[152] Ἔνθα δὴ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἄξιόν ἐστιν ἐπιμνησθῆναι οὓς οὗτος ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων ὄντων τῶν ἱερῶν ἐκπέμψας ἐπὶ τὸν πρόδηλον κίνδυνον ἐτόλμησε, τοῖς δραπέταις ποσὶ καὶ λελοιπόσι τὴν τάξιν ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τάφον τὸν τῶν τελευτησάντων, ἐγκωμιάζειν τὴν ἐκείνων ἀρετήν. Ὦ πρὸς μὲν τὰ μεγάλα καὶ σπουδαῖα πάντων ἀνθρώπων ἀχρηστότατε, πρὸς δὲ τὴν ἐν τοῖς λόγοις τόλμαν θαυμασιώτατε, ἐπιχειρήσεις αὐτίκα μάλα, βλέπων εἰς τὰ τούτων πρόσωπα λέγειν ὡς δεῖ σε ἐπὶ ταῖς τῆς πόλεως συμφοραῖς στεφανοῦσθαι; ἐὰν δ᾽ οὗτος λέγῃ, ὑμεῖς ὑπομενεῖτε, καὶ συναποθανεῖται τοῖς τελευτήσασιν ὡς ἔοικε καὶ ἡ ὑμετέρα μνήμη;
[153] Γένεσθε δή μοι μικρὸν χρόνον τῇ διανοίᾳ μὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν προϊόντα τὸν κήρυκα καὶ τὴν ἐκ τοῦ ψηφίσματος ἀνάρρησιν μέλλουσαν γίγνεσθαι, καὶ λογίσασθε πότερ᾽ οἴεσθε τοὺς οἰκείους τῶν τελευτησάντων πλείω δάκρυα ἀφήσειν ἐπὶ ταῖς τραγῳδίαις καὶ τοῖς ἡρωικοῖς πάθεσι τοῖς μετὰ ταῦτ᾽ ἐπεισιοῦσιν, ἢ ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως ἀγνωμοσύνῃ.
[154] Τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀλγήσειεν ἄνθρωπος Ἕλλην καὶ παιδευθεὶς ἐλευθερίως ἀναμνησθεὶς ἐν τῷ θεάτρῳ ἐκεῖνό γε, εἰ μηδὲν ἕτερον, ὅτι ταύτῃ ποτὲ τῇ ἡμέρᾳ μελλόντων ὥσπερ νυνὶ τῶν τραγῳδῶν γίγνεσθαι, ὅτ᾽ εὐνομεῖτο μᾶλλον ἡ πόλις καὶ βελτίοσι προστάταις ἐχρῆτο, προελθὼν ὁ κῆρυξ καὶ παραστησάμενος τοὺς ὀρφανούς, ὧν οἱ πατέρες ἦσαν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότες, νεανίσκους πανοπλίᾳ κεκοσμημένους, ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα καὶ προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, ὅτι τούσδε τοὺς νεανίσκους, ὧν οἱ πατέρες ἐτελεύτησαν ἐν τῷ πολέμῳ ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι, μέχρι μὲν ἥβης ὁ δῆμος ἔτρεφε, νυνὶ δὲ καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ, ἀφίησιν ἀγαθῇ τύχῃ τρέπεσθαι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν, καὶ καλεῖ εἰς προεδρίαν.
[155] Τότε μὲν ταῦτ᾽ ἐκήρυττεν, ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ παραστησάμενος τὸν τῆς ὀρφανίας τοῖς παισὶν αἴτιον, τί ποτ᾽ ἀνερεῖ, ἢ τί φθέγξεται; καὶ γὰρ ἐὰν αὐτὰ διεξίῃ τὰ ἐκ τοῦ ψηφίσματος προστάγματα, ἀλλ᾽ οὐ τό γ᾽ ἐκ τῆς ἀληθείας αἰσχρὸν σιωπήσεται, ἀλλὰ τἀναντία δόξει τῇ τοῦ κήρυκος φωνῇ φθέγγεσθαι ὅτι τόνδε τὸν ἄνδρα, εἰ δὴ καὶ οὗτος ἀνήρ, στεφανοῖ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ἀρετῆς ἕνεκα τὸν κάκιστον καὶ ἀνδραγαθίας ἕνεκα τὸν ἄνανδρον καὶ λελοιπότα τὴν τάξιν.
[156] Μὴ πρὸς τοῦ Διὸς καὶ θεῶν ἱκετεύω ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ τρόπαιον ἵστατε ἀφ᾽ ὑμῶν αὐτῶν ἐν τῇ τοῦ Διονύσου ὀρχήστρᾳ, μηδ᾽ αἱρεῖτε παρανοίας ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων, μηδ᾽ ὑπομιμνῄσκετε τῶν ἀνιάτων καὶ ἀνηκέστων κακῶν τοὺς ταλαιπώρους Θηβαίους, οὓς φεύγοντας διὰ τοῦτον ὑποδέδεχθε τῇ πόλει, ὧν ἱερὰ καὶ τέκνα καὶ τάφους ἀπώλεσεν ἡ Δημοσθένους δωροδοκία καὶ τὸ βασιλικὸν χρυσίον·
[157] ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῖς σώμασιν οὐ παρεγένεσθε, ἀλλὰ ταῖς γε διανοίαις ἀποβλέψατ᾽ αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν, τειχῶν κατασκαφάς, ἐμπρήσεις οἰκιῶν, ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς δουλείαν, πρεσβύτας ἀνθρώπους, πρεσβύτιδας γυναῖκας ὀψὲ μεταμανθάνοντας τὴν ἐλευθερίαν, κλαίοντας, ἱκετεύοντας ὑμᾶς, ὀργιζομένους οὐ τοῖς τιμωρουμένοις, ἀλλὰ τοῖς τούτων αἰτίοις, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι.
[158] Οὔτε πόλις γὰρ οὔτ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης οὐδεὶς πώποτε καλῶς ἀπήλλαξε Δημοσθένει συμβούλῳ χρησάμενος. Ὑμεῖς δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὐκ αἰσχύνεσθε εἰ ἐπὶ μὲν τοὺς πορθμέας τοὺς εἰς Σαλαμῖνα πορθμεύοντας νόμον ἔθεσθε ἐάν τις αὐτῶν ἄκων ἐν τῷ πόρῳ πλοῖον ἀνατρέψῃ, τούτῳ μὴ ἐξεῖναι πάλιν πορθμεῖ γενέσθαι, ἵνα μηδεὶς αὐτοσχεδιάζῃ εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα, τὸν δὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν πόλιν ἄρδην ἀνατετροφότα, τοῦτον ἐάσετε πάλιν ἀπευθύνειν τὰ κοινά;
***
[152] Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες, έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων. Εσύ λοιπόν, που είσαι ο πιο άχρηστος από όλους τους ανθρώπους για μεγάλα και σπουδαία έργα, αλλά στις μεγαλοστομίες ο πιο θαυμάσιος, θα επιχειρήσεις τώρα σε λίγο να κοιτάξεις στο πρόσωπο αυτούς εδώ τους δικαστές και να υποστηρίξεις ότι πρέπει να στεφανωθείς για τις συμφορές που προξένησες στην πόλη; Και εσείς, δικαστές, εάν αυτός το ζητήσει, θα το ανεχθείτε; Και μαζί με τους πεσόντες θα πεθάνει, όπως φαίνεται, και η μνήμη σας;
[153] Κάντε μου τώρα τη χάρη και φανταστείτε για λίγο ότι βρίσκεστε όχι στο δικαστήριο αλλά στο θέατρο και σκεφτείτε ότι βλέπετε τον κήρυκα να προχωρεί και πως ετοιμάζεται να γίνει η ανακήρυξη της απονομής, η προβλεπόμενη από το ψήφισμα. Αναλογισθείτε τι θα συμβεί· ποιο από τα δύο; Πιστεύετε ότι οι συγγενείς των πεσόντων θα έχυναν πιο πολλά δάκρυα για τις τραγωδίες και τα παθήματα των ηρώων που θα εισάγονταν στη σκηνή ή για την αγνωμοσύνη της πόλης;
[154] Γιατί ποιος Έλληνας που έχει ανατραφεί ελεύθερος δεν θα πονούσε αναπολώντας στο θέατρο, αν μη τι άλλο, εκείνο τουλάχιστον, ότι κάποτε αυτή την ημέρα, που επρόκειτο, όπως τώρα, να παιχτούν οι τραγωδίες, όταν η πόλη ευνομούνταν πιο καλά και είχε καλύτερους ηγέτες, προχωρούσε ο κήρυκας και παρουσίαζε τα ορφανά, όσων οι πατέρες είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, νεαρά παιδιά με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Και διάβαζε αυτή τη διακήρυξη την τόσο τιμητική και με τόσα κίνητρα για την ανδρεία: αυτοί εδώ οι νεαροί, των οποίων οι πατέρες σκοτώθηκαν στον πόλεμο μαχόμενοι γενναία, ως την εφηβική ηλικία τους τούς έτρεφε ο δήμος· τώρα τους όπλισε με αυτή τη στρατιωτική εξάρτυση και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους με τη βοήθεια του θεού, και τους καλεί να καταλάβουν τιμητική θέση στο θέατρο.
[155] Αυτά έλεγε τότε ο κήρυκας, όχι όμως τώρα. Όταν θα παρουσιάσει τον αίτιο της ορφάνιας των παιδιών, τι θα αναφωνήσει; Τι θα πει; Γιατί, και αν ακόμη διαβάσει τις ίδιες ακριβώς προτάσεις από το ψήφισμα του Κτησιφώντα, η αισχρή πραγματικότητα τουλάχιστον δεν πρόκειται να σκεπαστεί, αλλά θα φανεί ότι λέγονται τα αντίθετα από εκείνα που λέει η φωνή του κήρυκα, ότι δηλαδή ο λαός των Αθηναίων στεφανώνει αυτόν τον άνδρα, αν μπορεί και αυτός να θεωρείται άνδρας, για την αρετή του, τον κάκιστο, και για την παλικαριά του, αυτόν τον άνανδρο και λιποτάκτη.
[156] Όχι! Για όνομα του Δία και των θεών, Αθηναίοι, σας ικετεύω, μη στήνετε με τα ίδια σας τα χέρια τρόπαιο γι᾽ αυτές τις πράξεις μέσα στο θέατρο του Διονύσου. Μην καταδικάζετε για παράνοια τον αθηναϊκό λαό ενώπιον των Ελλήνων. Μη θυμίζετε τις αγιάτρευτες και ανεπανόρθωτες συμφορές στους ταλαίπωρους Θηβαίους, που, εξορισμένοι εξαιτίας του Δημοσθένη, τους έχετε δεχτεί στην πόλη σας, των οποίων τα ιερά, τα παιδιά και τους τάφους των πατέρων τους αφάνισε ο χρηματισμός του Δημοσθένη και το χρυσάφι του Πέρση βασιλιά.
[157] Επειδή όμως δεν ήσασταν αυτόπτες μάρτυρες στις συμφορές των Θηβαίων, μεταφερθείτε σ᾽ αυτές με τη φαντασία σας τουλάχιστον. Φανταστείτε πως βλέπετε να κυριεύεται η πόλη τους, να κατασκάπτονται τα τείχη τους, να καίγονται σπίτια, να σύρονται στη σκλαβιά γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές, ελεύθεροι μέχρι χθες, να κλαίνε και να σας ικετεύουν, να οργίζονται όχι με τους βασανιστές τους αλλά με τους υπεύθυνους των συμφορών τους και να σας παρακαλούν να μη στεφανώσετε με κανέναν τρόπο την κατάρα της Ελλάδας, αλλά να προφυλαχτείτε από τον δαίμονα και την τύχη που ακολουθεί από κοντά αυτόν τον άνθρωπο.
[158] Γιατί κανένας ποτέ μέχρι σήμερα, ούτε πόλη ούτε απλός πολίτης που είχε σύμβουλο τον Δημοσθένη δεν είχε καλό τέλος. Εσείς, πολίτες Αθηναίοι, δεν ντρέπεστε, που, ενώ για τους πορθμείς που περνούν τον κόσμο στη Σαλαμίνα ψηφίσατε νόμο, εάν κάποιος από αυτούς, έστω και άθελά του, αναποδογυρίσει το πλοίο μέσα στο στενό, να μην του επιτρέπεται να συνεχίσει το επάγγελμα του πορθμέα, και αυτό για να μην αυτοσχεδιάζει κανείς σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, θα αφήσετε αυτόν, που έχει ανατρέψει άρδην την Ελλάδα και την πόλη μας, να διευθύνει πάλι τα κοινά;
[153] Γένεσθε δή μοι μικρὸν χρόνον τῇ διανοίᾳ μὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀλλ᾽ ἐν τῷ θεάτρῳ, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν προϊόντα τὸν κήρυκα καὶ τὴν ἐκ τοῦ ψηφίσματος ἀνάρρησιν μέλλουσαν γίγνεσθαι, καὶ λογίσασθε πότερ᾽ οἴεσθε τοὺς οἰκείους τῶν τελευτησάντων πλείω δάκρυα ἀφήσειν ἐπὶ ταῖς τραγῳδίαις καὶ τοῖς ἡρωικοῖς πάθεσι τοῖς μετὰ ταῦτ᾽ ἐπεισιοῦσιν, ἢ ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως ἀγνωμοσύνῃ.
[154] Τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀλγήσειεν ἄνθρωπος Ἕλλην καὶ παιδευθεὶς ἐλευθερίως ἀναμνησθεὶς ἐν τῷ θεάτρῳ ἐκεῖνό γε, εἰ μηδὲν ἕτερον, ὅτι ταύτῃ ποτὲ τῇ ἡμέρᾳ μελλόντων ὥσπερ νυνὶ τῶν τραγῳδῶν γίγνεσθαι, ὅτ᾽ εὐνομεῖτο μᾶλλον ἡ πόλις καὶ βελτίοσι προστάταις ἐχρῆτο, προελθὼν ὁ κῆρυξ καὶ παραστησάμενος τοὺς ὀρφανούς, ὧν οἱ πατέρες ἦσαν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότες, νεανίσκους πανοπλίᾳ κεκοσμημένους, ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα καὶ προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, ὅτι τούσδε τοὺς νεανίσκους, ὧν οἱ πατέρες ἐτελεύτησαν ἐν τῷ πολέμῳ ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι, μέχρι μὲν ἥβης ὁ δῆμος ἔτρεφε, νυνὶ δὲ καθοπλίσας τῇδε τῇ πανοπλίᾳ, ἀφίησιν ἀγαθῇ τύχῃ τρέπεσθαι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν, καὶ καλεῖ εἰς προεδρίαν.
[155] Τότε μὲν ταῦτ᾽ ἐκήρυττεν, ἀλλ᾽ οὐ νῦν, ἀλλὰ παραστησάμενος τὸν τῆς ὀρφανίας τοῖς παισὶν αἴτιον, τί ποτ᾽ ἀνερεῖ, ἢ τί φθέγξεται; καὶ γὰρ ἐὰν αὐτὰ διεξίῃ τὰ ἐκ τοῦ ψηφίσματος προστάγματα, ἀλλ᾽ οὐ τό γ᾽ ἐκ τῆς ἀληθείας αἰσχρὸν σιωπήσεται, ἀλλὰ τἀναντία δόξει τῇ τοῦ κήρυκος φωνῇ φθέγγεσθαι ὅτι τόνδε τὸν ἄνδρα, εἰ δὴ καὶ οὗτος ἀνήρ, στεφανοῖ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων ἀρετῆς ἕνεκα τὸν κάκιστον καὶ ἀνδραγαθίας ἕνεκα τὸν ἄνανδρον καὶ λελοιπότα τὴν τάξιν.
[156] Μὴ πρὸς τοῦ Διὸς καὶ θεῶν ἱκετεύω ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ τρόπαιον ἵστατε ἀφ᾽ ὑμῶν αὐτῶν ἐν τῇ τοῦ Διονύσου ὀρχήστρᾳ, μηδ᾽ αἱρεῖτε παρανοίας ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναίων, μηδ᾽ ὑπομιμνῄσκετε τῶν ἀνιάτων καὶ ἀνηκέστων κακῶν τοὺς ταλαιπώρους Θηβαίους, οὓς φεύγοντας διὰ τοῦτον ὑποδέδεχθε τῇ πόλει, ὧν ἱερὰ καὶ τέκνα καὶ τάφους ἀπώλεσεν ἡ Δημοσθένους δωροδοκία καὶ τὸ βασιλικὸν χρυσίον·
[157] ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τοῖς σώμασιν οὐ παρεγένεσθε, ἀλλὰ ταῖς γε διανοίαις ἀποβλέψατ᾽ αὐτῶν εἰς τὰς συμφοράς, καὶ νομίσαθ᾽ ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν, τειχῶν κατασκαφάς, ἐμπρήσεις οἰκιῶν, ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς δουλείαν, πρεσβύτας ἀνθρώπους, πρεσβύτιδας γυναῖκας ὀψὲ μεταμανθάνοντας τὴν ἐλευθερίαν, κλαίοντας, ἱκετεύοντας ὑμᾶς, ὀργιζομένους οὐ τοῖς τιμωρουμένοις, ἀλλὰ τοῖς τούτων αἰτίοις, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν, ἀλλὰ καὶ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι.
[158] Οὔτε πόλις γὰρ οὔτ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης οὐδεὶς πώποτε καλῶς ἀπήλλαξε Δημοσθένει συμβούλῳ χρησάμενος. Ὑμεῖς δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὐκ αἰσχύνεσθε εἰ ἐπὶ μὲν τοὺς πορθμέας τοὺς εἰς Σαλαμῖνα πορθμεύοντας νόμον ἔθεσθε ἐάν τις αὐτῶν ἄκων ἐν τῷ πόρῳ πλοῖον ἀνατρέψῃ, τούτῳ μὴ ἐξεῖναι πάλιν πορθμεῖ γενέσθαι, ἵνα μηδεὶς αὐτοσχεδιάζῃ εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα, τὸν δὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν πόλιν ἄρδην ἀνατετροφότα, τοῦτον ἐάσετε πάλιν ἀπευθύνειν τὰ κοινά;
***
[152] Στο σημείο αυτό ακριβώς αξίζει να θυμηθούμε και τους γενναίους εκείνους άνδρες, που αυτός, παρά τις μη αποδεκτές και δυσοίωνες θυσίες, έστειλε σε ολοφάνερο κίνδυνο και είχε το θράσος να ανεβεί στον τάφο των πεσόντων με τα πόδια του δραπέτη και του λιποτάκτη από τη μάχη και να εγκωμιάσει την παλικαριά εκείνων. Εσύ λοιπόν, που είσαι ο πιο άχρηστος από όλους τους ανθρώπους για μεγάλα και σπουδαία έργα, αλλά στις μεγαλοστομίες ο πιο θαυμάσιος, θα επιχειρήσεις τώρα σε λίγο να κοιτάξεις στο πρόσωπο αυτούς εδώ τους δικαστές και να υποστηρίξεις ότι πρέπει να στεφανωθείς για τις συμφορές που προξένησες στην πόλη; Και εσείς, δικαστές, εάν αυτός το ζητήσει, θα το ανεχθείτε; Και μαζί με τους πεσόντες θα πεθάνει, όπως φαίνεται, και η μνήμη σας;
[153] Κάντε μου τώρα τη χάρη και φανταστείτε για λίγο ότι βρίσκεστε όχι στο δικαστήριο αλλά στο θέατρο και σκεφτείτε ότι βλέπετε τον κήρυκα να προχωρεί και πως ετοιμάζεται να γίνει η ανακήρυξη της απονομής, η προβλεπόμενη από το ψήφισμα. Αναλογισθείτε τι θα συμβεί· ποιο από τα δύο; Πιστεύετε ότι οι συγγενείς των πεσόντων θα έχυναν πιο πολλά δάκρυα για τις τραγωδίες και τα παθήματα των ηρώων που θα εισάγονταν στη σκηνή ή για την αγνωμοσύνη της πόλης;
[154] Γιατί ποιος Έλληνας που έχει ανατραφεί ελεύθερος δεν θα πονούσε αναπολώντας στο θέατρο, αν μη τι άλλο, εκείνο τουλάχιστον, ότι κάποτε αυτή την ημέρα, που επρόκειτο, όπως τώρα, να παιχτούν οι τραγωδίες, όταν η πόλη ευνομούνταν πιο καλά και είχε καλύτερους ηγέτες, προχωρούσε ο κήρυκας και παρουσίαζε τα ορφανά, όσων οι πατέρες είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, νεαρά παιδιά με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Και διάβαζε αυτή τη διακήρυξη την τόσο τιμητική και με τόσα κίνητρα για την ανδρεία: αυτοί εδώ οι νεαροί, των οποίων οι πατέρες σκοτώθηκαν στον πόλεμο μαχόμενοι γενναία, ως την εφηβική ηλικία τους τούς έτρεφε ο δήμος· τώρα τους όπλισε με αυτή τη στρατιωτική εξάρτυση και τους αφήνει να βρουν τον δρόμο τους με τη βοήθεια του θεού, και τους καλεί να καταλάβουν τιμητική θέση στο θέατρο.
[155] Αυτά έλεγε τότε ο κήρυκας, όχι όμως τώρα. Όταν θα παρουσιάσει τον αίτιο της ορφάνιας των παιδιών, τι θα αναφωνήσει; Τι θα πει; Γιατί, και αν ακόμη διαβάσει τις ίδιες ακριβώς προτάσεις από το ψήφισμα του Κτησιφώντα, η αισχρή πραγματικότητα τουλάχιστον δεν πρόκειται να σκεπαστεί, αλλά θα φανεί ότι λέγονται τα αντίθετα από εκείνα που λέει η φωνή του κήρυκα, ότι δηλαδή ο λαός των Αθηναίων στεφανώνει αυτόν τον άνδρα, αν μπορεί και αυτός να θεωρείται άνδρας, για την αρετή του, τον κάκιστο, και για την παλικαριά του, αυτόν τον άνανδρο και λιποτάκτη.
[156] Όχι! Για όνομα του Δία και των θεών, Αθηναίοι, σας ικετεύω, μη στήνετε με τα ίδια σας τα χέρια τρόπαιο γι᾽ αυτές τις πράξεις μέσα στο θέατρο του Διονύσου. Μην καταδικάζετε για παράνοια τον αθηναϊκό λαό ενώπιον των Ελλήνων. Μη θυμίζετε τις αγιάτρευτες και ανεπανόρθωτες συμφορές στους ταλαίπωρους Θηβαίους, που, εξορισμένοι εξαιτίας του Δημοσθένη, τους έχετε δεχτεί στην πόλη σας, των οποίων τα ιερά, τα παιδιά και τους τάφους των πατέρων τους αφάνισε ο χρηματισμός του Δημοσθένη και το χρυσάφι του Πέρση βασιλιά.
[157] Επειδή όμως δεν ήσασταν αυτόπτες μάρτυρες στις συμφορές των Θηβαίων, μεταφερθείτε σ᾽ αυτές με τη φαντασία σας τουλάχιστον. Φανταστείτε πως βλέπετε να κυριεύεται η πόλη τους, να κατασκάπτονται τα τείχη τους, να καίγονται σπίτια, να σύρονται στη σκλαβιά γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές, ελεύθεροι μέχρι χθες, να κλαίνε και να σας ικετεύουν, να οργίζονται όχι με τους βασανιστές τους αλλά με τους υπεύθυνους των συμφορών τους και να σας παρακαλούν να μη στεφανώσετε με κανέναν τρόπο την κατάρα της Ελλάδας, αλλά να προφυλαχτείτε από τον δαίμονα και την τύχη που ακολουθεί από κοντά αυτόν τον άνθρωπο.
[158] Γιατί κανένας ποτέ μέχρι σήμερα, ούτε πόλη ούτε απλός πολίτης που είχε σύμβουλο τον Δημοσθένη δεν είχε καλό τέλος. Εσείς, πολίτες Αθηναίοι, δεν ντρέπεστε, που, ενώ για τους πορθμείς που περνούν τον κόσμο στη Σαλαμίνα ψηφίσατε νόμο, εάν κάποιος από αυτούς, έστω και άθελά του, αναποδογυρίσει το πλοίο μέσα στο στενό, να μην του επιτρέπεται να συνεχίσει το επάγγελμα του πορθμέα, και αυτό για να μην αυτοσχεδιάζει κανείς σε βάρος της ζωής των Ελλήνων, θα αφήσετε αυτόν, που έχει ανατρέψει άρδην την Ελλάδα και την πόλη μας, να διευθύνει πάλι τα κοινά;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου