«Όταν οι χριστιανοί σταυροφόροι στην Ανατολή προσέκρουσαν σ’εκείνο το ανίκητο τάγμα των Ασσασσίνων, εκείνο το κατ’εξοχήν τάγμα των ελεύθερων πνευμάτων, του οποίου τα κατώτερα μέλη υπάκουσαν σε τέτοια πειθαρχία που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ άλλο μοναχικό τάγμα, πήραν, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, κάποιες πληροφορίες για εκείνο το σύμβολο και σύνθημα το οποίο προοριζόταν μόνο για τα ανώτερα μέλη του τάγματος, ως secretum [μυστικό] τους: ‘Τίποτε δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται’…»
Φρ. Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής
Κανείς δεν γύρισε πίσω «αναζητώντας την αλήθεια».
Ο δρόμος που τάχα οδηγεί στην αλήθεια δεν υπάρχει. Απλά, δεν υφίσταται. Δεν ορίζεται. Δεν έχει ‘χάραξη’, δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη. Και αν ακόμη υπήρχε δεν θα ήταν… διπλής κατεύθυνσης. Αν υπήρχε θα ήταν μια ατραπός που θα χανόταν μυστηριακώς με το κάθε βήμα του διαβάτη. Θα γυρνούσε πίσω του και δεν θα έβλεπε τίποτε. Θα ήταν ένα μονοπάτι που θα το επινοούσε εκείνη τη στιγμή. Και την αμέσως επόμενη θα εξαφανιζόταν.
Μπορεί να μην υπάρχει ο δρόμος αλλά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο μύθος για έναν τέτοιο δρόμο. Και το παράδοξο της μυθολογίας του υπερβαίνει την αναγκαιότητα ύπαρξης της ίδιας της αλήθειας. Είναι σαν να θρυλείται η ύπαρξη ενός ορυχείου χρυσού και εκκρεμεί η εύρεση του χάρτη με τον δρόμο που οδηγεί σ’αυτό. Δεν μας ενδιαφέρει αν όντως υπάρχει το ορυχείο και αν τωόντι έχει χρυσό. Μας ενδιαφέρει ο πυρετός. Ο πυρετός είναι ο δρόμος και όχι ο ίδιος ο χρυσός. Με μια άλλη έννοια, το ρίγος είναι η γνώση του δρόμου και όχι η ύπαρξη ή μη του τελικού προορισμού. Γιατί έχουμε τη βεβαιότητα πως γνωρίζουμε τι είναι αυτό που αναζητούμε και το μόνο που μας λείπει είναι αυτός που θα μας δείξει τον δρόμο. Αυτός ή αυτό. Ένας χάρτης, ένας μύθος, ένα παραμύθι, μια αφήγηση.
Η αλήθεια χάνει τη σημασία της και αποτελεί ένα αιώρημα, μια θολή φιγούρα, ένα είδωλο ή ένα φετίχ. Δεν έχει νοηματοδοτηθεί από εμάς, υπήρξαν άλλοι, πολύ πριν από εμάς που υποτίθεται έφτασαν στο μυθικό Ελ Ντοράντο. Κανείς δεν γύρισε βέβαια για να μας το περιγράψει. Δεν μας απασχολεί. Ο νους κάνει τη δουλειά του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη, του ειδικού των ‘σπέσιαλ εφέ’. Τα ζούμε όλα φαντασιακά πριν τα βιώσουμε. Τι σημασία έχει εδώ το βίωμα όταν έχει προοικονομηθεί το όλον; Το βίωμα είναι για τους τυχοδιώκτες που αναζητούν το απρόβλεπτο σε κάθε στροφή του δρόμου. Έχουμε όμως μολυνθεί από τον πυρετό του ταξιδιού και αν ανταμωθούμε με κάποιον που υποτίθεται πως γύρισε από τη μαγική χώρα θέλουμε όσο τίποτε άλλο να μας πει.
Ο Πιλάτος, με μια έννοια, πίστεψε πως για μια στιγμή τα είχε όλα. Ή σχεδόν όλα. Ο Ιησούς ήταν ο δρόμος. Ή αυτό τουλάχιστον φημολογείτο. Ήταν μια πιθανότητα που έπρεπε να εξεταστεί. Ο Ιησούς μπορεί να ήταν αληθινά ο δρόμος. Άρα το μόνο που απέμενε ήταν ο ίδιος ο χρυσός… Η ερώτηση ήταν ‘τι είναι η αλήθεια’ και εκεί ο Ιησούς (η Οδός) έμεινε σιωπηλός… Απογοήτευση. Ο παγανιστής Πιλάτος δεν αντέχει τη σιωπή και ο στοχασμός της σιωπής είναι πρόβλημα και όχι ευκαιρία για έναν διοικητή, για έναν ηγέτη, για έναν δικαστή, για έναν στρατιωτικό. Ο Πιλάτος ήθελε τον Ιησού συγκεκριμένο, ήθελε το Δρόμο να μιλήσει, να εκφραστεί με σαφήνεια, με ενάργεια. Ο παγανιστικός κόσμος είχε τα παλαιά μυστήρια προστατευμένα πίσω από το πέπλο της Ιεράς Σιγής με ποινή θανάτου. Και ξαφνικά ο Πιλάτος, στη ‘χώρα του πουθενά’ ανταμώνεται με τον παράξενο άνθρωπο από τη Ναζαρέτ που ισχυρίζεται πως είναι η Οδός. Η ευκαιρία είναι μεθυστική, σχεδόν τοξική. Κι όμως, σιωπή. Αυτό μας παρεδόθη τουλάχιστον, αυτό γνωρίζουμε.
Ο Πιλάτος όμως αγνοούσε πως η ‘αλήθεια’ –ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν νοείται ή πραγματώνεται- δεν ‘μαθαίνεται’. Δεν ‘διδάσκεται’, δεν περνάει απ’τον ένα στον άλλο, από στόμα σε αυτί ή από χέρι σε χέρι. Το είχε αποσαφηνίσει απόλυτα ο Αριστοτέλης αιώνες πριν… οὐ μαθεῖν τι ἀλλὰ παθεῖν καὶ διατεθῆναι... Δεν πρόκειται να μάθεις λοιπόν αλλά οφείλεις να αφεθείς και να πάθεις… Κι αυτό όμως ο Σταγειρίτης δεν το δωρίζει σε όλους… γενομένους δηλονότι ἐπιτηδείους… μονάχα κάποιοι, οι επιτήδειοι, οι ικανοί, οι άξιοι με άλλα λόγια θα μπορέσουν να γευθούν τους καρπούς της μύησης… ‘στενή και τεθλιμμένη η οδός’ και όχι ‘πλατεία κέλευθος’… από τότε…
Το σκάνδαλο όμως παραμένει… αν δεν υπάρχει Ελ Ντοράντο τότε δεν υπάρχει τίποτε. Αν δεν υπάρχει τίποτε τότε όλα είναι κίβδηλα, ‘ψεύτικα’, α-νόητα, ασήμαντα, θνησιγενή και με μια έννοια, ήδη νεκρά.
Ο ίδιος ο κόσμος, εμείς οι ίδιοι… όλα όσα αγαπούμε, ποθούμε, αγωνιούμε γι’ αυτά… Όλα λοιπόν;
Και τότε προς τι τα Σεμνά Όργια, προς τι οι μυήσεις, τα καταβάσια, τα πέπλα σιγής;
Προς τι όλος αυτός ο μύθος, οι κατασκευές, τα οικοδομήματα και οι παραδόσεις;
Η ελπίδα ίσως; Η ελπίδα πως μετά όλα θα είναι αληθινά, επιτέλους;
Η ελπίδα πως αυτό που ακολουθεί είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, αληθινό;
Και μη νομίζει κανείς πως οι χριστιανοί ανακάλυψαν την ελπίδα… «…καί περὶ τῆς τελευτῆς ἡδίους ἔχει τὰς ἐλπίδας ὡς ἄμεινον διάγοντας, καὶ οὐκ ἐν τῷ σκότει τε καὶ τὸ βορβόρῳ κεεσομένους, ἄ δὴ τοὺς ἀμυήτους ἀναμένει...» (Αριστείδη, Ελευσίνιος Λόγος)
Τις πιο γλυκές ελπίδες έχουν [οι μυημένοι] σχετικά με το θάνατο πως εκείνοι θα περάσουν καλύτερα και πως δεν θα βρίσκονται στο σκότος και δεν θα κείτονται στο βόρβορο, καταστάσεις που περιμένουν τους αμύητους.
Φαίνεται το λοιπόν πως δεν είναι μονάχα πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Γεννιέται και πρώτη. Πριν την αλήθεια.
Πριν από οτιδήποτε…
Φρ. Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής
Κανείς δεν γύρισε πίσω «αναζητώντας την αλήθεια».
Ο δρόμος που τάχα οδηγεί στην αλήθεια δεν υπάρχει. Απλά, δεν υφίσταται. Δεν ορίζεται. Δεν έχει ‘χάραξη’, δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη. Και αν ακόμη υπήρχε δεν θα ήταν… διπλής κατεύθυνσης. Αν υπήρχε θα ήταν μια ατραπός που θα χανόταν μυστηριακώς με το κάθε βήμα του διαβάτη. Θα γυρνούσε πίσω του και δεν θα έβλεπε τίποτε. Θα ήταν ένα μονοπάτι που θα το επινοούσε εκείνη τη στιγμή. Και την αμέσως επόμενη θα εξαφανιζόταν.
Μπορεί να μην υπάρχει ο δρόμος αλλά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ο μύθος για έναν τέτοιο δρόμο. Και το παράδοξο της μυθολογίας του υπερβαίνει την αναγκαιότητα ύπαρξης της ίδιας της αλήθειας. Είναι σαν να θρυλείται η ύπαρξη ενός ορυχείου χρυσού και εκκρεμεί η εύρεση του χάρτη με τον δρόμο που οδηγεί σ’αυτό. Δεν μας ενδιαφέρει αν όντως υπάρχει το ορυχείο και αν τωόντι έχει χρυσό. Μας ενδιαφέρει ο πυρετός. Ο πυρετός είναι ο δρόμος και όχι ο ίδιος ο χρυσός. Με μια άλλη έννοια, το ρίγος είναι η γνώση του δρόμου και όχι η ύπαρξη ή μη του τελικού προορισμού. Γιατί έχουμε τη βεβαιότητα πως γνωρίζουμε τι είναι αυτό που αναζητούμε και το μόνο που μας λείπει είναι αυτός που θα μας δείξει τον δρόμο. Αυτός ή αυτό. Ένας χάρτης, ένας μύθος, ένα παραμύθι, μια αφήγηση.
Η αλήθεια χάνει τη σημασία της και αποτελεί ένα αιώρημα, μια θολή φιγούρα, ένα είδωλο ή ένα φετίχ. Δεν έχει νοηματοδοτηθεί από εμάς, υπήρξαν άλλοι, πολύ πριν από εμάς που υποτίθεται έφτασαν στο μυθικό Ελ Ντοράντο. Κανείς δεν γύρισε βέβαια για να μας το περιγράψει. Δεν μας απασχολεί. Ο νους κάνει τη δουλειά του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη, του ειδικού των ‘σπέσιαλ εφέ’. Τα ζούμε όλα φαντασιακά πριν τα βιώσουμε. Τι σημασία έχει εδώ το βίωμα όταν έχει προοικονομηθεί το όλον; Το βίωμα είναι για τους τυχοδιώκτες που αναζητούν το απρόβλεπτο σε κάθε στροφή του δρόμου. Έχουμε όμως μολυνθεί από τον πυρετό του ταξιδιού και αν ανταμωθούμε με κάποιον που υποτίθεται πως γύρισε από τη μαγική χώρα θέλουμε όσο τίποτε άλλο να μας πει.
Ο Πιλάτος, με μια έννοια, πίστεψε πως για μια στιγμή τα είχε όλα. Ή σχεδόν όλα. Ο Ιησούς ήταν ο δρόμος. Ή αυτό τουλάχιστον φημολογείτο. Ήταν μια πιθανότητα που έπρεπε να εξεταστεί. Ο Ιησούς μπορεί να ήταν αληθινά ο δρόμος. Άρα το μόνο που απέμενε ήταν ο ίδιος ο χρυσός… Η ερώτηση ήταν ‘τι είναι η αλήθεια’ και εκεί ο Ιησούς (η Οδός) έμεινε σιωπηλός… Απογοήτευση. Ο παγανιστής Πιλάτος δεν αντέχει τη σιωπή και ο στοχασμός της σιωπής είναι πρόβλημα και όχι ευκαιρία για έναν διοικητή, για έναν ηγέτη, για έναν δικαστή, για έναν στρατιωτικό. Ο Πιλάτος ήθελε τον Ιησού συγκεκριμένο, ήθελε το Δρόμο να μιλήσει, να εκφραστεί με σαφήνεια, με ενάργεια. Ο παγανιστικός κόσμος είχε τα παλαιά μυστήρια προστατευμένα πίσω από το πέπλο της Ιεράς Σιγής με ποινή θανάτου. Και ξαφνικά ο Πιλάτος, στη ‘χώρα του πουθενά’ ανταμώνεται με τον παράξενο άνθρωπο από τη Ναζαρέτ που ισχυρίζεται πως είναι η Οδός. Η ευκαιρία είναι μεθυστική, σχεδόν τοξική. Κι όμως, σιωπή. Αυτό μας παρεδόθη τουλάχιστον, αυτό γνωρίζουμε.
Ο Πιλάτος όμως αγνοούσε πως η ‘αλήθεια’ –ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν νοείται ή πραγματώνεται- δεν ‘μαθαίνεται’. Δεν ‘διδάσκεται’, δεν περνάει απ’τον ένα στον άλλο, από στόμα σε αυτί ή από χέρι σε χέρι. Το είχε αποσαφηνίσει απόλυτα ο Αριστοτέλης αιώνες πριν… οὐ μαθεῖν τι ἀλλὰ παθεῖν καὶ διατεθῆναι... Δεν πρόκειται να μάθεις λοιπόν αλλά οφείλεις να αφεθείς και να πάθεις… Κι αυτό όμως ο Σταγειρίτης δεν το δωρίζει σε όλους… γενομένους δηλονότι ἐπιτηδείους… μονάχα κάποιοι, οι επιτήδειοι, οι ικανοί, οι άξιοι με άλλα λόγια θα μπορέσουν να γευθούν τους καρπούς της μύησης… ‘στενή και τεθλιμμένη η οδός’ και όχι ‘πλατεία κέλευθος’… από τότε…
Το σκάνδαλο όμως παραμένει… αν δεν υπάρχει Ελ Ντοράντο τότε δεν υπάρχει τίποτε. Αν δεν υπάρχει τίποτε τότε όλα είναι κίβδηλα, ‘ψεύτικα’, α-νόητα, ασήμαντα, θνησιγενή και με μια έννοια, ήδη νεκρά.
Ο ίδιος ο κόσμος, εμείς οι ίδιοι… όλα όσα αγαπούμε, ποθούμε, αγωνιούμε γι’ αυτά… Όλα λοιπόν;
Και τότε προς τι τα Σεμνά Όργια, προς τι οι μυήσεις, τα καταβάσια, τα πέπλα σιγής;
Προς τι όλος αυτός ο μύθος, οι κατασκευές, τα οικοδομήματα και οι παραδόσεις;
Η ελπίδα ίσως; Η ελπίδα πως μετά όλα θα είναι αληθινά, επιτέλους;
Η ελπίδα πως αυτό που ακολουθεί είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, αληθινό;
Και μη νομίζει κανείς πως οι χριστιανοί ανακάλυψαν την ελπίδα… «…καί περὶ τῆς τελευτῆς ἡδίους ἔχει τὰς ἐλπίδας ὡς ἄμεινον διάγοντας, καὶ οὐκ ἐν τῷ σκότει τε καὶ τὸ βορβόρῳ κεεσομένους, ἄ δὴ τοὺς ἀμυήτους ἀναμένει...» (Αριστείδη, Ελευσίνιος Λόγος)
Τις πιο γλυκές ελπίδες έχουν [οι μυημένοι] σχετικά με το θάνατο πως εκείνοι θα περάσουν καλύτερα και πως δεν θα βρίσκονται στο σκότος και δεν θα κείτονται στο βόρβορο, καταστάσεις που περιμένουν τους αμύητους.
Φαίνεται το λοιπόν πως δεν είναι μονάχα πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Γεννιέται και πρώτη. Πριν την αλήθεια.
Πριν από οτιδήποτε…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου