«O Φρίντριχ Νίτσε ανέκαθεν ήθελε να συγγράψει ένα κλασικό έργο, ένα βιβλίο ιστορίας, σύστημα ή ποίημα, αντάξιο των αρχαίων Ελλήνων τους οποίους είχε διαλέξει ως δασκάλους του. Δε μπόρεσε ποτέ να δώσει μορφή σ αυτή του τη φιλοδοξία».
(Λόγια του Ντανιέλ Αλεβί δια στόματος Μπατάιγ)
Δε χρειάζονται ιδιαίτερα επιχειρήματα ώστε να αναδεχθεί η σημαντικότητα του νιτσεϊκού στοχασμού: αρκεί να διατρέξει κανείς το σύνολο της ιστορίας της φιλοσοφίας, ώστε να διαπιστώσει την ερμηνευτική-αναπλαστική ματιά του Νίτσε, εκκινώντας έναντι της αρχαίας ελληνικής σκέψης, δηλαδή έναντι της γενεσιουργού μήτρας του φιλοσοφείν, μέχρι τις μέρες μας και την τελευταία προσπάθεια καθιέρωσης ενός φιλοσοφικού ρεύματος, αναφερόμαστε στον μεταμοντερνισμό, ρεύμα με αγεφύρωτες εσωτερικές αντιφάσεις -και μάλιστα προγραμματικές ως μια εξαίσια περίπτωση αυτό-υπονόμευσης- οι ρίζες του οποίου συχνά αναζητούνται στο Νίτσε. Επιπλέον, το ιδιαίτερο/λογοτεχνίζον ύφος και η σκοτεινότητα του τον αναδεικνύουν και σε πρωτοπόρο, αριθμητικώς, συνεκδοχικών ερμηνειών αλλά και στρεβλώσεων.
Η βασική ταυτότητα και συνάμα αντίφαση που εμφανίζεται ως κεντρικής σημασίας: Αριστοτέλης και Νίτσε αναγνωρίζονται αμφότεροι ως λεπτολογούντες ερευνητές της ηθικής. Παρότι οι τρόποι τους διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, υπάρχει και μια άλλη, υποβόσκουσα συσχέτιση αυτού του ερευνητικού τους ενδιαφέροντος: ακριβώς το γεγονός πως, σε σημαντικό βαθμό, οι λόγοι περί ηθικής αναζητούνται μεταξύ άλλων και εντός του φαινομένου της τέχνης.
Στην πραγματικότητα η παραπάνω αντιπαραβολή, έτσι όπως εκδιπλώνεται κατά βάση στα δυο κομβικά έργα Περί Ποιητικής και Η γέννηση της τραγωδίας, εκβάλλει στο ερώτημα του κατά πως αρθρώνεται ένας κριτικός, διαχρονικός λόγος φιλοσοφικής υφής.
Ποιητική
Η Ποιητική, ως γνωστόν, είναι ο γενέθλιος τόπος της φιλολογικής κριτικής, του κριτικού λόγου επί της τέχνης και ασφαλώς της αισθητικής. Η σύσταση του θεωρητικού λόγου, της εξήγησης και απεικόνισης του φαινομένου της τέχνης (που, υπενθυμίζουμε, εμπεριέχει, ακόμα, και την τεχνική) συγκροτείται με εργαλεία τη μεθοδολογία, τη συστηματοποίηση, την κανονικότητα.
Κατά τη μετάβαση από την πλατωνική θέση της υποτίμηση της τέχνης, στη θεώρησή της ως το πέρασμα από τη φύση στη φιλοσοφία, η ποίηση, στενά συσχετιζόμενη με την πραγματικότητα, αποκτά ως πεδίο αναφοράς το όλον. Ποίηση και φιλοσοφία μοιράζονται το πάθος της διερεύνησης του καθ’ εαυτό και του όλου των πραγμάτων.
Βασικό στοιχείο αναδεικνύεται η μίμηση – ανισομερής και διαφέρουσα εν τούτοις, σίγουρα όχι με την πλατωνική σημασία της κακεκτυπίας, ενώ τα γενεσιουργά στοιχεία της ανθρώπινης πράξης είναι η διάνοια και το ήθος. Οι πράξεις εντός της τραγωδίας δε μιμούνται απλώς τα ήθη, αλλά συμπεριλαμβάνουν στη μίμηση και τα ήθη προς χάριν των πράξεων και εντάσσονται στην σκοποθεσία εντός του μύθου. Βασική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό: ορισμένοι ήρωες στην τραγωδία υπάρχουν ως δράστες ενώ άλλοι ως ομιλητές.
Η αναπαραγωγή ή κατασκευή ηθών αποτελεί πράξη φέρουσα μια διττή υποκειμενικότητα: αυτή του δημιουργού και αυτή του πλασμένου χαρακτήρα. Το ερώτημα της συσχέτισης κάθαρσης και οικείας ηδονής το οποίο o Ross το συνδέει ευθέως με τη διαδικασία που επιχειρεί να προκαλέσει ένας ψυχαναλυτής. Άλλωστε η επιθυμία για την ηδονή δεν αναγνωρίζεται ως καθ’ εαυτό κακή από τον Αριστοτέλη, αλλά κριτικάρεται στην υπερβολή της.
Γένεση της Τραγωδίας
Το εγχείρημα που καλείται να αντιμετωπίσει ο Νίτσε με το εν λόγω βιβλίο είναι, με τα δικά του, μεθύστερα, λόγια, «η θέαση της επιστήμης από την οπτική του καλλιτέχνη και η θέαση της τέχνης από την οπτική της ζωής». Η αφετηριακή του θέση, παρότι χωροταξικά βρίσκεται σε προχωρημένο βάθος σελίδων της Γέννησης, είναι η διαπίστωση πως »κάθε εποχή και στάδιο της κουλτούρας σχεδόν προσπάθησε κάποια στιγμή με βαριά δυσθυμία να ελευθερωθεί από τους Έλληνες».
Παρά την αποφυγή εκ μέρους του Νίτσε των ευθείων αναφορών στην Ποιητική, ή και στον Αριστοτέλη γενικότερα, Η Γέννηση της τραγωδίας θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί ένα κριτικό και προεκτατικό κείμενο πάνω σε ορισμένες θέσεις της, προεξαρχόντων των αποφάνσεων περί τραγικού.
Ο εις εκ των πυλώνων της τραγωδίας, το διονυσιακό, εκφέρεται και ως τρέλα και η τρέλα «μήπως δεν είναι κατ’ ανάγκη το σύμπτωμα του εκφυλισμού, της παρακμής, της υπερώριμης κουλτούρας;». Το διονυσιακό, ως η αυθεντική έκφραση διάλυσης της μορφής συναντά το απολλώνειο και μαζί συγκροτούν την τραγωδία που εμφανίζεται, κατά Νίτσε, ως το τραγικό, ύπαρξη και αξία αισθητικής τάξης. Η τέχνη ούτως ή άλλως εμφανίζεται ως πραγματική μεταφυσική δραστηριότητα του ανθρώπου, ακόμα και έναντι της ηθικής.
Απαρχή της τραγωδίας είναι η μουσικότητα, ενώ στον Αριστοτέλη πηγές της ποίησης είναι η μουσική μαζί όμως με τη μίμηση. Η νιτσεϊκή απόφανση αναφέρεται και στον Σίλερ και την άποψή του πως πριν τη στιγμή της δημιουργίας δεν υπάρχει συγκεκριμένη σειρά εικόνων ή συγκροτημένη, αιτιώδης συνάφεια των σκέψεων αλλά περισσότερο μια μουσική διάθεση. Στη διαρκή πάλη, με ορισμένες συμφιλιώσεις, του δυισμού απολλώνειου-διονυσιακού, ή και μεταξύ μέθης-ονείρου, παρεμβάλλεται ο καλλιτέχνης.
«Η γλώσσα δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει πλήρως την κοσμική συμβολική της μουσικής, επειδή η μουσική συνδέεται συμβολικά με την πρωταρχική αντίφαση και τον πρωταρχικό πόνο που υπάρχουν μέσα στην καρδιά της πρωταρχικής Μονάδας, και συνεπώς συμβολίζει μια σφαίρα που είναι πάνω απ’ όλα τα φαινόμενα και υπάρχει πριν απ’ όλα τα φαινόμενα». Εδώ θα ήταν ιδιαίτερη χρήσιμη μια αντιπαραβολή με την Λακανική θέση περί του αντικειμένου της ανάγκης που συντρίβεται από τη διάσταση της γλώσσας.
Ορισμένα ακόμα ενδιαφέροντα σημεία της Γένεσης: η διονυσιακή κατάσταση που εκμηδενίζει τα όρια και τους περιορισμούς της ύπαρξης. Υπάρχει μια αντίστιξη έργου τέχνης-εμπειρικής πραγματικότητας, ενώ ο θεατής υφίσταται ως εξαρτώμενη ιδιότητα από το θέαμα. Επίσης, το ζήτημα τον νοήματος και των συμβολισμών: «Η ίδια η ύπαρξη είναι ουσιαστικά μεταφορική στη φύση της και ότι, κατά συνέπεια, η μεταφορά πρέπει να έχει την πρωτοκαθεδρία στους τρόπους έκφρασής μας», ενώ σύμφωνα με τον Νίτσε, ο ποιητής αντιλαμβάνεται τη μεταφορά όχι ως ένα ρητορικό σχήμα αλλά ως μια υποκατάσταση εικόνα την οποία και βλέπει ο ίδιος αντί μιας εικόνας. Το φιλοσοφείν κατά Νίτσε είναι η επιχείρηση κατανόησης (ή μάλλον ερμηνείας) της πραγματικότητας, ένας κάβος μέσα σε μια ατέρμονη αλληλοδιαδοχή φαινομένων. Μια οδός για την τιθάσευση -στο μέτρο του δυνατού- αυτού του χάους, είναι η μεταφορά.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε λοιπόν ορισμένους πρώτους παραλληλισμούς στον τρόπο του σκέπτεσθαι επί της τραγωδίας:
1) Αρχικά, την ανάδειξη του φιλοσοφείν ως του μεταιχμιακού και διεμβολιστικού χώρου μεταξύ επιστήμης και τέχνης, αλλά επιπροσθέτως μεταξύ τέχνης και ζωής. Εδώ προσθέτουμε ως επισήμανση και τη δημοφιλή νιτσεϊκή απόφανση του κόσμου που υπάρχει ως αισθητικό φαινόμενο αλλά και του πεσιμισμού που εμφανίζεται συνήθως όταν δεν εμφανίζεται η τέχνη, και συνηθέστερα με τη μορφή της θρησκείας ή της επιστήμης.
2) Την έντονη κριτική στην ιδεαλιστική παντοκρατορία που προηγήθηκε (Πλάτων και Χέγκελ -κυρίως- αντιστοίχως.
3) Την αναγωγή της προέλευσης της τέχνης στη φύση, σε δυο ένστικτα: Μίμηση Ρυθμός στον Αριστοτέλη – όνειρο Διονυσιακή Μέθη στον Νίτσε.
Ταυτόχρονα, διακρίνουμε και δυο σημαίνουσες διαφοροποιήσεις:
1) Ο Νίτσε απορρίπτει το φόβο και το έλεος, όπως και την κάθαρση ως συστατικά στοιχεία του τραγικού. Τούτο σημαίνει πως απονεκρώνει σε σημαντικό βαθμό τη διδακτική θεώρηση και το σκοπό της τραγωδίας, κλίνοντας υπέρ της πρόσληψής της περισσότερο υπό αισθητικούς όρους. Έχει ενδιαφέρον πως η σαφέστερη διατύπωση αυτής της δυσθυμίας έναντι της αριστοτελικής πρόσληψης του τραγικού δε συμβαίνει στη Γένεση της τραγωδίας αλλά στη Θέληση για Δύναμη, ενώ έναντι του φόβου και του ελέους εμφανίζεται στο Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο.
2) Ο Αριστοτέλης προτάσσει το τρίπτυχο «έργο/έννοιες/κατηγορίες», ενώ ο Νίτσε το αντίστοιχο «υποκείμενο/καλλιτέχνης/δημιουργός», αλλά και εξ αντιστρόφου: αφορά δηλαδή και τον θεατή που από τις ιδιότητες «κριτικός, ηθικολόγος-παιδαγωγός», περνά σε αυτή του καλλιτέχνη, εντός του σημαίνοντος παιχνιδιού του τραγικού. Υπενθυμίζουμε εδώ τις φουκωικές αναλύσεις -ευθέως επηρεασμένες από τον Νίτσε- περί κατανόησης του ατόμου κατά βάση ως φορέα, όχημα της εξουσίας και λιγότερο ως σημείο εφαρμογής της: θα μπορούσαμε να εισηγηθούμε μια σχετική, ριζοσπαστική πρόσληψη για το άτομο ως φορέα της αισθητικής.
Τέλος, κατά αυτή την εισαγωγική αναφορά/επισήμανση ορισμένων στοιχείων των δυο έργων και σκέψεων, θα μπορούσαμε να πούμε πως ενώ ο Αριστοτέλης αναζητά σημεία αναφοράς, ερμηνείας και σταθερής αναφοράς μέσα στο χάος της φύσης και της κοινωνίας, ο Νίτσε αρέσκεται περισσότερο στο να αναδεικνύει τη σκοτεινότητα και το ακατάληπτο τους. Είναι λογικό επομένως, να υφίσταται μια διαφωνία σχετικά με την αναγωγή ενός αισθητικού φαινομένου, όπως είναι η τραγωδία στο ηθικό, καθώς με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια διαβάθμιση μεταξύ τους, ενώ στον Νίτσε η αισθητική δεν ανάγεται αλλά είναι η ηθική.
Καταληκτική επισήμανση που ανοίγει μια άλλη, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση: όπως έχει επισημανθεί, στον Αριστοτέλη της Ποιητικής, ο τεχνικός λόγος μεταβάλλεται σε φιλοσοφικό. Στον Νίτσε, το γοητευτικό και συνάμα καινοτόμο είναι πως ο λόγος που εκφέρει το φιλοσοφικό νόημα είναι σε ιδιαίτερο βαθμό λογοτεχνικός, άρα θα μπορούσε και ο ίδιος αυτός να σταθεί στο μέσον μιας κριτικής, φιλοσοφικής ή λογοτεχνικής, επί του λογοτεχνικού του ύφους, δηλαδή επί της ύπαρξής τους ως επεξηγηματικό σχήμα και ταυτόχρονα αισθητικού φαινομένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου