Ο θεός είναι νεκρός
Εισαγωγικά
Μια πρώτη ανάγνωση του έργου του Νίτσε: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα επιχειρήθηκε σε μια προηγούμενη σχετική ανάρτηση. Εδώ θα παρουσιάσουμε, σε μετάφραση και σχολιασμό, τη δεύτερη ομιλία από τον Πρόλογο του εν λόγω έργου. Η θεμελιώδης αρχή του συγκεκριμένου έργου, αλλά και όλου του νιτσεϊκού έργου είναι: η καθίδρυση μιας φιλοσοφίας του νοήματος και των αξιών. Αυτή τη φιλοσοφία ο Νίτσε δεν την εννοεί ως κάποια καταφατική θεωρία ηθικών κανόνων και ορισμών συστημικής υφής αλλά κυρίως ως κριτική ανατροπή του υπάρχοντος. Ωστόσο και τούτη η κριτική δεν ευθυγραμμίζεται με τις νόρμες της κριτικής φιλοσοφίας, ας πούμε εκείνης του Καντ, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η δυναμική και της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας.
Η νιτσεϊκή κριτική, ως ανατροπή του υπάρχοντος, διακρίνει στις αξίες εκείνες τις αρχές, δυνάμει των οποίων κρίνεται, ανα-κρίνεται και απο-κρίνεται ο φαινόμενος κόσμος. Συγχρόνως αυτές αποτελούν ένα είδος παρατηρητήριου, από το οποίο εκκινεί το φιλοσοφικό «σφυροκόπημα» πρωτίστως αυτών των ίδιων των αξιών. Το «σφυροκόπημα» τούτο ανατρέπει τη λογική του φιλοσοφικού «δικαστηρίου», που αναλαμβάνει να αποδώσει «δικαιοσύνη» στο υπάρχον, άρα να το καθαγιάσει, κριτικάροντας απλώς τα πράγματα στο όνομα της καθεστηκυίας τάξης των αξιών. Επίσης ανατρέπει τη λογική του πρακτικού ωφελιμιστή, που επιχειρεί να διασώσει ό,τι φαίνεται «χρήσιμο» για τη διαιώνιση του άχρηστου καθεστωτικού Είναι. Ο Ζαρατούστρα, καθ’ όλη την εξέλιξη του έργου, είναι η σκέψη του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, που εκδηλώνεται ως ένα είδος πολεμικής βούλησης ενάντια στο χρησιμοθηρικό, στο ευτελές, που δεν έχει ούτε καν την παθητική διάθεση να χαθεί από μόνο του. Απεναντίας εγκαθίσταται στη ζωή, προσωποποιημένο από τους δειλούς που παρουσιάζονται ως ισχυροί, με τη μορφή του ή των κάθε λογής ειδώλων, τα οποία προσκυνά η αγελαία μάζα. Αυτή την αγελαία μάζα ο Ζαρατούστρα δεν την μισεί εξ ορισμού, αλλά την «αγαπά». Και την αγαπά ακόμη περισσότερο, όσο βρίσκεται σε απόσταση απ’ αυτήν, όπως δείχνει και το κείμενο που ακολουθεί, και εκφράζει την επιθυμία να βρεθεί κοντά της – μακριά της.
Ομιλία: 2
Ο Ζαρατούστρα κατέβηκε μοναχός το βουνό, χωρίς κανείς να τον συναντήσει. Ωστόσο, όταν έφτασε στα δάση, ξαφνικά στάθηκε μπροστά του ένας γέρος, που είχε αφήσει την ιερή καλύβα του για να αναζητήσει ρίζες στο δάσος. Και έτσι μίλησε ο γέρος στον Ζαρατούστρα:
«Δεν μου είναι ξένος αυτός ο ταξιδευτής: πριν από κάποια χρόνια πέρασε από εδώ. Ζαρατούστρα ονομαζόταν· αλλά [τώρα] έχει αλλάξει.
Τότε έφερνες τη στάχτη σου στο βουνό: τώρα θέλεις να φέρεις τη φωτιά σου στις κοιλάδες; Δεν φοβάσαι την τιμωρία για τον εμπρηστή;
Ναι, αναγνωρίζω τον Ζαρατούστρα. Καθαρό είναι το μάτι του και καμιά αηδία δεν κρύβεται στο στόμα του. Σαν χορευτής δεν βαδίζει μπρος;
Αλλαγμένος είναι ο Ζαρατούστρα, παιδί έγινε ο Ζαρατούστρα, ένας αφυπνισμένος είναι ο Ζαρατούστρα: τι θέλεις τώρα κοντά στους κοιμισμένους;
Σαν μέσα στη θάλασσα ζούσες στη μοναξιά, και η θάλασσα σε κρατούσε. Αλίμονο, τώρα θες να προσαράξεις στη στεριά; Αλίμονο, θες μόνος να σέρνεις πάλι το σώμα σου;»
Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «αγαπώ τους ανθρώπους».
«Γιατί τότε», είπε ο άγιος, «πήγα στο δάσος και στην ερημιά»; Δεν ήταν, επειδή αγαπούσα πάρα πολύ τους ανθρώπους;
Τώρα αγαπώ τον θεό: δεν αγαπώ τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι ένα πολύ ατελές πράγμα για μένα. Η αγάπη για τον άνθρωπο θα με σκότωνε».
Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «τι μίλησα για αγάπη! Φέρνω ένα δώρο στους ανθρώπους!»
«Μην τους δίνεις τίποτα», είπε ο άγιος. «Προτιμότερο να τους αφαιρέσεις μέρος του φορτίου τους και να το μεταφέρεις μαζί τους –αυτό θα είναι ό,τι πιο ευάρεστο γι’ αυτούς: μόνο δες εάν είναι ευάρεστο και για σένα!
Κι αν θες να τους δώσεις, να μη τους δώσεις τίποτα περισσότερο από μια ελεημοσύνη, και τούτη ακόμη άφησέ τους να σου τη ζητιανέψουν!»
«Όχι», απάντησε ο Ζαρατούστρα, «δεν δίνω ελεημοσύνη. Δεν είμαι δα και τόσο φτωχός για αυτό».
Ο άγιος γέλασε με τον Ζαρατούστρα και μίλησε έτσι: Κοίταξε τότε, ώστε να δεχθούν τους θησαυρούς σου. Είναι δύσπιστοι απέναντι στους ερημίτες και δεν πιστεύουν ότι ερχόμαστε για να τους χαρίσουμε δώρα.
Τα βήματά μας ηχούν γι’ αυτούς πολύ μοναχικά μες στα σοκάκια. Και όταν τη νύχτα, που είναι στο κρεβάτι τους ακούν έναν άνθρωπο να περπατά, πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος, σίγουρα αναρωτιούνται: Για πού τραβάει ο κλέφτης;
Μην πηγαίνεις στους ανθρώπους, αλλά μείνε στο δάσος! Ακόμα καλύτερα, να πας με τα ζώα. Γιατί δεν θέλεις να είσαι σαν εμένα –αρκούδα ανάμεσα σε αρκούδες, πουλί ανάμεσα στα πουλιά;»
«Και τι κάνει ο άγιος στο δάσος;» ρώτησε ο Ζαρατούστρα.
Ο άγιος απάντησε: «Κάνω ύμνους και τους άδω, και όταν κάνω ύμνους, γελώ, κλαίω και μεμψιμοιρώ: έτσι δοξάζω το θεό.
Με τραγούδι, με κλάμα, με γέλιο και μουρμουρητό δοξάζω τον θεό, που είναι ο θεός μου. Εσύ όμως τι μας φέρνεις για δώρο;»
Όταν ο Ζαρατούστρα άκουσε αυτά τα λόγια, χαιρέτησε τον άγιο και είπε: «τι θα είχα να σας δώσω! Αλλά γρήγορα επιτρέψτε μου να φύγω μην τυχόν και πάρω τίποτα από σας!» –Και έτσι χώρισαν ο ένας από τον άλλο, ο γέρος και ο άντρας, γελώντας, όπως γελούν δυο αγόρια, δυο σχολιαρόπαιδα.
Όταν όμως ο Ζαρατούστρα έμεινε μόνος, έτσι μίλησε στην καρδιά του: «Θα μπορούσε να είναι δυνατόν! Αυτός ο γέρος άγιος δεν έχει ακούσει ακόμα τίποτε περί αυτού, ότι δηλαδή ο θεός είναι νεκρός!» –
Ένα σχόλιο
Ο Ζαρατούστρα παρέμεινε δέκα χρόνια ως ερημίτης στα βουνά και τώρα αποφασίζει να κατέλθει στους ανθρώπους για να τους «μπολιάσει» με τη σοφία που συνέλεξε εκεί πάνω. Με την κάθοδο βέβαια εγκαινιάζει τη δύση του. Πριν από την κάθοδο αυτή συναντά στο δρόμο του έναν ερημίτη. Ερημίτης και Ζαρατούστρα είναι απεικάσματα ο ένας του άλλου. Ο ερημίτης έχει υποστεί έναν μετασχηματισμό: ενώ αγαπούσε τα ανθρώπινα όντα, όπως τα αγαπά την παρούσα στιγμή ο Ζαρατούστρα, τώρα αγαπά μόνο τον θεό. Οι άνθρωποι, κατά τον γέρο ερημίτη, είναι ανάξιοι μιας αγάπης που απορρέει από τη σοφία. Ζώντας μακριά από τους ανθρώπους απορεί τι κάνει τον Ζαρατούστρα να αγαπά αυτούς τους ανάξιους που είναι ικανοί μόνο για οίκτο. Ο Ζαρατούστρα όμως, στο πλαίσιο της αμοιβαίας του νοηματικής πλήρωσης με τον γέρο, έχει υποστεί έναν αντίστροφο μετασχηματισμό πάνω στα βουνά. Από ερημίτης εμφανίζεται να εξελίσσεται σε ον που μπορεί να ενσαρκώσει την αξία για τον άνθρωπο. Στην παρούσα φάση, η εξέλιξή του είναι ατελής. Ωστόσο, μετασχηματιζόμενος φέρνει στον κόσμο των ανθρώπων ένα δώρο, ως άλλος Προμηθέας. Ενεργεί έτσι προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του Χριστού. Ο δεύτερος έφερε στους ανθρώπους την ελεημοσύνη, μοιραζόμενος μαζί τους ενοχές και αμαρτίες αυτού του κόσμου: τούτο σημαίνει ότι αποτελεί μέρος αυτού του ελεεινού Status και με τη μορφή του θείου ειδώλου γίνεται ο πιο ανύποπτος και γι’ αυτό επικίνδυνος στυλοβάτης του εν λόγω Status. Ο Ζαρατούστρα, απεναντίας, έρχεται ως εμπρηστής, ως κήρυκας εξολόθρευσης αυτού του ολέθριου Status: κατερχόμενος προς τους ανθρώπους είναι σαν να μιλάει στην καρδιά τους· είναι η σιωπηρή εσωτερική τους φωνή, που εξομολογείται, ξεσπά σαν καταιγίδα, πως ο θεός πέθανε. Τι σημαίνει νιτσεϊκώς τούτη η φράση; Όχι πως ο θεός κάποτε έζησε και ήρθε τώρα η ώρα του να πεθάνει. Ο θεός δεν νοείται υπερβατικά, ως κάποιο ον πέραν του ανθρώπου, αλλά ως λειτουργία ή ως ένα αποτέλεσμα ενός ορισμένου τρόπου της ανθρώπινης ζωής: η κατασκευή επίγειων θεών-ειδώλων κοιμίζει τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τον Ζαρατούστρα που ετοιμάζεται να κατεβεί σ’ αυτούς τους κοιμισμένους, όπως λέει πιο πάνω το νιτσεϊκό κείμενο, αφυπνισμένος από την πολύχρονη ερημία του. Επομένως, με τη συγκεκριμένη φράση ο φιλόσοφος διακηρύσσει την ανατροπή ενός πολυκαιρισμένου και άκαρδου τρόπου ζωής· και ακόμη τη συντριβή κάθε ειδώλου που τον συγκροτεί.
Εισαγωγικά
Μια πρώτη ανάγνωση του έργου του Νίτσε: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα επιχειρήθηκε σε μια προηγούμενη σχετική ανάρτηση. Εδώ θα παρουσιάσουμε, σε μετάφραση και σχολιασμό, τη δεύτερη ομιλία από τον Πρόλογο του εν λόγω έργου. Η θεμελιώδης αρχή του συγκεκριμένου έργου, αλλά και όλου του νιτσεϊκού έργου είναι: η καθίδρυση μιας φιλοσοφίας του νοήματος και των αξιών. Αυτή τη φιλοσοφία ο Νίτσε δεν την εννοεί ως κάποια καταφατική θεωρία ηθικών κανόνων και ορισμών συστημικής υφής αλλά κυρίως ως κριτική ανατροπή του υπάρχοντος. Ωστόσο και τούτη η κριτική δεν ευθυγραμμίζεται με τις νόρμες της κριτικής φιλοσοφίας, ας πούμε εκείνης του Καντ, χωρίς βέβαια να παραβλέπεται η δυναμική και της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας.
Η νιτσεϊκή κριτική, ως ανατροπή του υπάρχοντος, διακρίνει στις αξίες εκείνες τις αρχές, δυνάμει των οποίων κρίνεται, ανα-κρίνεται και απο-κρίνεται ο φαινόμενος κόσμος. Συγχρόνως αυτές αποτελούν ένα είδος παρατηρητήριου, από το οποίο εκκινεί το φιλοσοφικό «σφυροκόπημα» πρωτίστως αυτών των ίδιων των αξιών. Το «σφυροκόπημα» τούτο ανατρέπει τη λογική του φιλοσοφικού «δικαστηρίου», που αναλαμβάνει να αποδώσει «δικαιοσύνη» στο υπάρχον, άρα να το καθαγιάσει, κριτικάροντας απλώς τα πράγματα στο όνομα της καθεστηκυίας τάξης των αξιών. Επίσης ανατρέπει τη λογική του πρακτικού ωφελιμιστή, που επιχειρεί να διασώσει ό,τι φαίνεται «χρήσιμο» για τη διαιώνιση του άχρηστου καθεστωτικού Είναι. Ο Ζαρατούστρα, καθ’ όλη την εξέλιξη του έργου, είναι η σκέψη του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, που εκδηλώνεται ως ένα είδος πολεμικής βούλησης ενάντια στο χρησιμοθηρικό, στο ευτελές, που δεν έχει ούτε καν την παθητική διάθεση να χαθεί από μόνο του. Απεναντίας εγκαθίσταται στη ζωή, προσωποποιημένο από τους δειλούς που παρουσιάζονται ως ισχυροί, με τη μορφή του ή των κάθε λογής ειδώλων, τα οποία προσκυνά η αγελαία μάζα. Αυτή την αγελαία μάζα ο Ζαρατούστρα δεν την μισεί εξ ορισμού, αλλά την «αγαπά». Και την αγαπά ακόμη περισσότερο, όσο βρίσκεται σε απόσταση απ’ αυτήν, όπως δείχνει και το κείμενο που ακολουθεί, και εκφράζει την επιθυμία να βρεθεί κοντά της – μακριά της.
Ομιλία: 2
Ο Ζαρατούστρα κατέβηκε μοναχός το βουνό, χωρίς κανείς να τον συναντήσει. Ωστόσο, όταν έφτασε στα δάση, ξαφνικά στάθηκε μπροστά του ένας γέρος, που είχε αφήσει την ιερή καλύβα του για να αναζητήσει ρίζες στο δάσος. Και έτσι μίλησε ο γέρος στον Ζαρατούστρα:
«Δεν μου είναι ξένος αυτός ο ταξιδευτής: πριν από κάποια χρόνια πέρασε από εδώ. Ζαρατούστρα ονομαζόταν· αλλά [τώρα] έχει αλλάξει.
Τότε έφερνες τη στάχτη σου στο βουνό: τώρα θέλεις να φέρεις τη φωτιά σου στις κοιλάδες; Δεν φοβάσαι την τιμωρία για τον εμπρηστή;
Ναι, αναγνωρίζω τον Ζαρατούστρα. Καθαρό είναι το μάτι του και καμιά αηδία δεν κρύβεται στο στόμα του. Σαν χορευτής δεν βαδίζει μπρος;
Αλλαγμένος είναι ο Ζαρατούστρα, παιδί έγινε ο Ζαρατούστρα, ένας αφυπνισμένος είναι ο Ζαρατούστρα: τι θέλεις τώρα κοντά στους κοιμισμένους;
Σαν μέσα στη θάλασσα ζούσες στη μοναξιά, και η θάλασσα σε κρατούσε. Αλίμονο, τώρα θες να προσαράξεις στη στεριά; Αλίμονο, θες μόνος να σέρνεις πάλι το σώμα σου;»
Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «αγαπώ τους ανθρώπους».
«Γιατί τότε», είπε ο άγιος, «πήγα στο δάσος και στην ερημιά»; Δεν ήταν, επειδή αγαπούσα πάρα πολύ τους ανθρώπους;
Τώρα αγαπώ τον θεό: δεν αγαπώ τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι ένα πολύ ατελές πράγμα για μένα. Η αγάπη για τον άνθρωπο θα με σκότωνε».
Ο Ζαρατούστρα απάντησε: «τι μίλησα για αγάπη! Φέρνω ένα δώρο στους ανθρώπους!»
«Μην τους δίνεις τίποτα», είπε ο άγιος. «Προτιμότερο να τους αφαιρέσεις μέρος του φορτίου τους και να το μεταφέρεις μαζί τους –αυτό θα είναι ό,τι πιο ευάρεστο γι’ αυτούς: μόνο δες εάν είναι ευάρεστο και για σένα!
Κι αν θες να τους δώσεις, να μη τους δώσεις τίποτα περισσότερο από μια ελεημοσύνη, και τούτη ακόμη άφησέ τους να σου τη ζητιανέψουν!»
«Όχι», απάντησε ο Ζαρατούστρα, «δεν δίνω ελεημοσύνη. Δεν είμαι δα και τόσο φτωχός για αυτό».
Ο άγιος γέλασε με τον Ζαρατούστρα και μίλησε έτσι: Κοίταξε τότε, ώστε να δεχθούν τους θησαυρούς σου. Είναι δύσπιστοι απέναντι στους ερημίτες και δεν πιστεύουν ότι ερχόμαστε για να τους χαρίσουμε δώρα.
Τα βήματά μας ηχούν γι’ αυτούς πολύ μοναχικά μες στα σοκάκια. Και όταν τη νύχτα, που είναι στο κρεβάτι τους ακούν έναν άνθρωπο να περπατά, πολύ πριν ανατείλει ο ήλιος, σίγουρα αναρωτιούνται: Για πού τραβάει ο κλέφτης;
Μην πηγαίνεις στους ανθρώπους, αλλά μείνε στο δάσος! Ακόμα καλύτερα, να πας με τα ζώα. Γιατί δεν θέλεις να είσαι σαν εμένα –αρκούδα ανάμεσα σε αρκούδες, πουλί ανάμεσα στα πουλιά;»
«Και τι κάνει ο άγιος στο δάσος;» ρώτησε ο Ζαρατούστρα.
Ο άγιος απάντησε: «Κάνω ύμνους και τους άδω, και όταν κάνω ύμνους, γελώ, κλαίω και μεμψιμοιρώ: έτσι δοξάζω το θεό.
Με τραγούδι, με κλάμα, με γέλιο και μουρμουρητό δοξάζω τον θεό, που είναι ο θεός μου. Εσύ όμως τι μας φέρνεις για δώρο;»
Όταν ο Ζαρατούστρα άκουσε αυτά τα λόγια, χαιρέτησε τον άγιο και είπε: «τι θα είχα να σας δώσω! Αλλά γρήγορα επιτρέψτε μου να φύγω μην τυχόν και πάρω τίποτα από σας!» –Και έτσι χώρισαν ο ένας από τον άλλο, ο γέρος και ο άντρας, γελώντας, όπως γελούν δυο αγόρια, δυο σχολιαρόπαιδα.
Όταν όμως ο Ζαρατούστρα έμεινε μόνος, έτσι μίλησε στην καρδιά του: «Θα μπορούσε να είναι δυνατόν! Αυτός ο γέρος άγιος δεν έχει ακούσει ακόμα τίποτε περί αυτού, ότι δηλαδή ο θεός είναι νεκρός!» –
Ένα σχόλιο
Ο Ζαρατούστρα παρέμεινε δέκα χρόνια ως ερημίτης στα βουνά και τώρα αποφασίζει να κατέλθει στους ανθρώπους για να τους «μπολιάσει» με τη σοφία που συνέλεξε εκεί πάνω. Με την κάθοδο βέβαια εγκαινιάζει τη δύση του. Πριν από την κάθοδο αυτή συναντά στο δρόμο του έναν ερημίτη. Ερημίτης και Ζαρατούστρα είναι απεικάσματα ο ένας του άλλου. Ο ερημίτης έχει υποστεί έναν μετασχηματισμό: ενώ αγαπούσε τα ανθρώπινα όντα, όπως τα αγαπά την παρούσα στιγμή ο Ζαρατούστρα, τώρα αγαπά μόνο τον θεό. Οι άνθρωποι, κατά τον γέρο ερημίτη, είναι ανάξιοι μιας αγάπης που απορρέει από τη σοφία. Ζώντας μακριά από τους ανθρώπους απορεί τι κάνει τον Ζαρατούστρα να αγαπά αυτούς τους ανάξιους που είναι ικανοί μόνο για οίκτο. Ο Ζαρατούστρα όμως, στο πλαίσιο της αμοιβαίας του νοηματικής πλήρωσης με τον γέρο, έχει υποστεί έναν αντίστροφο μετασχηματισμό πάνω στα βουνά. Από ερημίτης εμφανίζεται να εξελίσσεται σε ον που μπορεί να ενσαρκώσει την αξία για τον άνθρωπο. Στην παρούσα φάση, η εξέλιξή του είναι ατελής. Ωστόσο, μετασχηματιζόμενος φέρνει στον κόσμο των ανθρώπων ένα δώρο, ως άλλος Προμηθέας. Ενεργεί έτσι προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του Χριστού. Ο δεύτερος έφερε στους ανθρώπους την ελεημοσύνη, μοιραζόμενος μαζί τους ενοχές και αμαρτίες αυτού του κόσμου: τούτο σημαίνει ότι αποτελεί μέρος αυτού του ελεεινού Status και με τη μορφή του θείου ειδώλου γίνεται ο πιο ανύποπτος και γι’ αυτό επικίνδυνος στυλοβάτης του εν λόγω Status. Ο Ζαρατούστρα, απεναντίας, έρχεται ως εμπρηστής, ως κήρυκας εξολόθρευσης αυτού του ολέθριου Status: κατερχόμενος προς τους ανθρώπους είναι σαν να μιλάει στην καρδιά τους· είναι η σιωπηρή εσωτερική τους φωνή, που εξομολογείται, ξεσπά σαν καταιγίδα, πως ο θεός πέθανε. Τι σημαίνει νιτσεϊκώς τούτη η φράση; Όχι πως ο θεός κάποτε έζησε και ήρθε τώρα η ώρα του να πεθάνει. Ο θεός δεν νοείται υπερβατικά, ως κάποιο ον πέραν του ανθρώπου, αλλά ως λειτουργία ή ως ένα αποτέλεσμα ενός ορισμένου τρόπου της ανθρώπινης ζωής: η κατασκευή επίγειων θεών-ειδώλων κοιμίζει τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τον Ζαρατούστρα που ετοιμάζεται να κατεβεί σ’ αυτούς τους κοιμισμένους, όπως λέει πιο πάνω το νιτσεϊκό κείμενο, αφυπνισμένος από την πολύχρονη ερημία του. Επομένως, με τη συγκεκριμένη φράση ο φιλόσοφος διακηρύσσει την ανατροπή ενός πολυκαιρισμένου και άκαρδου τρόπου ζωής· και ακόμη τη συντριβή κάθε ειδώλου που τον συγκροτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου