Η ζήλια είναι φυσιολογική ή αφύσικη, υγιής ή παθολογική;
Ορισμοί του «φυσιολογικού» ή του «υγιούς» στις ψυχολογικές καταστάσεις είναι δύσκολο να δοθούν. Οι επιστημονικές γνώμες φαίνεται και πάλι να διίστανται. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η ζήλια είναι φυσιολογική και άλλοι ότι είναι παθολογική. Ίσως και οι δύο να έχουν δίκιο. Υπάρχει μια φυσιολογική ζήλια, δηλαδή το αρνητικό συναίσθημα που προκαλείται όταν μια αξιόλογη σχέση μας φοβίζει. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι με τους οποίους αυτά τα συναισθήματα μπορούν να εκτονωθούν.
Ο «παθολογικά ζηλιάρης» είναι ένα άτομο που δεν μπορεί να βρει μια μη καταστροφική διέξοδο αυτών των συναισθημάτων, με αποτέλεσμα ν’ αρχίζει να καταστρέφει την/το σύντροφο και τη σχέση τους.
Η «παρόρμηση ζήλιας», ο φυσικός πυρήνας της ζήλιας, φαίνεται να είναι αρκετά φυσιολογική. €άν ένα άτομο ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν ένιωσε τέτοιο «ξάναμμα» ζήλιας, δεν μπορούμε να του το αμφισβητήσουμε, αλλά θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν πράγματι νοιάζεται για την/το σύντροφο και τη διατήρηση της σχέσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Freud θα έλεγε ότι η ζήλια έχει απωθηθεί ή το άτομο την αρνείται. Φυσικά, ένα μέρος της ζήλιας είναι απωθημένο (κρυμμένο από τους άλλους). Αυτό αποτελεί μια φυσιολογική (κοινωνικά καθιερωμένη) αντίδραση στις κοινωνίες μας η οποία είναι και λειτουργική, γιατί ελαχιστοποιεί τις συγκρούσεις. Ακόμα, μπορεί ή όχι να είναι λειτουργική και για το άτομο.
Καμιά φορά η ζήλια εκφράζεται με τη μορφή απαίτησης για διακοπή μιας σχέσης που έχει αναπτυχθεί με τρίτο πρόσωπο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα συμβιβασμό σε μια νέα ισορροπία του δεσμού του ζεύγους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έκφρασης αλλάζει η κατάσταση, ώστε η ζήλια να μειώνεται. Το γεγονός αυτό φαίνεται να είναι επίσης ένας φυσιολογικός τρόπος συμπεριφοράς, αποδεκτός από την κοινωνία. Μερικά συναισθήματα ζήλιας εκφράζονται λιγότερο εποικοδομητικά: με μια έκρηξη, με λεκτική σκληρότητα, με παρανοϊκές υποψίες. Μερικές αντιδράσεις και εκφράσεις της έκρηξης της ζήλιας είναι σαφώς παθολογικές, με την έννοια ότι είναι φανερά επιβλαβείς για το «ευ ζην» και τις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους. Η βιβλιογραφία αποκρύπτει περιπτώσεις παθολογικής ζήλιας χαρακτηριζόμενες από συμπεριφορές που όλοι θα αναγνωρίζαμε ως αυτοκαταστροφικές. Οι εφημερίδες όμως γράφουν αρκετές φορές για «εγκλήματα πάθους» (υπονοώντας συνήθως δολοφονίες που έγιναν από ζήλια), μια επιπλέον επικύρωση για την παθολογική ζήλια. Η απόφαση «όχι ένοχος λόγω ευκαιριακής παραφροσύνης» είναι μια σχετικά πρόσφατη νομική έκφραση, η οποία αντανακλά την παραδοσιακή τάση των ενόρκων να κρίνουν (δικάζουν) ακόμα και τη βία ως «φυσιολογική» (κοινωνικά αποδεκτή) αντίδραση, όταν η πίστη του ενός συζύγου (κυρίως του συζύγου) έχει κλονιστεί από την εμπλοκή της συζύγου (κυρίως σεξουαλική) με κάποιον άλλον.
Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιες ζήλιες είναι φυσιολογικές/υγιείς και κάποιες μη
φυσιολογικές/παθολογικές. Η παρόρμηση της ζήλιας είναι φυσιολογική, αποτελεί
δηλαδή μια έμφυτη αντίδραση αυτοπροστασίας. Αρκετές εκφράσεις της ζήλιας
είναι «φυσιολογικές», τουλάχιστον με την έννοια ότι είναι κοινωνικά αποδεκτές,
και μερικές λειτουργούν διευκολύνοντας το άτομο να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα της ζήλιας.
Μερικές εκφράσεις των συναισθημάτων της ζήλιας είναι παθολογικές. Λίγα άτομα, υποθέτουμε, θα δίσταζαν να ονομάσουν παθολογική τη συμπεριφορά ενός συζύγου, ο οποίος υπεραπασχολείται με το φόβο ότι η αναφερόμενη ως άπιστη σύζυγος προσπάθησε να τον δηλητηριάσει και την οποία αργότερα φόνευσε στα πλαίσια μιας έκρηξης οργής. Αλλά ακόμα και σε αυτή την ακραία περίπτωση, αρκετοί θα μετριάσουν την κρίση τους, αν αποκαλυφθεί ότι η συγκεκριμένη γυναίκα πράγματι είχε σχέσεις με κάποιον άλλο, και αρκετοί θα ψήφιζαν απαλλαγή του δολοφόνου, εάν αυτός φόνευσε τη γυναίκα του όταν τη βρήκε στο κρεβάτι με τον εραστή της.
Διαπιστώνουμε λοιπόν αρκετή σύγχυση και αμφιθυμία σε σχέση με αυτά τα θέματα. Ενώ σχεδόν όλοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ότι κάποιες εκφράσεις ζήλιας είναι παθολογικές, υπάρχουν και αρκετές εκφράσεις ζήλιας που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «φυσιολογικές» από μερικούς και ως «παθολογικές» από κάποιους άλλους. Πράγματι, θα ισχυριζόμασταν ότι το κλειδί για την κατανόηση της ζήλιας είναι ο τρέχων ορισμός του «φυσιολογικού» και του «παθολογικού» για το άτομο, το ζευγάρι και την κοινωνία. Συνεπώς, οι όροι «φυσιολογικός», «μη φυσιολογικός», «υγιής», «παθολογικός» θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Οι όροι αυτοί έχουν περιορισμένη χρησιμότητα εφόσον δεν υπάρχει συναίνεση και είναι ακατάλληλοι προς χρήση ειδικά σε μεταβατικές εποχές αναφορικά με τις έννοιες της αγάπης, της συζυγικής πίστης, του σεξ κ.λπ.
Ορισμοί του «φυσιολογικού» ή του «υγιούς» στις ψυχολογικές καταστάσεις είναι δύσκολο να δοθούν. Οι επιστημονικές γνώμες φαίνεται και πάλι να διίστανται. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η ζήλια είναι φυσιολογική και άλλοι ότι είναι παθολογική. Ίσως και οι δύο να έχουν δίκιο. Υπάρχει μια φυσιολογική ζήλια, δηλαδή το αρνητικό συναίσθημα που προκαλείται όταν μια αξιόλογη σχέση μας φοβίζει. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι με τους οποίους αυτά τα συναισθήματα μπορούν να εκτονωθούν.
Ο «παθολογικά ζηλιάρης» είναι ένα άτομο που δεν μπορεί να βρει μια μη καταστροφική διέξοδο αυτών των συναισθημάτων, με αποτέλεσμα ν’ αρχίζει να καταστρέφει την/το σύντροφο και τη σχέση τους.
Η «παρόρμηση ζήλιας», ο φυσικός πυρήνας της ζήλιας, φαίνεται να είναι αρκετά φυσιολογική. €άν ένα άτομο ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν ένιωσε τέτοιο «ξάναμμα» ζήλιας, δεν μπορούμε να του το αμφισβητήσουμε, αλλά θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν πράγματι νοιάζεται για την/το σύντροφο και τη διατήρηση της σχέσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Freud θα έλεγε ότι η ζήλια έχει απωθηθεί ή το άτομο την αρνείται. Φυσικά, ένα μέρος της ζήλιας είναι απωθημένο (κρυμμένο από τους άλλους). Αυτό αποτελεί μια φυσιολογική (κοινωνικά καθιερωμένη) αντίδραση στις κοινωνίες μας η οποία είναι και λειτουργική, γιατί ελαχιστοποιεί τις συγκρούσεις. Ακόμα, μπορεί ή όχι να είναι λειτουργική και για το άτομο.
Καμιά φορά η ζήλια εκφράζεται με τη μορφή απαίτησης για διακοπή μιας σχέσης που έχει αναπτυχθεί με τρίτο πρόσωπο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα συμβιβασμό σε μια νέα ισορροπία του δεσμού του ζεύγους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έκφρασης αλλάζει η κατάσταση, ώστε η ζήλια να μειώνεται. Το γεγονός αυτό φαίνεται να είναι επίσης ένας φυσιολογικός τρόπος συμπεριφοράς, αποδεκτός από την κοινωνία. Μερικά συναισθήματα ζήλιας εκφράζονται λιγότερο εποικοδομητικά: με μια έκρηξη, με λεκτική σκληρότητα, με παρανοϊκές υποψίες. Μερικές αντιδράσεις και εκφράσεις της έκρηξης της ζήλιας είναι σαφώς παθολογικές, με την έννοια ότι είναι φανερά επιβλαβείς για το «ευ ζην» και τις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους. Η βιβλιογραφία αποκρύπτει περιπτώσεις παθολογικής ζήλιας χαρακτηριζόμενες από συμπεριφορές που όλοι θα αναγνωρίζαμε ως αυτοκαταστροφικές. Οι εφημερίδες όμως γράφουν αρκετές φορές για «εγκλήματα πάθους» (υπονοώντας συνήθως δολοφονίες που έγιναν από ζήλια), μια επιπλέον επικύρωση για την παθολογική ζήλια. Η απόφαση «όχι ένοχος λόγω ευκαιριακής παραφροσύνης» είναι μια σχετικά πρόσφατη νομική έκφραση, η οποία αντανακλά την παραδοσιακή τάση των ενόρκων να κρίνουν (δικάζουν) ακόμα και τη βία ως «φυσιολογική» (κοινωνικά αποδεκτή) αντίδραση, όταν η πίστη του ενός συζύγου (κυρίως του συζύγου) έχει κλονιστεί από την εμπλοκή της συζύγου (κυρίως σεξουαλική) με κάποιον άλλον.
Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιες ζήλιες είναι φυσιολογικές/υγιείς και κάποιες μη
φυσιολογικές/παθολογικές. Η παρόρμηση της ζήλιας είναι φυσιολογική, αποτελεί
δηλαδή μια έμφυτη αντίδραση αυτοπροστασίας. Αρκετές εκφράσεις της ζήλιας
είναι «φυσιολογικές», τουλάχιστον με την έννοια ότι είναι κοινωνικά αποδεκτές,
και μερικές λειτουργούν διευκολύνοντας το άτομο να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα της ζήλιας.
Μερικές εκφράσεις των συναισθημάτων της ζήλιας είναι παθολογικές. Λίγα άτομα, υποθέτουμε, θα δίσταζαν να ονομάσουν παθολογική τη συμπεριφορά ενός συζύγου, ο οποίος υπεραπασχολείται με το φόβο ότι η αναφερόμενη ως άπιστη σύζυγος προσπάθησε να τον δηλητηριάσει και την οποία αργότερα φόνευσε στα πλαίσια μιας έκρηξης οργής. Αλλά ακόμα και σε αυτή την ακραία περίπτωση, αρκετοί θα μετριάσουν την κρίση τους, αν αποκαλυφθεί ότι η συγκεκριμένη γυναίκα πράγματι είχε σχέσεις με κάποιον άλλο, και αρκετοί θα ψήφιζαν απαλλαγή του δολοφόνου, εάν αυτός φόνευσε τη γυναίκα του όταν τη βρήκε στο κρεβάτι με τον εραστή της.
Διαπιστώνουμε λοιπόν αρκετή σύγχυση και αμφιθυμία σε σχέση με αυτά τα θέματα. Ενώ σχεδόν όλοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν ότι κάποιες εκφράσεις ζήλιας είναι παθολογικές, υπάρχουν και αρκετές εκφράσεις ζήλιας που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως «φυσιολογικές» από μερικούς και ως «παθολογικές» από κάποιους άλλους. Πράγματι, θα ισχυριζόμασταν ότι το κλειδί για την κατανόηση της ζήλιας είναι ο τρέχων ορισμός του «φυσιολογικού» και του «παθολογικού» για το άτομο, το ζευγάρι και την κοινωνία. Συνεπώς, οι όροι «φυσιολογικός», «μη φυσιολογικός», «υγιής», «παθολογικός» θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Οι όροι αυτοί έχουν περιορισμένη χρησιμότητα εφόσον δεν υπάρχει συναίνεση και είναι ακατάλληλοι προς χρήση ειδικά σε μεταβατικές εποχές αναφορικά με τις έννοιες της αγάπης, της συζυγικής πίστης, του σεξ κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου