Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

«Εισβολείς» από το Σουέζ κυριεύουν τη Μεσόγειο

<Αυτοί οι Λεσσεψιανοί εξολοθρευτές, με «αρχηγό» τον ύπουλο, φονικό λαγοκέφαλο, επιχειρούν βίαιο εποικισμό των βυθών. Κορυφαίοι επιστήμονες εξηγούν ότι εάν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα, «αύριο» η Μεσόγειος δεν θα είναι η θάλασσά μας...

Σε μερικές δεκαετίες θα αναγνωρίζουμε τη Μεσόγειο όπως την ξέρουμε σήμερα;
 
Πολλοί επιστήμονες φοβούνται πως όχι, εκτός εάν ληφθούν πιο δραστικά μέτρα για την προστασία της. Η εισβολή ξενικών θαλάσσιων ειδών από τη ναυτιλία, τις ιχθυοκαλλιέργειες, το εμπόριο ειδών ενυδρείου, αλλά κυρίως η είσοδός τους από τη Διώρυγα του Σουέζ, ειδικά μετά την τελευταία μεγέθυνση του καναλιού τον περασμένο Αύγουστο, βάζει σε κίνδυνο τη μοναδική βιοποικιλότητα της Μεσογείου, πλήττει την αλιεία και συχνά απειλεί τη δημόσια υγεία.

Η υιοθέτηση ενός επικαιροποιημένου μεσογειακού σχεδίου δράσης αναφορικά με τα είδη-εισβολείς θα βρεθεί στην ατζέντα της 19ης Συνόδου των Συμβαλλομένων Μερών της Σύμβασης της Βαρκελώνης για «την προστασία της Μεσογείου Θάλασσας από τη ρύπανση», η οποία πραγματοποιείται 9-12 Φεβρουαρίου στην Αθήνα.
Πριν από ακριβώς 40 έτη, οι 21 χώρες που περιβάλλουν τη Μεσόγειο καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησαν το Μεσογειακό Σχέδιο Δράσης του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών που επικυρώθηκε με την υπογραφή της παραπάνω σύμβασης.
Το αποτέλεσμα της συνόδου αναμένεται «πολύ απογοητευτικό», αναφέρει στην «Κ» η Μπέλα Γκαλίλ, θαλάσσια βιολόγος από το Εθνικό Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ισραήλ, η οποία πρωτοστάτησε μιας γραπτής διαμαρτυρίας επιστημόνων με σκοπό να ληφθούν μέτρα για να μετριαστεί η εισβολή ξενικών ειδών από τη Διώρυγα του Σουέζ. «Καθόλου ικανοποιητικό» προβλέπει το αποτέλεσμα και ο θαλάσσιος βιολόγος, Αναστάσιος Ελευθερίου, ο πρώτος διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης, το οποίο σήμερα αποτελεί τμήμα του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Οι φόβοι των επιστημόνων απορρέουν από το γεγονός ότι «η Διώρυγα του Σουέζ δεν αναφέρεται ως μια ξεκάθαρη δράση μέσα στο σχέδιο», εξηγεί στην «Κ» η Μαρία ντελ Μαρ Οτέρο, ειδική σε θέματα εισβολικών ειδών από το Κέντρο Μεσογειακής Συνεργασίας της Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN). «Αυτό λέγεται ηθελημένη τύφλωση», σημειώνει η κ. Γκαλίλ. «Η Αίγυπτος κωφεύει, ενώ οι μεγάλοι οργανισμοί δεν έχουν κάνει πραγματικά καμία κίνηση» λέει ο κ. Ελευθερίου.
Η κ. Οτέρο, η οποία θα συμμετέχει στη Σύνοδο της επόμενης εβδομάδας στην Αθήνα, εκπροσωπώντας την IUCN, επισημαίνει ότι, παρόλα αυτά, το νέο ολοκληρωμένο πρόγραμμα παρακολούθησης και αξιολόγησης της Μεσογείου που θα υιοθετηθεί, θα βάλει στόχο να διερευνηθούν οι τάσεις όσον αφορά το πλήθος, τη χρονική και χωρική κατανομή των ξενικών, και ειδικότερα, των εισβολικών ειδών.
«Η κατάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Υπάρχουν κάποιες διαδικτυακές και τηλεοπτικές αναφορές που υποστηρίζουν ότι η Αίγυπτος έχει πραγματοποιήσει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και βάση των αποτελεσμάτων τους δεν υπάρχει κάποια επίπτωση. Αυτή η έκθεση όμως δεν έχει κατατεθεί ποτέ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οπότε και η Ε.Ε. δεν έχει ιδέα για τη μεθοδολογία τους» λέει η δημοσιογράφος Ρέιτσελ Μπίσοπ, η οποία πρόσφατα έκανε μια δημοσίευση άποψης στην εφημερίδα The New York Times πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Τα είδη που εισέβαλαν
Τα είδη που έχουν εισέλθει στη Μεσόγειο Θάλασσα μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 ονομάζονται Λεσσεψιανοί μετανάστες και η παρουσία τους στη γειτονιά μας δεν είναι νέο φαινόμενο. Ενδεικτικά, το 1924 έκανε την εμφάνισή του στη Μεσόγειο το ψάρι Αγριόσαλπα και το 1931 το ψάρι, το οποίο στην Ελλάδα αποκαλούμε, Γερμανός, γιατί ο εντοπισμός του στην Κρήτη συνέπεσε με τη γερμανική κατοχή.
Το 1976 έγινε η πρώτη καταγραφή της μέδουσας Rhopilema nomadica στη Μεσόγειο, της οποίας το τσίμπημα είναι επώδυνο και η παρουσία της σήμερα είναι έντονη στις ακτές του Ισραήλ, διώχνοντας τους τουρίστες από τις παραλίες και φράζοντας τους αγωγούς που διοχετεύουν νερό για την ψύξη των σταθμών παραγωγής ενέργειας και για τη λειτουργία των μονάδων αφαλάτωσης.
«Σήμερα στο Ισραήλ πάνω από τα μισά ψάρια που ζουν σε ρηχά νερά, κάτω από 50 μέτρα βάθος, είναι Λεσσεψιανά είδη» σημειώνει ο Ντόρι Εντελιστ, θαλάσσιος βιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Χάιφας και το Εθνικό Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ισραήλ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς του όσο μεγαλώνει το βάθος παρατηρείται μια κλιμακωτή μείωση των ξενικών ειδών. Με την πρόσφατη όμως βάθυνση της διώρυγας του Σουέζ η προοπτική για το μέλλον των βαθών της Μεσογείου είναι δυσοίωνη. «Μια ομάδα ειδών που ζει σε μεγάλα βάθη στην Ερυθρά θάλασσα και μέχρι τώρα δεν μπορούσε να εισέλθει στη Μεσόγειο, διότι το κανάλι ήταν πολύ ρηχό, σήμερα της δίνεται η ευκαιρία να περάσει» αναφέρει η κ. Γκαλίλ.
«Η βάθυνση είναι απόλυτα λογική και απαραίτητη για τη ναυσιπλοΐα του σήμερα» προσθέτει, όμως η ίδια, όπως και μια μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, επιμένει πως δεν μπορεί να πραγματοποιούνται τέτοια έργα χωρίς παράλληλα να λαμβάνονται τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα, όπως υδατοφράκτες ή φράγματα αλατότητας.
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, διάφοροι φυσικοί μηχανισμοί λειτουργούσαν προστατευτικά, ανακόπτοντας την πορεία πολλών ειδών προς τη Μεσόγειο. Το πλάτος της διώρυγας ήταν μικρό, το βάθος της ρηχό και το μήκος της μεγάλο, με αποτέλεσμα να μη διευκολύνεται η δημιουργία ρεύματος.
Η διώρυγα περνούσε μέσα από λίμνες με υψηλή περιεκτικότητα σε αλάτι, που αποτελούσαν ένα αφιλόξενο περιβάλλον για την πλειονότητα των ειδών. Σήμερα, η αυξημένη ροή νερού στο κανάλι έχει «ξεπλύνει» τα άλατα που δημιουργούσαν αυτές τις ακραίες συνθήκες αλατότητας.
Αυτή τη στιγμή, πάνω από 1.000 ξενικά είδη βρίσκονται στη Μεσόγειο θάλασσα, σύμφωνα με πρόσφατη καταγραφή του θαλάσσιου βιολόγου Στέλιου Κατσανεβάκη, καθηγητή στο Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ο κ. Κατσανεβάκης που στην έρευνά του μελέτησε πώς αλλάζει ο αριθμός των νέων ξενικών ειδών ανά δεκαετία στη Μεσόγειο για κάθε εισβολικό μονοπάτι -ναυτιλία, ιχθυοκαλλιέργειες, εμπόριο ειδών ενυδρείου και Διώρυγα του Σουέζ- παρατήρησε διπλασιασμό του ρυθμού εμφάνισης Λεσσεψιανών ειδών από τα μέσα του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, ενώ στη δεκαετία του 1950 είχαν καταγραφεί λιγότερα από 40 Λεσσεψιανά είδη, την περασμένη δεκαετία εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο 80 νέα είδη.

Σε αντίστροφη πορεία
«Σχηματικά, μπαίνοντας στη Μεσόγειο, τα είδη αυτά ακολουθούν μια πορεία αντίστροφη από αυτή των δεικτών του ρολογιού» λέει ο κ. Κατσανεβάκης, εξηγώντας ότι κινούνται προς το Ισραήλ, περνούν στις ακτές της Τουρκίας και τέλος εισέρχονται στο Αιγαίο.
«Το Αιγαίο πέλαγος αποτελεί φραγμό, με αποτέλεσμα ένας μικρός αριθμός από αυτά τα είδη να εξαπλώνεται στη δυτική Μεσόγειο» τονίζει ο θαλάσσιος βιολόγος Κώστας Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έχει διατελέσει διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων του ΕΛΚΕΘΕ για πάνω από δύο δεκαετίες. Η ελληνική χερσόνησος, τα μεγάλα βάθη μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης και μεταξύ Κρήτης και των ακτών της Αφρικής, αποτελούν ακόμα εμπόδιο για τα παράκτια εισβολικά είδη.
Σύμφωνα με την καταγραφή που έκανε ο κ. Παπακωνσταντίνου το 2014, στην Ελλάδα εντοπίστηκαν 42 Λεσσεψιανά είδη. «Το 1990 μόλις 11 είδη είχαν ταυτοποιηθεί στις ελληνικές θάλασσες ως Λεσσεψιανοί μετανάστες» λέει ο κ. Παπακωνσταντίνου. «Οι ρυθμοί δείχνουν ότι πρόκειται για έναν βίαιο εποικισμό που σε βάθος χρόνου πιθανώς να αλλάξει την οικολογία των θαλασσών» προσθέτει.

Στις ελληνικές θάλασσες
Στην Ελλάδα τα εισβολικά είδη ψαριών τα οποία έχουν προκαλέσει τις μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι οι Γερμανοί και οι Αγριόσαλπες, δύο είδη του γένους Siganus. «Είναι φυτοφάγα είδη και κάνουν ό,τι και οι κατσίκες στα βουνά. Τρώνε τα πάντα!» λέει ο κ. Κατσανεβάκης, και εξηγεί ότι στις νότιες περιοχές του Αιγαίου, εκεί που παλιά υπήρχε πλούσια κάλυψη από συστάδες φυκών, σήμερα αυτό που παρατηρεί κανείς είναι γυμνό βράχο. «Ο ρόλος των φυκών είναι ο ίδιος με αυτόν των δασών στη χέρσο. Προσφέρουν τροφή, καταφύγιο και υποστηρίζουν μια πολύ πλούσια βιοποικιλότητα, η οποία είναι σημαντική και για την αλιεία» λέει ο κ. Κατσανεβάκης.
Στην Κρήτη οι αλιείς αντιμετωπίζουν και ένα ακόμα, μεγαλύτερο πρόβλημα, τη μεγάλη εξάπλωση του τοξικού Λεσσεψιανού είδους του Λαγοκέφαλου. «Το είδος αυτό πιάνεται σε μεγάλες ποσότητες από διάφορα αλιευτικά εργαλεία, προκαλώντας και ζημιές στις ψαριές και στα εργαλεία» σημειώνει η βιολόγος-ιχθυολόγος, Νότα Περιστεράκη, από το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ.
«Ο Λαγοκέφαλος είναι ανώτερος θηρευτής και τρέφεται με πολλά είδη ψαριών εμπορικής σημασίας, μειώνοντας έτσι τους πληθυσμούς τους» λέει ο κ. Κατσανεβάκης. «Εχει πολύ κοφτερά δόντια και σκίζει τα δίχτυα των ψαράδων για να κλέψει την ψαριά» προσθέτει.
«Η πρώτη φορά που τον εντοπίσαμε στην Ελλάδα ήταν το Ιούνιο του 2005 στις βόρειες ακτές της Κρήτης» θυμάται η κ. Περιστεράκη, η οποία με την ομάδα της ήταν από τους πρώτους που προειδοποίησαν το ελληνικό κοινό για την επικινδυνότητά του. «Ο Λαγοκέφαλος περιέχει στα εντόσθια, τα αυγά και το δέρμα του ποσότητες τετροδοτοξίνης, μιας νευροπαραλυτικής τοξίνης και εάν καταναλωθεί μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο, αν δεν υπάρξει άμεση νοσηλεία» τονίζει η κ. Περιστεράκη.
Ενας πρόσφατος επισκέπτης των ελληνικών θαλασσών, που πρωτοεμφανίστηκε το καλοκαίρι του 2015 στη Ρόδο, είναι το εντυπωσιακό Λεοντόψαρο με τα δηλητηριώδη αγκάθια. Σύμφωνα με τους επιστήμονες το Λεσσεψιανό αυτό είδος ήρθε για να μείνει και αναμένεται τα επόμενα έτη να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη Μεσόγειο.
«Πρόκειται για ένα αχόρταγο ιχθυοφάγο είδος που κάνει μεγάλη ζημιά στον γόνο των άλλων ψαριών» λέει ο κ. Κατσανεβάκης, εξηγώντας ότι στην περιοχή της Φλόριντα των ΗΠΑ και της Καραϊβικής έχει προκαλέσει ήδη μεγάλες ζημιές. «Εκεί προσπαθούν να το ψαρέψουν ή να κάνουν διαγωνισμούς ψαροντούφεκου για να μειώσουν τους πληθυσμούς του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα» προσθέτει.
«Πολύ λίγα από τα εισβολικά είδη έχουν θετική οικονομική αξία» αναφέρει η κ. Γκαλίλ. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι ένα είδος τροπικής γαρίδας, με την ονομασία Marsupenaeus japonicus, η οποία πωλείται σε πολύ υψηλές τιμές στην αγορά.
«Σήμερα το πρωί στο Ισραήλ κοστίζουν 60 δολάρια το κιλό» λέει η κ. Γκαλίλ. Για να φτάσουν όμως να προσφέρουν οικονομικό όφελος, σημαίνει ότι τα είδη αυτά έχουν καταλάβει μεγάλες περιοχές, με αποτέλεσμα να έχουν εκτοπίσει κάποιο άλλο, τοπικό είδος της Μεσογείου. «Τα είδη δεν είναι λέγκο: βγάζεις ένα πράσινο τουβλάκι και βάζεις στη θέση του ένα λευκό. Τα είδη εξελίχθηκαν μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα αλληλεπίδρασης μεταξύ τους» εξηγεί η κ. Γκαλίλ.

Η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει τους Λεσσεψιανούς μετανάστες
Η κλιματική αλλαγή έχει παίξει και αυτή καθοριστικό ρόλο στην επιδείνωση του προβλήματος της εισβολής Λεσσεψιανών ειδών στη Μεσόγειο. «Εχουμε μια γεωμετρική αύξηση των ταυτοποιημένων ειδών τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της θέρμανσης της Μεσογείου», λέει ο κ. Παπακωνσταντίνου, εξηγώντας ότι όσο θερμαίνονται τα νερά της Μεσογείου τόσο πιο φιλικό γίνεται το περιβάλλον για να ζήσουν εδώ τα θερμόφιλα είδη της Ερυθράς θάλασσας. «Το θέμα της κλιματικής αλλαγής έτσι και αλλιώς δημιουργεί προβλήματα, πόσο μάλλον όταν η Ανατολική Μεσόγειος είναι τόσο προσβάσιμη στα νερά της Ερυθράς Θάλασσας», λέει ο κ. Ελευθερίου.
Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μόνο το άνοιγμα μιας εισόδου δεν αρκεί για να εγκατασταθεί ένα είδος στο νέο περιβάλλον και να γίνει εισβολικό. «Για να συμβεί αυτό σε ένα οικοσύστημα πρέπει να πληρούνται συγχρόνως δύο προϋποθέσεις: η δυνατότητα μεταφοράς, όπως η Διώρυγα του Σουέζ, ή τα έρματα και τα ύφαλα των πλοίων, αλλά και το περιβάλλον εγκατάστασης», λέει ο Φρανσουά Σιμάρντ, υποδιευθυντής και ανώτερος σύμβουλος για θέματα αλιείας του προγράμματος για τις Παγκόσμιες Θάλασσες και τους Πόλους της IUCN. «Tα ξενικά είδη γίνονται εισβολικά γιατί το περιβάλλον έχει υποβαθμιστεί.
Σε ένα ισχυρό και υγιές περιβάλλον είναι πιο δύσκολο να εγκατασταθούν νέα είδη, διότι δεν υπάρχει χώρος γι’αυτά», εξηγεί ο κ. Σιμάρντ.
«Είναι πιο εύκολο σε ένα δωμάτιο με ένα ή δύο άτομα να μπει ένα τρίτο και να καταλάβει τον χώρο, παρά όταν στο δωμάτιο υπάρχουν ήδη δέκα άτομα. Χρειάζεται μεγαλύτερος ανταγωνισμός», λέει ο Δρόσος Κουτσούμπας, καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρόεδρος του Δ.Σ. του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου. «Η παρουσία των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών εγγυάται την καλή ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος και μεγάλη ποικιλότητα ειδών», προσθέτει.

Για… καλές ψαριές
Η καλή λειτουργία ενός οικοσυστήματος, σύμφωνα με τον Γιώργο Κόκκορη, καθηγητή Στατιστικής και Μαθηματικής Οικολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, μπορεί να εγγυηθεί και καλύτερες ψαριές. Τις τελευταίες δεκαετίες που οι αλιείς στην Ελλάδα καταγράφουν μεγάλες ζημιές, ο κ. Κόκκορης μαζί με την ερευνήτρια Σιλβέν Γιακουμή έχουν προτείνει τη δημιουργία ενός δικτύου θαλάσσιων προστατευτέων παράκτιων περιοχών, που θα λειτουργούν ως ελεύθερα εκκολαπτήρια για τους ντόπιους πληθυσμούς ψαριών.
«Οι ψαράδες αντιδρούν γιατί φοβούνται, ενώ οι πολιτικοί δεν έχουν ποτέ το σθένος να επιβάλλουν μια απόφαση», λέει ο κ. Κόκκορης, αναφερόμενος στο ολοκληρωμένο σχέδιο που έχουν προτείνει για τη δημιουργία τέτοιων περιοχών στις Νότιες Κυκλάδες.
Οσο στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται μια αποφασιστική διακρατική συμφωνία, τέτοιες τοπικές δράσεις, αν και δεν μπορούν από μόνες τους να λύσουν το πρόβλημα της εισβολής των λεσεψιανών μεταναστών, μπορούν πιθανόν να λειτουργήσουν προστατευτικά για τους ενδημικούς πληθυσμούς της Μεσογείου. «Από τις μινωικές τοιχογραφίες βλέπουμε ότι η πανίδα της Μεσογείου έχει μείνει ίδια εδώ και 5.000 χρόνια», λέει ο κ. Ελευθερίου. «Φοβάμαι όμως ότι με τα νέα δεδομένα θα αρχίσουμε να βλέπουμε μεγάλες αλλαγές».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου