Η Αισθητικοποίηση της τηλεοπτικής Βίας Απειλεί τους Εγκεφάλους μας!
«Μια εικόνα της τηλεόρασης, σε αντιδιαστολή με τη λεπίδα της γκιλοτίνας, είναι δύο και τρεις και τέσσερις φορές πιο κοφτερή». Daniel Schneidermann
Το μέλλον του Δυτικού πολιτισμού στοιχειώνεται πάντα από τα οράματα των «προφητών» του. Πριν από μισό αιώνα περίπου ο Τζορτζ Όργουελ οραματίστηκε έναν δυστοπικό κόσμο-φυλακή, ενώ ο Άλντους Χάξλεϊ έναν «ουτοπικό» κόσμο-παρωδία. Απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα φαίνεται πως οδεύουμε περισσότερο προς το όραμα του Χάξλεϊ, παρά προς εκείνο του Όργουελ. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν ζουν υπό την εξουσία του πόνου, της βίας και του ολοκληρωτισμού, όπως προέβλεψε ο Όργουελ, αλλά είναι έρμαια των απολαύσεων και της αισθητικοποίησης των πάντων. Η σκλαβιά του μέλλοντος λέγεται τηλεοπτική απόλαυση: κρατώντας το τηλεκοντρόλ νομίζουμε πως ελέγχουμε την τηλεόραση αλλά στην ουσία εκείνη είναι που μας ελέγχει, μας λούζει με εικόνες και μας ναρκώνει.
Ζώντας σ’ ένα πολιτισμό, που πρέπει να είναι ναρκωμένος για να μπορεί ν’ αντέξει τον ίδιο τον εαυτό του, ο άνθρωπος έχει καταφύγει σε διάφορα τεχνάσματα για να μεθοδεύσει τη διανοητική του φυγή. Η αισθητικοποίηση του κόσμου είναι ένα από αυτά. Σύμφωνα με τον μεταμοντέρνο Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Μπωντριγιάρ: «Το μέγα επίτευγμα της Δύσης είναι μάλλον η αισθητικοποίηση του κόσμου, η κοσμοπολίτικη σκηνοθεσία του, η εικονοθέτηση του, η σημειολογική του οργάνωση». Ακόμη και το πιο περιθωριακό, το πιο κοινότυπο και το πιο άσεμνο πράγμα, αισθητικοποιέιται, κουλτουροποιείται και μουσιοποιείται. Η βία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η αισθητική υπεραξία της είναι απαραίτητη για το Σύστημα. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια ζωή βουτηγμένη στη δυστυχία, σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν γνωρίζουν το μέγεθος της δυστυχίας τους, η τηλεοπτική βία, λειτουργώντας καθαρτικά και εκτονωτικά, τους δίνει την ψευδαίσθηση της επανάστασης, τους απελευθερώνει από την ανάγκη να εκφράσουν βίαια τα αδιέξοδα τους. Κοντολογίς η «τοξικότητα» της τηλεοπτικής βίας αναισθητοποιεί τους τηλεθεατές, τους κάνει πιο παθητικούς και πειθήνιους υποτελείς του Συστήματος.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΧΟΝΔΡΕΜΠΟΡΙΟ ΕΦΙΑΛΤΩΝ
Πριν ωστόσο η βία φωλιάσει στις τηλεοπτικές μας οθόνες και γίνει έτσι διανοητικός μας συγκάτοικος, είχε ήδη κυριαρχήσει στην «ασημένια οθόνη των ονείρων», στον κινηματογράφο. Όταν εμφανίστηκε, στις αρχές του 20ου αιώνα, η νέα τέχνη του κινηματογράφου, ήταν μια «τέχνη των πληβείων», που προοιώνιζε τη βαρβαρότητά μας. Γεννήθηκε στο περιθώριο, σε άνδρα κλεφτών, και ταξινομήθηκε εξ’ αρχής στις πανηγυρικές διασκεδάσεις. Αυτό το, ύποπτο και ανυπόληπτο για την καθωσπρέπει τάξη της Βικτωριανής εποχής, φαινόμενο της έβδομης τέχνης ήταν προικισμένο τρομακτικές δυνατότητες: «Κινηματογράφος, τι υπέροχο εργαλείο προπαγάνδας για πώληση προϊόντος κάθε είδους!», είχε προβλέψει από το μακρινό ακόμη 1898 ο Ζωρζ Μελιές. Και δεν είχε καθόλου άδικο.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο κινηματογράφος χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση κρατικής προπαγάνδας και πολιτικής, νέων προϊόντων και ιδεών, φτάνοντας στο σημείο να στοιχειώσει ακόμη και το φαντασιακό της ανθρωπότητας. Χρησιμοποιήθηκε για να διαχειριστεί και να μεταλλάξει τους καταχωνιασμένους φόβους και τα συγκαλυμμένα άγχη της ανθρωπότητας, κάνοντας πάντα τις κρίσεις να δουλεύουν για λογαριασμό του. Έτσι, στην κλειστοφοβική και αδιέξοδη δεκαετία του 1930, όταν οι άνθρωποι του Μεσοπολέμου αισθάνονταν απελπισμένοι από τη ζοφερή τους πραγματικότητα κι εγκατέλειπαν την πίστη στον ορθολογισμό βυθιζόμενοι σ’ έναν κόσμο αποκρυφισμού και ψευδαισθήσεων, ο κινηματογράφος παρήγαγε μια σειρά από ταινίες τρόμου π.χ. Δράκουλας (1931),Φρανκεστάιν (1931), Δρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ (1931), Η Μούμια (1932), Η Νήσος του Δρ Μορό (1933) κ.α., που γέμισαν τις κινηματογραφικές αίθουσες, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια σειρά από νέα φετίχ. Στα τρομακτικά πρόσωπα του Φρανκεστάιν, της Μούμιας, του Νοσφεράτου, του Δράκουλα και του Κινγκ Κονγκ, εξορκίστηκαν οι φόβοι των θυμάτων της κρίσης, που προτίμησαν να αποσυρθούν σ’ ένα κόσμο κινηματογραφικών ψευδαισθήσεων για ν’ αποφύγουν μια μέτρια και οδυνηρή καθημερινότητα.
Το φαινόμενο αυτό επαναλήφθηκε και την δεκαετία του 1970, όταν η πετρελαϊκή κρίση, η οικονομική ύφεση, η ήττα στο Βιετνάμ, τα σκάνδαλα (π.χ. Γουότεργκεϊτ), οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, δημιούργησαν μια παρακμιακή ατμόσφαιρα, την οποία και το Χόλιγουντ εκμεταλλεύτηκε έντεχνα δημιουργώντας μια σειρά ταινιών τρόμου και καταστροφής (π.χ. Εξορκιστής, Τα Σαγόνια του Καρχαρία, Μέτεορ, Σεισμός κ.α.) , οι οποίες έδωσαν διέξοδο στους φόβους και στα καταπιεσμένα άγχη της εποχής. Στην πραγματικότητα ο εξορκιστής ιερέας της ομώνυμης ταινίας δεν εξόρκιζε το «διάβολο» που είχε καταλάβει το σώμα ενός μικρού κοριτσιού, αλλά τους μαζικούς φόβους μιας γενιάς που είχε χάσει την ελπίδα για το μέλλον.
Τέλος, κατά την «αποκαλυπτική» δεκαετία του 1990, όταν η ανασφάλεια και ο τρόμος επέστρεψαν μαζί με μια διάχυτη παράνοια για το επικείμενο «Τέλος του Κόσμου», το Χόλιγουντ λειτούργησε και πάλι εξορκιστικά –γεμίζοντας βεβαίως και τα ταμεία του με δισεκατομμύρια δολάρια– παράγοντας μια σειρά από ταινίες καταστροφής και συντελειολογίας (π.χ. Τιτανικός, Αρμαγεδδών, Ολέθρια Σύγκρουση, Το Ξέσπασμα, Μέρα Ανεξαρτησίας, The Matrix κ.α.), που λειτούργησαν ως «σύγχρονα ομοιώματα των εξαφανισμένων μας τελετουργιών εξορκισμού», σύμφωνα με την έκφραση του Ιγνάσιο Ραμονέ. Μ’ αυτό τον τρόπο ο κινηματογράφος και ιδιαίτερα οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ έγιναν, από έμποροι ονείρων, χονδρέμποροι εφιαλτών, μιας και είναι γνωστό πως «ο φόβος πουλάει».
Η ΒΙΑ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Αποτελεί κοινό μυστικό πως οι περισσότερες ταινίες του Χόλιγουντ χρησιμοποιούν την καταστροφή, τον τρόμο, το θάνατο και τη βία, ως εισιτήρια για μια σίγουρη εμπορική επιτυχία. Ειδικότερα η βία αποτελεί συχνά το «σκληρό νόμισμα» πολλών σκηνοθετών και παραγωγών του Χόλιγουντ, που εθίζουν το κοινό τους στην αρρωστημένη αισθητική της.
Στις ταινίες του Χόλιγουντ η βία βοηθά στη μετάδοση ανατρεπτικών ιδεών και αυτές οι ανατρεπτικές ιδέες με τη σειρά τους συμβάλλουν στην αποδοχή της βίας ως κάτι το αναπόφευκτο. Δείτε για παράδειγμα την ταινία The Matrix, η υπερπραγματικότητα της οποίας μας χαρίζει ανοσία απέναντι στην υπερβολική βία της. Έτσι, το μακελειό των αστυνομικών στην είσοδο του αστυνομικού κτιρίου όπου κρατείται ο Μορφέας, δεν είναι πραγματικό (τίποτε άλλωστε τον κόσμο του Matrix δεν είναι πραγματικό), άρα δικαιολογείται. Οι αστυνομικοί μοιάζουν με ανώνυμους στόχους ενός βιντεοπαιχνιδιού. Έτσι η σφαγή τους από τον «Εκλεκτό» Νιο (Κιάνου Ριβς) και την Τρίνιτι (Κάρι-Αν Μος) δεν προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση στο κοινό, μιας και οι αστυνομικοί είναι απλώς «σκλάβοι του Matrix» κι επομένως αναλώσιμοι. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: στον εικονικό κόσμο τουMatrix όλα επιτρέπονται. Για τολμήστε όμως να εγκατασταθείτε στην «έρημο του πραγματικού», στο μη εικονικό «κρεατοχώρο» (meatspace) μας!
Μια άλλη ταινία όπου η βία αισθητικοποιείται, παράγωντας μάλιστα ανατρεπτικά πολιτικά μηνύματα και αντικουλτούρα, είναι το Fight Club (1998). Ο πρωταγωνιστής της ταινίας (Έντουαρτ Νόρτον) είναι μια σχιζοφρενική προσωπικότητα: την ημέρα εργάζεται ως υπάλληλος σε μια ευυπόληπτη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ τις νύκτες παρασκευάζει «φυσικά» σαπούνια από ανθρώπινο λίπος που κλέβει από τους σκουπιδοτενεκέδες των κλινικών λιποαναρρόφησης. Την ημέρα είναι ένας εκκολαπτόμενος γιάπης με σικ ντύσιμο και χάι τεκ διαμέρισμα, ενώ τη νύκτα μεταμορφώνεται σε αναρχικό τρομοκράτη, που έχει μετατρέψει μια εγκαταλελειμμένη τρώγλη σε παράνομο εργαστήριο-κρησφύγετο. Κάποια στιγμή όμως αυτές οι δύο προσωπικότητες συγκρούονται βίαια, με αποτέλεσμα ο ήρωας να δέρνει δημοσίως και μέχρι τελικής πτώσεως τον ίδιο του τον εαυτό! Το περίεργο είναι πως το παράδειγμα του βρίσκει πολλούς μιμητές –χαμένες ψυχές που αναζητούν διέξοδο από την «κρεατομηχανή» του αμερικανικού καπιταλισμού– κι έτσι δημιουργούνται «μυστικές λέσχες πυγμαχίας», όπου οι καταπιεσμένοι Αμερικανοί άνδρες βγάζουν τα απωθημένα τους ξεσπώντας βίαια και δέρνοντας μέχρι θανάτου ο ένας στον άλλον. Παρά την απερίγραπτη βία όμως, όλοι όσοι συμμετέχουν στο Fight Club αισθάνονται πιο ευτυχισμένοι, πιο ελεύθεροι, πιο ζωντανοί, πιο «άνδρες» και σύντομα αρχίζουν να αποκτούν όρεξη για τρομοκρατική δράση. Σταδιακά αυτές οι μυστικές λέσχες πυγμαχίας μετατρέπονται, υπό την καθοδήγηση του Έντουαρτ Νόρτον, σε μια παράνομη τρομοκρατική οργάνωση που στοχεύει να επιφέρει καίρια πλήγματα στη ραχοκοκαλιά του Συστήματος. Και αυτό συμβαίνει στο τέλος της ταινίας, όταν παρανοϊκός πρωταγωνιστής αυτοκτονεί, αφού πρώτα προλαβαίνει να δει το «τέλος του κόσμου»: την ανατίναξη των μεγαλύτερων ουρανοξυστών, που είναι έδρες τραπεζών και πολυεθνικών εταιρειών –κάτι που φαίνεται σήμερα σαν μια κακόγουστη φάρσα, σαν προφητεία της 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
Κάπου κάπου όμως η κινηματογραφική βία λειτουργεί και διδακτικά. Στην ταινίαΑποκάλυψη Τώρα (1979) ο Φράνσις Κόπολα παρουσίασε την υπέρτατη βία του πολέμου του Βιετνάμ ως το τελευταίο σκαλοπάτι της παρακμής, ως την «καρδιά του σκότους» (άλλωστε η ταινία δεν είναι παρά μια παραλλαγή του βιβλίου Η Καρδιά του Σκότους (Heartof Darkness –1902) του πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad), που έχει πάρει αποκαλυπτικές διαστάσεις σαρώνοντας τον δήθεν ηρωισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η αμερικανική ισχύ. Η ταινία Αποκάλυψη Τώρα είναι ένα μυητικό ταξίδι στο σκότος που κρύβουμε μέσα μας –το ανέβασμα του ποταμού είναι ένα συμβολικό και αρχετυπικό, κατά Καρλ Γιουγκ, ταξίδι προς τα σκοτεινά ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής– και ταυτόχρονα ένα βάρβαρο ρέκβιέμ του πολέμου του Βιετνάμ. Ο συνταγματάρχης Κουρτς (Μάρλο Μπράντο) αυτή η «παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα», δεν ήταν παρά μια ψυχή που «μόνη της μέσα στη ζούγκλα είχε κοιτάξει μέσα της κι είχε τρελαθεί…» Ο Κουρτς είναι αυτός στον οποίο φανερώθηκαν οι «δυνάμεις του σκότους», που αντλούνται μέσα από το βασίλειο των απελευθερωμένων ενστίκτων. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε άλλωστε εύκολα τις τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο ετοιμοθάνατος συνταγματάρχης Κουρτς: «Η Φρίκη! Η Φρίκη!»…
Η ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ «ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΑΠΕ»
Μπορεί ο κινηματογράφος να σαγήνευσε τα πλήθη, να δημιούργησε στρατιές ηρώων και εφιαλτών για να στοιχειώσουν το φαντασιακό μας, εντούτοις η τηλεόραση ήταν εκείνη που εισέβαλε στα σπίτια μας, ακόμη και στις πιο ιδιωτικές περιοχές του μυαλού μας, μολύνοντας το με άχρηστες διαφημίσεις, φθηνές πληροφορίες και Τοξική Κουλτούρα(Toxic Culture). Κατά κοινή παραδοχή η τηλεόραση άλλαξε τα δεδομένα της επικοινωνίας, καταργώντας σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτικότητα αλλά και την πνευματική μας αυτοτέλεια. Με άλλα λόγια συνέβαλλε καθοριστικά στη μετατροπή μας από άτομα σε μάζα, σ’ εκείνο το ανώνυμο και χειραγωγήσιμο κοπάδι που ονομάζεται «τηλεοπτικό κοινό».
Η θεαματική είσοδος της τηλεόρασης στα σπίτια μας οδήγησε σε μαζικό ανεγκεφαλισμό, στη χειραγώγηση των μαζών και στη συνειδησιακή υποταγή μας. Όσο πιο ψηλότερα πετούσαν οι τηλεοπτικοί δορυφόροι, τόσο πιο χαμηλότερα έπεφτε η κουλτούρα μας. Η τηλεόραση, που εκπέμπει μηνύματα από το πουθενά και σε κανένα συγκεκριμένα, δεν μεταδίδει μηνύματα με νόημα, αλλά ελκυστικές, γρήγορες και συναρπαστικές εικόνες, που δεν προβληματίζουν αλλά εθίζουν σε μια οπτική απόλαυση, που είναι διανθισμένη στην «αισθητική» της βίας.
Η τηλεόραση μας σφυροκοπεί ανελέητα με εικόνες, επιφανειακές πληροφορίες και διαφημιστικά σποτ, που τελικά μας μετατρέπουν σε παθητικούς «πολίτες του καναπέ» και σε ψυχαναγκαστικούς καταναλωτές άχρηστων προϊόντων. Μας μεταμορφώνουν σε χειραγωγίσιμους πολίτες-ψηφοφόρους, σε πειθήνιους υπαλλήλους και σε αφηνιασμένους καταναλωτές. Μέχρι να πάει στο σχολείο ένα μέσο Ελληνόπουλο έχει παρακολουθήσει 5.000 ώρες τηλεθέασης, ενώ μέχρι να τελειώσει το λύκειο έχει παρακολουθήσει 20.000 ώρες τηλεθέασης, στη διάρκεια των οποίων έχει δει περισσότερα από 1.000.000 διαφημιστικά μηνύματα. Δεν είναι πλέον οι γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά η τηλεόραση, που εμφυτεύει τις καταναλωτικές και τις αισθητικές αξίες στα παιδιά. Σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις ο πραγματικός «γονέας» που ανατρέφει τα παιδιά είναι η τηλεόραση και όχι οι φυσικοί τους γονείς.
Οι σημερινοί γονείς έχουν απωλέσει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της ανατροφής των παιδιών τους. Δεν ελέγχουν πλέον το επικοινωνιακό περιβάλλον τους, ούτε και τις ροές πληροφοριών που βομβαρδίζουν τον ευαίσθητο, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, παιδικό εγκέφαλο. Καθόλου παράξενο που τα σημερινά παιδιά έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν το θάνατο και τη βία ως μορφές τηλεοπτικής διασκέδασης.
Η ΤΟΞΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!
Σε πολλά πράγματα η Αμερική προαναγγέλλει το αύριο μας. Ειδικά σε ζητήματα μαζικής κουλτούρας, που αποτελεί και το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό λοιπόν να θυμόμαστε πως η πατρίδα του Χόλιγουντ, του σύγχρονου τηλεοπτικού μάρκετινγκ, των βιντεοκλίπ και του διαδικτύου υπήρξε και το πρώτο θύμα της Τοξικής Κουλτούρας. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ασυγκίνητους τους επιστήμονες, που έσπευσαν να το μελετήσουν. Εδώ και αρκετά χρόνια μια σειρά από συγκλονιστικές μελέτες έδειξαν αύξηση της «τοξικότητας» στην αμερικάνικη κουλτούρα. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως η mainstream κουλτούρα των ΗΠΑ έχει εμποτιστεί και «μολυνθεί» ανεπανόρθωτα από την Τοξική Κουλτούρα, η οποία προέρχεται από την «αισθητική» της βίας στην τηλεόραση, στις ταινίες, στη μουσική και στα βιντεοπαιχνίδια.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η διάχυση της Τοξικής Κουλτούρας στα ευρύτερα στρώματα του αμερικανικού πληθυσμού, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εκτόξευση της χρήσης των νόμιμων και παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών, την αύξηση των προβλημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία και τις ψυχοσωματικές ασθένειας, καθώς και τη γενική αίσθηση του κυνισμού που αναπτύσσεται στην αμερικανική κουλτούρα. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται, δυστυχώς, και στην Ελλάδα.
Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Όλοι είμαστε συνένοχοι και θύματα της Τοξικής Κουλτούρας. Για παράδειγμα: Σε ποια ηλικία δολοφονήσατε για πρώτη φορά κτηνωδώς έναν εικονικό χαρακτήρα σε βιντεοπαιχνίδι; Γνωρίζετε μήπως ποια είναι η μέση ηλικία ενός παιδιού στην Ελλάδα όταν κτυπά, καταστρέφει και σκοτώνει χαρακτήρες σ’ ένα βιντεοπαιχνίδι; Είναι υπερβολικά μικρή. Σχεδόν ούτε έξι χρονών…
Έχουμε αποδεχθεί την εικονική βία ως μια μορφή διασκέδασης για τα παιδιά μας, που εκτίθενται σ’ αυτή μέσα από τα τηλεοπτικά προγράμματα, από τη μουσική, τα βιντεοπαιχνίδια κι από τον κινηματογράφο. Τα ραδιόφωνα, τα βιντεοκλίπ, το ΜTV κ.α., έχουν βρει τρόπους να στέλνουν τα «τοξικά» τους μηνύματα κατ’ ευθείαν μέσα στα σπίτια μας, για να διασκεδάσουν εμάς και τα απιδιά μας. Το μήνυμα είναι σαφές: όσο μεγαλύτερη καταστροφή, τόσο το καλύτερο! Όσο περισσότερη βία, τόσο πιο διασκεδαστική!
ΒΙΑ, ΣΕΞ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΜΙΑΣ «ΤΟΞΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Κι επειδή η βία και το σεξ συνδέονται, τα παιδιά μας μαθαίνουν να θεωρούν το πρόωρο και βίαιο σεξ ως κάτι το αποδεκτό. Άλλωστε στην εποχή μας υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό. Διαμέσου του διαδικτύου οι σημερινοί έφηβοι μπορούν να δουν σχεδόν κάθε σεξουαλική πράξη που υπάρχει, πατώντας απλώς ένα κλικ στο πληκτρολόγιο τους. Οι πρώτες σκληροπυρηνικές εικόνες σεξουαλικών πράξεων δεν εμφυτεύονται πλέον στα εφηβικά μυαλά μέσα σε ημισκότεινες κινηματογραφικές αίθουσες, κάτι που προϋποθέτει βέβαια και ανάλογη ψυχολογική προετοιμασία, αλλά μέσα από τις οθόνες των υπολογιστών που βρίσκονται μέσα στα δωμάτια τους. Η εικονική επαφή με το σεξ είναι πλέον μοναχική υπόθεση.
Η Τοξική Κουλτούρα ενοχοποιείται και για την προώθηση της χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ από τη νεολαία. Αρκετά δημοφιλή τραγούδια ενθαρρύνουν τον αλκοολισμό, το κάπνισμα τσιγάρων και τη χρήση ναρκωτικών. Παιδιά όλων των ηλικιών και οικονομικής κατάστασης χρησιμοποιούν κάθε νέο ναρκωτικό που είναι στη μόδα, όπως π.χ. το Ice και το Ecstasy. Τα ναρκωτικά εμφανίζονται έτσι ως η απάντηση στα προβλήματα μιας «τοξικής κοινωνίας».
Ο ΕΘΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΞΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί μια κοινωνία στον εθισμό στην Τοξική Κουλτούρα; Ας δούμε για παράδειγμα την ελληνική κοινωνία. Επιφανειακά τα πράγματα δείχνουν «φυσιολογικά». Οι περισσότεροι Έλληνες ζουν «τακτοποιημένες» ζωές, μέσα σε «τακτοποιημένα» διαμερίσματα, ακολουθώντας «τακτοποιημένα» ωράρια και «καθωσπρέπει» συμπεριφορές… Τα πράγματα όμως δεν είναι αυτό που φαίνονται με την πρώτη ματιά. Μια δεύτερη, πιο διεισδυτική ματιά αποκαλύπτει την ελληνική «έρημου του πραγματικού»: Οι περισσότεροι Έλληνες αισθάνονται παγιδευμένοι σε μια ανένδοτη καθημερινότητα, παγιδευμένοι για ώρες σε στενάχωρα γραφεία, σε μποτιλιαρίσματα και στις ουρές των τραπεζών και των δημόσιων υπηρεσιών. Αισθάνονται καταδικασμένοι σε άχαρες δουλειές, υπακούοντας σε νευρωτικά αφεντικά, ενώ τον ελεύθερο χρόνο τους καυγαδίζουν με τις/τους υστερικούς συζύγους ή κάνουν τηλεοπτικό ζάπινγκ βουλιάζοντας, στεγνοί από ζωτική ενέργεια, στους όλο και πιο αναπαυτικούς καναπέδες τους. Αισθάνονται άδειοι σ’ ένα κόσμο που στερείται ολοένα και περισσότερο τη Φύση, τα δένδρα και τα ζώα, τα ανοικτά τοπία και τους ανοικτούς ορίζοντες.
Όπως παλιότερα ο φασισμός –μια πρώιμη εκδοχή της Τοξικής Κουλτούρας– κατάφερε να αγγίξει τις χορδές των σεξουαλικά και ψυχολογικά καταπιεσμένων ατόμων, έτσι και στις μέρες μας η Τοξική Κουλτούρα χαϊδεύει τα μυαλά των υπερτροφικών καταθλιπτικών και εγωπαθών υπάρξεων, που σέρνονται στους δρόμους των ελληνικών πόλεων συναναστρεφόμενοι με τις αντανακλάσεις τους. Η Τοξική Κουλτούρα είναι ουσιαστικά η εξέλιξη της απελπισίας ενός καταθλιπτικού και πνευματικά αποστεωμένου λαού, που εξιτάρεται μόνον με την υπερβολική τηλεοπτική βία ή τον άκρατο καταναλωτισμό. Είναι η κατάρρευση των αξιών της ηγεμονικής κουλτούρας. Μιας κουλτούρας που στην Ελλάδα ήταν πάντα ηθικοπλαστική δίνοντας έμφαση στο καθήκον –με άλλα λόγια συντηρητική. Η Τοξική Κουλτούρα δεν προάγει την ηθική ευαισθησία, αλλά περισσότερο αποτελεί μια αδέξια κριτική της μετανεωτερικότητας. Δεν αποτελεί απάντηση στην λεγόμενη «κρίση της μετανεωτερικότητας», αλλά περισσότερο μια εικονική απόδραση από τη «ζοφερή τεχνολογική πραγματικότητα», την «κοινωνία των κινδύνων» και το φόβο του μέλλοντος. Είναι το τελευταίο καταφύγιο των ανθρώπων που, αδυνατώντας να ζήσουν τη ζωή, τη βιώνουν ως εμπειρία και μάλιστα τηλεοπτική…
«Μια εικόνα της τηλεόρασης, σε αντιδιαστολή με τη λεπίδα της γκιλοτίνας, είναι δύο και τρεις και τέσσερις φορές πιο κοφτερή». Daniel Schneidermann
Το μέλλον του Δυτικού πολιτισμού στοιχειώνεται πάντα από τα οράματα των «προφητών» του. Πριν από μισό αιώνα περίπου ο Τζορτζ Όργουελ οραματίστηκε έναν δυστοπικό κόσμο-φυλακή, ενώ ο Άλντους Χάξλεϊ έναν «ουτοπικό» κόσμο-παρωδία. Απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα φαίνεται πως οδεύουμε περισσότερο προς το όραμα του Χάξλεϊ, παρά προς εκείνο του Όργουελ. Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν ζουν υπό την εξουσία του πόνου, της βίας και του ολοκληρωτισμού, όπως προέβλεψε ο Όργουελ, αλλά είναι έρμαια των απολαύσεων και της αισθητικοποίησης των πάντων. Η σκλαβιά του μέλλοντος λέγεται τηλεοπτική απόλαυση: κρατώντας το τηλεκοντρόλ νομίζουμε πως ελέγχουμε την τηλεόραση αλλά στην ουσία εκείνη είναι που μας ελέγχει, μας λούζει με εικόνες και μας ναρκώνει.
Ζώντας σ’ ένα πολιτισμό, που πρέπει να είναι ναρκωμένος για να μπορεί ν’ αντέξει τον ίδιο τον εαυτό του, ο άνθρωπος έχει καταφύγει σε διάφορα τεχνάσματα για να μεθοδεύσει τη διανοητική του φυγή. Η αισθητικοποίηση του κόσμου είναι ένα από αυτά. Σύμφωνα με τον μεταμοντέρνο Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Μπωντριγιάρ: «Το μέγα επίτευγμα της Δύσης είναι μάλλον η αισθητικοποίηση του κόσμου, η κοσμοπολίτικη σκηνοθεσία του, η εικονοθέτηση του, η σημειολογική του οργάνωση». Ακόμη και το πιο περιθωριακό, το πιο κοινότυπο και το πιο άσεμνο πράγμα, αισθητικοποιέιται, κουλτουροποιείται και μουσιοποιείται. Η βία δεν αποτελεί εξαίρεση. Η αισθητική υπεραξία της είναι απαραίτητη για το Σύστημα. Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μια ζωή βουτηγμένη στη δυστυχία, σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν γνωρίζουν το μέγεθος της δυστυχίας τους, η τηλεοπτική βία, λειτουργώντας καθαρτικά και εκτονωτικά, τους δίνει την ψευδαίσθηση της επανάστασης, τους απελευθερώνει από την ανάγκη να εκφράσουν βίαια τα αδιέξοδα τους. Κοντολογίς η «τοξικότητα» της τηλεοπτικής βίας αναισθητοποιεί τους τηλεθεατές, τους κάνει πιο παθητικούς και πειθήνιους υποτελείς του Συστήματος.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΧΟΝΔΡΕΜΠΟΡΙΟ ΕΦΙΑΛΤΩΝ
Πριν ωστόσο η βία φωλιάσει στις τηλεοπτικές μας οθόνες και γίνει έτσι διανοητικός μας συγκάτοικος, είχε ήδη κυριαρχήσει στην «ασημένια οθόνη των ονείρων», στον κινηματογράφο. Όταν εμφανίστηκε, στις αρχές του 20ου αιώνα, η νέα τέχνη του κινηματογράφου, ήταν μια «τέχνη των πληβείων», που προοιώνιζε τη βαρβαρότητά μας. Γεννήθηκε στο περιθώριο, σε άνδρα κλεφτών, και ταξινομήθηκε εξ’ αρχής στις πανηγυρικές διασκεδάσεις. Αυτό το, ύποπτο και ανυπόληπτο για την καθωσπρέπει τάξη της Βικτωριανής εποχής, φαινόμενο της έβδομης τέχνης ήταν προικισμένο τρομακτικές δυνατότητες: «Κινηματογράφος, τι υπέροχο εργαλείο προπαγάνδας για πώληση προϊόντος κάθε είδους!», είχε προβλέψει από το μακρινό ακόμη 1898 ο Ζωρζ Μελιές. Και δεν είχε καθόλου άδικο.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν ο κινηματογράφος χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση κρατικής προπαγάνδας και πολιτικής, νέων προϊόντων και ιδεών, φτάνοντας στο σημείο να στοιχειώσει ακόμη και το φαντασιακό της ανθρωπότητας. Χρησιμοποιήθηκε για να διαχειριστεί και να μεταλλάξει τους καταχωνιασμένους φόβους και τα συγκαλυμμένα άγχη της ανθρωπότητας, κάνοντας πάντα τις κρίσεις να δουλεύουν για λογαριασμό του. Έτσι, στην κλειστοφοβική και αδιέξοδη δεκαετία του 1930, όταν οι άνθρωποι του Μεσοπολέμου αισθάνονταν απελπισμένοι από τη ζοφερή τους πραγματικότητα κι εγκατέλειπαν την πίστη στον ορθολογισμό βυθιζόμενοι σ’ έναν κόσμο αποκρυφισμού και ψευδαισθήσεων, ο κινηματογράφος παρήγαγε μια σειρά από ταινίες τρόμου π.χ. Δράκουλας (1931),Φρανκεστάιν (1931), Δρ Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ (1931), Η Μούμια (1932), Η Νήσος του Δρ Μορό (1933) κ.α., που γέμισαν τις κινηματογραφικές αίθουσες, δημιουργώντας ταυτόχρονα μια σειρά από νέα φετίχ. Στα τρομακτικά πρόσωπα του Φρανκεστάιν, της Μούμιας, του Νοσφεράτου, του Δράκουλα και του Κινγκ Κονγκ, εξορκίστηκαν οι φόβοι των θυμάτων της κρίσης, που προτίμησαν να αποσυρθούν σ’ ένα κόσμο κινηματογραφικών ψευδαισθήσεων για ν’ αποφύγουν μια μέτρια και οδυνηρή καθημερινότητα.
Το φαινόμενο αυτό επαναλήφθηκε και την δεκαετία του 1970, όταν η πετρελαϊκή κρίση, η οικονομική ύφεση, η ήττα στο Βιετνάμ, τα σκάνδαλα (π.χ. Γουότεργκεϊτ), οι πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, δημιούργησαν μια παρακμιακή ατμόσφαιρα, την οποία και το Χόλιγουντ εκμεταλλεύτηκε έντεχνα δημιουργώντας μια σειρά ταινιών τρόμου και καταστροφής (π.χ. Εξορκιστής, Τα Σαγόνια του Καρχαρία, Μέτεορ, Σεισμός κ.α.) , οι οποίες έδωσαν διέξοδο στους φόβους και στα καταπιεσμένα άγχη της εποχής. Στην πραγματικότητα ο εξορκιστής ιερέας της ομώνυμης ταινίας δεν εξόρκιζε το «διάβολο» που είχε καταλάβει το σώμα ενός μικρού κοριτσιού, αλλά τους μαζικούς φόβους μιας γενιάς που είχε χάσει την ελπίδα για το μέλλον.
Τέλος, κατά την «αποκαλυπτική» δεκαετία του 1990, όταν η ανασφάλεια και ο τρόμος επέστρεψαν μαζί με μια διάχυτη παράνοια για το επικείμενο «Τέλος του Κόσμου», το Χόλιγουντ λειτούργησε και πάλι εξορκιστικά –γεμίζοντας βεβαίως και τα ταμεία του με δισεκατομμύρια δολάρια– παράγοντας μια σειρά από ταινίες καταστροφής και συντελειολογίας (π.χ. Τιτανικός, Αρμαγεδδών, Ολέθρια Σύγκρουση, Το Ξέσπασμα, Μέρα Ανεξαρτησίας, The Matrix κ.α.), που λειτούργησαν ως «σύγχρονα ομοιώματα των εξαφανισμένων μας τελετουργιών εξορκισμού», σύμφωνα με την έκφραση του Ιγνάσιο Ραμονέ. Μ’ αυτό τον τρόπο ο κινηματογράφος και ιδιαίτερα οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ έγιναν, από έμποροι ονείρων, χονδρέμποροι εφιαλτών, μιας και είναι γνωστό πως «ο φόβος πουλάει».
Η ΒΙΑ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Αποτελεί κοινό μυστικό πως οι περισσότερες ταινίες του Χόλιγουντ χρησιμοποιούν την καταστροφή, τον τρόμο, το θάνατο και τη βία, ως εισιτήρια για μια σίγουρη εμπορική επιτυχία. Ειδικότερα η βία αποτελεί συχνά το «σκληρό νόμισμα» πολλών σκηνοθετών και παραγωγών του Χόλιγουντ, που εθίζουν το κοινό τους στην αρρωστημένη αισθητική της.
Στις ταινίες του Χόλιγουντ η βία βοηθά στη μετάδοση ανατρεπτικών ιδεών και αυτές οι ανατρεπτικές ιδέες με τη σειρά τους συμβάλλουν στην αποδοχή της βίας ως κάτι το αναπόφευκτο. Δείτε για παράδειγμα την ταινία The Matrix, η υπερπραγματικότητα της οποίας μας χαρίζει ανοσία απέναντι στην υπερβολική βία της. Έτσι, το μακελειό των αστυνομικών στην είσοδο του αστυνομικού κτιρίου όπου κρατείται ο Μορφέας, δεν είναι πραγματικό (τίποτε άλλωστε τον κόσμο του Matrix δεν είναι πραγματικό), άρα δικαιολογείται. Οι αστυνομικοί μοιάζουν με ανώνυμους στόχους ενός βιντεοπαιχνιδιού. Έτσι η σφαγή τους από τον «Εκλεκτό» Νιο (Κιάνου Ριβς) και την Τρίνιτι (Κάρι-Αν Μος) δεν προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση στο κοινό, μιας και οι αστυνομικοί είναι απλώς «σκλάβοι του Matrix» κι επομένως αναλώσιμοι. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: στον εικονικό κόσμο τουMatrix όλα επιτρέπονται. Για τολμήστε όμως να εγκατασταθείτε στην «έρημο του πραγματικού», στο μη εικονικό «κρεατοχώρο» (meatspace) μας!
Μια άλλη ταινία όπου η βία αισθητικοποιείται, παράγωντας μάλιστα ανατρεπτικά πολιτικά μηνύματα και αντικουλτούρα, είναι το Fight Club (1998). Ο πρωταγωνιστής της ταινίας (Έντουαρτ Νόρτον) είναι μια σχιζοφρενική προσωπικότητα: την ημέρα εργάζεται ως υπάλληλος σε μια ευυπόληπτη ασφαλιστική εταιρεία, ενώ τις νύκτες παρασκευάζει «φυσικά» σαπούνια από ανθρώπινο λίπος που κλέβει από τους σκουπιδοτενεκέδες των κλινικών λιποαναρρόφησης. Την ημέρα είναι ένας εκκολαπτόμενος γιάπης με σικ ντύσιμο και χάι τεκ διαμέρισμα, ενώ τη νύκτα μεταμορφώνεται σε αναρχικό τρομοκράτη, που έχει μετατρέψει μια εγκαταλελειμμένη τρώγλη σε παράνομο εργαστήριο-κρησφύγετο. Κάποια στιγμή όμως αυτές οι δύο προσωπικότητες συγκρούονται βίαια, με αποτέλεσμα ο ήρωας να δέρνει δημοσίως και μέχρι τελικής πτώσεως τον ίδιο του τον εαυτό! Το περίεργο είναι πως το παράδειγμα του βρίσκει πολλούς μιμητές –χαμένες ψυχές που αναζητούν διέξοδο από την «κρεατομηχανή» του αμερικανικού καπιταλισμού– κι έτσι δημιουργούνται «μυστικές λέσχες πυγμαχίας», όπου οι καταπιεσμένοι Αμερικανοί άνδρες βγάζουν τα απωθημένα τους ξεσπώντας βίαια και δέρνοντας μέχρι θανάτου ο ένας στον άλλον. Παρά την απερίγραπτη βία όμως, όλοι όσοι συμμετέχουν στο Fight Club αισθάνονται πιο ευτυχισμένοι, πιο ελεύθεροι, πιο ζωντανοί, πιο «άνδρες» και σύντομα αρχίζουν να αποκτούν όρεξη για τρομοκρατική δράση. Σταδιακά αυτές οι μυστικές λέσχες πυγμαχίας μετατρέπονται, υπό την καθοδήγηση του Έντουαρτ Νόρτον, σε μια παράνομη τρομοκρατική οργάνωση που στοχεύει να επιφέρει καίρια πλήγματα στη ραχοκοκαλιά του Συστήματος. Και αυτό συμβαίνει στο τέλος της ταινίας, όταν παρανοϊκός πρωταγωνιστής αυτοκτονεί, αφού πρώτα προλαβαίνει να δει το «τέλος του κόσμου»: την ανατίναξη των μεγαλύτερων ουρανοξυστών, που είναι έδρες τραπεζών και πολυεθνικών εταιρειών –κάτι που φαίνεται σήμερα σαν μια κακόγουστη φάρσα, σαν προφητεία της 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
Κάπου κάπου όμως η κινηματογραφική βία λειτουργεί και διδακτικά. Στην ταινίαΑποκάλυψη Τώρα (1979) ο Φράνσις Κόπολα παρουσίασε την υπέρτατη βία του πολέμου του Βιετνάμ ως το τελευταίο σκαλοπάτι της παρακμής, ως την «καρδιά του σκότους» (άλλωστε η ταινία δεν είναι παρά μια παραλλαγή του βιβλίου Η Καρδιά του Σκότους (Heartof Darkness –1902) του πολωνοβρετανού συγγραφέα Joseph Conrad), που έχει πάρει αποκαλυπτικές διαστάσεις σαρώνοντας τον δήθεν ηρωισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η αμερικανική ισχύ. Η ταινία Αποκάλυψη Τώρα είναι ένα μυητικό ταξίδι στο σκότος που κρύβουμε μέσα μας –το ανέβασμα του ποταμού είναι ένα συμβολικό και αρχετυπικό, κατά Καρλ Γιουγκ, ταξίδι προς τα σκοτεινά ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής– και ταυτόχρονα ένα βάρβαρο ρέκβιέμ του πολέμου του Βιετνάμ. Ο συνταγματάρχης Κουρτς (Μάρλο Μπράντο) αυτή η «παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα», δεν ήταν παρά μια ψυχή που «μόνη της μέσα στη ζούγκλα είχε κοιτάξει μέσα της κι είχε τρελαθεί…» Ο Κουρτς είναι αυτός στον οποίο φανερώθηκαν οι «δυνάμεις του σκότους», που αντλούνται μέσα από το βασίλειο των απελευθερωμένων ενστίκτων. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε άλλωστε εύκολα τις τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο ετοιμοθάνατος συνταγματάρχης Κουρτς: «Η Φρίκη! Η Φρίκη!»…
Η ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ «ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΝΑΠΕ»
Μπορεί ο κινηματογράφος να σαγήνευσε τα πλήθη, να δημιούργησε στρατιές ηρώων και εφιαλτών για να στοιχειώσουν το φαντασιακό μας, εντούτοις η τηλεόραση ήταν εκείνη που εισέβαλε στα σπίτια μας, ακόμη και στις πιο ιδιωτικές περιοχές του μυαλού μας, μολύνοντας το με άχρηστες διαφημίσεις, φθηνές πληροφορίες και Τοξική Κουλτούρα(Toxic Culture). Κατά κοινή παραδοχή η τηλεόραση άλλαξε τα δεδομένα της επικοινωνίας, καταργώντας σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτικότητα αλλά και την πνευματική μας αυτοτέλεια. Με άλλα λόγια συνέβαλλε καθοριστικά στη μετατροπή μας από άτομα σε μάζα, σ’ εκείνο το ανώνυμο και χειραγωγήσιμο κοπάδι που ονομάζεται «τηλεοπτικό κοινό».
Η θεαματική είσοδος της τηλεόρασης στα σπίτια μας οδήγησε σε μαζικό ανεγκεφαλισμό, στη χειραγώγηση των μαζών και στη συνειδησιακή υποταγή μας. Όσο πιο ψηλότερα πετούσαν οι τηλεοπτικοί δορυφόροι, τόσο πιο χαμηλότερα έπεφτε η κουλτούρα μας. Η τηλεόραση, που εκπέμπει μηνύματα από το πουθενά και σε κανένα συγκεκριμένα, δεν μεταδίδει μηνύματα με νόημα, αλλά ελκυστικές, γρήγορες και συναρπαστικές εικόνες, που δεν προβληματίζουν αλλά εθίζουν σε μια οπτική απόλαυση, που είναι διανθισμένη στην «αισθητική» της βίας.
Η τηλεόραση μας σφυροκοπεί ανελέητα με εικόνες, επιφανειακές πληροφορίες και διαφημιστικά σποτ, που τελικά μας μετατρέπουν σε παθητικούς «πολίτες του καναπέ» και σε ψυχαναγκαστικούς καταναλωτές άχρηστων προϊόντων. Μας μεταμορφώνουν σε χειραγωγίσιμους πολίτες-ψηφοφόρους, σε πειθήνιους υπαλλήλους και σε αφηνιασμένους καταναλωτές. Μέχρι να πάει στο σχολείο ένα μέσο Ελληνόπουλο έχει παρακολουθήσει 5.000 ώρες τηλεθέασης, ενώ μέχρι να τελειώσει το λύκειο έχει παρακολουθήσει 20.000 ώρες τηλεθέασης, στη διάρκεια των οποίων έχει δει περισσότερα από 1.000.000 διαφημιστικά μηνύματα. Δεν είναι πλέον οι γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά η τηλεόραση, που εμφυτεύει τις καταναλωτικές και τις αισθητικές αξίες στα παιδιά. Σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις ο πραγματικός «γονέας» που ανατρέφει τα παιδιά είναι η τηλεόραση και όχι οι φυσικοί τους γονείς.
Οι σημερινοί γονείς έχουν απωλέσει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο της ανατροφής των παιδιών τους. Δεν ελέγχουν πλέον το επικοινωνιακό περιβάλλον τους, ούτε και τις ροές πληροφοριών που βομβαρδίζουν τον ευαίσθητο, ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες, παιδικό εγκέφαλο. Καθόλου παράξενο που τα σημερινά παιδιά έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν το θάνατο και τη βία ως μορφές τηλεοπτικής διασκέδασης.
Η ΤΟΞΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!
Σε πολλά πράγματα η Αμερική προαναγγέλλει το αύριο μας. Ειδικά σε ζητήματα μαζικής κουλτούρας, που αποτελεί και το μεγαλύτερο εξαγώγιμο προϊόν των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό λοιπόν να θυμόμαστε πως η πατρίδα του Χόλιγουντ, του σύγχρονου τηλεοπτικού μάρκετινγκ, των βιντεοκλίπ και του διαδικτύου υπήρξε και το πρώτο θύμα της Τοξικής Κουλτούρας. Το γεγονός αυτό δεν άφησε ασυγκίνητους τους επιστήμονες, που έσπευσαν να το μελετήσουν. Εδώ και αρκετά χρόνια μια σειρά από συγκλονιστικές μελέτες έδειξαν αύξηση της «τοξικότητας» στην αμερικάνικη κουλτούρα. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως η mainstream κουλτούρα των ΗΠΑ έχει εμποτιστεί και «μολυνθεί» ανεπανόρθωτα από την Τοξική Κουλτούρα, η οποία προέρχεται από την «αισθητική» της βίας στην τηλεόραση, στις ταινίες, στη μουσική και στα βιντεοπαιχνίδια.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η διάχυση της Τοξικής Κουλτούρας στα ευρύτερα στρώματα του αμερικανικού πληθυσμού, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εκτόξευση της χρήσης των νόμιμων και παράνομων ψυχοτρόπων ουσιών, την αύξηση των προβλημάτων που σχετίζονται με την παχυσαρκία και τις ψυχοσωματικές ασθένειας, καθώς και τη γενική αίσθηση του κυνισμού που αναπτύσσεται στην αμερικανική κουλτούρα. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται, δυστυχώς, και στην Ελλάδα.
Αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Όλοι είμαστε συνένοχοι και θύματα της Τοξικής Κουλτούρας. Για παράδειγμα: Σε ποια ηλικία δολοφονήσατε για πρώτη φορά κτηνωδώς έναν εικονικό χαρακτήρα σε βιντεοπαιχνίδι; Γνωρίζετε μήπως ποια είναι η μέση ηλικία ενός παιδιού στην Ελλάδα όταν κτυπά, καταστρέφει και σκοτώνει χαρακτήρες σ’ ένα βιντεοπαιχνίδι; Είναι υπερβολικά μικρή. Σχεδόν ούτε έξι χρονών…
Έχουμε αποδεχθεί την εικονική βία ως μια μορφή διασκέδασης για τα παιδιά μας, που εκτίθενται σ’ αυτή μέσα από τα τηλεοπτικά προγράμματα, από τη μουσική, τα βιντεοπαιχνίδια κι από τον κινηματογράφο. Τα ραδιόφωνα, τα βιντεοκλίπ, το ΜTV κ.α., έχουν βρει τρόπους να στέλνουν τα «τοξικά» τους μηνύματα κατ’ ευθείαν μέσα στα σπίτια μας, για να διασκεδάσουν εμάς και τα απιδιά μας. Το μήνυμα είναι σαφές: όσο μεγαλύτερη καταστροφή, τόσο το καλύτερο! Όσο περισσότερη βία, τόσο πιο διασκεδαστική!
ΒΙΑ, ΣΕΞ ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΜΙΑΣ «ΤΟΞΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
Κι επειδή η βία και το σεξ συνδέονται, τα παιδιά μας μαθαίνουν να θεωρούν το πρόωρο και βίαιο σεξ ως κάτι το αποδεκτό. Άλλωστε στην εποχή μας υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό. Διαμέσου του διαδικτύου οι σημερινοί έφηβοι μπορούν να δουν σχεδόν κάθε σεξουαλική πράξη που υπάρχει, πατώντας απλώς ένα κλικ στο πληκτρολόγιο τους. Οι πρώτες σκληροπυρηνικές εικόνες σεξουαλικών πράξεων δεν εμφυτεύονται πλέον στα εφηβικά μυαλά μέσα σε ημισκότεινες κινηματογραφικές αίθουσες, κάτι που προϋποθέτει βέβαια και ανάλογη ψυχολογική προετοιμασία, αλλά μέσα από τις οθόνες των υπολογιστών που βρίσκονται μέσα στα δωμάτια τους. Η εικονική επαφή με το σεξ είναι πλέον μοναχική υπόθεση.
Η Τοξική Κουλτούρα ενοχοποιείται και για την προώθηση της χρήσης ναρκωτικών και αλκοόλ από τη νεολαία. Αρκετά δημοφιλή τραγούδια ενθαρρύνουν τον αλκοολισμό, το κάπνισμα τσιγάρων και τη χρήση ναρκωτικών. Παιδιά όλων των ηλικιών και οικονομικής κατάστασης χρησιμοποιούν κάθε νέο ναρκωτικό που είναι στη μόδα, όπως π.χ. το Ice και το Ecstasy. Τα ναρκωτικά εμφανίζονται έτσι ως η απάντηση στα προβλήματα μιας «τοξικής κοινωνίας».
Ο ΕΘΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΞΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί μια κοινωνία στον εθισμό στην Τοξική Κουλτούρα; Ας δούμε για παράδειγμα την ελληνική κοινωνία. Επιφανειακά τα πράγματα δείχνουν «φυσιολογικά». Οι περισσότεροι Έλληνες ζουν «τακτοποιημένες» ζωές, μέσα σε «τακτοποιημένα» διαμερίσματα, ακολουθώντας «τακτοποιημένα» ωράρια και «καθωσπρέπει» συμπεριφορές… Τα πράγματα όμως δεν είναι αυτό που φαίνονται με την πρώτη ματιά. Μια δεύτερη, πιο διεισδυτική ματιά αποκαλύπτει την ελληνική «έρημου του πραγματικού»: Οι περισσότεροι Έλληνες αισθάνονται παγιδευμένοι σε μια ανένδοτη καθημερινότητα, παγιδευμένοι για ώρες σε στενάχωρα γραφεία, σε μποτιλιαρίσματα και στις ουρές των τραπεζών και των δημόσιων υπηρεσιών. Αισθάνονται καταδικασμένοι σε άχαρες δουλειές, υπακούοντας σε νευρωτικά αφεντικά, ενώ τον ελεύθερο χρόνο τους καυγαδίζουν με τις/τους υστερικούς συζύγους ή κάνουν τηλεοπτικό ζάπινγκ βουλιάζοντας, στεγνοί από ζωτική ενέργεια, στους όλο και πιο αναπαυτικούς καναπέδες τους. Αισθάνονται άδειοι σ’ ένα κόσμο που στερείται ολοένα και περισσότερο τη Φύση, τα δένδρα και τα ζώα, τα ανοικτά τοπία και τους ανοικτούς ορίζοντες.
Όπως παλιότερα ο φασισμός –μια πρώιμη εκδοχή της Τοξικής Κουλτούρας– κατάφερε να αγγίξει τις χορδές των σεξουαλικά και ψυχολογικά καταπιεσμένων ατόμων, έτσι και στις μέρες μας η Τοξική Κουλτούρα χαϊδεύει τα μυαλά των υπερτροφικών καταθλιπτικών και εγωπαθών υπάρξεων, που σέρνονται στους δρόμους των ελληνικών πόλεων συναναστρεφόμενοι με τις αντανακλάσεις τους. Η Τοξική Κουλτούρα είναι ουσιαστικά η εξέλιξη της απελπισίας ενός καταθλιπτικού και πνευματικά αποστεωμένου λαού, που εξιτάρεται μόνον με την υπερβολική τηλεοπτική βία ή τον άκρατο καταναλωτισμό. Είναι η κατάρρευση των αξιών της ηγεμονικής κουλτούρας. Μιας κουλτούρας που στην Ελλάδα ήταν πάντα ηθικοπλαστική δίνοντας έμφαση στο καθήκον –με άλλα λόγια συντηρητική. Η Τοξική Κουλτούρα δεν προάγει την ηθική ευαισθησία, αλλά περισσότερο αποτελεί μια αδέξια κριτική της μετανεωτερικότητας. Δεν αποτελεί απάντηση στην λεγόμενη «κρίση της μετανεωτερικότητας», αλλά περισσότερο μια εικονική απόδραση από τη «ζοφερή τεχνολογική πραγματικότητα», την «κοινωνία των κινδύνων» και το φόβο του μέλλοντος. Είναι το τελευταίο καταφύγιο των ανθρώπων που, αδυνατώντας να ζήσουν τη ζωή, τη βιώνουν ως εμπειρία και μάλιστα τηλεοπτική…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου