[153e] [10] Ἀποδεξαμένων δὲ πάντων τὸν Θαλῆν, ὁ Κλεόδωρος εἶπε, «τοιαῦτ᾽ ἐρωτᾶν καὶ ἀποκρίνεσθαι βασιλεῦσιν, ὦ Νειλόξενε, προσῆκόν ἐστιν· ὁ δὲ προπίνων τὴν θάλατταν Ἀμάσιδι βάρβαρος ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίας, ᾗ πρὸς Ἀλυάττην ἐχρήσατο προστάττοντά τι καὶ γράφοντα Λεσβίοις ὑπερήφανον, ἀποκρινάμενος οὐδὲν ἀλλ᾽ ἢ μόνον κελεύσας κρόμμυα καὶ θερμὸν ἄρτον ἐσθίειν.»
Ὑπολαβὼν οὖν ὁ Περίανδρος «ἀλλὰ μήν,» ἔφη, «καὶ τοῖς παλαιοῖς Ἕλλησιν ἔθος ἦν, ὦ Κλεόδωρε,
[153f] τοιαύτας ἀλλήλοις ἀπορίας προβάλλειν. ἀκούομεν γὰρ ὅτι καὶ πρὸς τὰς Ἀμφιδάμαντος ταφὰς εἰς Χαλκίδα τῶν τότε σοφῶν οἱ δοκιμώτατοι ποιηταὶ συνῆλθον· ἦν δ᾽ ὁ Ἀμφιδάμας ἀνὴρ πολεμικός, καὶ πολλὰ πράγματα παρασχὼν Ἐρετριεῦσιν ἐν ταῖς περὶ Ληλάντου μάχαις ἔπεσεν. ἐπεὶ δὲ τὰ παρεσκευασμένα τοῖς ποιηταῖς ἔπη χαλεπὴν καὶ δύσκολον ἐποίει τὴν κρίσιν διὰ τὸ ἐφάμιλλον, ἥ τε δόξα τῶν ἀγωνιστῶν, Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου, πολλὴν
[154a] ἀπορίαν μετ᾽ αἰδοῦς τοῖς κρίνουσι παρεῖχεν, ἐτράποντο πρὸς τοιαύτας ἐρωτήσεις, καὶ προέβαλ᾽ ὁ μέν, ὥς φησι Λέσχης,
Μοῦσά μοι ἔννεπε κεῖνα, τὰ μήτ᾽ ἐγένοντο πάροιθε
μήτ᾽ ἔσται μετόπισθεν,
ἀπεκρίνατο δ᾽ Ἡσίοδος ἐκ τοῦ παρατυχόντος
ἀλλ᾽ ὅταν ἀμφὶ Διὸς τύμβῳ καναχήποδες ἵπποι
ἅρματα συντρίψωσιν ἐπειγόμενοι περὶ νίκης.
καὶ διὰ τοῦτο λέγεται μάλιστα θαυμασθεὶς τοῦ τρίποδος τυχεῖν.»
«Τί δὲ ταῦθ᾽,» ὁ Κλεόδωρος εἶπε, «διαφέρει
[154b] τῶν Εὐμήτιδος αἰνιγμάτων; ἃ ταύτην μὲν ἴσως οὐκ ἀπρεπές ἐστι παίζουσαν καὶ διαπλέκουσαν ὥσπερ ἕτεραι ζωνία καὶ κεκρυφάλους προβάλλειν ταῖς γυναιξίν, ἄνδρας δὲ νοῦν ἔχοντας ἔν τινι σπουδῇ τίθεσθαι γελοῖον.»
Ἡ μὲν οὖν Εὔμητις ἡδέως ἂν εἰποῦσά τι πρὸς αὐτόν, ὡς ἐφαίνετο, κατέσχεν ἑαυτὴν ὑπ᾽ αἰδοῦς, καὶ ἀνεπλήσθη τὸ πρόσωπον ἐρυθήματος· ὁ δ᾽ Αἴσωπος οἷον ἀμυνόμενος ὑπὲρ αὐτῆς «οὐ γελοιότερον οὖν,» εἶπε, «τὸ μὴ δύνασθαι ταῦτα διαλύειν, οἷόν ἐστιν ὃ μικρὸν ἔμπροσθεν ἡμῖν τοῦ δείπνου προέβαλεν,
ἄνδρ᾽ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κολλήσαντα;
τί τοῦτ᾽ ἐστὶν ἔχοις ἂν εἰπεῖν;»
[154c] «Ἀλλ᾽ οὐδὲ μαθεῖν δέομαι,» ἔφη ὁ Κλεόδωρος.
«Καὶ μὴν οὐδείς,» ἔφη, «σοῦ τοῦτο μᾶλλον οἶδεν οὐδὲ ποιεῖ βέλτιον· εἰ δ᾽ ἀρνῇ, μάρτυρας ἔχω σικύας.»
Ὁ μὲν οὖν Κλεόδωρος ἐγέλασε· καὶ γὰρ ἐχρῆτο μάλιστα ταῖς σικύαις τῶν καθ᾽ αὑτὸν ἰατρῶν, καὶ δόξαν οὐχ ἥκιστα τὸ βοήθημα τοῦτο δι᾽ ἐκεῖνον ἔσχηκε.
***
[153e] [10] Όταν οι γνώμες του Θαλή έγιναν αποδεκτές από όλους, ο Κλεόδωρος είπε: «Να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις και να δίνουν τέτοιου είδους απαντήσεις είναι, Νειλόξενε, κάτι που ταιριάζει στους βασιλιάδες. Ο βάρβαρος όμως που ζήτησε από τον Άμαση να πιει τη θάλασσα, χρειαζόταν τη βραχυλογία που χρησιμοποίησε ο Πιττακός προς τον Αλυάττη, όταν αυτός έγραψε και έστειλε στους κατοίκους της Λέσβου μια αλαζονική και αυταρχική διαταγή· ο Πιττακός λοιπόν δεν του έδωσε καμιά απάντηση και μόνο του παράγγειλε να τρώει κρεμμύδια και ζεστό ψωμί.»
Πήρε τότε τον λόγο ο Περίανδρος και είπε: «Εν πάση περιπτώσει, Κλεόδωρε, και οι παλιοί Έλληνες είχαν τη συνήθεια
[153f] να απευθύνουν ο ένας στον άλλον τέτοιου είδους περίπλοκες ερωτήσεις. Ακούμε, πράγματι, ότι κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα συγκεντρώθηκαν στη Χαλκίδα οι πιο φημισμένοι ποιητές μεταξύ των σοφών ανδρών της εποχής. Ο Αμφιδάμαντας ήταν ένας πολεμιστής, που είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στους Ερετριείς και σκοτώθηκε σε μια από τις μάχες για τη Ληλάντεια πεδιάδα. Επειδή όμως οι στίχοι που είχαν γράψει οι ποιητές έκαναν με την ισοδυναμία τους δύσκολη και δυσάρεστη τη διαδικασία της κρίσης, και από την άλλη η φήμη των ανταγωνιστών, του Ομήρου δηλαδή και του Ησιόδου, προκαλούσε μεγάλη
[154a] αμηχανία και διστακτικότητα στους κριτές, κατέφυγαν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις, και, όπως λέει ο Λέσχης, ο Όμηρος πρότεινε:
Μούσα, έλα τραγούδησέ μου όσα δεν έγιναν ποτέ
κι ούτε ποτέ θα γίνουν,
και ο Ησίοδος τού απάντησε εκ του προχείρου:
όταν άλογα βροντοπόδαρα τ᾽ αμάξια τους θα σπάσουν
στου Δία τον τάφο ολόγυρα τρέχοντας για τη νίκη·
γι᾽ αυτή του την απάντηση λένε ότι ο Ησίοδος κέρδισε τον γενικό θαυμασμό και πήρε ως βραβείο τον τρίποδα».
«Σε τί όμως διαφέρουν όλα αυτά», είπε ο Κλεόδωρος, «από τα αινίγματα της Εύμητης;
[154b] Το να πλέκει εκείνη για διασκέδαση τέτοια αινίγματα —όπως άλλες πλέκουν ζώνες και κεφαλόδεσμους— και να τα παρουσιάζει ύστερα στις γυναίκες, ίσως δεν είναι αταίριαστο πράγμα· άντρες όμως με μυαλό να δίνουν σ᾽ αυτά και την παραμικρή σημασία, είναι πράγμα γελοίο».
Η Εύμητη —φάνηκε καθαρά— πολύ θα το ᾽θελε να του δώσει τότε μιαν απάντηση, συγκρατήθηκε όμως από συστολή και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Ο Αίσωπος όμως, σαν για να την υπερασπισθεί, είπε: «Δεν είναι όμως πιο γελοίο το να μη μπορεί κανείς να τα λύσει τα αινίγματα αυτά; Όπως, ας πούμε, αυτό που μας πρότεινε λίγο πριν το δείπνο:
Είδα κάποιον με φωτιά χαλκό σε κάποιον άλλον να κολλάει.
Αλήθεια, θα μπορούσες να μου πεις τί είναι αυτό;»
[154c] «Μα ούτε και θέλω να το μάθω», είπε ο Κλεόδωρος.
«Και όμως», είπε ο Αίσωπος, «κανένας δεν το ξέρει καλύτερα από σένα, και ούτε υπάρχει κανείς που να μπορεί να το κάνει καλύτερα από σένα. Αν δεν το παραδέχεσαι, έχω μάρτυρες τις βεντούζες».
Γέλασε τότε ο Κλεόδωρος, αφού από τους γιατρούς της εποχής του κανένας δεν χρησιμοποιούσε τόσο πολύ τις βεντούζες όσο εκείνος, και αφού το θεραπευτικό αυτό μέσο απέκτησε πολύ μεγάλη υπόληψη χάρη σ᾽ εκείνον.
Ὑπολαβὼν οὖν ὁ Περίανδρος «ἀλλὰ μήν,» ἔφη, «καὶ τοῖς παλαιοῖς Ἕλλησιν ἔθος ἦν, ὦ Κλεόδωρε,
[153f] τοιαύτας ἀλλήλοις ἀπορίας προβάλλειν. ἀκούομεν γὰρ ὅτι καὶ πρὸς τὰς Ἀμφιδάμαντος ταφὰς εἰς Χαλκίδα τῶν τότε σοφῶν οἱ δοκιμώτατοι ποιηταὶ συνῆλθον· ἦν δ᾽ ὁ Ἀμφιδάμας ἀνὴρ πολεμικός, καὶ πολλὰ πράγματα παρασχὼν Ἐρετριεῦσιν ἐν ταῖς περὶ Ληλάντου μάχαις ἔπεσεν. ἐπεὶ δὲ τὰ παρεσκευασμένα τοῖς ποιηταῖς ἔπη χαλεπὴν καὶ δύσκολον ἐποίει τὴν κρίσιν διὰ τὸ ἐφάμιλλον, ἥ τε δόξα τῶν ἀγωνιστῶν, Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου, πολλὴν
[154a] ἀπορίαν μετ᾽ αἰδοῦς τοῖς κρίνουσι παρεῖχεν, ἐτράποντο πρὸς τοιαύτας ἐρωτήσεις, καὶ προέβαλ᾽ ὁ μέν, ὥς φησι Λέσχης,
Μοῦσά μοι ἔννεπε κεῖνα, τὰ μήτ᾽ ἐγένοντο πάροιθε
μήτ᾽ ἔσται μετόπισθεν,
ἀπεκρίνατο δ᾽ Ἡσίοδος ἐκ τοῦ παρατυχόντος
ἀλλ᾽ ὅταν ἀμφὶ Διὸς τύμβῳ καναχήποδες ἵπποι
ἅρματα συντρίψωσιν ἐπειγόμενοι περὶ νίκης.
καὶ διὰ τοῦτο λέγεται μάλιστα θαυμασθεὶς τοῦ τρίποδος τυχεῖν.»
«Τί δὲ ταῦθ᾽,» ὁ Κλεόδωρος εἶπε, «διαφέρει
[154b] τῶν Εὐμήτιδος αἰνιγμάτων; ἃ ταύτην μὲν ἴσως οὐκ ἀπρεπές ἐστι παίζουσαν καὶ διαπλέκουσαν ὥσπερ ἕτεραι ζωνία καὶ κεκρυφάλους προβάλλειν ταῖς γυναιξίν, ἄνδρας δὲ νοῦν ἔχοντας ἔν τινι σπουδῇ τίθεσθαι γελοῖον.»
Ἡ μὲν οὖν Εὔμητις ἡδέως ἂν εἰποῦσά τι πρὸς αὐτόν, ὡς ἐφαίνετο, κατέσχεν ἑαυτὴν ὑπ᾽ αἰδοῦς, καὶ ἀνεπλήσθη τὸ πρόσωπον ἐρυθήματος· ὁ δ᾽ Αἴσωπος οἷον ἀμυνόμενος ὑπὲρ αὐτῆς «οὐ γελοιότερον οὖν,» εἶπε, «τὸ μὴ δύνασθαι ταῦτα διαλύειν, οἷόν ἐστιν ὃ μικρὸν ἔμπροσθεν ἡμῖν τοῦ δείπνου προέβαλεν,
ἄνδρ᾽ εἶδον πυρὶ χαλκὸν ἐπ᾽ ἀνέρι κολλήσαντα;
τί τοῦτ᾽ ἐστὶν ἔχοις ἂν εἰπεῖν;»
[154c] «Ἀλλ᾽ οὐδὲ μαθεῖν δέομαι,» ἔφη ὁ Κλεόδωρος.
«Καὶ μὴν οὐδείς,» ἔφη, «σοῦ τοῦτο μᾶλλον οἶδεν οὐδὲ ποιεῖ βέλτιον· εἰ δ᾽ ἀρνῇ, μάρτυρας ἔχω σικύας.»
Ὁ μὲν οὖν Κλεόδωρος ἐγέλασε· καὶ γὰρ ἐχρῆτο μάλιστα ταῖς σικύαις τῶν καθ᾽ αὑτὸν ἰατρῶν, καὶ δόξαν οὐχ ἥκιστα τὸ βοήθημα τοῦτο δι᾽ ἐκεῖνον ἔσχηκε.
***
[153e] [10] Όταν οι γνώμες του Θαλή έγιναν αποδεκτές από όλους, ο Κλεόδωρος είπε: «Να κάνουν τέτοιου είδους ερωτήσεις και να δίνουν τέτοιου είδους απαντήσεις είναι, Νειλόξενε, κάτι που ταιριάζει στους βασιλιάδες. Ο βάρβαρος όμως που ζήτησε από τον Άμαση να πιει τη θάλασσα, χρειαζόταν τη βραχυλογία που χρησιμοποίησε ο Πιττακός προς τον Αλυάττη, όταν αυτός έγραψε και έστειλε στους κατοίκους της Λέσβου μια αλαζονική και αυταρχική διαταγή· ο Πιττακός λοιπόν δεν του έδωσε καμιά απάντηση και μόνο του παράγγειλε να τρώει κρεμμύδια και ζεστό ψωμί.»
Πήρε τότε τον λόγο ο Περίανδρος και είπε: «Εν πάση περιπτώσει, Κλεόδωρε, και οι παλιοί Έλληνες είχαν τη συνήθεια
[153f] να απευθύνουν ο ένας στον άλλον τέτοιου είδους περίπλοκες ερωτήσεις. Ακούμε, πράγματι, ότι κατά την ταφή του Αμφιδάμαντα συγκεντρώθηκαν στη Χαλκίδα οι πιο φημισμένοι ποιητές μεταξύ των σοφών ανδρών της εποχής. Ο Αμφιδάμαντας ήταν ένας πολεμιστής, που είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα στους Ερετριείς και σκοτώθηκε σε μια από τις μάχες για τη Ληλάντεια πεδιάδα. Επειδή όμως οι στίχοι που είχαν γράψει οι ποιητές έκαναν με την ισοδυναμία τους δύσκολη και δυσάρεστη τη διαδικασία της κρίσης, και από την άλλη η φήμη των ανταγωνιστών, του Ομήρου δηλαδή και του Ησιόδου, προκαλούσε μεγάλη
[154a] αμηχανία και διστακτικότητα στους κριτές, κατέφυγαν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις, και, όπως λέει ο Λέσχης, ο Όμηρος πρότεινε:
Μούσα, έλα τραγούδησέ μου όσα δεν έγιναν ποτέ
κι ούτε ποτέ θα γίνουν,
και ο Ησίοδος τού απάντησε εκ του προχείρου:
όταν άλογα βροντοπόδαρα τ᾽ αμάξια τους θα σπάσουν
στου Δία τον τάφο ολόγυρα τρέχοντας για τη νίκη·
γι᾽ αυτή του την απάντηση λένε ότι ο Ησίοδος κέρδισε τον γενικό θαυμασμό και πήρε ως βραβείο τον τρίποδα».
«Σε τί όμως διαφέρουν όλα αυτά», είπε ο Κλεόδωρος, «από τα αινίγματα της Εύμητης;
[154b] Το να πλέκει εκείνη για διασκέδαση τέτοια αινίγματα —όπως άλλες πλέκουν ζώνες και κεφαλόδεσμους— και να τα παρουσιάζει ύστερα στις γυναίκες, ίσως δεν είναι αταίριαστο πράγμα· άντρες όμως με μυαλό να δίνουν σ᾽ αυτά και την παραμικρή σημασία, είναι πράγμα γελοίο».
Η Εύμητη —φάνηκε καθαρά— πολύ θα το ᾽θελε να του δώσει τότε μιαν απάντηση, συγκρατήθηκε όμως από συστολή και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Ο Αίσωπος όμως, σαν για να την υπερασπισθεί, είπε: «Δεν είναι όμως πιο γελοίο το να μη μπορεί κανείς να τα λύσει τα αινίγματα αυτά; Όπως, ας πούμε, αυτό που μας πρότεινε λίγο πριν το δείπνο:
Είδα κάποιον με φωτιά χαλκό σε κάποιον άλλον να κολλάει.
Αλήθεια, θα μπορούσες να μου πεις τί είναι αυτό;»
[154c] «Μα ούτε και θέλω να το μάθω», είπε ο Κλεόδωρος.
«Και όμως», είπε ο Αίσωπος, «κανένας δεν το ξέρει καλύτερα από σένα, και ούτε υπάρχει κανείς που να μπορεί να το κάνει καλύτερα από σένα. Αν δεν το παραδέχεσαι, έχω μάρτυρες τις βεντούζες».
Γέλασε τότε ο Κλεόδωρος, αφού από τους γιατρούς της εποχής του κανένας δεν χρησιμοποιούσε τόσο πολύ τις βεντούζες όσο εκείνος, και αφού το θεραπευτικό αυτό μέσο απέκτησε πολύ μεγάλη υπόληψη χάρη σ᾽ εκείνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου