Εκείνο το βράδυ πήρε να κατηφορίζει τη Βαλαωρίτου, έχοντας το νου του για κάποιο σημάδι της κατεύθυνσης που έπρεπε να ακολουθήσει, όπως επέμενε ο Παντελής. Κι ως εκ θαύματος, πάνω από το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα βιβλία ξεκινούσε μια ατέλειωτη σειρά από γαλάζια βελάκια που αναβόσβηναν. Στροφή δεξιά, στροφή αριστερά στην Βηλαρά, ύστερα ξανά στροφή δεξιά, πάντα ακολουθώντας τα βελάκια, και στο τέλος, πάνω που νόμιζε πως είχε χάσει οριστικά τον προσανατολισμό του, το μαγαζί με τα οπτικά τον περίμενε. Μπήκε μέσα με μια διστακτική καλησπέρα.
Ένας γεράκος με ολοστρόγγυλα γυαλάκια Philip Johnson του χαμογέλασε. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Ντράπηκε, μα από την άλλη έπρεπε να το τολμήσει. «Μου είπαν πως…πουλάτε μάτια». Γέλασε νευρικά σαν για να απολογηθεί ή για να προλάβει το καλαμπούρι του υπαλλήλου, όμως εκείνος παρέμεινε σοβαρός. Πλησίασε ένα μικρό ντουλάπι. Έβγαλε προσεκτικά τρία κάτασπρα κουτάκια και τα απίθωσε ευλαβικά στο γραφείο. Ύστερα, άνοιξε το συρτάρι κι έπιασε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.
«Καθίστε», του πρότεινε κι εκείνος υπάκουσε.
Ο γηραιός υπάλληλος άνοιξε το πρώτο κουτί κι έδωσε στο Γεράσιμο δυο υγρούς βολβούς που κούρνιαζαν τώρα καρτερικά στην παλάμη του. Τους πλησίασε στο πρόσωπό του νιώθοντας μια ηλεκτρική εκκένωση στον αυχένα. Τα χέρια του ήταν πλέον άδεια, μα υγρά ακόμα από τους βολβούς που είχαν πάρει τη θέση των ματιών του. Κοίταξε γύρω του κι έπαιξε λίγο πάνω κάτω τα νέα μάτια, αισθάνοντάς τα έτοιμα να δραπετεύσουν από τις κόγχες τους.
Ο υπάλληλος έξυσε με απορία τη σεβάσμια φαλάκρα του και ψιθύρισε.
«Χμ. Ίσως παραείναι γρήγορα για πρώτη χρήση. Για δοκιμάστε κι αυτά». Άνοιξε το δεύτερο κουτί, του φόρεσε τα μάτια και τον κοιτούσε εξεταστικά, ενώ το βλέμμα του Γεράσιμου πέρναγε ένα γύρο το δωμάτιο. «Παρατηρείστε λίγο τη φωτογραφία και περιγράψτε μου τί βλέπετε».
Το δωμάτιο ήταν αγνώριστο! Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία. «Έχει χρώματα!» αναφώνισε. Κοίταξε τον υπάλληλο που έδειχνε τώρα τριάντα χρόνια νεότερος. «Κι εσείς, σαν να ξανανιώσατε! Δεν συστηθήκαμε. Με λένε Γεράσιμο».
Ο υπάλληλος χαμογέλασε συγκαταβατικά σαν να είχε ξαναζήσει την ίδια σκηνή εκατοντάδες φορές. «Χάρηκα πολύ, Γεράσιμε. Είμαι ο Marcel. Ώστε, βλέπεις χρώματα στη φωτογραφία. Κάτι άλλο;»
Ο Γεράσιμος την πήρε στα χέρια του και είδε τον μικρό Marcel να χαμογελάει σε μια γυναίκα, πιθανότατα τη μητέρα του. Φορούσε το ίδιο ζευγάρι γυαλιά, ευτυχισμένος για τις μπλε τιράντες που μόλις του είχε αγοράσει εκείνη και τώρα συγκρατούσαν τα κοντά παντελονάκια του.
«Μάλλον εδώ είμαστε», σιγουρεύτηκε ικανοποιημένος ο Marcel μόλις άκουσε την περιγραφή. «Για δοκιμάστε κι αυτά, Γεράσιμε. Είναι παρόμοια, λίγο πιο ευπροσάρμοστα.»
Η αίσθηση των νέων ματιών τον συγκλόνισε. Σαν κάποιος να άναψε τη λάμπα που περίμενε αιώνες σβησμένη στη μέση της ψυχής του.Διακινδύνευσε μια ματιά έξω από το μαγαζί. Ο κόσμος περνούσε βιαστικός, ίδιος κι απαράλλαχτος με πριν κι όμως όλα είχαν αδιόρατα ανατραπεί. Σαν να είχαν αποκτήσει υφή τα συναισθήματα του ζευγαριού που περπατούσε σφιχταγκαλιασμένο. Σαν να είχε άρωμα η μουσική του νεαρού που έπαιζε φυσαρμόνικα στα μαρμάρινα σκαλιά. Λες και το δέντρο στη γωνία εξιστορούσε όλους τους μύθους της πόλης σε κάθε πνοή του αέρα.
«Είναι απίστευτο πόσα μπορεί επιτέλους να δει κανείς με ένα ζευγάρι καινούρια μάτια, σωστά Γεράσιμε;»
Σωστά. «Θα τα πάρω», αποφάσισε.
Ο υπάλληλος του τα τύλιξε στο ρυζόχαρτο. «Μόλις νιώσετε να δυσκολεύεστε με κάποιο πρόβλημα, θέλουν άλλαγμα, αλλά η τιμή είναι προσιτή, δεν υπάρχει λόγος να διστάζετε. Το ιδανικό είναι να χρησιμοποιείτε καινούρια μάτια το συχνότερο δυνατό».
Αποχαιρέτισε τον συμπαθητικό πωλητή και γύρισε στο διαμέρισμά του.
Μπήκε βιαστικός και άνοιξε το πολύτιμο κουτάκι. Με τα παλιά μάτια του χάζεψε για λίγο τα σχέδια εκείνου του πελάτη που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με τίποτα. Τόσο καιρό τα κολλούσε στον τοίχο, μια ίσια, μια ανάποδα μήπως και του φανέρωναν μια άλλη οπτική που τα μάτια του δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν.
Φόρεσε το καινούριο ζευγάρι και κοίταξε το χαρτί. Πήρε μολύβι και γόμα και άρχισε να σέρνει φρενήρεις γραμμές, ώσπου το σπίτι έδειξε ονειρεμένο.
Έκατσε ιδρωμένος στην άκρη του καναπέ και χάζεψε στο τραπεζάκι τις φωτογραφίες με την πρώην. Κι είδε όλους τους τσακωμούς και τους εγωισμούς του να καταρρέουν, όλη τη βλακεία του που είχε οδηγήσει στο ρήγμα. Την πήρε τηλέφωνο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε τον εαυτό του αλλιώς. Τις μέρες που είχε αφήσει να περάσουν ανεπιστρεπτί, τις ρωγμές που επέτρεψε στην αξιοπρέπειά του, τα λάθη του πιο ξεκάθαρα από ποτέ.
Βγήκε στο δρόμο κι ανάσανε ανακουφισμένος το βραδινό αεράκι. Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη για τις καλοκαιρινές διακοπές. Κι εκεί που κάποτε, ένα τέτοιο σκηνικό θα τον τρόμαζε, τώρα ξεδιπλωνόταν μπροστά του ένα αστικό τοπίο μαγικό κι ήρεμο που ανακτούσε τις δυνάμεις του.
Συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται πόσο όμορφο δώρο θα ήταν να μπορούσε να αγοράσει ένα ζευγάρι καινούρια μάτια για κάθε κάτοικο. Να πήγαινε στον κύριο Marcel και να αγόραζε όλη την πραμάτεια του. Κι ύστερα να καθόταν έξω από τις πόρτες των εκρηκτικών διαμερισμάτων κρυφακούγοντας τα προβλήματα που θα λύνονταν με ένα νέο ζευγάρι υγρούς βολβούς που γαργαλάνε τον αυχένα.
Άλλαξε κατεύθυνση και πήρε χαμογελαστός το λεωφορείο. Είχε μια ολόκληρη πόλη να σώσει, τώρα που είχε γλιτώσει πια τον εαυτό του.
«Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούρια μέρη, αλλά να έχεις καινούρια μάτια».
Ένας γεράκος με ολοστρόγγυλα γυαλάκια Philip Johnson του χαμογέλασε. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
Ντράπηκε, μα από την άλλη έπρεπε να το τολμήσει. «Μου είπαν πως…πουλάτε μάτια». Γέλασε νευρικά σαν για να απολογηθεί ή για να προλάβει το καλαμπούρι του υπαλλήλου, όμως εκείνος παρέμεινε σοβαρός. Πλησίασε ένα μικρό ντουλάπι. Έβγαλε προσεκτικά τρία κάτασπρα κουτάκια και τα απίθωσε ευλαβικά στο γραφείο. Ύστερα, άνοιξε το συρτάρι κι έπιασε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία.
«Καθίστε», του πρότεινε κι εκείνος υπάκουσε.
Ο γηραιός υπάλληλος άνοιξε το πρώτο κουτί κι έδωσε στο Γεράσιμο δυο υγρούς βολβούς που κούρνιαζαν τώρα καρτερικά στην παλάμη του. Τους πλησίασε στο πρόσωπό του νιώθοντας μια ηλεκτρική εκκένωση στον αυχένα. Τα χέρια του ήταν πλέον άδεια, μα υγρά ακόμα από τους βολβούς που είχαν πάρει τη θέση των ματιών του. Κοίταξε γύρω του κι έπαιξε λίγο πάνω κάτω τα νέα μάτια, αισθάνοντάς τα έτοιμα να δραπετεύσουν από τις κόγχες τους.
Ο υπάλληλος έξυσε με απορία τη σεβάσμια φαλάκρα του και ψιθύρισε.
«Χμ. Ίσως παραείναι γρήγορα για πρώτη χρήση. Για δοκιμάστε κι αυτά». Άνοιξε το δεύτερο κουτί, του φόρεσε τα μάτια και τον κοιτούσε εξεταστικά, ενώ το βλέμμα του Γεράσιμου πέρναγε ένα γύρο το δωμάτιο. «Παρατηρείστε λίγο τη φωτογραφία και περιγράψτε μου τί βλέπετε».
Το δωμάτιο ήταν αγνώριστο! Πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία. «Έχει χρώματα!» αναφώνισε. Κοίταξε τον υπάλληλο που έδειχνε τώρα τριάντα χρόνια νεότερος. «Κι εσείς, σαν να ξανανιώσατε! Δεν συστηθήκαμε. Με λένε Γεράσιμο».
Ο υπάλληλος χαμογέλασε συγκαταβατικά σαν να είχε ξαναζήσει την ίδια σκηνή εκατοντάδες φορές. «Χάρηκα πολύ, Γεράσιμε. Είμαι ο Marcel. Ώστε, βλέπεις χρώματα στη φωτογραφία. Κάτι άλλο;»
Ο Γεράσιμος την πήρε στα χέρια του και είδε τον μικρό Marcel να χαμογελάει σε μια γυναίκα, πιθανότατα τη μητέρα του. Φορούσε το ίδιο ζευγάρι γυαλιά, ευτυχισμένος για τις μπλε τιράντες που μόλις του είχε αγοράσει εκείνη και τώρα συγκρατούσαν τα κοντά παντελονάκια του.
«Μάλλον εδώ είμαστε», σιγουρεύτηκε ικανοποιημένος ο Marcel μόλις άκουσε την περιγραφή. «Για δοκιμάστε κι αυτά, Γεράσιμε. Είναι παρόμοια, λίγο πιο ευπροσάρμοστα.»
Η αίσθηση των νέων ματιών τον συγκλόνισε. Σαν κάποιος να άναψε τη λάμπα που περίμενε αιώνες σβησμένη στη μέση της ψυχής του.Διακινδύνευσε μια ματιά έξω από το μαγαζί. Ο κόσμος περνούσε βιαστικός, ίδιος κι απαράλλαχτος με πριν κι όμως όλα είχαν αδιόρατα ανατραπεί. Σαν να είχαν αποκτήσει υφή τα συναισθήματα του ζευγαριού που περπατούσε σφιχταγκαλιασμένο. Σαν να είχε άρωμα η μουσική του νεαρού που έπαιζε φυσαρμόνικα στα μαρμάρινα σκαλιά. Λες και το δέντρο στη γωνία εξιστορούσε όλους τους μύθους της πόλης σε κάθε πνοή του αέρα.
«Είναι απίστευτο πόσα μπορεί επιτέλους να δει κανείς με ένα ζευγάρι καινούρια μάτια, σωστά Γεράσιμε;»
Σωστά. «Θα τα πάρω», αποφάσισε.
Ο υπάλληλος του τα τύλιξε στο ρυζόχαρτο. «Μόλις νιώσετε να δυσκολεύεστε με κάποιο πρόβλημα, θέλουν άλλαγμα, αλλά η τιμή είναι προσιτή, δεν υπάρχει λόγος να διστάζετε. Το ιδανικό είναι να χρησιμοποιείτε καινούρια μάτια το συχνότερο δυνατό».
Αποχαιρέτισε τον συμπαθητικό πωλητή και γύρισε στο διαμέρισμά του.
Μπήκε βιαστικός και άνοιξε το πολύτιμο κουτάκι. Με τα παλιά μάτια του χάζεψε για λίγο τα σχέδια εκείνου του πελάτη που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει με τίποτα. Τόσο καιρό τα κολλούσε στον τοίχο, μια ίσια, μια ανάποδα μήπως και του φανέρωναν μια άλλη οπτική που τα μάτια του δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν.
Φόρεσε το καινούριο ζευγάρι και κοίταξε το χαρτί. Πήρε μολύβι και γόμα και άρχισε να σέρνει φρενήρεις γραμμές, ώσπου το σπίτι έδειξε ονειρεμένο.
Έκατσε ιδρωμένος στην άκρη του καναπέ και χάζεψε στο τραπεζάκι τις φωτογραφίες με την πρώην. Κι είδε όλους τους τσακωμούς και τους εγωισμούς του να καταρρέουν, όλη τη βλακεία του που είχε οδηγήσει στο ρήγμα. Την πήρε τηλέφωνο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε τον εαυτό του αλλιώς. Τις μέρες που είχε αφήσει να περάσουν ανεπιστρεπτί, τις ρωγμές που επέτρεψε στην αξιοπρέπειά του, τα λάθη του πιο ξεκάθαρα από ποτέ.
Βγήκε στο δρόμο κι ανάσανε ανακουφισμένος το βραδινό αεράκι. Οι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη για τις καλοκαιρινές διακοπές. Κι εκεί που κάποτε, ένα τέτοιο σκηνικό θα τον τρόμαζε, τώρα ξεδιπλωνόταν μπροστά του ένα αστικό τοπίο μαγικό κι ήρεμο που ανακτούσε τις δυνάμεις του.
Συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται πόσο όμορφο δώρο θα ήταν να μπορούσε να αγοράσει ένα ζευγάρι καινούρια μάτια για κάθε κάτοικο. Να πήγαινε στον κύριο Marcel και να αγόραζε όλη την πραμάτεια του. Κι ύστερα να καθόταν έξω από τις πόρτες των εκρηκτικών διαμερισμάτων κρυφακούγοντας τα προβλήματα που θα λύνονταν με ένα νέο ζευγάρι υγρούς βολβούς που γαργαλάνε τον αυχένα.
Άλλαξε κατεύθυνση και πήρε χαμογελαστός το λεωφορείο. Είχε μια ολόκληρη πόλη να σώσει, τώρα που είχε γλιτώσει πια τον εαυτό του.
«Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούρια μέρη, αλλά να έχεις καινούρια μάτια».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου