Φαινομενολογία του πνεύματος: Από τον Δογματισμό & Φορμαλισμό στη Διαλεκτική
§1
Ι. Στη σημερινή εποχή, που η βιαιο-πραξία της πολιτικής δεν εξεικονίζει τη δημιουργική πράξη μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας παρά κατασπαράζει τον άνθρωπο, αξίζει να ξεκινάει κανείς από μια συνολική άποψη για αυτό που κρίνει και να στέκεται ερωτηματικά απέναντι σε αυτό που του συντυχαίνει. Τι μας συντυχαίνει; Η θεωρία και η πράξη της πολιτικής (κοινωνίας) ταυτίζει το χώρο του ανθρώπου με την πλήρη αποσυναρμογή του: ανεστιότητα, αυθαιρεσία, καταστροφή, πολιτική μωρία, ανορθολογισμός, ολική συσκότιση του κόσμου. Και το πνεύμα; Εδώ διαμορφώνεται περίπου ως εξής η κατάσταση: οι λεγόμενοι «προοδευτικοί», «εκσυγχρονιστές» και παρόμοιοι ταρτούφοι εξουσιομανείς εντοιχίζουν καθετί το αυθεντικό από το πεδίο της σκέψης, του πολιτισμού, της παιδείας, της γενικότερης πνευματικότητας σε μια θεολογική του πρόσληψη, γιατί το θεωρούν ως το επουράνιο φάντασμα που πλανιέται απειλητικά πάνω από τη δική τους καθεστηκυία ραστώνη και γι’ αυτό θέλουν να το εξορίσουν από τον βίο μας ως επιδημική χολέρα.
ΙΙ. Τότε συμβαίνει το εξής παράδοξο: όσο το εξαποστέλλουν, γιατί δήθεν θεολογίζει, τόσο το επαναφέρουν στο προσκήνιο ως επιδημική χολέρα με το μεταφορικό νόημα της απόλυτης διαφθοράς του δημόσιου βίου. Τι συμβαίνει εδώ; Η ανεστραμμένη και διεστραμμένη λογική διεφθαρμένων καθεστωτικών ατόμων ή ομάδων από την πολιτική και τον συνδικαλισμό, τη «διανόηση» και τον «πολιτισμό», κ.λπ. ανυψώνεται μέσω της «εκπροσώπησης» σε ρυθμιστή της κοινωνίας και της πολιτείας. Η έννοια του πνεύματος τότε από θεολογική ιερεμιάδα μεταποιείται από τους ίδιους σε νοησιαρχική εξυπνάδα, σε εργαλειακό λόγο του νου που υπηρετεί χρησιμοθηρικούς σκοπούς.
§2
Ι. Με δεδομένη μια τέτοια παραφθορά του πνεύματος σε χρησιμοθηρική εξυπνάδα και σε διακοσμητικό στοιχείο μηδενιστικών πρακτικών, ο Χέγκελ συμπυκνώνει όλο το νόημα της Φαινομενολογίας του πνεύματος στο εξής ερώτημα: Μπορεί ο άνθρωπος να σκέφτεται και να πραγματοποιεί την ελευθερία του μέσα στην πραγματικότητα που του δίνεται; Είναι το ίδιο ερώτημα που βρίσκει ουσιωδώς την βαθύτερη αλήθεια του στο γλωσσικό σήμα: Οδυσσέας υπό τη μορφή του εαυτού, ο οποίος, εν όψει μιας δεδομένης πραγματικότητας, εκτυλίσσεται ως περιπετειώδες μεν πνεύμα, αλλά πάντοτε με αυτοκυριαρχία, προκειμένου να φτάσει στην Ιθάκη. Το ως άνω ερώτημα δεν προσήκει μόνο στο ένα ή το άλλο ξεχωριστό άτομο, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι τα έγκατα του βίου του, μέχρι το σημείο που μεταπίπτει από τη ζωή στο θάνατο ή από το Είναι στο μηδέν και από εκεί πάλι στο Είναι.
ΙΙ. Αυτό που μας καθορίζει λοιπόν δεν είναι έτσι απλά η ευφορία ή η απελπισία της στιγμής, αλλά τα όρια του πιο πάνω ερωτήματος. Και τούτο διότι με το ερώτημα αυτό ο άνθρωπος καλλιεργεί συνεχώς την τάση να υπερβαίνει την αισθητή του προφάνεια και να προσβλέπει σε μια πνευματική αυτάρκεια που δεν εγγυάται το εκάστοτε παρόν. Στη συνάφεια τούτη, η όλη δομή του πνεύματος, στη φαινομενολογική του πορεία, αποτελεί ισχυρή προϋπόθεση για να επαναπροσδιορίζεται η ουσία του ανθρώπου με ένα μάτι πιο προσεκτικό, πιο διεισδυτικό, πιο αποκαλυπτικό. Η φιλοσοφία που μας απασχολεί εδώ έχει μεν τις πρωταρχικές της πηγές στην αρχαία παράδοση, αλλά επεξεργάζεται και τις μεγάλες εμπειρίες των αιώνων που θα ακολουθήσουν μέχρι και τη Γαλλική επανάσταση. Η αλήθεια, συνεπώς, για το φιλόσοφο είναι ιστορική και μεταστοχαστικά ολική συν καθολική.
§3
Ι. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος ο Χέγκελ καταθέτει αυτή την εμπειρία του με μια πρόταση:
«Το αληθές είναι το όλο».
Τούτη η θεωρησιακή [=φιλοσοφική-θεωρητική] πρόταση κατευθύνει το βλέμμα μας στη σύλληψη της αλήθειας ως μιας συνεχούς κίνησης. Μας προσανατολίζει σε μια διαλεκτική κίνηση, που εφοδιάζει το ανθρώπινο άτομο με τη δυνατότητα, ήτοι την ικανότητα του Λόγου, να θέτει τον εαυτό του ως υποκείμενο συνειδητής και γι’ αυτό καθολικής δράσης απέναντι σε αυτό που το καθορίζει. Παράλληλα μπορεί να υποβάλλει τη δική του υποκειμενική αλήθεια στην πιο διάπυρη αυτοεξέταση και,
«να απαιτεί από την επιστήμη [=τη φιλοσοφία] να το εφοδιάζει με την ανεμόσκαλα που θα το οδηγούσε σε αυτή την κορυφή [της γνώσης]».
ΙΙ. Κατ’ αυτό τον τρόπο δε γίνεται αντικείμενο της συλλογικής αδράνειας της κοινωνίας ούτε εξάρτημα ξένων ιδεών, αλλά ανασυλλέγει την ουσία του, ανακτώντας, μέσα σε μια ολοποιητική ενότητα, τις κατατετμημένες πλευρές της ζωής που άφησε κατά μήκος της πορείας του. Αυτό δε σημαίνει πως ο Χέγκελ φαντάζεται την ολοκλήρωση του ανθρώπου έξω από τα όρια του κοινωνικού του είναι. Απεναντίας θεωρεί πως η έκφραση της αληθινής του ουσίας πρέπει να περάσει το δικό της Γολγοθά και να υποστεί την απόλυτη ένταξη, δηλ. αποξένωση, ως μεταβατική δυνατότητα. Με τα λόγια του Χέγκελ:
«Το πνεύμα κατακτά την αλήθεια του μόνο, όταν βρίσκει τον εαυτό του μέσα στον απόλυτο διχασμό...Το πνεύμα είναι αυτή η δύναμη μόνο, όταν κοιτάζει το αρνητικό κατάματα και ενδιατρίβει σ’ αυτό. Τούτο το ενδιατρίβειν είναι η μαγική δύναμη που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι».
§4
Ι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο Χέγκελ αποκαλύπτει μέσα στο έργο του την ένδεια του κοινού νου, της λεγόμενης κοινής γνώμης, για την οποία:
«όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».
Ο κοινός νους, ως εκ της φύσης του, μπορεί να κινηθεί μόνο στο επίπεδο του «δογματικού ισχυρισμού» και της αντίστοιχης διαβεβαίωσης. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει τα αδιέξοδά του είτε με την άκριτη προσκόλληση στην ελπίδα ή το φόβο είτε με την αναπαραγωγή ξένων προς την ανθρώπινη ουσία αποφάσεων, δηλητηριάζοντας τον ορίζοντα συνεννόησης των ανθρώπων και γεμίζοντας τον κοινωνιο-πολιτικό χώρο με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Σημειώνει σχετικά ο Χέγκελ:
«Όταν ο κοινός νους επικαλείται το συναίσθημα, τον εσωτερικό του χρησμό, έχει τελειώσει με εκείνον που δε συμφωνεί μαζί του… ποδοπατεί τη ρίζα της ανθρωπότητας».
ΙΙ. Δεν μπορεί δηλ. να οχυρώνεται κανείς πίσω από τη δική του «αλήθεια» και να την παρουσιάζει ως καθολική, ως απόλυτο αξίωμα, ως θέσφατο. Οι μεμονωμένες αλήθειες μπορεί να έχουν το χαρακτήρα των φαινομένων και να υπόκεινται στη φθορά του χρόνου, δηλ. να είναι πεπερασμένες. Πίσω από τα φαινόμενα της ενεργοποιείται το πνεύμα με τη δική του εσωτερική κίνηση. Η τελευταία δεν εκφράζει μια γραμμική πορεία, αλλά περιέχει την τεράστια δύναμη του αρνητικού ως την εκρηκτική ύλη της ενεργότητας του νου του ανθρώπου, δηλ. του πνεύματος.
ΙΙΙ. Για την ανθρώπινη συνείδηση, η οποία, ως άμεση ύπαρξη του πνεύματος, είναι εκτεθειμένη μέσα σε ένα πλέγμα παρατεταμένων αντιφάσεων και συλλαμβάνει το όλο ως μια ξεχωριστή έννοια και τον εαυτό της ως το απόλυτο άλλο, το αρνητικό είναι ο «Μεφιστοφελής» του Γκαίτε, που ενεργοποιεί την αναζήτηση μιας αυθεντικής αρμονίας και ολοκλήρωσης έξω από την πλάνη της άμεσης πραγματικότητας. Η νομιμότητά του λοιπόν έγκειται στο να θέτει σε απόλυτη αμφισβήτηση την εμπράγματη βεβαιότητα του Εγώ και να οδηγεί τη συνείδηση του ανθρώπου σε μια γνωσιοθεωρητική κριτική των περιεχομένων που καταδυναστεύουν την ελευθερία της και στην έξοδο από τη νύχτα της καθεύδουσας κοινωνιο-πολιτικής ανωνυμίας.
§5
Ι. Με τα λόγια του Χέγκελ αυτό σημαίνει πως καθετί που εκφράζει την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου απορρέει από την αρνητικότητα του αντικειμένου. Έτσι η εργασία, στην οποία επιδίδεται ο άνθρωπος για να μεταμορφώσει τον εξωτερικό κόσμο, ανατιμάται ως δύναμη άρνησης αυτού που ήδη υπάρχει και ως δυνατότητα προσέγγισης στο αντί-θετό του. Τότε αναπτύσσεται μια ακαταμάχητη αντι-θετική κίνηση, ενεργητικό στοιχείο της οποίας είναι το ζωντανό ον και παθητικό στοιχείο το αντικείμενο. Στη διαπλοκή αυτή το ενεργητικό στοιχείο, η ζωή αντλεί από τον εαυτό της την ικανότητα να διατηρείται μέσα στο άλλο χωρίς να γίνεται πράγμα. την ικανότητα, με άλλα λόγια, να αρνείται τη μεταποίηση του εαυτού της σε κάτι το πραγμοειδές. Τη στιγμή, λοιπόν, που το ζωντανό ον μπορεί και αναπτύσσει αυτή την ικανότητα, από συνείδηση γίνεται αυτοσυνείδηση. Αυτό δείχνει πως αντικείμενο της εργασίας του ανθρώπου γίνεται ο ίδιος ο εαυτός του.
ΙΙ. Δεν είναι αρκετό να οικειώνεται κανείς με τον εαυτό του, χρειάζεται και να τον γνωρίζει. Αυτό παραπέμπει ευθέως στην πραγμάτωση του αιτήματος της ελευθερίας: το υποκείμενο, αυτο-γνωριζόμενο, αισθάνεται την ανάγκη του άλλου. επιθυμεί, ορέγεται την παρουσία του. Και με εγελιανούς όρους: η αυτοσυνείδηση ικανοποιείται μέσα σε μια άλλη αυτοσυνείδηση. Καθόσον τέτοια, η αυτοσυνείδηση βυθίζεται μέσα στο Είναι της ζωής και διεξάγει ένα αγώνα για αναγνώριση. Αυτή-εδώ όμως δεν είναι μια μεμονωμένη επιθυμία και δεν επιτυγχάνεται με μια απλή, εξωτερική προσέγγιση του άλλου. Είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Μόνο όταν ο άνθρωπος ριψοκινδυνεύει, λέει ο Χέγκελ, δηλ. μόνο όταν διεξάγει θανάσιμο αγώνα υπέρβασης της άλλης ουσίας, φτάνει να αναγνωρισθεί από αυτήν.
§6
Ι. Ο αγώνας για επικράτηση είναι αμοιβαίος, γι’ αυτό γίνεται ορατός «ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων». Ο τελευταίος αναδεικνύεται εν τέλει σε ενδιάμεση βαθμίδα μετάβασης από την αφηρημένη κοινωνία στην ελεύθερη κοινότητα. Τότε είναι που ο άνθρωπος φτάνει να πραγματώνει την ελευθερία του, και ως ελεύθερο ον, χωρίς ενδοιασμούς και κλονισμούς, μπορεί να συμφιλιώνεται με τον κόσμο. Η ζωή γίνεται μοναδική και διαλεκτική ενότητα ή ταυτότητα: εκφράζει την κοινότητα ως την αναπαλλοτρίωτη υπόσταση των ατόμων, καθένα εκ των οποίων γίνεται ένα Εγώ που είναι Εμείς και ένα Εμείς που είναι Εγώ. Η ένταξη όμως αυτή μέσα στην κοινότητα σημαίνει παράλληλα και ένταξη μέσα στο χρόνο. Ο άνθρωπος, εντασσόμενος μέσα στο χρόνο, βιώνει μια νέα αγωνία, την αγωνία της θνητότητάς του, αφού ο χρόνος αυτός καθεαυτόν είναι η υπόμνηση της ατέλειάς του.
ΙΙ. Υπ’ αυτή την έννοια ζει με τον τρόμο του χρόνου· με τη γλώσσα του Χέγκελ: εφόσον ο άνθρωπος είναι, δεν είναι και, εφόσον δεν είναι, είναι. Ο χρόνος, κατά ταύτα, αποτελεί την αναγκαιότητα, που μεταδίδει ενέργεια στον άνθρωπο και τον ωθεί στη δημιουργία και την αυτοδημιουργία. Για να αυτογνωρίζεται ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο πρέπει να εξωτερικεύεται. Δια της εξωτερίκευσης εκδηλώνει τη δράση του και την εγγράφει ως εμπειρία της ιστορίας. Η τελευταία τότε γίνεται έγχρονη εκδίπλωση μιας σκοπιμότητας δράσης, η οποία οδηγεί τα ανθρώπινα όντα σε αναμετρήσεις συμφερόντων και ενδιαφερόντων και το νόημά της ισχυροποιεί την παρουσία της αλήθειας μέσα στη λήθη του πολιτισμού.
ΙΙΙ. Μέσα στη Φαινομενολογία του πνεύματος η ιστορία αρχίζει στην Ελλάδα και προχωρεί με ένα τραγικό, τραγικότατο τρόπο και χαρακτήρα. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δεν αποτελεί απλά και μόνο το ξεκίνημα της φιλοσοφικής επιστήμης, αλλά είναι το «αληθινό πνεύμα». Ο σκοπός της ιστορίας είναι να ξαναβρεί αυτή την αλήθεια, αυτή την «υπέροχη ολότητα», η οποία, επαναπροσδιοριζόμενη στη διαχρονική της δεσμευτικότητα, μεταστρέφει την ανταγωνιστική κινητικότητα της κοινωνίας από δύναμη γενικευμένης παράλυσης σε πηγή αυτογνωσίας. Αλλά η εγελιανή αυτογνωσία δεν σημαίνει άλλο από τη γνώση του Εγώ και του Εμείς. Και τούτο στην ευρύτερη αποδοχή του κατανοείται ως εξής: Να αποκτάμε, κατά κύριο λόγο, συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτό που είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο και σε αυτό που είναι η ουσία τους. Χάρη σε τούτη τη συνείδηση της διαφοράς, αντί να παραδιδόμαστε στο δεδομένο, αφηνόμαστε στο εγνωσμένο και εκμηδενίζουμε έτσι τη θριαμβολογία του αποσπασματικού πάνω στη μοναδικότητα του συνολικού.
§1
Ι. Στη σημερινή εποχή, που η βιαιο-πραξία της πολιτικής δεν εξεικονίζει τη δημιουργική πράξη μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας παρά κατασπαράζει τον άνθρωπο, αξίζει να ξεκινάει κανείς από μια συνολική άποψη για αυτό που κρίνει και να στέκεται ερωτηματικά απέναντι σε αυτό που του συντυχαίνει. Τι μας συντυχαίνει; Η θεωρία και η πράξη της πολιτικής (κοινωνίας) ταυτίζει το χώρο του ανθρώπου με την πλήρη αποσυναρμογή του: ανεστιότητα, αυθαιρεσία, καταστροφή, πολιτική μωρία, ανορθολογισμός, ολική συσκότιση του κόσμου. Και το πνεύμα; Εδώ διαμορφώνεται περίπου ως εξής η κατάσταση: οι λεγόμενοι «προοδευτικοί», «εκσυγχρονιστές» και παρόμοιοι ταρτούφοι εξουσιομανείς εντοιχίζουν καθετί το αυθεντικό από το πεδίο της σκέψης, του πολιτισμού, της παιδείας, της γενικότερης πνευματικότητας σε μια θεολογική του πρόσληψη, γιατί το θεωρούν ως το επουράνιο φάντασμα που πλανιέται απειλητικά πάνω από τη δική τους καθεστηκυία ραστώνη και γι’ αυτό θέλουν να το εξορίσουν από τον βίο μας ως επιδημική χολέρα.
ΙΙ. Τότε συμβαίνει το εξής παράδοξο: όσο το εξαποστέλλουν, γιατί δήθεν θεολογίζει, τόσο το επαναφέρουν στο προσκήνιο ως επιδημική χολέρα με το μεταφορικό νόημα της απόλυτης διαφθοράς του δημόσιου βίου. Τι συμβαίνει εδώ; Η ανεστραμμένη και διεστραμμένη λογική διεφθαρμένων καθεστωτικών ατόμων ή ομάδων από την πολιτική και τον συνδικαλισμό, τη «διανόηση» και τον «πολιτισμό», κ.λπ. ανυψώνεται μέσω της «εκπροσώπησης» σε ρυθμιστή της κοινωνίας και της πολιτείας. Η έννοια του πνεύματος τότε από θεολογική ιερεμιάδα μεταποιείται από τους ίδιους σε νοησιαρχική εξυπνάδα, σε εργαλειακό λόγο του νου που υπηρετεί χρησιμοθηρικούς σκοπούς.
§2
Ι. Με δεδομένη μια τέτοια παραφθορά του πνεύματος σε χρησιμοθηρική εξυπνάδα και σε διακοσμητικό στοιχείο μηδενιστικών πρακτικών, ο Χέγκελ συμπυκνώνει όλο το νόημα της Φαινομενολογίας του πνεύματος στο εξής ερώτημα: Μπορεί ο άνθρωπος να σκέφτεται και να πραγματοποιεί την ελευθερία του μέσα στην πραγματικότητα που του δίνεται; Είναι το ίδιο ερώτημα που βρίσκει ουσιωδώς την βαθύτερη αλήθεια του στο γλωσσικό σήμα: Οδυσσέας υπό τη μορφή του εαυτού, ο οποίος, εν όψει μιας δεδομένης πραγματικότητας, εκτυλίσσεται ως περιπετειώδες μεν πνεύμα, αλλά πάντοτε με αυτοκυριαρχία, προκειμένου να φτάσει στην Ιθάκη. Το ως άνω ερώτημα δεν προσήκει μόνο στο ένα ή το άλλο ξεχωριστό άτομο, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι τα έγκατα του βίου του, μέχρι το σημείο που μεταπίπτει από τη ζωή στο θάνατο ή από το Είναι στο μηδέν και από εκεί πάλι στο Είναι.
ΙΙ. Αυτό που μας καθορίζει λοιπόν δεν είναι έτσι απλά η ευφορία ή η απελπισία της στιγμής, αλλά τα όρια του πιο πάνω ερωτήματος. Και τούτο διότι με το ερώτημα αυτό ο άνθρωπος καλλιεργεί συνεχώς την τάση να υπερβαίνει την αισθητή του προφάνεια και να προσβλέπει σε μια πνευματική αυτάρκεια που δεν εγγυάται το εκάστοτε παρόν. Στη συνάφεια τούτη, η όλη δομή του πνεύματος, στη φαινομενολογική του πορεία, αποτελεί ισχυρή προϋπόθεση για να επαναπροσδιορίζεται η ουσία του ανθρώπου με ένα μάτι πιο προσεκτικό, πιο διεισδυτικό, πιο αποκαλυπτικό. Η φιλοσοφία που μας απασχολεί εδώ έχει μεν τις πρωταρχικές της πηγές στην αρχαία παράδοση, αλλά επεξεργάζεται και τις μεγάλες εμπειρίες των αιώνων που θα ακολουθήσουν μέχρι και τη Γαλλική επανάσταση. Η αλήθεια, συνεπώς, για το φιλόσοφο είναι ιστορική και μεταστοχαστικά ολική συν καθολική.
§3
Ι. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος ο Χέγκελ καταθέτει αυτή την εμπειρία του με μια πρόταση:
«Το αληθές είναι το όλο».
Τούτη η θεωρησιακή [=φιλοσοφική-θεωρητική] πρόταση κατευθύνει το βλέμμα μας στη σύλληψη της αλήθειας ως μιας συνεχούς κίνησης. Μας προσανατολίζει σε μια διαλεκτική κίνηση, που εφοδιάζει το ανθρώπινο άτομο με τη δυνατότητα, ήτοι την ικανότητα του Λόγου, να θέτει τον εαυτό του ως υποκείμενο συνειδητής και γι’ αυτό καθολικής δράσης απέναντι σε αυτό που το καθορίζει. Παράλληλα μπορεί να υποβάλλει τη δική του υποκειμενική αλήθεια στην πιο διάπυρη αυτοεξέταση και,
«να απαιτεί από την επιστήμη [=τη φιλοσοφία] να το εφοδιάζει με την ανεμόσκαλα που θα το οδηγούσε σε αυτή την κορυφή [της γνώσης]».
ΙΙ. Κατ’ αυτό τον τρόπο δε γίνεται αντικείμενο της συλλογικής αδράνειας της κοινωνίας ούτε εξάρτημα ξένων ιδεών, αλλά ανασυλλέγει την ουσία του, ανακτώντας, μέσα σε μια ολοποιητική ενότητα, τις κατατετμημένες πλευρές της ζωής που άφησε κατά μήκος της πορείας του. Αυτό δε σημαίνει πως ο Χέγκελ φαντάζεται την ολοκλήρωση του ανθρώπου έξω από τα όρια του κοινωνικού του είναι. Απεναντίας θεωρεί πως η έκφραση της αληθινής του ουσίας πρέπει να περάσει το δικό της Γολγοθά και να υποστεί την απόλυτη ένταξη, δηλ. αποξένωση, ως μεταβατική δυνατότητα. Με τα λόγια του Χέγκελ:
«Το πνεύμα κατακτά την αλήθεια του μόνο, όταν βρίσκει τον εαυτό του μέσα στον απόλυτο διχασμό...Το πνεύμα είναι αυτή η δύναμη μόνο, όταν κοιτάζει το αρνητικό κατάματα και ενδιατρίβει σ’ αυτό. Τούτο το ενδιατρίβειν είναι η μαγική δύναμη που μεταστρέφει το αρνητικό σε Είναι».
§4
Ι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο Χέγκελ αποκαλύπτει μέσα στο έργο του την ένδεια του κοινού νου, της λεγόμενης κοινής γνώμης, για την οποία:
«όλες οι αγελάδες είναι μαύρες».
Ο κοινός νους, ως εκ της φύσης του, μπορεί να κινηθεί μόνο στο επίπεδο του «δογματικού ισχυρισμού» και της αντίστοιχης διαβεβαίωσης. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει τα αδιέξοδά του είτε με την άκριτη προσκόλληση στην ελπίδα ή το φόβο είτε με την αναπαραγωγή ξένων προς την ανθρώπινη ουσία αποφάσεων, δηλητηριάζοντας τον ορίζοντα συνεννόησης των ανθρώπων και γεμίζοντας τον κοινωνιο-πολιτικό χώρο με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Σημειώνει σχετικά ο Χέγκελ:
«Όταν ο κοινός νους επικαλείται το συναίσθημα, τον εσωτερικό του χρησμό, έχει τελειώσει με εκείνον που δε συμφωνεί μαζί του… ποδοπατεί τη ρίζα της ανθρωπότητας».
ΙΙ. Δεν μπορεί δηλ. να οχυρώνεται κανείς πίσω από τη δική του «αλήθεια» και να την παρουσιάζει ως καθολική, ως απόλυτο αξίωμα, ως θέσφατο. Οι μεμονωμένες αλήθειες μπορεί να έχουν το χαρακτήρα των φαινομένων και να υπόκεινται στη φθορά του χρόνου, δηλ. να είναι πεπερασμένες. Πίσω από τα φαινόμενα της ενεργοποιείται το πνεύμα με τη δική του εσωτερική κίνηση. Η τελευταία δεν εκφράζει μια γραμμική πορεία, αλλά περιέχει την τεράστια δύναμη του αρνητικού ως την εκρηκτική ύλη της ενεργότητας του νου του ανθρώπου, δηλ. του πνεύματος.
ΙΙΙ. Για την ανθρώπινη συνείδηση, η οποία, ως άμεση ύπαρξη του πνεύματος, είναι εκτεθειμένη μέσα σε ένα πλέγμα παρατεταμένων αντιφάσεων και συλλαμβάνει το όλο ως μια ξεχωριστή έννοια και τον εαυτό της ως το απόλυτο άλλο, το αρνητικό είναι ο «Μεφιστοφελής» του Γκαίτε, που ενεργοποιεί την αναζήτηση μιας αυθεντικής αρμονίας και ολοκλήρωσης έξω από την πλάνη της άμεσης πραγματικότητας. Η νομιμότητά του λοιπόν έγκειται στο να θέτει σε απόλυτη αμφισβήτηση την εμπράγματη βεβαιότητα του Εγώ και να οδηγεί τη συνείδηση του ανθρώπου σε μια γνωσιοθεωρητική κριτική των περιεχομένων που καταδυναστεύουν την ελευθερία της και στην έξοδο από τη νύχτα της καθεύδουσας κοινωνιο-πολιτικής ανωνυμίας.
§5
Ι. Με τα λόγια του Χέγκελ αυτό σημαίνει πως καθετί που εκφράζει την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου απορρέει από την αρνητικότητα του αντικειμένου. Έτσι η εργασία, στην οποία επιδίδεται ο άνθρωπος για να μεταμορφώσει τον εξωτερικό κόσμο, ανατιμάται ως δύναμη άρνησης αυτού που ήδη υπάρχει και ως δυνατότητα προσέγγισης στο αντί-θετό του. Τότε αναπτύσσεται μια ακαταμάχητη αντι-θετική κίνηση, ενεργητικό στοιχείο της οποίας είναι το ζωντανό ον και παθητικό στοιχείο το αντικείμενο. Στη διαπλοκή αυτή το ενεργητικό στοιχείο, η ζωή αντλεί από τον εαυτό της την ικανότητα να διατηρείται μέσα στο άλλο χωρίς να γίνεται πράγμα. την ικανότητα, με άλλα λόγια, να αρνείται τη μεταποίηση του εαυτού της σε κάτι το πραγμοειδές. Τη στιγμή, λοιπόν, που το ζωντανό ον μπορεί και αναπτύσσει αυτή την ικανότητα, από συνείδηση γίνεται αυτοσυνείδηση. Αυτό δείχνει πως αντικείμενο της εργασίας του ανθρώπου γίνεται ο ίδιος ο εαυτός του.
ΙΙ. Δεν είναι αρκετό να οικειώνεται κανείς με τον εαυτό του, χρειάζεται και να τον γνωρίζει. Αυτό παραπέμπει ευθέως στην πραγμάτωση του αιτήματος της ελευθερίας: το υποκείμενο, αυτο-γνωριζόμενο, αισθάνεται την ανάγκη του άλλου. επιθυμεί, ορέγεται την παρουσία του. Και με εγελιανούς όρους: η αυτοσυνείδηση ικανοποιείται μέσα σε μια άλλη αυτοσυνείδηση. Καθόσον τέτοια, η αυτοσυνείδηση βυθίζεται μέσα στο Είναι της ζωής και διεξάγει ένα αγώνα για αναγνώριση. Αυτή-εδώ όμως δεν είναι μια μεμονωμένη επιθυμία και δεν επιτυγχάνεται με μια απλή, εξωτερική προσέγγιση του άλλου. Είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Μόνο όταν ο άνθρωπος ριψοκινδυνεύει, λέει ο Χέγκελ, δηλ. μόνο όταν διεξάγει θανάσιμο αγώνα υπέρβασης της άλλης ουσίας, φτάνει να αναγνωρισθεί από αυτήν.
§6
Ι. Ο αγώνας για επικράτηση είναι αμοιβαίος, γι’ αυτό γίνεται ορατός «ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων». Ο τελευταίος αναδεικνύεται εν τέλει σε ενδιάμεση βαθμίδα μετάβασης από την αφηρημένη κοινωνία στην ελεύθερη κοινότητα. Τότε είναι που ο άνθρωπος φτάνει να πραγματώνει την ελευθερία του, και ως ελεύθερο ον, χωρίς ενδοιασμούς και κλονισμούς, μπορεί να συμφιλιώνεται με τον κόσμο. Η ζωή γίνεται μοναδική και διαλεκτική ενότητα ή ταυτότητα: εκφράζει την κοινότητα ως την αναπαλλοτρίωτη υπόσταση των ατόμων, καθένα εκ των οποίων γίνεται ένα Εγώ που είναι Εμείς και ένα Εμείς που είναι Εγώ. Η ένταξη όμως αυτή μέσα στην κοινότητα σημαίνει παράλληλα και ένταξη μέσα στο χρόνο. Ο άνθρωπος, εντασσόμενος μέσα στο χρόνο, βιώνει μια νέα αγωνία, την αγωνία της θνητότητάς του, αφού ο χρόνος αυτός καθεαυτόν είναι η υπόμνηση της ατέλειάς του.
ΙΙ. Υπ’ αυτή την έννοια ζει με τον τρόμο του χρόνου· με τη γλώσσα του Χέγκελ: εφόσον ο άνθρωπος είναι, δεν είναι και, εφόσον δεν είναι, είναι. Ο χρόνος, κατά ταύτα, αποτελεί την αναγκαιότητα, που μεταδίδει ενέργεια στον άνθρωπο και τον ωθεί στη δημιουργία και την αυτοδημιουργία. Για να αυτογνωρίζεται ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο πρέπει να εξωτερικεύεται. Δια της εξωτερίκευσης εκδηλώνει τη δράση του και την εγγράφει ως εμπειρία της ιστορίας. Η τελευταία τότε γίνεται έγχρονη εκδίπλωση μιας σκοπιμότητας δράσης, η οποία οδηγεί τα ανθρώπινα όντα σε αναμετρήσεις συμφερόντων και ενδιαφερόντων και το νόημά της ισχυροποιεί την παρουσία της αλήθειας μέσα στη λήθη του πολιτισμού.
ΙΙΙ. Μέσα στη Φαινομενολογία του πνεύματος η ιστορία αρχίζει στην Ελλάδα και προχωρεί με ένα τραγικό, τραγικότατο τρόπο και χαρακτήρα. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δεν αποτελεί απλά και μόνο το ξεκίνημα της φιλοσοφικής επιστήμης, αλλά είναι το «αληθινό πνεύμα». Ο σκοπός της ιστορίας είναι να ξαναβρεί αυτή την αλήθεια, αυτή την «υπέροχη ολότητα», η οποία, επαναπροσδιοριζόμενη στη διαχρονική της δεσμευτικότητα, μεταστρέφει την ανταγωνιστική κινητικότητα της κοινωνίας από δύναμη γενικευμένης παράλυσης σε πηγή αυτογνωσίας. Αλλά η εγελιανή αυτογνωσία δεν σημαίνει άλλο από τη γνώση του Εγώ και του Εμείς. Και τούτο στην ευρύτερη αποδοχή του κατανοείται ως εξής: Να αποκτάμε, κατά κύριο λόγο, συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτό που είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο και σε αυτό που είναι η ουσία τους. Χάρη σε τούτη τη συνείδηση της διαφοράς, αντί να παραδιδόμαστε στο δεδομένο, αφηνόμαστε στο εγνωσμένο και εκμηδενίζουμε έτσι τη θριαμβολογία του αποσπασματικού πάνω στη μοναδικότητα του συνολικού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου