Η προσδιορισμένη άρνηση: Βάση για την απελευθέρωση της σκέψης
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Τι είναι άρνηση; Είναι Λογικός προσδιορισμός, μέσω του οποίου οδηγούμαστε σε ένα νέο προσδιορισμένο-Είναι. Το τελευταίο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά κάτι το αρνητικό, αλλά απηχεί μια νέα ρεαλιστική πραγματικότητα, που καθιδρύεται στη ζωή μας ως οντο-λογική αντίθεση προς την άρνηση, δηλαδή ως άρνηση της (πρώτης) άρνησης, ως κατάφαση, ως θετικότητα. Ετούτη η θετικότητα λοιπόν, ενταγμένη μέσα στην αυτο-προσδιοριστική κίνηση του Λόγου, αναδύεται πάντοτε ως διαμεσολαβημένη από την άρνηση της αμεσότητάς της, δηλαδή ως μια κατάσταση που έχει διέλθει μέσα από την αναίρεση μιας πρότερης, λιγότερο δια-μορφωμένης [=μορφωμένης δια του Λόγου] κατάστασης, συνθήκης, πραγματικότητας και έχει ανυψωθεί ή εξυψωθεί σε ένα πιο στοχαστικό Είναι με πιο ορθολογικές προοπτικές. Ετούτο το νέο μόρφωμα σκέψης και δράσης διατηρεί από την παλιά του κατάσταση ό,τι ακριβώς εξέφραζε ή ενσάρκωνε τον ρυθμό του Λόγου που συνέχει την όλη κίνηση της σκέψης· αλλά και τούτο το διατηρεί ανα-προσδιορισμένο στα νέα δεδομένα. Έτσι, η άρνηση, καθ’ όλη αυτή την κίνηση, συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω σε προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation), δηλαδή σε άρνηση κάποιου προσδιορισμένου στοιχείου: του εξωτερικού, εξωγενούς, ατελούς στοιχείου που λειτουργεί αρνητικά, ανασχετικά, για την καθολική εξέλιξη και ως τέτοιο αρνητικό πρέπει να υποστεί άρνηση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η προσδιορισμένη άρνηση συγχρόνως συνεπάγεται πάντοτε και ένα προσδιορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο παριστά κάτι το θετικό.
Στο παρακάτω απόσπασμα, από την επιστήμη της Λογικής- θεωρία του Είναι, ο Χέγκελ αποσαφηνίζει έτι περαιτέρω την ουσία της προσδιορισμένης άρνησης:
«Το μοναδικό πράγμα, που χρειάζεται για να πετύχουμε την επιστημονική πρόοδο –και για την εντελώς απλή κατανόηση της περί ου ο λόγος επίτευξης πρέπει ουσιαστικά να καταβάλουμε κόπο–, είναι η αναγνώριση της Λογικής αρχής ότι το αρνητικό είναι εξίσου θετικό ή ότι εκείνο που αντιφάσκει με τον εαυτό του δεν διαλύεται σε ένα μηδενικό, στο αφηρημένο Μηδέν, αλλά ουσιαστικά μόνο στην άρνηση του μερικού/ειδικού του περιεχομένου· ή ότι μια τέτοια άρνηση δεν είναι οποιαδήποτε άρνηση παρά η άρνηση του προσδιορισμένου Πράγματος, το οποίο αυτοδιαλύεται· επομένως είναι προσδιορισμένη άρνηση. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα περιέχει κατ’ ουσία εκείνο, από το οποίο προκύπτει το ίδιο, –πρόκειται, για να ακριβολογούμε, για μια ταυτολογία, γιατί διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι το άμεσο, όχι αποτέλεσμα. Καθώς αυτό που προκύπτει, η άρνηση, είναι προσδιορισμένη άρνηση, αυτή έχει ένα περιεχόμενο. Η εν λόγω άρνηση είναι μια νέα έννοια, αλλά μια έννοια ανώτερη και πλουσιότερη απ’ ό,τι η προηγούμενη· πλουσιότερη, επειδή αρνείται την προηγούμενη έννοια ή το αντί-θετό της, άρα περιέχει την προηγούμενη τούτη, αλλά και κάτι περισσότερο απ’ αυτή, γιατί είναι η ενότητα του εαυτού της και του αντι-θέτου της».
Ένα σχόλιο
Η σκέψη μπορεί να αυτο-οργανώνεται μόνο διαλεκτικά, δηλαδή με βάση την εσωτερική οργάνωση του Λόγου (της) και των αντιθετικών εννοιών που συνθέτουν τα περιεχόμενα και τη μορφή αυτού του Λόγου ως λέγειν και γνωρίζειν. Με τη φράση εσωτερική οργάνωση κατανοούμε δυο τινά: πρώτον, το ίδιο το πράγμα, εκάστοτε, έχει μια ιδιάζουσα –προς την κατά Λόγο φύση του– εξέλιξη και αυτή πρέπει να την κατανοούμε, να την αποκρυπτογραφούμε, να τη διαγιγνώσκουμε, να την ακολουθούμε, δηλαδή να την μετα-στοχαζόμαστε. Πώς να την κατανοούμε , …, να την μετα-στοχαζόμαστε; Χωρίς να εισάγουμε –και τούτο είναι το δεύτερο– τίποτα το εξωγενές, το εγκεφαλικό, το φορμαλιστικό, το αν-άρμοστο προς την κατά Λόγο εξέλιξη, αλλά να επιδιώκουμε να γνωρίσουμε την οδό, όπου κινούνται οι αλληλο-συμπλεκόμενοι σχηματισμοί των εννοιών. Η υλοποίηση αυτής της επιδίωξης σημαίνει συμ-πόρευση με το αρνητικό ενέργημα –διαλεκτικά αρνητικό [=προσδιορισμένη άρνηση] και όχι με το κοινό νόημα του καταστροφικού– της ίδιας της σκέψης. Το εν λόγω ενέργημα είναι το μοναδικό, που επιτρέπει στη σκέψη να απελευθερώνεται από έξωθεν βιαίως εισαγόμενα δεδομένα, από ασυλλόγιστες προϋποθέσεις, κυρίως από αδιόρατα καθοδηγητικά κέντρα και να εκτυλίσσεται ως μια καθαρή μετα-στοχαστική πορεία του ίδιου του εαυτού της. Αυτή η πορεία είναι η περίφημη, κατά Χέγκελ, απόλυτη μέθ-οδος, δηλαδή η μετα-οδός που απο-λύεται, δηλαδή αποδεσμεύεται, απαλλάσσεται, απελευθερώνεται από αρμούς, δεσμούς και ετεροκαθορισμούς. Πυρήνας αυτής της από-λυτης μεθ-όδου είναι η άρνηση και δη η προσδιορισμένη άρνηση. Ιδιαίτερη αξία προσλαμβάνει η προσδιορισμένη άρνηση ως ενέργημα του ιστορικού και πολιτικού σκέπτεσθαι και πράττειν. Διότι είναι αυτή που δεν αφήνει περιθώρια, όπως μας λέει ο φιλόσοφος, στους καμαριέρηδες/υπηρέτες –πολιτικούς, ψυχολόγους, οργανικούς διανοουμένους κ.λπ.– να επιβάλλουν τους όρους τους, «να ισοπεδώνουν τα ιστορικά πρόσωπα, να τα τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο με τον εαυτό τους ή ακόμη και μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω από τον εαυτό τους» (Φιλοσοφία της ιστορίας).
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Τι είναι άρνηση; Είναι Λογικός προσδιορισμός, μέσω του οποίου οδηγούμαστε σε ένα νέο προσδιορισμένο-Είναι. Το τελευταίο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά κάτι το αρνητικό, αλλά απηχεί μια νέα ρεαλιστική πραγματικότητα, που καθιδρύεται στη ζωή μας ως οντο-λογική αντίθεση προς την άρνηση, δηλαδή ως άρνηση της (πρώτης) άρνησης, ως κατάφαση, ως θετικότητα. Ετούτη η θετικότητα λοιπόν, ενταγμένη μέσα στην αυτο-προσδιοριστική κίνηση του Λόγου, αναδύεται πάντοτε ως διαμεσολαβημένη από την άρνηση της αμεσότητάς της, δηλαδή ως μια κατάσταση που έχει διέλθει μέσα από την αναίρεση μιας πρότερης, λιγότερο δια-μορφωμένης [=μορφωμένης δια του Λόγου] κατάστασης, συνθήκης, πραγματικότητας και έχει ανυψωθεί ή εξυψωθεί σε ένα πιο στοχαστικό Είναι με πιο ορθολογικές προοπτικές. Ετούτο το νέο μόρφωμα σκέψης και δράσης διατηρεί από την παλιά του κατάσταση ό,τι ακριβώς εξέφραζε ή ενσάρκωνε τον ρυθμό του Λόγου που συνέχει την όλη κίνηση της σκέψης· αλλά και τούτο το διατηρεί ανα-προσδιορισμένο στα νέα δεδομένα. Έτσι, η άρνηση, καθ’ όλη αυτή την κίνηση, συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω σε προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation), δηλαδή σε άρνηση κάποιου προσδιορισμένου στοιχείου: του εξωτερικού, εξωγενούς, ατελούς στοιχείου που λειτουργεί αρνητικά, ανασχετικά, για την καθολική εξέλιξη και ως τέτοιο αρνητικό πρέπει να υποστεί άρνηση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η προσδιορισμένη άρνηση συγχρόνως συνεπάγεται πάντοτε και ένα προσδιορισμένο αποτέλεσμα, το οποίο παριστά κάτι το θετικό.
Στο παρακάτω απόσπασμα, από την επιστήμη της Λογικής- θεωρία του Είναι, ο Χέγκελ αποσαφηνίζει έτι περαιτέρω την ουσία της προσδιορισμένης άρνησης:
«Το μοναδικό πράγμα, που χρειάζεται για να πετύχουμε την επιστημονική πρόοδο –και για την εντελώς απλή κατανόηση της περί ου ο λόγος επίτευξης πρέπει ουσιαστικά να καταβάλουμε κόπο–, είναι η αναγνώριση της Λογικής αρχής ότι το αρνητικό είναι εξίσου θετικό ή ότι εκείνο που αντιφάσκει με τον εαυτό του δεν διαλύεται σε ένα μηδενικό, στο αφηρημένο Μηδέν, αλλά ουσιαστικά μόνο στην άρνηση του μερικού/ειδικού του περιεχομένου· ή ότι μια τέτοια άρνηση δεν είναι οποιαδήποτε άρνηση παρά η άρνηση του προσδιορισμένου Πράγματος, το οποίο αυτοδιαλύεται· επομένως είναι προσδιορισμένη άρνηση. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμα περιέχει κατ’ ουσία εκείνο, από το οποίο προκύπτει το ίδιο, –πρόκειται, για να ακριβολογούμε, για μια ταυτολογία, γιατί διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν κάτι το άμεσο, όχι αποτέλεσμα. Καθώς αυτό που προκύπτει, η άρνηση, είναι προσδιορισμένη άρνηση, αυτή έχει ένα περιεχόμενο. Η εν λόγω άρνηση είναι μια νέα έννοια, αλλά μια έννοια ανώτερη και πλουσιότερη απ’ ό,τι η προηγούμενη· πλουσιότερη, επειδή αρνείται την προηγούμενη έννοια ή το αντί-θετό της, άρα περιέχει την προηγούμενη τούτη, αλλά και κάτι περισσότερο απ’ αυτή, γιατί είναι η ενότητα του εαυτού της και του αντι-θέτου της».
Ένα σχόλιο
Η σκέψη μπορεί να αυτο-οργανώνεται μόνο διαλεκτικά, δηλαδή με βάση την εσωτερική οργάνωση του Λόγου (της) και των αντιθετικών εννοιών που συνθέτουν τα περιεχόμενα και τη μορφή αυτού του Λόγου ως λέγειν και γνωρίζειν. Με τη φράση εσωτερική οργάνωση κατανοούμε δυο τινά: πρώτον, το ίδιο το πράγμα, εκάστοτε, έχει μια ιδιάζουσα –προς την κατά Λόγο φύση του– εξέλιξη και αυτή πρέπει να την κατανοούμε, να την αποκρυπτογραφούμε, να τη διαγιγνώσκουμε, να την ακολουθούμε, δηλαδή να την μετα-στοχαζόμαστε. Πώς να την κατανοούμε , …, να την μετα-στοχαζόμαστε; Χωρίς να εισάγουμε –και τούτο είναι το δεύτερο– τίποτα το εξωγενές, το εγκεφαλικό, το φορμαλιστικό, το αν-άρμοστο προς την κατά Λόγο εξέλιξη, αλλά να επιδιώκουμε να γνωρίσουμε την οδό, όπου κινούνται οι αλληλο-συμπλεκόμενοι σχηματισμοί των εννοιών. Η υλοποίηση αυτής της επιδίωξης σημαίνει συμ-πόρευση με το αρνητικό ενέργημα –διαλεκτικά αρνητικό [=προσδιορισμένη άρνηση] και όχι με το κοινό νόημα του καταστροφικού– της ίδιας της σκέψης. Το εν λόγω ενέργημα είναι το μοναδικό, που επιτρέπει στη σκέψη να απελευθερώνεται από έξωθεν βιαίως εισαγόμενα δεδομένα, από ασυλλόγιστες προϋποθέσεις, κυρίως από αδιόρατα καθοδηγητικά κέντρα και να εκτυλίσσεται ως μια καθαρή μετα-στοχαστική πορεία του ίδιου του εαυτού της. Αυτή η πορεία είναι η περίφημη, κατά Χέγκελ, απόλυτη μέθ-οδος, δηλαδή η μετα-οδός που απο-λύεται, δηλαδή αποδεσμεύεται, απαλλάσσεται, απελευθερώνεται από αρμούς, δεσμούς και ετεροκαθορισμούς. Πυρήνας αυτής της από-λυτης μεθ-όδου είναι η άρνηση και δη η προσδιορισμένη άρνηση. Ιδιαίτερη αξία προσλαμβάνει η προσδιορισμένη άρνηση ως ενέργημα του ιστορικού και πολιτικού σκέπτεσθαι και πράττειν. Διότι είναι αυτή που δεν αφήνει περιθώρια, όπως μας λέει ο φιλόσοφος, στους καμαριέρηδες/υπηρέτες –πολιτικούς, ψυχολόγους, οργανικούς διανοουμένους κ.λπ.– να επιβάλλουν τους όρους τους, «να ισοπεδώνουν τα ιστορικά πρόσωπα, να τα τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο με τον εαυτό τους ή ακόμη και μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω από τον εαυτό τους» (Φιλοσοφία της ιστορίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου