Όσα δάκρυα και να κλάψει δεν ωφελεί, είναι μάταιο.
Έκανε την επιλογή της να μην επιλέξει με την καρδιά, αλλά με τα μάτια, με το νου.
Με την αλαζονεία μιας πανέμορφης νιότης, που τόσο αλόγιστα σπατάλησε.
Τώρα στέκεται μελαγχολική, στα χέρια παιδεύει ένα τριαντάφυλλο κι έχει περάσει ο καιρός, όπως πέρασε η εποχή που είχε το δικαίωμα της επιλογής.
Δικαίωμα που νόμιζε προνόμιο και ανόητα υπέθετε πως θα το είχε πάντα.
Ήταν όμορφη η Λένια, από τις πρώτες του χωριού.
Μακριές, μελένιες μπούκλες στόλιζαν τους λευκούς ώμους και μάτια μεγάλα αμυγδαλωτά πλαισίωναν το αψεγάδιαστο πρόσωπο. Με λυγερή την κορμοστασιά και το βάδισμα ανάλαφρο, δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη.
Κάθε άλλο, οι νέοι της περιοχής έστηναν ουρές κάθε Κυριακή έξω από την πόρτα της, προκειμένου να ζητήσουν το χέρι της.
Κι εκείνη όλο όχι και όχι...
Ώσπου γνώρισε τον Στέλιο και για πρώτη της φορά γνώρισε και τον έρωτα όπως ακριβώς τον φανταζόταν.
Ή μάλλον, όχι ακριβώς, περίπου.
Ο Στέλιος ήταν υπέροχος αλλά δεν ήταν παραλής, δεν είχε να τη ντύσει με φλουριά, ένα αγροτόπαιδο ήταν και έτσι θα παρέμενε, καθώς, όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Έτσι, τον αποχαιρέτησε βιαστικά ένα απόγευμα και από πρώτη του χωριού, πήγε να γίνει πρώτη της πόλης – και έγινε.
Στις κοσμικές εκδηλώσεις, στα μπαρ, στα πότε γεμάτα φθόνο και πότε θαυμασμό μάτια των γυναικών, στη συνείδηση των αρσενικών που την πολιορκούσαν.
Γνώρισε κι άλλους έρωτες, κανένα σαν τον πρώτο, κανέναν ικανό να ξημερώσει στο κρεβάτι της.
Όλο όχι και όχι...κανείς και τίποτα δεν ήταν αρκετό, κι εκείνη ήταν νέα ακόμα, μπορούσε να κάνει ελεύθερα την επιλογή της.
Ώσπου οι επιλογές άρχισαν να στερεύουν μαζί με τα νιάτα της και την υπεροψία που τα συνόδευε.
Οι έρωτες δεν ήθελαν έτσι κι αλλιώς να ξημερωθούν και οι προτάσεις για καινούριους υποψήφιους δεν έπεφταν βροχή.
Κάπου εκεί έλαβε τηλεφώνημα από το χωριό, πως ο Στέλιος, φτασμένος γαιοκτήμονας τώρα, είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια - με μια άλλη νέα από τις πρώτες - και την καλούσε στις χαρές του.
Δεν πήγε ποτέ, έκλαψε όμως πικρά εκείνη τη μέρα. Και την επόμενη, και την μεθεπόμενη...
...Λένια;
Κάπου την ήξερε αυτή τη φωνή που έσκασε σαν πυροτέχνημα στη σιωπή της.
Γύρισε δειλά το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπο που έστεκε απέναντί της σαστισμένο.
Ήταν ο έρωτάς της, ο μοναδικός, που τόσο επιπόλαια προσπέρασε. Λίγο γκρίζος, λίγο παλιός, μεγαλύτερος, έρωτας όμως.
...Έμαθα ότι γύρισες και ήρθα να σε δω, της είπε, μα δεν την έπεισε. Μου είπαν πως παντρεύτηκες εκείνον τον μέθυσο, τον...
Ναι, τον διέκοψε πριν προλάβει να της πει κι άλλες αλήθειες που πληγώνουν, έτσι είναι.
Μα γιατί; Τη ρώτησε και η φωνή του γέμισε πόνο. Από όλους εκείνους που σε πλησίασαν, από εμένα που σε περίμενα χρόνια - χρόνια μ’ ακούς - γιατί αυτόν τον...
Θα σου πω, τον διέκοπτε και πάλι, μόνο πέρασε στον κήπο πρώτα να χαρείς, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. Τα βλέπεις αυτά τα τριαντάφυλλα; Θέλω να ψάξεις και να μου φέρεις το πιο όμορφο. Όμως έχε στο νου σου πως δεν μπορείς να διαλέξεις αυτά που προσπερνάς, δεν μπορείς να επιστρέψεις γι’ αυτό να είσαι προσεκτικός.
Στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν κάτι εύκολο αυτό που του ζητούσε και μπήκε στον κήπο με σιγουριά, αλλά καθώς τον διέσχιζε διαπίστωνε πως το ένα τριαντάφυλλο ήταν πιο όμορφο από το άλλο και δεν ήταν πια σίγουρος ποιό να επιλέξει.
Εκεί που νόμιζε πως βρήκε το καλύτερο, έβλεπε πιο πέρα ένα άλλο πιο κόκκινο, και έπειτα ακόμα ένα με λιγότερα αγκάθια και ένα άλλο, πιο πλούσιο ώσπου πριν να το καταλάβει είχε βρεθεί μπροστά σε ένα μαραμένο, γεμάτο αγκάθια, το τελευταίο...και δεν είχε άλλη επιλογή.
Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Έμεινε να το κοιτάζει απογοητευμένος. Δεν του έκανε καρδιά ούτε να το κόψει, είχε πάρει πλέον την εξήγηση που πήγε να της γυρέψει, προσποιούμενος ότι ήθελε απλά να τη δει.
Εκείνη πίσω του έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη κι όμως δεν ωφελούσε, ήταν μάταιο.
Είχε επιλέξει πια, τη μη επιλογή της.
Έκανε την επιλογή της να μην επιλέξει με την καρδιά, αλλά με τα μάτια, με το νου.
Με την αλαζονεία μιας πανέμορφης νιότης, που τόσο αλόγιστα σπατάλησε.
Τώρα στέκεται μελαγχολική, στα χέρια παιδεύει ένα τριαντάφυλλο κι έχει περάσει ο καιρός, όπως πέρασε η εποχή που είχε το δικαίωμα της επιλογής.
Δικαίωμα που νόμιζε προνόμιο και ανόητα υπέθετε πως θα το είχε πάντα.
Ήταν όμορφη η Λένια, από τις πρώτες του χωριού.
Μακριές, μελένιες μπούκλες στόλιζαν τους λευκούς ώμους και μάτια μεγάλα αμυγδαλωτά πλαισίωναν το αψεγάδιαστο πρόσωπο. Με λυγερή την κορμοστασιά και το βάδισμα ανάλαφρο, δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη.
Κάθε άλλο, οι νέοι της περιοχής έστηναν ουρές κάθε Κυριακή έξω από την πόρτα της, προκειμένου να ζητήσουν το χέρι της.
Κι εκείνη όλο όχι και όχι...
Ώσπου γνώρισε τον Στέλιο και για πρώτη της φορά γνώρισε και τον έρωτα όπως ακριβώς τον φανταζόταν.
Ή μάλλον, όχι ακριβώς, περίπου.
Ο Στέλιος ήταν υπέροχος αλλά δεν ήταν παραλής, δεν είχε να τη ντύσει με φλουριά, ένα αγροτόπαιδο ήταν και έτσι θα παρέμενε, καθώς, όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Έτσι, τον αποχαιρέτησε βιαστικά ένα απόγευμα και από πρώτη του χωριού, πήγε να γίνει πρώτη της πόλης – και έγινε.
Στις κοσμικές εκδηλώσεις, στα μπαρ, στα πότε γεμάτα φθόνο και πότε θαυμασμό μάτια των γυναικών, στη συνείδηση των αρσενικών που την πολιορκούσαν.
Γνώρισε κι άλλους έρωτες, κανένα σαν τον πρώτο, κανέναν ικανό να ξημερώσει στο κρεβάτι της.
Όλο όχι και όχι...κανείς και τίποτα δεν ήταν αρκετό, κι εκείνη ήταν νέα ακόμα, μπορούσε να κάνει ελεύθερα την επιλογή της.
Ώσπου οι επιλογές άρχισαν να στερεύουν μαζί με τα νιάτα της και την υπεροψία που τα συνόδευε.
Οι έρωτες δεν ήθελαν έτσι κι αλλιώς να ξημερωθούν και οι προτάσεις για καινούριους υποψήφιους δεν έπεφταν βροχή.
Κάπου εκεί έλαβε τηλεφώνημα από το χωριό, πως ο Στέλιος, φτασμένος γαιοκτήμονας τώρα, είχε αποφασίσει να κάνει οικογένεια - με μια άλλη νέα από τις πρώτες - και την καλούσε στις χαρές του.
Δεν πήγε ποτέ, έκλαψε όμως πικρά εκείνη τη μέρα. Και την επόμενη, και την μεθεπόμενη...
...Λένια;
Κάπου την ήξερε αυτή τη φωνή που έσκασε σαν πυροτέχνημα στη σιωπή της.
Γύρισε δειλά το κεφάλι και κοίταξε το πρόσωπο που έστεκε απέναντί της σαστισμένο.
Ήταν ο έρωτάς της, ο μοναδικός, που τόσο επιπόλαια προσπέρασε. Λίγο γκρίζος, λίγο παλιός, μεγαλύτερος, έρωτας όμως.
...Έμαθα ότι γύρισες και ήρθα να σε δω, της είπε, μα δεν την έπεισε. Μου είπαν πως παντρεύτηκες εκείνον τον μέθυσο, τον...
Ναι, τον διέκοψε πριν προλάβει να της πει κι άλλες αλήθειες που πληγώνουν, έτσι είναι.
Μα γιατί; Τη ρώτησε και η φωνή του γέμισε πόνο. Από όλους εκείνους που σε πλησίασαν, από εμένα που σε περίμενα χρόνια - χρόνια μ’ ακούς - γιατί αυτόν τον...
Θα σου πω, τον διέκοπτε και πάλι, μόνο πέρασε στον κήπο πρώτα να χαρείς, θέλω να κάνεις κάτι για μένα. Τα βλέπεις αυτά τα τριαντάφυλλα; Θέλω να ψάξεις και να μου φέρεις το πιο όμορφο. Όμως έχε στο νου σου πως δεν μπορείς να διαλέξεις αυτά που προσπερνάς, δεν μπορείς να επιστρέψεις γι’ αυτό να είσαι προσεκτικός.
Στην αρχή σκέφτηκε πως ήταν κάτι εύκολο αυτό που του ζητούσε και μπήκε στον κήπο με σιγουριά, αλλά καθώς τον διέσχιζε διαπίστωνε πως το ένα τριαντάφυλλο ήταν πιο όμορφο από το άλλο και δεν ήταν πια σίγουρος ποιό να επιλέξει.
Εκεί που νόμιζε πως βρήκε το καλύτερο, έβλεπε πιο πέρα ένα άλλο πιο κόκκινο, και έπειτα ακόμα ένα με λιγότερα αγκάθια και ένα άλλο, πιο πλούσιο ώσπου πριν να το καταλάβει είχε βρεθεί μπροστά σε ένα μαραμένο, γεμάτο αγκάθια, το τελευταίο...και δεν είχε άλλη επιλογή.
Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Έμεινε να το κοιτάζει απογοητευμένος. Δεν του έκανε καρδιά ούτε να το κόψει, είχε πάρει πλέον την εξήγηση που πήγε να της γυρέψει, προσποιούμενος ότι ήθελε απλά να τη δει.
Εκείνη πίσω του έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη κι όμως δεν ωφελούσε, ήταν μάταιο.
Είχε επιλέξει πια, τη μη επιλογή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου