Πώς αποτιμά ο Μακιαβέλι τη σκέψη και την κρίση του λαού εν γένει; Θεωρεί πως ο λαός διαθέτει μια αξιοσέβαστη κρίση, μια ικανότητα πολιτικού λέγειν και πράττειν, που εκδηλώνεται κυρίως ως ενδιαφέρον, ως έγνοια για τη διατήρηση του κράτους, όχι όμως και για τη θεμελίωσή του, για την αρχέγονη, πρωταρχική του σύλληψη. Τι σημαίνει αυτό; Πώς ο λαός, ως ποσοτικό πλήθος, με τη μια ή την άλλη ευκαιρία, δείχνει να αποζητά ηγέτες, κυβερνήτες, που θα εργαστούν για τη διατήρηση του κράτους. Χωρίς κυβέρνηση, ο λαός αισθάνεται ανερμάτιστος, ανύπαρκτος, άχρηστος. Ευθέως επομένως καταφάσκει την υπαγωγή του ζωτικού του Είναι στον ηγεμόνα. Στο κράτος, ανεξάρτητα από το πολίτευμα, εναποθέτει τη συνοχή και την αυτό-βεβαιότητά του. Τη δύναμή του, ως εκ τούτου, την εξαρτά από την ύπαρξη της κυβέρνησης: από την ικανότητα του ηγέτη να τον καθοδηγεί σωστά, δηλαδή να τον πείθει για εκείνο που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα του salus populi. Ο λαός έτσι επιλέγει μόνος του τη θέση μέσα στη σχέση: κυβέρνησης-λαού. Ποια είναι αυτή η θέση; Η θέση του ακροατή, του υπηκόου· με σημερινούς όρους του οπαδού που έχει γνώμη για τα «πάντα», αλλά καμιά γνώση περί του ίδιου του βαθύτερου πολιτικού του Είναι. Ένας λαός, που είναι ακροατής, δεν στοχάζεται πάνω στο πολιτικο-κοινωνικό του Είναι, παρά προστρέχει πίσω από την ισχύ του ηγεμόνα. Ακριβώς γι’ αυτό, ο τελευταίος πρέπει να δείχνει αυτή την ισχύ του με το να κερδίζει, παντί τρόπω, την εμπιστοσύνη του λαού.
Με βάση τα παραπάνω, ένας καλός ηγεμόνας, σε ορθοφρονούσες δημοκρατίες, πρέπει να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενός σκεπτόμενου ακροατηρίου (του), ώστε οι άνθρωποι που το απαρτίζουν να μπορούν να επιλέγουν τους πιο άξιους στα ανώτατα αξιώματα. Ωστόσο, αν και ακροατές χωρίς ιδιαίτερη στοχαστική ενατένιση, οι περισσότεροι άνθρωποι διέπονται κατά κανόνα από την επιθυμία να μην καταπιέζονται από τους ισχυρούς και τους πλούσιους. Αισθάνονται επομένως ασφαλείς απέναντι σε καταχρηστικές εξουσίες μόνο σε μια σύννομη λειτουργία των θεσμών και της διακυβέρνησης. Όταν όμως απουσιάζει μια τέτοια λειτουργία, δεσπόζει παντού η διαφθορά και η δεσποτική, τυραννική, αμοραλιστική συμπεριφορά των κυβερνώντων. Αυτοί οι διεφθαρμένοι πολιτικοί δεσπότες επεκτείνουν τη διαφθορά και τη συνενοχή ως μέσα στα σπλάχνα του λαού, και τούτο γιατί ο τελευταίος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εξαρτά την οντολογική του ύπαρξη από την αντίστοιχη του ηγεμόνα. Έτσι η σχέση κυβέρνησης–λαού μεταποιείται σε σχέση ενός διεφθαρμένου όλου. Εάν επιχειρήσει κανείς να ερμηνεύσει, έστω και κατ’ ελάχιστο, το πολιτικό status της Ελλάδας από την ως άνω σκοπιά του Μακιαβέλι, εύκολα πλέον διαγιγνώσκει, γιατί μια όχι ευκαταφρόνητη πλειοψηφία του λαού δεν καταδικάζει σε πολιτικό θάνατο τις σάπιες πολιτικές φατρίες και παρατάξεις. Όχι μόνο δεν τις καταδικάζει, αλλά εμπεδώνει, με τον τρόπο της, ξανά και ξανά, τη διεφθαρμένη δεσποτεία τους, παρότι αυτές τον έχουν οδηγήσει, ασύστολα ψευδόμενες, σε οντολογικό θάνατο. Ο Μακιαβέλι εν τέλει αποφαίνεται προ-φητικά: όταν μια διεφθαρμένη διακυβέρνηση διαποτίζει με διαφθορά ένα λαό, αυτός ο λαός ασθενεί και χρειάζεται μια ανώτερη ποιοτικά εξουσία, ικανή να αποκαταστήσει την υγεία του και να του διασφαλίσει την οντολογική του αυθυπαρξία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου