‘’Μέσα στην ησυχία της νύχτας, η Σοφία ήρθε στο δωμάτιό μου, και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι μου.
Με κοίταξε σαν στοργική μητέρα, στέγνωσε τα δάκρυά μου, και είπε:
“Άκουσα τις κραυγές της ψυχής, και ήρθα να σε παρηγορήσω. Άνοιξέ μου την καρδιά σου, και θα την γιομίσω φως. Ρώτησε, και θα σου δείξω τον δρόμο της Αλήθειας.”
Και εγώ υπάκουσα την διαταγή της και ρώτησα:
“Ποιός είμαι, Σοφία, και πως ήρθα σε τούτο τον τόπο της φρίκης;
Τι είναι τούτες οι μεγάλες ελπίδες, τα βουνά από βιβλία, και οι παράξενες μορφές;
Ποιές είναι τούτες οι σκέψεις που πηγαινοέρχονται σαν σμήνος περιστέρια;
Και τούτα τα λόγια που φτιάχνουμε με πόθο και γράφουμε με χαρά;
Τα θλιμμένα και τα χαρούμενα συμπεράσματα που αγκαλιάζουν την ψυχή μου και τυλίγουν την καρδιά μου;
Τα μάτια που με κοιτάζουν και τρυπάνε τις πιο κρυφές πτυχές της ψυχής μου, κι όμως δεν βλέπουν την θλίψη μου;
Ποιές είναι οι φωνές που θρηνούν το πέρασμα του χρόνου και ψάλλουν ύμνους για τα παιδικά μου χρόνια;
Ποιός είναι ο νέος που παίζει με τους πόθους μου και ειρωνεύεται τα αισθήματά μου, ξεχνώντας τις χθεσινές μου πράξεις, ικανοποιημένος με τις σημερινές ανοησίες, που οπλίζεται για ν’ αντιμετωπίσει το αργό πλησίασμα του αύριο;
“Τι είναι τούτος ο τρομερός κόσμος που με σπρώχνει και σε ποια άγνωστη χώρα;”
“Ποιά είναι τούτη η γη που ανοίγει διάπλατο το στόμα της για να καταβροχθίσει τα κορμιά μας κι ετοιμάζει αιώνιο καταφύγιο για την απληστία;
Ποιός είναι τούτος ο Άνθρωπος που είναι ευχαριστημένος με τις εύνοιες τις Τύχης και ζητάει ένα φιλί από τα χείλη της Ζωής ενώ ο Θάνατος τον χτυπάει στο πρόσωπο;
Ποιός είναι ο Άνθρωπος που αγοράζει μία στιγμή ηδονής μ’ ένα χρόνο μετάνοιας, και παραδίνεται στον ύπνο, ενώ τα όνειρα τον φωνάζουν;
Ποιός είναι ο Άνθρωπος που κολυμπάει στα κύματα τις Άγνοιας προς τον κόλπο του Σκοταδιού;
“Πες μου, Σοφία, τι είναι όλα τούτα τα πράγματα;”
Κι η Σοφία άνοιξε τα χείλη της και μίλησε:
“Εσύ, Άνθρωπε, θέλεις να δεις τον κόσμο με τα μάτια του Θεού, και να καταλάβεις τα μυστικά της άλλης ζωής με την ανθρώπινη σκέψη σου. Αυτός είναι ο καρπός της Άγνοιας.”
“ Πήγαινε στους αγρούς, και δες πως η μέλισσα φτερουγίζει πάνω από τα γλυκά λουλούδια και πως ο αετός ορμάει πάνω στην λεία του. Πήγαινε στο σπίτι του γείτονά σου και δες το βρέφος που μαγεύεται από την φωτιά στο τζάκι ενώ η μητέρα του είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού. Γίνου σαν την μέλισσα, και μην χάνεις τις μέρες τις άνοιξής σου κοιτάζοντας τί κάνει ο αετός. Γίνου σαν το βρέφος που χαίρεται με την φωτιά, και άφησε την μητέρα να κάνει τις δουλειές τις. Όλα αυτά που βλέπεις, ήταν, και ακόμα είναι, δικά σου.”
“Τα πολλά βιβλία κι οι παράξενες μορφές και οι όμορφες σκέψεις γύρω σου είναι τα φαντάσματα των πνευμάτων που υπήρξαν πριν από εσένα. Τα λόγια που σχηματίζουν τα χείλη σου είναι οι κρίκοι στην αλυσίδα που σε δένει με τους συνανθρώπους σου. Τα λυπημένα και χαρούμενα συμπεράσματα είναι σπόροι που φύτεψε το παρελθόν στον αγρό της ψυχής σου για να τους θρέψει το μέλλον.
“ Ο νέος που παίζει με τους πόθους σου είναι εκείνος που θ’ ανοίξει την πύλη της καρδιάς σου για να μπει το Φώς. Η γη που ανοίγει διάπλατο το στόμα της για να καταπιεί τον άνθρωπο και τα έργα του είναι ο σωτήρας της ψυχής μας από τα δεσμά του κορμιού μας.
“ Ο κόσμος που κινείται μαζί σου είναι η καρδιά σου, που είναι ο ίδιος ο κόσμος. Κι ο Άνθρωπος, που νομίζεις τόσο μικρό και ανόητο, είναι ο αγγελιοφόρος του Θεού που ήρθε για να μάθει την χαρά της ζωής μέσα από την λύπη και να βρει την γνώση μέσα από την άγνοια.”
Έτσι μίλησε η Σοφία και άγγιξε με το χέρι της το μέτωπό μου, λέγοντας:
“Προχώρησε. Μην χρονοτριβείς. Να προχωρήσεις σημαίνει να κινείσαι προς την τελειότητα .Προχώρησε, και μην φοβάσαι τ’ αγκάθια ή τις κοφτερές πέτρες στο μονοπάτι της Ζωής.’’
Χαλίλ Γκιμπράν, Η φωνή του Δασκάλου
Με κοίταξε σαν στοργική μητέρα, στέγνωσε τα δάκρυά μου, και είπε:
“Άκουσα τις κραυγές της ψυχής, και ήρθα να σε παρηγορήσω. Άνοιξέ μου την καρδιά σου, και θα την γιομίσω φως. Ρώτησε, και θα σου δείξω τον δρόμο της Αλήθειας.”
Και εγώ υπάκουσα την διαταγή της και ρώτησα:
“Ποιός είμαι, Σοφία, και πως ήρθα σε τούτο τον τόπο της φρίκης;
Τι είναι τούτες οι μεγάλες ελπίδες, τα βουνά από βιβλία, και οι παράξενες μορφές;
Ποιές είναι τούτες οι σκέψεις που πηγαινοέρχονται σαν σμήνος περιστέρια;
Και τούτα τα λόγια που φτιάχνουμε με πόθο και γράφουμε με χαρά;
Τα θλιμμένα και τα χαρούμενα συμπεράσματα που αγκαλιάζουν την ψυχή μου και τυλίγουν την καρδιά μου;
Τα μάτια που με κοιτάζουν και τρυπάνε τις πιο κρυφές πτυχές της ψυχής μου, κι όμως δεν βλέπουν την θλίψη μου;
Ποιές είναι οι φωνές που θρηνούν το πέρασμα του χρόνου και ψάλλουν ύμνους για τα παιδικά μου χρόνια;
Ποιός είναι ο νέος που παίζει με τους πόθους μου και ειρωνεύεται τα αισθήματά μου, ξεχνώντας τις χθεσινές μου πράξεις, ικανοποιημένος με τις σημερινές ανοησίες, που οπλίζεται για ν’ αντιμετωπίσει το αργό πλησίασμα του αύριο;
“Τι είναι τούτος ο τρομερός κόσμος που με σπρώχνει και σε ποια άγνωστη χώρα;”
“Ποιά είναι τούτη η γη που ανοίγει διάπλατο το στόμα της για να καταβροχθίσει τα κορμιά μας κι ετοιμάζει αιώνιο καταφύγιο για την απληστία;
Ποιός είναι τούτος ο Άνθρωπος που είναι ευχαριστημένος με τις εύνοιες τις Τύχης και ζητάει ένα φιλί από τα χείλη της Ζωής ενώ ο Θάνατος τον χτυπάει στο πρόσωπο;
Ποιός είναι ο Άνθρωπος που αγοράζει μία στιγμή ηδονής μ’ ένα χρόνο μετάνοιας, και παραδίνεται στον ύπνο, ενώ τα όνειρα τον φωνάζουν;
Ποιός είναι ο Άνθρωπος που κολυμπάει στα κύματα τις Άγνοιας προς τον κόλπο του Σκοταδιού;
“Πες μου, Σοφία, τι είναι όλα τούτα τα πράγματα;”
Κι η Σοφία άνοιξε τα χείλη της και μίλησε:
“Εσύ, Άνθρωπε, θέλεις να δεις τον κόσμο με τα μάτια του Θεού, και να καταλάβεις τα μυστικά της άλλης ζωής με την ανθρώπινη σκέψη σου. Αυτός είναι ο καρπός της Άγνοιας.”
“ Πήγαινε στους αγρούς, και δες πως η μέλισσα φτερουγίζει πάνω από τα γλυκά λουλούδια και πως ο αετός ορμάει πάνω στην λεία του. Πήγαινε στο σπίτι του γείτονά σου και δες το βρέφος που μαγεύεται από την φωτιά στο τζάκι ενώ η μητέρα του είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού. Γίνου σαν την μέλισσα, και μην χάνεις τις μέρες τις άνοιξής σου κοιτάζοντας τί κάνει ο αετός. Γίνου σαν το βρέφος που χαίρεται με την φωτιά, και άφησε την μητέρα να κάνει τις δουλειές τις. Όλα αυτά που βλέπεις, ήταν, και ακόμα είναι, δικά σου.”
“Τα πολλά βιβλία κι οι παράξενες μορφές και οι όμορφες σκέψεις γύρω σου είναι τα φαντάσματα των πνευμάτων που υπήρξαν πριν από εσένα. Τα λόγια που σχηματίζουν τα χείλη σου είναι οι κρίκοι στην αλυσίδα που σε δένει με τους συνανθρώπους σου. Τα λυπημένα και χαρούμενα συμπεράσματα είναι σπόροι που φύτεψε το παρελθόν στον αγρό της ψυχής σου για να τους θρέψει το μέλλον.
“ Ο νέος που παίζει με τους πόθους σου είναι εκείνος που θ’ ανοίξει την πύλη της καρδιάς σου για να μπει το Φώς. Η γη που ανοίγει διάπλατο το στόμα της για να καταπιεί τον άνθρωπο και τα έργα του είναι ο σωτήρας της ψυχής μας από τα δεσμά του κορμιού μας.
“ Ο κόσμος που κινείται μαζί σου είναι η καρδιά σου, που είναι ο ίδιος ο κόσμος. Κι ο Άνθρωπος, που νομίζεις τόσο μικρό και ανόητο, είναι ο αγγελιοφόρος του Θεού που ήρθε για να μάθει την χαρά της ζωής μέσα από την λύπη και να βρει την γνώση μέσα από την άγνοια.”
Έτσι μίλησε η Σοφία και άγγιξε με το χέρι της το μέτωπό μου, λέγοντας:
“Προχώρησε. Μην χρονοτριβείς. Να προχωρήσεις σημαίνει να κινείσαι προς την τελειότητα .Προχώρησε, και μην φοβάσαι τ’ αγκάθια ή τις κοφτερές πέτρες στο μονοπάτι της Ζωής.’’
Χαλίλ Γκιμπράν, Η φωνή του Δασκάλου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου