Ο Σωκράτης βρίσκεται σε παρέα νεαρών που περιλαμβάνει και τον Λύσι, ένα συνεσταλμένο και πολύ αγαπητό αγόρι. Τον ρωτάει αν πιστεύει ότι οι γονείς του τον αγαπούν και, άρα, αν θέλουν να είναι ευτυχισμένος. Ο Λύσις φυσικά απαντάει καταφατικά. «Σου φαίνεται όμως πως είναι ευτυχισμένος άνθρωπος εκείνος που υποτάσσεται και δεν μπορεί να κάνει τίποτα απ’ όσα θέλει;»207e. Ο Λύσις είναι στην ηλικία της εφηβείας και ο Σωκράτης του θυμίζει ότι οι γονείς του δεν τον αφήνουν ελεύθερο να κάνει ό,τι επιθυμεί. Δεν του επιτρέπεται να οδηγήσει το άρμα και την άμαξα του οίκου του, τον ίδιο του τον εαυτό τον εξουσιάζουν οι δάσκαλοί του και ο παιδαγωγός του, και δεν τον αφήνουν να ακουμπήσει ούτε τον αργαλειό, ενώ όλες αυτές τις δουλειές τις κάνουν δούλοι. «Και τους δούλους, όπως φαίνεται, υπολογίζουν περισσότερο από σένα»208b.
Ο Λύσις λέει πως ο λόγος για όλους αυτούς τους περιορισμούς είναι η μικρή του ηλικία, αλλά ο Σωκράτης τον διορθώνει λέγοντάς του ότι είναι λόγω της έλλειψης γνώσης που ο πατέρας του δεν του αναθέτει τέτοιες ευθύνες. Όταν ο πατέρας του πειστεί πως ο γιος του σκέφτεται καλύτερα από τον ίδιο, τότε θα του αναθέσει και την περιουσία του αλλά και τον εαυτό του. «Αν όμως γίνεις σοφός, παιδί μου, θα γίνουν όλοι φίλοι και οικείοι σου, γιατί θα είσαι χρήσιμος κι ενάρετος»210d. Για τον Σωκράτη η γνώση συνδέεται με την χρησιμότητα και την ευτυχία. Κανένας δεν αγαπάει κανέναν εφόσον είναι άχρηστος. Μέχρι να αποκτηθεί η γνώση λοιπόν, δε φαίνεται να μπορεί να υπάρχει φιλία.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι από μικρός το μόνο που επιθυμούσε ήταν η απόκτηση φίλων και όχι χρημάτων ή τιμών. Κι όμως, δεν πιστεύει πως έχει καταφέρει ακόμα να αποκτήσει πραγματικούς φίλους κι εκπλήσσεται που βλέπει μια τόσο καλή φιλία μεταξύ του Λύσι και του συνομήλικου Μενέξενου, ο οποίος ήταν επίσης παρών. Οπότε τους ρωτάει για τη φύση της φιλίας για να μπορέσει να την αποκτήσει κι αυτός. Η έννοια της «φιλίας» στην αρχαία Ελλάδα διέφερε από τη σημερινή. «Φιλικά» μεταξύ τους ήταν, εκτός από άνθρωποι, πράγματα, καταστάσεις, ιδιότητες κτλ. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται παραδείγματα όπως το άρρωστο σώμα που είναι «φιλικό» προς το φάρμακο, εξ ου και η λέξη «φιλοσοφία». Φυσικά, αυτή η έννοια συμπεριλαμβάνει και τη σημερινή «φιλία» μεταξύ δύο ανθρώπων.
«Ποιος από τους δύο γίνεται φίλος του άλλου, αυτός που αγαπάει γίνεται φίλος αυτού που αγαπιέται ή αυτός που αγαπιέται φίλος αυτού ο οποίος αγαπάει – ή σε τίποτα δεν διαφέρει;»212b. Ο Μενέξενος απαντάει ότι σε τίποτα δε διαφέρει, ότι δηλαδή για να πούμε κάποιον φίλο αρκεί, και πρέπει, ο ένας να αγαπάει τον άλλον. Όταν ο Σωκράτης όμως του φέρνει παραδείγματα από εραστές που ο ένας αγαπάει κάποιον αλλά ο δεύτερος όχι τον πρώτο, και μάλιστα ο δεύτερος μπορεί να τον μισεί, παραδέχεται ότι σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε ότι μεταξύ τους υπάρχει φιλία. Έτσι, η πρόταση παραφράζεται και τώρα λένε «Άρα αυτό που αγαπιέται είναι φιλικό σ’ αυτόν ο οποίος αγαπάει… είτε [αυτός] τον αγαπάει είτε τον μισεί»213e. Τα μικρά παιδιά, για παράδειγμα, όταν τιμωρούνται από τους γονείς φέρονται σαν να τους μισούν, ενώ αυτοί τα τιμωρούν ακριβώς επειδή τα αγαπούν. Εξ άλλου είναι οι φίλοι μας που θα μας εμποδίσουν να κάνουμε ό,τι θέλουμε σε κάτι που δεν κατέχουμε. Άρα φίλος μου είναι αυτός που εγώ αγαπάω, ενώ εγώ δεν είμαι αναγκαστικά φίλος του, και εχθρός μου είναι αυτός που μισώ, ενώ εγώ δεν είμαι αναγκαστικά δικός του εχθρός. Έτσι όμως, πολλοί αγαπιούνται από εχθρούς και μισιούνται από φίλους, αφού αυτός που εγώ αγαπώ (ο φίλος μου) μπορεί να με μισεί (είμαι εχθρός του)213a–b.
Αυτό φαίνεται παράλογο και στους δύο, οπότε ο Σωκράτης στρέφεται στον Λύσι, και του αναφέρει αυτά που λένε οι ποιητές και οι σοφοί ότι ο όμοιος γίνεται φίλος με τον όμοιό του214b. Αυτό θα σήμαινε ότι οι καλοί γίνονται φίλοι με τους καλούς και οι κακοί με τους κακούς. «Οι κακοί όμως, πράγμα το οποίο λέγεται γι’ αυτούς, δεν είναι ποτέ όμοιοι ούτε με τους εαυτούς τους, αλλά άστατοι και ανερμάτιστοι»214c. Έτσι, ο κακός ποτέ δεν γίνεται πραγματικός φίλος ούτε στον καλό ούτε στον κακό. Άρα φίλοι γίνονται μόνο οι καλοί.
Και οι καλοί όμως, και όποιοι είναι όμοιοι σε κάτι, δεν χρειάζονται ο ένας τον άλλον, γιατί σε αυτό που είναι καλοί και όμοιοι είναι αυτάρκεις. Όταν κάποιος είναι αυτάρκης σε κάτι, δεν του χρειάζεται αυτό, αφού δεν του λείπει, και άρα δεν το εκτιμά όταν το συναντήσει, και κάποιος που το έχει δεν μπορεί να τον βοηθήσει ως προς αυτό, αφού το κατέχει ήδη. Άρα οι όμοιοι δεν αγαπάνε ο ένας τον άλλον αφού δεν μπορούν να βοηθηθούνε μεταξύ τους, και άρα δεν μπορούν να γίνουν φίλοι. Από τη στιγμή που δεν εκτιμά ο ένας τον άλλον η φιλία είναι αδύνατη. Για παράδειγμα, «όσοι είναι ήδη σοφοί δεν αγαπούν τη σοφία, είτε είναι θεοί είτε άνθρωποι. Ούτε πάλι αγαπούν τη σοφία όσοι έχουν τόση άγνοια, ώστε να είναι κακοί˙ κακός άλλωστε και αμαθής που ν’ αγαπάει τη σοφία δεν υπάρχει»218a (βλέπουμε άλλη μια φορά τη σύνδεση που κάνει συχνά ο Σωκράτης της γνώσης με την αρετή). Υπολείπονται για να είναι φίλοι της σοφίας (φιλό-σοφοι), αυτοί που δεν είναι ούτε σοφοί ούτε εντελώς αμαθείς, τόσο που να μην ξέρουν καν ότι είναι αμαθείς.
Η συζήτηση φτάνει σε αδιέξοδο. Ο Σωκράτης τώρα λέει ότι κάποτε άκουσε κάποιον να λέει ότι, αντίθετα με το προηγούμενο, τα όμοια εχθρεύονται τα όμοιά τους, και μάλιστα αυτός επικαλούνταν τον Ησίοδο που έλεγε ότι «ο κεραμέας τον κεραμέα εχθρεύεται, και ο αοιδός τον αοιδό, και τον φτωχό ο φτωχός»215c. Τα ανόμοια όμως είναι γεμάτα φιλία, γιατί ο φτωχός έχει ανάγκη τον πλούσιο και ο πλούσιος τις υπηρεσίες του φτωχού, και ο ασθενής τον γιατρό κτλ. «Το εντελώς αντίθετο γίνεται κατ’ εξοχήν φιλικό με το αντίθετό του. Το καθένα δηλαδή επιθυμεί το αντίθετο και όχι το όμοιό του…Άλλωστε το αντίθετο είναι τροφή για το αντίθετό του, ενώ το όμοιο δεν είναι δυνατό ν’ αποκομίσει τίποτε από το όμοιό του»215e. Κι όμως, ούτε αυτή η οδός φαίνεται να μας οδηγεί κάπου, αφού θα έπρεπε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως πράγματα αντίθετα μεταξύ τους, όπως το δίκαιο με το άδικο, το καλό με το κακό και η εγκράτεια με την ακολασία είναι φιλικά το ένα με το άλλο, πράγμα παράλογο.
Ο Σωκράτης μαντεύει ότι η αλήθεια είναι πως το ωραίο και καλό είναι φιλικό αυτού που δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Και εφόσον τα όμοια δεν γίνονται φιλικά μεταξύ τους -και το κακό με κανένα- αυτό που δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό μπορεί μόνο με το καλό ή αγαθό να είναι φιλικό.216e Για παράδειγμα, ένα σώμα που είναι απολύτως υγιές δεν είναι φιλικό με τον γιατρό, γιατί δεν τον χρειάζεται. Το σώμα που είναι απόλυτα άρρωστο («κακό», το οποίο δηλαδή είναι σε σημείο που η αρρώστια το έχει καταλάβει και δεν υπάρχει γιατρειά) επίσης δεν τον χρειάζεται, αφού δεν μπορεί να το γιατρέψει. Το σώμα μας όμως συνήθως δεν βρίσκεται σε αυτές τις απόλυτες καταστάσεις. Δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, και χρειάζεται τον γιατρό όταν αρρωσταίνει, γι’ αυτό είμαστε φίλοι της Ιατρικής, που μας γιατρεύει. Κανένας υγιής δεν γίνεται φίλος του γιατρού εξαιτίας της υγείας του. Αντίθετα, ο άρρωστος εξαιτίας της ασθένειας.
Άρα κάτι που δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό (σώμα), γίνεται φιλικό με κάτι καλό (ιατρική), εξαιτίας της παρουσίας του κακού (ασθένεια).
Το ούτε καλό ούτε κακό είναι φιλικό προς το καλό πριν να επικρατήσει μέσα του το κακό και το μετατρέψει αυτό το ίδιο σε κακό, γιατί τότε, όντας κακό, δεν θα είναι φιλικό με τίποτα. Κι αυτό γιατί είναι ανάλογα με την κατάσταση που κάποια πράγματα αποκτούν ή όχι κάποιες ιδιότητες. Όπως και αν κάποιος βάψει με ψιμύθιο τα ξανθά μαλλιά, αυτά θα μοιάζουν άσπρα λόγω της παρουσίας του λευκού, αλλά δεν θα γίνουν άσπρα. Αν όμως έρθουν τα γηρατειά, τότε θα γίνουν άσπρα, λόγω της παρουσίας του λευκού. Αντίστοιχα, λόγω της παρουσίας του κακού, άλλα πράγματα γίνονται κακά, ενώ άλλα, ανάλογα με την παρούσα κατάσταση, δεν γίνονται. Όσον αφορά κάτι που δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, και η παρούσα κατάσταση είναι το κακό, αλλά αυτό δεν έχει μετατραπεί ακόμα σε κακό, είναι αυτή ακριβώς η κατάσταση της εμφάνισης του κακού που το κάνει να επιθυμεί το καλό. Αν η κατάσταση το μετατρέψει σε κακό, τότε δεν θα επιθυμεί πλέον το καλό. Τέλος, φίλος είναι κάποιος προς κάτι, και για κάποιο λόγο. Η φιλία δηλαδή έχει αντικείμενο, το οποίο διαφέρει από τον σκοπό της. Ο ασθενής είναι φίλος της ιατρικής με σκοπό να αποκτήσει υγεία.
Άρα αυτό που δεν είναι κακό ή καλό (σώμα) γίνεται φιλικό σε κάτι καλό (ιατρική) λόγω του κακού (ασθένεια), και εξαιτίας κάποιου άλλου καλού (υγεία).
Η υγεία είναι κάτι φιλικό εξαιτίας κάποιου πράγματος, το οποίο είναι επίσης φιλικό. Και εκείνο εξαιτίας κάποιου άλλου φιλικού πράγματος. Πρέπει «να φτάσουμε σε κάποια αρχή, η οποία δεν θα μας ξαναφέρει σε άλλο φιλικό πράγμα, αλλά θα μας οδηγήσει σε κείνο που είναι το πρωταρχικό φιλικό, εξαιτίας του οποίου και όλα τα άλλα λέμε ότι γίνονται φιλικά»219d. Πρέπει δηλαδή να δούμε πέρα από τις απεικονίσεις του φιλικού και να βρούμε το πραγματικά φιλικό.
Για παράδειγμα, ο πατέρας που αγαπά τον γιο του, αν ο γιος πιει κώνειο και η μόνη γιατρειά είναι το κρασί, τότε θα εκτιμήσει και θα αγαπήσει το κρασί και το αγγείο που το φέρει, όχι για άλλο λόγο, παρά για το ότι αυτά θα βοηθήσουν στο να σωθεί ο γιος του, δηλαδή για τον σκοπό που θα επιτελέσουν. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν αγαπάμε το ασήμι και τον χρυσό, αλλά εκείνα που αποδεικνύεται ότι εξαιτίας τους δημιουργούνται το ασήμι και ο χρυσός. Δεν είναι δηλαδή ότι αγαπάμε τον χρυσό, αλλά αυτά που μπορούμε να αγοράσουμε με αυτόν, το αίσθημα ασφάλειας που δίνει ο πλούτος κτλ.220a
Άρα καθετί που αποκαλούμε φιλικό είναι φιλικό επειδή οδηγεί σε αυτό που είναι πραγματικά φιλικό. Οι λεγόμενες φιλίες καταλήγουν σε αυτό που είναι όντως φιλικό. Το πραγματικά φιλικό λοιπόν δεν γίνεται φιλικό για χάρη κάποιου άλλου φιλικού.
Το καλό όμως, είναι φιλικό; Αν εξαφανιστεί το κακό τι θα συμβεί; Έχουμε αναφέρει τρία γένη. Το καλό, το κακό, και το ούτε καλό ούτε κακό. Αν εξαφανιστεί το κακό, και δεν αγγίζει ούτε το σώμα ούτε την ψυχή ούτε τίποτα άλλο, το αγαθό δεν θα μας χρησιμεύει σε τίποτα. Το αγαθό (φάρμακο) μας χρησιμεύει και το εκτιμάμε μόνο λόγω της παρουσίας του κακού (ασθένεια) και για χάρη του καλού (υγεία). Αν δεν υπάρχει ασθένεια, δεν χρειαζόμαστε φάρμακο, αφού έχουμε ήδη υγεία, και άρα δεν το εκτιμάμε και δεν το αγαπάμε. Γιατί το μόνο που μπορεί να μας προσφέρει το καλό είναι να διώξει το κακό, και δεν μας ωφελεί από μόνο του με κάποιον άλλον τρόπο.220a–d
Αν όμως εξαφανιστούν όλα τα κακά, θα εξαφανιστεί και η πείνα, για παράδειγμα; Όχι, γιατί η πείνα είναι άλλοτε βλαβερή και άλλοτε όχι βλαβερή. Είναι βλαβερή όταν προκαλεί λαιμαργία, αλλά ωφελεί αυτόν που πεινάει, όταν του θυμίζει να τραφεί για να συνεχίσει να ζει υγιείς. Άρα, ακόμα και να εξαφανιστεί το κακό, δεν θα συμπαρασύρει μαζί του όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες, αφού μεταξύ τους υπάρχουν και ωφέλιμες. Έχουμε παραδεχτεί όμως ότι φιλικά είναι αυτά που επιθυμούνται για κάποιον λόγο, και ότι αυτοί που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί επιθυμούν το καλό εξαιτίας του κακού. Τώρα όμως που μιλάμε για την εξαφάνιση του κακού, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ακόμα επιθυμίες, και άρα φιλίες. Άρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος να δημιουργούνται φιλίες, πέραν της ύπαρξης του κακού, κάτι που προηγουμένως μας διέφυγε.
Εκείνο που επιθυμεί κάποιος γίνεται φιλικό αυτού που έχει μια ανάγκη, και είναι κάτι που του έχει αφαιρεθεί. Άρα η επιθυμία, η φιλία και ο έρωτας έχουν σχέση με κάτι που μας ήταν οικείο και μας αφαιρέθηκε. Δύο άνθρωποι που είναι μεταξύ τους φίλοι έχουν ο ένας προς τον άλλον φυσικό σύνδεσμο, και ταιριάζουν είτε στην ψυχική διάθεση είτε στον χαρακτήρα είτε στην ψυχή είτε στη μορφή. «Το εκ φύσεως οικείο δημιουργεί κατ’ ανάγκη τη φιλία»222a. Αλλά πρέπει το οικείο να είναι κάτι διαφορετικό από το όμοιο, αφού είπαμε πως το όμοιο δεν μπορεί να επιθυμεί το όμοιό του, άρα ούτε να είναι φιλικό απέναντί του.
Και πώς θα εντοπίσουμε τι είναι το οικείο; Ο Σωκράτης παρουσιάζει δύο ενδεχόμενα. Μήπως το καλό είναι οικείο σε όλα τα γένη, και το κακό ξένο σε όλα, ή μήπως το καλό είναι οικείο στο καλό, το κακό στο κακό, και το ούτε καλό ούτε κακό σε αυτό που επίσης δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό; Ο Σωκράτης και οι συνδιαλεγόμενοί του συμφωνούν με το δεύτερο ενδεχόμενο. Έτσι όμως, προκύπτει πως ο κακός θα είναι εξίσου φίλος του κακού, και ο άδικος του άδικου, όσο και ο καλός θα είναι φίλος του καλού, αφού όλοι αυτοί θα επιθυμούν εξίσου το οικείο τους, και άρα θα είναι φίλοι απέναντί του. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει, αφού έχουμε ήδη συμφωνήσει ότι οι κακοί δεν μπορούνε να είναι φίλοι κανενός.
Οι συνομιλητές έφτασαν σε άλλο ένα αδιέξοδο. Και ενώ ο Σωκράτης ήθελε να απευθυνθεί στους γηραιότερους που ήταν παρόντες για κάποια συμβουλή, σταμάτησαν τη συζήτηση καθώς οι παιδαγωγοί του Μενέξενου και του Λύσιδος ήρθαν και τους πήραν για το σπίτι. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι γελοιοποιηθήκανε όλοι μαζί, καθώς «θα πουν δηλαδή τούτοι εδώ φεύγοντας ότι θέλουμε να είμαστε φίλοι μεταξύ μας…και δεν μπορέσαμε ακόμα να βρούμε τι είναι φίλος»223b.
Ο διάλογος Λύσις, ή περί φιλίας είναι από τους πλατωνικούς διαλόγους που δεν καταλήγουν σε κάποιο συμπέρασμα αναφορικά με το θέμα συζήτησης, και ο Σωκράτης αφήνει τους συνομιλητές του, το ακροατήριο και, πλέον, τους αναγνώστες να καταλήξουν μόνοι τους στα δικά τους συμπέρασμα ή να συνεχίσουν τον συλλογισμό. Τι πιο συνεπές από κάποιον που δήλωνε ότι δεν γνωρίζει ο ίδιος τίποτα ιδιαίτερο, και ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να εκμαιεύει ιδέες από άλλους με το ανακριτικό μυαλό του;
Πρόβλημα προέκυψε στον διάλογο όταν εικάστηκε η εξαφάνιση του κακού από τον κόσμο. Ακόμα και τότε συνεχίζουν να υπάρχουν επιθυμίες και άρα φιλίες, άρα το προηγούμενο συμπέρασμα ότι φιλίες υπάρχουν χάρη στην παρουσία του κακού γίνεται άτοπο.
Επιθυμίες υπάρχουν επειδή υπάρχουν ανάγκες. Μήπως και η ανάγκη είναι κάτι κακό; Όταν ο Σωκράτης μιλάει για την «όχι κακή επιθυμία» της πείνας, αποφεύγει να την ονομάσει «καλή πείνα»˙ εξ άλλου, μπορεί μεν η πείνα αυτή να μας ωφελεί αφού αποβλέπει στην αναζωογόνησή μας, αλλά από την άλλη δημιουργεί μια ανάγκη που θα μπορούσε, και μάλλον θα ήταν προτιμότερο, να λείπει, αφού εισάγει κάποιες υποχρεώσεις και ευθύνες στη ζωή μας. Εξαιτίας αυτών των υποχρεώσεων και ευθυνών, οι ανάγκες του σώματος και της ψυχής, περιορίζουν την ελευθερία μας. Αν κατά αυτόν τον τρόπο θεωρήσουμε ότι η ανάγκη είναι «κακό», τότε το αδιέξοδο της συζήτησης εξαφανίζεται, καθώς με την εξαφάνιση του κακού, θα χανόταν και η ανάγκη, και άρα η επιθυμία και η φιλία, οπότε θα μας αρκούσε το συμπέρασμα ότι φιλία δημιουργείται όταν εμφανίζεται το κακό.
Ο Σωκράτης δεν θα μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο˙ σύμφωνα με αυτόν οι επιθυμίες είναι «ούτε καλές ούτε κακές». Τι θα σήμαινε εξ άλλου να αρνηθούμε ως κακή κάθε ανάγκη/επιθυμία; Επιθυμία είναι και το να θέλουμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε˙ να γίνουμε «μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας». Η έννοια του «οικείου» έτσι, διαβάζεται όχι σαν κάτι που μας είναι συγγενές και μας έχει αφαιρεθεί, αλλά σαν κάτι που θα μπορούσαμε να έχουμε ή να γίνουμε, αλλά δεν το έχουμε ακόμα. Επιθυμούμε κάποιο επάγγελμα, να βρούμε σύντροφο, να κάνουμε ένα ταξίδι.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να πει ότι επιθυμούμε να βρούμε σύντροφο για να απολέσσουμε τη μοναξιά. Αυτή όμως είναι κάτι κακό, που είπαμε ότι εξαφανίστηκε. Έτσι, είτε πρέπει να παραδεχτούμε ότι φτάσαμε σε άλλο ένα αδιέξοδο είτε να ανασκευάσουμε τον Σωκράτη. Γιατί αν θεωρήσουμε ότι η συντροφιά είναι πάντα το αντίθετο της μοναξιάς, και γενικότερα το καλό αντίθετο του κακού, τότε τι μπορεί να εννοούσε όταν μίλησε για εξαφάνιση του κακού, χωρίς εξαφάνιση του καλού; Και τι είναι το «ούτε καλό ούτε κακό» παρά αυτό που αποτελείται από «καλά» και από «κακά»; Η εξαφάνιση του κακού λοιπόν θα έπρεπε να σημαίνει την εξαφάνιση και των τριών γενών, και άρα την εξαφάνιση όλης της ανθρώπινης εμπειρίας. Γιατί οι ανάγκες που γεννούν επιθυμίες και η ικανοποίηση αυτών των επιθυμιών, με την απόλαυση που ακολουθεί, είναι βασικά στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης. Μόνο οι θεοί δεν επιθυμούν.
Εξ άλλου, στο παράδειγμά του, όταν στο σώμα εμφανίζεται το κακό (η ασθένεια) το μόνο που μπορεί να συμβεί, που θα κάνει το σώμα να επιθυμεί κάτι για να αποκτήσει την υγεία, είναι ακριβώς η αφαίρεση μίας έκφανσης αυτής της κατάστασης υγείας του. Αν κάποιος αρχίσει να χάνει την όρασή του (αφαίρεση του οικείου), αυτό θα συμβαίνει εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή πάθησης (παρουσία του κακού). Και αυτό που θα συμβαίνει στον ασθενή θα είναι αυτό ακριβώς, θα χάνει την όραση που είναι φυσιολογικό να έχει, θα αφαιρείται δηλαδή αυτό που του είναι οικείο λόγω της εμφάνισης του κακού. Το να πούμε ότι «εμφανίζεται το κακό» ή ότι «αφαιρείται το οικείο», είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Δεδομένου φυσικά ότι η εξαφάνιση του κακού δεν είναι κάτι στο οποίο μπορούμε να αποβλέπουμε στην πρακτική μας εμπειρία, μας αρκεί το συμπέρασμα του Σωκράτη μέχρι εκείνο το σημείο. Το ότι δηλαδή είναι η παρουσία του κακού που μας έλκει στο καλό και δημιουργεί φιλίες. Ο κάθε ένας από μας, που είναι «ούτε καλός ούτε κακός», σε ό,τι είναι κακός, ή στον βαθμό που είναι κακός, επιθυμεί το καλό του άλλου, στον βαθμό που το κατέχει, για να μετριάσει το δικό του κακό. Η φιλία δημιουργείται από τις ατέλειές μας, αφού χάρη σε αυτές εκτιμούμε τις αρετές του άλλου.
Πλάτων – Λύσις (ή περί φιλίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου