεν υπάρχει. Όπως αναφέραμε ήδη, ο Dennett, στο Breaking the Spell, κάνει μια διάκριση μεταξύ της πίστης στον Θεό και της πίστης στην πίστη· την πίστη ότι αξίζει να πιστεύουμε, έστω κι αν η ίδια η πίστη στερείται αντικειμένου:
«Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, διότι η πίστη μου δεν είναι ισχυρή» (Κατά Μάρκον, 9:24).
Οι πιστοί ενθαρρύνονται να ομολογούν την πίστη τους, πεπεισμένοι ή όχι για αυτήν. Ίσως, με αρκετά συχνή επανάληψη, να καταφέρει κανείς να πείσει τον εαυτό του για την αλήθεια της. Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν την ιδέα της θρησκευτικής πίστης και δυσανασχετούν με τις επιθέσεις εναντίον της, μολονότι παραδέχονται διατακτικά ότι οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Εξεπλάγην κάπως όταν ανακάλυψα ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα στο βιβλίο The Limits of Science (Τα όρια της επιστήμης) του ήρωα μου, του Peter Medawar:
«Λυπούμαι που δεν πιστεύω στον Θεό και τις θρησκευτικές απαντήσεις γενικά, διότι θεωρώ ότι, αν υπήρχαν ικανοποιητικοί επιστημονικοί και φιλοσοφικοί λόγοι για την πίστη στον Θεό, θα έβρισκαν ικανοποίηση και ανακούφιση όλοι όσοι τον έχουν ανάγκη».
Αφότου διάβασα τη διάκριση του Dennett, έχω βρει επανειλημμένα την ευκαιρία να την εφαρμόσω. Δεν αποτελεί υπερβολή να πω ότι η πλειονότητα των άθεων που γνωρίζω κρύβουν τον αθεϊσμό τους πίσω από ένα προσωπείο ευλάβειας. Οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε τίποτε το υπερφυσικό, ωστόσο διατηρούν μια ασαφή αδυναμία στην πίστη στο παράλογο. Πιστεύουν στην πίστη. Είναι εκπληκτικό το πόσο πολλοί φαίνεται να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ της πρότασης «το X αληθεύει» και της πρότασης «αξίζει οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι το X αληθεύει». Ίσως βέβαια δεν διαπράττουν πραγματικά αυτό το λογικό σφάλμα, αλλά απλώς θεωρούν την αλήθεια ασήμαντη σε σύγκριση με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Δεν σκοπεύω να απαξιώσω τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αλλά σε κάθε συζήτηση ας γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε: για τα συναισθήματα ή για την αλήθεια. Αμφότερα μπορεί να είναι σημαντικά, ωστόσο δεν ταυτίζονται.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η υποθετική παραχώρησή μου υπήρξε υπερβολική και λανθασμένη. Δεν έχω υπόψη μου καμία ένδειξη ότι οι άθεοι διακατέχονται από οποιαδήποτε γενική τάση προς τη δυστυχία, το άγχος και την απόγνωση. Κάποιοι άθεοι είναι ευτυχείς και άλλοι αξιολύπητοι. Παρομοίως, κάποιοι χριστιανοί, ιουδαίοι, μουσουλμάνοι, ινδουιστές και βουδιστές είναι αξιολύπητοι, ενώ άλλοι ευτυχείς. Ίσως υπάρχουν στατιστικές ενδείξεις για τη σχέση μεταξύ ευτυχίας και πίστης (ή έλλειψης πίστης), αλλά αμφιβάλλω εάν πρόκειται για αξιόλογη σχέση, ούτως ή άλλως. Θεωρώ περισσότερο ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε εάν υπάρχει κάποιος καλός λόγος να αισθανόμαστε κατάθλιψη ζώντας χωρίς Θεό. Θα τελειώσω αυτό το βιβλίο υποστηρίζοντας ότι, αντιθέτως, κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι μια ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη ζωή χωρίς θρησκεία και πίστη στο υπερφυσικό. Πρώτα, ωστόσο, πρέπει να εξετάσω τους ισχυρισμούς της θρησκείας ότι προσφέρει παρηγοριά.
Η παρηγοριά κατά το Σύντομο λεξικό της Οξφόρδης συνίσταται στην απάλυνση της θλίψης ή της οδύνης. Θα διακρίνω δύο τύπους παρηγοριάς.
1. Άμεση φυσική παρηγοριά. Ένας άνθρωπος αποκλεισμένος για μια ολόκληρη παγερή νύχτα στα χιόνια ίσως βρει ανακούφιση στην παρουσία ενός μεγάλου, ζεστού σκύλου του Αγίου Βερνάρδου —χωρίς να ξεχνάμε το φλασκί με μπράντι στο λαιμό του ζώου. Ένα κοριτσάκι που κλαίει ίσως παρηγορηθεί με μια δυνατή αγκαλιά και με λίγα ενθαρρυντικά λόγια.
2. Παρηγοριά μέσω ανακάλυψης ενός γεγονότος το οποίο δεν είχε εκτιμηθεί προηγουμένως, ή ενός άγνωστου προηγουμένως τρόπον αντιμετώπισης τωρινών δεδομένων. Μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος σκοτώθηκε στον πόλεμο ίσως παρηγορηθεί αν ανακαλύψει ότι περιμένει το παιδί του, ή ότι εκείνος πέθανε ηρωικά. Μπορούμε επίσης να παρηγορηθούμε αν ανακαλύψουμε κάποιον νέο τρόπο αντιμετώπισης μιας κατάστασης. Ένας φιλόσοφος παρατηρεί ότι δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο τη στιγμή του θανάτου ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Το παιδί το οποίο εκείνος υπήρξε κάποτε έχει «πεθάνει» προ πολλού, όχι τερματίζοντας απότομα τη ζωή του αλλά μεγαλώνοντας. Καθεμιά από τις επτά σαιξπηρικές ηλικίες του ανθρώπου «πεθαίνει» μεταβαίνοντας αργά στην επόμενη.
Από τούτη την άποψη, η στιγμή όπου ο ηλικιωμένος τελικά εκπνέει δεν διαφέρει από τους αργούς «θανάτους» κατά τη διάρκεια της ζωής του. Όποιος δεν χαίρεται ιδιαίτερα με την προοπτική του θανάτου του ίσως βρει παρηγοριά σε τούτη τη διαφορετική προοπτική. Ίσως και όχι, αλλά πρόκειται μόνο για ένα δυνητικό παράδειγμα παρηγοριάς μέσω του στοχασμού. Άλλο σχετικό παράδειγμα είναι η απόρριψη του φόβου του θανάτου από τον Μαρκ Τουέιν:
«Δεν φοβάμαι το θάνατο. Ήμουν νεκρός για δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθώ, και δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα».
Βέβαια, η νέα οπτική δεν αλλάζει τίποτα στο γεγονός του αναπόφευκτου θανάτου μας. Μας προσφέρεται όμως ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του αναπόφευκτου, και ίσως εκεί βρούμε παρηγοριά. Ο Thomas Jefferson, επίσης, δεν φοβόταν το θάνατο και φαίνεται ότι δεν πίστευε σε κανένα είδος μετά θάνατον ζωής. Όπως διηγείται ο Christopher Hitchens,
«Καθώς λιγόστευαν οι ημέρες του, ο Jefferson έγραψε αρκετές φορές σε φίλους ότι αντιμετώπιζε το επικείμενο τέλος χωρίς ελπίδα ούτε φόβο. Τούτο ισοδυναμεί με το να πούμε, με τον πλέον απερίφραστο τρόπο, ότι δεν ήταν χριστιανός».
Τα γενναία και μεγάλα πνεύματα ίσως είναι έτοιμα για την προκλητική και τολμηρή δήλωση του Bertrand Russell, στο δοκίμιό του «What I Believe»
(Τι πιστεύω):
Πστεύω ότι θα σαπίσω όταν πεθάνω, και δεν θα επιβιώσει τίποτε από το εγώ μου. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τη ζωή. Αλλά περιγελώ τα ρίγη πανικού στη σκέψη της εξαφάνισης. Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο αληθινή επειδή πρέπει να φτάσει σε ένα τέλος, ούτε η σκέψη και η αγάπη χάνουν την αξία τους επειδή δεν διαρκούν αιωνίως. Πολλοί άνθρωποι στάθηκαν με υπερηφάνεια στο ικρίωμα· η ίδια υπερηφάνεια πρέπει να μας διδάσκει να σκεπτόμαστε αληθινά τη θέση του ανθρώπου στον Κόσμο. Ακόμη κι αν τα ανοικτά παράθυρα της επιστήμης μάς κάνουν στην αρχή να τρέμουμε μετά τη βολική σπιτική ζεστασιά των παραδοσιακών μύθων που μας εξανθρωπίζουν, στο τέλος ο καθαρός αέρας της λογικής φέρνει ζωτικότητα, και οι ανοικτοί χώροι της επιστήμης έχουν το δικό τους μεγαλείο.
Το δοκίμιο τούτο τού Russell υπήρξε για μένα πηγή έμπνευσης όταν το διάβασα στη βιβλιοθήκη του σχολείου μου σε ηλικία περίπου δεκαέξι ετών, αλλά το είχα ξεχάσει .Ίσως ήθελα ασυναίσθητα να του αποτίσω φόρο τιμής (όπως ήθελα συνειδητά να κάνω για τον Δαρβίνο) όταν έγραφα το 2003 στο A Devil’s Chaplain·.
Υπάρχει κάτι περισσότερο από μεγαλείο σε τούτη τη στάση ζωής, όσο ζοφερή και κρύα κι αν φαίνεται κάτω από το προστατευτικό κάλυμμα της άγνοιας. Μια βαθιά αναζωογόνηση είναι το κέρδος σου όταν στέκεσαι με το πρόσωπο στραμμένο προς τον δυνατό, διαπεραστικό άνεμο της κατανόησης: «οι άνεμοι που πνέουν μέσα από τις διαδρομές των αστεριών» του Yeats.
Πώς συγκρίνεται η θρησκεία με την επιστήμη όσον αφορά τους δύο παραπάνω τύπους παρηγοριάς; Ως προς την παρηγοριά του πρώτου τύπου, είναι εντελώς εύλογο τα ισχυρά χέρια του Θεού, έστω και εντελώς φανταστικά, να μπορούν να παρηγορήσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνουν τα πραγματικά χέρια ενός φίλου ή ο σκύλος του Αγίου Βερνάρδου με το φλασκί μπράντι κρεμασμένο στο λαιμό του. Αλλά, φυσικά, και η ιατρική μπορεί επίσης να προσφέρει ανακούφιση —συνήθως αποτελεσματικότερα από το μπράντι.
Αν τώρα στραφούμε στην παρηγοριά του δεύτερου τύπου, εύκολα θα πιστέψουμε ότι η θρησκεία μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Τα θύματα μιας τρομερής καταστροφής, όπως ένας σεισμός, συχνά αναφέρουν ότι τους παρηγορεί η σκέψη πως όλα είναι μέρος του ανεξιχνίαστου σχεδίου του Θεού: χωρίς αμφιβολία, κάτι καλό θα προκύψει με το πλήρωμα του χρόνου. Εάν κάποιος φοβάται το θάνατο, η ειλικρινής πίστη στην αθανασία της ψυχής μπορεί να τον παρηγορήσει —εκτός, φυσικά, εάν νομίζει ότι θα πάει στην κόλαση ή στο καθαρτήριο. Οι ψευδείς πεποιθήσεις μπορούν να προσφέρουν την ίδια παρηγοριά με τις αληθείς, μέχρι τη στιγμή της διάψευσης. Τούτο ισχύει και για μη θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ένας καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο ίσως παρηγορηθεί από το γιατρό ο οποίος τού λέει ψέματα ότι θεραπεύτηκε, εξίσου αποτελεσματικά με έναν άλλο άνθρωπο στον οποίο λένε την αλήθεια ότι θεραπεύτηκε. Η ειλικρινής και ολόψυχη πίστη στη μετά θάνατον ζωή είναι ακόμη περισσότερο άτρωτη από τη διάψευση απ’ ό,τι η πίστη σε έναν ψευδόμενο γιατρό. Το ψέμα του γιατρού έχει αποτέλεσμα μόνο μέχρι τη στιγμή που τα συμπτώματα γίνονται αναμφισβήτητα. Όποιος πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή δεν μπορεί ποτέ εν τέλει να διαψευστεί.
Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου