Είμαστε περίεργα πλάσματα και το ξέρουμε κι οι ίδιοι. Όχι τόσο με την πολυδιαφημιζόμενη κι ενίοτε εμπορική έννοια της περιέργειας, αλλά με αυτή της πλήρους κατανόησης της εκκεντρικότητας –μικρής ή μεγάλης, ευδιάκριτης ή κρυμμένης– που διακατέχει τον καθένα από εμάς.
Με το πέρασμα των χρόνων μας στη Γη κάνουμε ολοένα και περισσότερα βήματα προς αυτή. Μαθαίνουμε να την εντοπίζουμε να την κατανοούμε και να την αγκαλιάσουμε, αν χρειαστεί, γιατί κι αυτή όπως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μας συμπληρώνουν τα κομμάτια του παζλ της ύπαρξής μας.
Στο δρόμο προς την κατανόηση αυτή σαστίσαμε πολλές φορές μπροστά στα ευρήματα που αντικρίσαμε, κομπιάσαμε άλλες τόσες όταν κάτι δεν ξέραμε ακριβώς τι είναι, σταθήκαμε αμήχανα μπροστά στους άλλους και στον καθρέφτη προσπαθώντας μάταια πολλές φορές να το εξηγήσουμε κι αποτύχαμε ξανά και ξανά προσπαθώντας να το απομακρύνουμε ή να το πατάξουμε.
Σε ένα πλαίσιο κανονικότητας, που την αναμασά διαρκώς ο κόσμος που ζούμε, ξεχάσαμε –αν μας πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να το κάνουμε– πώς είναι να γελάμε με μας τους ίδιους. Πώς είναι να απολαμβάνουμε τις αμηχανίες μας, να ξεκαρδιζόμαστε μπροστά στην σύγχυση της ίδιας μας της ύπαρξης, να περνάμε καλά με το ότι δεν έχουμε απαντήσεις, να είμαστε άνετοι με την ιδέα ότι είμαστε αδέξιοι, αντιφατικοί, ότι δεν ξέρουμε πώς να φερθούμε, ότι κάποιες φορές φοβόμαστε, ενώ δεν πρέπει κι είμαστε γενναίοι εκεί που δε χρειάζεται.
Να μη μας στριμώχνει το ότι κάναμε λάθη, γιατί θα κάνουμε κι άλλα κι όσο χαμογελάμε στην παραδοχή τους και δε στριμωχνόμαστε στη γωνία από μόνοι μας, τόσο περισσότερο φως αφήνουμε να μπει μέσα για να τα διακρίνουμε. Να το προτιμάμε να γελάμε εμείς με όσο χαραμίσαμε ή με όσα πήγαν χαμένα και στην άβολη σκέψη ότι μπορεί και κάποιος άλλος να γελάει με μας, ας τον πάρουμε αγκαλιά να γελάσει μαζί με εμάς.
Κι εκεί πάνω, στην όλη ευθυμία, ας του δείξουμε πώς να το κάνει και με τον εαυτό του συνειδητοποιώντας μια και καλή ότι τις φορές που γελάσαμε κι εμείς σε βάρος κάποιου άλλου ήταν γιατί δεν είχαμε βρει τον τρόπο να γελάσουμε πρώτα με τον εαυτό μας. Να απολαύσουμε τις άβολες στιγμές μας όπως τους αξίζει.
Γεννηθήκαμε κι ανατραφήκαμε σε μια νόρμα που υπαγορεύει να γιορτάζονται, να εξυμνούνται, να εξιδανικεύονται και να μένουν στη μνήμη μόνο οι στιγμές θριάμβου. Οι στιγμές που κάποιος νικάει, που κάποιος καταχειροκροτείται, που κάποιος ανταμείβεται, που κάποιος θριαμβευτικά βρίσκει το θησαυρό και τον μοστράρει περήφανα, που κάποιος ανέβηκε στην κορυφή και πλέον τον θαυμάζουν όλοι.
Έτσι ποτέ δεν επινοήθηκε χώρος, ποτέ δε βρέθηκε σωστό συναίσθημα αποδοχής κι απόλαυσης, ποτέ δεν έγινε καν λόγος για όλες τις στιγμές, για όλες τις φορές που μας βοήθησαν να τα καταφέρουμε ως εδώ σήμερα, να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, που απλώσαμε το χέρι και στους άλλους, νιώθοντας τι είναι κι αυτοί, που νιώθαμε να μας πλησιάζει η τρέλα, η παράνοια ή η μαυρίλα της απελπισίας, αλλά τελικά τα βγάλαμε πέρα έστω κι αν πέρασαν πολλές μέρες σε αυτό το χρώμα μέχρι να τα καταφέρουμε, που μέναμε στη γωνία αμήχανοι, φοβισμένοι στρυμωγμένοι και τολμήσαμε αυτό που φαίνεται παράλογο ή γελοίο, το να πούμε στον εαυτό μας το πόση απέραντη πλάκα έχει η ζωή κι έτσι χαχανίζοντας βοηθήσαμε τις στιγμές αυτές να εκπληρώσουν όλες το σκοπό τους. Τους το χρωστούσαμε, άλλωστε. Χωρίς αυτές δε θα ήμασταν εμείς.
Με το πέρασμα των χρόνων μας στη Γη κάνουμε ολοένα και περισσότερα βήματα προς αυτή. Μαθαίνουμε να την εντοπίζουμε να την κατανοούμε και να την αγκαλιάσουμε, αν χρειαστεί, γιατί κι αυτή όπως και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μας συμπληρώνουν τα κομμάτια του παζλ της ύπαρξής μας.
Στο δρόμο προς την κατανόηση αυτή σαστίσαμε πολλές φορές μπροστά στα ευρήματα που αντικρίσαμε, κομπιάσαμε άλλες τόσες όταν κάτι δεν ξέραμε ακριβώς τι είναι, σταθήκαμε αμήχανα μπροστά στους άλλους και στον καθρέφτη προσπαθώντας μάταια πολλές φορές να το εξηγήσουμε κι αποτύχαμε ξανά και ξανά προσπαθώντας να το απομακρύνουμε ή να το πατάξουμε.
Σε ένα πλαίσιο κανονικότητας, που την αναμασά διαρκώς ο κόσμος που ζούμε, ξεχάσαμε –αν μας πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να το κάνουμε– πώς είναι να γελάμε με μας τους ίδιους. Πώς είναι να απολαμβάνουμε τις αμηχανίες μας, να ξεκαρδιζόμαστε μπροστά στην σύγχυση της ίδιας μας της ύπαρξης, να περνάμε καλά με το ότι δεν έχουμε απαντήσεις, να είμαστε άνετοι με την ιδέα ότι είμαστε αδέξιοι, αντιφατικοί, ότι δεν ξέρουμε πώς να φερθούμε, ότι κάποιες φορές φοβόμαστε, ενώ δεν πρέπει κι είμαστε γενναίοι εκεί που δε χρειάζεται.
Να μη μας στριμώχνει το ότι κάναμε λάθη, γιατί θα κάνουμε κι άλλα κι όσο χαμογελάμε στην παραδοχή τους και δε στριμωχνόμαστε στη γωνία από μόνοι μας, τόσο περισσότερο φως αφήνουμε να μπει μέσα για να τα διακρίνουμε. Να το προτιμάμε να γελάμε εμείς με όσο χαραμίσαμε ή με όσα πήγαν χαμένα και στην άβολη σκέψη ότι μπορεί και κάποιος άλλος να γελάει με μας, ας τον πάρουμε αγκαλιά να γελάσει μαζί με εμάς.
Κι εκεί πάνω, στην όλη ευθυμία, ας του δείξουμε πώς να το κάνει και με τον εαυτό του συνειδητοποιώντας μια και καλή ότι τις φορές που γελάσαμε κι εμείς σε βάρος κάποιου άλλου ήταν γιατί δεν είχαμε βρει τον τρόπο να γελάσουμε πρώτα με τον εαυτό μας. Να απολαύσουμε τις άβολες στιγμές μας όπως τους αξίζει.
Γεννηθήκαμε κι ανατραφήκαμε σε μια νόρμα που υπαγορεύει να γιορτάζονται, να εξυμνούνται, να εξιδανικεύονται και να μένουν στη μνήμη μόνο οι στιγμές θριάμβου. Οι στιγμές που κάποιος νικάει, που κάποιος καταχειροκροτείται, που κάποιος ανταμείβεται, που κάποιος θριαμβευτικά βρίσκει το θησαυρό και τον μοστράρει περήφανα, που κάποιος ανέβηκε στην κορυφή και πλέον τον θαυμάζουν όλοι.
Έτσι ποτέ δεν επινοήθηκε χώρος, ποτέ δε βρέθηκε σωστό συναίσθημα αποδοχής κι απόλαυσης, ποτέ δεν έγινε καν λόγος για όλες τις στιγμές, για όλες τις φορές που μας βοήθησαν να τα καταφέρουμε ως εδώ σήμερα, να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, που απλώσαμε το χέρι και στους άλλους, νιώθοντας τι είναι κι αυτοί, που νιώθαμε να μας πλησιάζει η τρέλα, η παράνοια ή η μαυρίλα της απελπισίας, αλλά τελικά τα βγάλαμε πέρα έστω κι αν πέρασαν πολλές μέρες σε αυτό το χρώμα μέχρι να τα καταφέρουμε, που μέναμε στη γωνία αμήχανοι, φοβισμένοι στρυμωγμένοι και τολμήσαμε αυτό που φαίνεται παράλογο ή γελοίο, το να πούμε στον εαυτό μας το πόση απέραντη πλάκα έχει η ζωή κι έτσι χαχανίζοντας βοηθήσαμε τις στιγμές αυτές να εκπληρώσουν όλες το σκοπό τους. Τους το χρωστούσαμε, άλλωστε. Χωρίς αυτές δε θα ήμασταν εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου