Αφ' ότου ήμουν παιδί, ακούων τας διηγήσεις του Ομήρου και Ησιόδου περί πολέμων και στασιασμών όχι μόνον των ημιθέων, αλλά και αυτών των θεών, προσέτι δε περί μοιχειών αυτών και βιασμών και αρπαγών, περί δικών και εκθρονισμών πατέρων υπό των τέκνων αυτών και γάμων μεταξύ αδελφών, ενόμιζα ότι όλα αυτά είνε καλά και ζωηρώς επόθουν να τα μιμηθώ. Αλλ' όταν ήρχισα να ενηλικιούμαι, έβλεπα ότι οι νόμοι διατάσσουν, αντιθέτως προς τους ποιητάς, να μη μοιχεύωμεν, ούτε να στασιάζωμεν, ούτε ν' αρπάζωμεν.
Ευρέθηκα λοιπόν εις μεγάλην αμφιβολίαν, μη γνωρίζων ποίαν διαγωγήν ν' ακολουθήσω. Διότι ούτε οι θεοί εφανταζόμην θα εμοίχευαν και θα εστασίαζαν μεταξύ των, εάν δεν ενόμιζαν αυτά καλά, ούτε πάλιν οι νομοθέται θα μας συνεβούλευαν τα εναντία, εάν δεν τα ενόμιζαν ως ωφελιμώτερα. Εις την απορίαν μου εσκέφθηκα να υπάγω να εύρω τους λεγομένους φιλοσόφους, να τεθώ εις την διάθεσίν των και να τους παρακαλέσω να με μεταχειρισθούν όπως θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλούν και ασφαλή τρόπον ζωής. Με τοιαύτας σκέψεις επήγα προς αυτούς, αλλά δεν ενόησα ότι έπεφτα εις την φωτιάν, κατά το λεγόμενον, διά ν' αποφύγω τον καπνόν.
Διότι όταν τους εγνώρισα ευρήκα εις αυτούς τόσην άγνοιαν και αμφιβολίαν, ώστε να μου φανούν εν συγκρίσει προς αυτούς πολύ σοφώτεροι εις τον τρόπον του ζην οι απλοί άνθρωποι. Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί, να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής, περί του ιδρώτος και περί της αναβάσεως εις την κορυφήν• {36} άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν.
Αλλά τι να σου είπω διά τας γνώμας των περί του κόσμου; Σου ομολογώ ότι όταν τους ήκουα καθ' εκάστην να ομιλούν περί ιδεών και ασωμάτων και ατόμων και περί κενών και να επαναλαμβάνουν πλήθος τοιούτων λέξεων, μου ήρχετο αναγούλα.
Και το γελοιωδέστερον εξ όλων είνε ότι και όταν ωμίλουν περί πραγμάτων εντελώς αντιθέτων εύρισκαν επιχειρήματα τόσον πιθανά και πειστικά, ώστε να μη δύναται κανείς να τους αντικρούη και όταν υπεστήριζαν ότι το θερμόν και το ψυχρόν είνε το ίδιον πράγμα, ενώ γνωρίζομεν σαφώς ότι θερμόν και ψυχρόν δεν δύναται να είνε συγχρόνως ένα πράγμα.
Μου συνέβαινε λοιπόν ακριβώς ό,τι εις τους νυστάζοντας, οίτινες οτέ μεν κατανεύουν οτέ δε ανανεύουν. Αλλ' έτι μάλλον παράλογον ήτο το ακόλουθον• παρακολουθών αυτούς παρετήρουν ότι αι πράξεις των ήσαν εντελώς εναντίαι προς την διδασκαλίαν των διότι οι διδάσκοντες την περιφρόνησιν του πλούτου παρετήρουν ότι είχαν άπληστον όρεξιν χρημάτων και περί τόκων εφιλονείκουν και επί πληρωμή εδίδασκαν και τα πάντα χάριν των χρημάτων υπέφεραν.
Εκείνοι δε οίτινες εδίδασκον την περιφρόνησιν της δόξης έπρατταν και έλεγαν τα πάντα χάριν αυτής• ενώ δε όλοι σχεδόν κατηγόρουν τας απολαύσεις, ιδιαιτέρως εις αυτάς ήσαν αφιερωμένοι.
Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν...!
Επίλογος. ...Και έτσι απογοητευμένος από τους σοφούς της Ελλάδος πήγε στην Βαβυλώνα σε ένα μάγο μαθητή του Ζωροάστρη, καθώς είχε ακούσει να λέγεται ότι με επωδές και διάφορες μαγείες μπορούσαν ν' ανοίξουν τις πύλες του Άδη, να κατεβάζουν οποίον θέλουν και να τον ανεβάζουν πάλι πίσω...!
Λουκιανού, άπαντα - ΜΕΝΙΠΠΟΣ Η ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ, απόσπασμα
Ευρέθηκα λοιπόν εις μεγάλην αμφιβολίαν, μη γνωρίζων ποίαν διαγωγήν ν' ακολουθήσω. Διότι ούτε οι θεοί εφανταζόμην θα εμοίχευαν και θα εστασίαζαν μεταξύ των, εάν δεν ενόμιζαν αυτά καλά, ούτε πάλιν οι νομοθέται θα μας συνεβούλευαν τα εναντία, εάν δεν τα ενόμιζαν ως ωφελιμώτερα. Εις την απορίαν μου εσκέφθηκα να υπάγω να εύρω τους λεγομένους φιλοσόφους, να τεθώ εις την διάθεσίν των και να τους παρακαλέσω να με μεταχειρισθούν όπως θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλούν και ασφαλή τρόπον ζωής. Με τοιαύτας σκέψεις επήγα προς αυτούς, αλλά δεν ενόησα ότι έπεφτα εις την φωτιάν, κατά το λεγόμενον, διά ν' αποφύγω τον καπνόν.
Διότι όταν τους εγνώρισα ευρήκα εις αυτούς τόσην άγνοιαν και αμφιβολίαν, ώστε να μου φανούν εν συγκρίσει προς αυτούς πολύ σοφώτεροι εις τον τρόπον του ζην οι απλοί άνθρωποι. Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί, να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής, περί του ιδρώτος και περί της αναβάσεως εις την κορυφήν• {36} άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν.
Αλλά τι να σου είπω διά τας γνώμας των περί του κόσμου; Σου ομολογώ ότι όταν τους ήκουα καθ' εκάστην να ομιλούν περί ιδεών και ασωμάτων και ατόμων και περί κενών και να επαναλαμβάνουν πλήθος τοιούτων λέξεων, μου ήρχετο αναγούλα.
Και το γελοιωδέστερον εξ όλων είνε ότι και όταν ωμίλουν περί πραγμάτων εντελώς αντιθέτων εύρισκαν επιχειρήματα τόσον πιθανά και πειστικά, ώστε να μη δύναται κανείς να τους αντικρούη και όταν υπεστήριζαν ότι το θερμόν και το ψυχρόν είνε το ίδιον πράγμα, ενώ γνωρίζομεν σαφώς ότι θερμόν και ψυχρόν δεν δύναται να είνε συγχρόνως ένα πράγμα.
Μου συνέβαινε λοιπόν ακριβώς ό,τι εις τους νυστάζοντας, οίτινες οτέ μεν κατανεύουν οτέ δε ανανεύουν. Αλλ' έτι μάλλον παράλογον ήτο το ακόλουθον• παρακολουθών αυτούς παρετήρουν ότι αι πράξεις των ήσαν εντελώς εναντίαι προς την διδασκαλίαν των διότι οι διδάσκοντες την περιφρόνησιν του πλούτου παρετήρουν ότι είχαν άπληστον όρεξιν χρημάτων και περί τόκων εφιλονείκουν και επί πληρωμή εδίδασκαν και τα πάντα χάριν των χρημάτων υπέφεραν.
Εκείνοι δε οίτινες εδίδασκον την περιφρόνησιν της δόξης έπρατταν και έλεγαν τα πάντα χάριν αυτής• ενώ δε όλοι σχεδόν κατηγόρουν τας απολαύσεις, ιδιαιτέρως εις αυτάς ήσαν αφιερωμένοι.
Όταν λοιπόν είδα και αυτήν μου την ελπίδα να διαψευσθή, έτι μάλλον ελυπούμην, αλλ' επροσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτόν μου με την σκέψιν ότι και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και σοφοί και λίαν φημιζόμενοι διά την σύνεσίν των, δεν εγνώριζαν την αλήθειαν...!
Επίλογος. ...Και έτσι απογοητευμένος από τους σοφούς της Ελλάδος πήγε στην Βαβυλώνα σε ένα μάγο μαθητή του Ζωροάστρη, καθώς είχε ακούσει να λέγεται ότι με επωδές και διάφορες μαγείες μπορούσαν ν' ανοίξουν τις πύλες του Άδη, να κατεβάζουν οποίον θέλουν και να τον ανεβάζουν πάλι πίσω...!
Λουκιανού, άπαντα - ΜΕΝΙΠΠΟΣ Η ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ, απόσπασμα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου