Υπάρχουν τόσα πολλά που θέλω ακόμη να κάνω, ώστε θα το θεωρούσα αληθινή τραγωδία αν ο θάνατος με εμπόδιζε να ολοκληρώσω τουλάχιστον ένα μικρό μέρος. Βλέπω να ανοίγονται μπροστά μου καινούριες οπτικές στην τέχνη και τη ζωή, που η καθεμιά είναι μια νέα μέθοδος ν’ αγγίξεις την τελειότητα. Είναι για μένα ένας καινούριος κόσμος και δε θέλω να πεθάνω πριν τον εξερευνήσω. Θέλεις να μάθεις ποιος είναι αυτός ο καινούριος κόσμος; Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψεις. Είναι ο κόσμος που έζησα δυο χρόνια στη φυλακή. Η θλίψη, λοιπόν, και τα διδάγματα που παίρνω απ’ αυτήν είναι ο καινούριος μου κόσμος.
Άλλοτε, η ζωή μου όλη ήταν αφιερωμένη στην απόλαυση. Γύριζα την πλάτη σε κάθε είδους πόνο και λύπη. Τα σιχαινόμουν και τα δυο. Αποφάσισα να τα αγνοήσω όσο μπορούσα περισσότερο: τα αντιμετώπιζα σαν μορφές ατελείς. Δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου μου για τη ζωή. Δεν είχαν θέση στη φιλοσοφία μου. Η μητέρα μου, που ήξερε όλες τις όψεις της ζωής, μου ανέφερε συχνά τους στίχους του Γκαίτε — γραμμένους απ’ τον Καρλάιλ σ’ ένα βιβλίο που της είχε χαρίσει πριν από πολλά χρόνια και μεταφρασμένους, υποθέτω, απ’ τον ίδιο;
Όποιος δε έφαγε ποτέ ψωμί με θλίψη, όποιος δεν πέρασε τις νύχτες του με δάκρυ προσμένοντας να ‘ρθει καινούρια αυγή — ακόμα δε σας γνώρισε, ουράνιες δυνάμεις.
Ήταν οι στίχοι που η ευγενική βασίλισσα της Πρωσίας, έχοντας υποστεί τη βάναυση μεταχείριση του Ναπολέοντα, ανέφερε συχνά στην ταπεινωτική εξορία της – τους χρησιμοποιούσε συχνά η μητέρα μου στα τελευταία ταραγμένα χρόνια της ζωής της. Εγώ αρνιόμουν κατηγορηματικά να αποδεχτώ ή να ομολογήσω την τεράστια αλήθεια που κρυβόταν μέσα τους. Δεν μπορούσα να την καταλάβω. Το συνηθισμένο μου σχόλιο ήταν πως δεν είχα καμία όρεξη να τρώω ψωμί με θλίψη ή να περάσω έστω και μια νύχτα θρηνώντας και προσμένοντας μιαν ακόμη πιο πικρή χαραυγή.
Δε μου περνούσε στιγμή απ’ το μυαλό ότι ήταν ένα απ’ τα χτυπήματα που φύλαγαν οι Μοίρες για μένα, ότι έναν ολόκληρο χρόνο στη ζωή μου θα έκανα ακριβώς αυτά τα δυο πράγματα. Ήταν όμως γραμμένο στο πεπρωμένο μου – μόνο κατά τη διάρκεια των λίγων τελευταίων μηνών κατάφερα, μετά από τρομερές δυσκολίες και αγώνες, να κατανοήσω λίγο τα διδάγματα που κρύβονται στην καρδιά του πόνου. Κληρικοί και άνθρωποι που χρησιμοποιούν διάφορα ρητά χωρίς την απαιτούμενη γνώση, χαρακτηρίζουν μερικές φορές τον πόνο ως μυστήριο.
Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά. Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης. Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο. Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες. Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα. Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί. Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες. Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη. Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες. Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο. Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας. Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης. Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία. Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Μα περισσότερο απ’ όλα, η θλίψη περιβάλλεται πάντα από μια έντονη, ασυνήθιστη αίσθηση της πραγματικότητας. Είπα προηγουμένως πως οι σχέσεις μου με την τέχνη και τον πολιτισμό της εποχής μου υπήρξαν συμβολικές. Μέσα σ’ αυτό το κάτεργο όλοι οι συγκρατούμενοι μου έχουν συμβολική σχέση με το υπέρτατο μυστικό της ζωής. Γιατί το μυστικό της ζωής είναι ο πόνος. Αυτός κρύβεται πίσω απ’ όλα τα πράγματα. Από την αρχή της ζωής μας νιώθουμε τόσο έντονα τη διαφορά του γλυκού απ’ το πικρό, που αναπόφευκτα κατευθύνουμε όλες μας τις επιθυμίες στις απολαύσεις, αποζητώντας όχι απλώς «ένα δυο μήνες να φάμε απ’ την κερήθρα», αλλά να μη γευτούμε άλλη τροφή σ’ όλη μας τη ζωή, αγνοώντας στο μεταξύ πως η ψυχή μας ίσως λιμοκτονεί.
Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα κάποτε γύρω απ’ αυτό το θέμα με μιαν απ’ τις πιο γοητευτικές προσωπικότητες που γνώρισα στη ζωή μου: μια κυρία που η συμπάθεια και η καλοσύνη της για μένα, πριν και μετά την τραγωδία της φυλάκισής μου, δεν περιγράφεται με λόγια· χωρίς να το ξέρει, με την παρουσία της και μόνο, με το να είναι αυτό που είναι – ένα ιδανικό και συνάμα ανθρώπινη, με βοήθησε πραγματικά, όσο κανείς άλλος στον κόσμο, να μη λυγίσω κάτω απ’ το φορτίο των βασάνων μου. Λειτούργησε σαν πρότυπο που ονειρευόμουν να το φτάσω και ταυτόχρονα χειροπιαστή βοήθεια για να πετύχω το σκοπό αυτό. Είναι μια ψυχή που αποπνέει ευωδιά στον αέρα και δίνει στην πνευματικότητα όψη απλή και φυσική σαν το φως του ήλιου ή τη θάλασσα, μια γυναίκα που πιστεύει ότι ομορφιά και θλίψη περπατούν χέρι χέρι και μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα. Της έλεγα ότι τα βάσανα που κρύβει ένα σοκάκι του Λονδίνου είναι αρκετή απόδειξη πως ο Θεός δεν αγαπάει τον άνθρωπο, ότι φτάνει να υπάρχει έστω και μία καρδιά που βασανίζεται απ’ τη θλίψη, έστω κι ένα παιδάκι που κλαίει στη γωνιά του κήπου για μιαν αταξία που έκανε ή δεν έκανε, για να αμαυρώσει το πρόσωπο της δημιουργίας. Έπεφτα τελείως έξω. Μου το είπε αλλά ήταν αδύνατο να την πιστέψω. Στη σφαίρα που βρισκόμουν τότε, δεν μπορούσα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Τώρα μου φαίνεται πως μοναδική εξήγηση για τα περίσσια βάσανα στη γη είναι η αγάπη. Δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη εξήγηση κι έχω πειστεί πως αν ο κόσμος έχει χτιστεί με θλίψη, τα χέρια που τον έχτισαν είναι χέρια αγάπης, γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δε θα μπορούσε η ψυχή του ανθρώπου, που για χάρη της έγινε ο κόσμος, να υψωθεί ως τις ανώτατες βαθμίδες της τελειότητας. Απολαύσεις για το όμορφο σώμα, αλλά πόνος για την όμορφη ψυχή·
Θα έδειχνε ίσως υπερβολική έπαρση ο ισχυρισμός ότι είμαι απολύτως σίγουρος για τέτοια θέματα. Πέρα μακριά, σαν τέλειο μαργαριτάρι, φαίνεται η Πολιτεία του Θεού. Κι είναι τόσο όμορφη, που θαρρείς πως ένα παιδάκι περπατώντας μια μέρα καλοκαιρινή μπορεί να τη φτάσει. Ένα παιδί θα μπορούσε. Για μένα όμως και τους ομοίους μου δεν είναι τόσο εύκολο. Κι αν προς στιγμήν φωτίζεται το μυαλό μας, η γνώση χάνεται στις ατέλειωτες ώρες που ακολουθούν με πόδια ασήκωτο μολύβι. Είναι τόσο δύσκολο να κρατηθείς «σε ύψη αντάξια της ψυχής». Υψώνεται η σκέψη στην αιωνιότητα, μα προχωρούμε αργά μέσα στο χρόνο· και δε χρειάζεται να ξαναπώ πόσο αργά κυλάει ο χρόνος στη φυλακή, πόσο συχνά η κούραση και η απόγνωση τρυπώνουν στο κελί μας και στο κελί της καρδιάς μας με μια τόσο παράξενη επιμονή, που αναγκαζόμαστε να συγυρίζουμε με βαριά καρδιά το σπιτικό, σαν να περιμένουμε κάποιον ανεπιθύμητο μουσαφίρη, ένα σκληρό αφέντη ή ένα σκλάβο, που είμαστε σκλάβοι του, γιατί έτσι το ’φερε η τύχη ή έτσι το θελήσαμε εμείς.
Και μολονότι οι φίλοι μου δε θα το παραδεχτούν, η αλήθεια είναι ότι διδάσκονται το μάθημα της ταπεινοφροσύνης πιο εύκολα όσοι ζουν στην ξεγνοιασιά και την άνεση, παρά εγώ που αρχίζω τη μέρα μου γονατίζοντας για να σφουγγαρίσω το πάτωμα του κελιού μου. Γιατί η ζωή στη φυλακή, με τους ατέλειωτους περιορισμούς και τις στερήσεις, σε κάνει να επαναστατείς. Και το τρομερό δεν είναι ότι η εξέγερση συντρίβει την καρδιά -οι καρδιές είναι πλασμένες για να συντρίβονται — αλλά ότι την κάνει σκληρή σαν πέτρα. Είναι φορές που νιώθεις πως μόνο με πρόσωπο από ατσάλι και με το σαρκασμό στα χείλη μπορείς ν’ αντέξεις τη μέρα ως το τέλος. Ο εξεγερμένος δεν μπορεί να λάβει τη θεία χάρη για να μεταχειριστώ μια φράση τόσο προσφιλή- πολύ δικαιολογημένα, νομίζω – στην Εκκλησία. Στη ζωή, όπως και στην τέχνη, το πνεύμα της έγερσης υψώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στους δρόμους της ψυχής και δεν αφήνει να περνούν οι ουράνιες αύρες. Όμως εγώ πρέπει να τα μάθω όλ’ αυτά εδώ μέσα, αν είναι κάπου να τα μάθω. και η καρδιά μου να γεμίζει χαρά όταν τα πόδια μου πατούν το σωστό μονοπάτι, όταν το πρόσωπό μου βλέπει προς «την πύλη που τη λένε ωραία», κι ας βουλιάζω κάποτε στο βούρκο, κι ας ξεστρατίζω άλλες φορές μες στην πυκνή ομίχλη.
Αυτή η Καινούρια Ζωή, όπως μ’ αρέσει να την ονομάζω από αγάπη για τον Δάντη, δεν είναι φυσικά μια άλλη ζωή, αλλά απλώς συνέχεια της προηγούμενης ζωής μου που αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Θυμάμαι πως όταν ήμουν στην Οξφόρδη τελειόφοιτος, ένα πρωινό έκανα βόλτα με κάποιο φίλο μου στο πάρκο του Κολεγίου της Μαγδαληνής, και περπατώντας στα δροσερά, γεμάτα πουλιά μονοπάτια, είπα πως ήθελα να δαγκώσω τον καρπό όλων των δέντρων που φυτρώνουν στο περιβόλι του κόσμου και πως θα έβγαινα στη ζωή κυριευμένος απ’ αυτό το πάθος. Κι έτσι ακριβώς έγινε. Το μοναδικό μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα αποκλειστικά στα δέντρα της ηλιοφώτιστης μεριάς του κήπου, αποφεύγοντας τις ανήλιες, σκοτεινές γωνιές. Η αποτυχία, η ατίμωση, η ανέχεια, η στεναχώρια, η αγωνία, ο πόνος, ακόμη και τα δάκρυα, τα σπασμένα λόγια που βγαίνουν από χείλη βασανισμένα, οι τύψεις που στρώνουν το δρόμο του ανθρώπου με αγκάθια, η συνείδηση που καταδικάζει, ο αυτοεξευτελισμός που τιμωρεί, η δυστυχία που ρίχνει στάχτη στο κεφάλι της, η απόγνωση που φοράει τσουβαλένιο σάκο και γεμίζει το ποτήρι της με χολή — όλ’ αυτά με τρόμαζαν. Εγώ, που έλεγα πως δεν ήθελα ούτε να τα ξέρω, τα γεύτηκα ένα ένα με τη σειρά και ήρθε καιρός που γίνηκαν μοναδική τροφή μου.
ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΝΤ, De profundis
Άλλοτε, η ζωή μου όλη ήταν αφιερωμένη στην απόλαυση. Γύριζα την πλάτη σε κάθε είδους πόνο και λύπη. Τα σιχαινόμουν και τα δυο. Αποφάσισα να τα αγνοήσω όσο μπορούσα περισσότερο: τα αντιμετώπιζα σαν μορφές ατελείς. Δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου μου για τη ζωή. Δεν είχαν θέση στη φιλοσοφία μου. Η μητέρα μου, που ήξερε όλες τις όψεις της ζωής, μου ανέφερε συχνά τους στίχους του Γκαίτε — γραμμένους απ’ τον Καρλάιλ σ’ ένα βιβλίο που της είχε χαρίσει πριν από πολλά χρόνια και μεταφρασμένους, υποθέτω, απ’ τον ίδιο;
Όποιος δε έφαγε ποτέ ψωμί με θλίψη, όποιος δεν πέρασε τις νύχτες του με δάκρυ προσμένοντας να ‘ρθει καινούρια αυγή — ακόμα δε σας γνώρισε, ουράνιες δυνάμεις.
Ήταν οι στίχοι που η ευγενική βασίλισσα της Πρωσίας, έχοντας υποστεί τη βάναυση μεταχείριση του Ναπολέοντα, ανέφερε συχνά στην ταπεινωτική εξορία της – τους χρησιμοποιούσε συχνά η μητέρα μου στα τελευταία ταραγμένα χρόνια της ζωής της. Εγώ αρνιόμουν κατηγορηματικά να αποδεχτώ ή να ομολογήσω την τεράστια αλήθεια που κρυβόταν μέσα τους. Δεν μπορούσα να την καταλάβω. Το συνηθισμένο μου σχόλιο ήταν πως δεν είχα καμία όρεξη να τρώω ψωμί με θλίψη ή να περάσω έστω και μια νύχτα θρηνώντας και προσμένοντας μιαν ακόμη πιο πικρή χαραυγή.
Δε μου περνούσε στιγμή απ’ το μυαλό ότι ήταν ένα απ’ τα χτυπήματα που φύλαγαν οι Μοίρες για μένα, ότι έναν ολόκληρο χρόνο στη ζωή μου θα έκανα ακριβώς αυτά τα δυο πράγματα. Ήταν όμως γραμμένο στο πεπρωμένο μου – μόνο κατά τη διάρκεια των λίγων τελευταίων μηνών κατάφερα, μετά από τρομερές δυσκολίες και αγώνες, να κατανοήσω λίγο τα διδάγματα που κρύβονται στην καρδιά του πόνου. Κληρικοί και άνθρωποι που χρησιμοποιούν διάφορα ρητά χωρίς την απαιτούμενη γνώση, χαρακτηρίζουν μερικές φορές τον πόνο ως μυστήριο.
Στην πραγματικότητα, ο πόνος φωτίζει την καρδιά σαν αποκάλυψη.
Διακρίνεις πράγματα που δεν έβλεπες προηγουμένως. Προσεγγίζεις ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου γένους από μια διαφορετική σκοπιά. Όλ’ αυτά που διαισθανόμουν για την τέχνη, αμυδρά κι από ένστικτο, τα συνειδητοποιώ τώρα νοητικά και συναισθηματικά με απόλυτη καθαρότητα και ακραία ένταση.
Τώρα καταλαβαίνω πως η θλίψη, όντας η υπέρτατη συγκίνηση που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, αποτελεί δοκιμασία κι επισφράγισμα κάθε μεγάλης τέχνης. Μόνιμη επιδίωξη του καλλιτέχνη είναι να φτάσει σ’ εκείνο τον τρόπο ύπαρξης, όπου σώμα και ψυχή ενώνονται σε μιαν αδιαίρετη μονάδα — όπου το εξωτερικό είναι έκφραση του εσωτερικού και η μορφή αποκαλύπτει το περιεχόμενο. Δεν είναι λίγοι οι δρόμοι που οδηγούν σ αυτή την κατάσταση· οι νέοι και οι τέχνες που ασχολούνται με τους νέους μπορούν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα σε κάποια δεδομένη στιγμή· η σύγχρονη ζωγραφική τοπίων, που αποδίδει τις εντυπώσεις με λεπτότητα κι ευαισθησία, υποβάλλει την ιδέα ότι στα εξωτερικά αντικείμενα κατοικεί ένα πνεύμα που περιβάλλεται από τη γη, τον αέρα, την ομίχλη και τις πολιτείες· με τις νοσηρές της διαθέσεις, την ατμόσφαιρα, τους τόνους και τα χρώματα πραγματώνει για μας παραστατικά αυτό που είχαν πετύχει με απαράμιλλη πλαστική τελειότητα οι Έλληνες. Ένα σύνθετο παράδειγμα είναι η μουσική, όπου το περιεχόμενο υποτάσσεται στη μορφή κι αποτελεί μιαν αδιαχώριστη ενότητα. Απλό παράδειγμα θα ήταν ένα λουλούδι ή ένα παιδί. Το πληρέστερο πρότυπο όμως τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη είναι η θλίψη.
Πίσω απ’ τη χαρά και το γέλιο μπορεί να κρύβεται μια ιδιοσυγκρασία βάναυση, τραχιά, χωρίς ευαισθησίες. Πίσω απ’ τη θλίψη όμως υπάρχει πάντα η θλίψη. Ο πόνος, αντίθετα με την απόλαυση, δεν κρύβεται πίσω από μάσκες. Η αλήθεια στην τέχνη δεν προϋποθέτει αντιστοιχία ανάμεσα στη βασική ιδέα και τη συμπτωματική ύπαρξη δεν είναι ομοιότητα σχήματος και σκιάς, είδωλο της μορφής στο κρύσταλλο του καθρέφτη· δεν είναι ηχώ που επιστρέφει απ΄τα κοιλώματα του λόφου, ούτε αργυρό πηγάδι στην κοιλάδα, που δείχνει την εικόνα του φεγγαριού στο φεγγάρι και την εικόνα του Ναρκίσσου στο Νάρκισσο. Η αλήθεια στην τέχνη είναι η ενότητα ενός πράγματος με τον εαυτό του- το εξωτερικό γίνεται έκφραση του εσωτερικού- η ψυχή αποκτά υλική υπόσταση και το σώμα μεταλαβαίνει ψυχικής ουσίας. Γι’ αυτό το λόγο, καμιά άλλη αλήθεια δε συγκρίνεται με την αλήθεια της θλίψης. Μερικές φορές μάλιστα, μου φαίνεται πως η θλίψη είναι η μόνη αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, κίβδηλα κατασκευάσματα προορισμένα να τυφλώνουν το μάτι ή να χορταίνουν την επιθυμία. Από τη θλίψη όμως έχει φτιαχτεί ο κόσμος όλος, και στη γέννηση ενός παιδιού ή ενός άστρου υπάρχει πάντα ο πόνος.
Μα περισσότερο απ’ όλα, η θλίψη περιβάλλεται πάντα από μια έντονη, ασυνήθιστη αίσθηση της πραγματικότητας. Είπα προηγουμένως πως οι σχέσεις μου με την τέχνη και τον πολιτισμό της εποχής μου υπήρξαν συμβολικές. Μέσα σ’ αυτό το κάτεργο όλοι οι συγκρατούμενοι μου έχουν συμβολική σχέση με το υπέρτατο μυστικό της ζωής. Γιατί το μυστικό της ζωής είναι ο πόνος. Αυτός κρύβεται πίσω απ’ όλα τα πράγματα. Από την αρχή της ζωής μας νιώθουμε τόσο έντονα τη διαφορά του γλυκού απ’ το πικρό, που αναπόφευκτα κατευθύνουμε όλες μας τις επιθυμίες στις απολαύσεις, αποζητώντας όχι απλώς «ένα δυο μήνες να φάμε απ’ την κερήθρα», αλλά να μη γευτούμε άλλη τροφή σ’ όλη μας τη ζωή, αγνοώντας στο μεταξύ πως η ψυχή μας ίσως λιμοκτονεί.
Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα κάποτε γύρω απ’ αυτό το θέμα με μιαν απ’ τις πιο γοητευτικές προσωπικότητες που γνώρισα στη ζωή μου: μια κυρία που η συμπάθεια και η καλοσύνη της για μένα, πριν και μετά την τραγωδία της φυλάκισής μου, δεν περιγράφεται με λόγια· χωρίς να το ξέρει, με την παρουσία της και μόνο, με το να είναι αυτό που είναι – ένα ιδανικό και συνάμα ανθρώπινη, με βοήθησε πραγματικά, όσο κανείς άλλος στον κόσμο, να μη λυγίσω κάτω απ’ το φορτίο των βασάνων μου. Λειτούργησε σαν πρότυπο που ονειρευόμουν να το φτάσω και ταυτόχρονα χειροπιαστή βοήθεια για να πετύχω το σκοπό αυτό. Είναι μια ψυχή που αποπνέει ευωδιά στον αέρα και δίνει στην πνευματικότητα όψη απλή και φυσική σαν το φως του ήλιου ή τη θάλασσα, μια γυναίκα που πιστεύει ότι ομορφιά και θλίψη περπατούν χέρι χέρι και μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα. Της έλεγα ότι τα βάσανα που κρύβει ένα σοκάκι του Λονδίνου είναι αρκετή απόδειξη πως ο Θεός δεν αγαπάει τον άνθρωπο, ότι φτάνει να υπάρχει έστω και μία καρδιά που βασανίζεται απ’ τη θλίψη, έστω κι ένα παιδάκι που κλαίει στη γωνιά του κήπου για μιαν αταξία που έκανε ή δεν έκανε, για να αμαυρώσει το πρόσωπο της δημιουργίας. Έπεφτα τελείως έξω. Μου το είπε αλλά ήταν αδύνατο να την πιστέψω. Στη σφαίρα που βρισκόμουν τότε, δεν μπορούσα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Τώρα μου φαίνεται πως μοναδική εξήγηση για τα περίσσια βάσανα στη γη είναι η αγάπη. Δεν μπορώ να φανταστώ καμιά άλλη εξήγηση κι έχω πειστεί πως αν ο κόσμος έχει χτιστεί με θλίψη, τα χέρια που τον έχτισαν είναι χέρια αγάπης, γιατί με κανέναν άλλο τρόπο δε θα μπορούσε η ψυχή του ανθρώπου, που για χάρη της έγινε ο κόσμος, να υψωθεί ως τις ανώτατες βαθμίδες της τελειότητας. Απολαύσεις για το όμορφο σώμα, αλλά πόνος για την όμορφη ψυχή·
Θα έδειχνε ίσως υπερβολική έπαρση ο ισχυρισμός ότι είμαι απολύτως σίγουρος για τέτοια θέματα. Πέρα μακριά, σαν τέλειο μαργαριτάρι, φαίνεται η Πολιτεία του Θεού. Κι είναι τόσο όμορφη, που θαρρείς πως ένα παιδάκι περπατώντας μια μέρα καλοκαιρινή μπορεί να τη φτάσει. Ένα παιδί θα μπορούσε. Για μένα όμως και τους ομοίους μου δεν είναι τόσο εύκολο. Κι αν προς στιγμήν φωτίζεται το μυαλό μας, η γνώση χάνεται στις ατέλειωτες ώρες που ακολουθούν με πόδια ασήκωτο μολύβι. Είναι τόσο δύσκολο να κρατηθείς «σε ύψη αντάξια της ψυχής». Υψώνεται η σκέψη στην αιωνιότητα, μα προχωρούμε αργά μέσα στο χρόνο· και δε χρειάζεται να ξαναπώ πόσο αργά κυλάει ο χρόνος στη φυλακή, πόσο συχνά η κούραση και η απόγνωση τρυπώνουν στο κελί μας και στο κελί της καρδιάς μας με μια τόσο παράξενη επιμονή, που αναγκαζόμαστε να συγυρίζουμε με βαριά καρδιά το σπιτικό, σαν να περιμένουμε κάποιον ανεπιθύμητο μουσαφίρη, ένα σκληρό αφέντη ή ένα σκλάβο, που είμαστε σκλάβοι του, γιατί έτσι το ’φερε η τύχη ή έτσι το θελήσαμε εμείς.
Και μολονότι οι φίλοι μου δε θα το παραδεχτούν, η αλήθεια είναι ότι διδάσκονται το μάθημα της ταπεινοφροσύνης πιο εύκολα όσοι ζουν στην ξεγνοιασιά και την άνεση, παρά εγώ που αρχίζω τη μέρα μου γονατίζοντας για να σφουγγαρίσω το πάτωμα του κελιού μου. Γιατί η ζωή στη φυλακή, με τους ατέλειωτους περιορισμούς και τις στερήσεις, σε κάνει να επαναστατείς. Και το τρομερό δεν είναι ότι η εξέγερση συντρίβει την καρδιά -οι καρδιές είναι πλασμένες για να συντρίβονται — αλλά ότι την κάνει σκληρή σαν πέτρα. Είναι φορές που νιώθεις πως μόνο με πρόσωπο από ατσάλι και με το σαρκασμό στα χείλη μπορείς ν’ αντέξεις τη μέρα ως το τέλος. Ο εξεγερμένος δεν μπορεί να λάβει τη θεία χάρη για να μεταχειριστώ μια φράση τόσο προσφιλή- πολύ δικαιολογημένα, νομίζω – στην Εκκλησία. Στη ζωή, όπως και στην τέχνη, το πνεύμα της έγερσης υψώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στους δρόμους της ψυχής και δεν αφήνει να περνούν οι ουράνιες αύρες. Όμως εγώ πρέπει να τα μάθω όλ’ αυτά εδώ μέσα, αν είναι κάπου να τα μάθω. και η καρδιά μου να γεμίζει χαρά όταν τα πόδια μου πατούν το σωστό μονοπάτι, όταν το πρόσωπό μου βλέπει προς «την πύλη που τη λένε ωραία», κι ας βουλιάζω κάποτε στο βούρκο, κι ας ξεστρατίζω άλλες φορές μες στην πυκνή ομίχλη.
Αυτή η Καινούρια Ζωή, όπως μ’ αρέσει να την ονομάζω από αγάπη για τον Δάντη, δεν είναι φυσικά μια άλλη ζωή, αλλά απλώς συνέχεια της προηγούμενης ζωής μου που αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Θυμάμαι πως όταν ήμουν στην Οξφόρδη τελειόφοιτος, ένα πρωινό έκανα βόλτα με κάποιο φίλο μου στο πάρκο του Κολεγίου της Μαγδαληνής, και περπατώντας στα δροσερά, γεμάτα πουλιά μονοπάτια, είπα πως ήθελα να δαγκώσω τον καρπό όλων των δέντρων που φυτρώνουν στο περιβόλι του κόσμου και πως θα έβγαινα στη ζωή κυριευμένος απ’ αυτό το πάθος. Κι έτσι ακριβώς έγινε. Το μοναδικό μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα αποκλειστικά στα δέντρα της ηλιοφώτιστης μεριάς του κήπου, αποφεύγοντας τις ανήλιες, σκοτεινές γωνιές. Η αποτυχία, η ατίμωση, η ανέχεια, η στεναχώρια, η αγωνία, ο πόνος, ακόμη και τα δάκρυα, τα σπασμένα λόγια που βγαίνουν από χείλη βασανισμένα, οι τύψεις που στρώνουν το δρόμο του ανθρώπου με αγκάθια, η συνείδηση που καταδικάζει, ο αυτοεξευτελισμός που τιμωρεί, η δυστυχία που ρίχνει στάχτη στο κεφάλι της, η απόγνωση που φοράει τσουβαλένιο σάκο και γεμίζει το ποτήρι της με χολή — όλ’ αυτά με τρόμαζαν. Εγώ, που έλεγα πως δεν ήθελα ούτε να τα ξέρω, τα γεύτηκα ένα ένα με τη σειρά και ήρθε καιρός που γίνηκαν μοναδική τροφή μου.
ΟΣΚΑΡ ΓΟΥΑΪΛΝΤ, De profundis
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου