Η φθορά της δημοκρατίας χτες και σήμερα
Ως γνωστόν, το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, του πιο φονικού εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες, σήμανε και την αρχή μιας τάχιστης κατάρρευσης της πόλεως-κράτους. Ένα τέτοιο φαινόμενο εντάσσεται στη λογική των ιστορικών και συναφώς κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών –αρνητικών ή θετικών. Αυτές τείνουν βασικά να γίνονται αισθητές από τα ορατά συντρίμμια ή τις αποσυνθέσεις που τις προκαλούν ή που οι ίδιες (οι αλλαγές) αφήνουν πίσω τους. Κάτι παρόμοιο, για παράδειγμα, συμβαίνει και τώρα με την εθνο-κρατική υπόσταση των Νεοελλήνων: οδεύει προς κατάρρευση ή αποσύνθεση, ανεξάρτητα αν οι αμπελοφιλόσοφοι των ποικίλων καθεστωτικών σχηματισμών, δρώντων είτε με τη μάσκα της «δημοκρατίας» ή και με εκείνη του «σοσιαλισμού» κ.λπ., δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εννοήσουν το κακό που απεργάζονται. Μελετώντας ο Αριστοτέλης τη συγκεκριμένη τότε ιστορική πραγματικότητα επιχείρησε να ερμηνεύσει ρεαλιστικά, αλλά με διεισδυτικό φιλοσοφικό μάτι την πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Στο έργο του Πολιτικά διερευνά λόγους και αιτίες, που σώζουν και φθείρουν τα πολιτεύματα. Η όλη έρευνά του δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά περιέχει όχι και λίγες διαφορετικές έως και αντιθετικές πτυχές, ανάλογα με το προς διερεύνηση σημείο ή στοιχείο.
Αναγνωρίζοντας ο φιλόσοφος την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία ή στην κατάργηση διαφόρων πολιτικών συστημάτων ορίζει το πολίτευμα ως εξής:
«είναι η εύτακτη οργάνωση των εξουσιών και αυτές τις διαμοιράζονται όλοι οι πολίτες ή με βάση την πολιτική δύναμη όσων μετέχουν είτε με κάποια κοινή αρχή ισότητας» (Πολιτικά 1290a, 7-10).
Τι μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης; Πως το σώμα των πολιτών παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση ενός πολιτεύματος. Αλλά αυτό το σώμα δεν διέπεται από ενιαίες αρχές: μπορεί να λειτουργεί είτε με βάση την αρχή του ισχυρότερου είτε με την αρχή της ισότητας, σχετικής ή απόλυτης, και με δικαιοκρισία. Επομένως, πέραν του ως άνω θεμελιώδους οντολογικά ορισμού, κάθε πολίτευμα ευδοκιμεί ή παρακμάζει ανάλογα με συγκεκριμένες ποιοτικές και ποσοτικές αρχές ή στοιχεία, όπως επίσης ανάλογα με τις διακρίσεις που υφίστανται ή καλλιεργούν οι διάφορες εν εξουσία μερίδες των πολιτών. Σημειωτέον ότι ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να διαβαθμίζει τα διάφορα στρώματα ή μερίδες των πολιτών κοινωνικά, με σημερινή ορολογία κοινωνικο-ταξικά: διακρίνει βασικά την «τάξη» των φτωχών και εκείνη των πλούσιων με αντίστοιχες υποδιαιρέσεις, διαστρωματώσεις. Αυτές οι δυο «τάξεις», δηλαδή τα μέρη της πόλεως, είναι αντίπαλες/α μεταξύ τους και ανάλογα με το ποιο μέρος έχει την υπεροχή προκύπτουν δυο κύρια πολιτεύματα: η δημοκρατία και η ολιγαρχία (ο.π., 1291b, 10-13).
Αλλά και αυτά τα πολιτεύματα έχουν πολλούς επί μέρους τύπους ή είδη. Ως προς τη δημοκρατία, πιο ειδικά, το κάθε είδος δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαρτάται από τις κοινωνικές κατηγορίες των ανθρώπων, ήτοι στρώματα, που στηρίζεται, από την οργάνωση των δομών εξουσίας, καθώς επίσης και από τον τρόπο αντιπροσώπευσης των πολιτών. Αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα αυτό καθεαυτό διαφέρει από το ολιγαρχικό σε όλες τις παραλλαγές του, δυνάμει του γεγονότος ότι πρεσβεύει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ισότητα για όλους, ενώ το ολιγαρχικό πρεσβεύει την ισότητα για τον εαυτό του και την ανισότητα για τους πολλούς. Στην πράξη ωστόσο, τονίζει με έμφαση ο Αριστοτέλης (βλ Πολιτικά IV και V), τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Μια εγγενής φθορά για όλα τα πολιτεύματα, μηδέ εξαιρουμένης και της δημοκρατίας, προκύπτει από τη διάσταση λόγων και έργων. Ενώ διατείνονται ότι μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας σε όλους τους πολίτες, στην πραγματικότητα υπερασπίζονται τα ιδιοτελή συμφέροντα της δικής τους κομματικής-πολιτικής φατρίας και εφαρμόζουν τα εν λόγω δικαιώματα και την ισότητα μόνο για τον εαυτό τους. Ερώτημα: μήπως δεν συμβαίνει το ίδιο ακριβώς και στη σημερινή Ελλάδα; Επομένως, η φθορά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος επέρχεται από τα έργα και τις ημέρες των κυβερνώντων (ό.π. 1300 κ.εξ.).
Περαιτέρω, η φθορά του δημοκρατικού πολιτεύματος προκύπτει από την αντιπαλότητα συμφερόντων τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα όσο και στους κόλπους της ίδιας της τάξης, δηλαδή της φατρίας που κυβερνά. Επίσης, μια από τις κύριες αιτίες φθοράς του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η δημαγωγία: οι κυβερνώντες δημαγωγούν σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων, τους δυσφημούν, τους εξορίζουν, τους διώκουν πολιτικά, τους απαλλοτριώνουν πολιτικά δικαιώματα, αλλά και την περιουσία τους, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την εύνοια του λαού (ό.π., 1304 κ.εξ). Μια τέτοια δημαγωγική πολιτική διαφθείρει τα δημόσια ήθη και καταλύει πρακτικά τη δημοκρατία, μετατρέποντάς την σε ολιγαρχία. Άλλη αιτία φθοράς της δημοκρατίας είναι η συγκέντρωση πολλών εξουσιών σε ένα πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υπάρχει στα λόγια δημοκρατία, στην ουσία όμως τυραννία τους ενός ανδρός (ό.π. 1305). Με περισσή σαφήνεια παρατηρεί ο μεγάλος έλληνας φιλόσοφος πως όσοι συγκεντρώνουν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της εξουσίας, χωρίς να διαφθείρονται (όπ., 1308b). Συνοψίζει λοιπόν λέγοντας πως μια γενική, καθολική φθορά της δημοκρατίας, σε στενή συνάφεια με όλες τις άλλες αιτίες της φθοράς της, είναι η στρεβλή αντίληψη και εφαρμογή της ελευθερίας: αντί να εφαρμόζονται οι νόμοι επί ίσοις όροις από όλους, ορισμένοι πιστεύουν πως μπορούν να τίθενται υπεράνω των νόμων (ό.π., 1310). Και όλα αυτά έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την απουσία μέτρου. Με όλα τα παραπάνω, ο Αριστοτέλης απαντά και στο ερώτημα, που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε καλύτερα το δικό μας σήμερα και το οποίο επανέρχεται δριμύτερο: ποιοι είναι οι εχθροί της δημοκρατίας; Απάντηση: οι ίδιοι οι φανατικοί «υπερασπιστές» της, δηλαδή εκείνοι οι κυβερνώντες που με τις πράξεις τους καθιστούν τη δημοκρατία: κράτος χωρίς το δήμο, άρα βία ενάντια στο δήμο.
Ως γνωστόν, το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, του πιο φονικού εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες, σήμανε και την αρχή μιας τάχιστης κατάρρευσης της πόλεως-κράτους. Ένα τέτοιο φαινόμενο εντάσσεται στη λογική των ιστορικών και συναφώς κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών –αρνητικών ή θετικών. Αυτές τείνουν βασικά να γίνονται αισθητές από τα ορατά συντρίμμια ή τις αποσυνθέσεις που τις προκαλούν ή που οι ίδιες (οι αλλαγές) αφήνουν πίσω τους. Κάτι παρόμοιο, για παράδειγμα, συμβαίνει και τώρα με την εθνο-κρατική υπόσταση των Νεοελλήνων: οδεύει προς κατάρρευση ή αποσύνθεση, ανεξάρτητα αν οι αμπελοφιλόσοφοι των ποικίλων καθεστωτικών σχηματισμών, δρώντων είτε με τη μάσκα της «δημοκρατίας» ή και με εκείνη του «σοσιαλισμού» κ.λπ., δεν μπορούν ή δεν θέλουν να εννοήσουν το κακό που απεργάζονται. Μελετώντας ο Αριστοτέλης τη συγκεκριμένη τότε ιστορική πραγματικότητα επιχείρησε να ερμηνεύσει ρεαλιστικά, αλλά με διεισδυτικό φιλοσοφικό μάτι την πολύπλοκη πολιτική κατάσταση. Στο έργο του Πολιτικά διερευνά λόγους και αιτίες, που σώζουν και φθείρουν τα πολιτεύματα. Η όλη έρευνά του δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά περιέχει όχι και λίγες διαφορετικές έως και αντιθετικές πτυχές, ανάλογα με το προς διερεύνηση σημείο ή στοιχείο.
Αναγνωρίζοντας ο φιλόσοφος την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία ή στην κατάργηση διαφόρων πολιτικών συστημάτων ορίζει το πολίτευμα ως εξής:
«είναι η εύτακτη οργάνωση των εξουσιών και αυτές τις διαμοιράζονται όλοι οι πολίτες ή με βάση την πολιτική δύναμη όσων μετέχουν είτε με κάποια κοινή αρχή ισότητας» (Πολιτικά 1290a, 7-10).
Τι μας λέει εδώ ο Αριστοτέλης; Πως το σώμα των πολιτών παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση ενός πολιτεύματος. Αλλά αυτό το σώμα δεν διέπεται από ενιαίες αρχές: μπορεί να λειτουργεί είτε με βάση την αρχή του ισχυρότερου είτε με την αρχή της ισότητας, σχετικής ή απόλυτης, και με δικαιοκρισία. Επομένως, πέραν του ως άνω θεμελιώδους οντολογικά ορισμού, κάθε πολίτευμα ευδοκιμεί ή παρακμάζει ανάλογα με συγκεκριμένες ποιοτικές και ποσοτικές αρχές ή στοιχεία, όπως επίσης ανάλογα με τις διακρίσεις που υφίστανται ή καλλιεργούν οι διάφορες εν εξουσία μερίδες των πολιτών. Σημειωτέον ότι ο Αριστοτέλης δεν παραλείπει να διαβαθμίζει τα διάφορα στρώματα ή μερίδες των πολιτών κοινωνικά, με σημερινή ορολογία κοινωνικο-ταξικά: διακρίνει βασικά την «τάξη» των φτωχών και εκείνη των πλούσιων με αντίστοιχες υποδιαιρέσεις, διαστρωματώσεις. Αυτές οι δυο «τάξεις», δηλαδή τα μέρη της πόλεως, είναι αντίπαλες/α μεταξύ τους και ανάλογα με το ποιο μέρος έχει την υπεροχή προκύπτουν δυο κύρια πολιτεύματα: η δημοκρατία και η ολιγαρχία (ο.π., 1291b, 10-13).
Αλλά και αυτά τα πολιτεύματα έχουν πολλούς επί μέρους τύπους ή είδη. Ως προς τη δημοκρατία, πιο ειδικά, το κάθε είδος δημοκρατικής διακυβέρνησης εξαρτάται από τις κοινωνικές κατηγορίες των ανθρώπων, ήτοι στρώματα, που στηρίζεται, από την οργάνωση των δομών εξουσίας, καθώς επίσης και από τον τρόπο αντιπροσώπευσης των πολιτών. Αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα αυτό καθεαυτό διαφέρει από το ολιγαρχικό σε όλες τις παραλλαγές του, δυνάμει του γεγονότος ότι πρεσβεύει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ισότητα για όλους, ενώ το ολιγαρχικό πρεσβεύει την ισότητα για τον εαυτό του και την ανισότητα για τους πολλούς. Στην πράξη ωστόσο, τονίζει με έμφαση ο Αριστοτέλης (βλ Πολιτικά IV και V), τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Μια εγγενής φθορά για όλα τα πολιτεύματα, μηδέ εξαιρουμένης και της δημοκρατίας, προκύπτει από τη διάσταση λόγων και έργων. Ενώ διατείνονται ότι μάχονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας σε όλους τους πολίτες, στην πραγματικότητα υπερασπίζονται τα ιδιοτελή συμφέροντα της δικής τους κομματικής-πολιτικής φατρίας και εφαρμόζουν τα εν λόγω δικαιώματα και την ισότητα μόνο για τον εαυτό τους. Ερώτημα: μήπως δεν συμβαίνει το ίδιο ακριβώς και στη σημερινή Ελλάδα; Επομένως, η φθορά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος επέρχεται από τα έργα και τις ημέρες των κυβερνώντων (ό.π. 1300 κ.εξ.).
Περαιτέρω, η φθορά του δημοκρατικού πολιτεύματος προκύπτει από την αντιπαλότητα συμφερόντων τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα όσο και στους κόλπους της ίδιας της τάξης, δηλαδή της φατρίας που κυβερνά. Επίσης, μια από τις κύριες αιτίες φθοράς του δημοκρατικού πολιτεύματος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η δημαγωγία: οι κυβερνώντες δημαγωγούν σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων, τους δυσφημούν, τους εξορίζουν, τους διώκουν πολιτικά, τους απαλλοτριώνουν πολιτικά δικαιώματα, αλλά και την περιουσία τους, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την εύνοια του λαού (ό.π., 1304 κ.εξ). Μια τέτοια δημαγωγική πολιτική διαφθείρει τα δημόσια ήθη και καταλύει πρακτικά τη δημοκρατία, μετατρέποντάς την σε ολιγαρχία. Άλλη αιτία φθοράς της δημοκρατίας είναι η συγκέντρωση πολλών εξουσιών σε ένα πρόσωπο, με αποτέλεσμα να υπάρχει στα λόγια δημοκρατία, στην ουσία όμως τυραννία τους ενός ανδρός (ό.π. 1305). Με περισσή σαφήνεια παρατηρεί ο μεγάλος έλληνας φιλόσοφος πως όσοι συγκεντρώνουν όλες τις εξουσίες στα χέρια τους δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της εξουσίας, χωρίς να διαφθείρονται (όπ., 1308b). Συνοψίζει λοιπόν λέγοντας πως μια γενική, καθολική φθορά της δημοκρατίας, σε στενή συνάφεια με όλες τις άλλες αιτίες της φθοράς της, είναι η στρεβλή αντίληψη και εφαρμογή της ελευθερίας: αντί να εφαρμόζονται οι νόμοι επί ίσοις όροις από όλους, ορισμένοι πιστεύουν πως μπορούν να τίθενται υπεράνω των νόμων (ό.π., 1310). Και όλα αυτά έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την απουσία μέτρου. Με όλα τα παραπάνω, ο Αριστοτέλης απαντά και στο ερώτημα, που μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε καλύτερα το δικό μας σήμερα και το οποίο επανέρχεται δριμύτερο: ποιοι είναι οι εχθροί της δημοκρατίας; Απάντηση: οι ίδιοι οι φανατικοί «υπερασπιστές» της, δηλαδή εκείνοι οι κυβερνώντες που με τις πράξεις τους καθιστούν τη δημοκρατία: κράτος χωρίς το δήμο, άρα βία ενάντια στο δήμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου