Παναγιώτης Κονδύλης: 1943–1998
Το ολέθριο έργο των πολιτικών μετριοτήτων
Στο βιβλίο του: θεωρία του πολέμου, πιο ειδικά στο επίμετρο στην ελληνική έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Π. Κονδύλης ασχολείται με τις παραμέτρους –γεωπολιτικές και στρατηγικές– ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Μπορεί ένας τέτοιος πόλεμος να μην έγινε ως τώρα, αλλά η όλη ανάλυση καταδεικνύει την ανυπαρξία στοιχειώδους στρατηγικής απέναντι σε πιθανότητες ενός τέτοιου πολέμου σε ευθεία ανταπόκριση με μια αδιανόητη για κοινό νου πολιτική ανικανότητα των εκάστοτε ιθυνόντων αυτού του τόπου. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική παραλυσία που συνεπάγεται, σε όλα τα πεδία πολέμου και πολιτικής, «έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων» (σ. 382) και ως εκ τούτου επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη με «την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα» (ό.π.), δηλαδή σε φιλήδονες χίμαιρες και σε κενές περιεχομένου ιδεολογικές αντιπαλότητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με μια εύρωστη αντιπαράθεση ιδεών και με τις αναγκαίες εκάστοτε αναπτύξεις ενός υγιούς πολιτικού ρεαλισμού. Μια τέτοια προσκόλληση της θεσμισμένης πολιτικής στον άμεσο ωφελιμισμό ισοδυναμεί με όλεθρο για την προοπτική ενός ολόκληρου έθνους, επειδή η εν λόγω προσκόλληση μετατρέπει τον λαό σε πελατειακή μάζα των κυβερνώντων και υλοποιεί στην πράξη μια «κοντόθωρη ευδαιμονιστική επιδίωξη» (σ. 383), έναν αχαλίνωτο πολιτικό ωφελιμισμό, που αποσυνθέτει και ήδη έχει αποσυνθέσει την ιστορική υπόσταση του ελληνικού κράτους-έθνους.
Έν έτει 1997, ο Π. Κονδύλης μιλούσε προ-φητικά για την επερχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος εν συνόλω και με στοχαστική νηφαλιότητα διαπίστωνε πως η πολιτική ηγεσία του τόπου, στη διαχρονική της συνέχεια, έχει σαθρά θεμέλια και συναφώς έχει ανυψώσει σε προστάτη της άγιο «το πελατειακό σύστημα» (σ. 383). Έτσι οικοδομήθηκε ένα κοντόθωρο και άκρως οπορτουνιστικό κράτος που συνέδεσε την οντολογικο-ιστορική του υπόσταση με καταστροφές του ελληνισμού που δεν επιδέχονται αναπλήρωση ή αντιστάθμιση (σ. 384). Η μόνη αντιστάθμιση, την οποία ασμένως προτάσσει το πελατειακό κράτος, ιδιαίτερα όταν με τις πολιτικές του αθλιότητες αποδεικνύει έμπρακτα την ανικανότητά του «να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος» (σ. 385), είναι οι αφελείς ηθικολογίες περί πατρίδας και οι λεκτικές αυταρέσκειες περί έθνους και εθνικών στόχων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαλυτική μετεξέλιξη των συνειδησιακών αρμών του λαού, για πλήρη αποδυνάμωση της ιστορικής του ύπαρξης ως κοινότητας ισότιμων και ανεξάρτητων ανθρώπων. Αυτή η αποδυνάμωση δεν είναι έργο κάποιων δικτατορικών καθεστώτων, χωρίς κι αυτά να είναι αθώα, αλλά κυρίως κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων (σ. 385), που το πολιτικό τους προσωπικό έχει αναγάγει σε ύψιστο «εθνικό» σκοπό τη δική του ευμάρεια και τον αποσυντονισμό της κοινωνίας με τη μορφή: «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, το μόνο «παραγωγικό» έργο αυτού του προσωπικού είναι η βέβηλη υπονόμευση της αυθεντικής πολιτικής πράξης και κάθε αληθινής πολιτικής ή κοινωνικής ιδέας.
Γράφει αποκαλυπτικά ο Π. Κονδύλης:
«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους […]. Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική βάση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας … και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό,τι παράγεται και σε ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου» (σ. 411).
Σχολιάζοντας, εν ολίγοις, το εν λόγω κείμενο διαπιστώνει κανείς ότι η αναπαράσταση της ευρείας μάζας του λαού κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας μαζικά δομημένης πολιτικής εξουσίας ανάγει τη ρίζα της στο αγελαίο ένστικτο της ίδιας της εξουσίας: να θέλει να διαιωνίζεται και να αυτοπροβάλλεται ως ο μοναδικός, αναντικατάστατος υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος. Για να υπερνικηθεί μια τέτοια απάτη και αυταπάτη της πολιτικής εξουσίας αλλά και περί της πολιτικής εξουσίας, για να κατανικηθεί εν τέλει το κίβδηλο Πολιτικό, υπάρχει μόνο μια δυνατότητα: να επέλθει σεισμική ρήξη στην ίδια την οντολογική σύζευξη λαού και πολιτικής του «εκπροσώπησης». Δεν υπάρχει καλή και κακή πολιτική «εκπροσώπηση» παρά μόνο λιγότερο ή περισσότερο απατηλή. Επομένως, η αλήθεια του Πολιτικού βρίσκεται πέραν κάθε τέτοιας «εκπροσώπησης». Γι' αυτό και η υπονόμευση της πιο πάνω αναπαράστασης είναι αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει πραγματική πολιτική αυτοπροσωπία του λαού.
Το ολέθριο έργο των πολιτικών μετριοτήτων
Στο βιβλίο του: θεωρία του πολέμου, πιο ειδικά στο επίμετρο στην ελληνική έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Π. Κονδύλης ασχολείται με τις παραμέτρους –γεωπολιτικές και στρατηγικές– ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Μπορεί ένας τέτοιος πόλεμος να μην έγινε ως τώρα, αλλά η όλη ανάλυση καταδεικνύει την ανυπαρξία στοιχειώδους στρατηγικής απέναντι σε πιθανότητες ενός τέτοιου πολέμου σε ευθεία ανταπόκριση με μια αδιανόητη για κοινό νου πολιτική ανικανότητα των εκάστοτε ιθυνόντων αυτού του τόπου. Είναι ακριβώς αυτή η πολιτική παραλυσία που συνεπάγεται, σε όλα τα πεδία πολέμου και πολιτικής, «έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων» (σ. 382) και ως εκ τούτου επιχειρεί να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη με «την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα» (ό.π.), δηλαδή σε φιλήδονες χίμαιρες και σε κενές περιεχομένου ιδεολογικές αντιπαλότητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με μια εύρωστη αντιπαράθεση ιδεών και με τις αναγκαίες εκάστοτε αναπτύξεις ενός υγιούς πολιτικού ρεαλισμού. Μια τέτοια προσκόλληση της θεσμισμένης πολιτικής στον άμεσο ωφελιμισμό ισοδυναμεί με όλεθρο για την προοπτική ενός ολόκληρου έθνους, επειδή η εν λόγω προσκόλληση μετατρέπει τον λαό σε πελατειακή μάζα των κυβερνώντων και υλοποιεί στην πράξη μια «κοντόθωρη ευδαιμονιστική επιδίωξη» (σ. 383), έναν αχαλίνωτο πολιτικό ωφελιμισμό, που αποσυνθέτει και ήδη έχει αποσυνθέσει την ιστορική υπόσταση του ελληνικού κράτους-έθνους.
Έν έτει 1997, ο Π. Κονδύλης μιλούσε προ-φητικά για την επερχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος εν συνόλω και με στοχαστική νηφαλιότητα διαπίστωνε πως η πολιτική ηγεσία του τόπου, στη διαχρονική της συνέχεια, έχει σαθρά θεμέλια και συναφώς έχει ανυψώσει σε προστάτη της άγιο «το πελατειακό σύστημα» (σ. 383). Έτσι οικοδομήθηκε ένα κοντόθωρο και άκρως οπορτουνιστικό κράτος που συνέδεσε την οντολογικο-ιστορική του υπόσταση με καταστροφές του ελληνισμού που δεν επιδέχονται αναπλήρωση ή αντιστάθμιση (σ. 384). Η μόνη αντιστάθμιση, την οποία ασμένως προτάσσει το πελατειακό κράτος, ιδιαίτερα όταν με τις πολιτικές του αθλιότητες αποδεικνύει έμπρακτα την ανικανότητά του «να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος» (σ. 385), είναι οι αφελείς ηθικολογίες περί πατρίδας και οι λεκτικές αυταρέσκειες περί έθνους και εθνικών στόχων. Στην ουσία πρόκειται για μια διαλυτική μετεξέλιξη των συνειδησιακών αρμών του λαού, για πλήρη αποδυνάμωση της ιστορικής του ύπαρξης ως κοινότητας ισότιμων και ανεξάρτητων ανθρώπων. Αυτή η αποδυνάμωση δεν είναι έργο κάποιων δικτατορικών καθεστώτων, χωρίς κι αυτά να είναι αθώα, αλλά κυρίως κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων (σ. 385), που το πολιτικό τους προσωπικό έχει αναγάγει σε ύψιστο «εθνικό» σκοπό τη δική του ευμάρεια και τον αποσυντονισμό της κοινωνίας με τη μορφή: «διαίρει και βασίλευε». Έτσι, το μόνο «παραγωγικό» έργο αυτού του προσωπικού είναι η βέβηλη υπονόμευση της αυθεντικής πολιτικής πράξης και κάθε αληθινής πολιτικής ή κοινωνικής ιδέας.
Γράφει αποκαλυπτικά ο Π. Κονδύλης:
«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους […]. Οι ευρύτερες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική βάση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, όποτε το καλεί η περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας … και την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σε ό,τι παράγεται και σε ό,τι καταναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου» (σ. 411).
Σχολιάζοντας, εν ολίγοις, το εν λόγω κείμενο διαπιστώνει κανείς ότι η αναπαράσταση της ευρείας μάζας του λαού κατ’ εικόνα και ομοίωση μιας μαζικά δομημένης πολιτικής εξουσίας ανάγει τη ρίζα της στο αγελαίο ένστικτο της ίδιας της εξουσίας: να θέλει να διαιωνίζεται και να αυτοπροβάλλεται ως ο μοναδικός, αναντικατάστατος υπερασπιστής του δημόσιου συμφέροντος. Για να υπερνικηθεί μια τέτοια απάτη και αυταπάτη της πολιτικής εξουσίας αλλά και περί της πολιτικής εξουσίας, για να κατανικηθεί εν τέλει το κίβδηλο Πολιτικό, υπάρχει μόνο μια δυνατότητα: να επέλθει σεισμική ρήξη στην ίδια την οντολογική σύζευξη λαού και πολιτικής του «εκπροσώπησης». Δεν υπάρχει καλή και κακή πολιτική «εκπροσώπηση» παρά μόνο λιγότερο ή περισσότερο απατηλή. Επομένως, η αλήθεια του Πολιτικού βρίσκεται πέραν κάθε τέτοιας «εκπροσώπησης». Γι' αυτό και η υπονόμευση της πιο πάνω αναπαράστασης είναι αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει πραγματική πολιτική αυτοπροσωπία του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου