Από το Χάος στο Φάος
Το ερώτημα που διατρέχει τη σκέψη του Χάιντεγκερ είναι τούτο: ποιος είναι ο Ηράκλειτος (GA 55, 5); Με αυτό τον τρόπο αποδέχεται το προ(σ)-κλητικό νεύμα που του απευθύνει ο στοχασμός του Ηράκλειτου και επιχειρεί να ανταποκριθεί, σχολιάζοντας πρωτίστως μια συμβολική «ιστορία» γύρω από τη ζωή και τη διδασκαλία του Εφέσιου σοφού. Περί αυτής μας λέει ο Αριστοτέλης:
«Λένε σχετικά με το τι είπε ο Ηράκλειτος σε κάποιους ξένους που ήθελαν να τον συναντήσουν. Όταν πλησίασαν και τον είδαν να ζεσταίνεται κοντά στο φούρνο, δίστασαν· τότε τους προέτρεψε να μπουν μέσα με θάρρος λέγοντάς τους πως κι εδώ υπάρχουν θεοί …» (Περί ζώων μορίων Α5. 645a 17).
Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Κατ’ αρχήν εμφανίζεται ένας λόγος που ενθαρρύνει και προσκαλεί τους επισκέπτες. Σε τι τους προσκαλεί; Προφανώς όχι για να ζεσταθούν μαζί με τον σοφό κοντά στο φούρνο ή για να του μετριάσουν κάποια ένταση «μοναξιάς» του· απεναντίας, τους καλεί επειγόντως σε μετα–στροφή: τους ενθαρρύνει δηλαδή να στραφούν προς εκείνο τον τόπο διαμονής, όπου φωτίζει ένα άλλο φως (GA 55, 7): εκ πρώτης όψεως, και ο Ηράκλειτος ως φυσική ύπαρξη είναι ένα ενδεές ον, εγκατεστημένο σε έναν καθημερινό τόπο και αντιμέτωπο με το κρύο και την παγωνιά· ταυτόχρονα όμως είναι και στοχαστικό ον.
Η γραμμή του στοχασμού δίνει άλλο νόημα σε έναν καθημερινό, οικείο, κοινό τόπο διαμονής: από τόπο, όπου βρίσκει κανείς ένα ρευστό, επισφαλές, φαινομενικά σταθερό αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας παρ’ όλες τις στερήσεις, τον καθιστά τόπο των θεών· τόπο δηλαδή, όπου ενδημεί το υψηλό, το ευγενές, το φωτεινό, το ακτινοβόλο. Αυτός ο τόπος των θεών δεν είναι κάποιος μεταφυσικός, υπερουράνιος τόπος, αλλά καθημερινός· και μόνο καθημερινός μπορεί να είναι. Γιατί εδώ, στον φούρνο, ψήνει κανείς το ψωμί του. Ο φούρνος, στην περίπτωσή μας λοιπόν, μας χορηγεί το ψωμί και ό,τι άλλο σχετικό. Η χορήγηση τούτη, η δωρεά του φούρνου, είναι μια θεία, ιερή πράξη του αισθητού και συνιστά ένα σήμα, ένα σύμβολο, για το τι σημαίνουν οι θεοί των Ελλήνων σε αντίθεση με τον μεταφυσικό θεό –αμιγώς θεολογικό ή και ιδεολογικό-θεωρησιακό– της νεωτερικότητας. Με τούτο τον συμβολικό τρόπο κεραυνοβολεί ο Χάιντεγκερ κάθε μεταφυσική θεώρηση της νεωτερικότητας, ακόμη κι αν οποιαδήποτε τέτοια θεώρηση εμφανίζεται με αντι-μεταφυσική μάσκα. Ο Ηράκλειτος, διαμένοντας/παραμένοντας κοντά στον φούρνο, διαμένει/παραμένει εκεί όπου υπάρχει το πῦρ, η φωτιά, που «συγχρόνως σημαίνει φως και ανθρακιά» (ό.π., 9). Στον ενθάδε τόπο της ανθρακιάς συνευρίσκονται το συγκαλυμμένο: υψηλό, φωτεινό … [=υπάρχουν κι εδώ θεοί] με τη φανερή-φαινόμενη παρ-ουσία των όντων [=Ηράκλειτος ως κοινός θνητός, φούρνος, επισκέπτες κ.λπ.].
Η ως άνω συνεύρεση δεν είναι μια στατική, ακίνητη συμφιλίωση, μια οριστική, θετική και χαρούμενη έκβαση της τραγικότητας του ανθρώπινου Είναι, αλλά εννοεί να προσέρχεται στη ζωή μας [=στο θερμαινόμενο με τον φούρνο τόπο διαμονής μας] ως ἔρις, ήτοι ως πόλεμος, που με τον χαρακτήρα του αγώνα δίνει το μέτρο σε όλα τα πράγματα. Το να «δίνει το μέτρο (maß-gebend)» σημαίνει ότι εκ-θέτει τα όντα σε ανα-μέτρηση με το ίδιο το Είναι [Sein] (τους). Έτσι το παρ-ουσιάζει να τελεί πάντοτε σε γειτνίαση προς αυτά και σε απόσταση απ’ αυτά: συγκάλυψη – εκκάλυψη που οδηγεί στην αποκάλυψη και εν ταυτώ πίσω στη συγκάλυψη. Εδώ με όρους του Ηράκλειτου πρόκειται για το Είναι του γίγνεσθαι, δυνάμει του οποίου το Είναι, ως τέτοιο, είναι και συγχρόνως δεν είναι κοντά στον ως άνω τόπο και τους ανθρώπους του. Σίγουρα όμως αποτελεί το ἀεὶ φύον, που ισοδυναμεί με το φως που δεν δύει ποτέ (ό.π., 108). Αυτό το ἀεὶ φύον υποδηλώνει το αείζωον πυρ, που δεν το δημιούργησε κανένας από τους θεούς και τους ανθρώπους, αλλά είναι αυτός τούτος ο κόσμος· ο κόσμος που φέρει εντός του την κρυφή αρμονία, ήτοι έχει ως θεμέλιο τον εαυτό του και παραμένει/διαμένει εντός εαυτού, δια-λογιζόμενος.
Ο κάθε δια-λογιζόμενος άνθρωπος λοιπόν, που διαμένει/παραμένει κοντά στον φούρνο, επι-στρέφει διαρκώς στην ελεύθερη ατομικότητά του, ενόσω το Da [=εδωνά] του Sein [=Είναι] του αναπτύσσει την ουσία του [παρ-ίσταται (an-west)] ως Λόγος με το νόημα του στοχαστή Ηράκλειτου –που συγχρόνως είναι και άνθρωπος με ανάγκες– και όχι με εκείνο κάποιου ενανθρωπιζόμενου, ήτοι εξ αποκαλύψεως θεού. Ο συγκεκριμένος Λόγος λέγει και συν(λ)-λέγει τον άνθρωπο ως το ον των όντων μέσα στο σκέπτεσθαι ιστορικώς και στο πολιτεύεσθαι στοχαστικώς. Με το ιστορικώς σκέπτεσθαι, ο άνθρωπος βιώνει ό,τι έχει υπάρξει ως εκείνο που τον πλησιάζει –σαν τους επι-σκέπτες του Ηράκλειτου– αναπτύσσοντας την ουσία του. Με το στοχαστικώς πολιτεύεσθαι προχωρεί πέρα «από τη μεγάλη αηδία» (Νίτσε, γενεαλογία της ηθικής ΙΙ 24) της πολυπραγμοσύνης και της ψευδολογίας της «πόλης» [=τρέχουσας πολιτικής] και προς την εγγύτητα των θεών, δηλαδή προ το αληθές, το ευγενές, το φωτεινό: προς το αίθριο ή το ξέφωτο της ζωής.
Το ερώτημα που διατρέχει τη σκέψη του Χάιντεγκερ είναι τούτο: ποιος είναι ο Ηράκλειτος (GA 55, 5); Με αυτό τον τρόπο αποδέχεται το προ(σ)-κλητικό νεύμα που του απευθύνει ο στοχασμός του Ηράκλειτου και επιχειρεί να ανταποκριθεί, σχολιάζοντας πρωτίστως μια συμβολική «ιστορία» γύρω από τη ζωή και τη διδασκαλία του Εφέσιου σοφού. Περί αυτής μας λέει ο Αριστοτέλης:
«Λένε σχετικά με το τι είπε ο Ηράκλειτος σε κάποιους ξένους που ήθελαν να τον συναντήσουν. Όταν πλησίασαν και τον είδαν να ζεσταίνεται κοντά στο φούρνο, δίστασαν· τότε τους προέτρεψε να μπουν μέσα με θάρρος λέγοντάς τους πως κι εδώ υπάρχουν θεοί …» (Περί ζώων μορίων Α5. 645a 17).
Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά; Κατ’ αρχήν εμφανίζεται ένας λόγος που ενθαρρύνει και προσκαλεί τους επισκέπτες. Σε τι τους προσκαλεί; Προφανώς όχι για να ζεσταθούν μαζί με τον σοφό κοντά στο φούρνο ή για να του μετριάσουν κάποια ένταση «μοναξιάς» του· απεναντίας, τους καλεί επειγόντως σε μετα–στροφή: τους ενθαρρύνει δηλαδή να στραφούν προς εκείνο τον τόπο διαμονής, όπου φωτίζει ένα άλλο φως (GA 55, 7): εκ πρώτης όψεως, και ο Ηράκλειτος ως φυσική ύπαρξη είναι ένα ενδεές ον, εγκατεστημένο σε έναν καθημερινό τόπο και αντιμέτωπο με το κρύο και την παγωνιά· ταυτόχρονα όμως είναι και στοχαστικό ον.
Η γραμμή του στοχασμού δίνει άλλο νόημα σε έναν καθημερινό, οικείο, κοινό τόπο διαμονής: από τόπο, όπου βρίσκει κανείς ένα ρευστό, επισφαλές, φαινομενικά σταθερό αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας παρ’ όλες τις στερήσεις, τον καθιστά τόπο των θεών· τόπο δηλαδή, όπου ενδημεί το υψηλό, το ευγενές, το φωτεινό, το ακτινοβόλο. Αυτός ο τόπος των θεών δεν είναι κάποιος μεταφυσικός, υπερουράνιος τόπος, αλλά καθημερινός· και μόνο καθημερινός μπορεί να είναι. Γιατί εδώ, στον φούρνο, ψήνει κανείς το ψωμί του. Ο φούρνος, στην περίπτωσή μας λοιπόν, μας χορηγεί το ψωμί και ό,τι άλλο σχετικό. Η χορήγηση τούτη, η δωρεά του φούρνου, είναι μια θεία, ιερή πράξη του αισθητού και συνιστά ένα σήμα, ένα σύμβολο, για το τι σημαίνουν οι θεοί των Ελλήνων σε αντίθεση με τον μεταφυσικό θεό –αμιγώς θεολογικό ή και ιδεολογικό-θεωρησιακό– της νεωτερικότητας. Με τούτο τον συμβολικό τρόπο κεραυνοβολεί ο Χάιντεγκερ κάθε μεταφυσική θεώρηση της νεωτερικότητας, ακόμη κι αν οποιαδήποτε τέτοια θεώρηση εμφανίζεται με αντι-μεταφυσική μάσκα. Ο Ηράκλειτος, διαμένοντας/παραμένοντας κοντά στον φούρνο, διαμένει/παραμένει εκεί όπου υπάρχει το πῦρ, η φωτιά, που «συγχρόνως σημαίνει φως και ανθρακιά» (ό.π., 9). Στον ενθάδε τόπο της ανθρακιάς συνευρίσκονται το συγκαλυμμένο: υψηλό, φωτεινό … [=υπάρχουν κι εδώ θεοί] με τη φανερή-φαινόμενη παρ-ουσία των όντων [=Ηράκλειτος ως κοινός θνητός, φούρνος, επισκέπτες κ.λπ.].
Η ως άνω συνεύρεση δεν είναι μια στατική, ακίνητη συμφιλίωση, μια οριστική, θετική και χαρούμενη έκβαση της τραγικότητας του ανθρώπινου Είναι, αλλά εννοεί να προσέρχεται στη ζωή μας [=στο θερμαινόμενο με τον φούρνο τόπο διαμονής μας] ως ἔρις, ήτοι ως πόλεμος, που με τον χαρακτήρα του αγώνα δίνει το μέτρο σε όλα τα πράγματα. Το να «δίνει το μέτρο (maß-gebend)» σημαίνει ότι εκ-θέτει τα όντα σε ανα-μέτρηση με το ίδιο το Είναι [Sein] (τους). Έτσι το παρ-ουσιάζει να τελεί πάντοτε σε γειτνίαση προς αυτά και σε απόσταση απ’ αυτά: συγκάλυψη – εκκάλυψη που οδηγεί στην αποκάλυψη και εν ταυτώ πίσω στη συγκάλυψη. Εδώ με όρους του Ηράκλειτου πρόκειται για το Είναι του γίγνεσθαι, δυνάμει του οποίου το Είναι, ως τέτοιο, είναι και συγχρόνως δεν είναι κοντά στον ως άνω τόπο και τους ανθρώπους του. Σίγουρα όμως αποτελεί το ἀεὶ φύον, που ισοδυναμεί με το φως που δεν δύει ποτέ (ό.π., 108). Αυτό το ἀεὶ φύον υποδηλώνει το αείζωον πυρ, που δεν το δημιούργησε κανένας από τους θεούς και τους ανθρώπους, αλλά είναι αυτός τούτος ο κόσμος· ο κόσμος που φέρει εντός του την κρυφή αρμονία, ήτοι έχει ως θεμέλιο τον εαυτό του και παραμένει/διαμένει εντός εαυτού, δια-λογιζόμενος.
Ο κάθε δια-λογιζόμενος άνθρωπος λοιπόν, που διαμένει/παραμένει κοντά στον φούρνο, επι-στρέφει διαρκώς στην ελεύθερη ατομικότητά του, ενόσω το Da [=εδωνά] του Sein [=Είναι] του αναπτύσσει την ουσία του [παρ-ίσταται (an-west)] ως Λόγος με το νόημα του στοχαστή Ηράκλειτου –που συγχρόνως είναι και άνθρωπος με ανάγκες– και όχι με εκείνο κάποιου ενανθρωπιζόμενου, ήτοι εξ αποκαλύψεως θεού. Ο συγκεκριμένος Λόγος λέγει και συν(λ)-λέγει τον άνθρωπο ως το ον των όντων μέσα στο σκέπτεσθαι ιστορικώς και στο πολιτεύεσθαι στοχαστικώς. Με το ιστορικώς σκέπτεσθαι, ο άνθρωπος βιώνει ό,τι έχει υπάρξει ως εκείνο που τον πλησιάζει –σαν τους επι-σκέπτες του Ηράκλειτου– αναπτύσσοντας την ουσία του. Με το στοχαστικώς πολιτεύεσθαι προχωρεί πέρα «από τη μεγάλη αηδία» (Νίτσε, γενεαλογία της ηθικής ΙΙ 24) της πολυπραγμοσύνης και της ψευδολογίας της «πόλης» [=τρέχουσας πολιτικής] και προς την εγγύτητα των θεών, δηλαδή προ το αληθές, το ευγενές, το φωτεινό: προς το αίθριο ή το ξέφωτο της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου