Το δίλημμα του Ανδοκίδη
Το 415 π.Χ. ο Ανδοκίδης κατηγορήθηκε για συμμετοχή στον ακρωτηριασμό των Ερμών και τη βεβήλωση των Ελευσίνιων μυστηρίων και συνελήφθη μαζί με κάποιους συγγενείς του. Επειδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε πράγματι εμπλακεί στον ακρωτηριασμό των Ερμών, για να σωθεί, φρόντισε να εξασφαλίσει ασυλία (ἄδεια) και αποκάλυψε τα ονόματα των συνενόχων του, με συνέπεια έκτοτε να τον συνοδεύει το στίγμα του καταδότη. Μάλιστα παρά την ασυλία, αναγκάστηκε, τον ίδιο χρόνο, να εγκαταλείψει την Αθήνα, όταν έγινε δεκτό το (στρεφόμενο κατ᾽ ουσίαν εναντίον του) ψήφισμα που πρότεινε κάποιος Ισοτιμίδης, σύμφωνα με το οποίο όσοι (όπως ο Ανδοκίδης) είχαν ομολογήσει ότι είχαν ασεβήσει αποκλείονταν από τα ιερά και την αγορά της Αθήνας, ακόμα και αν (όπως ο Ανδοκίδης) είχαν εξασφαλίσει το ακαταδίωκτον. Ο ρήτορας έζησε εξόριστος πάνω από δέκα χρόνια και επέστρεψε στην Αθήνα το 403 π.Χ., με τη χορήγηση αμνηστίας που ακολούθησε την πτώση τον Τριάκοντα. Μετά την επάνοδό του, ενεπλάκη και πάλι σε έριδες και διαμάχες με διάφορους, με αποτέλεσμα το 399 π.Χ. να κατηγορηθεί για ασέβεια, αφενός για τη συμμετοχή του στα γεγονότα του 415, αφετέρου γιατί, κατά την κατηγορία, είχε αποθέσει ἱκετηρίαν (κλαδί που κρατούσε ο ικέτης) στο βωμό της Δήμητρας στη διάρκεια των μυστηρίων, κάτι που απαγορευόταν επί ποινή θανάτου. Για τη δίκη αυτή έγραψε τον λόγο Περί των μυστηρίων και κατάφερε να αθωωθεί. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα περιγράφει τις δραματικές ώρες που έζησε το πρώτο βράδυ στο δεσμωτήριο, πριν από δεκαπέντε χρόνια, και προσπαθεί να δικαιολογήσει την απόφασή του να μιλήσει.
Περὶ τῶν μυστηρίων § 48-51, 53
[48] ἐπειδὴ δὲ ἐδεδέμεθα πάντες ἐν τῷ αὐτῷ, καὶ νύξ τε ἦν καὶ τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλῃτο, ἧκον δὲ τῷ μὲν μήτηρ, τῷ δὲ ἀδελφή, τῷ δὲ γυνὴ καὶ παῖδες, ἦν δὲ βοὴ καὶ οἶκτος κλαιόντων καὶ ὀδυρομένων τὰ παρόντα κακά, λέγει πρός με Χαρμίδης, ὢν μὲν ἀνεψιός, ἡλικιώτης δὲ καὶ συνεκτραφεὶς ἐν τῇ οἰκίᾳ τῇ ἡμετέρᾳ ἐκ παιδός, [49] ὅτι «Ἀνδοκίδη, τῶν μὲν παρόντων κακῶν ὁρᾷς τὸ μέγεθος, ἐγὼ δ᾽ ἐν μὲν τῷ παρελθόντι χρόνῳ οὐδὲν ἐδεόμην λέγειν οὐδέ σε λυπεῖν, νῦν δὲ ἀναγκάζομαι διὰ τὴν παροῦσαν ἡμῖν συμφοράν, οἷς γὰρ ἐχρῶ καὶ οἷς συνῆσθα ἄνευ ἡμῶν τῶν συγγενῶν, οὗτοι ἐπὶ ταῖς αἰτίαις δι᾽ ἃς ἡμεῖς ἀπολλύμεθα οἱ μὲν αὐτῶν τεθνᾶσιν, οἱ δὲ οἴχονται φεύγοντες, σφῶν αὐτῶν καταγνόντες ἀδικεῖν *** [50] εἰ ἤκουσάς τι τούτου τοῦ πράγματος τοῦ γενομένου, εἰπέ, καὶ πρῶτον μὲν σεαυτὸν σῷσον, εἶτα δὲ τὸν πατέρα, ὃν εἰκός ἐστί σε μάλιστα φιλεῖν, εἶτα δὲ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς καὶ ἀναγκαίους τοσούτους ὄντας, ἔτι δὲ ἐμέ, ὃς ἐν ἅπαντι τῷ βίῳ ἠνίασα μέν σε οὐδὲν πώποτε, προθυμότατος δὲ εἰς σὲ καὶ τὰ σὰ πράγματά εἰμι, ὅ τι ἂν δέῃ ποιεῖν.»
[51] λέγοντος δέ, ὦ ἄνδρες, Χαρμίδου ταῦτα, ἀντιβολούντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ ἱκετεύοντος ἑνὸς ἑκάστου, ἐνεθυμήθην πρὸς ἐμαυτόν· «ὦ πάντων ἐγὼ δεινοτάτῃ συμφορᾷ περιπεσών, πότερα περιίδω τοὺς ἐμαυτοῦ συγγενεῖς ἀπολλυμένους ἀδίκως, καὶ αὐτούς τε ἀποθανόντας καὶ τὰ χρήματα αὐτῶν δημευθέντα, πρὸς δὲ τούτοις ἀναγραφέντας ἐν στήλαις ὡς ὄντας ἀλιτηρίους τῶν θεῶν τοὺς οὐδενὸς αἰτίους τῶν γεγενημένων, ἔτι δὲ τριακοσίους Ἀθηναίων μέλλοντας ἀδίκως ἀπολέσθαι, τὴν δὲ πόλιν ἐν κακοῖς οὖσαν τοῖς μεγίστοις καὶ ὑποψίαν εἰς ἀλλήλους ἔχοντας, ἢ εἴπω Ἀθηναίοις ἅπερ ἤκουσα Εὐφιλήτου αὐτοῦ τοῦ ποιήσαντος;» (…) [53] ἐδόκει οὖν μοι κρεῖττον εἶναι τέτταρας ἄνδρας ἀποστερῆσαι τῆς πατρίδος δικαίως, οἳ νῦν ζῶσι καὶ κατεληλύθασι καὶ ἔχουσι τὰ σφέτερα αὐτῶν, ἢ ἐκείνους ἀποθανόντας ἀδίκως περιιδεῖν.
***
[48] Όλοι μας βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο φυλακισμένοι. Είχε πέσει η νύχτα και το δεσμωτήριο είχε κλείσει. Ήρθαν τότε του ενός η μητέρα, του άλλου η αδελφή, του τρίτου η γυναίκα και τα παιδιά. Και ακουγόταν μια βοή και μοιρολόγια ανθρώπων που έκλαιγαν και οδύρονταν για τις συμφορές που τους είχαν χτυπήσει. Μου λέει λοιπόν ο Χαρμίδης,1 που είναι ξάδελφός μου και συνομήλικος και που είχε μεγαλώσει μαζί με μένα στο σπίτι μας: [49] «Ανδοκίδη, βλέπεις σε τι δεινή θέση βρισκόμαστε· στο παρελθόν δεν είχα καμιά ανάγκη ούτε να σε συμβουλεύω ούτε να σε στενοχωρώ, τώρα αναγκάζομαι να το κάνω εξαιτίας του κακού που μας έχει βρει. Οι στενοί φίλοι σου και οι σύντροφοί σου2 -εκτός από εμάς τους συγγενείς σου- αυτοί λοιπόν με τις ίδιες κατηγορίες για τις οποίες και μεις τώρα χανόμαστε, είτε έχουν πεθάνει είτε έχουν δραπετεύσει3 δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι είναι ένοχοι ¬¬¬ [50] Αν λοιπόν έχεις ακούσει κάτι γι᾽ αυτή την υπόθεση, ομολόγησε και έτσι σώσε πρώτα τον ίδιο τον εαυτό σου, ύστερα τον πατέρα σου, που τόσο πολύ αγαπάς, ύστερα το γαμπρό σου, που έχει τη μοναδική αδελφή σου, ύστερα τους άλλους συγγενείς και τους δικούς σου -βλέπεις πόσοι είναι- και τέλος κι εμένα, που σε όλη μου τη ζωή ποτέ δεν σε στενοχώρησα σε τίποτε, αλλά ήμουν πάντα κοντά σου πρόθυμος να σου συμπαρασταθώ και να κάνω ό,τι χρειαζόταν για σένα».
[51] Μου έλεγε λοιπόν, πολίτες της Αθήνας, ο Χαρμίδης αυτά τα πράγματα, παρακαλούσαν και οι άλλοι, και ο καθένας με ικέτευε ξεχωριστά. Τότε κάθισα και σκέφτηκα ως εξής: «Αλίμονό μου, σε τι τρομερότατη δοκιμασία έχω περιπέσει; Τι πρέπει να κάνω; Να αδιαφορήσω βλέποντας να χάνονται άδικα οι συγγενείς μου, να δημεύονται οι περιουσίες τους, να χαράζονται τα ονόματά τους σε στήλες4 και να χαρακτηρίζονται καταραμένοι από τους θεούς, αυτοί που δεν είχαν καμιά ανάμιξη σε όσα είχαν γίνει, αλλά και επιπλέον να αδιαφορήσω για τριακόσιους5 αθηναίους πολίτες που επρόκειτο να χαθούν άδικα, για την πόλη που βρισκόταν σ᾽ αυτή την άθλια κατάσταση -όλοι υποψιάζονταν όλους- λοιπόν να αδιαφορήσω ή να πω στους Αθηναίους ό,τι άκουσα από τον Ευφίλητο που ήταν και ο αυτουργός του αδικήματος;» (...) (53) Το σωστό λοιπόν μου φάνηκε ότι ήταν να αποστερήσω σύμφωνα με το δίκαιο τέσσερις6 ανθρώπους από την πατρίδα τους -τώρα αυτοί έχουν επιστρέψει από την εξορία και ζουν και την περιουσία τους έχουν πάρει πίσω- παρά να αφήσω εκείνους να χαθούν άδικα των αδίκων.
------------------
Περὶ τῶν μυστηρίων § 48-51, 53
[48] ἐπειδὴ δὲ ἐδεδέμεθα πάντες ἐν τῷ αὐτῷ, καὶ νύξ τε ἦν καὶ τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλῃτο, ἧκον δὲ τῷ μὲν μήτηρ, τῷ δὲ ἀδελφή, τῷ δὲ γυνὴ καὶ παῖδες, ἦν δὲ βοὴ καὶ οἶκτος κλαιόντων καὶ ὀδυρομένων τὰ παρόντα κακά, λέγει πρός με Χαρμίδης, ὢν μὲν ἀνεψιός, ἡλικιώτης δὲ καὶ συνεκτραφεὶς ἐν τῇ οἰκίᾳ τῇ ἡμετέρᾳ ἐκ παιδός, [49] ὅτι «Ἀνδοκίδη, τῶν μὲν παρόντων κακῶν ὁρᾷς τὸ μέγεθος, ἐγὼ δ᾽ ἐν μὲν τῷ παρελθόντι χρόνῳ οὐδὲν ἐδεόμην λέγειν οὐδέ σε λυπεῖν, νῦν δὲ ἀναγκάζομαι διὰ τὴν παροῦσαν ἡμῖν συμφοράν, οἷς γὰρ ἐχρῶ καὶ οἷς συνῆσθα ἄνευ ἡμῶν τῶν συγγενῶν, οὗτοι ἐπὶ ταῖς αἰτίαις δι᾽ ἃς ἡμεῖς ἀπολλύμεθα οἱ μὲν αὐτῶν τεθνᾶσιν, οἱ δὲ οἴχονται φεύγοντες, σφῶν αὐτῶν καταγνόντες ἀδικεῖν *** [50] εἰ ἤκουσάς τι τούτου τοῦ πράγματος τοῦ γενομένου, εἰπέ, καὶ πρῶτον μὲν σεαυτὸν σῷσον, εἶτα δὲ τὸν πατέρα, ὃν εἰκός ἐστί σε μάλιστα φιλεῖν, εἶτα δὲ τοὺς ἄλλους συγγενεῖς καὶ ἀναγκαίους τοσούτους ὄντας, ἔτι δὲ ἐμέ, ὃς ἐν ἅπαντι τῷ βίῳ ἠνίασα μέν σε οὐδὲν πώποτε, προθυμότατος δὲ εἰς σὲ καὶ τὰ σὰ πράγματά εἰμι, ὅ τι ἂν δέῃ ποιεῖν.»
[51] λέγοντος δέ, ὦ ἄνδρες, Χαρμίδου ταῦτα, ἀντιβολούντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ ἱκετεύοντος ἑνὸς ἑκάστου, ἐνεθυμήθην πρὸς ἐμαυτόν· «ὦ πάντων ἐγὼ δεινοτάτῃ συμφορᾷ περιπεσών, πότερα περιίδω τοὺς ἐμαυτοῦ συγγενεῖς ἀπολλυμένους ἀδίκως, καὶ αὐτούς τε ἀποθανόντας καὶ τὰ χρήματα αὐτῶν δημευθέντα, πρὸς δὲ τούτοις ἀναγραφέντας ἐν στήλαις ὡς ὄντας ἀλιτηρίους τῶν θεῶν τοὺς οὐδενὸς αἰτίους τῶν γεγενημένων, ἔτι δὲ τριακοσίους Ἀθηναίων μέλλοντας ἀδίκως ἀπολέσθαι, τὴν δὲ πόλιν ἐν κακοῖς οὖσαν τοῖς μεγίστοις καὶ ὑποψίαν εἰς ἀλλήλους ἔχοντας, ἢ εἴπω Ἀθηναίοις ἅπερ ἤκουσα Εὐφιλήτου αὐτοῦ τοῦ ποιήσαντος;» (…) [53] ἐδόκει οὖν μοι κρεῖττον εἶναι τέτταρας ἄνδρας ἀποστερῆσαι τῆς πατρίδος δικαίως, οἳ νῦν ζῶσι καὶ κατεληλύθασι καὶ ἔχουσι τὰ σφέτερα αὐτῶν, ἢ ἐκείνους ἀποθανόντας ἀδίκως περιιδεῖν.
***
[48] Όλοι μας βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο φυλακισμένοι. Είχε πέσει η νύχτα και το δεσμωτήριο είχε κλείσει. Ήρθαν τότε του ενός η μητέρα, του άλλου η αδελφή, του τρίτου η γυναίκα και τα παιδιά. Και ακουγόταν μια βοή και μοιρολόγια ανθρώπων που έκλαιγαν και οδύρονταν για τις συμφορές που τους είχαν χτυπήσει. Μου λέει λοιπόν ο Χαρμίδης,1 που είναι ξάδελφός μου και συνομήλικος και που είχε μεγαλώσει μαζί με μένα στο σπίτι μας: [49] «Ανδοκίδη, βλέπεις σε τι δεινή θέση βρισκόμαστε· στο παρελθόν δεν είχα καμιά ανάγκη ούτε να σε συμβουλεύω ούτε να σε στενοχωρώ, τώρα αναγκάζομαι να το κάνω εξαιτίας του κακού που μας έχει βρει. Οι στενοί φίλοι σου και οι σύντροφοί σου2 -εκτός από εμάς τους συγγενείς σου- αυτοί λοιπόν με τις ίδιες κατηγορίες για τις οποίες και μεις τώρα χανόμαστε, είτε έχουν πεθάνει είτε έχουν δραπετεύσει3 δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι είναι ένοχοι ¬¬¬ [50] Αν λοιπόν έχεις ακούσει κάτι γι᾽ αυτή την υπόθεση, ομολόγησε και έτσι σώσε πρώτα τον ίδιο τον εαυτό σου, ύστερα τον πατέρα σου, που τόσο πολύ αγαπάς, ύστερα το γαμπρό σου, που έχει τη μοναδική αδελφή σου, ύστερα τους άλλους συγγενείς και τους δικούς σου -βλέπεις πόσοι είναι- και τέλος κι εμένα, που σε όλη μου τη ζωή ποτέ δεν σε στενοχώρησα σε τίποτε, αλλά ήμουν πάντα κοντά σου πρόθυμος να σου συμπαρασταθώ και να κάνω ό,τι χρειαζόταν για σένα».
[51] Μου έλεγε λοιπόν, πολίτες της Αθήνας, ο Χαρμίδης αυτά τα πράγματα, παρακαλούσαν και οι άλλοι, και ο καθένας με ικέτευε ξεχωριστά. Τότε κάθισα και σκέφτηκα ως εξής: «Αλίμονό μου, σε τι τρομερότατη δοκιμασία έχω περιπέσει; Τι πρέπει να κάνω; Να αδιαφορήσω βλέποντας να χάνονται άδικα οι συγγενείς μου, να δημεύονται οι περιουσίες τους, να χαράζονται τα ονόματά τους σε στήλες4 και να χαρακτηρίζονται καταραμένοι από τους θεούς, αυτοί που δεν είχαν καμιά ανάμιξη σε όσα είχαν γίνει, αλλά και επιπλέον να αδιαφορήσω για τριακόσιους5 αθηναίους πολίτες που επρόκειτο να χαθούν άδικα, για την πόλη που βρισκόταν σ᾽ αυτή την άθλια κατάσταση -όλοι υποψιάζονταν όλους- λοιπόν να αδιαφορήσω ή να πω στους Αθηναίους ό,τι άκουσα από τον Ευφίλητο που ήταν και ο αυτουργός του αδικήματος;» (...) (53) Το σωστό λοιπόν μου φάνηκε ότι ήταν να αποστερήσω σύμφωνα με το δίκαιο τέσσερις6 ανθρώπους από την πατρίδα τους -τώρα αυτοί έχουν επιστρέψει από την εξορία και ζουν και την περιουσία τους έχουν πάρει πίσω- παρά να αφήσω εκείνους να χαθούν άδικα των αδίκων.
------------------
1 Γιος του Αριστοτέλη, εξάδελφος του Ανδοκίδη. Σύμφωνα με την καταγγελία, στο σπίτι του είχαν βεβηλωθεί τα μυστήρια, παρόντος, μεταξύ άλλων, του Αλκιβιάδη.
2 Ο Ευφίλητος, ο Μέλητος και άλλοι φίλοι και ομοϊδεάτες του Ανδοκίδη. Ο Ευφίλητος, σύμφωνα με τον Ανδοκίδη (§ 51, 56, 61-64), πρωτοστάτησε στον ακρωτηριασμό των Ερμών και εξαπάτησε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σχετικά με τη συναίνεση και συμμετοχή του ίδιου του Ανδοκίδη. Ο Μέλητος, που δεν ταυτίζεται με τον κατήγορο του Σωκράτη, συμμετείχε στον ακρωτηριασμό των Ερμών και κατηγορήθηκε ότι, μαζί με τον Αλκιβιάδη και κάποιον Νικίδη, πρωτοστατούσε στη βεβήλωση των μυστηρίων που ετελούνταν στο σπίτι του Πουλυτίωνα.
3 Από τους 18 που κατήγγειλε αρχικά ο Τεύκρος για τον ακρωτηριασμό των Ερμών και τη βεβήλωση των μυστηρίων -σ᾽ αυτούς συγκαταλέγονται ο Ευφίλητος και ο Μέλητος- όσοι πρόλαβαν εγκατέλειψαν την Αθήνα, όσοι συνελήφθησαν εκτελέστηκαν.
4 Τα ονόματα των καταραμένων χαράζονταν σε λίθινες ή χάλκινες στήλες, για να "διαιωνίζεται" το στίγμα.
5 Τόσους είχε καταγγείλει ο Διοκλείδης (ένας από τους μηνυτές), ο οποίος εν συνεχεία ομολόγησε ότι είπε ψέματα και εκτελέστηκε.
6 Εννοεί τους τέσσερις που δεν τους είχε καταγγείλει αρχικά ο Τεύκρος, αλλά τους κατονόμασε ο ίδιος ο Ανδοκίδης. Πρόκειται για τον Παναίτιο, τον Χαιρέδημο, τον Διάκριτο και τον Λυσίστρατο (§52).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου