«Η ζήλια γεννιέται πάντα μαζί με την αγάπη, μα δεν πεθαίνει πάντοτε μαζί της.» Φρανσουά Ντε Λα Ροσφουκό
Βασικό ερώτημα… γιατί ζηλεύουμε;
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορεί να κρύβονται πίσω από τη ζήλια. Πιθανώς διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, με αποτέλεσμα η χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση να μας προκαλέσουν συναισθήματα ανασφάλειας. Οδηγούμαστε να μην μπορούμε να εμπιστευτούμε τους κοντινούς μας ανθρώπους (είτε υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι είτε όχι) και να εκδηλώνουμε κτητικότητα.
Η κτητικότητα μας δίνει την ψευδαίσθηση του ελέγχου πάνω στον άλλον (π.χ. αν δεν μιλά με καμία συνάδελφό του, δεν κινδυνεύω να με απατήσει κλπ.) και έτσι καταλήγουμε να ζηλεύουμε υπερβολικά. Σίγουρα το συναίσθημα της ζήλιας αυξάνεται όταν υπάρχουν αφορμές. Το μεγάλο πρόβλημα σε κάθε τέτοια περίπτωση (όπου υπάρχει μια αφορμή για ζήλια) είναι το αν αυτή η αφορμή είναι αντικειμενική ή όχι. Για παράδειγμα, αν ο άνδρας μας δεν απαντά στο κινητό του όταν του τηλεφωνούμε, μπορεί να είναι με μια άλλη γυναίκα -όπως θα σκεφτούμε αν είμαστε ζηλιάρες-, αλλά το ίδιο ή και περισσότερο πιθανό είναι να μην το άκουσε, να το είχε ξεχάσει κάπου, να έκανε κάτι άλλο και να μην μπορούσε να το σηκώσει. Όταν όμως, μας κυριεύει το συναίσθημα της ζήλιας, κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούμε ότι ο άνδρας μας μάς απατά και σκεπτόμενες συναισθηματικά, θα θεωρήσουμε ότι αφού έτσι αισθανόμαστε, έτσι είναι.
Παιχνίδια του μυαλού!
Τα παραπάνω συναισθήματα, αλλά και τα λάθη που κάνουμε όταν σκεφτόμαστε και φτάνουμε να ζηλεύουμε μπορεί να απορρέουν από τα βιώματά μας, τις εμπειρίες μας (π.χ. έτσι και ο προηγούμενος σύντροφός μου έβγαινε με τους κολλητούς του χωρίς εμένα και τελικά αποδείχτηκε ότι είχε άλλη), τα στερεότυπα που έχουμε στο μυαλό μας (π.χ. στους άνδρες δεν φτάνει ποτέ μία γυναίκα), αλλά και τις συναισθηματικές παγίδες στις οποίες έχουμε πέσει.
Τα παραπάνω σχετίζονται με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, τους άλλους και το μέλλον μας.
Αν βλέπουμε τον εαυτό μας σαν μη γοητευτικό, ανάξιο να αγαπηθεί και ανεπαρκή, είναι φυσική απόρροια να θεωρούμε ότι ο σύντροφός μας δεν θα μπορέσει να παραμείνει πιστός σε εμάς. Αν πιστεύουμε πως όλοι θα μας εγκαταλείψουν, θα μας πληγώσουν και θα μας κακομεταχειριστούν ή ότι δεν αξίζουμε να μας αγαπήσουν, τότε είναι αναμενόμενο να ζηλεύουμε πολύ εύκολα. Αν, πάλι, θεωρούμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας ή ότι κάτι κακό θα μας συμβεί κάποια στιγμή, τότε είναι μάλλον λογικό να νιώθουμε ανασφαλείς και να ζηλεύουμε ανά πάσα στιγμή.
Πιο συγκεκριμένα ο Φρόιντ διέκρινε τρία είδη ζήλιας, τη φυσιολογική, τη νευρωτική και την παθολογική. Η φυσιολογική ζήλια είναι το συναίσθημα που αισθάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται από τη συμπεριφορά κάποιου τρίτου. Έτσι, ένας άντρας μπορεί να νιώσει ζήλια, όταν άλλοι άνδρες προσεγγίσουν τη γυναίκα του σε ένα πάρτι. Αυτό το συναίσθημα είναι απόλυτα φυσιολογικό και εξαφανίζεται από μόνο του μόλις ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Η νευρωτική ζήλια εμφανίζεται έντονα σε άτομα υπερευαίσθητα και τις περισσότερες φορές δεν οφείλεται σε σοβαρές ή ορατές αιτίες. Έχει τη βάση της σε βαθιά ριζωμένα αισθήματα ενοχής και στο μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται προβολή. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που είχε εξωσυζυγική σχέση και αισθάνεται τύψεις και ενοχές για αυτό, “προβάλλει” τα συναισθήματά της στον άντρα της και τον κατηγορεί για προκλητική συμπεριφορά και για την πιθανότητα απιστίας. Αρχίζει να νιώθει νευρωτική ζήλια, η οποία πηγάζει από τον ίδιο της τον εαυτό, τα συναισθήματα και τις πράξεις της, καθώς και από το φόβο μήπως ο άντρας της διαπράξει απιστία.
Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έμμονη ιδέα της απιστίας. Το άτομο που νιώθει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα αισθάνεται συνήθως μειονεκτικά απέναντι στο σύντροφό του και παρατηρεί εξονυχιστικά τη συμπεριφορά του άλλου, προκειμένου να βρει πειστήρια και αποδείξεις για την υποτιθέμενη απιστία. Μέσα από τη μόνιμη ανησυχία στην οποία ζει, παρεξηγεί και παρερμηνεύει το σύντροφό του, που υποφέρει από αυτήν τη συμπεριφορά.
Ειδικότερα, οι άνδρες αντιδρούν περισσότερο στην σεξουαλική απιστία, στην διεκδίκηση της συντρόφου τους από κάποιον άλλον και είναι πιο επιθετικοί, ενώ οι γυναίκες αντιδρούν στην συναισθηματική απιστία και στην έλλειψη προστασίας γι’ αυτές και τα παιδιά τους. Σημαντικό είναι να γίνει διάκριση μεταξύ των πραγματικών απειλών για τη σχέση και των φόβων και συνεπώς φανταστικών απειλών.
Ουσιαστικά, το άτομο που αισθάνεται ζήλια για το σύντροφό του φοβάται κατά κύριο λόγο ότι θα τον/την χάσει, ότι ο σύντροφός του θα βρει ένα καινούριο ταίρι και θα φύγει. Αυτή ακριβώς η σύγκριση με τον “καλύτερο άλλο” είναι που προξενεί αισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας στο άτομο που ζηλεύει και νιώθει ότι θα μειωθεί λόγω της σύγκρισης και θα απορριφθεί. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν όμως στη διαιώνιση τους.
«Ζηλεύω πολύ το σύντροφό µου!»
Αν κατορθώσεις, κάθε φορά που ζηλεύεις, να εκλογικεύεις την κατάσταση, τότε θα μπορέσεις να διαφυλάξεις τη σχέση σου, αλλά και να γνωρίζεις πότε έχεις έναν αντικειμενικό λόγο να το κάνεις. Από την άλλη πλευρά, είναι σκόπιμο, ενώ η ζήλια σε ωθεί στο να εστιάσεις στον άλλον και να παρατηρείς καχύποπτα κάθε πιθανή «ένδειξη» ή κίνησή του, να στρέψεις την προσοχή σου στον εαυτό σου, στις ανάγκες σου και σε ότι μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια, επάρκεια και ικανοποίηση. Αν εντοπίζεις στον εαυτό σου συναισθήματα ανεπάρκειας και μειονεξίας, ανταγωνισμού ή φθόνου, χρειάζεται να εστιάσεις στην εικόνα που έχεις για σένα και στο κατά πόσον αυτή ισχύει, να δουλέψεις για να χτίσεις την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή σου, ώστε να αισθάνεσαι περισσότερη ασφάλεια, σιγουριά και εμπιστοσύνη μέσα στη σχέση σου.
«Η ζήλια του με πνίγει!»
Η μόνη λύση είναι να προσπαθήσεις να το συζητήσεις ειλικρινά μαζί του και να ακούσεις τι έχει να σου πει. Έτσι, θα καταλάβεις τι νιώθει, γιατί ζηλεύει, τι τον πειράζει, αν και πόσο φταις, τι μπορείς να κάνεις, αλλά και να εξηγήσεις τη θέση σου, το τι θέλεις και το πώς σκέπτεσαι. Πιθανότατα, έτσι θα εκλογικεύσει τα όσα νιώθει και θα μάθει να συγκρατείται, σκεπτόμενος λογικά και όχι βασιζόμενος στην παρόρμηση ενός αδικαιολόγητου συναισθήματος ζήλιας. Συχνά, όταν κάποιος ζηλεύει, «κάνει σκηνές» κάθε φορά που νιώθει πως απειλείται, με στόχο να επιβεβαιωθεί και να νιώσει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που χρειάζεται. Αν επιτρέπεις στο σύντροφό σου, κάθε φορά που νιώθει αυτή την ανάγκη, να κάνει σκηνές και ανέχεσαι αυτή τη συμπεριφορά, ναι μεν για λίγο θα νιώθει πιο ανακουφισμένος, ασφαλής και επιβεβαιωμένος, αλλά η σχέση σας, εσύ η ίδια, καθώς και ο σύντροφός σου, θα έχετε αργότερα περισσότερα προβλήματα. Στη σπάνια περίπτωση που η ζήλια του είναι παθολογική, δεν εκλογικεύεται και καταλήγει να σε απειλεί, τα πράγματα δυσκολεύουν και ίσως η λύση να μη βρίσκεται στην επικοινωνία και την κατανόηση, αλλά στη βοήθεια από έναν ειδικό και αν αυτή δεν είναι αρκετή… ακόμα και στο χωρισμό. Στον αντίποδα ωστόσο, άλλοι/ες πιστεύουν ότι η ζήλια δυναμώνει και τρέφει τον έρωτα (αρκεί να είναι ελεγχόμενη). Περί ερωτικής ορέξεως…
Κλείνοντας ποιητικά, όπως ξεκίνησα και τα συμπεράσματα δικά σας:
Τη ζηλοτυπία τρέφουν οι αμφιβολίες και είτε μετατρέπεται σε μανία είτε σταματάει όταν η αμφιβολία γίνει βεβαιότητα.
Βασικό ερώτημα… γιατί ζηλεύουμε;
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορεί να κρύβονται πίσω από τη ζήλια. Πιθανώς διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, με αποτέλεσμα η χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση να μας προκαλέσουν συναισθήματα ανασφάλειας. Οδηγούμαστε να μην μπορούμε να εμπιστευτούμε τους κοντινούς μας ανθρώπους (είτε υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι είτε όχι) και να εκδηλώνουμε κτητικότητα.
Η κτητικότητα μας δίνει την ψευδαίσθηση του ελέγχου πάνω στον άλλον (π.χ. αν δεν μιλά με καμία συνάδελφό του, δεν κινδυνεύω να με απατήσει κλπ.) και έτσι καταλήγουμε να ζηλεύουμε υπερβολικά. Σίγουρα το συναίσθημα της ζήλιας αυξάνεται όταν υπάρχουν αφορμές. Το μεγάλο πρόβλημα σε κάθε τέτοια περίπτωση (όπου υπάρχει μια αφορμή για ζήλια) είναι το αν αυτή η αφορμή είναι αντικειμενική ή όχι. Για παράδειγμα, αν ο άνδρας μας δεν απαντά στο κινητό του όταν του τηλεφωνούμε, μπορεί να είναι με μια άλλη γυναίκα -όπως θα σκεφτούμε αν είμαστε ζηλιάρες-, αλλά το ίδιο ή και περισσότερο πιθανό είναι να μην το άκουσε, να το είχε ξεχάσει κάπου, να έκανε κάτι άλλο και να μην μπορούσε να το σηκώσει. Όταν όμως, μας κυριεύει το συναίσθημα της ζήλιας, κατά πάσα πιθανότητα θα σκεφτούμε ότι ο άνδρας μας μάς απατά και σκεπτόμενες συναισθηματικά, θα θεωρήσουμε ότι αφού έτσι αισθανόμαστε, έτσι είναι.
Παιχνίδια του μυαλού!
Τα παραπάνω συναισθήματα, αλλά και τα λάθη που κάνουμε όταν σκεφτόμαστε και φτάνουμε να ζηλεύουμε μπορεί να απορρέουν από τα βιώματά μας, τις εμπειρίες μας (π.χ. έτσι και ο προηγούμενος σύντροφός μου έβγαινε με τους κολλητούς του χωρίς εμένα και τελικά αποδείχτηκε ότι είχε άλλη), τα στερεότυπα που έχουμε στο μυαλό μας (π.χ. στους άνδρες δεν φτάνει ποτέ μία γυναίκα), αλλά και τις συναισθηματικές παγίδες στις οποίες έχουμε πέσει.
Τα παραπάνω σχετίζονται με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, τους άλλους και το μέλλον μας.
Αν βλέπουμε τον εαυτό μας σαν μη γοητευτικό, ανάξιο να αγαπηθεί και ανεπαρκή, είναι φυσική απόρροια να θεωρούμε ότι ο σύντροφός μας δεν θα μπορέσει να παραμείνει πιστός σε εμάς. Αν πιστεύουμε πως όλοι θα μας εγκαταλείψουν, θα μας πληγώσουν και θα μας κακομεταχειριστούν ή ότι δεν αξίζουμε να μας αγαπήσουν, τότε είναι αναμενόμενο να ζηλεύουμε πολύ εύκολα. Αν, πάλι, θεωρούμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας ή ότι κάτι κακό θα μας συμβεί κάποια στιγμή, τότε είναι μάλλον λογικό να νιώθουμε ανασφαλείς και να ζηλεύουμε ανά πάσα στιγμή.
Πιο συγκεκριμένα ο Φρόιντ διέκρινε τρία είδη ζήλιας, τη φυσιολογική, τη νευρωτική και την παθολογική. Η φυσιολογική ζήλια είναι το συναίσθημα που αισθάνονται οι περισσότεροι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται από τη συμπεριφορά κάποιου τρίτου. Έτσι, ένας άντρας μπορεί να νιώσει ζήλια, όταν άλλοι άνδρες προσεγγίσουν τη γυναίκα του σε ένα πάρτι. Αυτό το συναίσθημα είναι απόλυτα φυσιολογικό και εξαφανίζεται από μόνο του μόλις ηρεμήσουν τα πνεύματα.
Η νευρωτική ζήλια εμφανίζεται έντονα σε άτομα υπερευαίσθητα και τις περισσότερες φορές δεν οφείλεται σε σοβαρές ή ορατές αιτίες. Έχει τη βάση της σε βαθιά ριζωμένα αισθήματα ενοχής και στο μηχανισμό άμυνας που ονομάζεται προβολή. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που είχε εξωσυζυγική σχέση και αισθάνεται τύψεις και ενοχές για αυτό, “προβάλλει” τα συναισθήματά της στον άντρα της και τον κατηγορεί για προκλητική συμπεριφορά και για την πιθανότητα απιστίας. Αρχίζει να νιώθει νευρωτική ζήλια, η οποία πηγάζει από τον ίδιο της τον εαυτό, τα συναισθήματα και τις πράξεις της, καθώς και από το φόβο μήπως ο άντρας της διαπράξει απιστία.
Η παθολογική ή αρρωστημένη ζήλια ξεπερνά τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού και σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έμμονη ιδέα της απιστίας. Το άτομο που νιώθει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα αισθάνεται συνήθως μειονεκτικά απέναντι στο σύντροφό του και παρατηρεί εξονυχιστικά τη συμπεριφορά του άλλου, προκειμένου να βρει πειστήρια και αποδείξεις για την υποτιθέμενη απιστία. Μέσα από τη μόνιμη ανησυχία στην οποία ζει, παρεξηγεί και παρερμηνεύει το σύντροφό του, που υποφέρει από αυτήν τη συμπεριφορά.
Ειδικότερα, οι άνδρες αντιδρούν περισσότερο στην σεξουαλική απιστία, στην διεκδίκηση της συντρόφου τους από κάποιον άλλον και είναι πιο επιθετικοί, ενώ οι γυναίκες αντιδρούν στην συναισθηματική απιστία και στην έλλειψη προστασίας γι’ αυτές και τα παιδιά τους. Σημαντικό είναι να γίνει διάκριση μεταξύ των πραγματικών απειλών για τη σχέση και των φόβων και συνεπώς φανταστικών απειλών.
Ουσιαστικά, το άτομο που αισθάνεται ζήλια για το σύντροφό του φοβάται κατά κύριο λόγο ότι θα τον/την χάσει, ότι ο σύντροφός του θα βρει ένα καινούριο ταίρι και θα φύγει. Αυτή ακριβώς η σύγκριση με τον “καλύτερο άλλο” είναι που προξενεί αισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας στο άτομο που ζηλεύει και νιώθει ότι θα μειωθεί λόγω της σύγκρισης και θα απορριφθεί. Οι αρνητικές σκέψεις που συνοδεύουν αυτά τα βαθιά ριζωμένα συναισθήματα συντελούν όμως στη διαιώνιση τους.
«Ζηλεύω πολύ το σύντροφό µου!»
Αν κατορθώσεις, κάθε φορά που ζηλεύεις, να εκλογικεύεις την κατάσταση, τότε θα μπορέσεις να διαφυλάξεις τη σχέση σου, αλλά και να γνωρίζεις πότε έχεις έναν αντικειμενικό λόγο να το κάνεις. Από την άλλη πλευρά, είναι σκόπιμο, ενώ η ζήλια σε ωθεί στο να εστιάσεις στον άλλον και να παρατηρείς καχύποπτα κάθε πιθανή «ένδειξη» ή κίνησή του, να στρέψεις την προσοχή σου στον εαυτό σου, στις ανάγκες σου και σε ότι μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ασφάλεια, επάρκεια και ικανοποίηση. Αν εντοπίζεις στον εαυτό σου συναισθήματα ανεπάρκειας και μειονεξίας, ανταγωνισμού ή φθόνου, χρειάζεται να εστιάσεις στην εικόνα που έχεις για σένα και στο κατά πόσον αυτή ισχύει, να δουλέψεις για να χτίσεις την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή σου, ώστε να αισθάνεσαι περισσότερη ασφάλεια, σιγουριά και εμπιστοσύνη μέσα στη σχέση σου.
«Η ζήλια του με πνίγει!»
Η μόνη λύση είναι να προσπαθήσεις να το συζητήσεις ειλικρινά μαζί του και να ακούσεις τι έχει να σου πει. Έτσι, θα καταλάβεις τι νιώθει, γιατί ζηλεύει, τι τον πειράζει, αν και πόσο φταις, τι μπορείς να κάνεις, αλλά και να εξηγήσεις τη θέση σου, το τι θέλεις και το πώς σκέπτεσαι. Πιθανότατα, έτσι θα εκλογικεύσει τα όσα νιώθει και θα μάθει να συγκρατείται, σκεπτόμενος λογικά και όχι βασιζόμενος στην παρόρμηση ενός αδικαιολόγητου συναισθήματος ζήλιας. Συχνά, όταν κάποιος ζηλεύει, «κάνει σκηνές» κάθε φορά που νιώθει πως απειλείται, με στόχο να επιβεβαιωθεί και να νιώσει την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που χρειάζεται. Αν επιτρέπεις στο σύντροφό σου, κάθε φορά που νιώθει αυτή την ανάγκη, να κάνει σκηνές και ανέχεσαι αυτή τη συμπεριφορά, ναι μεν για λίγο θα νιώθει πιο ανακουφισμένος, ασφαλής και επιβεβαιωμένος, αλλά η σχέση σας, εσύ η ίδια, καθώς και ο σύντροφός σου, θα έχετε αργότερα περισσότερα προβλήματα. Στη σπάνια περίπτωση που η ζήλια του είναι παθολογική, δεν εκλογικεύεται και καταλήγει να σε απειλεί, τα πράγματα δυσκολεύουν και ίσως η λύση να μη βρίσκεται στην επικοινωνία και την κατανόηση, αλλά στη βοήθεια από έναν ειδικό και αν αυτή δεν είναι αρκετή… ακόμα και στο χωρισμό. Στον αντίποδα ωστόσο, άλλοι/ες πιστεύουν ότι η ζήλια δυναμώνει και τρέφει τον έρωτα (αρκεί να είναι ελεγχόμενη). Περί ερωτικής ορέξεως…
Κλείνοντας ποιητικά, όπως ξεκίνησα και τα συμπεράσματα δικά σας:
Τη ζηλοτυπία τρέφουν οι αμφιβολίες και είτε μετατρέπεται σε μανία είτε σταματάει όταν η αμφιβολία γίνει βεβαιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου