Δεν ήμουν έτσι.
Κάποτε το σπίτι μου ήταν συμμαζεμένο όποια ώρα και αν το επισκεπτόσουν. Τα ρούχα στη ντουλάπα μου ήταν ταξινομημένα ανάλογα με το χρώμα, το ύφασμα και την εποχή τους. Το αυτοκίνητό μου, ήταν πεντακάθαρο και περιποιημένο.
Δεν ήμουν έτσι.
Ήμουν άνθρωπος της εντέλειας και έγινα άνθρωπος της ατέλειας.
«Δεν ήμουν έτσι», συνεχίζεις, και περιμένεις να σε καταλάβουν, να σε συμπονέσουν.
Οι μισοί σε κοιτάζουν με απορία και οι υπόλοιποι γνέφουν καταφατικά, σαν να σε πιστεύουν, όμως το ξέρεις πως κατά βάθος το μόνο που κάνουν είναι να σε επικρίνουν.
Κανέναν δε νοιάζει το πώς ήσουν, το ποιος ήσουν…
Όλοι, μέχρι και εσύ, βλέπεις αυτό που έχεις γίνει – και δεν είσαι ευχαριστημένος με ό,τι αντικρίζεις, γι' αυτό και προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Τι σε άλλαξε, τι συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη, τι φταίει, μόνο εσύ το γνωρίζεις.
Συγκυρίες, ατυχίες, λάθος άνθρωποι, βιαστικές αποφάσεις, επιπόλαιες κινήσεις, ψυχοφθόρες καταστάσεις.
Άδικα υπολογίζεις στην κατανόηση των γύρω σου, δεν υπάρχει δικαιολογία για εκείνον που αντιλαμβάνεται πως έχει στρίψει το τιμόνι αντίθετα από εκεί που λαχταρά να φτάσει κι ωστόσο συνεχίζει στην ίδια πορεία.
Σταμάτα.
Κοίτα κατάματα την αλήθεια, το κάποτε έχει φύγει ανεπιστρεπτί, αποδέξου το.
Πες, κάποτε ήμουν σχεδόν αυτός που ήθελα να είμαι και τώρα νιώθω περήφανος που τα είχα καταφέρει, αν και τότε – τι κρίμα – δεν το πίστευα.
Σε μένα, δεν πίστευα.
Είναι φορές που χρειάζεται να φτάσουμε στον πάτο για να συνειδητοποιήσουμε εκ των υστέρων με πόση χάρη κολυμπούσαμε πρωτύτερα στον αφρό και πόσο καλοί καπετάνιοι υπήρξαμε σε εκείνες τις φουρτούνες.
Ας είναι. Ο πάτος, σε λίγο καιρό, θα είναι το παράσημό σου. Τότε που θα λες, κάποτε, ήμουν έτσι.
Είχα αφήσει τα όνειρά μου σε μιαν άκρη, τις σκέψεις μου ανάκατες σε ένα σωρό τσαλακωμένα ρούχα στη ντουλάπα, τις ελπίδες μου κάτω από τη σκόνη, τα θέλω μου τα κλείδωσα σε ένα σαράβαλο που έμοιαζε με αυτοκίνητο, το σπίτι μου, σπίτι δεν ήταν – κι εγώ, «δεν ήμουν έτσι».
Ώσπου κατάλαβα, πως ήμουν ακριβώς αυτό που προσπαθούσα πεισματικά να διαψεύσω.
Ήξερα, πως ήμουν αυτό που επέτρεψα να γίνω και δεν έκανα τίποτα για να το αλλάξω. Ό,τι κι αν έφταιξε, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, στη μνήμη μου παρέμεναν αιτίες, δεν έγιναν ποτέ αφορμή να επαναστατήσω, να βρω τον εαυτό μου.
Βούλιαζα μέσα στην απογοήτευση, αντί να την αρπάξω από τα μαλλιά και να τη στείλω στο δρόμο που κατευθυνόμουν, τον αγύριστο.
Έπρεπε να πιάσω πάτο για να διαπιστώσω πως κάποτε και καλός καπετάνιος ήμουν και δεινός κολυμβητής και σπουδαίος δύτης τελικά που βρήκε το κουράγιο και πρόλαβε να αναδυθεί στην επιφάνεια πριν να τον καταπιεί το παρόν που δεν ζούσε.
Μόνο που, παραδέχομαι, ένα κουσούρι το κουβαλώ από τότε.
Να μου συγχωρώ την ατέλεια.
Δεν θα γίνω ξανά έτσι.
Κάποτε το σπίτι μου ήταν συμμαζεμένο όποια ώρα και αν το επισκεπτόσουν. Τα ρούχα στη ντουλάπα μου ήταν ταξινομημένα ανάλογα με το χρώμα, το ύφασμα και την εποχή τους. Το αυτοκίνητό μου, ήταν πεντακάθαρο και περιποιημένο.
Δεν ήμουν έτσι.
Ήμουν άνθρωπος της εντέλειας και έγινα άνθρωπος της ατέλειας.
«Δεν ήμουν έτσι», συνεχίζεις, και περιμένεις να σε καταλάβουν, να σε συμπονέσουν.
Οι μισοί σε κοιτάζουν με απορία και οι υπόλοιποι γνέφουν καταφατικά, σαν να σε πιστεύουν, όμως το ξέρεις πως κατά βάθος το μόνο που κάνουν είναι να σε επικρίνουν.
Κανέναν δε νοιάζει το πώς ήσουν, το ποιος ήσουν…
Όλοι, μέχρι και εσύ, βλέπεις αυτό που έχεις γίνει – και δεν είσαι ευχαριστημένος με ό,τι αντικρίζεις, γι' αυτό και προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Τι σε άλλαξε, τι συνέβη από τη μια στιγμή στην άλλη, τι φταίει, μόνο εσύ το γνωρίζεις.
Συγκυρίες, ατυχίες, λάθος άνθρωποι, βιαστικές αποφάσεις, επιπόλαιες κινήσεις, ψυχοφθόρες καταστάσεις.
Άδικα υπολογίζεις στην κατανόηση των γύρω σου, δεν υπάρχει δικαιολογία για εκείνον που αντιλαμβάνεται πως έχει στρίψει το τιμόνι αντίθετα από εκεί που λαχταρά να φτάσει κι ωστόσο συνεχίζει στην ίδια πορεία.
Σταμάτα.
Κοίτα κατάματα την αλήθεια, το κάποτε έχει φύγει ανεπιστρεπτί, αποδέξου το.
Πες, κάποτε ήμουν σχεδόν αυτός που ήθελα να είμαι και τώρα νιώθω περήφανος που τα είχα καταφέρει, αν και τότε – τι κρίμα – δεν το πίστευα.
Σε μένα, δεν πίστευα.
Είναι φορές που χρειάζεται να φτάσουμε στον πάτο για να συνειδητοποιήσουμε εκ των υστέρων με πόση χάρη κολυμπούσαμε πρωτύτερα στον αφρό και πόσο καλοί καπετάνιοι υπήρξαμε σε εκείνες τις φουρτούνες.
Ας είναι. Ο πάτος, σε λίγο καιρό, θα είναι το παράσημό σου. Τότε που θα λες, κάποτε, ήμουν έτσι.
Είχα αφήσει τα όνειρά μου σε μιαν άκρη, τις σκέψεις μου ανάκατες σε ένα σωρό τσαλακωμένα ρούχα στη ντουλάπα, τις ελπίδες μου κάτω από τη σκόνη, τα θέλω μου τα κλείδωσα σε ένα σαράβαλο που έμοιαζε με αυτοκίνητο, το σπίτι μου, σπίτι δεν ήταν – κι εγώ, «δεν ήμουν έτσι».
Ώσπου κατάλαβα, πως ήμουν ακριβώς αυτό που προσπαθούσα πεισματικά να διαψεύσω.
Ήξερα, πως ήμουν αυτό που επέτρεψα να γίνω και δεν έκανα τίποτα για να το αλλάξω. Ό,τι κι αν έφταιξε, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, στη μνήμη μου παρέμεναν αιτίες, δεν έγιναν ποτέ αφορμή να επαναστατήσω, να βρω τον εαυτό μου.
Βούλιαζα μέσα στην απογοήτευση, αντί να την αρπάξω από τα μαλλιά και να τη στείλω στο δρόμο που κατευθυνόμουν, τον αγύριστο.
Έπρεπε να πιάσω πάτο για να διαπιστώσω πως κάποτε και καλός καπετάνιος ήμουν και δεινός κολυμβητής και σπουδαίος δύτης τελικά που βρήκε το κουράγιο και πρόλαβε να αναδυθεί στην επιφάνεια πριν να τον καταπιεί το παρόν που δεν ζούσε.
Μόνο που, παραδέχομαι, ένα κουσούρι το κουβαλώ από τότε.
Να μου συγχωρώ την ατέλεια.
Δεν θα γίνω ξανά έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου