Ο πόνος στο πόδι, είναι η πρώτη του επαφή με την πραγματικότητα. Ενστικτωδώς με γρήγορες κινήσεις ανασηκώνει το παντελόνι αλλά δεν βλέπει τίποτα το ανησυχητικό. Σηκώνεται με αργές κινήσεις. Ακριβώς μπροστά του μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο καπνού το μικρό αεροπλάνο είναι παραδομένο στις φλόγες, και ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι αυτός ο τσιριχτός της φωτιάς που απολαμβάνει το γεύμα της. Ευτυχώς πρόλαβε να εγκαταλείψει το τελευταίου τύπου αεροπλάνο εξοπλισμένο με σύστημα εκτίναξης, στην κυριολεξία τελευταία στιγμή. Για αυτό και η πρόσκρουση στο έδαφος ήταν αρκετά σφοδρή με αποτέλεσμα να χάσει για δευτερόλεπτα τις αισθήσεις του.
Ξεκίνησε για να δει από κοντά το κομμάτι του τροπικού δάσους του Αμαζονίου που η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν του είπε ότι ήταν πλέον δικό του έτοιμο προς εκμετάλλευση μετά από μια καλή συμφωνία με την κυβέρνηση και βρέθηκε μόνος, με ελάχιστα εφόδια, μια μικρή πυξίδα και χωρίς ασύρματο σε ένα ξέφωτο σχεδόν στην μέση της ανατριχιαστικής αγκαλιάς του. Σηκώνει το σακίδιό, το βάζει στον ώμο, κόβει ένα κομμάτι σκοινί από το αλεξίπτωτό και ρίχνει μια τελευταία απελπισμένη ματιά στην πυξίδα η οποία του προτείνει κατευθύνσεις αλλά όχι την επιθυμητή.
Αυτήν πρέπει να την διαλέξει ο ίδιος και είναι από τις ελάχιστες στιγμές τις ζωής του που νοιώθει πραγματικά χαμένος και ανήμπορος αντικρίζοντας το άπειρο του μέλλοντος χωρίς τις προστατευτικές μπάρες του μέχρι τώρα κόσμου του, σε όλο του το μεγαλείο. Τι καλά θα είναι να βρω έναν άνθρωπο σκέφτεται την ώρα που αποκαμωμένος μετά από ώρες περπάτημα μέσα στην πυκνή ζούγκλα χωρίς την αίσθηση του χρόνου εξαιτίας του μουντού αυτού ελάχιστου φωτός που καταφέρνει να φτάσει ως το έδαφος, αφήνει το κορμί του να καταρρεύσει στην ρίζα ενός δένδρου.
Ανοίγει τα μάτια και το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι η μαύρη τρύπα της κάνης ενός πιστολιού σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του. Κάνει να σηκωθεί ενστικτωδώς μα το παγωμένο μέταλλο του όπλου στο μέτωπό του κυριαρχεί πάνω σε όλες του τις αισθήσεις. Τώρα μπορεί να δει λίγο πιο πέρα και πέφτει επάνω σε δυο τεράστια μαύρα μάτια που του είναι πάρα πολύ οικεία.
Τα έχει αντικρύσει πολλές φορές μόνο που αυτή την φορά είναι διαφορετικά. Δεν έχουν εκείνο το ικετευτικό γλυκό παραπονεμένο παιδιάστικο υπόχρωμα, που έχει συνηθίσει αλλά αυτό του ερέβους του απόλυτου κενού. Το παιδί που κρατάει το όπλο και στο οποίο ανήκουν τα μάτια δεν πρέπει να είναι πάνω από 12 χρονών και με το που το συνειδητοποιεί επανακτά κατευθείαν την αυτοκυριαρχία του και σηκώνεται όρθιος.
Ο ξερός ήχος και το τσίμπημα στον ώμο του που εξελίσσεται σε κλάσματα του δευτερόλεπτου σε αφόρητο πόνο τον ρίχνουν πάλι στο έδαφος μέσα σε πλήρη σύγχυση. Ο μικρός τον πυροβόλησε χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμιά κουβέντα και τώρα έχει το γόνατό του πάνω στον πληγωμένο του ώμο, το πιστόλι στον κρόταφό του, και τα άδεια του μάτια, ακριβώς απέναντι στα δικά του.
Νοιώθει ένα ρίγος να διαπερνάει την σπονδυλική του στήλη και δεν είναι ούτε από τον πόνο που του προκαλεί το γόνατο του μικρού, ούτε από το φόβο για την ζωή του, αλλά από αυτό το σκληρό αλλόκοτο συναίσθημα αυτής της μαύρης τρύπας των ματιών, που νοιώθει να παραδίνεται στην δύνη της, ανήμπορος να αντιδράσει. Χάνεται μέσα της και βλέπει συγκεχυμένες εικόνες από την ζωή του γεμάτες από τέτοια μάτια, αυτά που πάντα συναντούσε στα ταξίδια του στην Αφρική, είτε σαν πρεσβευτής καλής θέλησης, είτε σαν επιχειρηματίας για μια καλή συμφωνία με τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Και έμαθε να τα αντιμετωπίζει με ζωγραφισμένη την θλίψη και την αγανάκτηση στο πρόσωπο, όταν έβγαζε πύρινους λόγους σε προσφυγικούς καταυλισμούς ,σαν πρέσβης μιας άλλης κοινωνίας που νοιάζεται και πονάει για τα δεινά τους, η την παγερή αδιαφορία καλά κρυμμένη, πίσω από τα φιμέ τζάμια της γυαλιστερής λιμουζίνας, όταν βιαζόταν να φτάσει εγκαίρως στα ραντεβού του και αυτά του έκλειναν τον δρόμο παίζοντας και χοροπηδώντας. Όλα αυτά τα βλέπει με νοσταλγία, ντυμένα με το μελαγχολικό σπινθηροβόλο βλέμμα της αθωότητάς τους, αλευρωμένα με την σκόνη των δρόμων στα ματοτσίνορα τους … Τα νοιώθει δικά του, ένα κομμάτι του κόσμου του.
-Τι έχουμε εδώ Κρουίζ;
Η ανδρική φωνή που μιλάει Ισπανικά τα οποία ξέρει πολύ καλά, τον επαναφέρει βάναυσα σε αυτό που ονομάζουμε παρόν. Το πρόσωπο του μικρού, είναι ακόμη εκεί σε απόσταση αναπνοής και στα χείλη του είναι ζωγραφισμένος ένας αόριστος σπασμός, κάτι σαν χαμόγελο.
-Έναν μπάσταρδο ακόμη.
Τα χείλη κουνήθηκαν και ο ήχος αυτός ο παιδικός, ντυμένος με το παγερό ατσάλι ενός αποφασισμένου εκτελεστή, είναι τόσο αιρετικός στην φύση του ανθρώπου, που θέλει να μιλήσει αλλά δεν μπορεί. Θέλει αγωνιωδώς να τους πει ότι έχει πολλά λεφτά, ότι θα τους ήταν χρήσιμος ζωντανός, ότι ήταν ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας, ότι το δάσος αυτό του ανήκε, ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους, ότι είχε γυναίκα και παιδιά αλλά ο ήχος δεν του κάνει το χατίρι και χάνεται μέσα στις σπασμωδικές γκριμάτσες του προσώπου του.
– Είναι ο πιλότος του αεροπλάνου που είδαμε πριν, κανένας διευθυντής της γαμημένης εταιρίας.
Τέλειωνε με αυτόν Κρουιζ και έλα αμέσως στο στρατόπεδο για την απογευματινή εκπαίδευση.
Ο Κρουίζ γνέφει καταφατικά με το κεφάλι και σηκώνει τον κόκορα του περιστρόφου. Ο μεταλλικός ήχος ακριβώς δίπλα στο αυτί του ακούγεται σαν την γλώσσα της κλειδαριάς που παραδίνεται στην πίεση του κλειδιού και αφήνει την πόρτα έρμαιο των διαθέσεων του. Σκουντάει την πόρτα και αυτή ανοίγει διάπλατα. Βρίσκεται πάλι πίσω στις εικόνες της ζωής του μόνο που αυτή την φορά τα παιδικά μάτια της Αφρικής είναι όλα ντυμένα με αυτό το χάος της αβύσσου το ανέκφραστο της κόλασης αυτό που του παίρνει τη ζωή.
Αυτός δεν είναι ο φιλάνθρωπος που νόμιζε τόσο καιρό πείθοντας τον εαυτό του με μπούρδες, αλλά ο στυγνός επιχειρηματίας , αυτός που εκμεταλλευόταν ότι πολύτιμο μπορούσε να προσφέρει η γη τους, αυτός που τους είχε καταδικάσει στην φτώχεια την πείνα και την απελπισία, αυτός που τους πουλούσε τα όπλα για να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο βουτηγμένοι στην παράνοια ενός κόσμου που δεν αρμόζει στον άνθρωπο, αυτός που άδειαζε αυτά τα παιδικά μάτια από την γλυκιά θαλπωρή του ανθρώπινου βλέμματος, ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του.
Ολόγραμμα των δύο όψεων του ίδιου νομίσματος.
Στην ίδια όψη του νομίσματος
Θύμα και θύτης καλό και κακό.
Ριζωμένος βαθειά προσπαθείς να δεις λίγο πιο πέρα από το είδωλό σου.
Ξεκίνησε για να δει από κοντά το κομμάτι του τροπικού δάσους του Αμαζονίου που η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν του είπε ότι ήταν πλέον δικό του έτοιμο προς εκμετάλλευση μετά από μια καλή συμφωνία με την κυβέρνηση και βρέθηκε μόνος, με ελάχιστα εφόδια, μια μικρή πυξίδα και χωρίς ασύρματο σε ένα ξέφωτο σχεδόν στην μέση της ανατριχιαστικής αγκαλιάς του. Σηκώνει το σακίδιό, το βάζει στον ώμο, κόβει ένα κομμάτι σκοινί από το αλεξίπτωτό και ρίχνει μια τελευταία απελπισμένη ματιά στην πυξίδα η οποία του προτείνει κατευθύνσεις αλλά όχι την επιθυμητή.
Αυτήν πρέπει να την διαλέξει ο ίδιος και είναι από τις ελάχιστες στιγμές τις ζωής του που νοιώθει πραγματικά χαμένος και ανήμπορος αντικρίζοντας το άπειρο του μέλλοντος χωρίς τις προστατευτικές μπάρες του μέχρι τώρα κόσμου του, σε όλο του το μεγαλείο. Τι καλά θα είναι να βρω έναν άνθρωπο σκέφτεται την ώρα που αποκαμωμένος μετά από ώρες περπάτημα μέσα στην πυκνή ζούγκλα χωρίς την αίσθηση του χρόνου εξαιτίας του μουντού αυτού ελάχιστου φωτός που καταφέρνει να φτάσει ως το έδαφος, αφήνει το κορμί του να καταρρεύσει στην ρίζα ενός δένδρου.
Ανοίγει τα μάτια και το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι η μαύρη τρύπα της κάνης ενός πιστολιού σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του. Κάνει να σηκωθεί ενστικτωδώς μα το παγωμένο μέταλλο του όπλου στο μέτωπό του κυριαρχεί πάνω σε όλες του τις αισθήσεις. Τώρα μπορεί να δει λίγο πιο πέρα και πέφτει επάνω σε δυο τεράστια μαύρα μάτια που του είναι πάρα πολύ οικεία.
Τα έχει αντικρύσει πολλές φορές μόνο που αυτή την φορά είναι διαφορετικά. Δεν έχουν εκείνο το ικετευτικό γλυκό παραπονεμένο παιδιάστικο υπόχρωμα, που έχει συνηθίσει αλλά αυτό του ερέβους του απόλυτου κενού. Το παιδί που κρατάει το όπλο και στο οποίο ανήκουν τα μάτια δεν πρέπει να είναι πάνω από 12 χρονών και με το που το συνειδητοποιεί επανακτά κατευθείαν την αυτοκυριαρχία του και σηκώνεται όρθιος.
Ο ξερός ήχος και το τσίμπημα στον ώμο του που εξελίσσεται σε κλάσματα του δευτερόλεπτου σε αφόρητο πόνο τον ρίχνουν πάλι στο έδαφος μέσα σε πλήρη σύγχυση. Ο μικρός τον πυροβόλησε χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμιά κουβέντα και τώρα έχει το γόνατό του πάνω στον πληγωμένο του ώμο, το πιστόλι στον κρόταφό του, και τα άδεια του μάτια, ακριβώς απέναντι στα δικά του.
Νοιώθει ένα ρίγος να διαπερνάει την σπονδυλική του στήλη και δεν είναι ούτε από τον πόνο που του προκαλεί το γόνατο του μικρού, ούτε από το φόβο για την ζωή του, αλλά από αυτό το σκληρό αλλόκοτο συναίσθημα αυτής της μαύρης τρύπας των ματιών, που νοιώθει να παραδίνεται στην δύνη της, ανήμπορος να αντιδράσει. Χάνεται μέσα της και βλέπει συγκεχυμένες εικόνες από την ζωή του γεμάτες από τέτοια μάτια, αυτά που πάντα συναντούσε στα ταξίδια του στην Αφρική, είτε σαν πρεσβευτής καλής θέλησης, είτε σαν επιχειρηματίας για μια καλή συμφωνία με τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Και έμαθε να τα αντιμετωπίζει με ζωγραφισμένη την θλίψη και την αγανάκτηση στο πρόσωπο, όταν έβγαζε πύρινους λόγους σε προσφυγικούς καταυλισμούς ,σαν πρέσβης μιας άλλης κοινωνίας που νοιάζεται και πονάει για τα δεινά τους, η την παγερή αδιαφορία καλά κρυμμένη, πίσω από τα φιμέ τζάμια της γυαλιστερής λιμουζίνας, όταν βιαζόταν να φτάσει εγκαίρως στα ραντεβού του και αυτά του έκλειναν τον δρόμο παίζοντας και χοροπηδώντας. Όλα αυτά τα βλέπει με νοσταλγία, ντυμένα με το μελαγχολικό σπινθηροβόλο βλέμμα της αθωότητάς τους, αλευρωμένα με την σκόνη των δρόμων στα ματοτσίνορα τους … Τα νοιώθει δικά του, ένα κομμάτι του κόσμου του.
-Τι έχουμε εδώ Κρουίζ;
Η ανδρική φωνή που μιλάει Ισπανικά τα οποία ξέρει πολύ καλά, τον επαναφέρει βάναυσα σε αυτό που ονομάζουμε παρόν. Το πρόσωπο του μικρού, είναι ακόμη εκεί σε απόσταση αναπνοής και στα χείλη του είναι ζωγραφισμένος ένας αόριστος σπασμός, κάτι σαν χαμόγελο.
-Έναν μπάσταρδο ακόμη.
Τα χείλη κουνήθηκαν και ο ήχος αυτός ο παιδικός, ντυμένος με το παγερό ατσάλι ενός αποφασισμένου εκτελεστή, είναι τόσο αιρετικός στην φύση του ανθρώπου, που θέλει να μιλήσει αλλά δεν μπορεί. Θέλει αγωνιωδώς να τους πει ότι έχει πολλά λεφτά, ότι θα τους ήταν χρήσιμος ζωντανός, ότι ήταν ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας, ότι το δάσος αυτό του ανήκε, ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φιλάνθρωπους, ότι είχε γυναίκα και παιδιά αλλά ο ήχος δεν του κάνει το χατίρι και χάνεται μέσα στις σπασμωδικές γκριμάτσες του προσώπου του.
– Είναι ο πιλότος του αεροπλάνου που είδαμε πριν, κανένας διευθυντής της γαμημένης εταιρίας.
Τέλειωνε με αυτόν Κρουιζ και έλα αμέσως στο στρατόπεδο για την απογευματινή εκπαίδευση.
Ο Κρουίζ γνέφει καταφατικά με το κεφάλι και σηκώνει τον κόκορα του περιστρόφου. Ο μεταλλικός ήχος ακριβώς δίπλα στο αυτί του ακούγεται σαν την γλώσσα της κλειδαριάς που παραδίνεται στην πίεση του κλειδιού και αφήνει την πόρτα έρμαιο των διαθέσεων του. Σκουντάει την πόρτα και αυτή ανοίγει διάπλατα. Βρίσκεται πάλι πίσω στις εικόνες της ζωής του μόνο που αυτή την φορά τα παιδικά μάτια της Αφρικής είναι όλα ντυμένα με αυτό το χάος της αβύσσου το ανέκφραστο της κόλασης αυτό που του παίρνει τη ζωή.
Αυτός δεν είναι ο φιλάνθρωπος που νόμιζε τόσο καιρό πείθοντας τον εαυτό του με μπούρδες, αλλά ο στυγνός επιχειρηματίας , αυτός που εκμεταλλευόταν ότι πολύτιμο μπορούσε να προσφέρει η γη τους, αυτός που τους είχε καταδικάσει στην φτώχεια την πείνα και την απελπισία, αυτός που τους πουλούσε τα όπλα για να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο βουτηγμένοι στην παράνοια ενός κόσμου που δεν αρμόζει στον άνθρωπο, αυτός που άδειαζε αυτά τα παιδικά μάτια από την γλυκιά θαλπωρή του ανθρώπινου βλέμματος, ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του.
Ολόγραμμα των δύο όψεων του ίδιου νομίσματος.
Στην ίδια όψη του νομίσματος
Θύμα και θύτης καλό και κακό.
Ριζωμένος βαθειά προσπαθείς να δεις λίγο πιο πέρα από το είδωλό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου