Το ζήτημα των θεών, της θρησκείας, της πίστης σε μια ανώτερη εξωκοσμική δύναμη, αγγίζει τον άνθρωπο από αρχαιοτάτων χρόνων. Από τις πρώτες ανιμιστικές δοξασίες μέχρι τις πολυθεϊστικές θρησκείες και τη μετέπειτα ραγδαία εξάπλωση των μονοθεϊσμών, ο άνθρωπος δεν ήθελε ή/και δεν μπορούσε να νιώθει μόνος στο σύμπαν. Το ενδιαφέρον για το εν λόγω ζήτημα δεν έχει κοπάσει ούτε και στη σύγχρονη εποχή της εξαπλωνόμενης –κυρίως στον δυτικό κόσμο– αθεΐας. Απεναντίας, το ζήτημα της (μη) ύπαρξης ανώτερων, υπερβατικών όντων φαίνεται να αφορά καμιά φορά περισσότερο τον άθεο, τον άθρησκο, τον άπιστο, τον αγνωστικιστή, όπως εν πάση περιπτώσει ονομάσουμε τον αμφισβητία ή αρνητή του θεϊσμού.
Όλοι μας έχουμε λοιπόν, συνειδητά ή ασύνειδα, μια θέση επ’ αυτού, θα πρέπει να ομολογήσουμε την αθεΐα μας, συνεπώς την εγγενή, αναπόφευκτη προκατάληψή μας υπέρ των (περισσοτέρων) επιχειρημάτων. Καλώς ή κακώς, ανατραφήκαμε με την ιδέα (κάποιοι θα έλεγαν «πίστη») πως δεν υπάρχει καμία ανώτερη, υπερβατική δύναμη που ελέγχει ή επηρεάζει με τον οποιονδήποτε τρόπο τον πλανήτη μας και το υπόλοιπο σύμπαν, καθώς και με τη συναφή ιδέα πως όλα όσα συμβαίνουν έχουν μια φυσική/φυσιοκρατική εξήγηση, η οποία είτε έχει ήδη δοθεί, είτε θα δοθεί κάποια στιγμή στο μέλλον από τις επιστήμες, με την αρωγή (γιατί όχι;) και των τεχνών.
Η εναντίωση αυτών των συγγραφέων στον θεϊσμό, στη θρησκευτική πίστη, στην οργανωμένη εκκλησία κ.λπ. λαμβάνει πολλές μορφές, ξεδιπλώνεται σε ξεχωριστά ύφη, έχει συχνά πολλαπλό στόχο και χαρακτηρίζεται από έντονες διαβαθμίσεις ως προς τον πολεμικό τόνο.
Οι πολέμιοι του θεϊσμού έχουν αντιπαρατεθεί σε αυτό το πανάρχαιο φαινόμενο επιστρατεύοντας διάφορα επιχειρήματα, όλα εκ των οποίων παρουσιάζονται στα κείμενα του τόμου. Μια πρώτη και οξυδερκέστατη εναντίωση στον θεϊσμό ήταν η επικούρεια αντίληψη, όπως εκφράζεται από τον Λουκρήτιο, ότι οι θεοί υπάρχουν αλλά δεν επεμβαίνουν στα ανθρώπινα. Μετά τον υλισμό των Προσωκρατικών επιστημόνων και φιλοσόφων, που έθεταν ως αρχή του κόσμου ένα φυσικό στοιχείο, και μετά τον γενικότερο σκεπτικισμό και σχετικισμό των Σοφιστών, αυτό ήταν μάλλον το επόμενο κολοσσιαίο βήμα προς τον αγνωστικισμό: αν οι θεοί δεν επηρεάζουν την πορεία του κόσμου, τότε ποια μπορεί να είναι πλέον η σημασία της ύπαρξής τους για μας;
Σέλεϊ: «Δεν υπάρχει ιδιότητα του Θεού που να μην είναι δανεισμένη από τα πάθη και τις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής».
Στη νεωτερικότητα, η κριτική του θεϊσμού έλαβε συχνά τη μορφή της κριτικής στη θρησκευτική πίστη (π.χ. στο έργο του Χομπς και του Χιουμ), με το επιχείρημα πως αυτή είναι «φυσική», δηλαδή δεν προέρχεται ούτε αληθεύει εξ αποκαλύψεως, αλλά συνιστά ένα σύνολο από εμμενείς (δηλαδή αυτού του κόσμου, όχι υπερβατικές) πεποιθήσεις που ανέπτυξαν πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι για φυσικούς λόγους (αγωνία για τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση σε ένα απίστευτα αντίξοο περιβάλλον, φόβος θανάτου, κ.λπ.).
Άλλες φορές, όπως στον ντεϊσμό κάποιων Διαφωτιστών, η κριτική αφορούσε περισσότερο τα εγκληματικά πεπραγμένα της Εκκλησίας (συνήθως της Ρωμαιοκαθολικής) και λιγότερο την ίδια την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη. Στον 19ο αιώνα η κριτική στον θεϊσμό σκληραίνει: Ρομαντικοί, όπως π.χ. ο Σέλεϊ, γράφουν πως «Δεν υπάρχει ιδιότητα του Θεού που να μην είναι δανεισμένη από τα πάθη και τις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής».
Το επιχείρημα πως οι θρησκείες (ιδίως οι μονοθεϊστικές) εκμεταλλεύτηκαν ανά τους αιώνες τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας τους ως υποχείρια για να αυξάνεται η εξουσία των ιερέων μέσω της καταστολής, της βίας και των πολέμων. Αξίζει να διαβάσει κανείς όσα γράφουν ο αστρονόμος και συγγραφέας Καρλ Σαγκάν για το κάψιμο των υποτιθέμενων μαγισσών και ο Τουέιν για το «χριστιανικό εμπόριο», δηλαδή την ένθερμη χριστιανική υπεράσπιση της δουλείας.
Σύμφωνα δε με τον νευρολόγο και φιλόσοφο Σαμ Χάρις, η Καθολική Εκκλησία αφόρισε βιβλία των Μοντέν, Ντεκάρτ, Καντ, Φλομπέρ και δεκάδων άλλων, αλλά δεν βρήκε επαρκείς λόγους για να αφορίσει τους Ναζί ηγέτες, ούτε καν τον Χίτλερ. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν τις θηριωδίες που έγιναν στο όνομα της όποιας θρησκευτικής πίστης, έχοντας ως στόχο, μεταξύ άλλων, να υποβαθμίσουν τη θεμελιώδη ιδέα ενός πανάγαθου Θεού που νοιάζεται για όλα τα πλάσματά του (ενώ δεν φαίνεται να νοιάζεται ούτε καν για τους πιστούς σε αυτόν).
Συνάμα, επιστρατεύονται επιχειρήματα που πασχίζουν να αποδείξουν τη στενή συνάφεια ανάμεσα στα ιερά κείμενα και στις πράξεις των αναγνωστών και υποστηρικτών τους. Πέραν των ακράδαντων τεκμηρίων πως τα ιερά κείμενα βρίθουν από άλυτες αντιφάσεις, παρουσιάζουν «θαύματα» που δεν επαναλαμβάνονται και δεν επιβεβαιώνονται, δεν έχουν καμία επιστημονική απόδειξη κ.λπ. το βασικό επιχείρημα είναι πως παρουσιάζουν έναν κόσμο όπου οι πιστοί πρέπει να εξαλείψουν τους απίστους. Έτσι, τα ιερά κείμενα προκρίνουν συχνά τη βία και όχι την αγάπη, την εξολόθρευση και όχι την αποδοχή.
Το ζήτημα της ηθικής είναι καίριο, αφού αυτό χρησιμοποιούν συνήθως οι θεϊστές όταν θέλουν να αντιπαρατεθούν στην αθεΐα ή τον αγνωστικισμό. Σύμφωνα με την άποψή τους, χωρίς (τον εκάστοτε δικό τους) Θεό οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν τα πάντα, δεν έχουν κανένα εσωτερικό χαλινάρι, καμιά ανώτερη αρχή στην οποία θα λογοδοτούν για τη δράση τους. Με τα λόγια του ντοστογιεφσκικού ήρωα στους Αδερφούς Καραμαζόφ, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται.
Τόσο ο Χίτσενς στον πρόλογό του, όσο και άλλοι συγγραφείς (π.χ. η καθηγήτρια Ελίζαμπεθ Άντερσον), υπογραμμίζουν πως, αφενός η απόρριψη των θρησκειών εξαλείφει μία από τις αιτίες των πολέμων και της μαζικής βίας, αφετέρου το ψυχοπνευματικό κενό που μένει (σε όσους, εν πάση περιπτώσει, μένει) μπορεί να πληρωθεί με ένα σωρό άλλες δραστηριότητες που προσδίδουν ουσιαστικό νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Χίτσενς συμπληρώνει ορθά πως το θεϊστικό επιχείρημα «συνιστά βίαιη προσβολή της ίδιας της έννοιας του ανθρώπινου αυτοσεβασμού, καθόσον διατείνεται ότι δεν μπορείς να κάνεις μια καλή πράξη ή να αποφύγεις μια κακή, παρά μόνον αν ελπίζεις σε θεία ανταμοιβή ή φοβάσαι τη θεία τιμωρία».
Χίτσενς: «[Η θρησκεία] συνιστά βίαιη προσβολή της ίδιας της έννοιας του ανθρώπινου αυτοσεβασμού, καθόσον διατείνεται ότι δεν μπορείς να κάνεις μια καλή πράξη ή να αποφύγεις μια κακή, παρά μόνον αν ελπίζεις σε θεία ανταμοιβή ή φοβάσαι τη θεία τιμωρία».
Φτάνουν άραγε τα διάφορα επιχειρήματα κατά του θεϊσμού για να μετατρέψουν, αν αυτός είναι ο στόχος, τον πιστό σε άπιστο; Κάθε άλλο. Ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον έγραφε κάπου ότι «τα επιχειρήματα δεν έπεισαν ποτέ κανέναν». Ας μη σπεύσουμε να απορρίψουμε ως ακραία αυτή τη θέση, διότι κάτι θέλει να μας πει. Στην περίπτωση του ζητήματος του θεϊσμού, το πνευματικό όπλο που κραδαίνουν οι ανά τους αιώνες άθεοι και αγνωστικιστές, όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς, είναι η επιστήμη.
Ο τίτλος που χρησιμοποιήσαμε, δεν ισχύει λοιπόν στο έπακρο, αφού ο νέος παγκόσμιος θεός μας, καλώς ή κακώς, ονομάζεται επιστήμη (και τεχνολογία, δηλαδή «τεχνοεπιστήμη»). Αυτήν επικαλούνται οι περισσότεροι συγγραφείς, για να απορρίψουν τη θρησκευτική πίστη, ενώ επικαλούνται παράλληλα και τον ορθό λόγο (ωστόσο ο ορθός λόγος μπορεί κάλλιστα να υπερασπίζεται την πίστη – οι σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα δεν υπολείπονταν σε ορθό λόγο).
Γνώμη μας είναι πως θρησκευτική πίστη και επιστήμη δεν απαντούν πάντα και ακριβώς στα ίδια ερωτήματα, ούτε στις ίδιες ανάγκες, και ο νους του πιστού είναι έτσι αναθρεμμένος ώστε να θέτει πίσω από ένα φυσικό αίτιο πάντα ένα εξωσυμπαντικό, υπερβατικό αίτιο. Και μόνο το γεγονός ότι κορυφαίοι επιστήμονες, ακόμα και στον 20ό αιώνα, ήταν και είναι βαθιά θρησκευόμενοι (αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τον βέλγο ιερέα Ζορζ Λεμαίτρ, που πρώτος διατύπωσε την ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης, αλλά και τον ρώσο βιολόγο Θεοδόσιο Ντομπζάνσκι, που έκανε τη μεγάλη σύνθεση του εξελικτισμού με τη γενετική) δείχνει πως τα επιστημονικά επιχειρήματα, παρότι όντως υπέσκαψαν ριζικά τον θεϊσμό κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, δεν αρκούν για την οριστική κατάρριψη της θρησκευτικής πίστης.
Οι ΗΠΑ, πρωτοπόρες παγκοσμίως στην επιστήμη, έχουν μάλλον το μεγαλύτερο ποσοστό πιστών στον δυτικό κόσμο, περίπου 90%, ποσοστό που όμως πέφτει ραγδαία στους επιστήμονες – στα περισσότερα μέρη του κόσμου καταγράφεται θετική συσχέτιση ανάμεσα στη μόρφωση και την οικονομική ευμάρεια, από τη μία, και στην αθεΐα, από την άλλη. Συμφωνούμε πάντως με τον (άθεο) Αϊνστάιν, όταν γράφει πως «το δόγμα ενός προσωπικού θεού που επεμβαίνει στα φυσικά φαινόμενα δεν μπορεί να ανατραπεί από την επιστήμη, διότι αυτό το δόγμα βρίσκει πάντα καταφύγιο σε σφαίρες όπου η επιστημονική σκέψη δεν έχει ακόμη μπορέσει να εισχωρήσει». Σαν να λέμε, εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Μένκεν: «Στην κόλαση των νεκρών θεών γίνεται πατείς με πατώ σε».
Ο «φονταμενταλιστικός» αθεϊσμός οδηγεί ενίοτε σε παράπλευρες συνέπειες και στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, η ρωσίδα αναρχική Έμμα Γκόλντμαν, γράφει πως «από τότε που εμφανίστηκαν οι θεοί, ο κλήρος της ανθρωπότητας είναι διώξεις και δυστυχία. Μόνον όταν θριαμβεύσει η αθεϊστική φιλοσοφία στον νου και την καρδιά των ανθρώπων, θα λάμψει η αλήθεια και η ομορφιά». Ναι μεν οι ωμότητες και οι ακρότητες που προκάλεσαν όλες σχεδόν οι θρησκείες ανά τον κόσμο είναι απερίγραπτες: πριν λίγους αιώνες, η λατρεία των θεών στο Μεξικό προϋπόθετε την ετήσια θυσία δεκάδων χιλιάδων παρθένων νέων… Αλλά η μείωση της ισχύος των θρησκειών δεν συγκρατεί αναγκαστικά ανθρώπους και κράτη από τις ακρότητες, ενώ έχει υποστηριχτεί πως μπορεί και να τις αυξάνει: οι μεγάλοι τύραννοι του 20ού αιώνα –Στάλιν, Μάο, Χίτλερ, Μουσολίνι, κ.α.– ήταν είτε δηλωμένοι άθεοι είτε εχθρικοί προς τις θρησκείες.
Η θρησκευτική πίστη είναι κυρίως ζήτημα ανατροφής και σύμβασης, ωστόσο για να μιλήσει κανείς περί «σύμβασης», θα πρέπει ήδη να βρίσκεται τουλάχιστον από την πλευρά του αγνωστικισμού. Τα επιχειρήματα αυτού του τόμου δεν πρόκειται να μεταπείσουν τους θρήσκους να γίνουν αγνωστικιστές ή άθεοι. Όσοι πιστεύουν βαθιά, δεν θα πάψουν να πιστεύουν. Όσοι δεν πιστεύουν, εδώ θα βρουν πολλά επιχειρήματα για να θεμελιώσουν την αθεΐα τους. Αν στόχος αυτού του άρθρου είναι να αλλάξει συνειδήσεις, τότε είναι βέβαιο πως θα ασκούσε μεγαλύτερη επίδραση σε όσο το δυνατόν νεότερους ανθρώπους.
Κόνραντ: «ο κόσμος των ζώντων, ως έχει, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια».
Συμφωνούμε με τον Χίτσενς όταν υποστηρίζει πως η ζωή δεν είναι άδεια χωρίς θεούς, αλλά πως διαθέτουμε ένα σωρό πράγματα να σεβόμαστε, να φροντίζουμε και να πιστεύουμε. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν Θεό για να ζούμε καλά και για να μη χάνουμε το ενδιαφέρον για τη ζωή: με τα όμορφα λόγια του Κόνραντ, «ο κόσμος των ζώντων, ως έχει, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια». Ωστόσο δεν χρειάζεται να είμαστε πάντα τόσο δογματικοί (εξού και προτιμάμε γενικά τη λέξη «αθεΐα» από τη λέξη «αθεϊσμός», που με την κατάληξη –ισμός υποδηλώνει ένα δόγμα υπέρ του οποίου κάποιος αγωνίζεται και πρέπει να αγωνίζεται σκληρά). Ο σκεπτικισμός και ο αγνωστικισμός διδάσκουν ανοχή. Απλώς, ανοχή μπορούμε και οφείλουμε να δείχνουμε αποκλειστικά σε όσους θέλουν με τη σειρά τους να είναι ανεκτικοί προς εμάς.
Ράσελ: «Σκανδαλίζομαι από τις βλασφημίες πολλών που θεωρούν εαυτούς ευσεβείς».
Όπως κι αν έχει, όλα τα κείμενα είναι ένα κι ένα, κι ας ομολογούσαμε ποια μας άρεσαν λιγάκι περισσότερο (του Σέλεϊ, του Τουέιν, του Λέσλι Στίβεν, πατέρα της Βιρτζίνια Γουλφ, του Σαγκάν, της Άντερσον, του Μακγιούαν, τα ποιήματα του Λάρκιν). Εξαιρετικό είναι και το κείμενο του Ράσελ που, όταν θέλει, γίνεται απολαυστικός:
«Μερικές φορές σκανδαλίζομαι από τις βλασφημίες πολλών που θεωρούν εαυτούς ευσεβείς – για παράδειγμα, οι καλόγριες, που πλένουν το σώμα τους φορώντας μια ρόμπα. Όταν ρωτήθηκαν γιατί, αφού κανένας άντρας δεν τις βλέπει, απάντησαν: “Ναι, αλλά να μην ξεχνάς τον καλό Θεό”. Προφανώς αντιλαμβάνονται τον Θεό ως ηδονοβλεψία, η παντοδυναμία του οποίου του επιτρέπει να βλέπει μέσα από τοίχους του λουτρού αλλά όχι και μέσα από μια ρόμπα. Άποψη το λιγότερο περίεργη».
Στη χώρα μας το ποσοστό αθεΐας είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (4% έναντι 20% στην Ευρώπη των 27, σε πανευρωπαϊκή έρευνα του 2010).
Όλοι μας έχουμε λοιπόν, συνειδητά ή ασύνειδα, μια θέση επ’ αυτού, θα πρέπει να ομολογήσουμε την αθεΐα μας, συνεπώς την εγγενή, αναπόφευκτη προκατάληψή μας υπέρ των (περισσοτέρων) επιχειρημάτων. Καλώς ή κακώς, ανατραφήκαμε με την ιδέα (κάποιοι θα έλεγαν «πίστη») πως δεν υπάρχει καμία ανώτερη, υπερβατική δύναμη που ελέγχει ή επηρεάζει με τον οποιονδήποτε τρόπο τον πλανήτη μας και το υπόλοιπο σύμπαν, καθώς και με τη συναφή ιδέα πως όλα όσα συμβαίνουν έχουν μια φυσική/φυσιοκρατική εξήγηση, η οποία είτε έχει ήδη δοθεί, είτε θα δοθεί κάποια στιγμή στο μέλλον από τις επιστήμες, με την αρωγή (γιατί όχι;) και των τεχνών.
Η εναντίωση αυτών των συγγραφέων στον θεϊσμό, στη θρησκευτική πίστη, στην οργανωμένη εκκλησία κ.λπ. λαμβάνει πολλές μορφές, ξεδιπλώνεται σε ξεχωριστά ύφη, έχει συχνά πολλαπλό στόχο και χαρακτηρίζεται από έντονες διαβαθμίσεις ως προς τον πολεμικό τόνο.
Οι πολέμιοι του θεϊσμού έχουν αντιπαρατεθεί σε αυτό το πανάρχαιο φαινόμενο επιστρατεύοντας διάφορα επιχειρήματα, όλα εκ των οποίων παρουσιάζονται στα κείμενα του τόμου. Μια πρώτη και οξυδερκέστατη εναντίωση στον θεϊσμό ήταν η επικούρεια αντίληψη, όπως εκφράζεται από τον Λουκρήτιο, ότι οι θεοί υπάρχουν αλλά δεν επεμβαίνουν στα ανθρώπινα. Μετά τον υλισμό των Προσωκρατικών επιστημόνων και φιλοσόφων, που έθεταν ως αρχή του κόσμου ένα φυσικό στοιχείο, και μετά τον γενικότερο σκεπτικισμό και σχετικισμό των Σοφιστών, αυτό ήταν μάλλον το επόμενο κολοσσιαίο βήμα προς τον αγνωστικισμό: αν οι θεοί δεν επηρεάζουν την πορεία του κόσμου, τότε ποια μπορεί να είναι πλέον η σημασία της ύπαρξής τους για μας;
Σέλεϊ: «Δεν υπάρχει ιδιότητα του Θεού που να μην είναι δανεισμένη από τα πάθη και τις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής».
Στη νεωτερικότητα, η κριτική του θεϊσμού έλαβε συχνά τη μορφή της κριτικής στη θρησκευτική πίστη (π.χ. στο έργο του Χομπς και του Χιουμ), με το επιχείρημα πως αυτή είναι «φυσική», δηλαδή δεν προέρχεται ούτε αληθεύει εξ αποκαλύψεως, αλλά συνιστά ένα σύνολο από εμμενείς (δηλαδή αυτού του κόσμου, όχι υπερβατικές) πεποιθήσεις που ανέπτυξαν πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι για φυσικούς λόγους (αγωνία για τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες και την αυτοσυντήρηση σε ένα απίστευτα αντίξοο περιβάλλον, φόβος θανάτου, κ.λπ.).
Άλλες φορές, όπως στον ντεϊσμό κάποιων Διαφωτιστών, η κριτική αφορούσε περισσότερο τα εγκληματικά πεπραγμένα της Εκκλησίας (συνήθως της Ρωμαιοκαθολικής) και λιγότερο την ίδια την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη. Στον 19ο αιώνα η κριτική στον θεϊσμό σκληραίνει: Ρομαντικοί, όπως π.χ. ο Σέλεϊ, γράφουν πως «Δεν υπάρχει ιδιότητα του Θεού που να μην είναι δανεισμένη από τα πάθη και τις δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής».
Το επιχείρημα πως οι θρησκείες (ιδίως οι μονοθεϊστικές) εκμεταλλεύτηκαν ανά τους αιώνες τους ανθρώπους, χρησιμοποιώντας τους ως υποχείρια για να αυξάνεται η εξουσία των ιερέων μέσω της καταστολής, της βίας και των πολέμων. Αξίζει να διαβάσει κανείς όσα γράφουν ο αστρονόμος και συγγραφέας Καρλ Σαγκάν για το κάψιμο των υποτιθέμενων μαγισσών και ο Τουέιν για το «χριστιανικό εμπόριο», δηλαδή την ένθερμη χριστιανική υπεράσπιση της δουλείας.
Σύμφωνα δε με τον νευρολόγο και φιλόσοφο Σαμ Χάρις, η Καθολική Εκκλησία αφόρισε βιβλία των Μοντέν, Ντεκάρτ, Καντ, Φλομπέρ και δεκάδων άλλων, αλλά δεν βρήκε επαρκείς λόγους για να αφορίσει τους Ναζί ηγέτες, ούτε καν τον Χίτλερ. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν τις θηριωδίες που έγιναν στο όνομα της όποιας θρησκευτικής πίστης, έχοντας ως στόχο, μεταξύ άλλων, να υποβαθμίσουν τη θεμελιώδη ιδέα ενός πανάγαθου Θεού που νοιάζεται για όλα τα πλάσματά του (ενώ δεν φαίνεται να νοιάζεται ούτε καν για τους πιστούς σε αυτόν).
Συνάμα, επιστρατεύονται επιχειρήματα που πασχίζουν να αποδείξουν τη στενή συνάφεια ανάμεσα στα ιερά κείμενα και στις πράξεις των αναγνωστών και υποστηρικτών τους. Πέραν των ακράδαντων τεκμηρίων πως τα ιερά κείμενα βρίθουν από άλυτες αντιφάσεις, παρουσιάζουν «θαύματα» που δεν επαναλαμβάνονται και δεν επιβεβαιώνονται, δεν έχουν καμία επιστημονική απόδειξη κ.λπ. το βασικό επιχείρημα είναι πως παρουσιάζουν έναν κόσμο όπου οι πιστοί πρέπει να εξαλείψουν τους απίστους. Έτσι, τα ιερά κείμενα προκρίνουν συχνά τη βία και όχι την αγάπη, την εξολόθρευση και όχι την αποδοχή.
Το ζήτημα της ηθικής είναι καίριο, αφού αυτό χρησιμοποιούν συνήθως οι θεϊστές όταν θέλουν να αντιπαρατεθούν στην αθεΐα ή τον αγνωστικισμό. Σύμφωνα με την άποψή τους, χωρίς (τον εκάστοτε δικό τους) Θεό οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν τα πάντα, δεν έχουν κανένα εσωτερικό χαλινάρι, καμιά ανώτερη αρχή στην οποία θα λογοδοτούν για τη δράση τους. Με τα λόγια του ντοστογιεφσκικού ήρωα στους Αδερφούς Καραμαζόφ, αν δεν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται.
Τόσο ο Χίτσενς στον πρόλογό του, όσο και άλλοι συγγραφείς (π.χ. η καθηγήτρια Ελίζαμπεθ Άντερσον), υπογραμμίζουν πως, αφενός η απόρριψη των θρησκειών εξαλείφει μία από τις αιτίες των πολέμων και της μαζικής βίας, αφετέρου το ψυχοπνευματικό κενό που μένει (σε όσους, εν πάση περιπτώσει, μένει) μπορεί να πληρωθεί με ένα σωρό άλλες δραστηριότητες που προσδίδουν ουσιαστικό νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Χίτσενς συμπληρώνει ορθά πως το θεϊστικό επιχείρημα «συνιστά βίαιη προσβολή της ίδιας της έννοιας του ανθρώπινου αυτοσεβασμού, καθόσον διατείνεται ότι δεν μπορείς να κάνεις μια καλή πράξη ή να αποφύγεις μια κακή, παρά μόνον αν ελπίζεις σε θεία ανταμοιβή ή φοβάσαι τη θεία τιμωρία».
Χίτσενς: «[Η θρησκεία] συνιστά βίαιη προσβολή της ίδιας της έννοιας του ανθρώπινου αυτοσεβασμού, καθόσον διατείνεται ότι δεν μπορείς να κάνεις μια καλή πράξη ή να αποφύγεις μια κακή, παρά μόνον αν ελπίζεις σε θεία ανταμοιβή ή φοβάσαι τη θεία τιμωρία».
Φτάνουν άραγε τα διάφορα επιχειρήματα κατά του θεϊσμού για να μετατρέψουν, αν αυτός είναι ο στόχος, τον πιστό σε άπιστο; Κάθε άλλο. Ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον έγραφε κάπου ότι «τα επιχειρήματα δεν έπεισαν ποτέ κανέναν». Ας μη σπεύσουμε να απορρίψουμε ως ακραία αυτή τη θέση, διότι κάτι θέλει να μας πει. Στην περίπτωση του ζητήματος του θεϊσμού, το πνευματικό όπλο που κραδαίνουν οι ανά τους αιώνες άθεοι και αγνωστικιστές, όπως και οι περισσότεροι συγγραφείς, είναι η επιστήμη.
Ο τίτλος που χρησιμοποιήσαμε, δεν ισχύει λοιπόν στο έπακρο, αφού ο νέος παγκόσμιος θεός μας, καλώς ή κακώς, ονομάζεται επιστήμη (και τεχνολογία, δηλαδή «τεχνοεπιστήμη»). Αυτήν επικαλούνται οι περισσότεροι συγγραφείς, για να απορρίψουν τη θρησκευτική πίστη, ενώ επικαλούνται παράλληλα και τον ορθό λόγο (ωστόσο ο ορθός λόγος μπορεί κάλλιστα να υπερασπίζεται την πίστη – οι σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα δεν υπολείπονταν σε ορθό λόγο).
Γνώμη μας είναι πως θρησκευτική πίστη και επιστήμη δεν απαντούν πάντα και ακριβώς στα ίδια ερωτήματα, ούτε στις ίδιες ανάγκες, και ο νους του πιστού είναι έτσι αναθρεμμένος ώστε να θέτει πίσω από ένα φυσικό αίτιο πάντα ένα εξωσυμπαντικό, υπερβατικό αίτιο. Και μόνο το γεγονός ότι κορυφαίοι επιστήμονες, ακόμα και στον 20ό αιώνα, ήταν και είναι βαθιά θρησκευόμενοι (αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, τον βέλγο ιερέα Ζορζ Λεμαίτρ, που πρώτος διατύπωσε την ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης, αλλά και τον ρώσο βιολόγο Θεοδόσιο Ντομπζάνσκι, που έκανε τη μεγάλη σύνθεση του εξελικτισμού με τη γενετική) δείχνει πως τα επιστημονικά επιχειρήματα, παρότι όντως υπέσκαψαν ριζικά τον θεϊσμό κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες, δεν αρκούν για την οριστική κατάρριψη της θρησκευτικής πίστης.
Οι ΗΠΑ, πρωτοπόρες παγκοσμίως στην επιστήμη, έχουν μάλλον το μεγαλύτερο ποσοστό πιστών στον δυτικό κόσμο, περίπου 90%, ποσοστό που όμως πέφτει ραγδαία στους επιστήμονες – στα περισσότερα μέρη του κόσμου καταγράφεται θετική συσχέτιση ανάμεσα στη μόρφωση και την οικονομική ευμάρεια, από τη μία, και στην αθεΐα, από την άλλη. Συμφωνούμε πάντως με τον (άθεο) Αϊνστάιν, όταν γράφει πως «το δόγμα ενός προσωπικού θεού που επεμβαίνει στα φυσικά φαινόμενα δεν μπορεί να ανατραπεί από την επιστήμη, διότι αυτό το δόγμα βρίσκει πάντα καταφύγιο σε σφαίρες όπου η επιστημονική σκέψη δεν έχει ακόμη μπορέσει να εισχωρήσει». Σαν να λέμε, εδώ η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Μένκεν: «Στην κόλαση των νεκρών θεών γίνεται πατείς με πατώ σε».
Ο «φονταμενταλιστικός» αθεϊσμός οδηγεί ενίοτε σε παράπλευρες συνέπειες και στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, η ρωσίδα αναρχική Έμμα Γκόλντμαν, γράφει πως «από τότε που εμφανίστηκαν οι θεοί, ο κλήρος της ανθρωπότητας είναι διώξεις και δυστυχία. Μόνον όταν θριαμβεύσει η αθεϊστική φιλοσοφία στον νου και την καρδιά των ανθρώπων, θα λάμψει η αλήθεια και η ομορφιά». Ναι μεν οι ωμότητες και οι ακρότητες που προκάλεσαν όλες σχεδόν οι θρησκείες ανά τον κόσμο είναι απερίγραπτες: πριν λίγους αιώνες, η λατρεία των θεών στο Μεξικό προϋπόθετε την ετήσια θυσία δεκάδων χιλιάδων παρθένων νέων… Αλλά η μείωση της ισχύος των θρησκειών δεν συγκρατεί αναγκαστικά ανθρώπους και κράτη από τις ακρότητες, ενώ έχει υποστηριχτεί πως μπορεί και να τις αυξάνει: οι μεγάλοι τύραννοι του 20ού αιώνα –Στάλιν, Μάο, Χίτλερ, Μουσολίνι, κ.α.– ήταν είτε δηλωμένοι άθεοι είτε εχθρικοί προς τις θρησκείες.
Η θρησκευτική πίστη είναι κυρίως ζήτημα ανατροφής και σύμβασης, ωστόσο για να μιλήσει κανείς περί «σύμβασης», θα πρέπει ήδη να βρίσκεται τουλάχιστον από την πλευρά του αγνωστικισμού. Τα επιχειρήματα αυτού του τόμου δεν πρόκειται να μεταπείσουν τους θρήσκους να γίνουν αγνωστικιστές ή άθεοι. Όσοι πιστεύουν βαθιά, δεν θα πάψουν να πιστεύουν. Όσοι δεν πιστεύουν, εδώ θα βρουν πολλά επιχειρήματα για να θεμελιώσουν την αθεΐα τους. Αν στόχος αυτού του άρθρου είναι να αλλάξει συνειδήσεις, τότε είναι βέβαιο πως θα ασκούσε μεγαλύτερη επίδραση σε όσο το δυνατόν νεότερους ανθρώπους.
Κόνραντ: «ο κόσμος των ζώντων, ως έχει, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια».
Συμφωνούμε με τον Χίτσενς όταν υποστηρίζει πως η ζωή δεν είναι άδεια χωρίς θεούς, αλλά πως διαθέτουμε ένα σωρό πράγματα να σεβόμαστε, να φροντίζουμε και να πιστεύουμε. Δεν χρειαζόμαστε κανέναν Θεό για να ζούμε καλά και για να μη χάνουμε το ενδιαφέρον για τη ζωή: με τα όμορφα λόγια του Κόνραντ, «ο κόσμος των ζώντων, ως έχει, περιέχει ήδη αρκετά θαύματα και μυστήρια». Ωστόσο δεν χρειάζεται να είμαστε πάντα τόσο δογματικοί (εξού και προτιμάμε γενικά τη λέξη «αθεΐα» από τη λέξη «αθεϊσμός», που με την κατάληξη –ισμός υποδηλώνει ένα δόγμα υπέρ του οποίου κάποιος αγωνίζεται και πρέπει να αγωνίζεται σκληρά). Ο σκεπτικισμός και ο αγνωστικισμός διδάσκουν ανοχή. Απλώς, ανοχή μπορούμε και οφείλουμε να δείχνουμε αποκλειστικά σε όσους θέλουν με τη σειρά τους να είναι ανεκτικοί προς εμάς.
Ράσελ: «Σκανδαλίζομαι από τις βλασφημίες πολλών που θεωρούν εαυτούς ευσεβείς».
Όπως κι αν έχει, όλα τα κείμενα είναι ένα κι ένα, κι ας ομολογούσαμε ποια μας άρεσαν λιγάκι περισσότερο (του Σέλεϊ, του Τουέιν, του Λέσλι Στίβεν, πατέρα της Βιρτζίνια Γουλφ, του Σαγκάν, της Άντερσον, του Μακγιούαν, τα ποιήματα του Λάρκιν). Εξαιρετικό είναι και το κείμενο του Ράσελ που, όταν θέλει, γίνεται απολαυστικός:
«Μερικές φορές σκανδαλίζομαι από τις βλασφημίες πολλών που θεωρούν εαυτούς ευσεβείς – για παράδειγμα, οι καλόγριες, που πλένουν το σώμα τους φορώντας μια ρόμπα. Όταν ρωτήθηκαν γιατί, αφού κανένας άντρας δεν τις βλέπει, απάντησαν: “Ναι, αλλά να μην ξεχνάς τον καλό Θεό”. Προφανώς αντιλαμβάνονται τον Θεό ως ηδονοβλεψία, η παντοδυναμία του οποίου του επιτρέπει να βλέπει μέσα από τοίχους του λουτρού αλλά όχι και μέσα από μια ρόμπα. Άποψη το λιγότερο περίεργη».
Στη χώρα μας το ποσοστό αθεΐας είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (4% έναντι 20% στην Ευρώπη των 27, σε πανευρωπαϊκή έρευνα του 2010).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου