Κι όμως, το 57πχ ο Λουκρήτιος τόλμησε να γράψει για τη θέση του ανθρώπου απέναντι στο σύμπαν χωρίς την επιρροή των θεών, στο «ωραιότερο διδακτικό ποίημα που σώζεται σήμερα σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου» όπως μας λέει ο φιλόλογος Χέρμπερτ Τένιγκς Ρόουζ.
«Και τώρα δεν είναι πολύ δύσκολο να σου εξηγήσω ποια αιτία διέδωσε τους θεούς σε μεγάλα έθνη και γέμισε τις πόλεις με βωμούς, φρόντισε να καθιερωθούν επίσημες τελετές, τελετές που ακόμα και σήμερα γίνονται με λαμπρότητα σε σπουδαίες ευκαιρίες σε ονομαστούς τόπους, απ’ όπου ακόμα και σήμερα μένει φυτεμένος μέσα στους θνητούς ο τρόμος, που σ’ όλη την οικουμένη υψώνει καινούριους ναούς για τους θεούς και αναγκάζει τους ανθρώπους να σπρώχνονται μέσα σ’ αυτούς τις γιορτάσιμες μέρες.
Πραγματικά, την εποχή εκείνη οι γενιές των θνητών έβλεπαν σε κατάσταση εγρήγορσης κι ακόμα πιο πολύ στον ύπνο τους θεούς με εξαιρετική μορφή και θαυμαστή σωματική διάπλαση.
Απέδιδαν λοιπόν σ’ αυτούς αίσθηση, γιατί τους φαίνονταν πως κουνούσαν τα μέλη τους και εκφωνούσαν λόγους υπέροχους, ανάλογους με τη λαμπρή μορφή και τις υπερβολικές τους δυνάμεις.
Τους απέδιδαν ζωή αιώνια, γιατί πάντα ανανεωνόταν το πρόσωπό τους και το παράστημά τους παράμενε το ίδιο· και προπαντός γιατί νόμιζαν πως δεν ήταν δυνατό, μια και ήταν τόσο δυνατοί και μεγάλοι, να νικηθούν εύκολα από οποιαδήποτε δύναμη.
Νόμιζαν πως ήταν πολύ μεγάλη η ευτυχία τους, γιατί κανένα τους δεν ενοχλούσε ο φόβος του θανάτου και συγχρόνως γιατί τους έβλεπαν στον ύπνο τους να κάνουν πολλά και θαυμαστά, χωρίς να κουράζονται καθόλου.
Παρατηρούσαν εξάλλου να περιφέρονται με τάξη καθορισμένη τα ουράνια σώματα, τις εποχές του έτους να κυλούν περιοδικά και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις αιτίες που τα προκαλούσαν αυτά. Έτσι το καταφύγιό τους ήταν να τ’ αποδίδουν όλα στους θεούς και να υποθέτουν πως όλα γίνονται με τη δίκιά τους θέληση.
Στον ουρανό τοποθέτησαν την κατοικία και την έδρα των θεών, γιατί στον ουρανό έβλεπαν να στρέφεται η νύχτα και το φεγγάρι, η μέρα και η νύχτα, και τα μεγαλοπρεπή σημεία της νύχτας, οι περιπλανώμενες τη νύχτα δάδες του ουρανού και οι φτερωτές φλόγες, τα σύννεφα, ο ήλιος, οι βροχές, το χιόνι, οι άνεμοι, οι κεραυνοί, το χαλάζι και οι απότομες βροντές και τ’ απειλητικά μουγκρητά.
Κακομοίρη ανθρώπινη γενιά, που καταλόγισε τέτοιες πράξεις στους θεούς και πίστεψε ακόμα πως η οργή τους είναι φοβερή! Πόσους θρήνους προκάλεσαν στον εαυτό τους, πόσες πληγές σ’ εμάς και πόσα δάκρυα στους απογόνους μας!
Δεν είναι ευσέβεια να παρουσιάζεται κανείς συχνά με το κεφάλι σκεπασμένο, στραμμένος σε μια πέτρα και να πλησιάζει σ’ όλους τους βωμούς. Ούτε να πέφτει στο χώμα προσκυνώντας και ν’ απλώνει τις παλάμες μπροστά στα ιερά των θεών ούτε να ποτίζει τους βωμούς με το άφθονο αίμα των ζώων ούτε να κομποδένει μια ευχή πάνω στην άλλη - αλλά μάλλον να μπορεί να τ’ αντικρίζει όλα με ατάραχη σκέψη.
Γιατί, όταν ρίχνομε το βλέμμα ψηλά στις ουράνιες περιοχές του μεγάλου κόσμου και στον αιθέρα με τα μπηγμένα πάνω του αστέρια, όταν η σκέψη μας πάει στις πορείες του ήλιου και της σελήνης, τότε μες στις καρδιές μας που καταπιέζονται από άλλα κακά, μια φροντίδα ξυπνάει και αρχίζει να σηκώνει το κεφάλι: μήπως τυχόν βρίσκεται μπροστά μας καμιά τεράστια θεϊκή δύναμη, που στρέφει τα λευκά αστέρια με ποικίλες κινήσεις.
Γιατί η άγνοια των αιτιών προβάλλει τη γεμάτη αμφιβολίες σκέψη, μήπως υπήρξε κάποια αρχική γέννηση του κόσμου και συγχρόνως μήπως υπάρχει κάποιο τέλος, που να μπορούν μέχρις αυτό τα τείχη του κόσμου ν’ αντέξουν αυτή την κούραση της αέναης κίνησης, ή μήπως, προικισμένα από τους θεούς με μια αιώνια ύπαρξη, μπορούν γλιστρώντας με συνεχή κίνηση στο χρόνο να περιφρονούν τις σκληρές δυνάμεις της αιωνιότητας.
Εξάλλου ποιανού δε σφίγγεται η καρδιά από το φόβο των θεών, ποιανού δε μαζεύονται τα μέλη από τον τρόμο, όταν η κατάξερη γης τρέμει από το φριχτό χτύπημα του κεραυνού και τα μουγκρητά διατρέχουν τον απέραντο ουρανό; Δεν τρέμουν οι λαοί και τα έθνη, δε ζαρώνουν οι βασιλιάδες χτυπημένοι από το φόβο των θεών, μήπως φτάσει η βαριά ώρα της τιμωρίας για κάποια κακή τους πράξη ή περήφανο λόγο;
Ακόμα, όταν η δύναμη του ορμητικού ανέμου σαρώνει το ναύαρχο πάνω στο πέλαγο μαζί με τις δυνατές του λεγεώνες και τους ελέφαντες, δε ζητάει με τις ευχές του την ειρήνη των θεών, δεν παρακαλεί με την προσευχή του για ήσυχους ανέμους και ευνοϊκές αύρες; Μάταια όμως, γιατί συχνά αρπαγμένος από δυνατό σίφουνα πετιέται στα ρηχά του θανάτου. Σε τέτοιο βαθμό μια δύναμη κρυμμένη συντρίβει τ’ ανθρώπινα πράγματα και φαίνεται να τσαλαπατάει τις ωραίες ράβδους των υπάτων και τα σκληρά τσεκουριά. Φαίνεται να τα κοροϊδεύει.
Τέλος, όταν κάτω από τα πόδια μας σαλεύει ολόκληρη η γη, όταν οι πόλεις κλονίζονται και πέφτουν ή απειλούνται να γκρεμιστούν, τι το παράξενο αν νιώθουν περιφρόνηση για τον εαυτό τους οι ανθρώπινες γενιές κι αναγνωρίζουν μεγάλη και θαυμαστή εξουσία πάνω στα ανθρώπινα πράγματα στις δυνάμεις των θεών που κυβερνούν τα πάντα;»
Λουκρήτιος - De rerum natura, Περί της φύσεως των πραγμάτων
------------
Σημείωση
Από το έργο αυτό του Λουκρητίου γνώρισε ουσιαστικά η Ευρώπη την ατομική φυσική του Επίκουρου, όπου έχουν τη ρίζα τους πολλά θέματα που τελειοποίησε ή και καλείται ακόμη να τελειοποιήσει η νεότερη ατομική επιστήμη γιατί στην πραγματικότητα κρύβεται ένας ανάλογος προβληματισμός.
Από το έργο αυτό του Λουκρητίου γνώρισε ουσιαστικά η Ευρώπη την ατομική φυσική του Επίκουρου, όπου έχουν τη ρίζα τους πολλά θέματα που τελειοποίησε ή και καλείται ακόμη να τελειοποιήσει η νεότερη ατομική επιστήμη γιατί στην πραγματικότητα κρύβεται ένας ανάλογος προβληματισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου