Η εκδίκηση λένε πως είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Πόσο περίεργη προτροπή για μια τόσο καυτή ψυχική κατάσταση. Ίσως να σημαίνει ότι η καλύτερη εκδίκηση είναι αυτή που εκτελείται με έναν ψυχρό, υπολογιστικό τρόπο, ένα παιχνίδι στρατηγικής όπου ο αντίπαλος θα είναι εντελώς απροετοίμαστος όταν η θεά Νέμεσις του χτυπήσει θριαμβευτικά τη πόρτα. Ίσως πάλι, ένα κρύο πιάτο να είναι λιγότερο θελκτικό και έτσι η προτροπή δεν είναι τίποτε άλλο από μια σοφιστική παραπλάνηση να αφήσουμε το χρόνο να περάσει, δοκιμάζοντας την αξιοπιστία της επιθυμίας μας. Άλλωστε αν πεινάμε τόσο πολύ, και ένα κρύο πιάτο φαίνεται λαχταριστό. Όπως και να έχει η εκδίκηση μας αναγκάζει να φερόμαστε ευγενικά σε έναν σερβιτόρο(εφόσον είμαστε στα καλά μας) αναλογιζόμενοι τη τύχη του ζεστού ή έστω του κρύου πιάτου που έχουμε παραγγείλει.
Η εκδίκηση δεν είναι ένα τόσο ασυνήθιστο ζήτημα στη θεραπευτική διαδικασία. Όχι λιγότερο από ότι είναι στη καθημερινή μας ζωή. Σκεφτείτε. Πόσες φορές ένας απογοητευμένος ερωτικά σας έχει εκμυστηρευθεί την ονειροπόληση του να τον επαναπροσεγγίσει μετανιωμένος ο απαίσιος προδότης του, μόνο και μόνο για να του επιστρέψει τη περιφρόνηση: “Τώρα δε σε θέλω εγώ! Χα!”. Η εκδίκηση μοιάζει να είναι ένας ρυθμιστής της δικαιοσύνης. Λειτουργεί υπηρετώντας την ακόμη και προληπτικά. Απαιτεί ένα μάτι για ένα μάτι. Αν κάτσουμε στα αβγά μας, θα έχουμε και οι δυο τα μάτια δεκατέσσερα.
Η εκδίκηση μάλλον, ντρέπεται για το γεγονός πως είναι εξίσου σχεσιακή με την αγάπη. Και πράγματι, δε μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε καμιά συγγένεια της με τη ψυχρή Λήθη. Η συμβουλή πως “η καλύτερη εκδίκηση είναι η αδιαφορία” προφανώς δε σημαίνει τίποτε περισσότερο από τη προσπάθεια να αποκρύψουμε την βαθιά μας σύνδεση με αυτόν που έχουμε βάλει στο μάτι. Μια σύνδεση αρνητική και επίπονη, μα παρόλα αυτά βαθιά και επίμονη. Η εκδίκηση φροντίζει, με τον ιδιαίτερο της τρόπο να διατηρεί βαθιά μέσα μας την εικόνα του κακού άλλου. Η ανάμνηση της απαίσιας αδικίας- πληγής που έχουμε υποστεί, αναπαράγεται μέσα μας διαρκώς, ενεργοποιώντας ρεύματα οργής που φορτίζουν τις εκδικητικές μας φαντασιώσεις με έναν τρόπο σχεδόν ερωτικό και σίγουρα ηδονικό. Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης μας ανατριχιάζει, θεραπεύοντας έστω και παροδικά την απώλεια της καλής αυτοεικόνας μας ύστερα από ένα προσβλητικό συμβάν που μας στοιχειώνει και επανορθώσαμε(έστω και στη φαντασία μας) με μια ανάλογα προσβλητική επικράτηση. Άλλες φορές η επιμονή της λαχτάρας για εκδίκηση απλά μας αποτρέπει από το να πενθήσουμε, να νιώσουμε αβοήθητοι μπρος στις φοβερές αδικίες της ζωής. Όσο αναπνέει μέσα μας η ελπίδα της εκδίκησης τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμη, καμιά σχέση δεν έχει οριστικά βουτήξει στο πηγάδι του παρελθόντος. Η εκδίκηση μοιάζει να έχει δύο κεφάλια. Ένα που αποζητά την επιδιόρθωση των σχέσεων μέσα από τη δίκαιη ισοφάριση των πληγμάτων και ένα άλλο που ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη καλή ναρκισσιστική μας ισορροπία.
Αν κανείς παρατηρήσει τα σχόλια κάτω από ένα ποστ για τη φριχτή μεταχείριση ενός κακοποιημένου ζώου σε μια πολύ ευγενική κατά τα άλλα ιστοσελίδα, δε θα πιστέψει στα μάτια του, με το πόσες ευχές για ακραία εξειδικευμένες μορφές καρκίνου εκτοξεύονται ενάντια στο δράστη. Η εκδίκηση μας φέρνει αντιμέτωπους με τον χειρότερο εαυτό μας και μάλιστα χωρίς το μπελά των ενοχών. Θύμα και δράστης έστω και φαντασιωσικά εξισώνονται. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι πλέον κανένας δεν είναι ολότελα αθώος. Η επιθυμία της εκδίκηση μας, αν έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, μας συστήνει με τη Σκιά μας. Ανακαλύπτουμε πως κάπου μέσα μας διαθέτουμε μια καταπληκτική ικανότητα να προκαλούμε και εμείς πόνο. Και δεν είναι καθόλου ανάγκη η εκδίκηση να κάνει πολύ θόρυβο. Μπορεί να έχει μια παθητική, σαρκαστική και αποστασιοποιημένη φυσιογνωμία. Μπορεί να βράζει μέσα από μια απαισιόδοξη παραίτηση που μολύνει τα πάντα και τους πάντες γύρω της. Μπορεί να φτάσει μέχρι και σε μια περιπαιχτική μα εντελώς κυριολεκτική αυτοκτονία. Όπως και να έχει, όποιος άνθρωπος σε κάποια προσβολή δεν επιθυμεί να γυρίσει και το άλλο μάγουλο, αλλά αντιθέτως ονειρεύεται μια κάποια εκδίκηση, έρχεται αντιμέτωπος με την ομοιότητα του με τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Αρχίζει να μοιάζει με τον εχθρό του. Αν ακολουθήσουμε αυτό το τρόπο σκέψης μπορούμε να καταλήξουμε σε θρήνους για την ανθρώπινη φύση ή να ανακαλύψουμε μια ιδιαίτερη, παράδοξη απόχρωση της ικανότητας μας για ενσυναίσθηση.
Ο Jung μιλώντας για τη Σκιά αναφέρει ότι “παραμένει στο παρασκήνιο, ανικανοποίητη και μνησίκακη, μόνο περιμένοντας για μια ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση της με τον πιο στυγερό τρόπο”(CW 18:587). Ετούτη είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική της εκδίκησης, ως ένα λιγότερο διαπροσωπικό και περισσότερο ενδοψυχικό φαινόμενο. Η Σκιά μας, δηλαδή το σύνολο των ασυνείδητων μη αποδεκτών πλευρών μας, δε στοχεύει σε μια ηθική διόρθωση αλλά γίνεται ο φορέας αποκάλυψης του γεγονότος ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός, έχει τη τάση προς την ολότητα και όχι προς τη τελειότητα. Αν κανείς το κατανοήσει αυτό(και ενώ ακούγεται απλό δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα) μπορεί να δει την εκδίκηση της Σκιάς που φανερώνεται με συμπτώματα, ατυχήματα και διάφορες συναισθηματικές αναποδιές, ως μια προσπάθεια του ασυνειδήτου να επικοινωνήσει μαζί μας. Μπορεί να τη προσεγγίσει όχι ως μια τυφλή ορμή προς τη καταστροφή, αλλά ως μια προσπάθεια να μιλήσουν τα κομμάτια μας που η ανατροφή ή η κουλτούρα μας τους έχει κόψει τη γλώσσα. Ο φόβος της εκδίκησης αποκαθηλώνει τη μονομέρεια και την ύβρι του Εγώ. Αποκαλύπτει ταπεινωτικά τις ψευδαισθήσεις του, πως αποτελεί την αρχή και το τέλος της ζωής. Η εκδίκηση της Σκιάς είναι μια εκδίκηση για τη κακοποίηση της ψυχής μας από εμάς τους ίδιους προς εμάς τους ίδιους.
Στο άρθρο “What makes revenge sweet: Seeing the offender suffer or delivering a message?”(Gallwitzer, Denzler, 2009, Journal of Experimental Social Psycology, 45, 840-844) μαθαίνουμε πως ενώ οι άνθρωποι περιμένουν να νιώσουν καλύτερα όταν παίρνουν εκδίκηση, στο τέλος δεν ανακουφίζονται αλλά μπορεί και να νιώσουν χειρότερα, ίσως αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της δικής τους πράξης. Αυτό δεν ισχύει στη περίπτωση όπου το άτομο το οποίο εκδικήθηκαν, καταλάβει και δείξει κατανόηση για τους λόγους της τιμωρίας του. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εκδίκηση δικαιώνει τη φήμη της που τη θέλει γλυκιά. Γλυκιά και μοχθηρή μα όπως υποθέσαμε και παραπάνω σχεσιακή.
Ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο μας προειδοποιεί: “Όταν ο πόθος της εκδίκησης μας αδράχνει, όλα τ’ άλλα συναισθήματα εκμηδενίζονται, όσα υπάρχουν μέσα μας”. Ίσως γι’ αυτό ο Θεός στην επιστολή προς Ρωμαίους μας καθησυχάζει: “Σε εμένα ανήκει η εκδίκηση”. Ο Νίτσε Τον διορθώνει παραθέτωντας ότι “μια μικρή εκδίκηση, είναι πιο ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση”. Όπως και να έχει, αν παρατηρήσει κανείς λίγο καλύτερα αυτούς που φλέγονται από την ανάγκη να πάρουν το αίμα τους πίσω, τελικά θα αντιληφθεί ότι δε πάσχουν τόσο από το πόθο της εκδίκησης, αλλά από την εκδίκηση του πόθου.
Η εκδίκηση δεν είναι ένα τόσο ασυνήθιστο ζήτημα στη θεραπευτική διαδικασία. Όχι λιγότερο από ότι είναι στη καθημερινή μας ζωή. Σκεφτείτε. Πόσες φορές ένας απογοητευμένος ερωτικά σας έχει εκμυστηρευθεί την ονειροπόληση του να τον επαναπροσεγγίσει μετανιωμένος ο απαίσιος προδότης του, μόνο και μόνο για να του επιστρέψει τη περιφρόνηση: “Τώρα δε σε θέλω εγώ! Χα!”. Η εκδίκηση μοιάζει να είναι ένας ρυθμιστής της δικαιοσύνης. Λειτουργεί υπηρετώντας την ακόμη και προληπτικά. Απαιτεί ένα μάτι για ένα μάτι. Αν κάτσουμε στα αβγά μας, θα έχουμε και οι δυο τα μάτια δεκατέσσερα.
Η εκδίκηση μάλλον, ντρέπεται για το γεγονός πως είναι εξίσου σχεσιακή με την αγάπη. Και πράγματι, δε μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε καμιά συγγένεια της με τη ψυχρή Λήθη. Η συμβουλή πως “η καλύτερη εκδίκηση είναι η αδιαφορία” προφανώς δε σημαίνει τίποτε περισσότερο από τη προσπάθεια να αποκρύψουμε την βαθιά μας σύνδεση με αυτόν που έχουμε βάλει στο μάτι. Μια σύνδεση αρνητική και επίπονη, μα παρόλα αυτά βαθιά και επίμονη. Η εκδίκηση φροντίζει, με τον ιδιαίτερο της τρόπο να διατηρεί βαθιά μέσα μας την εικόνα του κακού άλλου. Η ανάμνηση της απαίσιας αδικίας- πληγής που έχουμε υποστεί, αναπαράγεται μέσα μας διαρκώς, ενεργοποιώντας ρεύματα οργής που φορτίζουν τις εκδικητικές μας φαντασιώσεις με έναν τρόπο σχεδόν ερωτικό και σίγουρα ηδονικό. Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης μας ανατριχιάζει, θεραπεύοντας έστω και παροδικά την απώλεια της καλής αυτοεικόνας μας ύστερα από ένα προσβλητικό συμβάν που μας στοιχειώνει και επανορθώσαμε(έστω και στη φαντασία μας) με μια ανάλογα προσβλητική επικράτηση. Άλλες φορές η επιμονή της λαχτάρας για εκδίκηση απλά μας αποτρέπει από το να πενθήσουμε, να νιώσουμε αβοήθητοι μπρος στις φοβερές αδικίες της ζωής. Όσο αναπνέει μέσα μας η ελπίδα της εκδίκησης τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμη, καμιά σχέση δεν έχει οριστικά βουτήξει στο πηγάδι του παρελθόντος. Η εκδίκηση μοιάζει να έχει δύο κεφάλια. Ένα που αποζητά την επιδιόρθωση των σχέσεων μέσα από τη δίκαιη ισοφάριση των πληγμάτων και ένα άλλο που ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για τη καλή ναρκισσιστική μας ισορροπία.
Αν κανείς παρατηρήσει τα σχόλια κάτω από ένα ποστ για τη φριχτή μεταχείριση ενός κακοποιημένου ζώου σε μια πολύ ευγενική κατά τα άλλα ιστοσελίδα, δε θα πιστέψει στα μάτια του, με το πόσες ευχές για ακραία εξειδικευμένες μορφές καρκίνου εκτοξεύονται ενάντια στο δράστη. Η εκδίκηση μας φέρνει αντιμέτωπους με τον χειρότερο εαυτό μας και μάλιστα χωρίς το μπελά των ενοχών. Θύμα και δράστης έστω και φαντασιωσικά εξισώνονται. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι πλέον κανένας δεν είναι ολότελα αθώος. Η επιθυμία της εκδίκηση μας, αν έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, μας συστήνει με τη Σκιά μας. Ανακαλύπτουμε πως κάπου μέσα μας διαθέτουμε μια καταπληκτική ικανότητα να προκαλούμε και εμείς πόνο. Και δεν είναι καθόλου ανάγκη η εκδίκηση να κάνει πολύ θόρυβο. Μπορεί να έχει μια παθητική, σαρκαστική και αποστασιοποιημένη φυσιογνωμία. Μπορεί να βράζει μέσα από μια απαισιόδοξη παραίτηση που μολύνει τα πάντα και τους πάντες γύρω της. Μπορεί να φτάσει μέχρι και σε μια περιπαιχτική μα εντελώς κυριολεκτική αυτοκτονία. Όπως και να έχει, όποιος άνθρωπος σε κάποια προσβολή δεν επιθυμεί να γυρίσει και το άλλο μάγουλο, αλλά αντιθέτως ονειρεύεται μια κάποια εκδίκηση, έρχεται αντιμέτωπος με την ομοιότητα του με τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Αρχίζει να μοιάζει με τον εχθρό του. Αν ακολουθήσουμε αυτό το τρόπο σκέψης μπορούμε να καταλήξουμε σε θρήνους για την ανθρώπινη φύση ή να ανακαλύψουμε μια ιδιαίτερη, παράδοξη απόχρωση της ικανότητας μας για ενσυναίσθηση.
Ο Jung μιλώντας για τη Σκιά αναφέρει ότι “παραμένει στο παρασκήνιο, ανικανοποίητη και μνησίκακη, μόνο περιμένοντας για μια ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση της με τον πιο στυγερό τρόπο”(CW 18:587). Ετούτη είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική της εκδίκησης, ως ένα λιγότερο διαπροσωπικό και περισσότερο ενδοψυχικό φαινόμενο. Η Σκιά μας, δηλαδή το σύνολο των ασυνείδητων μη αποδεκτών πλευρών μας, δε στοχεύει σε μια ηθική διόρθωση αλλά γίνεται ο φορέας αποκάλυψης του γεγονότος ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός, έχει τη τάση προς την ολότητα και όχι προς τη τελειότητα. Αν κανείς το κατανοήσει αυτό(και ενώ ακούγεται απλό δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα) μπορεί να δει την εκδίκηση της Σκιάς που φανερώνεται με συμπτώματα, ατυχήματα και διάφορες συναισθηματικές αναποδιές, ως μια προσπάθεια του ασυνειδήτου να επικοινωνήσει μαζί μας. Μπορεί να τη προσεγγίσει όχι ως μια τυφλή ορμή προς τη καταστροφή, αλλά ως μια προσπάθεια να μιλήσουν τα κομμάτια μας που η ανατροφή ή η κουλτούρα μας τους έχει κόψει τη γλώσσα. Ο φόβος της εκδίκησης αποκαθηλώνει τη μονομέρεια και την ύβρι του Εγώ. Αποκαλύπτει ταπεινωτικά τις ψευδαισθήσεις του, πως αποτελεί την αρχή και το τέλος της ζωής. Η εκδίκηση της Σκιάς είναι μια εκδίκηση για τη κακοποίηση της ψυχής μας από εμάς τους ίδιους προς εμάς τους ίδιους.
Στο άρθρο “What makes revenge sweet: Seeing the offender suffer or delivering a message?”(Gallwitzer, Denzler, 2009, Journal of Experimental Social Psycology, 45, 840-844) μαθαίνουμε πως ενώ οι άνθρωποι περιμένουν να νιώσουν καλύτερα όταν παίρνουν εκδίκηση, στο τέλος δεν ανακουφίζονται αλλά μπορεί και να νιώσουν χειρότερα, ίσως αναλογιζόμενοι τις συνέπειες της δικής τους πράξης. Αυτό δεν ισχύει στη περίπτωση όπου το άτομο το οποίο εκδικήθηκαν, καταλάβει και δείξει κατανόηση για τους λόγους της τιμωρίας του. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εκδίκηση δικαιώνει τη φήμη της που τη θέλει γλυκιά. Γλυκιά και μοχθηρή μα όπως υποθέσαμε και παραπάνω σχεσιακή.
Ο Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο μας προειδοποιεί: “Όταν ο πόθος της εκδίκησης μας αδράχνει, όλα τ’ άλλα συναισθήματα εκμηδενίζονται, όσα υπάρχουν μέσα μας”. Ίσως γι’ αυτό ο Θεός στην επιστολή προς Ρωμαίους μας καθησυχάζει: “Σε εμένα ανήκει η εκδίκηση”. Ο Νίτσε Τον διορθώνει παραθέτωντας ότι “μια μικρή εκδίκηση, είναι πιο ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση”. Όπως και να έχει, αν παρατηρήσει κανείς λίγο καλύτερα αυτούς που φλέγονται από την ανάγκη να πάρουν το αίμα τους πίσω, τελικά θα αντιληφθεί ότι δε πάσχουν τόσο από το πόθο της εκδίκησης, αλλά από την εκδίκηση του πόθου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου