Αἰνοπαθὲς Λείανδρε, σὺ δ᾽, ὡς ἴδες εὐκλέα κούρην,
οὐκ ἔθελες κρυφίοισι κατατρύχειν φρένα κέντροις,
ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς
οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς.
90 σὺν βλεφάρων δ᾽ ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων
καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ.
κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς
ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ.
ὀφθαλμὸς δ᾽ ὁδός ἐστιν· ἀπ᾽ ὀφθαλμοῖο βολάων
95 κάλλος ὀλισθαίνει καὶ ἐπὶ φρένας ἀνδρὸς ὁδεύει.
εἷλε δέ μιν τότε θάμβος, ἀναιδείη, τρόμος, αἰδώς.
ἔτρεμε μὲν κραδίην, αἰδὼς δέ μιν εἶχεν ἁλῶναι
θάμβεε δ᾽ εἶδος ἄριστον, ἔρως δ᾽ ἀπενόσφισεν αἰδῶ.
θαρσαλέως δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ἀναιδείην ἀγαπάζων
100 ἠρέμα ποσσὶν ἔβαινε καὶ ἀντίος ἵστατο κούρης.
λοξὰ δ᾽ ὀπιπεύων δολερὰς ἐλέλιζεν ὀπωπὰς
νεύμασιν ἀφθόγγοισι παραπλάζων φρένα κούρης.
αὐτὴ δ᾽, ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου,
χαῖρεν ἐπ᾽ ἀγλαΐῃσιν· ἐν ἡσυχίῃ δὲ καὶ αὐτὴ
105 πολλάκις ἱμερόεσσαν ἑὴν ἐπέκυψεν ὀπωπὴν
νεύμασι λαθριδίοισιν ἐπαγγέλλουσα Λεάνδρῳ
καὶ πάλιν ἀντέκλινεν. ὁ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἰάνθη,
ὅττι πόθον συνέηκε καὶ οὐκ ἀπεσείσατο κούρη.
Ὄφρα μὲν οὖν Λείανδρος ἐδίζετο λάθριον ὥρην,
110 φέγγος ἀναστείλασα κατήιεν εἰς δύσιν Ἠώς,
ἐκ περάτης δ᾽ ἀνέτελλε βαθύσκιος Ἕσπερος ἀστήρ.
αὐτὰρ ὁ θαρσαλέως μετεκίαθεν ἐγγύθι κούρης,
ὡς ἴδε κυανόπεπλον ἐπιθρῴσκουσαν ὀμίχλην.
ἠρέμα δὲ θλίβων ῥοδοειδέα δάκτυλα κούρης
115 βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον. ἡ δὲ σιωπῇ
οἷά τε χωομένη ῥοδέην ἐξέσπασε χεῖρα.
ὡς δ᾽ ἐρατῆς ἐνόησε χαλίφρονα νεύματα κούρης,
θαρσαλέῃ παλάμῃ πολυδαίδαλον εἷλκε χιτῶνα
ἔσχατα τιμήεντος ἄγων ἐπὶ κεύθεα νηοῦ.
120 ὀκναλέοις δὲ πόδεσσιν ἐφέσπετο παρθένος Ἡρώ,
οἷά περ οὐκ ἐθέλουσα, τόσην δ᾽ ἀνενείκατο φωνὴν
θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ·
«Ξεῖνε, τί μαργαίνεις; τί με, δύσμορε, παρθένον ἕλκεις;
ἄλλην δεῦρο κέλευθον, ἐμὸν δ᾽ ἀπόλειπε χιτῶνα.
125 μῆνιν ἐμῶν ἀλέεινε πολυκτεάνων γενετήρων.
Κύπριδος οὐκ ἐπέοικε θεῆς ἱέρειαν ἀφάσσειν,
παρθενικῆς ἐπὶ λέκτρον ἀμήχανόν ἐστιν ἱκέσθαι.»
***
Συ μόνο, άμοιρε Λέανδρε, την ζηλεμένη ως είδες,δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά την φρένα·και μια που πήρες έξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.90Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένηςβαθύτερ᾽ από τ᾽ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ᾽ ανάβλεμμά της95η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχεκι εθάμπωνέ τον η ομορφιά, μα συνεπήρ᾽ ο Έρωςτην συστολή κι ολόθαρρος μεμιάς αποδιαντράπη.100Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζειμε τ᾽ άφωνα γνεψίματα να την εξελογιάσει.Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια105κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάταμε τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσεικαι πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζειπως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,110το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλασαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζεικαι πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης115βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνησαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέριΟ νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχοκαι στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.120Με στανικό πόδ᾽ η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,με λόγια κορασίσιμα για να τον αποπάρει·«Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις·σύρ᾽ άλλον δρόμον κι άφησ᾽ μου, κακόμοιρε, το ρούχο·125πρόσεχε μήπως θυμωθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί μου.Καλόγρια της Παφίτισσας δεν σου περνά ν᾽ αγγίσεις·για να πειράξεις κορασιάν, είσαι μικρός και λίγος».
οὐκ ἔθελες κρυφίοισι κατατρύχειν φρένα κέντροις,
ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς
οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς.
90 σὺν βλεφάρων δ᾽ ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων
καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ.
κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς
ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ.
ὀφθαλμὸς δ᾽ ὁδός ἐστιν· ἀπ᾽ ὀφθαλμοῖο βολάων
95 κάλλος ὀλισθαίνει καὶ ἐπὶ φρένας ἀνδρὸς ὁδεύει.
εἷλε δέ μιν τότε θάμβος, ἀναιδείη, τρόμος, αἰδώς.
ἔτρεμε μὲν κραδίην, αἰδὼς δέ μιν εἶχεν ἁλῶναι
θάμβεε δ᾽ εἶδος ἄριστον, ἔρως δ᾽ ἀπενόσφισεν αἰδῶ.
θαρσαλέως δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ἀναιδείην ἀγαπάζων
100 ἠρέμα ποσσὶν ἔβαινε καὶ ἀντίος ἵστατο κούρης.
λοξὰ δ᾽ ὀπιπεύων δολερὰς ἐλέλιζεν ὀπωπὰς
νεύμασιν ἀφθόγγοισι παραπλάζων φρένα κούρης.
αὐτὴ δ᾽, ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου,
χαῖρεν ἐπ᾽ ἀγλαΐῃσιν· ἐν ἡσυχίῃ δὲ καὶ αὐτὴ
105 πολλάκις ἱμερόεσσαν ἑὴν ἐπέκυψεν ὀπωπὴν
νεύμασι λαθριδίοισιν ἐπαγγέλλουσα Λεάνδρῳ
καὶ πάλιν ἀντέκλινεν. ὁ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἰάνθη,
ὅττι πόθον συνέηκε καὶ οὐκ ἀπεσείσατο κούρη.
Ὄφρα μὲν οὖν Λείανδρος ἐδίζετο λάθριον ὥρην,
110 φέγγος ἀναστείλασα κατήιεν εἰς δύσιν Ἠώς,
ἐκ περάτης δ᾽ ἀνέτελλε βαθύσκιος Ἕσπερος ἀστήρ.
αὐτὰρ ὁ θαρσαλέως μετεκίαθεν ἐγγύθι κούρης,
ὡς ἴδε κυανόπεπλον ἐπιθρῴσκουσαν ὀμίχλην.
ἠρέμα δὲ θλίβων ῥοδοειδέα δάκτυλα κούρης
115 βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον. ἡ δὲ σιωπῇ
οἷά τε χωομένη ῥοδέην ἐξέσπασε χεῖρα.
ὡς δ᾽ ἐρατῆς ἐνόησε χαλίφρονα νεύματα κούρης,
θαρσαλέῃ παλάμῃ πολυδαίδαλον εἷλκε χιτῶνα
ἔσχατα τιμήεντος ἄγων ἐπὶ κεύθεα νηοῦ.
120 ὀκναλέοις δὲ πόδεσσιν ἐφέσπετο παρθένος Ἡρώ,
οἷά περ οὐκ ἐθέλουσα, τόσην δ᾽ ἀνενείκατο φωνὴν
θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ·
«Ξεῖνε, τί μαργαίνεις; τί με, δύσμορε, παρθένον ἕλκεις;
ἄλλην δεῦρο κέλευθον, ἐμὸν δ᾽ ἀπόλειπε χιτῶνα.
125 μῆνιν ἐμῶν ἀλέεινε πολυκτεάνων γενετήρων.
Κύπριδος οὐκ ἐπέοικε θεῆς ἱέρειαν ἀφάσσειν,
παρθενικῆς ἐπὶ λέκτρον ἀμήχανόν ἐστιν ἱκέσθαι.»
***
Συ μόνο, άμοιρε Λέανδρε, την ζηλεμένη ως είδες,δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά την φρένα·και μια που πήρες έξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.90Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένηςβαθύτερ᾽ από τ᾽ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ᾽ ανάβλεμμά της95η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχεκι εθάμπωνέ τον η ομορφιά, μα συνεπήρ᾽ ο Έρωςτην συστολή κι ολόθαρρος μεμιάς αποδιαντράπη.100Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζειμε τ᾽ άφωνα γνεψίματα να την εξελογιάσει.Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια105κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάταμε τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσεικαι πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζειπως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,110το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλασαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζεικαι πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης115βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνησαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέριΟ νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχοκαι στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.120Με στανικό πόδ᾽ η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,με λόγια κορασίσιμα για να τον αποπάρει·«Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις·σύρ᾽ άλλον δρόμον κι άφησ᾽ μου, κακόμοιρε, το ρούχο·125πρόσεχε μήπως θυμωθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί μου.Καλόγρια της Παφίτισσας δεν σου περνά ν᾽ αγγίσεις·για να πειράξεις κορασιάν, είσαι μικρός και λίγος».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου