Της είπα και ησύχασα. Ησύχασε κι εκείνη. Δε φημίζομαι για την αγένειά μου, όμως το μόνο που θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά είναι μια γυναίκα που δε σταματούσε να μιλάει. Κυριολεκτικά δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλή ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Το κεφάλι μου πήγε να εκραγεί από την πολλή φασαρία που έβγαινε από το στόμα της. Άρχισα να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να μιλάει κανείς τόσο πολύ και ταυτόχρονα να αναπνέει. Πράγματι ήταν αξιοπερίεργο. Μιλούσε τόσο πολύ, τόσο δυνατά, αλλά τα λόγια της ήταν κενά. Στην πραγματικότητα δεν έλεγε τίποτε.
Πολλές φορές οι άνθρωποι συνηθίζουν να μιλάνε ενώ στην πραγματικότητα δε λένε τίποτε. Ίσως επειδή θέλουν να αισθανθούν ότι κάποιος είναι εκεί και τους ακούει, ότι κάποιος αναγνωρίζει την ύπαρξη και την παρουσία τους. Είναι όμως ο μόνος τρόπος να ανακοινώσει κανείς την παρουσία του; Δε θα ήταν πιο σοφό να μιλάει κανείς λιγότερο και με αυτόν τον τρόπο να λέει περισσότερα ενώ ταυτόχρονα να βυθίζεται στις όμορφες στιγμές της σιωπής; Μου φαίνεται πως οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι πρέπει να μιλάνε απλά και μόνο επειδή πιστεύουν πως η σιωπή δεν είναι κάτι καλό, είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφεύγουν με κάθε κόστος.
Η σιωπή είναι ένα πολύτιμο δώρο. Είναι εκείνο το κενό μεταξύ των λέξεων που μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας. Όταν ο νους είναι ήσυχος, όταν δεν υπάρχουν σκέψεις και λέξεις που πρέπει να ειπωθούν, τότε είναι που ακούμε την καρδιά μας να μας μιλά. Μπορούμε να ακούσουμε την ψυχή μας, τη διαίσθησή μας. Όπως είπε και ο Herman Μelville: «η μόνη φωνή του Θεού είναι η σιωπή». Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είμαστε σιωπηλοί, να εισπνέουμε και να εκπνέουμε χωρίς να πιέζουμε τον εαυτό μας να πει μια λέξη ή να σκεφτεί μια άλλη σκέψη, τότε είναι που θα ακούσουμε τη δική μας φωνή, θα έρθουμε σε επαφή με την εσωτερική μας ομορφιά και τελειότητα.
Πραγματικά πιστεύω πως ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε κάτω από υπερβολικό στρες είναι διότι δεν έχουμε μάθει να ησυχάζουμε τον νου μας και να αγκαλιάζουμε τη σιωπή. Δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε τη σοφία που ξεπροβάλλει μέσα από τη σιωπή. Δεν έχουμε μάθει να αφήνουμε τη σιωπή, να μας ψιθυρίζει στο αυτί και να μας δείχνει πράγματα μέσα από την ακινησία του νου.
Ποιος μας έχει πει ότι πρέπει να έχουμε πάντα κάτι να λέμε; Ποιος μας λέει πως δεν είναι εντάξει να έχουμε στιγμές όπου δε θέλουμε να πούμε απολύτως τίποτε; Ποιος μας είπε πως πρέπει να μιλάμε ακατάπαυστα και να ηχο-ρυπαίνουμε το νου του συνανθρώπων μας ακόμη κι αν δεν έχουμε τίποτε αξιόλογο να πούμε;
Ας μάθουμε να μιλάμε λιγότερο, λέγοντας έτσι περισσότερα. Να χρησιμοποιούμε τις λέξεις επειδή με αυτόν τον τρόπο θα φωτίσουμε τη μέρα κάποιου ή θα διδάξουμε σε κάποιον κάτι αξιόλογο. Ας μη χρησιμοποιούμε τις λέξεις απλά έτσι για να πούμε ότι είπαμε κάτι. Και όπως λέει μια Σουηδική παροιμία:
Πολλές φορές οι άνθρωποι συνηθίζουν να μιλάνε ενώ στην πραγματικότητα δε λένε τίποτε. Ίσως επειδή θέλουν να αισθανθούν ότι κάποιος είναι εκεί και τους ακούει, ότι κάποιος αναγνωρίζει την ύπαρξη και την παρουσία τους. Είναι όμως ο μόνος τρόπος να ανακοινώσει κανείς την παρουσία του; Δε θα ήταν πιο σοφό να μιλάει κανείς λιγότερο και με αυτόν τον τρόπο να λέει περισσότερα ενώ ταυτόχρονα να βυθίζεται στις όμορφες στιγμές της σιωπής; Μου φαίνεται πως οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι πρέπει να μιλάνε απλά και μόνο επειδή πιστεύουν πως η σιωπή δεν είναι κάτι καλό, είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφεύγουν με κάθε κόστος.
Η σιωπή είναι ένα πολύτιμο δώρο. Είναι εκείνο το κενό μεταξύ των λέξεων που μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας. Όταν ο νους είναι ήσυχος, όταν δεν υπάρχουν σκέψεις και λέξεις που πρέπει να ειπωθούν, τότε είναι που ακούμε την καρδιά μας να μας μιλά. Μπορούμε να ακούσουμε την ψυχή μας, τη διαίσθησή μας. Όπως είπε και ο Herman Μelville: «η μόνη φωνή του Θεού είναι η σιωπή». Όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είμαστε σιωπηλοί, να εισπνέουμε και να εκπνέουμε χωρίς να πιέζουμε τον εαυτό μας να πει μια λέξη ή να σκεφτεί μια άλλη σκέψη, τότε είναι που θα ακούσουμε τη δική μας φωνή, θα έρθουμε σε επαφή με την εσωτερική μας ομορφιά και τελειότητα.
Πραγματικά πιστεύω πως ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε κάτω από υπερβολικό στρες είναι διότι δεν έχουμε μάθει να ησυχάζουμε τον νου μας και να αγκαλιάζουμε τη σιωπή. Δεν έχουμε μάθει να εκτιμούμε τη σοφία που ξεπροβάλλει μέσα από τη σιωπή. Δεν έχουμε μάθει να αφήνουμε τη σιωπή, να μας ψιθυρίζει στο αυτί και να μας δείχνει πράγματα μέσα από την ακινησία του νου.
Ποιος μας έχει πει ότι πρέπει να έχουμε πάντα κάτι να λέμε; Ποιος μας λέει πως δεν είναι εντάξει να έχουμε στιγμές όπου δε θέλουμε να πούμε απολύτως τίποτε; Ποιος μας είπε πως πρέπει να μιλάμε ακατάπαυστα και να ηχο-ρυπαίνουμε το νου του συνανθρώπων μας ακόμη κι αν δεν έχουμε τίποτε αξιόλογο να πούμε;
Ας μάθουμε να μιλάμε λιγότερο, λέγοντας έτσι περισσότερα. Να χρησιμοποιούμε τις λέξεις επειδή με αυτόν τον τρόπο θα φωτίσουμε τη μέρα κάποιου ή θα διδάξουμε σε κάποιον κάτι αξιόλογο. Ας μη χρησιμοποιούμε τις λέξεις απλά έτσι για να πούμε ότι είπαμε κάτι. Και όπως λέει μια Σουηδική παροιμία:
«Να φοβάσαι λιγότερο, να ελπίζεις περισσότερο.
Να κλαις λιγότερο, να αναπνέεις περισσότερο.
Να μιλάς λιγότερο, να λες περισσότερα.
Να θυμώνεις λιγότερο, να αγαπάς περισσότερο,
και όλα τα καλά του κόσμου θα είναι δικά σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου