Ο Αλκυονέας ήταν ένας νέος από τους Δελφούς, πολύ όμορφος και με παραδειγματικό ήθος. Στις πλαγιές του όρους Κίρφη, το οποίο είναι γειτονικό βουνό των Δελφών, υπήρχε μια σπηλιά μ΄ ένα θηρίο σ΄ αυτήν που ονομαζόταν Λάμια ή Σύβαρις. Αυτό το θηρίο έβγαινε από τη σπηλιά του και αφάνιζε τα γειτονικά χωράφια, ανθρώπους και κοπάδια.
Οι άνθρωποι ρώτησαν το μαντείο για να μάθουν πώς θ΄ απαλλαγούν από τη μάστιγα. Ο Απόλλωνας χρησμοδότησε να προσφέρουν θυσία στο ζώο ένα νέο από την πόλη. Ο κλήρος έπεσε στον Αλκυονέα. Οι ιερείς τον στεφάνωσαν και τον οδήγησαν με λιτανεία στο θηρίο.
Στο δρόμο που πήγαιναν τους συνάντησε ο Ευρύβατος, ο γιος του Εύφημου, ένας ευγενής νέος από το γένος του ποταμού Αξιού. Βλέποντας πως οδηγούσαν ένα νέο ρώτησε να μάθει το λόγο αυτής της πομπής. Και όταν έμαθε πως θα τον θυσίαζαν, επειδή ερωτεύθηκε τον Αλκυονέα και δεν μπορούσε να τον ελευθερώσει με τη βία, ζήτησε να πάρει τη θέση του. Οι ιερείς δέχθηκαν και οδήγησαν αυτόν στεφανωμένο στη σπηλιά. Όταν έφθασε, προχώρησε μέσα με τόλμη, άρπαξε τη Λάμια, την έριξε έξω στο φως και την έριξε με δύναμη επάνω στους βράχους, όπου συνέτριψε το κεφάλι της.
Τότε το ζώο εξαφανίστηκε και στη θέση του αναπήδησε μια πηγή, που την ονόμασαν Σύβαρη. Από το όνομα αυτής της πηγής πήρε το όνομά της η πόλη που οι Λοκροί ίδρυσαν αργότερα στην Ιταλία.
Η Σύβαρις ήταν αρχαία πόλη της Μεγάλης Ελλάδας, που βρίσκεται στη σημερινή Νότια Ιταλία. Ιδρύθηκε στον κόλπο του Τάραντα από Αχαιούς (από την Ελίκη) και Ίωνες (από την Τροιζήνα) αποίκους, προς το τέλος του 8ου αι. π.Χ. Η εύφορη γη της περιοχής και το εκτεταμένο εμπόριο της πόλης με τις αποικίες της Μικράς Ασίας την κατέστησαν μια από τις πλουσιότερες και δυνατότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατικών και αριστοκρατικών. Οι τελευταίοι κάλεσαν σε βοήθεια τους Κροτωνιάτες, οι οποίοι το 510 π.Χ. κατέλαβαν και κατέστρεψαν την πόλη. O πληθυσμός της έφτασε στις τριακόσιες χιλιάδες και ο πλούτος της ήταν αμύθητος. Oι Συβαρίτες φαίνεται ότι ανακάλυψαν από νωρίς το νόημα της ζωής. Όλες οι χειρωνακτικές εργασίες γίνονταν από δούλους και οι πολίτες ξεκουράζονταν σε πολυτελείς επαύλεις. Έτρωγαν εξωτικά εδέσματα, ενώ οι μάγειροι και οι ζαχαροπλάστες που επινοούσαν νέα γλυκά ή φαγητά διατηρούσαν το προνόμιο της ευρεσιτεχνίας για ένα χρόνο. Oι προσκλήσεις για τα γεύματα έφταναν στους παραλήπτες τους ένα χρόνο πριν.
Όμως οι Συβαρίτες είχαν και τη δική τους άποψη για την ηχορύπανση.
Aπαγόρευαν στους ξυλουργούς και στους σιδηρουργούς, η εργασία των οποίων ήταν θορυβώδης, να δουλεύουν μέσα στην πόλη Oι πρωτοτυπίες δε σταμάτησαν εδώ. Kάποιοι δρόμοι πλούσιων συνοικιών ήταν σκεπασμένοι με τέντες για να προστατεύονται από τον ήλιο και τη βροχή.
Η τρυφηλότητα της ζωής των Συβαριτών και η αγάπη τους για την ηδονή έμειναν στην ιστορία με τον όρο συβαριτισμός, και ενέπνευσαν πολλούς δημιουργούς μεταξύ των οποίων και τη Λιλή Ζωγράφου που έγραψε την περίφημη "Συβαρίτισσα" απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε:
"Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”.
Οι άνθρωποι ρώτησαν το μαντείο για να μάθουν πώς θ΄ απαλλαγούν από τη μάστιγα. Ο Απόλλωνας χρησμοδότησε να προσφέρουν θυσία στο ζώο ένα νέο από την πόλη. Ο κλήρος έπεσε στον Αλκυονέα. Οι ιερείς τον στεφάνωσαν και τον οδήγησαν με λιτανεία στο θηρίο.
Στο δρόμο που πήγαιναν τους συνάντησε ο Ευρύβατος, ο γιος του Εύφημου, ένας ευγενής νέος από το γένος του ποταμού Αξιού. Βλέποντας πως οδηγούσαν ένα νέο ρώτησε να μάθει το λόγο αυτής της πομπής. Και όταν έμαθε πως θα τον θυσίαζαν, επειδή ερωτεύθηκε τον Αλκυονέα και δεν μπορούσε να τον ελευθερώσει με τη βία, ζήτησε να πάρει τη θέση του. Οι ιερείς δέχθηκαν και οδήγησαν αυτόν στεφανωμένο στη σπηλιά. Όταν έφθασε, προχώρησε μέσα με τόλμη, άρπαξε τη Λάμια, την έριξε έξω στο φως και την έριξε με δύναμη επάνω στους βράχους, όπου συνέτριψε το κεφάλι της.
Τότε το ζώο εξαφανίστηκε και στη θέση του αναπήδησε μια πηγή, που την ονόμασαν Σύβαρη. Από το όνομα αυτής της πηγής πήρε το όνομά της η πόλη που οι Λοκροί ίδρυσαν αργότερα στην Ιταλία.
Η Σύβαρις ήταν αρχαία πόλη της Μεγάλης Ελλάδας, που βρίσκεται στη σημερινή Νότια Ιταλία. Ιδρύθηκε στον κόλπο του Τάραντα από Αχαιούς (από την Ελίκη) και Ίωνες (από την Τροιζήνα) αποίκους, προς το τέλος του 8ου αι. π.Χ. Η εύφορη γη της περιοχής και το εκτεταμένο εμπόριο της πόλης με τις αποικίες της Μικράς Ασίας την κατέστησαν μια από τις πλουσιότερες και δυνατότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ δημοκρατικών και αριστοκρατικών. Οι τελευταίοι κάλεσαν σε βοήθεια τους Κροτωνιάτες, οι οποίοι το 510 π.Χ. κατέλαβαν και κατέστρεψαν την πόλη. O πληθυσμός της έφτασε στις τριακόσιες χιλιάδες και ο πλούτος της ήταν αμύθητος. Oι Συβαρίτες φαίνεται ότι ανακάλυψαν από νωρίς το νόημα της ζωής. Όλες οι χειρωνακτικές εργασίες γίνονταν από δούλους και οι πολίτες ξεκουράζονταν σε πολυτελείς επαύλεις. Έτρωγαν εξωτικά εδέσματα, ενώ οι μάγειροι και οι ζαχαροπλάστες που επινοούσαν νέα γλυκά ή φαγητά διατηρούσαν το προνόμιο της ευρεσιτεχνίας για ένα χρόνο. Oι προσκλήσεις για τα γεύματα έφταναν στους παραλήπτες τους ένα χρόνο πριν.
Όμως οι Συβαρίτες είχαν και τη δική τους άποψη για την ηχορύπανση.
Aπαγόρευαν στους ξυλουργούς και στους σιδηρουργούς, η εργασία των οποίων ήταν θορυβώδης, να δουλεύουν μέσα στην πόλη Oι πρωτοτυπίες δε σταμάτησαν εδώ. Kάποιοι δρόμοι πλούσιων συνοικιών ήταν σκεπασμένοι με τέντες για να προστατεύονται από τον ήλιο και τη βροχή.
Η τρυφηλότητα της ζωής των Συβαριτών και η αγάπη τους για την ηδονή έμειναν στην ιστορία με τον όρο συβαριτισμός, και ενέπνευσαν πολλούς δημιουργούς μεταξύ των οποίων και τη Λιλή Ζωγράφου που έγραψε την περίφημη "Συβαρίτισσα" απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε:
"Ως πότε ο κόσμος θα είναι μόνο ήχος ή μόνο σιωπή, χωρίς πρόσωπα και σώματα”, “Κουβαλώ μέσα μου ένα Μουσείο φωνές, ήχους, ωραίες γυναίκες, παιδικά σκοτάδια και αρώματα, ελπίδες, πόσες ελπίδες, μουσικά αποσπάσματα, όλα σπάνια διατηρημένα”, “Όχι όχι, εγώ δεν θέλω ν’ αλλάξει ο κόσμος αυτός. Να χαλάσει θέλω, να τον χαλάσω, να τον γκρεμίσω, αυτό θέλω, να τον δω σωριασμένο, να δρασκελίσω τα χαλάσματα τρέχοντας με τα χέρια ανοιχτά στον άνεμο, στη λευτεριά, ν’ αγκαλιάσω τους ανθρώπους, πόσοι ωραίοι άνθρωποι θα υπάρχουν στον κόσμο, όλοι θα ’ναι ωραίοι και αληθινοί, και θα γελούν, θα μιλούν καλοσυνάτα χωρίς να ταπεινώνουν ο ένας τον άλλον…”, “Τίποτα πια δεν μπορεί να με φοβίσει. Ό,τι είναι λευτεριά είναι και ζωή… τίποτα, όχι, θέλω να τα γευτώ όλα, να επιβεβαιωθώ ότι υπάρχω”, “Δημιουργός είναι όποιος γεννά ανθρώπους, ποίηση, μουσική. Όλοι από τα σπλάχνα μου πρέπει να βγουν, για να γράψουν, να συνθέσουν, να ζωγραφίσουν. Μάθε ν’ ακούς. Το τραγούδι του ανθρώπου ακούεται χιλιάδες, χιλιάδες χρόνους πίσω μας, μα πρέπει πρώτα ν’ ακούσεις το κλάμα του παιδιού. Μάθε ν’ ακούς τα μηνύματα, όλα από μέσα σου έρχονται”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου