Στα πολύ παλιά τα χρόνια, στα σκιερά και μυστηριώδη δάση τής Ελλάδας μας, ζούσε ένας γεροδεμένος και πανέμορφος νεαρός, που τον έλεγαν Ακταίωνα. Ήταν έμπειρος τοξοβόλος και κυνηγός, και καθημερινά τριγυρνούσε κάτω από τα πυκνόκλαδα δέντρα και ανάμεσα στους δασύφυλλους θάμνους, αναζητώντας θρεπτικά θηράματα. Καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια. Ήταν γιός τού άρχοντα Αρισταίου και τής αρχόντισσας Αυτονόης. Γιαγιά του ήταν η ευγενική θεά Σεμέλη και θείος του ήταν ο χαρωπός και καλοσυνάτος θεός Διόνυσος. Είχε, επίσης, την εξαιρετική τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον κένταυρο Χείρωνα, τον πλέον φημισμένο διδάσκαλο πολλών γενναίων ηρώων εκείνης τής μυθικής εποχής. Ο ίδιος ο Ακταίωνας, όμως, προτιμούσε να ζει μακριά από τους θορύβους τής πόλης και από το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων, σχεδόν ξεχασμένος μέσα στην απέραντη ησυχία τού δάσους, σε ένα ξύλινο καλυβάκι που είχε φτιάξει με περισσή τέχνη δίπλα στην δυνατή ρίζα ενός τεράστιου και καταπράσινου δέντρου.
Μοναδική αλλά πολυπληθής συντροφιά τού Ακταίωνα ήταν τα πενήντα θαυμάσια κυνηγετικά σκυλιά του. Άλλα λευκά, άλλα κατάμαυρα, άλλα καστανά, όλα ζωηρά, πανέξυπνα και πιστά. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο πελώριος Νηλεής, με το κατάλευκο και μακρύ τρίχωμά του, μεγαλωμένος και εκπαιδευμένος από τον ίδιο τον Ακταίωνα, καθώς και η αγέρωχη Δαλερά, που είχε το χρώμα τού κάστανου, άγρυπνη φύλακας και αλάνθαστη ιχνηλάτης. Κάθε φορά, που έβγαιναν μαζί με τον κύριό τους γιά κυνήγι, τα δάση και τα όρη αντηχούσαν από τα γαβγίσματά τους, ενώ ακόμη και τα ισχυρότερα θηρία, όπως τα λιοντάρια, ένιωθαν φόβο όταν αντίκριζαν τους τετράποδους φίλους τού Ακταίωνα.
Δυστυχώς, όμως, οι αξιοζήλευτες κυνηγετικές ικανότητες και οι απαράμιλλες θηρευτικές επιτυχίες τού μοναχικού νεαρού τον οδηγούσαν βήμα-βήμα προς την αλαζονεία. Μάταια ο σοφός Χείρωνας, που τον υπεραγαπούσε, προσπαθούσε να τον συνετίσει και μάταια τού επαναλάμβανε ότι όφειλε να είναι σεμνότερος. Χρόνο με τον χρόνο, ο Ακταίωνας δεν έδειχνε να κατανοεί τις νουθεσίες, παρασυρόταν ολοένα και περισσότερο από την έπαρση και έφτασε στο τραγικό σημείο να διαλαλεί δεξιά και αριστερά ότι ως τοξοβόλος και κυνηγός ήταν σε θέση να συγκριθεί ακόμη και με την ίδια την θεά Αρτέμιδα. Η μεγαλοπρεπής θεά, ωστόσο, κατανοώντας το νεαρό τής ηλικίας τού Ακταίωνα, δεν τον παρεξηγούσε, δεν του κρατούσε καμμία κακία και τον άφηνε συνεχώς ατιμώρητο, επιθυμώντας να του δώσει πολλές ευκαιρίες ώστε να αλλάξει νοοτροπία και συμπεριφορά από μόνος του. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει.
Ένας πανάρχαιος νόμος των ολύμπιων θεών, τον οποίο και ο Ακταίωνας είχε διδαχθεί – ξανά και ξανά – από τον Χείρωνα, όριζε με αυστηρότητα ότι «όποιος τολμήσει εκούσια να κοιτάξει έναν από τους αθανάτους, δίχως να του το έχει επιτρέψει ο ίδιος, θα πληρώσει πολύ ακριβά την αναίδειά του». Ο νόμος αυτός ήταν σοφός, αλλά ο αλαζόνας κυνηγός δεν του είχε δώσει ποτέ την σημασία που του άρμοζε. Έτσι, λοιπόν, ένα γαλήνιο φθινοπωρινό απόγευμα, την ώρα που η θεά Άρτεμις λουζόταν ήρεμα στην ιερή πηγή Παρθενία, συντροφιά με χαριτωμένες νύμφες και γλυκόλαλες νηρηίδες, ο Ακταίωνας αντιλήφθηκε την γυναικεία ομήγυρη και, αντί να αποσυρθεί διακριτικά σε άλλο μέρος τού δάσους, κινήθηκε κρυφά προς την πηγή. Εκεί, απότομα και με περισσό θράσος, παραμέρισε τα κλαδιά των ψηλών θάμνων, που φύτρωναν τριγύρω, και έριξε την ματιά του επάνω στο θεσπέσιο σώμα τής θεάς Αρτέμιδας. Οι νύμφες και οι νηρηίδες, που τον άκουσαν και τον είδαν αμέσως, ξέσπασαν σε δυνατές κραυγές, ενώ η ρωμαλέα θεά τον κεραυνοβόλησε με το λαμπερό βλέμμα της και τον μεταμόρφωσε σε ελάφι, τιμωρώντας έτσι την αναίδειά του.
Τότε, ο αξιοθρήνητος Ακταίωνας, κάτω από την νέα του μορφή, έχοντας μετατραπεί από θηρευτής σε θήραμα, άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένος μέσα στα πυκνά δάση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα πενήντα σκυλιά του, χτυπημένα από λύσσα, που ως δεύτερη τιμωρία έστειλε η Άρτεμις, έπαψαν να τον αναγνωρίζουν και άρχισαν να τον καταδιώκουν μανιασμένα, μέχρι που τον έφτασαν – όταν τα κέρατά του μπλέχτηκαν στα κλαδιά ενός δέντρου – τού επιτέθηκαν με ασυγκράτητη ορμή και τον κατασπάραξαν χωρίς έλεος.
Το επόμενο πρωί, η δύσμοιρη Αυτονόη, έχοντας πληροφορηθεί το φρικτό τέλος τού γιού της, πήρε την δύσκολη απόφαση να συναντήσει την θεά Αρτέμιδα και να την ικετεύσει ταπεινά να της επιτρέψει να περισυλλέξει τα διασκορπισμένα μέλη τού Ακταίωνα, προκειμένου να τα θάψει με αξιοπρέπεια. Η πονεμένη μητέρα, με τα μάτια κόκκινα από τα ασταμάτητα δάκρυα, με πόδια που έτρεμαν και με ψυχή περίλυπη, παρακάλεσε θερμά την Αρτέμιδα να της δώσει την άδεια να κηδέψει το παιδί της. Η θεά, τότε, έδειξε πρόθυμα όλη την μεγαλοψυχία της: απάλλαξε από την λύσσα τα σκυλιά τού Ακταίωνα, επέτρεψε στην Αυτονόη να συγκεντρώσει όλα τα μέλη τού γιού της και ζήτησε από τον κένταυρο Χείρωνα να συγκολλήσει τα νεκρά κομμάτια και να επαναφέρει στην ζωή τον νεαρό. Μπροστά στο μεγαλείο ενός τέτοιου θαύματος, η Αυτονόη έμεινε άναυδη, ενώ οι νύμφες και οι νηρηίδες δοξολόγησαν την θεά Αρτέμιδα και ύμνησαν το γεγονός με άσματα χαράς και ελπίδας.
Από εκείνη την ημέρα, ο αναστημένος Ακταίωνας απέκτησε σωφροσύνη και σεμνότητα, άλλαξε την συμπεριφορά του, έγινε ενάρετος και έμαθε να τιμά και να σέβεται τους μακάριους θεούς και τους ιερούς και απαραβίαστους νόμους τους. Επέστρεψε ικανοποιημένος και βαθιά συγκινημένος στην φιλόξενη, ξύλινη καλύβα του, όπου τον υποδέχτηκαν τα πενήντα σκυλιά του, και ιδιαιτέρως ο Νηλεής και η Δαλερά, που γάβγιζαν χαρούμενα, χοροπηδώντας τριγύρω του και δαγκώνοντας απαλά τα χέρια τού κυρίου τους. Το κυνήγι παρέμεινε η αγαπημένη ενασχόλησή του, και κάθε τόσο πρόστρεχε στον κοντινό βωμό τής θεάς Αρτέμιδας και της πρόσφερε με δέος πλούσιες θυσίες, τραγουδώντας τιμητικά άσματα και αποδίδοντάς της τον οφειλόμενο σεβασμό.
Κύλισαν έτσι χρόνια όμορφα, κι ο μύθος έφτασε λαμπρός και πολύ διδακτικός μέχρι τις μέρες μας…
Μοναδική αλλά πολυπληθής συντροφιά τού Ακταίωνα ήταν τα πενήντα θαυμάσια κυνηγετικά σκυλιά του. Άλλα λευκά, άλλα κατάμαυρα, άλλα καστανά, όλα ζωηρά, πανέξυπνα και πιστά. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο πελώριος Νηλεής, με το κατάλευκο και μακρύ τρίχωμά του, μεγαλωμένος και εκπαιδευμένος από τον ίδιο τον Ακταίωνα, καθώς και η αγέρωχη Δαλερά, που είχε το χρώμα τού κάστανου, άγρυπνη φύλακας και αλάνθαστη ιχνηλάτης. Κάθε φορά, που έβγαιναν μαζί με τον κύριό τους γιά κυνήγι, τα δάση και τα όρη αντηχούσαν από τα γαβγίσματά τους, ενώ ακόμη και τα ισχυρότερα θηρία, όπως τα λιοντάρια, ένιωθαν φόβο όταν αντίκριζαν τους τετράποδους φίλους τού Ακταίωνα.
Δυστυχώς, όμως, οι αξιοζήλευτες κυνηγετικές ικανότητες και οι απαράμιλλες θηρευτικές επιτυχίες τού μοναχικού νεαρού τον οδηγούσαν βήμα-βήμα προς την αλαζονεία. Μάταια ο σοφός Χείρωνας, που τον υπεραγαπούσε, προσπαθούσε να τον συνετίσει και μάταια τού επαναλάμβανε ότι όφειλε να είναι σεμνότερος. Χρόνο με τον χρόνο, ο Ακταίωνας δεν έδειχνε να κατανοεί τις νουθεσίες, παρασυρόταν ολοένα και περισσότερο από την έπαρση και έφτασε στο τραγικό σημείο να διαλαλεί δεξιά και αριστερά ότι ως τοξοβόλος και κυνηγός ήταν σε θέση να συγκριθεί ακόμη και με την ίδια την θεά Αρτέμιδα. Η μεγαλοπρεπής θεά, ωστόσο, κατανοώντας το νεαρό τής ηλικίας τού Ακταίωνα, δεν τον παρεξηγούσε, δεν του κρατούσε καμμία κακία και τον άφηνε συνεχώς ατιμώρητο, επιθυμώντας να του δώσει πολλές ευκαιρίες ώστε να αλλάξει νοοτροπία και συμπεριφορά από μόνος του. Το κακό, όμως, δεν άργησε να γίνει.
Ένας πανάρχαιος νόμος των ολύμπιων θεών, τον οποίο και ο Ακταίωνας είχε διδαχθεί – ξανά και ξανά – από τον Χείρωνα, όριζε με αυστηρότητα ότι «όποιος τολμήσει εκούσια να κοιτάξει έναν από τους αθανάτους, δίχως να του το έχει επιτρέψει ο ίδιος, θα πληρώσει πολύ ακριβά την αναίδειά του». Ο νόμος αυτός ήταν σοφός, αλλά ο αλαζόνας κυνηγός δεν του είχε δώσει ποτέ την σημασία που του άρμοζε. Έτσι, λοιπόν, ένα γαλήνιο φθινοπωρινό απόγευμα, την ώρα που η θεά Άρτεμις λουζόταν ήρεμα στην ιερή πηγή Παρθενία, συντροφιά με χαριτωμένες νύμφες και γλυκόλαλες νηρηίδες, ο Ακταίωνας αντιλήφθηκε την γυναικεία ομήγυρη και, αντί να αποσυρθεί διακριτικά σε άλλο μέρος τού δάσους, κινήθηκε κρυφά προς την πηγή. Εκεί, απότομα και με περισσό θράσος, παραμέρισε τα κλαδιά των ψηλών θάμνων, που φύτρωναν τριγύρω, και έριξε την ματιά του επάνω στο θεσπέσιο σώμα τής θεάς Αρτέμιδας. Οι νύμφες και οι νηρηίδες, που τον άκουσαν και τον είδαν αμέσως, ξέσπασαν σε δυνατές κραυγές, ενώ η ρωμαλέα θεά τον κεραυνοβόλησε με το λαμπερό βλέμμα της και τον μεταμόρφωσε σε ελάφι, τιμωρώντας έτσι την αναίδειά του.
Τότε, ο αξιοθρήνητος Ακταίωνας, κάτω από την νέα του μορφή, έχοντας μετατραπεί από θηρευτής σε θήραμα, άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένος μέσα στα πυκνά δάση. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα πενήντα σκυλιά του, χτυπημένα από λύσσα, που ως δεύτερη τιμωρία έστειλε η Άρτεμις, έπαψαν να τον αναγνωρίζουν και άρχισαν να τον καταδιώκουν μανιασμένα, μέχρι που τον έφτασαν – όταν τα κέρατά του μπλέχτηκαν στα κλαδιά ενός δέντρου – τού επιτέθηκαν με ασυγκράτητη ορμή και τον κατασπάραξαν χωρίς έλεος.
Το επόμενο πρωί, η δύσμοιρη Αυτονόη, έχοντας πληροφορηθεί το φρικτό τέλος τού γιού της, πήρε την δύσκολη απόφαση να συναντήσει την θεά Αρτέμιδα και να την ικετεύσει ταπεινά να της επιτρέψει να περισυλλέξει τα διασκορπισμένα μέλη τού Ακταίωνα, προκειμένου να τα θάψει με αξιοπρέπεια. Η πονεμένη μητέρα, με τα μάτια κόκκινα από τα ασταμάτητα δάκρυα, με πόδια που έτρεμαν και με ψυχή περίλυπη, παρακάλεσε θερμά την Αρτέμιδα να της δώσει την άδεια να κηδέψει το παιδί της. Η θεά, τότε, έδειξε πρόθυμα όλη την μεγαλοψυχία της: απάλλαξε από την λύσσα τα σκυλιά τού Ακταίωνα, επέτρεψε στην Αυτονόη να συγκεντρώσει όλα τα μέλη τού γιού της και ζήτησε από τον κένταυρο Χείρωνα να συγκολλήσει τα νεκρά κομμάτια και να επαναφέρει στην ζωή τον νεαρό. Μπροστά στο μεγαλείο ενός τέτοιου θαύματος, η Αυτονόη έμεινε άναυδη, ενώ οι νύμφες και οι νηρηίδες δοξολόγησαν την θεά Αρτέμιδα και ύμνησαν το γεγονός με άσματα χαράς και ελπίδας.
Από εκείνη την ημέρα, ο αναστημένος Ακταίωνας απέκτησε σωφροσύνη και σεμνότητα, άλλαξε την συμπεριφορά του, έγινε ενάρετος και έμαθε να τιμά και να σέβεται τους μακάριους θεούς και τους ιερούς και απαραβίαστους νόμους τους. Επέστρεψε ικανοποιημένος και βαθιά συγκινημένος στην φιλόξενη, ξύλινη καλύβα του, όπου τον υποδέχτηκαν τα πενήντα σκυλιά του, και ιδιαιτέρως ο Νηλεής και η Δαλερά, που γάβγιζαν χαρούμενα, χοροπηδώντας τριγύρω του και δαγκώνοντας απαλά τα χέρια τού κυρίου τους. Το κυνήγι παρέμεινε η αγαπημένη ενασχόλησή του, και κάθε τόσο πρόστρεχε στον κοντινό βωμό τής θεάς Αρτέμιδας και της πρόσφερε με δέος πλούσιες θυσίες, τραγουδώντας τιμητικά άσματα και αποδίδοντάς της τον οφειλόμενο σεβασμό.
Κύλισαν έτσι χρόνια όμορφα, κι ο μύθος έφτασε λαμπρός και πολύ διδακτικός μέχρι τις μέρες μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου